Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΚ ΚΑΙ ΚΠΔ

 

Στις  28.11.2023 αναρτήθηκε προς δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στον ιστότοπο http://www.opengov.gr/,  Σχέδιο Νόμου με τίτλο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Ακολουθούν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις με παρατηρήσεις επ’ αυτών

 

  

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4619/2019

Άρθρο 3

Δικαιοδοσία επί εγκλημάτων σε πλοία ή αεροσκάφη που φέρουν την ελληνική σημαία – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 5 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε πράξεις που τελούνται σε πλοία που φέρουν την ελληνική σημαία ή αεροσκάφη που έχουν την ελληνική εθνικότητα ανεξάρτητα από το δίκαιο του τόπου τέλεσης αυτών.».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην ουσία απαλείφεται η διάταξη του υφισταμένου ΠΚ ότι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ελληνικά πλοία και αεροπλάνα «εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο».

 

Άρθρο 4

Απόπειρα τέλεσης εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 42 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 42 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Πρόκειται για την §2 του άρθρου 42 του παλαιού ΠΚ

 

Άρθρο 5

Δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής σε συνεργό- Τροποποίηση άρθρου 47 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρου 47 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 47

Συνεργός

Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 46, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Την ποινή του αυτουργού μπορεί να επιβάλλει το δικαστήριο και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου, αν κρίνει ότι η συνδρομή που προσφέρθηκε είναι ιδιαίτερα σημαντική για την τέλεση της πράξης και η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Πρόκειται για την §2 του άρθρου 47 του παλαιού ΠΚ

 

Άρθρο 6

Διάρκεια κάθειρξης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 52 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 2 του άρθρου 52 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται η λέξη «δεκαπέντε» από τη λέξη «είκοσι» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχεται το καθεστώς του παλαιού ΠΚ (άρθρο 52)

 

Άρθρο 7

Κατάργηση του υπολογισμού χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες – Τροποποίηση άρθρου 57 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 57 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) οι παρ. 1 και 3 καταργούνται, β) η παρ. 2 αντικαθίσταται και το άρθρο 57 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 57

Χρηματική ποινή

1.         [Καταργείται].

2.         Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από πεντακόσια (500) ευρώ ούτε ανώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για πλημμελήματα, ούτε κατώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και ανώτερη από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ για κακουργήματα.

3.         [Καταργείται].

4.         Με τον θάνατο του καταδικασθέντος διαγράφεται η χρηματική ποινή. Σε καμία περίπτωση δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργούνται οι ημερήσιες μονάδες, που καθ’ ομολογία δημιουργούσαν προβλήματα στον υπολογισμό της χρηματικής ποινής

 

Άρθρο 8

Προσθήκη απέλασης ως μέτρου ασφαλείας-Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 69 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. γ’ και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Μέτρα ασφαλείας, εκτός από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 122 και 123, είναι: α) τα μέτρα θεραπείας ατόμων με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, β) η δήμευση κατά το άρθρο 76 και γ) η απέλαση αλλοδαπού.».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχεται η δυνατότητα να διαταχθεί η απέλαση των αλλοδαπών ως μέτρο ασφαλείας, κατά τα πρότυπα του άρθρου 74 του παλαιού ΠΚ 

 

Άρθρο 9

Απέλαση αλλοδαπού- Προσθήκη άρθρου 72 στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 71 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 72 ως εξής:

«Άρθρο 72

Απέλαση αλλοδαπού

1.         Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τον Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), μπορεί να διατάξει την απέλαση κάθε αλλοδαπού (πολίτη τρίτης χώρας ή κράτους μέλους της Ε.Ε.) που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη τουλάχιστον έξι (6) ετών για τις αξιόποινες πράξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 105Β ή για τη διακεκριμένη κλοπή του άρθρου 374, εάν κρίνει ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, τον χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα τον βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας για τη δημόσια ασφάλεια.

Ειδικά, για τους πολίτες κράτους μέλους της Ε.Ε. που έχουν αποδεδειγμένα μόνιμη διαμονή στην ελληνική επικράτεια τουλάχιστον για πέντε (5) έτη, πριν από την τέλεση της πράξης, απέλαση μπορεί να επιβληθεί μόνο όταν συντρέχουν και αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίας ασφάλειας. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές.

2.         Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69A, 70 και 71. Σε αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.

3.         Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν είναι πολίτης τρίτης χώρας και τουλάχιστον πέντε (5) ετών αν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ε.Ε..

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, για εξαιρετικούς λόγους που αιτιολογούνται ειδικά και ύστερα από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, μπορεί να επιτρέψει, για συγκεκριμένη διάρκεια ή επ’ αόριστον, την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα και πριν από την παρέλευση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Νέα αίτηση του αλλοδαπού για επιστροφή μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την απόρριψη της προηγούμενης.

4.         α. Η απέλαση εκτελείται με ενέργειες των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία περί αλλοδαπών, καθώς και τους κανόνες του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Πέντε (5) μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ` όρον απόλυση του κρατούμενου, ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, ώστε ο τελευταίος να παραγγείλει αμέσως στην αρμόδια αστυνομική αρχή τη διερεύνηση του εφικτού της απέλασης και την προετοιμασία για την υλοποίησή της. Τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ’ όρον απόλυση, η αρμόδια αστυνομική αρχή αναφέρει, με αιτιολογημένη έκθεσή της, στον εισαγγελέα του τόπου κράτησης εάν η απέλαση είναι εφικτή. Αν η απέλαση είναι εφικτή, εκτελείται αμέσως μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση της ποινής του κρατουμένου. Με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, η κράτηση μπορεί να παραταθεί για έναν (1) μήνα μόνο από τον χρόνο της υφ` όρον απόλυσης ή έκτισης της ποινής, εφόσον η διαδικασία απέλασης έχει ξεκινήσει και πρόκειται να εκτελεστεί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού και εφόσον η απέλαση δεν έχει πραγματοποιηθεί, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση του αλλοδαπού, του επιβάλλονται ιδίως οι όροι που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 106 και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως.

β. Αν ο αλλοδαπός παρεμποδίζει την προετοιμασία της απομάκρυνσής του, αρνούμενος να συνεργαστεί με τις αρχές και να αποκαλύψει τα πραγματικά του στοιχεία, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης μπορεί να παρατείνει την κράτησή του μέχρι και τρεις (3) μήνες από τον χρόνο της υφ’ όρον απόλυσης ή έκτισης της ποινής. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περ. α`, ο αλλοδαπός παραμένει μέχρι την εκτέλεση της απέλασής του σε ειδικό χώρο του καταστήματος κράτησης ή του θεραπευτικού καταστήματος ή σε ειδικό χώρο των αστυνομικών αρχών που δημιουργούνται για τον σκοπό αυτό, με εντολή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης. Κατά της εισαγγελικής διάταξης που παρατείνει την κράτηση, ο κρατούμενος μπορεί να υποβάλει προσφυγή, για την οποία αποφαίνεται αμετάκλητα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Μετά από την παρέλευση του τριμήνου, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση του αλλοδαπού, του επιβάλλονται ιδίως οι όροι που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 106 και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως.

γ. Όταν η απέλαση καταστεί εφικτή κατά την αιτιολογημένη γνώμη της αστυνομικής αρχής, η απόφαση της αναστολής αυτής ανακαλείται με την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε και διατάσσεται η κράτηση του αλλοδαπού για την πραγματοποίηση της απέλασης για χρονικό διάστημα το πολύ δεκαπέντε (15) ημερών.

5.         Εάν, σύμφωνα με την αιτιολογημένη έκθεση της αστυνομικής αρχής κατά την περ. α’ της παρ. 4, η απέλαση δεν είναι εφικτή για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως επειδή: α) ο αλλοδαπός είναι ανιθαγενής ή ζητεί διεθνή προστασία ή απολαμβάνει διεθνή προστασία, ή β) δεν λειτουργεί ή δεν συνεργάζεται η προξενική αρχή της χώρας καταγωγής του ή γ) η χώρα του δεν συνιστά ασφαλή προορισμό ή τυχόν επιστροφή συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή δ) δεν τον δέχεται η χώρα καταγωγής του, τότε, μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση ποινής, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλει υποχρεωτικά με διάταξή του την απέλαση, επιβάλλει ιδίως τους όρους που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 100 ή ορισμένους από αυτούς και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως. Όταν η απέλαση καταστεί εφικτή, εφαρμόζεται αναλόγως η περ. γ’ της παρ. 4.

6.         Αυτός που παραβιάζει τον όρο ή τους όρους που του έχουν επιβληθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά την αναστολή της απέλασης, τιμωρείται με την ποινή της παρ. 1 του άρθρου 182.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχεται η δυνατότητα να διαταχθεί η απέλαση των αλλοδαπών ως μέτρο ασφαλείας, κατά τα πρότυπα του άρθρου 74 του παλαιού ΠΚ

 

Άρθρο 10

Κριτήρια υπολογισμού ύψους χρηματικής ποινής – Τροποποίηση άρθρου 80 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) οι παρ. 2, 3, 4, και 5 καταργούνται και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 80

Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής

1.         Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του α) τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου γι’ αυτή, β) την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα βα) τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, ββ) άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και βγ) τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο.

2.         [Καταργείται].

3.         [Καταργείται].

4.         [Καταργείται].

5.         [Καταργείται].

6.         Σε περίπτωση μη καταβολής της χρηματικής ποινής σύμφωνα με τα παραπάνω αυτή ή το μη καταβληθέν μέρος, βεβαιώνεται κατά το άρθρο 553 ΚΠΔ.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιείται το άρθρο ώστε να συμφωνεί με την κατάργηση της ημερήσιας μονάδας στη χρηματική ποινή

 

Άρθρο 11

Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα – Προσθήκη άρθρου 80Α στον Ποινικό Κώδικα

Μετά το άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 80 Α ως εξής:

«Άρθρο 80 Α

Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα

1.         Κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα (10) έως εκατό (100) ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Η παρ. 1 του άρθρου 80 για το ύψος της μετατροπής εφαρμόζεται αναλόγως.

2.         Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της συνεπάγεται την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία (3) έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του.

3.         Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) έτη, ή β) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 104Α. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά .».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Πρόκειται για την επαναφορά του άρθρου 82  του παλαιού ΠΚ

 

Άρθρο 12

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 4 και 5 άρθρου 81 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 81 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4, μετά από τη λέξη «αντιστοιχούν», οι λέξεις «προς μία ημερήσια μονάδα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με εκατό (100) ευρώ», β) στην περ. β) της παρ. 5, μετά από τις λέξεις «ώρες εργασίας», οι λέξεις «μία ημερήσια μονάδα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ» και το άρθρο 81 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 81

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας

1.         Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις.

2.         Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες.

3.         Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Με την ίδια απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

4.         Στην απόφαση καθορίζεται και η χρηματική ποινή που θα πρέπει να αποτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν παρέχει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν με εκατό (100) ευρώ χρηματικής ποινής.

5.         Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί, αφού προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε:

α) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα (1) επιπλέον έτος, β) να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτιθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε τέσσερις (4) ώρες εργασίας εκατό (100) ευρώ χρηματικής ποινής.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται τροποποιήσεις στην κοινωφελή εργασία.

 

Άρθρο 13

Μειωμένη ποινή – Τροποποίηση άρθρου 83 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. β’ οι λέξεις «δύο (2)» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριών (3)» και «δώδεκα (12)» αντίστοιχα, β) στην περ. γ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών» και «δέκα (10)» αντίστοιχα, γ) στην περ. δ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών» και το άρθρο 83 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 83

Μειωμένη ποινή

Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών ή κάθειρξη έως δώδεκα (12) έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνονται τα όρια της μειωμένης ποινής του άρθρο 83 ΠΚ

 

Άρθρο 14

Ελαφρυντικές περιστάσεις – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 84 Ποινικού Κώδικα

Η περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργείται ο σύννομος βίος και επανέρχεται το καθεστώς του άρθρου 84 του παλαιού ΠΚ και δη (μεταξύ άλλων) ο έντιμος βίος.

 

Άρθρο 15

Συρροή λόγων μείωσης της ποινής- Αντικατάσταση άρθρου 85 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 85 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 85

Συρροή λόγων μείωσης της ποινής

Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 ΠΚ), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λόγοι του πρώτου εδαφίου και οι ελαφρυντικές περιστάσεις.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχεται το άρθρο 85 του παλαιού ΠΚ και καταργείται η περαιτέρω μείωση της ποινής. Σύμφωνα με το άρθρο 85 του νέου ΠΚ, σε περίπτωση συρροής περισσότερων ελαφρυντικών ή λόγων μείωσης της  ποινής, ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83. Μετά και την απόφαση του ΑΠ[1]  ότι «Σε περίπτωση συρροής ελαφρυντικών, κατ' άρθρο 85 ΠΚ, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση  να επιβάλει το κατώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αναγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου», θεωρώ ότι δεν υπήρχε λόγος να αντικατασταθεί το άρθρο 85

 

Άρθρο 16

Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 94 Ποινικού Κώδικα

Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται μετά από τη λέξη «είκοσι» η λέξη «πέντε», αντικαθίσταται η λέξη «οκτώ» από τη λέξη «δέκα» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχονται τα όρια παλαιού ΠΚ

 

Άρθρο 17

Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο – Τροποποίηση άρθρου 99 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) αντικαθίσταται ο τίτλος, β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 αντικαθίστανται, δ) προστίθενται παρ. 5 και 6 και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής

«Άρθρο 99

Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο

1.         Το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής εφαρμόζει τα άρθρα 80 A ή 104 A, μετατρέποντας την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους, οπότε διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής σύμφωνα με την παρ. 5 ή ολόκληρης της ποινής.

Αν ωστόσο, κάποιος, που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.

2.         Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είναι ιδίως: α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, ζ) η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, η) η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα.

3.         Μετά από αίτηση του εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής ή του καταδικασθέντος, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την άρση ή την τροποποίηση των όρων που έχει επιβάλει. Νέα αίτηση του καταδικασθέντος μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο τριμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης.

4.         Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80Α ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α, β) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.

5.         Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80 A ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104 Α δεν είναι εφικτή με βάση το ύψος της ποινής ή δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου, πέραν των περιπτώσεων της παρ. 1. Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 105 Β. Ο χρόνος αναστολής για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη. Οι παρ. 2 και 3 εφαρμόζονται αναλόγως σε περίπτωση εφαρμογής της παρούσας.

6.         Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων μετά από την έκτιση μέρους της ποινής το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, γ) να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής που ανεστάλη. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιείται το καθεστώς της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

Ποινή μέχρι ένα  έτος αναστέλλεται, εφόσον δεν υπάρχει   αμετάκλητη καταδίκη με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους.

Ποινή έως τρία έτη αναστέλλεται εν μέρει, ενώ εκτελούνται τριάντα ημέρες έως  έξι  μήνες μηνών. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 105Β περί απόλυσης υπό όρους

 

Άρθρο 18

Ανάκληση της αναστολής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 101 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 2 του άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) διαγράφεται η λέξη «δόλου», (β) οι λέξεις «τα τρία (3) έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το ένα (1) έτος» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη, για έγκλημα που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η ποινή που επιβλήθηκε με μια ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά το ένα (1) έτος, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανέρχεται το καθεστώς του  άρθρου 101 §2 του παλαιού ΠΚ, όπου η ανάκληση γινόταν για κάθε αδίκημα, ασχέτως αν τελείτο από δόλο ή όχι, όπως απαιτεί το άρθρο 101 του νέου ΠΚ. Επίσης μειώνεται η ποινή που απαιτείται να έχει επιβληθεί, από τρία έτη σε ένα έτος.

 

Άρθρο 19

Μετατροπή φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία – Τροποποίηση άρθρου 104Α Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 104 Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1: αα) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 η λέξη «τρία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δύο (2)», αβ) το τρίτο εδάφιο τροποποιείται ως προς τη διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας, β) στην παρ. 4 βα) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από ένα εδάφιο, ββ) καταργείται το τέταρτο εδάφιο και το άρθρο 104Α διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 104Α

Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία

1.         Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο (2) ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες διακόσιες ώρες (1.200) και σε περίπτωση συνολικής ποινής τις τέσσερις χιλιάδες ώρες (4.000), ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών (3) ετών.

2.         Η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.

3.         Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της παρ. 1, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.

4.         Η παρ. 3 του άρθρου 81 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του και το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, μπορεί: α) να προβεί σε προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε, β) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, γ) να διατάξει την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που είχε επιβληθεί πριν από τη μετατροπή αφού αφαιρέσει την εκτιθείσα ποινή και τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας υπολογίζοντας αυτόν σύμφωνα με την παρ. 1.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται τροποποιήσεις την §1

 

Άρθρο 20

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης – Τροποποίηση άρθρου 105Β Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 105B του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η περ. α) της παρ. 1 τροποποιείται ως προς τον απαιτούμενο χρόνο έκτισης της ποινής στην περίπτωση φυλάκισης, β) στην παρ. 6: βα) στο πρώτο εδάφιο πριν από τη λέξη «κάθειρξης» προστίθενται οι λέξεις «φυλάκισης ή», μετά από τις λέξεις «αν δεν έχει παραμείνει» προστίθενται οι λέξεις «, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό,», ββ) στο δεύτερο εδάφιο μετά από τις λέξεις «22 και 23 του ν. 4139/2013» προστίθενται οι λέξεις «του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων», επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και μετά τη λέξη «παραμείνει» προστίθενται οι λέξεις «, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό,», βγ) προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο και το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 105Β

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης

1.         Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης ή πρόσκαιρης κάθειρξης τα τρία πέμπτα (3/5) αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής και γ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.

2.         Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.

3.         Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.

4.         Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που έχουν ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή έχουν κακοήθη νεοπλάσματα ή νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατούμενους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου, καθώς και της αναπηρίας στις περ. α` και β` γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.

5.         Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.

6.         Προκειμένου για ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι (16) έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων 134, 187, 187 Α, των περ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και για αυτά του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ (18) ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε (25) έτη. Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Για την απόλυση υπό όρους θα πρέπει να έχουν εκτιθεί τα 3/5 της ποινής. Ενώ δηλαδή ο παλαιός και ο νέος ΠΚ για την φυλάκιση αρκούνταν σε 2/5, η νέα διάταξη αντιμετωπίζει, χωρίς λόγο, την κάθειρξη και τη φυλάκιση με τον ίδιο τρόπο. Στην §6 εδ. β΄ , στην οποία προστίθενται τα αδικήματα του άρθρου 25  του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023) που αφορούν τους μεταφορείς, απαιτείται πραγματική έκτιση ποινής 17 ετών, λόγω της μεγάλης απαξίας των αδικημάτων.

 

Άρθρο 21

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση απόλυση υπό όρο – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 106 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 106 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως προς τους λόγους μη χορήγησης της απόλυσης υπό όρους με την προσθήκη της ουσιαστικής κρίσης περί πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος και με την απάλειψη των λέξεων «με ειδική αιτιολογία», β) το δεύτερο εδάφιο καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από την γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η απόλυση υπό όρους μπορεί να μη χορηγηθεί εάν τούτο κριθεί αναγκαίο από την  εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και την επικινδυνότητα του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο.

Επίσης, ορθά, καταργείται το εδάφιο κατά το οποίο  «Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης.».  

 

Άρθρο 22

Άρση της απόλυσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 108 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 108 του Ποινικού Κώδικα διαγράφονται οι λέξεις «με δόλο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η απόλυση αίρεται αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα (1) έτος. Στην περίπτωση αυτή εκτίει αθροιστικά, από τότε που θα γίνει αμετάκλητη η νέα καταδίκη, και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο όφειλε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης για καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη εκτίει δέκα (10) επιπλέον έτη και επί σωρευτικής συνδρομής ισοβίων καθείρξεων δεκαπέντε (15) επιπλέον έτη.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργείται η απαίτηση τέλεσης αδικήματος από δόλο για να αρθεί η απόλυση υπό όρους, που προβλεπόταν διαχρονικά από το 1985 όταν τέθηκε σε ισχύ ο παλαιός ΠΚ με το Π.Δ. 283/1985

 

Άρθρο 23

Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης – Τροποποίηση άρθρου 114 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 114 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) ο τίτλος τροποποιείται με τη προσθήκη των λέξεων «-Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου», β) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 114 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 114

Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης-Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου

1.         Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της ή για έναν από τους συμμετόχους.

2.         Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.

3.         Τα εγκλήματα σε βάρος του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Ορθότατη η διάταξη της §3, ύστερα μάλιστα και από τις συνέπειες που είχε η Γενική Διάταξη του άρθρου  381 του νέου ΠΚ, αναφορικά με αδικήματα που στρέφονταν σε βάρος του ευρύτερου δημόσιου τομέα. 

 

Άρθρο 24

Εξορθολογισμός των κριτηρίων περιορισμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης νέων- Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 127 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα μετά από τη λέξη «κακούργημα» διαγράφονται οι λέξεις «και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Η απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επαναφορά του παλαιού ΠΚ, καθώς πλέον οι ανήλικοι άνω των 15 ετών θα μπορούν να περιορίζονται σε κατάστημα κράτησης νέων για κάθε πράξη που αν τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα, σε αντίθεση με το νέο ΠΚ που περιορίζεται σε αδίκημα «και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας».

 

 

Άρθρο 25

Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παρ. 4 ως εξής:

«4. Όποιος εισέρχεται σε χώρο υγειονομικής περίθαλψης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του υγειονομικού προσωπικού, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Ορθότατη διάταξη, που σκοπό έχει την προστασία των υγειονομικών υπαλλήλων από τους κάθε λογής «αγανακτισμένους πολίτες»[2] 

 

Άρθρο 26

Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων – Τροποποίηση άρθρου 169Α Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 169Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, β) διαγράφεται η παρ. 2 και το άρθρο 169Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 169Α

Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων και συμφωνιών που επικυρώθηκαν από συμβολαιογράφο

1.         Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ή σε εισαγγελική διάταξη, που αφορούν τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων ή την απαγόρευση προσέγγισης και επικοινωνίας μεταξύ προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος δεν συμμορφώθηκε σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά στην επικοινωνία των ανήλικων τέκνων.

2.         [Καταργείται].

3.         Όποιος εν γνώσει ματαιώνει την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας που επιβλήθηκε σε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Διαγράφεται η §2 η οποία πλέον αποτελεί νέο άρθρο 182. Ίσως θα έπρεπε (μετά και την επαναφορά πολλών διατάξεων του παλαιού ΠΚ) να ξανασκεφτεί το Υπουργείο την επαναφορά του άρθρου 232Α του παλαιού ΠΚ. Ειδικά όταν πρόκειται για προσωρινές διαταγές ή δικαστικές αποφάσεις μη προσέγγισης ή μη προσβολής της προσωπικότητας, οι οποίες κατά κόρον απασχολούν τα αστικά δικαστήρια.

 

 

Άρθρο 27

Παραβίαση περιορισμών διαμονής-Προσθήκη άρθρου 182 στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 181 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 182 ως εξής:

«Άρθρο 182

Παραβίαση περιορισμών διαμονής

1.         Με φυλάκιση έως τριών (3) ετών τιμωρείται όποιος παραβιάζει τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του.

2.         Αλλοδαπός ο οποίος απελάθηκε σε εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 72, αν παραβιάσει την απαγόρευση επιστροφής του στη χώρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία εκτελείται αμέσως, δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε καμία περίπτωση, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η  §1  αποτελεί την παλαιά §2 του άρθρου 169Α ΠΚ, ενώ η νέα §2 κρίθηκε αναγκαίο να προστεθεί μετά την επαναλειτουργία του θεσμού της απέλασης.

 

Άρθρο 28

Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 6 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται με την προσθήκη εξαίρεσης από την περίπτωση μη αναστέλλουσας ισχύος της έφεσης, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«6. Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν το δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης για το πλημμέλημα της παρ. 3 και τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα τα οποία επισύρουν πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι πρέπει να χορηγηθεί η ανασταλτική δύναμη της έφεσης Στην τελευταία περίπτωση επιβάλλονται υποχρεωτικά οι κατάλληλοι περιοριστικοί όροι.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην περίπτωση της εγκληματικής οργάνωσης, η άσκηση της έφεσης δε θα έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.

 

Άρθρο 29

Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροληψίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργανισμών-Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 235 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 μετά από τις λέξεις «αθέμιτο ωφέλημα» προστίθενται οι λέξεις «ανεξαρτήτως αξίας», β) η περ. β) του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 τροποποιείται με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης η οποία εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν ο δημόσιος διεθνής ή υπερεθνικός οργανισμός ή φορέας εδρεύει στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή ή εάν η Ελλάδα αποτελεί ή όχι μέλος και το άρθρο 235 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 235

Δωροληψία υπαλλήλου

1.         Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα ανεξαρτήτως αξίας, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.

2.         Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες.

3.         Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.

4.         Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχό τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.

5.         Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους που απασχολούνται με οποιαδήποτε συμβατική σχέση σε: α) όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) κάθε δημόσιο διεθνή ή υπερεθνικό οργανισμό ή φορέα ανεξαρτήτως αν εδρεύει στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και από κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι, ακόμα κι αν οι πράξεις των περ. α΄ και β΄ δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκαν. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από υπάλληλο ξένης χώρας.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Ορθά η αξία του ωφελήματος αποδεσμεύεται από την πράξη. Η διάταξη θέλει να προλάβει περιπτώσεις που το δώρο έχει μικρή αξία και μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ευγνωμοσύνης [3]. Επίσης διευρύνεται το πλαίσιο της περ. β της §5

 

Άρθρο 30

Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσθήκη χρηματικής ποινής για το πλημμέλημα της ενεργητικής δωροδοκίας και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροδοκίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργανισμών – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 236 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 236 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 τροποποιείται με την προσθήκη των λέξεων «ανεξαρτήτως αξίας» και την προσθήκη της χρηματικής ποινής στις επαπειλούμενες ποινές, β) η περ. α) του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 τροποποιείται με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και στις περιπτώσεις που ο δημόσιος διεθνής ή υπερεθνικός οργανισμός ή φορέας δεν εδρεύουν στην Ελλάδα ή η Ελλάδα δεν είναι μέλος και το άρθρο 236 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 236

Δωροδοκία υπαλλήλου

1.         Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα ανεξαρτήτως αξίας, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.

2.         Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή.

3.         Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχό του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων.

4.         Οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται προς: α) λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα ανεξαρτήτως αν εδρεύει στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και προς κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι ή β) οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για ξένη χώρα.

Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε και για τη δίωξη του πλημμελήματος της παρ. 1 δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 6 παρ. 3 έγκληση ή αίτηση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Σε συνέχεια της τροποποίησης του άρθρου 235 έρχεται και η αλλαγή του άρθρου 236

 

 

Άρθρο 31

Επέκταση του αξιοποίνου σε δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε διεθνείς οργανισμούς-Προσθήκη περ. δ) στην παρ. 4 του άρθρου 237 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 4 του άρθρου 237 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. δ) και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται: α) από ή προς μέλη του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) από ή προς όσους ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή σε διεθνή δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή γ) προς δικαστές, ενόρκους ή διαιτητές άλλων κρατών σχετικά με την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, δ) προς δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε ενωσιακούς ή διεθνείς οργανισμούς ή όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προσθήκη περ. δ με την πρόβλεψη για τους αποσπασμένους δικαστές.

 

 

Άρθρο 32

Εμπρησμός -Παραβίαση προληπτικών μέτρων– Τροποποίηση άρθρου 264 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 264 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο του άρθρου μετά από τη λέξη «Εμπρησμός» προστίθενται οι λέξεις «-Παραβίαση προληπτικών μέτρων, β) στις περ. α’, β’ και γ’ της παρ. 1 και στην παρ. 2 προστίθεται σωρευτικά και η επιβολή χρηματικής ποινής, γ) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 264 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 264

Εμπρησμός -Παραβίαση προληπτικών μέτρων

1.         Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή, αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

2.         Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή.

3.         Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή για τη λήψη προληπτικών μέτρων πυροπροστασίας, ιδίως, οικοπεδικών και λοιπών ακάλυπτων χώρων εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή εάν η ανωτέρω παράλειψη συνέβαλε ουσιωδώς στην εξάπλωση πυρκαγιάς, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στον εμπρησμό προβλέπεται η επιβολή ΚΑΙ χρηματικής ποινής.

Επίσης, με την νέα §3 προβλέπονται ποινές (ορθά) σε όσους παραμελούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα πυροπροστασίας (όπως π.χ. καθαρισμό οικοπέδου) εάν η παράλειψη συνέβαλε ουσιωδώς στην εξάπλωση πυρκαγιάς.  Η διάταξη αυτή θα λειτουργεί επικουρικά σε σχέση με βαρύτερες ποινικές διατάξεις.

 

Άρθρο 33

Εμπρησμός σε δάση-Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων – Τροποποίηση άρθρου 265 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο του άρθρου, μετά από τις λέξεις «Εμπρησμός σε δάση», προστίθενται οι λέξεις «-Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων» β) στην παρ. 1: αα) στην περ. α’ οι λέξεις «οκτώ (8) έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δέκα (10) έτη» και η περ. α’ τροποποιείται ως προς την ποινική αξιολόγηση του προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση, ββ) στην περ. β’ μετά από τις λέξεις «δέκα (10) έτη» προστίθενται οι λέξεις «και χρηματική ποινή», βγ) στην περ. γ’ μετά από τη λέξη «κάθειρξη» προστίθενται οι λέξεις «τουλάχιστον δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή», γ) στην παρ. 2 αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή για την εξ αμελείας τέλεση, προστίθεται η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, δ) προστίθενται παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 και το άρθρο 265 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 265

Εμπρησμός σε δάση – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων

1.         Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται:

α) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστά επιβαρυντική περίσταση,

β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή αν στην περίπτωση των περ. α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή,

δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

2.         Όποιος στις περιπτώσεις της παρ. 1 προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή, και αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.

3.         Όποιος ανάβει φωτιά για οποιαδήποτε ελεγχόμενη καύση ή εκτελεί θερμές εργασίες ή κάνει χρήση συσκευών που προκαλούν σπινθήρα ή ειδών πυροτεχνίας ή βεγγαλικών σε δάση, δασικές εκτάσεις, χορτολιβαδικές εκτάσεις ή σε οποιοδήποτε χώρο σε ακτίνα έως τριακοσίων (300) μέτρων από αυτές, σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη πρόβλεψης Κινδύνου πυρκαγιάς που εκδίδεται από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλή) ή 5 (κατάσταση συναγερμού) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. Αν η ανωτέρω πράξη είχε ως επακόλουθο την πρόκληση πυρκαγιάς, η οποία επέφερε σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή και αν επήλθε θάνατος με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.

4.         Όποιος, προετοιμάζοντας τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1, κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εμπρηστικές ύλες ή άλλα αντικείμενα, πρόσφορα για την πρόκληση και την εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή, αν δε τελεί την ανωτέρω πράξη εντός δάσους ή δασικής έκτασης και σε ακτίνα έως τριακοσίων (300) μέτρων από αυτά, σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη πρόβλεψης Κινδύνου πυρκαγιάς που εκδίδεται από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλή) ή 5 (κατάσταση συναγερμού) σε ποινή κάθειρξης έως οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή.

5.         Όποιος αποθηκεύει, τοποθετεί ή εγκαταλείπει εύφλεκτες ύλες εντός δασών ή δασικών εκτάσεων τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. Αν η πράξη του συνέβαλε στην εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.

6.         Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, και η έφεση που ασκείται δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν, στην περίπτωση της παρ. 2, του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 και της παρ. 5, το δικαστήριο με ειδική αιτιολογία κρίνει εξαιρετικώς υπέρ της μετατροπής της ποινής.

7.         Το ύψος της χρηματικής ποινής για τα αδικήματα του παρόντος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ούτε ανώτερο από διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στα πλαίσια της πρόληψης και καταστολής του  εμπρησμού δασών, που ταλανίζει κάθε καλοκαίρι τη χώρα μας, προβλέπεται ότι: α)  η ποινή της (α) περίπτωση αυξάνεται σε 10 έτη κάθειρξη και πλέον ο πορισμός περιουσιακού οφέλους συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, β) στη (β) περίπτωση προβλέπεται σωρευτικά χρηματική ποινή, γ) στην περίπτωση (γ) ορίζεται ελάχιστο όριο ποινής τα δέκα χρόνια κάθειρξη και επιπλέον χρηματική ποινή, δ) αυξάνονται τα όρια της ποινής όταν το αδίκημα τελείται από αμέλεια, ε) προστίθεται §3  για τις περιπτώσεις ελεγχόμενης καύσης ή εκτέλεσης θερμών εργασιών  ή χρήσης  συσκευών που προκαλούν σπινθήρα ή ειδών πυροτεχνίας ή βεγγαλικών σε περιόδους υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς. Η διάταξη είναι επικουρική, σε σχέση με βαρύτερη ποινική διάταξη, στ) πλέον με τις  §§4-5    τιμωρούνται και οι προπαρασκευαστικές πράξεις του εμπρησμού και η αποθήκευση – εγκατάλειψη ευφλέκτων υλικών, ζ) με την § 6 η εκτέλεση της ποινής δεν αναστέλλεται, ούτε η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής, η) με την § 7 ορίζεται όριο στη χρηματική ποινή.

 

 

Άρθρο 34

Προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στα αδικήματα εμπρησμού σε δάση-

Προσθήκη άρθρου 265A στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 265A ως εξής:

«Άρθρο 265A

Δήμευση σε περίπτωση εμπρησμού σε δάση

1.         Στο έγκλημα εμπρησμού σε δάση από πρόθεση, τετελεσμένο και σε απόπειρα (παρ. 1 άρθρου 265), καθώς και στις περιπτώσεις εμπρησμού σε δάση από αμέλεια από τις οποίες προκλήθηκε πυρκαγιά που είχε ως αποτέλεσμα θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη ή εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή (παρ. 2 άρθρου 265), δημεύεται κατά την κρίση του δικαστηρίου με την καταδικαστική απόφαση η περιουσία ή τμήμα περιουσίας, του αυτουργού και των συμμετόχων στο έγκλημα.

2.         Η έκταση της δήμευσης αποφασίζεται από το δικαστήριο, το οποίο την προσδιορίζει με βάση τη βλάβη που προκλήθηκε αφού σταθμίσει για τον υπολογισμό της και τα στοιχεία του άρθρου 79. Το δικαστήριο εξαιρεί από τη δήμευση ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία κρίνει, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, ότι εξυπηρετούν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης του καταδικασθέντος και της οικογένειας του.

3.         Το άρθρο 261 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων αντίστοιχης αξίας με τη βλάβη που επήλθε, εφαρμόζεται αναλόγως.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Νέο άρθρο που προβλέπει δήμευση στην περίπτωση του εμπρησμού δασών.

 

Άρθρο 35

Απάλειψη του αδικήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια από το ρυθμιστικό πεδίο της έμπρακτης μετάνοιας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 289 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 289 του Ποινικού Κώδικα μετά από τις λέξεις «των άρθρων 264» διαγράφεται ο αριθμός «265» και η παρ. 1 του άρθρου 289 διαμορφώνεται ως εξής:

« 1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για

την αποτροπή του.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Από το άρθρο 289 ΠΚ «Έμπρακτη μετάνοια και  δικαστική άφεση της ποινής»,  απαλείφεται η περίπτωση του εμπρησμού δασών.

 

Άρθρο 36

Συμπερίληψη παραβίασης ερυθρού σηματοδότη στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης -Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 290Α Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. ε) και η παρ. 1 του άρθρου 290Α διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα, μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, ή γ) οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον εξήντα (60) χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο, κατά τουλάχιστον τριάντα (30) χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον σαράντα (40) χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο, κατά τουλάχιστον είκοσι (20) χλμ. ανά ώρα, ή δ) οδηγεί όχημα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.) εκτός των περιπτώσεων αποκλειστικού προορισμού της, ή ε) παραβιάζει ερυθρό σηματοδότη, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις:

αα) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα,

ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γγ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,

δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην §1 του άρθρου 290Α, προστίθεται περίπτωση (ε) που αφορά την πρόκληση ατυχήματος μετά από παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, μια συνήθεια η οποία τείνει να γίνει μάστιγα, ειδικά στους δρόμους της Αθήνας. Ειδικά στις περιπτώσεις  θανάτου, βαριάς σωματικής βλάβης ή  σημαντικής βλάβης σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακούργημα.

 

 

Άρθρο 37

Αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρόβλεψη προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή για οικείους θύματος – Τροποποίηση άρθρου 302 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 μετά από τη λέξη «τουλάχιστον» αντικαθίστανται οι λέξεις «τριών μηνών» από τις λέξεις «δύο (2) ετών», β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 302 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 302

Ανθρωποκτονία από αμέλεια

1.         Όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.

2.         Αν το θύμα της πράξης η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 είναι οικείος του υπαιτίου, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε ποινή.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Πλέον η ανθρωποκτονία από αμέλεια θα έχει ελάχιστο όριο ποινής τα δύο έτη. Επανέρχεται η §2 του άρθρου 302 §2 του παλαιού ΠΚ περί πρόβλεψης προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή για οικείους θύματος. Ορθή προσθήκη, αν και οι διατάξεις του άρθρου 104Β α και γ ΠΚ επιτελούν την ίδια λειτουργία.

 

 

 

Άρθρο 38

Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων – Αντικατάσταση άρθρου 312 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 312

Σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων

1.         Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, τιμωρείται: α) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 308, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, γ) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 310, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη.

2.         Με την πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την περ. γ’ της παρ. 1 εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της παρ. 1.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργείται η §2 που αφορούσε τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και η §3 για την πρόκληση σωματικής βίας ενώπιον ανηλίκου, καθώς προβλέπεται σχετική διάταξη στο άρθρο 6 του Ν. 3500/2006 (βλ. παρακάτω)

 

 

Άρθρο 39

Παράνομη βία – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 330 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 330 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η διάταξη καλύπτει κάθε παράνομη βία σε βάρος ανηλίκου και όχι μόνον όταν αυτή τελείται από πρόσωπο που έχει στην επιμέλειά του – προστασία του τον ανήλικο. Καταργείται το τελευταίο εδάφιο της §2 που αφορά την παράνομη βία κατά συζύγου  καθώς προβλέπεται σχετική διάταξη στο άρθρο 7 του Ν. 3500/2006 (βλ. παρακάτω)

 

 

Άρθρο 40

Απειλή – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 333 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η διάταξη καλύπτει κάθε απειλή σε βάρος ανηλίκου και όχι μόνον όταν αυτή τελείται από πρόσωπο που έχει στην επιμέλειά του – προστασία του τον ανήλικο. Καταργείται το τελευταίο εδάφιο της §2 που αφορά την απειλή κατά συζύγου καθώς προβλέπεται σχετική διάταξη στο άρθρο 7 του Ν. 3500/2006 (βλ. παρακάτω)

 

 

 

Άρθρο 41

Επέκταση του αξιοποίνου σε πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 348Α Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 3 του άρθρου 348Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και μετά από τις λέξεις «ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου» και «από ή με ανήλικο» προστίθεται αναφορά στο πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των παρ. 1 και 2 συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου ή προσώπου που εμφανίζεται ως ανήλικο, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο ή πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις

 

Άρθρο 42

Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 348Γ Ποινικού Κώδικα

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 348Γ του Ποινικού Κώδικα τροποποιείται με τη διαγραφή της καταβολής αντιτίμου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, , επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο προκειμένου να συμμετάσχει σε πορνογραφικές παραστάσεις ή διοργανώνει αυτές, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη, γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Όποιος εν γνώσει του, παρακολουθεί πορνογραφική παράσταση στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι τιμωρείται στις περ. α’ και β’ του πρώτου εδαφίου με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και στην περ. γ’ με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην §1 εδ. β΄ απαλείφεται (ορθά) η προϋπόθεση καταβολής αντιτίμου από εκείνον που παρακολουθεί υλικό παιδικής πορνογραφίας.

 

Άρθρο 43

Επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης στο αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής – Τροποποίηση άρθρου 358 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 358 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 358

Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής

Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την επιβάλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Απαλείφεται το εδ. β΄ και η παραβίαση της υποχρέωσης διατροφή διώκεται αυτεπαγγέλτως.

 

Άρθρο 44

Συκοφαντική δυσφήμηση – Αντικατάσταση άρθρου 363 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 363 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 363

Συκοφαντική δυσφήμηση

Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Με τον ισχύοντα ΠΚ είχε δημιουργηθεί το ζήτημα αν αποτελούν τρίτους οι δημόσιοι λειτουργοί, οι υπάλληλοι κ.λ.π., που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Ο ΑΠ με την υπ’ αριθμόν 3/2021 απόφαση της Ολομελείας, έκρινε ότι τα ανωτέρω πρόσωπα αποτελούν τρίτους και συνεπώς τελείται ενώπιόν του αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Με την  νέα διάταξη ορίζεται ακριβώς το αντίθετο υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δε συνδέονται προσωπικά με τα μέρη.

Η διάταξη είναι προβληματική και αντί άλλων παρατίθεται η σκέψη της απόφασης της Ολομελείας: «Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου "τρίτος", αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη.».

 

 

Άρθρο 45

Κλοπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 372 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα μετά από τις λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση» προστίθενται οι λέξεις «και χρηματική ποινή» και το άρθρο 372 διαμορφώνεται ω εξής:

«Άρθρο 372

Κλοπή

1.         Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.

2.         Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην ποινή της κλοπής προστίθεται και η χρηματική ποινή

 

 

Άρθρο 46

Απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας – Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 378 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 1 του άρθρου 378 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο ή η πράξη έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αναδιατυπώνεται η §1 του άρθρου 378 και στο εδάφιο για τις φθορές ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, προστίθεται και η φθορά αντικειμένων τοποθετημένων σε δημόσιο χώρο ή όταν η πράξη έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα, θυμίζοντας το άρθρο 382 του παλαιού ΠΚ που καταργήθηκε με τον νέο ΠΚ.

 

Άρθρο 47

Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης –Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 381 και παρ. 1 άρθρου 405 Ποινικού Κώδικα

1.         Η παρ. 1 του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374Α, στην παρ. 1 του άρθρου 375, στο άρθρο 377, στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 378 και στην παρ. 1 του άρθρου 379 απαιτείται έγκληση.».

2.         Η παρ. 1 του άρθρου 405 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 387 και 389, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390, στο άρθρο 397 και στην παρ. 1 του άρθρου 404 απαιτείται έγκληση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Δε θα απαιτείται έγκληση για την  κακουργηματική υπεξαίρεση και την διακεκριμένη φθορά ξένης του εδ. γ΄ του άρθρου 378 § 1 ΠΚ.

Επίσης δε  θα απαιτείται έγκληση για την  απάτη, την απάτη με υπολογιστή και στην πλημμεληματική περίπτωση της τοκογλυφίας. Πάντως είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως αν και το Υπουργείο προσπαθεί με το νομοσχέδιο να αποσυμφορήσει τα δικαστήρια και να επιταχύνει τους χρόνους απονομής της δικαιοσύνης, εξαιρεί τη δίωξη της πλημμεληματικής απάτης από τη βούληση του παθόντος για τον αν θα υποβάλει έγκληση ή όχι.

 

 

 

 

Άρθρο 48

Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο – Τροποποίηση περ. γ’ παρ. 1 άρθρου 25 ν. 1882/1990

Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43) διαγράφονται οι λέξεις «, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και», και η παρ. 1 του άρθρου 25 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 25

Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους

1.         Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:

α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.

Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επανερχόμαστε στο καθεστώς πριν το νέο ΠΚ με τον υπολογισμό στα χρέη προς το Δημόσιο και εκείνων που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών οι οποίες  επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, με την αυτονόητη συνέπεια την αύξηση της ύλης των ποινικών δικαστηρίων. Επίσης δε θα πρέπει να μην επισημανθεί το εξής παράδοξο: Με  το νέο ΠΚ στο άρθρο 80 §6 προβλεπόταν ότι «Μαζί με τη χρηματική ποινή το δικαστήριο ορίζει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που θα πρέπει να εκτίσει ο καταδικασθείς σε περίπτωση μη καταβολής της χρηματικής ποινής…». Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το Ν. 4855/2021. Τώρα, με το σχέδιο νόμου, αν και τροποποιήθηκε το άρθρο 80, ο νομοθέτησης δε θεώρησε σκόπιμο να επαναφέρει την ανωτέρω διάταξη. Το κάνει εμμέσως, με την τροποποίηση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4620/2019

Άρθρο 49

Αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση κακουργημάτων – Τροποποίηση άρθρου 7 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η περ. ε’ της παρ. 1 διαγράφεται, β) η παρ. 3 τροποποιείται με τη διαγραφή των λέξεων «και το πενταμελές» και την προσθήκη της λέξης «και» μετά τη λέξη «μονομελές» και το άρθρο 7 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 7

Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα

1.         Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους, β) Το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους, γ) Το μονομελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ) Το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες.

2.         Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου.

3.         Το μονομελές και το τριμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.

4.         Ο εισαγγελέας των εφετών ή άλλος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας του ίδιου εφετείου ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του στα οποία και προσδιορίζει τις υποθέσεις. Μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών ο οποίος εκτέλεσε τα ως άνω καθήκοντα μπορεί, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον εισαγγελέα εφετών και λάβει από αυτόν γραπτή σύμφωνη γνώμη, να ασκεί έφεση κατά της απόφασης κατά το άρθρο 489.

5.         Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργήθηκε (ίσως ορθά) το πενταμελές εφετείο, προς εξοικονόμηση πόρων σε ανθρώπινο δυναμικό και αίθουσες.

 

 

Άρθρο 50

Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα – Τροποποίηση άρθρου 8 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφονται οι λέξεις «και έως τρεις, όταν αποτελείται από πέντε δικαστές» και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8

Ορισμός συμπαρεδρευόντων δικαστών στα Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα.

Αν ο πρόεδρος ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, ορίζει με πράξη του έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Όπου διενεργείται κλήρωση των συνθέσεων, ο ορισμός γίνεται αμέσως μετά την κλήρωση του μεν προέδρου από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών προέδρων των δε μελών της σύνθεσης από τον πίνακα των κληρωθέντων αναπληρωματικών δικαστών, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιείται το άρθρο για να συμβαδίζει με την κατάργηση των πενταμελών εφετείων.

 

Άρθρο 51

Σύνθεση εφετείου – Τροποποίηση άρθρου 9 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 9 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής

«Άρθρο 9

Εφετείο

Το συμβούλιο των εφετών και το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιείται το άρθρο για να συμβαδίζει με την κατάργηση των πενταμελών εφετείων.

 

 

Άρθρο 52

Περιεχόμενο και υποβολή της αίτησης εξαίρεσης – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 17 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 17 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παρ. 5 ως εξής:

«5. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24).».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης εξαίρεσης θα είναι η καταβολή παραβόλου 100 ΕΥΡΩ το οποίο θα επιστρέφεται εάν αυτή γίνει δεκτή έστω και εν μέρει. Η διάταξη σκοπό έχει τον αποκλεισμό των προπετών και παρελκυστικών αιτήσεων εξαίρεσης και ίσως θα έπρεπε το παράβολο να ανέρχεται σε 200 ΕΥΡΩ.

 

 

 

Άρθρο 53

Προσθήκη του αλλοδαπού δημοσίου στις περιπτώσεις φορολογικών, οικονομικών και συναφών εγκλημάτων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 35 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) μετά από τις λέξεις «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» διαγράφεται η λέξη «και», β) προστίθενται οι λέξεις «και αλλοδαπού δημοσίου» μετά από τις λέξεις «της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και η παρ. 1 του άρθρου 35 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, οι αναπληρωτές τους και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τους συνεπικουρούν, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας, κατά την κρίση του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλοδαπού δημοσίου ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν Υπουργοί ή Υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α΄ του άρθρου 13 ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτήν, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Οι οικονομικοί εισαγγελείς θα είναι αρμόδιοι και για αδικήματα σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου

 

Άρθρο 54

Ποινική δίωξη – Τροποποίηση άρθρου 43 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 μετά από τις λέξεις «οργάνων ελέγχου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» προστίθενται οι λέξεις «ή άλλων ελεγκτικών αρχών», β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 μετά από τις λέξεις «θέτει στο αρχείο» διαγράφεται η λέξη «και» και προστίθενται οι λέξεις «με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη του» και μετά από τις λέξεις «εισαγγελέα εφετών,» διαγράφονται οι λέξεις «αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη», γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 μετά από τις λέξεις «ανύπαρκτο όνομα» προστίθενται οι λέξεις «, ή χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 42,», οι λέξεις «από τον» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με πράξη του αρμοδίου» και οι λέξεις «και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μη εφαρμοζομένης της» και το άρθρο 43 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 43

Έναρξη ποινικής δίωξης – Τρόποι κίνησης –Αρχειοθέτηση

1.         Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται ή διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών στην περίπτωση της επόμενης παραγράφου ή υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής (άρθρο 409). Στα κακουργήματα ή πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, καθώς και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς εφετείου (άρθρο 111 παρ. 6), κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνησή της. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και επί ανηλίκων, για πράξεις που αν τις διέπραττε ενήλικος, θα διατασσόταν προκαταρκτική εξέταση. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου των οργάνων ελέγχου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας ή άλλων ελεγκτικών αρχών και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον η ποινική δίωξη που πρόκειται να ασκηθεί αναφέρεται σε πράξεις ίδιες με εκείνες για τις οποίες διενεργήθηκε η Ε.Δ.Ε. ή αναφέρονται στο πόρισμα ή την έκθεση ελέγχου.

2.         Αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 της παρ. 6, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού.

3.         Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη του, υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών. Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει υποχρέωση να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.

4.         Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 της παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και, υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει είτε τη συμπλήρωση προκαταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που την δικαιολογούν, προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.

5.         Μήνυση ή αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, ή χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 42, τίθεται αμέσως στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μη εφαρμοζομένης της παρ. 3. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, διατάσσεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

6.         Ο αρμόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή καλεί τον μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για παροχή εξηγήσεων.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

 Για την άσκηση ποινικής δίωξης δε θα απαιτείται  η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν έχει διενεργηθεί έλεγχος και από άλλη ελεγκτική αρχή, πέραν της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας που ισχύει τώρα. Έτσι επιταχύνεται ο χρόνος περαίωσης της προδικασίας. Η θέση της υπόθεσης στο αρχείο από τον εισαγγελέα, θα γίνεται με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη.

Στην §5  προβλέπεται ότι οι ανώνυμες μηνύσεις ή για όσες δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 42 §§2 και 4, τίθενται στο αρχείο χωρίς να ενημερώνεται ο εισαγγελέας εφετών. 

 

Άρθρο 55

Έγκληση του παθόντος – Τροποποίηση άρθρου 51 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 51 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) μετά από την παρ. 1 προστίθεται παρ. 1Α, β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 51 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 51

Έγκληση του παθόντος

1.         Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4.

1Α. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ` έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Αν δεν κατατεθεί παράβολο, η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24). Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρo 82Α ΠΚ) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε αυτούς, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου.

2.         Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη κατάθεσης παραβόλου, δεν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 52.

3.         Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.

4.         Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1 και 6, 44, 45, 47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Με σκοπό τη μείωση των κατ’ έγκληση διωκομένων αδικημάτων, προβλέπεται καταβολή παραβόλου 100 ΕΥΡΩ. Εξαιρούνται οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρo 82Α ΠΚ) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, καθώς και όσα τελούνται σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σκεφθείτε, λοιπόν, να έχετε έναν κακόπιστο γείτονα που μία φορά το μήνα σας εξυβρίζει ή σας χαστουκίζει, χωρίς να φταίτε. Σε ένα χρόνο θα πρέπει να καταβάλλετε 1.200 ΕΥΡΩ, τα οποία δε θα σας επιστραφούν ποτέ, εάν και όταν αυτός καταδικαστεί. Για να μην αναφέρουμε τις περιπτώσεις που παύσει υπό όρους η ποινική δίωξη (με  τους γνωστούς νόμους), με συνέπεια και να μην καταδικαστεί ο υπαίτιος και να έχει καταβληθεί το παράβολο [4] . Εν ολίγοις, το ποσό είναι υπερβολικό και σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να προβλεφθεί η επιστροφή του εάν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί (οπότε το παράβολο θα επιβάλλεται σε βάρος του κατηγορουμένου και όχι του αναίτιου εγκαλούντος) ή εάν παύσει  η ποινική δίωξη επειδή η πράξη παραγράφηκε (ολικά ή υπό όρους) ή κατέστη ανέγκλητη ή απεβίωσε ο κατηγορούμενος.

 

Άρθρο 56

Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος σε περίπτωση απόρριψης της έγκλησης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 52 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 52 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η λέξη «δημοσίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.)» και β) οι λέξεις «διακοσίων πενήντα (250)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριακοσίων πενήντα (350)» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ποσού τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνεται το παράβολο για την προσφυγή κατά της απόρριψης της έγκλησης, από 250 σε 350 ΕΥΡΩ.

 

 

Άρθρο 57

Προδικαστικά ζητήματα ποινικής δίκης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 59 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 2 του άρθρου 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) διαγράφεται η παραπομπή στο άρθρο 362 ΠΚ, β) τροποποιούνται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναβολής κάθε περαιτέρω ενέργειας σχετικής με την ποινική δίκη και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, και 363 ΠΚ, όταν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διαπιστώσει, πως για το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη ή διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση της παρ. 2 του άρθρου 245, ή έχει ασκηθεί αγωγή ή αίτηση ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, αναβάλλει με πράξη του που περιέχει συνοπτική αιτιολογία, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης ή της πολιτικής δίκης.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Μετά την προβλεπόμενη στο άρθρο 101 κατάργηση της απλής δυσφήμισης, απαλείφεται το άρθρο 362 ΠΚ.

Προβλέπεται ότι η αναβολή που δίδεται από τον εισαγγελέα, γίνεται με συνοπτική αιτιολογία και χωρίς να ενημερώνεται ο εισαγγελέας εφετών. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για προφανώς απαράδεκτη μήνυση, όπως στο άρθρο 43 §5 ΠΚ (βλ. ανωτέρω) και φρονώ ότι μια απλή ενημέρωση του εισαγγελέα εφετών είναι αναγκαία.

 

Άρθρο 58

Ζητήματα αστικής – διοικητικής φύσεως – Τροποποίηση άρθρου 61 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 61 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο μετά από τις λέξεις «αστικής» και «πολιτικής» προστίθενται οι λέξεις «ή διοικητικής» και «ή διοικητική» αντιστοίχως, β) στο πρώτο εδάφιο μετά από τις λέξεις «πολιτικό», «πολιτικών», «πολιτικής» προστίθενται οι λέξεις «ή διοικητικό», «ή διοικητικών», «ή διοικητικής» αντιστοίχως και το άρθρο 61 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 61

Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής ή διοικητικής φύσης στην πολιτική ή διοικητική δίκη.

 Όταν στο πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής ή διοικητικής. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στο άρθρο 61 προστίθεται (ορθά) και η διοικητική δίκη

 

Άρθρο 59

Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου – Τροποποίηση άρθρου 110 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 110 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο η λέξη «δικαιοδοσία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «καθ’ ύλην αρμοδιότητα», β) η περ. β’ τροποποιείται με τη διεύρυνση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) προστίθενται περ. δ’ και ε’ και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 110

Μονομελές εφετείο

Στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ανήκουν:

α) Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης.

β) Η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης [Κώδικας Μετανάστευσης, ν. 5038/2023 (Α΄81)], του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά [ν. 4139/2013 (Α’ 74)], των περ. β΄ έως και ε΄ της παρ. 1 και της παρ. 3 του άρθρου 268 του ν.δ. 86/1969 «Δασικός Κώδικας» (Α΄ 7), και της παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 998/1979 «περί προστασίας δασών» (Α΄ 289), πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων [ν. 2121/1993 (Α’ 25)], του άρθρου 52 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4987/2022 (Α’ 206)], του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα [ν. 2960/2001, (Α΄265)], του ν. 4830/2021 (Α ’169), εκτός αν στον νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, οπότε αυτά υπάγονται στη δικαιοδοσία του τριμελούς εφετείου.

γ) Η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.

δ) Η εκδίκαση των πλημμελημάτων των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και των πλημμελημάτων που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες.

ε) Η εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου προστίθενται και τα αδικήματα  της πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων [ν. 2121/1993 (Α’ 25)], του άρθρου 52 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4987/2022 (Α’ 206)], του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα [ν. 2960/2001, (Α΄265)], του ν. 4830/2021 (Α ’169).

Επανέρχονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου τα πλημμελήματα   δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και των πλημμελημάτων που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες.

Μέχρι σήμερα, γνωρίζαμε ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκκαλούνται ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου του οποίου ο αριθμός των δικαστών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από τον αριθμό των δικαστών που εξέδωσαν την πρωτοβάθμια απόφαση. Με την περίπτωση (ε) προβλέπεται το καινοφανές, πως  στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου υπάγεται «Η εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου». Δηλαδή, η κρίση ενός και μόνον δικαστή θεωρείται κατά τεκμήριο ορθότερη από εκείνη που εκδόθηκε από τρεις δικαστές (!!!!!), όταν μάλιστα ο ΠΚ, μετά τις τροποποιήσεις, θα είναι πολύ πιο αυστηρός από τον ισχύοντα, έχοντας ως βασική αρχή πως μέρος των ποινών πρέπει να εκτίεται. Η διάταξη παραπέμπει ευθέως στο εκκλητό ενώπιον του ανώτατου κληρονομικού άρχοντα και θα πρέπει να απαλειφθεί.

 

 

Άρθρο 60

Καθ’ ύλην αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου – Τροποποίηση άρθρου 111 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο διαγράφονται οι λέξεις «και πενταμελές», β) στην παρ. 3 μετά από τη λέξη «πειρατείας» προστίθενται οι λέξεις «, τα κοινώς επικίνδυνα κακουργήματα», γ) η παρ. 5 τροποποιείται ως προς τα εγκλήματα για τα οποία θεμελιώνει αρμοδιότητα το τριμελές εφετείο, δ) στην παρ. 6 μετά από τις λέξεις «του μονομελούς εφετείου» διαγράφονται οι λέξεις «τα πλημμελήματα» και στο τέλος της παραγράφου οι λέξεις «, καθώς και τα πλημμελήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες», ε) η παρ. 7 τροποποιείται με τη διαγραφή της αρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου να δικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου, δ) προστίθεται παρ. 8, ε) διαγράφεται η παρ. Β) και το άρθρο 111 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 111

Τριμελές εφετείο

Το τριμελές εφετείο δικάζει:

1.         Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, την περιουσία, τα κακουργήματα της ψευδούς βεβαίωσης – νόθευσης από υπάλληλο και της νόθευσης δικαστικού εγγράφου, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον η ζημία που προξενήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.

2.         Τα κακουργήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 ΠΚ καθώς και της κατάχρησης εξουσίας του άρθρου 239 ΠΚ.

3.         Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κοινώς επικίνδυνα κακουργήματα και τα κακουργήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών και άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους.

4.         Τα κακουργήματα τα οποία τελούμενα υπό τις συνθήκες του άρθρου 187Α ΠΚ χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές πράξεις και τα κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187 και 187Β ΠΚ, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς τους.

5.         Τα κακουργήματα των άρθρων 322 και 324 ΠΚ και τα κακουργήματα όλων των ειδικών ποινικών νόμων που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου σύμφωνα με την περ. β) του άρθρου 110.

6.         Τα κακουργήματα αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

7.         Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς εφετείου.

8.         Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου, το οποίο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών, αρχαιότερο από εκείνο που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και δύο εφέτες, παρισταμένου Εισαγγελέα Εφετών.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

 

Προστίθενται «τα κοινώς επικίνδυνα κακουργήματα»,

Απαλείφεται το πενταμελές εφετείο και η παράγραφος Β.

Προστίθεται §8 σύμφωνα με την οποία «Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου, το οποίο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών, αρχαιότερο από εκείνο που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και δύο εφέτες, παρισταμένου Εισαγγελέα Εφετών.». Μετά την κατάργηση των  Πενταμελών Εφετείων, οι εφέσεις των Τριμελών Εφετείων θα εκδικάζονται από Τριμελή Εφετεία. Προβληματική είναι η απαίτηση ο πρόεδρος να είναι αρχαιότερος από εκείνον που συμμετείχε στη σύνθεση: α) διότι η κρίση του δικαστή δεν εξαρτάται από την αρχαιότητά του, ούτε υπάρχει ιεραρχική εξάρτηση όπως στους εισαγγελείς. Το ίδιο ορθή κρίση έχει ένας Πρόεδρος Εφετών που προήχθη το 2022 με εκείνον που προήχθη το 2023, β) διότι αν  την υπόθεση έχει δικάσει ο αρχαιότερος Πρόεδρος Εφετών, τότε θα πρέπει να γίνεται πρόσκληση άλλου δικαστή από όμορο Εφετείο για να δικάσει, δημιουργώντας άσκοπη αναστάτωση στη λειτουργία των δικαστηρίων, ειδικά μικρών σχηματισμών όπως το Εφετείο Ιωαννίνων. 

 

 

 

Άρθρο 61

Καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς πλημμελειοδικείου – Τροποποίηση άρθρου 115 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 115 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 τροποποιείται ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και τα αδικήματα τα οποία εξαιρούνται, β) η παρ. 2 καταργείται και το άρθρο 115 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 115

Μονομελές πλημμελειοδικείο

1.         Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο δικάζει όλα τα πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων και του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα εκτός από: α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 110, 111 και 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανηλίκων, γ) εκείνα του Δωδεκάτου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 302 ΠΚ.

2.         [Καταργείται].».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Με εξαίρεση την ανθρωποκτονία από αμέλεια και τα αδικήματα του δωδεκάτου κεφαλαίου του ΠΚ «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ» (άρθρα 235 – 263 ΠΚ), όλα τα υπόλοιπα Πλημμελήματα θα δικάζονται από τα Μονομελή  Πλημμελειοδικεία.  Έτσι σοβαρότατα αδικήματα όπως η εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 §3 ΠΚ), η ψευδής καταμήνυση (άρθρο 229 ΠΚ), η βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310 §2 ΠΚ), τα οποία απαιτούν πείρα, θα μπορούν να εκδικάζονται από έναν πλημμελειοδίκη ή πάρεδρο πρωτοδικών (ακόμα και μιας ημέρας).

 

Άρθρο 62

Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα πραγματογνωμόνων – Τροποποίηση άρθρου 185 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πέμπτο εδάφιο του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι λέξεις «τοιχοκολλάται στο ακροατήριο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παραμένει στα γραφεία των γραμματέων των εδρών» και το άρθρο 185 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 185

Πίνακας πραγματογνωμόνων

Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, καταρτίζει μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο πίνακα πραγματογνωμόνων κατά ειδικότητες από πρόσωπα που διαμένουν στην έδρα του και είναι κατάλληλα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προτιμώντας δημόσιους υπαλλήλους. Στον πίνακα περιλαμβάνονται παιδοψυχίατροι και παιδοψυχολόγοι, και ελλείψει αυτών, ψυχίατροι και ψυχολόγοι εξειδικευμένοι στα θέματα γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών. Ο πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον Οκτώβριο από το συμβούλιο των εφετών τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά τον Νοέμβριο. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, παραμένει στα γραφεία των γραμματέων των εδρών του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται τον Δεκέμβριο κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργείται η  τοιχοκόλληση ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα πραγματογνωμόνων. Ίσως θα έπρεπε να προβλεφθεί η ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου.

 

Άρθρο 63

Πρόβλεψη εξαίρεσης εμφάνισης μαρτύρων στην ακροαματική διαδικασία – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 215 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 215 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παρ. 5 ως εξής:

«5. Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Κατ’ αρχήν σωστή διάταξη, ειδικά στις περιπτώσεις των αυτοφώρων αδικημάτων. Όμως, αν ο κατηγορούμενος ζητήσει την εμφάνιση του μάρτυρα για να αντικρούσει την κατάθεσή του, το δικαστήριο οφείλει να τον καλέσει, ενόψει και της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. [5]

 

Άρθρο 64

Κατάργηση της τοιχοκόλλησης ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα διερμηνέων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 233 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι λέξεις «τοιχοκολλάται στο ακροατήριο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παραμένει στα γραφεία των γραμματέων των εδρών» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

2.         Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα του μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου από πρόσωπα που διαμένουν ή εργάζονται στην έδρα του και κατά προτίμηση από δημοσίους υπαλλήλους. Ο πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έως το τέλος του Οκτωβρίου έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το συμβούλιο εφετών την μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά έως το τέλος Νοεμβρίου. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, παραμένει στα γραφεία των γραμματέων των εδρών του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται έως το τέλος Δεκεμβρίου κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διερμηνέα και αυτόν που επιλέγει ο κατηγορούμενος εκτός

πίνακα.».        

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Καταργείται η  τοιχοκόλληση ως μέσου δημοσιότητας του πίνακα διερμηνέων. Ίσως θα έπρεπε να προβλεφθεί η ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου.

 

Άρθρο 65

Εξέταση με τεχνολογικά μέσα-Προσθήκη άρθρου 238Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Μετά από το άρθρο 238 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται: α) ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στο ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τίτλο «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΚΟΝΟΤΗΛΕΔΙΑΣΚΕΨΗΣ», β) νέο άρθρο 238Α ως εξής :

«Άρθρο 238Α

Εξέταση με τεχνολογικά μέσα

1.         Οποιαδήποτε κατάθεση κάθε προσώπου, όπως μάρτυρα, πραγματογνώμονα, τεχνικού συμβούλου, διερμηνέα ή διαδίκου, ανωμοτί εξηγήσεις ή απολογία κατηγορουμένου, μπορεί να διεξαχθεί με τη χρήση τεχνολογικών μέσων, χωρίς τη φυσική παρουσία του προσώπου αυτού, όταν υπάρχει σοβαρό κώλυμα εμφάνισης ή κίνδυνος από την αναβολή ή για την ασφαλή διεξαγωγή της διαδικασίας.

2.         Η εξέταση των προσώπων της παρ. 1 διενεργείται με τον ανωτέρω τρόπο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του υπό εξέταση προσώπου.

3.         Η λήψη της απολογίας από τον κατηγορούμενο διενεργείται με τον ανωτέρω τρόπο, μόνον εφόσον δεν αντιλέγει βάσιμα ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί. Αποκλεισμός της προσωπικής εμφάνισης του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, μόνο σε περίπτωση κακουργήματος και ιδίως σε πολυπρόσωπες δίκες ή δίκες που αφορούν στην οργανωμένη εγκληματικότητα ή έχουν σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο, μπορεί να αποφασιστεί από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Κατά της απόφασης του δεύτερου εδαφίου που απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 335.

4.         Η εξέταση με τον ανωτέρω τρόπο γίνεται με την παρουσία ανακριτικού ή δικαστικού γραμματέα σε ειδικά διαμορφωμένο κατάστημα του τόπου κατοικίας του προσώπου της παρ. 1, το οποίο διαθέτει τις κατάλληλες τεχνικές προδιαγραφές για τη διενέργεια της εικονοτηλεδιάσκεψης, όπως ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Προστασίας του Πολίτη και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες εφαρμογής της στην ποινική διαδικασία.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

 

Προστίθεται «ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στο ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ» που προβλέπει την δυνατότητα «ΕΙΚΟΝΟΤΗΛΕΔΙΑΣΚΕΨΗΣ»

 

Άρθρο 66

Διενέργεια προανάκρισης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 245 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 1 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τρίτο εδάφιο αα) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, αβ) προστίθενται οι λέξεις «της παρ. 2 του άρθρου 130», και στο τέλος του εδαφίου προστίθενται οι λέξεις «και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή αστυνομικής προανάκρισης για πλημμέλημα έχει υποβληθεί από τον ύποπτο αυτοτελώς αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης προκειμένου και μόνο αυτή να διενεργηθεί και χωρίς να ισχύει η υποχρέωση απολογίας για την περάτωσή της.», β) προστίθεται νέο τέταρτο εδάφιο, γ) στο πέμπτο εδάφιο επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προανάκριση περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις του τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και στις περιπτώσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43, της παρ. 2 του άρθρου 130, του πρώτου εδαφίου της περ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 322 και του τρίτου εδαφίου της περ. γ’ του άρθρου 323, και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή αστυνομικής προανάκρισης για πλημμέλημα έχει υποβληθεί από τον ύποπτο αυτοτελώς αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου αυτή να διενεργηθεί και χωρίς να ισχύει η υποχρέωση απολογίας για την περάτωσή της. Στην τελευταία περίπτωση η παραγγελία προανάκρισης ισοδυναμεί με άσκηση ποινικής δίωξης κατά το άρθρο 43. Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιόν του τους μάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή περιφέρεια. Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και επί συναφών εγκλημάτων, είτε πρόκειται για έναν είτε για περισσότερους κατηγορούμενους.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις στην §1 του  άρθρου 245 ΚΠοινΔ

Προβλέπεται ότι προανάκριση διενεργείται και όταν επέλθει χωρισμός της υπόθεσης (άρθρο 130 §2 ΚΠοινΔ), καθώς και όταν , στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή αστυνομικής προανάκρισης για πλημμέλημα, έχει υποβληθεί από τον ύποπτο αυτοτελώς αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου αυτή να διενεργηθεί και χωρίς να ισχύει η υποχρέωση απολογίας για την περάτωσή της (Στην τελευταία περίπτωση η παραγγελία προανάκρισης ισοδυναμεί με άσκηση ποινικής δίωξης κατά το άρθρο 43.)

 

 

 

Άρθρο 67

Προσθήκη των προπαρασκευαστικών πράξεων παραχάραξης στα εγκλήματα για τα οποία προβλέπονται ειδικές ανακριτικές πράξεις – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 254 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 1 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μετά από τον αριθμό «209» προστίθενται οι λέξεις «του άρθρου 211,» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

 «1. Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187, του άρθρου 187Α, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 207, του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 208, του άρθρου 208Α εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, της παρ. 1 του άρθρου 209, του άρθρου 211, των άρθρων 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 σε βάρος ανηλίκου, των παρ. 1 και 3 του άρθρου 339, της παρ. 1 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ και 351Α του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:

α) συγκαλυμμένης έρευνας, κατά την οποία ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του, προσφέρεται να διευκολύνει την τέλεση κάποιου από τα εγκλήματα της παρ. 1, την οποία ο δράστης του εν λόγω εγκλήματος είχε προαποφασίσει. Η διενέργεια της συγκαλυμμένης έρευνας γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου,

β) ανακριτικής διείσδυσης, κατά την οποία ανακριτικός υπάλληλος με συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά καθήκοντα σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση με σκοπό την εξιχνίαση της δομής της, την αποκάλυψη των μελών της, καθώς και τη διακρίβωση των εγκλημάτων της παρ. 1, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει. Τα ίδια καθήκοντα μπορεί να αναλάβει και ιδιώτης υπό τους όρους των παρ. 2 έως 6 και εφόσον κατά τα λοιπά για τη δράση του είναι ενήμερος ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία έκδοσης των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Η διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου,

γ) ελεγχόμενων μεταφορών, όπως οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (Α` 88),

δ) άρσης του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 (Α` 121),

ε) καταγραφής της δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα,

στ) συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 254 ΚΠοινΔ θα γίνονται και για τις προπαρασκευαστικές πράξεις που αφορούν τα εγκλήματα κατά του νομίσματος (άρθρο 211 ΠΚ)

 

Άρθρο 68

Κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων-Τροποποίηση παρ. 4 και 5 άρθρου 265 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 265 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4, αα) μετά από τις λέξεις «που κατάσχονται» προστίθενται οι λέξεις «σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2» και διαγράφονται οι λέξεις «ένα και μόνο» μετά από τις λέξεις «ποινικής διαδικασίας σε», αβ) προστίθεται τέταρτο εδάφιο, β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 προστίθενται οι λέξεις «για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των ψηφιακών δεδομένων» και οι παρ. 4 και 5 διαμορφώνονται ως εξής:

«4. Τα ψηφιακά δεδομένα που κατάσχονται σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2 διατηρούνται αποθηκευμένα καθ` όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε υλικό μέσο αποθήκευσης που περιέχεται στη δικογραφία. Ασφαλές αντίγραφο αυτού ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ανάκτησης των δεδομένων που έχουν κατασχεθεί, σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, σχηματίζεται κατά την κατάσχεσή τους και διατηρείται στο γραφείο πειστηρίων του πρωτοδικείου στο οποίο υποβάλλεται η δικογραφία και το οποίο παρέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις φυσικής ασφάλειας και πρόσβασης σε εκείνους μόνο που ασκούν καθήκοντα στην υπόθεση. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Για τη διασφάλιση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των ψηφιακών δεδομένων που κατάσχονται σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 2, αυτά σφραγίζονται κατά τη διεξαγωγή αυτής.

5.         Η πρόσβαση και η δυνατότητα αναπαραγωγής των ψηφιακών δεδομένων που κατάσχονται επιτρέπεται μόνο σε όσους ασκούν δικαστικά, εισαγγελικά και ανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση ή τους γραμματείς. Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα κατάλληλα τεχνικά μέσα για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των ψηφιακών δεδομένων. Τέτοια μέσα είναι η κρυπτογράφηση και η χρήση κωδικών ασφαλείας για την πρόσβαση και αναπαραγωγή των κατασχεμένων ψηφιακών δεδομένων από το υλικό μέσο αποθήκευσης στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιήσεις του άρθρου 265 ΚΠοινΔ για την κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων

 

Άρθρο 69

Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 291 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 291 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι λέξεις «με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αφού ακούσει τον εισαγγελέα» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Ο ανακριτής, αφού ακούσει τον εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς ή τον κατ`οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με προσωρινή κράτηση (άρθρο 296). Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ανακριτής εκδίδει και ένταλμα σύλληψης. Επίσης ο ανακριτής μπορεί με τις ίδιες διατυπώσεις να αλλάξει τους όρους που έχουν επιβληθεί με άλλους δυσμενέστερους ή επιεικέστερους. Εναντίον αυτής της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται και στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο να προσφύγουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την έκδοση της διάταξης αν πρόκειται για τον εισαγγελέα και από την επίδοση της διάταξης αν πρόκειται για τον κατηγορούμενο. Η προσφυγή και η προθεσμία για την άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προβλέπεται ότι ο ανακριτής θα μπορεί να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμός, αφού ακούσει τον εισαγγελέα. Στην ισχύουσα §3 του άρθρου 291 ΚΠοινΔ προβλέπεται «γραπτή γνώμη του εισαγγελέα». Προφανώς ο νομοθέτης θέλει να επιταχύνει τη διαδικασία, παραλείποντας το στάδιο κατά το οποίο ο εισαγγελέας υποβάλλει γραπτή πρόταση στον ανακριτή. Το ερώτημα είναι, από που θα φαίνεται ΤΙ πρότεινε ο εισαγγελέας; Δεν θα πρέπει αυτό να αποτυπώνεται κάπου, ώστε αφενός μεν να προκύπτει ότι ακούστηκε ο εισαγγελέας και αφετέρου καθένας να αναλαμβάνει την ευθύνη των λεγομένων του; Επομένως, στην ουσία, η γραπτή πρόταση αντικαθίσταται με απλή επισημείωση του εισαγγελέα στο έγγραφο του ανακριτή, πράγμα που πολλές φορές γίνεται και σήμερα.

 

 

Άρθρο 70

Ποινική διαπραγμάτευση – Τροποποίηση άρθρου 303 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρου 303 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 αα) στην περ. β’ του πρώτου εδαφίου μετά από τις λέξεις «ή της προανάκρισης» προστίθενται οι λέξεις «ή με αυτοτελές αίτημά του εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου», αβ) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 επέρχεται νομοτεχνική βελτίωση, γ) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 με την προσθήκη της πρόσκλησης του εισαγγελέα, δ) τροποποιείται το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ε) προστίθεται παρ. 10 και το άρθρο 303 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 303

Ποινική διαπραγμάτευση

1.         Στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, εξαιρουμένων των κακουργημάτων: α) που απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης και β) που προβλέπονται στο άρθρο 187Α ΠΚ και στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του ΠΚ, ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης ή με αυτοτελές αίτημά του, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή διά του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή. Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος εισαγγελέας δύναται, αν κρίνει πως η υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση με βάση τα στοιχεία του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, ταυτόχρονα με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, να καλέσει τον κατηγορούμενο ενώπιόν του σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, προκειμένου να επιχειρηθεί η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης.

2.         Μετά την υποβολή αιτήματος του κατηγορουμένου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί δε των κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, κατάλληλη προς διαπραγμάτευση. Προς τον σκοπό αυτό ο εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου και, αν το κρίνει αναγκαίο, τον παθόντα μετά ή δια συνηγόρου. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο ο εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Στα εγκλήματα της παρ. 1 του άρθρου 301 ο εισαγγελέας δικαιούται κατά την κρίση του να εξαρτήσει την έναρξη της διαπραγμάτευσης, από την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ή από τη σοβαρή προσπάθεια του υπαιτίου να αποκαταστήσει τη ζημία.

3.         Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου ή η πρόσκληση του εισαγγελέα σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, θεωρούνται ως ουδέποτε υποβληθείσες, καταστρέφονται με το οικείο υλικό και τυχόν αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της δίκης και σε καμία άλλη διαδικασία.

4.         Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών, και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 80Α, 99, 104Α ΠΚ. Στο πρακτικό διαπραγμάτευσης ορίζεται υποχρεωτικά πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος του κατηγορουμένου, στον οποίο παρέχεται η εντολή να τον εκπροσωπήσει στο ακροατήριο.

5.         Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν, εκτός αν ο εισαγγελέας θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, οπότε ο ανακριτής λαμβάνει απολογία του κατηγορουμένου, μετά την οποία ο ανακριτής μπορεί να αφήσει τον κατηγορούμενο ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται και η δικογραφία χωρίζεται με πράξη του ανακριτή ως προς τους κατηγορουμένους, για τους οποίους δεν έχει συνταχθεί πρακτικό διαπραγμάτευσης και ως προς τα συρρέοντα εγκλήματα που δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα της παρ. 1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 302 ισχύουν αναλόγως.

6.         Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο επί πλημμελημάτων. Στον απόντα κατηγορούμενο ορίζεται υποχρεωτικά ως συνήγορος ο αναφερόμενος στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και αν αυτός κωλύεται άλλος συνήγορος από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σε αυτόν, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ` και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.

7.         Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση που καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, το δικαστήριο του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 302.

8.         Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά.

9.         Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση.

10.       Σε κάθε περίπτωση το αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται άπαξ καθ’ όλα τα δικονομικά στάδια της ποινικής δίκης.».

 

 

Άρθρο 71

Κατ’ εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρισης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 309 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 1 του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: στο πρώτο εδάφιο αα) διαγράφονται οι λέξεις «Κατ’ εξαίρεση», αβ) οι λέξεις «: του ν.δ. 86/1969, των νόμων 998/1979, 2168/1993, 2960/2001, 4002/2011 (άρθρο 52), 4139/2013, 4174/2013 και 4251/2014» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων, του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα », β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, γ) στο τρίτο εδάφιο επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων, του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Η ίδια διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης για τα ανωτέρω εγκλήματα, εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διεξαγωγής της σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 28. Τα άρθρα 128 και 129 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις της παρούσας. ».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, των κοινών επικίνδυνων εγκλημάτων (κεφάλαιο 13ο ΠΚ) και εκείνων κατά των συγκοινωνιών κ.λ.π. (κεφάλαιο 14ο ΠΚ), η διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374 ΠΚ) και η ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ), καθ` ύλην αρμοδιότητας του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, θα εισάγονται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Το ίδιο γίνεται και όταν ορίζεται ειδικός εφέτης ανακριτής κατ’ άρθρο 28 §2 ΚΠοινΔ.

 

 

Άρθρο 72

Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 322 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο πέμπτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η λέξη «δημοσίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.)», β) οι λέξεις «εκατόν πενήντα (150)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριακοσίων πενήντα (350)» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλο γραμματέα ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής ή στον διευθυντή των φυλακών, ειδοποιείται αμελλητί ο γραμματέας της εισαγγελίας πρωτοδικών που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα και του αποστέλλεται αμέσως η έκθεση ή το δικόγραφο. Αν η προσφυγή ασκείται μέσω αντιπροσώπου, το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στην έκθεση ή στο δικόγραφο. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται η προσφυγή. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ποσού τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. ’Όταν η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνεται το παράβολο για την προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης από 150 σε 300 ΕΥΡΩ.

 

 

Άρθρο 73

Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας – Τροποποίηση άρθρου 323 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 323 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η λέξη «τριμελούς» αντικαθίσταται από τη λέξη «μονομελούς», β) στο δεύτερο εδάφιο επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 323 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 323

Προσφυγή προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας.

Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του μονομελούς εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 111 έχει δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 322.

Η προσφυγή υποβάλλεται στον γραμματέα της εισαγγελίας εφετών ή στα όργανα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 322 και ως προς τις διατυπώσεις άσκησής της εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 322. Το συμβούλιο εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με την σχετική πρόταση του εισαγγελέα εφετών, και μπορεί: α) να απορρίψει την προσφυγή, β) να κάνει δεκτή την προσφυγή, εκδίδοντας βούλευμα με το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει αυτήν απαράδεκτη, γ) να προβεί σε μία από τις παραπάνω ενέργειες, αφού προηγουμένως διατάξει προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Το συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο. Αν από την επίδοση του βουλεύματος έως την δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για κλήτευση ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικαστεί χωρίς άλλη κλήτευση.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις

 

Άρθρο 74

Θόρυβος και ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 336 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 2 του άρθρου 336 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κατά του συνηγόρου που δημιουργεί θόρυβο ή δείχνει ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν μόνο τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στις περ. α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 142 του Κώδικα Δικηγόρων [ν. 4194/2013, (Α’ 208)]. Σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης ή προσβλητικής συμπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή μέλους του το δικαστήριο, πέραν της υποχρέωσης ανακοίνωσης αξιόποινης πράξης του άρθρου 38, υποχρεούται να υποβάλλει πειθαρχική αναφορά ενώπιον του Προέδρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, διαβιβάζοντας αντίγραφα των πρακτικών της δίκης, για την κίνηση της διαδικασίας των άρθρων 152 έως 159 περί πειθαρχικής διαδικασίας του Κώδικα Δικηγόρων. Αν απαγγελθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του συνηγόρου, γίνεται αμέσως σύντομη διακοπή της συνεδρίασης, για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης της συνεδρίασης από δικηγόρο ή προσβλητικής συμπεριφοράς κατά του δικαστηρίου ή μέλους του, το δικαστήριο οφείλει να υποβάλλει πειθαρχική αναφορά στον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Θεωρώ ότι η διάταξη τίθεται ως εκ περισσού, καθώς και τώρα το δικαστήριο μπορεί να προβεί στις δέουσες ενέργειες, εφόσον το κρίνει απαραίτητο

 

 

Άρθρο 75

Σχολιασμός αποδεικτικών μέσων και προετοιμασία του κατηγορουμένου – Τροποποίηση άρθρου 343 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 343 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 τροποποιείται με την εισαγωγή του κανόνα στην ακροαματική διαδικασία του συνολικού σχολιασμού των αποδεικτικών μέσων και της δυνατότητας του δικαστηρίου να καλεί τον κατηγορούμενο να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σε ενδιάμεσο χρόνο, β) το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 αντικαθίσταται και το άρθρο 343 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 343

Θέση επί της κατηγορίας – Ενημέρωση του κατηγορουμένου

1.         Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας, παράλληλα δε τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του συνολικά ύστερα από την εξέταση των μαρτύρων ή την έρευνα άλλων αποδεικτικών μέσων, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει πως λόγω του μεγάλου αριθμού των μαρτύρων ή των άλλων αποδεικτικών μέσων η διατύπωση των παρατηρήσεων δύναται να λάβει χώρα σε ενδιάμεσο χρόνο.

2.         Αν από την αποδεικτική διαδικασία και πριν την απόφαση για την ενοχή προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο, παρέχει σε αυτόν τον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας ουδέποτε συνιστά λόγο αναβολής της δίκης.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Σε περίπτωση που ο αριθμός των αποδεικτικών μέσων είναι μεγάλος, ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλλει τις παρατήσεις του  και σε ενδιάμεσο χρόνο.

Τροποποιείται η προβληματική §2 του άρθρου 343 ΚΠοινΔ. Μέχρι σήμερα εάν μετά την αποδεικτική διαδικασία και πριν την απόφαση της ενοχής το δικαστήριο προσανατολιζόταν σε βελτίωση της κατηγορίας, όφειλε να καλέσει τον κατηγορούμενο να διατυπώσει τις απόψεις του. Δηλαδή, παρουσιαζόταν το πρωθύστερο της γνωστοποίησης της απόφασης πριν αυτή ανακοινωθεί [6]. 

Με τη νέα διάταξη, σε περίπτωση που από την αποδεικτική διαδικασία και πριν την απόφαση για την ενοχή προκύψουν νέες περιστάσεις κατά τις οποίες  μπορεί να γίνει  επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, εφόσον  υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο του παρέχει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας.

 

 

 

Άρθρο 76

Αναβολή της δίκης – Τροποποίηση άρθρου 349 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 2 προστίθεται τέταρτο εδάφιο, β) στην παρ. 2Α βα) προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, ββ) διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο και οι παρ. 2 και 2Α διαμορφώνονται ως εξής:

«2. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει, ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης. Δεν χωρεί δεύτερη αναβολή στην ίδια υπόθεση.

2A. Για την υποβολή αιτήματος αναβολής που συνίσταται σε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας λόγω συμμετοχής του σε άλλη δίκη ή διαδικασία, απαιτείται, αυτός που προβάλλει το κώλυμα να προσκομίζει υποχρεωτικά στο δικαστήριο κάθε νομιμοποιητικό, διαδικαστικό ή άλλο έγγραφο, με το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος της αναβολής. Για την παραδεκτή υποβολή αιτήματος αναβολής ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής: α) ογδόντα (80) ευρώ για αιτήματα ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, β) εκατόν είκοσι (120) ευρώ για αιτήματα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, γ) διακόσια (200) ευρώ για αιτήματα ενώπιον των Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και των Εφετείων. Το παράβολο επιστρέφεται αν το αίτημα της αναβολής απορριφθεί από το δικαστήριο. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στα άρθρα  349 §2 και 2Α  ΚΠοινΔ, προβλέπεται ότι δε χωρεί δεύτερη αναβολή στην ίδια υπόθεση.  Μάλιστα απαλείφεται το εδάφιο της §2Α, σύμφωνα με το οποίο «Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής.»

Υποτεθείσθω ότι έχει δοθεί ήδη μια αναβολή και στη μετ’ αναβολή συζήτηση ο πληρεξούσιος δικηγόρος αρρωστήσει αιφνιδίως, τότε το δικαστήριο θα κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να δικαστεί χωρίς δικηγόρο; Και εάν ο δικηγόρος στη μετ’ αναβολή δίκη δικάζει σε ανώτερο δικαστήριο τι γίνεται (συνήθης λόγος αναβολής στην Αθήνα για όσους δικηγόρους εμπλέκονταν σε δίκες όπως εκείνη της «χρυσής αυγής»); Ούτε, βεβαίως, είναι στο χέρι των δικηγόρων να ορίζουν οι ίδιοι τις ημέρες κατά τις οποίες θα αναβληθούν οι υποθέσεις τους, με συνέπεια πολλές φορές να υπάρχει αλληλοεπικάλυψη. Θεωρώ ότι η Ε.Σ.Δ.Α. θα δώσει λύση με την μη εφαρμογή της διάταξης, όταν υπάρχει κίνδυνος ο κατηγορούμενος να δικαστεί χωρίς το δικηγόρο, παρότι δεν ευθύνεται. Εξάλλου, η καταβολή παραβόλου και δη τέτοιου ύψους, κρίνεται υπερβολική, τις φορές  μάλιστα που ο διάδικος δεν έχει ευθύνη για την αναβολή (βλ. ανωτέρω).

 

 

Άρθρο 77

Αρμοδιότητα μικτού ορκωτού δικαστηρίου – Τροποποίηση άρθρου 404 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 404 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) η παρ. 2 καταργείται και το άρθρο 404 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 404

Αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.

1.         Το μικτό ορκωτό δικαστήριο αποφασίζει μόνο για την κατηγορία και την κύρια ποινή. Κάθε άλλο ζήτημα ανήκει στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών που αποφασίζουν χωρίς τη σύμπραξη των ενόρκων.

2.         [Καταργείται].

3.         Σε κάθε περίπτωση που αναβάλλεται η εκδίκαση υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο της ίδιας ή άλλης συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, γίνεται νέα συγκρότησή του.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Εδώ και πολύ καιρό έχει αρχίσει η συζήτηση για την οριοθέτηση των θεμάτων επί των οποίων θα συναποφασίζουν οι ένορκοι. Το πρόβλημα που έχει προ πολλού εντοπιστεί είναι ότι οι ένορκοι ως επί τω πλείστων δεν είναι νομικοί και συνεπώς δυσκολεύονται να αποφανθούν για ζητήματα  που απαιτούν νομικές γνώσεις και δη όταν αυτά άπτονται της δικονομίας.  Με τη νέα διάταξη οι ένορκοι θα αποφασίζουν μόνο για την κατηγορία και την κύρια ποινή.

 

 

Άρθρο 78

Καθορισμός προθεσμίας συμπληρωματικής αιτιολογίας έφεσης εισαγγελέα – Τροποποίηση άρθρου 487 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 487 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, και το άρθρο 487 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 487

Αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης

Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα, κατά το προηγούμενο άρθρο, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. H αιτιολογία της έφεσης που ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα μπορεί να συμπληρωθεί εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, η οποία αρχίζει από την καθαρογραφή της απόφασης. Στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου, συντάσσεται σχετική έκθεση.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Το άρθρο 487 ΚΠοινΔ απαιτεί η άσκηση της έφεσης να είναι αιτιολογημένη, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Πως όμως ο εισαγγελέας θα συντάξει αιτιολογημένη έφεση, εάν δεν έχει μπροστά του την απόφαση; Με τη νέα διάταξη, ορθά, η αιτιολογία της έφεσης  μπορεί να συμπληρωθεί εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, η οποία αρχίζει από την καθαρογραφή της απόφασης.

 

 

Άρθρο 79

Επανακαθαρισμός των ορίων του εκκλητού καταδικαστικής απόφασης- Τροποποίηση άρθρου 489 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. α) αντικαθίστανται αα) η λέξη «δύο (2)» από τη λέξη «πέντε (5)», αβ) οι λέξεις «δύο χιλιάδες (2.000)» από τις λέξεις «πέντε χιλιάδες (5.000)», αγ) οι λέξεις «δύο (2) μήνες» από τις λέξεις «τέσσερις (4) μήνες», β) στην περ. β) αντικαθίστανται βα) η λέξη «τέσσερις (4)» από τη λέξη «οκτώ (8)», ββ) οι λέξεις «τρεις χιλιάδες (3.000)» από τις λέξεις «οκτώ χιλιάδες (8.000)», βγ) οι λέξεις «τέσσερις (4)» από τις λέξεις «έξι (6)», γ) στην περ. ε) γα) αντικαθίστανται οι λέξεις «δύο (2)» από τις λέξεις «τριών (3)» και γβ) οι λέξεις «ενός (1)» από τις λέξεις «δύο (2)» και το άρθρο 489 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 489

Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα

 Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση:

α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από πέντε (5) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις (4) μήνες,

β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από οκτώ (8) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα (480) ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από έξι (6) μήνες,

γ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα,

δ) [Kαταργείται],

ε) κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο (2) ετών για πλημμέλημα.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνονται  τα όρια των αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση.

Από τη στιγμή που το Υπουργείο ευαγγελίζεται την επιτάχυνση της ποινική δίκης,  θα περίμενα μια πιο γενναία κίνηση, όπως τη κατάργηση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ. Αυτή  τη στιγμή η άσκηση της έφεσης είναι «ανέξοδη» αφού στη χειρότερη περίπτωση το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο με την πρωτόδικη απόφαση. Όταν, όμως,  ο κατηγορούμενος  γνωρίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εκδώσει δυσμενέστερη απόφαση για τον ίδιο, θα είναι πιο φειδωλός στην άσκηση του ενδίκου μέσου, με συνέπεια την αποφόρτιση των ποινικών πινακίων. Συνακόλουθα θα αποφορτιστεί και ο ΑΠ, μιας και μεγάλο μέρος των αναιρέσεων στηρίζεται στην παραβίαση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ

 

 

 

Άρθρο 80

Ανασταλτική δύναμη έφεσης – Τροποποίηση παρ. 8 άρθρου 497 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στην παρ. 8 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το τρίτο εδάφιο τροποποιείται με την προσθήκη της φράσης «ή αν κατά τον χρόνο της αναστολής εκτέλεσης, ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταδικασθέντος ή καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα που επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών για πράξη που τέλεσε ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της αναστολής» μετά από τη φράση «Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν», β) προστίθεται τέταρτο εδάφιο και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν ή αν κατά τον χρόνο της αναστολής εκτέλεσης, ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταδικασθέντος ή καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα που επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, για πράξη που τέλεσε ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της αναστολής, το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης. Όσο διαρκεί η αναστολή, δεν χορηγείται εκ νέου ανασταλτική δύναμη, σε περίπτωση νέας καταδίκης σε ποινή φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους για πράξη που τέλεσε ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της αναστολής.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προβλέπεται ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης μπορεί να ανακληθεί εφόσον παραβιαστούν οι όροι που επιβλήθηκαν (όπως ισχύει και τώρα) και εάν «ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταδικασθέντος ή καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα που επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, για πράξη που τέλεσε ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της αναστολής». Λίγο χρειάζεται, νομίζω, να επισημανθεί η αντίθεση της διάταξης με την Ε.Σ.Δ.Α. και η προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου.

 

Άρθρο 81

Δυνατότητα περιορισμού των εξεταστέων μαρτύρων στη δευτεροβάθμια δίκη – Τροποποίηση άρθρου 500 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 500 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τρίτο εδάφιο μετά από τη λέξη «μηνυτή» διαγράφονται οι λέξεις «και δύο τουλάχιστον μάρτυρες, τους πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη», β) προστίθεται νέο τέταρτο εδάφιο, γ) στο νέο έκτο εδάφιο συγκεκριμενοποιούνται οι παραπομπές στο άρθρο 327, δ) προστίθεται νέο όγδοο εδάφιο και το άρθρο 500 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 500

Προπαρασκευαστική διαδικασία

Ο γραμματέας (άρθρο 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3) ημέρες την έκθεση για την έφεση, μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 499, διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο μέρος, ο εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρο 166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα και τον μηνυτή. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 και οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 327 εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να παραγγείλει την κλήτευση των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη και δεν κλητεύτηκαν κατά την κρίση του εισαγγελέα, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 4 του άρθρου 340. Όταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα. Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΠΚ, καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ, ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Στην κατ’ έφεση δίκη παρέχεται η δυνατότητα κλήτευσης μόνον των πιο σημαντικών μαρτύρων ή της ανάγνωσης μόνον των  καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο

 

 

Άρθρο 82

Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν. – Τροποποίηση άρθρου 577 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 577 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) αντικαθίσταται η παρ. 2, β) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 577 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 577

Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν

1.         Κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.

2.         Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την καταδικαστική απόφαση και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής:

α) επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, από διακόσια (200) μέχρι τετρακόσια (400) ευρώ,

β) επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από εξακόσια (600) μέχρι χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ,

γ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, από χίλια εξακόσια (1.600) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,

δ) επί αποφάσεων Μονομελούς Εφετείου, από οκτακόσια (800) μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ,

ε) επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου, από χίλια διακόσια (1.200) μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,

στ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου, από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ,

και μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

3.         Για τον υπολογισμό του ύψους των εξόδων λαμβάνεται υπόψη εάν η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της προδικασίας, υπήρξε δαπανηρή για το δημόσιο, ιδίως λόγω της μακροχρόνιας διάρκειας διεξαγωγής της δίκης ή της κυρίας ανακρίσεως, της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και των κλήσεων σημαντικού αριθμού μαρτύρων.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επιτέλους ενσωματώνονται τα δικαστικά έξοδα στον ΚΠοινΔ, καθώς μέχρι σήμερα στις δικαστικές αποφάσεις γινόταν αναφορά  στο Ν. 663/1977

Ίσως θα έπρεπε να προβλεφθεί και καταδίκη του ηττηθέντος (εγκαλούντος ή κατηγορουμένου) στα έξοδα του αντιδίκου του

 

Άρθρο 83

Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων – Τροποποίηση άρθρου 578 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 578 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 οι λέξεις «τα έξοδα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή αναστολής εκτέλεσης (άρθρα 472 και 497), τα έξοδα, που ισούνται με το μέγιστο ποσό αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 577», β) στην παρ. 2 προστίθενται οι λέξεις «ή για κάθε άλλη αίτηση ενώπιον δικαστηρίου,» και το άρθρο 578 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 578

Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων

1.         Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση ή την αίτηση αναίρεσης ή επανάληψης διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης (άρθρο 430) ή ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρα 341 και 435), ή αναστολής εκτέλεσης (άρθρα 472 και 497), τα έξοδα, που ισούνται με το μέγιστο ποσό αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 577, επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο ή την αίτηση.

2.         Όταν με την απόφαση απορρίπτονται ενστάσεις ή άλλες αιτήσεις που υποβάλλονται από οποιονδήποτε διάδικο κατά τη διάρκεια της συζήτησης ποινικών υποθέσεων, ή για κάθε άλλη αίτηση ενώπιον δικαστηρίου, δεν επιβάλλονται έξοδα.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Έξοδα θα επιβάλλονται ΚΑΙ στην περίπτωση απόρριψης αίτησης αναστολής εκτέλεσης

 

Άρθρο 84

Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση – Τροποποίηση άρθρου 580 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Στο άρθρο 580 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τροποποιείται με τη διεύρυνση των περιπτώσεων επιβολής εξόδων σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση με την προσθήκη της περίπτωσης της δικομανίας και την αντικατάσταση της λέξης «πειστούν» από τη λέξη «κρίνουν», β) η παρ. 2 τροποποιείται ως προς το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 1, γ) στην παρ. 4 γα) στο πρώτο εδάφιο η λέξη «πειστεί» αντικαθίσταται από τη λέξη «κρίνει», οι λέξεις « ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο» από τις λέξεις «προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου», γβ) στο δεύτερο εδάφιο η λέξη «εκείνο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «το μέγιστο ποσό» και η λέξη «μονομελές» από τη λέξη «τριμελές», δ) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 580 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 580

Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση

1.         Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου η δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν κρίνουν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε με δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου ή ότι παραμορφώθηκαν με αυτήν δολίως τα πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στην δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται.

2.         Το ποσό των εξόδων που κατά την παρ. 1 επιβάλλεται από το δικαστήριο, σε βάρος καθενός από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση σύμφωνα με την παρ. 1, είναι ίσο με το διπλάσιο του μεγίστου ποσού που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται από το δικαστικό συμβούλιο είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται από το αντίστοιχου βαθμού τριμελές δικαστήριο.

3.         Η διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σε αυτήν την περίπτωση.

4.         Ο εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 51) επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν κρίνει ότι η μήνυση ή η έγκληση ήταν προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια ή από τάση δικομανίας, όπως αυτή προκύπτει από την υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με το μέγιστο ποσό που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το τριμελές πλημμελειοδικείο.».

 

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Θα επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα κατά του εγκαλούντος  ΚΑΙ στην περίπτωση που προκύπτει  δικομανία, η οποία ορίζεται ως «…υποβολή ασυνήθους αριθμού αβάσιμων προηγούμενων μηνύσεων ή εγκλήσεων του ίδιου προσώπου». Όμως, κάποιος που εν γνώσει του υποβάλλει ψευδείς εγκλήσεις και μηνύσεις,  καλύπτεται  από το δόλο και ως εκ τούτου η πρόβλεψη της δικομανίας είναι περιττή.

Επίσης το ποσό που επιβάλλεται στον εγκαλούντα είναι το διπλάσιο εκείνου που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο. 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΎ ΠΛΑΙΣΊΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 3500/2006

Άρθρο 85

Ορισμοί – Τροποποίηση άρθρου 1 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 1 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 αα) μετά από τις λέξεις «μέλους της οικογένειας» προστίθενται οι λέξεις «ή σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται,», αβ) διαγράφεται η αναφορά στο άρθρο «8» και αγ) προστίθενται μετά από το άρθρο 311 αναφορά στα άρθρα 336 και 338, β) στην παρ. 2 βα) στην περ. α’ μετά από τη λέξη «οικογένεια» διαγράφεται το διαζευκτικό «ή» και προστίθενται οι λέξεις «, η», ββ) στην περ. β’ η λέξη «παραστάτης» αντικαθίσταται από τη λέξη «συμπαραστάτης», βγ) στην περ. γ’ η λέξη «τέως» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρώην» σε δύο σημεία, γ) στην παρ. 3 γα) στο πρώτο εδάφιο διαγράφεται το άρθρο «8» και γβ) στο δεύτερο εδάφιο προστίθενται μετά από το άρθρο 311 αναφορά στα άρθρα 336 και 338 και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 1

Ορισμοί

 Για τον παρόντα νόμο θεωρείται:

1.         ενδοοικογενειακή βία, η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας ή σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα.

2.         α. οικογένεια, η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωση ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους.

β. στην οικογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια.

γ. οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στους μόνιμους συντρόφους και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, στους πρώην συζύγους, στα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και στους πρώην μόνιμους συντρόφους.

3.         θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη πράξη, κατά τα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά την παράγραφο 2, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Πέραν τον βελτιώσεων στη διατύπωση και στην ευθεία αναφορά στον ΠΚ ως προς τα αδικήματα των άρθρων 336 και 338 ΠΚ, διευρύνεται το πλαίσιο του νόμου καθώς συμπεριλαμβάνονται και οι  φορείς παροχής κοινωνικής μέριμνας.

 

 

 

Άρθρο 86

Σωματική και ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων – Τροποποίηση άρθρου 4 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 4 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο του άρθρου μετά από τη λέξη «σωματική» προστίθενται οι λέξεις «και ψυχολογική» και β) στο πρώτο εδάφιο βα) μετά από τις λέξεις «επί ασκήσεως σωματικής» προστίθενται οι λέξεις «ή ψυχολογικής» και ββ) διαγράφονται οι λέξεις «ως μέσου σωφρονισμού» και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 4

Σωματική και ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων

 Επί ασκήσεως σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος ανηλίκου, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα.

Η 30ή Απριλίου κάθε χρόνου ορίζεται ως ημέρα κατά της σωματικής τιμωρίας ανηλίκων.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προστίθεται (ορθά) και η ψυχολογική βία

 

Άρθρο 87

Αύξηση του ελάχιστου ύψους του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης – Τροποποίηση άρθρου 5 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 5 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) οι λέξεις «χιλίων (1.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο χιλιάδων (2.000)» και το άρθρο 5 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 5

Χρηματική ικανοποίηση

 Η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα Χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος για μία από τις πράξεις του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνεται το ελάχιστο όριο της αποζημίωσης σε 2000 ΕΥΡΩ.

 

Άρθρο 88

Διακεκριμένη περίπτωση τέλεσης της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και ενώπιον ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 6 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 6 του ν. 3500/2006 (Α΄ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 3 προστίθεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και η περίπτωση τέλεσης της πράξης ενώπιον του ανηλίκου μέλους της οικογένειας και στην περίπτωση που φέρει τα χαρακτηριστικά του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών, β) η παρ. 5 διαγράφεται και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 6

Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη

1.         Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β΄ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον ενός έτους.

2.         Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη.

3.         Αν η πράξη της παρ. 1 τελέσθηκε σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί ή αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον ανήλικου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο (2) ετών και αν φέρει και τα χαρακτηριστικά του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών.

4.         Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

5.         [Καταργείται]».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Εντάσσονται  οι διατάξεις του 312 ΠΚ που καταργούνται

 

Άρθρο 89

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή και ενώπιον ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 7 ν. 3500/2006

Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) προστίθεται δεύτερο εδάφιο αναφορικά με την ποινή της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής που τελείται ενώπιον ανηλίκου και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:

«Άρθρο 7

Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή

1.         Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου ενώπιον ανηλίκου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους.

2.         Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου ενώπιον ανηλίκου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Εντάσσονται  οι διατάξεις του 330 και 333 ΠΚ που καταργούνται

 

Άρθρο 90

Αύξηση του ορίου ποινής στην περίπτωση της τέλεσης ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και ενώπιον ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 9 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 9 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 2 αα) οι λέξεις «μέχρι τριών ετών» διαγράφονται, αβ) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και αγ) προστίθενται, μετά από τις λέξεις «αν ο παθών είναι ανήλικος», οι λέξεις «ή η πράξη τελείται ενώπιόν του», β) η παρ. 3 διαγράφεται και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 9

Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας

1.         Το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την αξιοπρέπεια άλλου μέλους της, με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

2.         Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται η πράξη της παρ. 1, αν ο παθών είναι ανήλικος ή η πράξη τελείται ενώπιόν του.

3.         [Καταργείται]».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Αυξάνεται το όριο ποινής για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ενώ  μετά τη φράση «αν ο παθών είναι ανήλικος» προστίθεται «ή η πράξη τελείται ενώπιόν του»,

 

Άρθρο 91

Προϋποθέσεις ποινικής διαμεσολάβησης – Τροποποίηση άρθρου 11 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 11 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 προστίθεται διαζευκτικά η αρμοδιότητα των ανακριτικών υπαλλήλων όταν ενεργούν στο πλαίσιο της παρ. 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ να εξετάζουν τη δυνατότητα διαμεσολάβησης, β) στην παρ. 2 βα) στην περ. β’ προστίθεται και η συμμετοχή σε πρόγραμμα απεξάρτησης ως όρος ποινικής διαμεσολάβησης και προστίθεται στους φορείς που παρέχουν τα συμβουλευτικά/θεραπευτικά προγράμματα, καθώς και τα προγράμματα απεξάρτησης και κάθε ιδιωτικός φορέας που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας και Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ββ) στην περ. γ’ προστίθενται δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, βγ) προστίθεται περ. δ’, γ) στην παρ. 5 το άρθρο «45Α» αντικαθίσταται από το άρθρο «46» και το άρθρο 11 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 11

Προϋποθέσεις

1.         Στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας ή ο αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος, ενεργώντας στο πλαίσιο της παρ. 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διερευνούν τη δυνατότητα διαμεσολάβησης κατά τη Διαδικασία των επόμενων άρθρων.

2.         Προϋπόθεση για την έναρξη της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:

α) να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στο φάκελο της δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του συμβουλευτικού – θεραπευτικού προγράμματος ή του προγράμματος απεξάρτησης και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος.

Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης του προγράμματος εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 13.

γ) να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα. Αν αποδεδειγμένα προκύπτει, πως τόσο το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, όσο και το θύμα βρίσκονται σε πρόδηλη οικονομική αδυναμία, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αποζημιωθεί το θύμα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και υφίσταται η ανάγκη μετεγκατάστασης του θύματος και των ανήλικων τέκνων του σε ασφαλές περιβάλλον και κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών τους, προβλέπεται η καταβολή εφάπαξ ποσού αποζημίωσης προς το θύμα, η οποία καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης του άρθρου 1 του ν. 3811/2009 (Α’ 231) κατόπιν αίτησης του θύματος με αναλογική εφαρμογή του ανωτέρου νόμου. Η περ. δ’ του άρθρου 9 του ν. 3811/2009, περί κατάχρησης δικαιώματος, εφαρμόζεται αναλόγως. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του αποζημιωθέντος θύματος σε βάρος του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, μέχρι το ύψος του καταβληθέντος ποσού, την είσπραξη του οποίου επιδιώκει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄ 190). Η αποζημίωση του θύματος από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, δεν θίγει το δικαίωμα αποζημίωσής του από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα.

δ) να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης ή μεταμέλειας που προτείνει το θύμα.

3.         Αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας είναι ανήλικος, η ποινική διαμεσολάβηση ενεργείται υπέρ αυτού και από κοινού από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος. Αν δεν υπάρξει ομοφωνία, η διαμεσολάβηση δεν είναι δυνατή. Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να παρίσταται κατ` αυτήν και να ακούγεται. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αντιπροσωπεύουν τον ανήλικο στη Διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης και για τις αστικές αξιώσεις.

4.         Οι σχετικές με την ποινική διαμεσολάβηση διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται, αν ο φερόμενος ως δράστης της πράξεως ενδοοικογενειακής βίας είναι επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας του ανηλίκου.

5.         Αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βαθμό πλημμελήματος φέρεται να έχει τελέσει ανήλικος, εφαρμόζεται το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Επέρχονται τροποποιήσεις στη διαμεσολάβηση

 

 

Άρθρο 92

Διεύρυνση της δυνατότητας του δικαστηρίου για επιβολή περιοριστικών όρων και ποινικής διαμεσολάβησης – Τροποποίηση άρθρου 12 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 12 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 αα) στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται η αναφορά στο άρθρο «423» από το άρθρο «424», αβ) στο τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται οι λέξεις «κατά το πρώτο εδάφιο» από τις λέξεις «για οποιαδήποτε αιτία», β) η παρ. 6 αντικαθίσταται, γ) η παρ. 7 τροποποιείται με την πρόβλεψη της δυνατότητας διαμεσολάβησης και κατά την ενδιάμεση διαδικασία, εντός προθεσμίας από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, με την υποβολή πρακτικού από τους συνηγόρους των μερών και με την προσθήκη δεύτερου εδαφίου και το άρθρο 12 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 12

Διαδικασία

1.         Αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η Διαδικασία των άρθρων 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

 Στην περίπτωση αυτή, η σχετική Διαδικασία χωρεί κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, για οποιαδήποτε αιτία, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του παρόντος νόμου.

2.         Αν σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια:

α) μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως θύμα, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας για την σε βάρος του τέλεση της πράξεως,

β) εξετάζει ο ίδιος κάθε μάρτυρα που προτείνεται, καθώς και τα πρόσωπα της οικογένειας ή παραγγέλλει την εξέταση αυτών από τους αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους, και

γ) καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3.         Αν ο παρέχων εξηγήσεις δεν υποβάλει ο ίδιος, ή μέσω του συνηγόρου του, την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται, προς τούτο, από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να λάβει προθεσμία τριών ημερών για να απαντήσει.

4.         Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παρέχοντος εξηγήσεις είναι θετική, ο εισαγγελέας ενημερώνει τον παθόντα ή τον συνήγορό του για την κατά τα ανωτέρω δήλωση του ενδιαφερομένου και, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα, παρέχεται στον παθόντα προθεσμία, το πολύ τριών ημερών, για να δηλώσει αν δέχεται τη διαμεσολάβηση.

5.         Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική Διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Κατά της διατάξεως αυτής δεν χωρεί προσφυγή.

6.         Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα ή η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα, η δικογραφία χωρίζεται για τα μέρη που συναινούν και λαμβάνει αυτοτελή δικονομική πορεία σύμφωνα με τις επιμέρους διακρίσεις της παρ. 5.

7.         Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους, στον αρμόδιο εισαγγελέα το αργότερο εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Στην τελευταία περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας αποσύρει τη δικογραφία από το πινάκιο προκειμένου να λάβουν χώρα οι ενέργειες του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 του παρόντος.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προβλέπεται ο χωρισμός της υπόθεσης (§6) όταν μερικοί μόνον από τους διαδίκους συμφωνούν στη διαμεσολάβηση, η οποία πλέον μπορεί να λάβει χώρα και μετά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (§7)

 

Άρθρο 93

Αστικές συνέπειες – Αντικατάσταση άρθρου 14 ν. 3500/2006

Το άρθρο 14 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 14

Αστικές συνέπειες

1.         Η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσης του γάμου, την πρόοδο της δίκης και τη λύση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης.

2.         Η μη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης και η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, οι οποίες αναβιώνουν αναδρομικά και μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Τα καταβληθέντα, λόγω της συμφωνίας, μπορούν να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

3.         Μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης και τη συμμόρφωση του φερόμενου ως δράστη στους όρους της συμφωνίας, όσον αφορά στις χρηματικές αξιώσεις του θύματος, αποκλείεται η ανατροπή αυτής, εξ οιουδήποτε λόγου και η αναζήτηση των καταβληθέντων σε συμμόρφωση αυτής.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η ποινική διαμεσολάβηση δεν κωλύει την αγωγή διαζυγίου ή τη συναινετική λύση του γάμου (ή το συμφώνου συμβίωσης). Επίσης η περίοδος δοκιμασίας του θύτη καθίσταται «διηνεκής» (ορθά) με την κατάργηση της 3τίας της §2

 

Άρθρο 94

Εναρμόνιση της παραγραφής με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα – Τροποποίηση άρθρου 16 ν. 3500/2006

Το άρθρο 16 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) τροποποιείται ως προς την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής προς εναρμόνιση με την παρ. 4 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 16

Παραγραφή

Αν οι πράξεις των άρθρων 6, 7 και 9 του παρόντος στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.».

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Εναρμόνιση του άρθρου με την §4 του άρθρου 113 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4855/2021

 

Άρθρο 95

Διεύρυνση των περιοριστικών όρων που επιβάλλουν τα δικαστικά όργανα και των φορέων που γνωμοδοτούν – Τροποποίηση άρθρου 18 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 18 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 αα) στο πρώτο εδάφιο προστίθεται ο περιοριστικός όρος της συμμετοχής του δράστη σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης, αβ) προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, β) στην παρ. 3 βα) γίνονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, ββ) προστίθενται στους φορείς προέλευσης των επιστημόνων που γνωμοδοτούν και όλων των δημοσίων φορέων, καθώς και των φορέων του ιδιωτικού τομέα που εποπτεύονται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας και Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, και το άρθρο 18 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 18

Περιοριστικοί όροι

1.         Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας, η συμμετοχή του σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης. Για την επιβολή περιοριστικών όρων λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, η επικινδυνότητα του δράστη και η υποτροπή. Απόσπασμα των ανωτέρω αποφάσεων, βουλευμάτων και διατάξεων, που επιβάλλουν περιοριστικούς όρους διαβιβάζεται αυθημερόν στον αρμόδιο για την εκτέλεσή τους Εισαγγελέα και κοινοποιείται αμελλητί στις διωκτικές αρχές. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση.

2.         Ο περιοριστικός όρος που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να ανακληθεί, αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο που τον επέβαλε, με αίτηση αυτού στον οποίο επιβλήθηκε ή του θύματος, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίησή του ή και αυτεπαγγέλτως αν εκλείψουν οι λόγοι επιβολής ή προκύψει λόγος αντικατάστασης του όρου. Το δικαστικό όργανο αποφαίνεται αφού ακούσει το θύμα και αυτόν στον οποίο επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος.

3.         Το δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 1 για την επιβολή, ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση των περιοριστικών όρων, μπορεί να ζητήσει, συμβουλευτικά, τη γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εργάζονται σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προβλέπεται η συμμετοχή του δράστη σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης, ενώ οι περιοριστικοί όροι που επιβάλλονται  (αφού ληφθεί υπόψη  η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, η επικινδυνότητα του δράστη και η υποτροπή) κοινοποιούνται στον αρμόδιο για την εκτέλεσή τους Εισαγγελέα και κοινοποιείται αμελλητί στις διωκτικές αρχές

 

Άρθρο 96

Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας – Τροποποίηση άρθρου 20 ν. 3500/2006

Στην παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) η αναφορά στο άρθρο «243» αντικαθίσταται από το άρθρο «245» και το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 20

Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας

1.         Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.

2.         Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.».

 

 

Άρθρο 97

Διεύρυνση των φορέων του δημοσίου τομέα που παρέχουν συνδρομή και άμεση ενημέρωση του θύματος και των φορέων από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές – Τροποποίηση άρθρου 21 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 21 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 διευρύνεται ο κύκλος των παρεχόντων την αναγκαία συνδρομή φορέων με τη συμπερίληψη των φορέων που εποπτεύονται από τα Υπουργεία Εσωτερικών και Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, β) στην παρ. 2 βα) διαγράφονται οι λέξεις «, εφόσον το ζητήσει το θύμα,» και ββ) μετά από τη λέξη «ενημερώσουν» προστίθεται η λέξη «αμελλητί» και το άρθρο 21 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 21

Κοινωνική συμπαράσταση

1.         Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία των Υπουργείων Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

2.         Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται να ενημερώσουν αμελλητί αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.».

 

Άρθρο 98

Υποχρεώσεις των επαγγελματιών – Αντικατάσταση άρθρου 23 ν. 3500/2006

Στο άρθρο 23 του ν. 3500/2006 (Α’ 232) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο οι λέξεις «των εκπαιδευτικών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των επαγγελματιών» και β) οι παρ. 1 και 2 αντικαθίστανται, γ) προστίθεται παρ. 2Α και το άρθρο 23 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 23

Υποχρεώσεις των επαγγελματιών

1.         Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, επιμελητής προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες κατά τον νόμο αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας.

2.         Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.

2Α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.

3.         Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 4547/2018 (Α` 102).».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Προβλέπονται οι υποχρεώσεις των επαγγελματιών (όχι μόνον των εκπαιδευτικών όπως σήμερα) για τις περιπτώσεις που διαπιστώνουν αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Επίσης προβλέπεται ακαταδίωκτο για όσους επαγγελματίες καταγγέλλουν φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας (§2), ενώ τα πρόσωπα αυτά  καλούνται  ως μάρτυρες στο ακροατήριο ΜΟΝΟΝ αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο.

 

 

 

Άρθρο 99

Μέριμνα για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας- Προσθήκη άρθρου 23Α στον ν. 3500/2006

Μετά το άρθρο 23 του ν. 3500/2006 (Α΄ 232) προστίθεται άρθρο 23 Α ως εξής:

«Άρθρο 23A

Ατομική αξιολόγηση των θυμάτων και διαχείριση του κινδύνου επανάληψης της βίας και δευτερογενούς θυματοποίησης

1.         Οι υπηρεσίες υποδοχής θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, όπως οι αστυνομικές αρχές, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες υγείας και οι εξειδικευμένες δομές για την υποστήριξη των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, κατά τον λόγο αρμοδιότητάς τους και κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης και σύμφωνης γνώμης του θύματος, προβαίνουν σε:

α) ατομική αξιολόγηση του θύματος, με σκοπό την εκτίμηση του κινδύνου να υποστεί επανάληψη της βίας ή δευτερογενή θυματοποίηση και

β) διαχείριση του κινδύνου, με τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων άμεσης προστασίας του θύματος, προκειμένου να αποτραπούν η επανάληψη της βίας και η δευτερογενής θυματοποίηση. 

2.         Η ατομική αξιολόγηση και διαχείριση του κινδύνου διενεργείται με τη συμμετοχή του θύματος, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη:

α) τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως την ηλικία, τη φυλή, την θρησκεία, την εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, το καθεστώς διαμονής ή κατοικία, τη σχέση συγγένειας και τον βαθμό οικονομικής ή άλλης εξάρτησης με τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης θυματοποίησης,

β) τον βαθμό βλάβης του θύματος, το είδος, τη σοβαρότητα και τη συχνότητα της βίας.

γ) παράγοντες επικινδυνότητας ή υποτροπής της βίας, που συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη, όπως ιδίως απειλές για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, την κατοχή πυροβόλου όπλου, προηγούμενες καταδίκες για ενδοοικογενειακή βία, εξακολουθητική παρακολούθηση, εξαρτήσεις από αλκοόλ ή άλλες ουσίες, εκδήλωση βίας ή απειλών ενώπιον ανηλίκου,

δ) άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν είτε στο πρόσωπο του θύματος είτε στο πρόσωπο του δράστη.

3.         Οι διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας, όποτε κρίνεται αναγκαίο, ενημερώνουν και παραπέμπουν το θύμα, κατόπιν αίτησής του, σε κοινωνικές υπηρεσίες ή σε υπηρεσίες υγείας ή σε εξειδικευμένες δομές υποστήριξης γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, για τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης, με σκοπό να προσδιοριστούν τα κατάλληλα μέτρα άμεσης προστασίας του.

Η ατομική αξιολόγηση επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, αν ουσιωδώς μεταβάλλονται οι περιστάσεις που αποτέλεσαν τη βάση της.

4.         Στο πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου, για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων για την προστασία του θύματος, η υπηρεσία υποδοχής συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες, κατά περίπτωση, υπηρεσίες και αρχές και μπορεί να διαβιβάζει προς αυτές ή να λαμβάνει από αυτές τις αναγκαίες πληροφορίες, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του θύματος.

5.         Ο τελικός προσδιορισμός και η λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας του θύματος γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη του.

6.         Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Υγείας και Μετανάστευσης και Ασύλου καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες και διαδικασίες σχετικά με τη μεθοδολογία και τον τρόπο συνεργασίας των υπηρεσιών και αρχών των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Νέο άρθρο 23A «Ατομική αξιολόγηση των θυμάτων και διαχείριση του κινδύνου επανάληψης της βίας και δευτερογενούς θυματοποίησης»

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4557/2018

Άρθρο 100

Αύξηση του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται σε νομικά πρόσωπα ή οντότητες όταν το κέρδος από παράβαση σχετιζόμενη με τη νομιμοποίηση εσόδων δεν μπορεί να προσδιοριστεί και απάλειψη της προϋπόθεσης προηγούμενης αμετάκλητης καταδίκης φυσικού προσώπου για την επιβολή του προστίμου – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 45 ν. 4557/2018

1.         Στην παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο δεύτερο εδάφιο της περ. α), οι λέξεις «ένα εκατομμύριο (1.000.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000)», β) το τέταρτο εδάφιο καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αν αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι εξής κυρώσεις:

α) Διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ. Το ακριβές ποσό του προστίμου ορίζεται κατ` ελάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του κέρδους που προήλθε από την παράβαση, εφόσον το κέρδος μπορεί να προσδιοριστεί, είτε εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) ευρώ.

β) Οριστική ή προσωρινή, για χρονικό διάστημα από έναν (1) μήνα έως δύο (2) έτη, ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή λύση του νομικού προσώπου ή της οντότητας και θέση αυτού ή αυτής υπό εκκαθάριση.

γ) Απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα.

δ) Οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, επιδοτήσεις, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του ελληνικού Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημόσιου δίκαιου συμπεριλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των νομικών τους προσώπων, με την επιφύλαξη των άρθρων 73 και 74 του ν. 4412/2016 (Α` 147) και 39 και 42 του ν. 4413/2016 (Α’ 148).

Το διοικητικό πρόστιμο της περ. α` επιβάλλεται πάντοτε ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και όταν φυσικό πρόσωπο που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.».

2.         Στο δεύτερο εδάφιο της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 4557/2018, οι λέξεις «ένα εκατομμύριο (1.000.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δυόμιση εκατομμύρια (2.500.000)» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας της πράξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή του βασικού αδικήματος προς όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας, επιβάλλονται αιτιολογημένα στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι εξής κυρώσεις:

α) Διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.

Το ακριβές ποσό του προστίμου ορίζεται κατ` ελάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του κέρδους που προήλθε από την παράβαση, εφόσον το κέρδος μπορεί να προσδιοριστεί, είτε εφόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε δυόμιση εκατομμύρια (2.500.000) ευρώ.

β) Οι προβλεπόμενες στις περ. β`, γ` και δ` της παρ. 1 κυρώσεις, για χρονικό διάστημα έως ένα (1) έτος.».

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 101

Καταργούμενες διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:

α) τα άρθρα 100 περί αναστολής εκτέλεσης μέρους της ποινής, 105A περί παροχής κοινωφελούς εργασίας και 362 περί του αδικήματος της απλής δυσφήμησης του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α΄ 95),

β) το άρθρο 405 περί αρμοδιότητας των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96), και

γ) το άρθρο 98 του ν. 4623/2019 (Α’ 134) περί της αναστολής της παροχής κοινωφελούς εργασίας.

 

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Από τη στιγμή που ο νομοθέτης επιλέγει να καταργήσει την απλή δυσφήμιση, ίσως θα έπρεπε να δει την πιθανότητα αύξησης των ορίων ποινής της εξύβρισης.

 

 

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Μετά τη συνοπτική παρουσίαση του σχεδίου νόμου με τις αλλαγές στον ΠΚ και στον ΚΠοινΔ, ας μου επιτραπούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:

 

α) Η διαφορά του ποινικού δικαίου με το αστικό  δίκαιο, είναι ότι επεμβαίνει στη σφαίρα της  προσωπικής ελευθερίας, η οποία προστατεύεται απόλυτα [7]  και μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου[8]  μπορεί να προσβληθεί. Επομένως, οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά καιρούς στις ποινικές διατάξεις, δε θα πρέπει να έχουν ως ορίζοντα τον κοινοβουλευτικό βίο κάθε κυβέρνησης, αλλά είναι ανάγκη να γίνονται με φειδώ και κατόπιν μελέτης των επιμέρους παραμέτρων. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε ένα ρευστό ποινικό δίκαιο, στο οποίο τη μια ημέρα η μια πράξη θα αποτελεί αδίκημα ενώ την επόμενη όχι, τη μια ημέρα οι ποινές θα είναι αυστηρές και οι καταδικασθέντες θα καταλήγουν στη φυλακή και την άλλη ημέρα θα τιμωρούνται με διοικητικό πρόστιμο. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή τα ποινικά δικαστήρια δικάζουν με τρεις (3) κώδικες. Τον παλαιό ΠΚ, τον ΠΚ του Ν. 4619/2019 και τον ΠΚ μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4855/2021. Φοβάμαι πως μετά τις νέες τροποποιήσεις, οι ποινικές έδρες θα μοιάζουν με αναγνωστήριο ποινικού δικαίου , λόγω της πληθώρας των κωδίκων.

β) Πριν την κατασκευή της σκεπής σε ένα κτίριο, προηγούνται τα θεμέλια και η τοιχοποιία. Συνεπώς, όταν σκοπός του νομοθέτη είναι η έκτιση έστω και μικρού μέρους των ποινών, θα πρέπει να έχει προβλεφθεί ο χώρος στον οποίο θα φιλοξενηθούν οι καταδικασθέντες. Άλλως, είναι βέβαιο πως θα δημιουργηθεί η ανάγκη ενός ακόμα νόμου περί απόλυσης των κρατουμένων και παύσης υπό όρους των αδικημάτων [9]

γ) Όλοι μας θέλουμε μια δικαιοσύνη γρήγορη, στην οποία οι δίκες θα τελειώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και δε θα βαλτώνουν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Η ταχύτητα όμως, δεν θα πρέπει να γίνεται σε βάρος της ποιότητας και της ορθής απονομής του δικαίου.  Ταχύ είναι και ένα όχημα σε μια κατηφόρα χωρίς σύστημα πέδησης. Κανείς μας, όμως, δε θέλει να οδηγήσει ένα τέτοιο όχημα ή (χειρότερα) να βρεθεί στο δρόμο του.

 

 

Ιωάννης Χήνος

Πρόεδρος Πρωτοδικών



[1] ΑΠ ποιν. 532/2022

[2] Ενδεικτικά: «Παίδων «Αγία Σοφία»: Ξυλοδαρμός γιατρού από συνοδό ασθενούς» https://www.kathimerini.gr/society/562662142/paidon-agia-sofia-xylodarmos-giatroy-apo-synodo-asthenoys/

[3] Βλ. την §3 του άρθρου 235 του παλαιού ΠΚ, όπως ίσχυσε με  το άρθρο 68  του Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20.3.2013)

[4] Θυμίζοντας έντονα τη  λαϊκή παροιμία με το δαρμένο σύζυγο

[5] Ενδεικτικά: α) Daştan κατά Τουρκίας της 10/10/2017 και β) Batek και Λοιποί κατά Τσέχικης Δημοκρατίας της 12-1-2017

 

[6] Βλ. και ΑΠ ποιν. 746/2023

[7] Δημήτριος Τσάτσος «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Γ, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1988, σελ. 147

[8] Άρθρο 6 του Συντ., άρθρο 5 της Ε.Σ.Δ.Α.

[9] Βλ. τους ενδεικτικά Ν. 4043/2012, Ν. 4198/2013, Ν. 4411/2016, Ν. 4689/2020

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ