Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΔΔ: «Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών»


 

 

 

 Αθήνα, 29.09.2021
Αρ. Πρωτ. 94
Προς
Τον Υπουργό Δικαιοσύνης
κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα
ΘΕΜΑ: «Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών»
-----------
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με το από 16 Σεπτεμβρίου 2021 έγγραφο, ζήτησε την επεξεργασία του σχεδίου νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις» από την Ένωση Διοικητικών Δικαστών (Ε.Δ.Δ.) και την υποβολή παρατηρήσεων επί του σχεδίου αυτού.
Κατόπιν αυτού, συγκλήθηκε στις 29.9.2021 το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Δ.Δ. προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων και διεξοδική συζήτηση, μετά το πέρας της οποίας το Διοικητικό Συμβούλιο διατύπωσε τις εξής απόψεις:
 
I. Γενικές παρατηρήσεις


Με το σχέδιο νόμου επιχειρείται, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, η εξάλειψη των όποιον αδυναμιών του νομοθετικού πλαισίου της ΕΣΔι, εξαιτίας και των πολλών νομοθετικών μεταβολών και η προσαρμογή της νομοθεσίας που τη διέπει στις νέες, διαρκώς μεταβαλλόμενες, κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και προκλήσεις. Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρούνται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών έχουν απώτερο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης.
Η Ε.Δ.Δ., έχοντας την πεποίθηση ότι κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του θεσμού έχουν τα πρόσωπα που τον υπηρετούν, απέδιδε πάντοτε ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο επιλογής και εκπαίδευσης των δικαστών. Με τις σκέψεις αυτές, η Ε.Δ.Δ., κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τη δημιουργία νέου νομοθετικού πλαισίου για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι), υπέβαλε στις 20.4.2021 προτάσεις προς τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αναφορικά με τη βελτίωση της εκπαιδευτικής και επιμορφωτικής διαδικασίας, τόσο στο στάδιο της προεισαγωγικής εκπαίδευσης, όσο και σε αυτό της συνεχιζόμενης κατάρτισης των εν ενεργεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Το σχέδιο νόμου υιοθετεί της περισσότερες εκ των προτάσεων της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συμμετοχή των Δικαστικών Ενώσεων, με πειστική επιχειρηματολογία, στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, προσδίδει σε αυτήν προστιθέμενη αξία.
ΙΙ. Ειδικές παρατηρήσεις
i) Επί του άρθρου 4 υπό τον τίτλο «Διοικητικό Συμβούλιο»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1 με την οποία προβλέπεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται από εννέα (9) μέλη με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του τελευταίου, δεν θα πρέπει να οδηγεί στη μείωση του αριθμού των εκπροσώπων των δικαστικών ενώσεων σε έναν (1). Τούτο διότι, ενόψει της διάκρισης των δικαιοδοσιών, καθίσταται αναγκαία η συμμετοχή ενός, τουλάχιστον, εκπροσώπου δικαστικής ένωσης ανά δικαιοδοσία, αφού, κατά
 
τεκμήριο, ο τελευταίος γνωρίζει σε βάθος τις ιδιαίτερες ανάγκες επιμόρφωσης της οικείας κατεύθυνσης (ανά δικαιοδοσία) την οποία εκπροσωπεί. Εξάλλου, οι σπουδαστές της ΕΣΔι είναι εν δυνάμει μέλη των δικαστικών ενώσεων και, συνεπώς, οι τελευταίες έχουν εύλογο ενδιαφέρον για την γενικότερη κατάρτισή τους.
ii) Επί του άρθρου 9 υπό τον τίτλο «Προκήρυξη διαγωνισμού»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1 με την οποία ορίζεται ως απώτατος χρόνος δημοσίευσης της προκήρυξης το τέλος Μαΐου κάθε έτους, αποτελεί πρόταση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών προς τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή.
Η ρύθμιση της παραγράφου 2 με την οποία προβλέπεται ότι ο διαγωνισμός της κατεύθυνσης Διοικητικής Δικαιοσύνης διεξάγεται εν μέρει με κοινώς εξεταζόμενα μαθήματα και εν μέρει με χωριστά, ανάλογα αν πρόκειται για υποψηφίους που επιθυμούν να διοριστούν σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ή για υποψηφίους που επιθυμούν να διοριστούν σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας αυτού, είναι αναγκαία. Τούτο διότι, επιβάλλεται η άμεση εξειδίκευση των σπουδαστών ανάλογα με το δικαστήριο, στο οποίο θα κληθούν να υπηρετήσουν καθώς και η ορθολογική κατανομή των προκηρυσσομένων θέσεων και η συσχέτιση των εξεταζόμενων μαθημάτων με τις προς πλήρωση θέσεις. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος οι σπουδαστές που κατευθύνονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Διοικητικά Δικαστήρια να διδάσκονται την ύλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μάλιστα σε βάθος, όπως συμβαίνει σήμερα, ενώ, η διατήρηση της κοινής κατεύθυνσης Συμβουλίου της Επικρατείας και Διοικητικών Δικαστηρίων είναι ορθή, δεδομένου ότι η ύλη τους είναι κοινή.
iii) Επί του άρθρου 10 υπό τον τίτλο «Απαιτούμενα προσόντα συμμετοχής στο διαγωνισμό –Αιτήσεις συμμετοχής»
Η ρύθμιση της παραγράφου 2 με την οποία προβλέπεται ότι το πρώτο πενθήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους που προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, καταρτίζεται κατόπιν ελέγχου των δικαιολογητικών, για κάθε
 
κατεύθυνση πίνακας υποψηφίων, ο οποίος εγκρίνεται το αργότερο την τελευταία ημέρα του δεύτερου πενθημέρου του μηνός Ιουλίου του έτους που προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, αποτελεί πρόταση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
iv) Επί του άρθρου 11 υπό τον τίτλο «Επιτροπές εισαγωγικού διαγωνισμού»
Η ρύθμιση της παραγράφου 6 με την οποία προβλέπεται ότι σε κάθε μία από τις εξεταζόμενες ξένες γλώσσες ορίζονται ως εξεταστές δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία και γνωρίζουν αποδεδειγμένα την εξεταζόμενη ξένη γλώσσα, αποτελεί πρόταση της ΕΔΔ προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
v) Επί του άρθρου 12 υπό τον τίτλο «Χρόνος και τόπος διεξαγωγής των εξετάσεων - Στάδια του διαγωνισμού»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1, με την οποία προβλέπεται ότι ο βαθμός που συγκέντρωσαν οι επιτυχόντες του πρώτου σταδίου στην ξένη γλώσσα δεν υπολογίζεται στα επόμενα στάδια, είναι ορθή, καθόσον κριτήριο για την κατάταξη θα πρέπει να είναι ο βαθμός στα νομικά μαθήματα, το γνωστικό επίπεδο των οποίων είναι και το κυρίως ζητούμενο στην πορεία του δικαστικού λειτουργού. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως δεν παρίσταται δικαιολογημένη η πρόβλεψη ότι στη ξένη γλώσσα επιτυχών θεωρείται ο υποψήφιος που συγκέντρωσε «μέσο όρο γραπτών τουλάχιστον οκτώ (8) με άριστα το δεκαπέντε (15)», όταν στην αντίστοιχη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 13 αναφορικά με τα γραπτά δοκίμια του δευτέρου σταδίου προβλέπεται ότι «όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις γραπτές δοκιμασίες τουλάχιστον οκτώ (8) και καμία κάτω από έξι (6)». Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να προβλεφθεί ότι: «Επιτυχών θεωρείται ο υποψήφιος που συγκέντρωσε μέσο όρο γραπτών τουλάχιστον έξι (6) με άριστα το δεκαπέντε (15)».
Η ρύθμιση της παραγράφου 2, με την οποία προβλέπεται ότι στο δεύτερο στάδιο περιλαμβάνεται γραπτή εξέταση του αντικειμένου της "γενικής νομικής παιδείας", είναι ορθή, διότι με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζονται δυσλειτουργίες που διαπιστώθηκαν κατά το παρελθόν και προκλήθηκαν από
 
την εξέταση των υποψηφίων σε θέματα που, ουδόλως, σχετίζονταν με τη νομική επιστήμη.
vi) Επί του άρθρου 13 υπό τον τίτλο «Βαθμολόγηση υποψηφίων»
Η ρύθμιση της παραγράφου 5, με την οποία μειώνεται ο αριθμός των μεταπτυχιακών διπλωμάτων που δυνητικά μπορούν να προσαυξήσουν τον τελικό βαθμό επιτυχίας του υποψηφίου και προβλέπεται ότι κατ' ανώτατο όριο μέχρι δύο μεταπτυχιακά διπλώματα υπολογίζονται και μέχρι ένα διδακτορικό ή μεταδιδακτορικό δίπλωμα, ενώ, η συνάφεια ή μη της κατεύθυνσης δεν ασκεί επιρροή για την κρίση αυτή της επιτροπής, αποτελεί πρόταση της ΕΔΔ προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
vii) Επί του άρθρου 19 υπό τον τίτλο «Διάρκεια πρώτου σταδίου κατάρτισης – Απουσίες – Αξιολόγηση»
Η ρύθμιση της παραγράφου 8, με την οποία προβλέπεται ότι οι εκπαιδευόμενοι κατά το πρώτο στάδιο κατάρτισης αξιολογούνται από επτά (7) βασικούς διδάσκοντες, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και συγκεκριμένα: α) από τον οικείο Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της κατεύθυνσης που ακολουθούν και β) από έξι (6) διδάσκοντες που έχουν τις περισσότερες ημέρες διδασκαλίας στην ίδια κατεύθυνση, οι οποίες δεν μπορούν να είναι λιγότερες των δέκα (10) για τον κάθε ένα, αντικατοπτρίζει την πρόταση της ΕΔΔ προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Θα πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ότι η πρόβλεψη για ελάχιστο χρόνο διδασκαλίας 10 ημερών ισχύει αναφορικά και με τον οικείο Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης. Για τους λόγους αυτούς, προτείνουμε να αναδιατυπωθεί η διάταξη ως εξής: «Οι εκπαιδευόμενοι κατά το πρώτο στάδιο κατάρτισης αξιολογούνται από επτά (7) βασικούς διδάσκοντες, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, και συγκεκριμένα: α) από τον οικείο Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της κατεύθυνσης που ακολουθούν που έχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες διδασκαλίας και β) από έξι (6) διδάσκοντες που έχουν τις περισσότερες ημέρες διδασκαλίας στην ίδια κατεύθυνση, οι οποίες δεν μπορούν να είναι λιγότερες των δέκα (10) για τον κάθε ένα.».
 
viii) Επί του άρθρου 23 υπό τον τίτλο «Πρακτική άσκηση – Αξιολόγηση – Πίνακες επιτυχόντων μετά το τέλος του δευτέρου σταδίου κατάρτισης»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1, με την οποία προβλέπεται ότι η πρακτική άσκηση των υποψήφιων παρέδρων των Πολιτικών - Ποινικών Δικαστηρίων, των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, των υποψήφιων δοκίμων εισαγγελικών παρέδρων και των υποψήφιων δοκίμων Ειρηνοδικών διενεργείται στη Θεσσαλονίκη σε πρωτοβάθμια δικαστήρια όλων των κλάδων και στην αντίστοιχη εισαγγελία, θα προκαλέσει στην πράξη σοβαρές δυσλειτουργίες. Τούτο διότι, δεν λαμβάνει υπόψη ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δεν έχει τη φέρουσα ικανότητα, τόσο εξ απόψεως χωροταξίας όσο και αριθμού υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών, να αναλάβει την πρακτική άσκηση μεγάλου αριθμού υποψηφίων παρέδρων. Επιπροσθέτως, μόνο το γεγονός ότι η έδρα της ΕΣΔι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, δεν συνιστά επαρκές επιχείρημα, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, το οποίο, να σημειωθεί ότι είναι το μεγαλύτερο Διοικητικό Δικαστήριο της Χώρας στο οποίο υπηρετεί μεγάλος αριθμός Προέδρων Πρωτοδικών, και, συνεπώς, μπορεί να απορροφήσει μεγάλο αριθμό εκπαιδευόμενων. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να προβλεφθεί ότι: «….Η πρακτική άσκηση των υποψήφιων παρέδρων των Πολιτικών - Ποινικών Δικαστηρίων, των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, των υποψήφιων δοκίμων εισαγγελικών παρέδρων και των υποψήφιων δοκίμων Ειρηνοδικών διενεργείται στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα σε πρωτοβάθμια δικαστήρια όλων των κλάδων και στις αντίστοιχες εισαγγελίες».
Η ρύθμιση της παραγράφου 2, με την οποία προβλέπεται ότι σε κάθε εκπαιδευτή ορίζονται από τους εποπτεύοντες δικαστικούς λειτουργούς εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι θα εναλλάσσονται με τέτοιον τρόπο κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, ώστε όλοι οι εκπαιδευτές να έχουν την ευθύνη όλων των εκπαιδευομένων (περιστροφή) αποτελεί πρόταση της ΕΔΔ προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι απουσιάζει από τη διάταξη η ρητή πρόβλεψη ότι οι εκπαιδευόμενοι θα έρθουν σε επαφή με όλα τα αντικείμενα, γεγονός που συμβάλει στην
 
ουσιαστική πρακτική τους άσκηση. Επιπροσθέτως, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον αριθμό των εκπαιδευομένων που αντιστοιχεί σε κάθε υπεύθυνο, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό, καθόσον διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος μικρός αριθμός Προέδρων Πρωτοδικών να αναλάβει την πρακτική άσκηση ενός μεγάλου αριθμού εκπαιδευόμενων, το οποίο αφενός θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους Προέδρους Πρωτοδικών, αφετέρου θα καταστήσει μη ουσιαστική την πρακτική άσκηση. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να προβλεφθεί ότι: «…Σε κάθε εκπαιδευτή ορίζονται από τους εποπτεύοντες δικαστικούς λειτουργούς από 3 έως 5 εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι θα εναλλάσσονται με τέτοιον τρόπο κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, ώστε όλοι οι εκπαιδευτές να έχουν την ευθύνη όλων των εκπαιδευομένων (περιστροφή) και όλοι οι εκπαιδευόμενοι να ασκηθούν σε όλο το εύρος των διοικητικών διαφορών»
Η ρύθμιση της παραγράφου 6, με την οποία προβλέπεται ότι οι εκπαιδευόμενοι δεν βαθμολογούνται, αλλά κατατάσσονται υποχρεωτικά από τους εκπαιδευτές σε συγκεκριμένες ομάδες και ειδικότερα στην ομάδα 1, κατατάσσονται εκείνοι οι οποίοι, από τις επιδόσεις τους στην πρακτική άσκηση, αξιολογούνται ότι ανήκουν στο υψηλότερο 10% μεταξύ των συναδέλφων τους, στην ομάδα 2 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το 25% του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία, στην ομάδα 3 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το 50% του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία, στην ομάδα 4 κατατάσσονται οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι, με εξαίρεση εκείνους που κατατάσσονται στην ομάδα 5 στην οποία κατατάσσονται οι σπουδαστές εκείνοι των οποίων η επίδοση θεωρείται ανεπαρκής, δεν είναι ορθή.
H ως άνω ρύθμιση, κατά την εξειδίκευσή της θα δημιουργήσει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με την αρχή της αξιοκρατίας. Τούτο διότι, με την πρόβλεψη ποσοστών και μάλιστα ιδιαιτέρως περιοριστικών (10% για την πρώτη ομάδα, 25% για τη δεύτερη ομάδα, 50% για την τρίτη ομάδα) οι εκπαιδευτές διατρέχουν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να αποκλείσουν έναν υποψήφιο από την ομάδα στην οποία έχουν διαπιστώσει ότι έχει πράγματι τα προσόντα για να καταταγεί, εκ μόνου του λόγου ότι η κατάταξή του υπερβαίνει
 
το εκ του νόμου τιθέμενο ποσοστό, δηλαδή τον ανώτατο αριθμό εκπαιδευομένων που επιτρέπεται να καταταγεί στην εν λόγω ομάδα.
Η ρύθμιση αυτή, εξάλλου, δεν είναι ορθή και για τον πρόσθετο λόγο, ότι ένας αόριστος αριθμός Προέδρων Πρωτοδικών υπεύθυνων για την πρακτική άσκηση, θα δύναται, εφαρμόζοντας τους κατά το άρθρο 26 διαφορετικούς συντελεστές βαρύτητας για την κάθε ομάδα, να ανατρέψει την βαθμολογία εκάστου εκπαιδευόμενου, όπως η τελευταία έχει διαμορφωθεί κατόπιν του εισαγωγικού διαγωνισμού, της κατάρτισης στη σχολή και του εξαγωγικού διαγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό, απαξιώνεται όχι μόνο η προσπάθεια των σπουδαστών της ΕΣΔι, αλλά και των εξεταστών και των εκπαιδευτών αυτής, που θα πρέπει να υπομνησθεί ότι είναι Δικαστές ανωτάτου βαθμού (Σύμβουλοι Επικρατείας, Αρεοπαγίτες, Πρόεδροι Εφετών).
Η ρύθμιση αυτή, τέλος, δεν είναι ορθή, διότι δεν μπορεί η θέση που οι μελλοντικοί δικαστικοί λειτουργοί θα καταλαμβάνουν στην επετηρίδα, τελικώς να εξαρτάται μόνο από ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών, αφού, όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, η πρακτική άσκηση καθίσταται το «κρισιμότερο στάδιο» για την κατάταξη των σπουδαστών. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά παραγνωρίζεται η προσπάθεια την οποία έχουν καταβάλει οι υποψήφιοι για την εισαγωγή τους στην ΕΣΔΙ καθώς και οι επιδόσεις τους καθόλη τη διάρκεια της κατάρτισής τους στη Σχολή, η οποία να σημειωθεί ότι τίθεται στην αξιολογική κρίση 7 βασικών διδασκόντων, ανωτέρου, όπως προελέχθη, βαθμού από τους εκπαιδευτές-Προέδρους Πρωτοδικών της πρακτικής άσκησης.
Η πρακτική άσκηση δεν θα πρέπει να οδηγεί στην ισοπέδωση των προσπαθειών που επί μήνες έχουν καταβάλει οι μελλοντικοί δικαστικοί λειτουργοί. Με τις σκέψεις αυτές, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών εμμένει στην πρότασή της για αξιολόγηση της πρακτικής άσκησης ως «επιτυχούς ή μη» και σε περίπτωση αποτυχίας ο εκπαιδευόμενος να υποχρεούται να επαναλάβει το στάδιο της πρακτικής άσκησης με την αμέσως επόμενη εκπαιδευτική σειρά χωρίς να λαμβάνει τις νόμιμες αποδοχές.
Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να προβλεφθεί ότι: « Οι εκπαιδευτές αξιολογούν υποχρεωτικά το σύνολο των εκπαιδευόμενων με βάση τα κατά νόμον κριτήρια, συντάσσοντας προς τούτο ειδικώς αιτιολογημένη
 
έκθεση αξιολόγησης στην οποία θα αναφέρει αν η πρακτική ήταν επιτυχής ή όχι.»
Αν, παρόλα αυτά, θεωρηθεί ότι θα πρέπει η πρακτική άσκηση να βαθμολογείται, τότε θα πρέπει οι αξιολογητές να είναι ελεύθεροι, κατά την κρίση τους, να βαθμολογούν τον κάθε εκπαιδευόμενο ατομικώς και όχι “συγκριτικώς”, όπως, εξάλλου, τούτο ίσχυε παγίως από την Ίδρυση της ΕΣΔι.
ix) Επί του άρθρου 28 υπό τον τίτλο «Διορισμός – Μη αποδοχή – Δοκιμαστική υπηρεσία»
Η ρύθμιση της παραγράφου 4 με την οποία προβλέπεται ότι οι διοριζόμενοι διανύουν πραγματική υπηρεσία δόκιμου δικαστικού λειτουργού είκοσι (20) μηνών, δεν παρίσταται δικαιολογημένη. Τούτο διότι, στην οικεία αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι η αύξηση του χρονικού διαστήματος πραγματικής υπηρεσίας των δόκιμων δικαστικών λειτουργών από 12 μήνες -που ισχύει σήμερα- σε 20 μήνες, επιβάλλεται προκειμένου να οικεία ανώτατα δικαστικά συμβούλια να μπορούν να κρίνουν τους διοριζόμενους. Ωστόσο, δεν εξηγείται για ποιόν λόγο τα οικεία ανώτατα δικαστικά συμβούλια δεν μπορούν να κρίνουν τους δόκιμους δικαστικούς λειτουργούς σε συντομότερο χρόνο, ιδίως, εφόσον προβλεφθεί ότι το σχετικό ερώτημα θα αποστέλλεται στη Γραμματεία του οικείου δικαστικού συμβουλίου σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Εξάλλου, η οποιαδήποτε αύξηση της παρεδρίας σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών θα δημιουργήσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα στα Διοικητικά Δικαστήρια του πρώτου βαθμού, δεδομένου ότι οι Πάρεδροι Δ.Δ. δεν μπορούν να εκτελούν υπηρεσία Προέδρου και δεν μπορούν να χρεωθούν υποθέσεις του Μονομελούς Δ. Πρωτοδικείου. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να μην τροποποιηθεί η ισχύουσα διάταξη.
x) Επί του άρθρου 32 υπό τον τίτλο «Τακτικά και έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1 με την οποία προβλέπονται τακτικά (υποχρεωτικά ή προαιρετικά) προγράμματα επιμόρφωσης είναι ορθή.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι η διαδικασία της επιμόρφωσης είναι δυναμική, στηρίζεται στην ομαδο-συνεργατική προσέγγιση (όπως τούτο προβλέπεται και στο άρθρο 38), στη συμμετοχική μάθηση, στην ελεύθερη έκφραση απόψεων. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συνάδουν προς την υποχρέωση απάντησης σε ερωτηματολόγια πολλαπλής επιλογής, τα οποία, μάλιστα προετοιμάζονται και αξιολογούνται από έναν από τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, δηλαδή από πρόσωπο το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των επιμορφωτών- εισηγητών του άρθρου 37. Εξάλλου, το θεματολόγιο των προγραμμάτων υποχρεωτικής επιμόρφωσης, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τομείς όπως λ.χ. «Δικαστική Επικοινωνία, Δικαστική Δεοντολογία, Μεθοδολογία Δικαστικού Έργου, Διαχείριση του Χρόνου στην Άσκηση των Καθηκόντων», δηλαδή ζητήματα, τα οποία επιδέχονται περισσότερες από μία επιστημονικές προσεγγίσεις και συνεπώς δεν είναι δυνατή η μονοσήμαντη αξιολόγηση των διδόμενων απαντήσεων με τη μέθοδο των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής (multiple choice).
xi) Επί των άρθρων 32 έως 40
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 32 έως 40 με τις οποίες προβλέπονται διεθνή επιμορφωτικά σεμινάρια, μέθοδοι επιμόρφωσης στηριζόμενες στη μορφή των ομάδων εργασίας, επιμόρφωση των εκπαιδευτών, απηχούν τις προτάσεις της ΕΔΔ προς τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αναφορικά με ένα σύγχρονο σύστημα δικαστικής κατάρτισης και επιμόρφωσης.
xii) Επί του άρθρου 41 υπό τον τίτλο «Εκπαιδευτικό Προσωπικό»
Η ρύθμιση της παραγράφου 1 με την οποία επεκτείνεται η ανάληψη εκπαιδευτικού έργου από τους Πρωτοδίκες των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων οι οποίοι έχουν συμπληρώσει επταετή υπηρεσία στο βαθμό, αποτελεί πρόταση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.

Ο Πρόεδρος

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ   

ΕΦΕΤΗΣ Δ.Δ.

Η Γενική Γραμματέας

 

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ Δ.Δ.

 

https://www.edd.gr/index.php

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ