Δημητρίου Ζιγκόλη,
Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης
Κομοτηνή, 6-3-2014
Δημοσιεύθηκε σε Εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, το σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής δικονομίας (Link) το οποίο καταρτίσθηκε από Επιτροπή υπό τον καθηγητή
Λ. Μαργαρίτη. Θα περίμενε κάποιος, ότι η Επιτροπή θα κατάρτιζε έναν εξαρχής ΝΕΟ
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην πραγματικότητα όμως δεν αποτελεί παρά μία
εκτεταμένη τροποποίηση διατάξεων του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
1. Η
νέα ρύθμιση
Στά άρθρα 45Β και 45Γ του νέου ΚΠΔ, προβλέπεται ότι σε πλημμελήματα ή κακουργήματα, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, εφόσον
κρίνει βάσιμη την καταγγελία που περιέχεται στη μήνυση, την αναφορά ή την πληροφορία,
χαρακτηρίζει την πράξη και, πριν κινήσει την ποινική δίωξη ή διατάξει
προκαταρκτική εξέταση, καλεί τον κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως ή και με αίτηση
του ιδίου να εμφανιστεί ενώπιόν του ο ίδιος ή με συνήγορο εντός ορισμένης
προθεσμίας για ποινική συνδιαλλαγή. και ακολούθως ο εισαγγελέας επιβάλλει ποινή
και συντάσσεται πρακτικό το οποίο επικυρώνεται από το Μονομελές
Πλημμελειοδικείο.
Κατά
την γνώμη μας η διάταξη έχει έντονα προβλήματα συνταγματικότητας, δεδομένου,
ότι κατά το άρθρο 96 του Συντάγματος, «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και
η λήψη όλων των μέτρων που
προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι.» Συνεπώς, πώς ο εισαγγελέας θα
υποδυθεί τρόπον τινά το ποινικό δικαστήριο, θα καλέσει τον κατηγορούμενο και θα
του επιβάλλει ποινή, όπου κατόπιν εορτής (;) το Δικαστήριο απλά θα «επικυρώσει»
την απόφαση του εισαγγελέα;. Ακόμη πιο προβληματική γίνεται η διάταξη του
άρθρου 45Γ που προβλέπει την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής και για
κακουργήματα. Πιστεύω ότι η αντισυνταγματικότητα της διάταξης γίνεται ακόμη πιο
προφανής, όχι διότι αφορά κακουργήματα, όσο από το γεγονός ότι ο Εισαγγελέας
αποφασίζει εάν και εφόσον ακολουθηθεί η διαδικασία αυτή, ή τουλάχιστον του
δίδεται η καίρια και η αποφασιστική εξουσία γι’ αυτό. Και επειδή η διαδικασία
προβλέπεται να ισχύει και για τα «αυτόφωρα», ποιος θα αποφανθεί για την
κατάσχεση ή την αφαίρεση χρόνου κράτησης; Επειδή το σχέδιο κάνει λόγο για
αυτεπάγγελτα διωκόμενη πράξη, τι θα γίνει εάν έχουμε λ.χ. μια κατ’ έγκληση
διωκόμενη πράξη; Δεν δικαιολογείται η εφαρμογή της διαδικασίας σε τέτοιες
πράξεις;
2)
Η ποινική συνδιαλλαγή στη Γερμανία.
Α)
Πριν την κύρια διαδικασία
Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του
Θεμελιώδους Νόμου (Συντάγματος) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, «η δικαστική εξουσία ανατίθεται στους
Δικαστές. Ασκείται από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο από τα στον
παρόντα Θεμελιώδη Νόμο προβλεπόμενα Ομοσπονδιακά Δικαστήρια και από τα
Δικαστήρια των (ομόσπονδων Χωρών». Η διάταξη είναι παρόμοια με αυτή του Ελληνικού
Συντάγματος. Αξιόλογο είναι ότι προτιμά τον όρο «Δικαστές», ενώ το Σύνταγμά
μας, κάνει λόγο για «Δικαστήρια». Και αυτό είναι ενδεικτικό της εκτίμησης που
τρέφει ο γερμανός νομοθέτης για τους δικαστές σε σχέση με τον έλληνα νομοθέτη.
Έτσι λοιπόν τα άρθρα 407 και επ. της
γερμανικής Ποινικής Δικονομίας (StPO),
προβλέπουν την διαδικασία της «επιβολής εντάλματος ποινής» (Strafbefehlsverfahren), η οποία
υπάρχει παράλληλα με την κύρια
διαδικασία. Έτσι κατά την διάταξη του άρθρου 407 η διαδικασία εφαρμόζεται μόνο
στα πλημμελήματα και μπορούν να επιβληθούν σωρευτικά ή και διαζευκτικά,
χρηματική ποινή, ποινή φυλάκισης έως δύο
έτη καθώς και μέτρα ασφάλειας.
Η διαδικασία ξεκινά με αίτηση του εισαγγελέα
προς το αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου να εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διαδικασία
(άρθρο 407 παρ. 1 εδ 1-3). Έτσι ξεκινά και η εκκρεμοδικία (άρθρο 408).
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπίστωση της έλλειψης της αναγκαιότητας της
κύριας διαδικασίας.
Το
αρμόδιο δικαστήριο έχει τις εξής τρείς δυνατότητες:
Α)
Να δεχθεί την αίτηση, και να επιβάλλει την ποινή.
Β)
Να απορρίψει την αίτηση για την έκδοση εντάλματος επιβολής ποινής, λόγω
έλλειψης αποχρωσών ενδείξεων ενοχής.
Γ)
Να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.
Εννοείται
ότι ο κατηγορούμενος έχει πάντα την δυνατότητα να εκπροσωπηθεί με συνήγορο και
έχει όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην κύρια διαδικασία.
Η
ιδιαιτερότητα του γερμανικού ΚΠΔ, έγκειται επίσης και στο γεγονός ότι η
διαδικασία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε υποθέσεις οι οποίες έχουν ήδη
παραπεμφθεί στο ακροατήριο.
Ο γράφων, επικαλούμενος και προηγούμενη
δικηγορική εμπειρία του στη Γερμανία, μπορεί να πληροφορήσει ότι η διαδικασία
αυτή έχει εκτεταμένη εφαρμογή και αφορά περίπου το 50% του συνόλου των ποινικών
υποθέσεων, με αυξητική τάση που τείνει να περιλάβει όλα σχεδόν τα πλημμελήματα
με εξαίρεση πάντα τα κακουργήματα. Η διαδικασία είναι πανομοιότυπη με αυτή όπου
Ανακριτής και Εισαγγελέας αποφαίνονται από κοινού για την επιβολή ή όχι
προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων.
Η διαδικασία εφαρμόζεται σε κλοπές (συνήθως
ευτελούς αξίας), απλές σωματικές βλάβες, παραβάσεις του ΚΟΚ, φορολογικά και
οικονομικά εγκλήματα, μη καταβολή δεδουλευμένων, μη καταβολή ασφαλιστικών
εισφορών. Δεν απαιτείται η ομολογία του κατηγορούμενου, αλλά από την άλλη
πλευρά υπάρχει το πλεονέκτημα ότι η αναμενόμενη ποινή είναι συνήθως μικρή. Επί
παραδείγματι, όπως με πληροφόρησε ο συνάδελφος εισαγγελέας του Freiburg, Dr. Sebastian Wussler, «γερμανοί εισαγγελείς
οι οποίοι διερευνούν οικονομικά εγκλήματα, και ειδικά στα φορολογικά, οι εν
δυνάμει κατηγορούμενοι αποδέχονται αυτήν την διαδικασία. Είθισται πάντως να
προηγείται συνεννόηση των συνηγόρων υπεράσπισης με τον εισαγγελέα. Σε τέτοια
διαδικασία υποβάλλονται αυτοβούλως στην διαδικασία αυτή, φοβούμενοι μία αυστηρή
ποινή, ή τα Μ.Μ.Ε, ειδικά σε αδικήματα φοροδιαφυγής. Παράδειγμα αποτελεί η
διαδικασία κατά του Προέδρου της Μπάγιερν του Μονάχου, ο οποίος είχε αποκρύψει
εισοδήματά του στην Ελβετία. Πάντως, δεν προσιδιάζουν όλα τα φορολογικά
εγκλήματα στην διαδικασία αυτή, όταν αυτά είναι σε βαθμό κακουργήματος».
Στην Ελλάδα μια τέτοια διαδικασία θα
προσιδίαζε: σε υγειονομικές και αγορανομικές παραβάσεις, χρέη προς το δημόσιο,
μη απόδοση ΦΠΑ, πλημμελήματα του Ν.
2121/1993 (δεν έχω καταλάβει ακόμη για ποιο λόγο πρέπει να ασχολείται το
Τριμελές για το αδίκημα αυτό), κλοπές ευτελούς αξίας, εξυβρίσεις, απειλές και
γενικά αδικήματα από τις δικογραφίες των οποίων, δεν προκύπτει ιδιαίτερη
αποδεικτική δυσχέρεια για την διάγνωση του αδικήματος.
Σε κάθε περίπτωση η «αντιγραφή» του
γερμανικού μοντέλου, δεν παραβιάζει το ισχύον Σύνταγμα, αφού πρόκειται για
είδος ποινικής διαδικασίας επί της οποίας αποφαίνεται κυριαρχικά το δικαστήριο,
και όχι ο εισαγγελέας όπως στο σχέδιο του ΚΠΔ.
Β)
Η ποινική συνδιαλλαγή στην επ’
ακροατηρίω διαδικασία
Με την παράγραφο (άρθρο) 257c του
γερμανικού ΚΠΔ, δίδεται η δυνατότητα της «ποινικής συνδιαλλαγής» κατά την
διάρκεια της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας. Έτσι με την επιφύλαξη της παραγράφου
244 εδ. 2 (αντιστοιχεί στο άρθρο 177 παρ. 1 του ελληνικού ΚΠΔ), το δικαστήριο
μπορεί στις κατάλληλες υποθέσεις, να προβαίνει σε ποινική συνδιαλλαγή.
Αντικείμενο της ποινικής συνδιαλλαγής είναι μόνο οι έννομες συνέπειες της
απόφασης. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ομολογία του κατηγορουμένου. Σε κάθε
περίπτωση, ο κατηγορούμενος ζητεί την εφαρμογή της διάταξης, και στην περίπτωση
αυτή το δικαστήριο γνωστοποιεί στον κατηγορούμενο το κατώτατο και το ανώτατο
όριο ποινής. Τα έννομα αποτελέσματα της ποινικής συνδιαλλαγής επέρχονται, μόνο όταν εισαγγελέας και κατηγορούμενος
αποδεχθούν την πρόταση του δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο δεν
δεσμεύεται από την ποινική συνδιαλλαγή, εάν προκύψουν νέα πραγματικά
περιστατικά, ή δεν έλαβε υπόψη του τα υπάρχοντα. Στην περίπτωση αυτή, η
ομολογία του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Το Συνταγματικό
Δικαστήριο σε πρόσφατη απόφασή του, έθεσε ως προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο
πρέπει προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, να πληροφορεί τον
κατηγορούμενο για αυτήν την δυνατότητα της ποινικής συνδιαλλαγής στο
ακροατήριο. Αν δεν το πράξει, υπάρχει παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης
(άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ). Εφόσον υπάρξει ομολογία του κατηγορουμένου από την
αρχή, δεν ακολουθείται η αποδεικτική διαδικασία, εκτός εάν το δικαστήριο ορίσει
διαφορετικά. Πάντως στην περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής, το Δικαστήριο δεν
μπορεί να αποκλίνει από το ανώτατο και το κατώτατο όριο ποινής που θα προσφέρει
στον κατηγορούμενο.
3)
Αδυναμίες του νέου ΚΠΔ
Το νέο σχέδιο ΚΠΔ, πάσχει από αδυναμίες. Προσωπικά
παρατηρώ τις εξής:
α)
Όλα (σχεδόν) τα πλημμελήματα εκδικάζονται πλέον από το Μονομελές
Πλημμελειοδικείο. Το Τριμελές μετατρέπεται σε Εφετείο, αφού εκδικάζει πλέον
μόνο εφέσεις. Δύο τα ερωτήματα: 1) πως θα εκδικάζονται δυσχερή πλημμελήματα,
όπως λ.χ. μια ιατρική αμέλεια από το Μονομελές; 2) Θα μετέχουν μόνο πρωτοδίκες
στο νέο μονομελές ή και πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών αντίστοιχα; 3)
Γίνεται το Εφετείο και πρωτοβάθμιο δικαστήριο;
β)
Από τις διατάξεις των άρθρων 282 και επ. προσωπικά δεν έχω καταλήξει, πότε
σύμφωνα με το νέο σχέδιο θα επιτρέπεται προσωρινή κράτηση. Οι σχετικές
διατάξεις, από μια απλή ανάγνωση δημιουργούν εξ αρχής ερμηνευτικά προβλήματα.
γ)
Ο νέος ΚΠΔ διατηρεί ακέραια τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Κατά την
άποψή μας θα έπρεπε να κινηθεί στην κατεύθυνση είτε της κατάργησης είτε του
δραστικού περιορισμού των δικαστικών συμβουλίων. Έτσι, όσον αφορά κακουργήματα,
ενώ με τον Ν.1608/1950, για καταχραστές σε βάρος του δημοσίου αρκεί για την παραπομπή
η σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα και προέδρου εφετών, για την κακουργηματική απάτη,
την ανθρωποκτονία και άλλα κακουργήματα απαιτείται βούλευμα, γεγονός που από
μόνο του συμβάλλει τα μέγιστα στην καθυστέρηση της απονομής της ποινικής
δικαιοσύνης. Έτσι σε υπόθεση ανθρωποκτονίας («ο Α σκότωσε τον Β»), δεν μπορώ να
αντιληφθώ την εμμονή του νομοθέτη στην δια βουλεύματος παραπομπή. Στη Γερμανία,
η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο γίνεται με κατηγορητήριο που
αποστέλλει ο εισαγγελέας στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο και συναινεί ή όχι
στην παραπομπή. Μόνο σε περίπτωση διαφωνίας εκδίδεται βούλευμα το οποίο δεν
υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο από το κατηγορούμενο, παρά μόνο από τον
εισαγγελέα, εφόσον το δικαστήριο δεν συναινεί για την παραπομπή.
δ)
Αναβολή κατ’ άρθρο 349 και 352 ΚΠΔ: Οι διατάξεις οι οποίες ευθύνεται για την
παθογένεια της καθυστέρησης παραμένουν σχεδόν ως έχουν. Πληροφοριακά, στη
Γερμανία, η αναβολή του 349 (άρθρο 228
γερμΚΠΔ) είναι είδος προς εξαφάνιση. Αποφαίνεται αποκλειστικά και μόνο το
δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή σε περίπτωση
κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου, ούτε σε περίπτωση αποχής των συνηγόρων.
Αναβολή για συνήγορο μπορεί να ζητήσει ο κατηγορούμενος, μόνο όταν πρέπει το
δικαστήριο να διορίσει αυτεπάγγελτα συνήγορο υπεράσπισης και μόνο τότε. Αναβολή
«για κρείσσονες», δεν υπάρχει παρά μόνο διακοπή, αφού πριν από την έναρξη της
διαδικασίας, εισαγγελέας και κατηγορούμενος υποβάλλουν αιτήματα διεξαγωγής
αποδείξεων.
Συμπεράσματα
Η ποινική συνδιαλλαγή ή το λεγόμενο Deal στην
Ποινική διαδικασία αποτέλεσε θέμα συζήτησης στις προηγμένες χώρες κατά τη
δεκαετία του 1990. Στη Γερμανία
νομοθετήθηκε το έτος 1993. Για να διαπιστώσει κάποιος την καθυστέρηση της Χώρας
μας, αρκεί να ειπωθεί ότι στις προηγμένες χώρες, υπήρξε σφοδρή συζήτηση εάν και
πότε θα πρέπει να επιτρέπεται λ.χ. η ακουστική παρακολούθηση κατοικίας, δηλαδή
εάν οι δικαστικές αρχές θα μπορούν να τοποθετούν μικρόφωνα σε κατοικίες για την
παρακολούθηση των εκεί συνομιλιών και σε στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης, η
ανακριτική διείσδυση και η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών πριν την
άσκηση ποινικής δίωξης. Κατά την άποψή
μας, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όπως ισχύει, ακόμη και στην μορφή του
σχεδίου της επιτροπής Μαργαρίτη, εξακολουθεί να παραμένει ένα αναχρονιστικό και
παρωχημένο νομοθέτημα το οποίο ανταποκρινόταν στην ένταση που είχε η εγκληματικότητα
στη χώρα μας από το 1950 έως την δεκαετία του 1980. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί
στα σοβαρά ότι ο ΚΠΔ (ακόμη και με την νέα του μορφή), μπορεί να ανταποκριθεί
στα δεδομένα της σύγχρονης εγκληματικότητας. Θεωρούμε ότι, εν έτει 2014
επιβάλλεται η άμεση αντικατάστασή του με ένα εντελώς νέο νομοθέτημα που θα
προσφέρει ευελιξία και ταχύτητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, και
ταυτόχρονα θα μπορέσει να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
Θετικό πάντως είναι το γεγονός ότι ο Κώδικας δεν είναι εξαρχής νέος αλλά μία τροποποίηση κάποιων διατάξεων. Το ίδιο συμβαίνει και με το νέο σχέδιο ΚΠολΔ. Ειδάλλως, όλοι οι νομικοί (φοιτητές, δικηγόροι, δικαστές) θα έπρεπε να τα διαβάσουμε σχεδόν όλα από την αρχή, τόσο τα άρθρα όσο και την ερμηνεία τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκτιμώ πώς ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής στα Πλημμελήματα μπορεί να ΜΗΝ έχει τη δέουσα Ανταπόκριση από τους κατηγορουμένους, ενόψει του ότι σε αρκετές περιπτώσεις (ανθρωποκτονία από αμέλεια, σωματικές βλάβες, δυσφήμιση, εξύβριση, απάτη, ψευδορκία) εκκρεμούν αστικές αξιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια, όπερ σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος, με συμβουλή και από το συνήγορο, θα είναι αποθαρρυμένος από το να παραδεχτεί ουσιαστικά την ενοχή του, καθώς αυτό θα είναι ένα "κακό προηγούμενο" για το αστικό δικαστήριο, αντί να δικαστεί από το ποινικό κανονικά, αναμένωντας μια πιθανή αθώωση.
ΑπάντησηΔιαγραφή