Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ

 

Η ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ

 

Αθανασία Ι. Κυριάκου 

 Στρατιωτικός Δικαστής Α΄

Εισαγγελέας Στρατοδικείου/ Αεροδικείου Λάρισας

 

Στην περίπτωση του άρθρου 336 ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη ή, αν αυτή έχει ασκηθεί, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ότι «η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του».

Στο άρθρο 344 ΠΚ εισάγεται η αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος του βιασμού πλην όμως ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει από την ποινική δίωξη λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω δήλωση του. Η προβλεπόμενη διακριτική ευχέρεια  του εισαγγελέα/ δικαστή να αποδεχθεί τη δήλωση του θύματος ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας και αυτοδιάθεσης των θυμάτων και των οικογενειών τους, που ενδέχεται και για άλλους, θεμιτούς λόγους, να μην επιθυμούν να εμπλακούν σε μια δικαστική διαμάχη. Το άρθρο 344 ΠΚ εισάγει σε περιορισμένη έκταση την αρχή της σκοπιμότητας στην ποινική δίωξη.

Καθιερώνεται δηλαδή ένας ειδικός λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, από άποψη ουσιαστικού δικαίου ή αρνητική δικονομική προϋπόθεση από άποψη δικονομικού δικαίου. Βεβαίως, με νέα διάταξη του άρθρου 344 ΠΚ προβλέπεται η δυνητική ευχέρεια και του εισαγγελέα ή του συμβουλίου να μην αποδεχτεί τη δήλωση του θύματος σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν υπάρχει καταφανής περίπτωση χρηματικής συνδιαλλαγής, εκβίασης, απειλής κ.λ.π.[1]

Η εν λόγω ρύθμιση συνιστά δυνητικό λόγο οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης και συνεπώς διαφοροποιείται από την ανάκληση της έγκλησης του αρ. 117 Π.Κ. που συνεπάγεται την υποχρεωτική οριστική παύση της ποινικής δίωξης (αρ. 311§1 εδ. β΄ και  368 στοιχ. β΄ ΚΠΔ)[2]. Ο νομοθέτης οδηγήθηκε σε αυτό τον «συγκερασμό» αντικρουόμενων αρχών έχοντας κατά νου τον κίνδυνο της «δευτερογενούς θυματοποίησης»[3] του παθόντος κατά την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Έχουν παρατηρηθεί τρία στοιχεία της λειτουργίας των δικαστηρίων που δίνουν στο θύμα την αίσθηση ότι θυματοποιούνται ξανά. Το πρώτο στοιχείο είναι οι πολυάριθμες καθυστερήσεις και αναβολές της ακροαματικής διαδικασίας καθώς με τις καθυστερήσεις η χρονική απόσταση μεταξύ του βιασμού και της ετυμηγορίας μπορεί να είναι μεγάλη. Το δεύτερο στοιχείο είναι η δημοσιοποίηση της δίκης. Η δημόσια λεπτομερής περιγραφή του βιασμού από το θύμα, όταν δίνει κατάθεση μπροστά στο ακροατήριο έχει αντίκτυπο σε αυτό. Διότι, αναγκάζεται να επαναλάβει, ίσως και περισσότερες από μία φορές, την τραυματική εμπειρία του με θεατή κάθε παρευρισκόμενο στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Τέλος, το τελευταίο στοιχείο είναι η αντιμετώπιση του κατηγορούμενου και του θύματος με τον ίδιο τρόπο. Μάρτυρας παθών που μετέχει στην ακροαματική διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας δέχεται ερωτήσεις από το συνήγορο υπεράσπισης εκφράζοντας επιφυλάξεις και αντιρρήσεις σχετικά με την αξιοπιστία του. Η διαδικασία κατάθεσης είναι επώδυνη και προκαλεί ενοχές στο θύμα καθώς ενίοτε η συμπεριφορά του ακροατηρίου δίνει την εντύπωση ότι δικάζεται το θύμα και όχι ο κατηγορούμενος. Πολλά θύματα βιασμού - μιλώντας για την εμπειρία τους κατά το δικαστικό στάδιο – τονίζουν ότι βίωσαν θυματοποίηση από τον συνήγορο υπεράσπισης του δράστη. Αρκετές φορές  τα θύματα αναφέρουν ότι ο προφορικός “βιασμός” που δέχονται από τον συνήγορο υπεράσπισης, τους δημιουργεί νευρικό κλονισμό. Ο συνήγορος ενδέχεται να διαστρεβλώσει τα λεγόμενα τους και να τους φέρει σε δύσκολη θέση. Επιπλέον εάν η απόφαση του δικαστηρίου είναι αθωωτική, το θύμα αισθάνεται προδομένο από την δικαιοσύνη, καθώς θεωρεί ότι η ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε ανασύροντας στη μνήμη του το περιστατικού του βιασμού ήταν μάταιη και χωρίς αποτέλεσμα. Η πρώτη θυματοποίηση από το έγκλημα προκαλεί στο θύμα συνέπειες (σωματικές, ψυχολογικές, οικονομικές). Η δεύτερη θυματοποίηση επιφέρει άγχος και ανησυχία, από την αρχή της ενεργοποίησης της ποινικής δίωξης μέχρι και την δίκη λαμβανομένου υπόψη ότι επιβάλλεται να συμμετέχει στην ποινική δίωξη του δράστη, για την εξακρίβωση του ενόχου[4] καθώς το θύμα είναι ο κύριος τροχός ενεργοποίησης του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις τρίτα άτομα καταγγείλουν στην αστυνομία το περιστατικό π.χ η οικογένεια, ένα φιλικό πρόσωπο ή ένας καλοπροαίρετος ενήλικας που υπέπεσε στην αντίληψή του το περιστατικό βιασμού. Η καταγγελία του εγκλήματος του βιασμού είναι μια ιδιαίτερη υπόθεση  καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να αποφασίσει το θύμα να μην αναφέρει το έγκλημα φοβούμενο πιθανή αντεκδίκηση του δράστη ή τον κοινωνικό στιγματισμό του ή το αίσθημα της ντροπής ή το αίσθημα του φόβου της απόρριψης από την οικογένεια του. Τέλος μερίδιο ευθύνης για τη μη καταγγελία του βιασμού από το θύμα ή για τη δήλωση του ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη με επίκληση το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του έχουν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά αυτού όπως είναι η ηλικία, η μόρφωση, η έγγαμη ή μη κατάσταση κ.α.λ [5]. Ακόμα ένας παράγοντας λήψης της απόφασης του θύματος να δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη επικαλούμενο το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του είναι η συναισθηματική και ψυχολογική του κατάσταση οι οποίες λειτουργούν καταλυτικά. Επίσης αν το θύμα παρουσιάζει κάποια μετατραυματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα ξαναβιώνει το συμβάν μέσα από όνειρα και αναμνήσεις, αναπτύσσει φοβίες, αϋπνίες, εκρηκτικές αντιδράσεις, συναισθηματική φόρτιση και δυσκολία συγκέντρωσης, κατάθλιψη, άγχος, ανικανότητα προσαρμογής ή παρουσιάζει σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Τέλος ο βαθμός σοβαρότητας του βιασμού όπως π.χ η χρήση όπλου από τον βιαστή, η απειλή της ζωής του θύματος, ο σωματικός τραυματισμός του που οδήγησε μάλιστα σε νοσηλεία,  η υποβολή του σε ταπεινωτικές πράξεις, η εχθρική και η ξαφνική επίθεση οικείου στο θύμα προσώπου, το μέγεθος της θλίψης και του πόνου που βιώνει αποτελούν στοιχεία που μπορεί να κατακλείσουν με φόβο το θύμα και να το οδηγήσουν να προβεί στην δήλωση του άρθρου 344 ΠΚ[6].

Αν και δεν ορίζει η εν λόγω διάταξη συγκεκριμένο τύπο ή ειδικότερο περιεχόμενο - πέραν της γενικής αναφοράς στην επιθυμία μη άσκησης δίωξης - στην υποβαλλόμενη δήλωση, εντούτοις και με δεδομένο ότι η οριστική παύση της ποινικής δίωξης ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του εισαγγελέα ή του δικαστικού συμβουλίου[7], φαίνεται ορθότερη εκείνη η ερμηνεία που θα απαιτεί από το θύμα,   αν θέλει πράγματι να εισακουστεί η επιθυμία του από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, να προβεί σε αιτιολόγηση της δήλωσής[8]. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ισχύσουν τα νομολογιακά κριτήρια στη βάση των οποίων διαπιστώνεται η συνδρομή του επίμαχου λόγου. Ειδικότερα, αυτά τα κριτήρια, όπως προσδιορίστηκαν από τα δικαστήρια της ουσίας και από τον ΑΠ είναι: η βαρύτητα της πράξης[9], οι ιδιάζουσες συνθήκες τέλεσης και η δημοσιότητα που ήδη επήλθε[10], η προσωπικότητα του δράστη[11], η προσωπική σφαίρα του θύματος και ο κίνδυνος οικονομικής συναλλαγής. Όσον αφορά στην προσωπική σφαίρα του θύματος, η νομολογία των δικαστηρίων προέβη στην εξής εξειδίκευση: όποτε το θύμα έχει μία σταθερή προσωπική σχέση είτε έγγαμη είτε μνηστείας, είτε είναι νεαρής ηλικίας με μικρή σεξουαλική εμπειρία, το Δικαστήριο θεωρεί ότι όντως η δημοσιότητα της ποινικής δίκης θα επιφέρει όχι μόνο σοβαρό ψυχικό τραυματισμό σε αυτό, αλλά ότι επιπλέον μπορεί να επηρεάσει δυσάρεστα τον οικογενειακό του βίο[12]. Τα δικαστήρια είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικά στην οικονομική συναλλαγή που θεωρούν ότι υποκρυπτεται πίσω από την ξαφνική προθυμία του θύματος να ζητήσει την παύση της ποινικής δίωξης του δράστη. Ενδεικτικά στοιχεία της υποκρυπτόμενης συναλλαγής είναι η οικονομική κατάσταση του δράστη και η τυχόν έγγαμή του κατάσταση που τον καθιστούν πιο πρόσφορο σε εκβίαση[13].

Η (διαζευκτική) συνδρομή αυτών των κριτηρίων θα πρέπει να οδηγήσει σε μη παύση της ποινικής δίωξης παρά τη σχετική δήλωση και επιθυμία του θύματος. Ως ελέχθη, δεδομένου ότι τα παραγωγικά αίτια της βούλησης που οδηγούν στην υποβολή της δήλωσης του αρ. 344 Π.Κ. δύνανται να είναι κι άλλα, πέραν του ψυχικού τραυματισμού, όπως λ.χ. η ανάπτυξη συναισθηματικού δεσμού μεταξύ δράστη και θύματος, θα πρέπει τα αρμόδια όργανα να εξετάζουν με ιδιαίτερη σχολαστικότητα την αιτία της μεταστροφής του τελευταίου ακριβώς για να αποφευχθούν φαινόμενα ατιμωρησίας. Αναφορικά με το χρόνο υποβολής της δήλωσης, αυτή μπορεί να γίνει τόσο προ της άσκησης της ποινικής δίωξης, ώστε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών να δύναται να απόσχει από αυτήν[14], όσο και μετά την άσκησή της. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση εφόσον ο εισαγγελέας είχε δώσει παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης (κατ’ αρ. 246 παρ. 2 στοιχ. α΄ ΚΠΔ), την ποινική δίωξη δύναται να παύσει οριστικά το συμβούλιο πλημμελειοδικών (κατ’ άρθρα 344 Π.Κ., 310 παρ. 1 στοιχ. β΄ και 311 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ, αναλογικώς εφαρμοζόμενου του τελευταίου). Εφόσον η δήλωση υποβληθεί σε χρόνο όπου η υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε δίκη αρμόδιο για την οριστική παύση της ποινικής δίωξης θα είναι πλέον το δικαστήριο με απώτατο χρονικό σημείο την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Το τελευταίο δεικνύει πασιφανώς ότι το δικαστήριο όταν υποβληθεί η εν λόγω δήλωση του θύματος δεν εξετάζει την ουσία της κατηγορίας (καθώς αυτό απαιτεί επεξεργασία αποδεικτικών μέσων με πρώτο και κύριο την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος) αλλά εκτιμά εάν η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει ως συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό αυτού. Τέλος επισημαίνεται ότι ο βιασμός (άρθρο 336 ΠΚ) δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις που ρυθμίζει το άρθρο 49 ΚΠΔ (αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους).



[1] Ημερίδα της ΕΣΔΙ της 22-4-2021 με τίτλο «Ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ποινική, αστική και πειθαρχική ευθύνη». Εισήγηση Λεωνίδα Νικολόπουλου – Εισαγγελέα Εφετών

[2] Βλ. υπ’ αριθ. 880/2022 απόφαση του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών

[3] Ως δευτερογενής θυματοποίηση νοείται η βλάβη της ψυχικής υγείας του θύματος αφενός μεν λόγω της έκτασης της δημοσιότητας που μπορεί να λάβει η σχετική υπόθεση, αφετέρου δε λόγω της αναπαράστασης των περιστατικών της συγκεκριμένης πράξης σεξουαλικής βίας και της εκ νέου συνύπαρξης με το δράστη στο ακροατήριο.

[4] Τσιλιάκου, Μ., (2011), Εναλλακτική δικαιοσύνη και δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

[5] Έρευνες έχουν δείξει ότι ανάλογα με την ηλικία του θύματος, τον έγγαμο ή μη βίο του, τη φυλή του και την κοινωνικό-οικονομική κατάσταση του Λάζος, Γ., (2007) , Κριτική εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

[6]Τσιγκρής ,Α.Α., (2000), Τα σεξουαλικά εγκλήματα: εγκληματικές προσεγγίσεις της σεξουαλικής βίας, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα

[7] Το αρμόδιο όργανο καθορίζεται αναλόγως του πότε υποβλήθηκε η δήλωση σε σχέση με την εν εξελίξει ποινική διαδικασία

[8] Σημειωτέον ότι υπό το προγενέστερο καθεστώς η νομολογία αρνούταν την αναπλήρωση της ελλείπουσας δήλωσης περί σοβαρού ψυχικού τραυματισμού του παθόντος από την απλή δήλωση ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράση. Βλ. σχετ.: ΣυμβΑΠ 67/2006, ΠΧ 2006, σελ. 697 επ. 57 καθίσταται ευχερέστερη η διακρίβωση των περιπτώσεων εκείνων, όπου η ως άνω δήλωση αποτέλεσε προϊόν οικονομικής συναλλαγής δράστη-θύματος, ώστε να μην παύει εν προκειμένω οριστικά η ποινική δίωξη.

[9] Βλ. ΣυμβΠλημΙωαν 318/2005, ΠΧ ΝΣΤ΄, σελ. 459

[10] Βλ. ΑΠ 571/1999, ΠΧ Ν΄, σελ. 213

[11] Βλ. ΣυμβΠλημΑθ 2599/1984, ΠΧ ΛΣΤ΄, σελ. 850

[12] Βλ. σχετ. Παπαγεωργίου-Γονατά Στ.: Ποινικός Κώδικας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2011, τ. 2ος ,, σελ. 1490

[13] Βλ. σχετ. ΑΠ 76/1989, ΠΧ ΛΘ΄, σελ. 715

[14] Αν και στο αρ. 344 Π.Κ. δεν γίνεται πλέον αναφορά στην ανάγκη έγκρισης από τον εισαγγελέα εφετών της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών περί αποχής από τη δίωξη, ορθότερο είναι να θεωρηθεί ότι αυτή απαιτείται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 45 Νέου ΚΠΔ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ