ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος διατύπωσε τις προτάσεις της για την εύρυθμη και ταχεία λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης, τις οποίες απέστειλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μιλτιάδη Παπαϊωάννου και οι οποίες συνοψίζονται στα εξής:
I. Κοινή διαπίστωση όλων των φορέων της δικαιοσύνης είναι ότι η τελευταία και ειδικότερα στη σφαίρα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, παρουσιάζει χρόνιες παθογένειες τα αίτια των οποίων είναι διαχρονικά . Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι του θεσμού. Οι πολίτες έχουν μειωμένο αίσθημα εμπιστοσύνης έναντι της δικαιοσύνης, όχι γιατί δεν πιστεύουν ότι θα βρουν το δίκιο τους, αλλά γιατί γνωρίζουν (και είναι αλήθεια) ότι θα το βρουν μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (ετών) ώστε, το όποιο δίκιο τους θα έχει ατονήσει τόσο σημαντικά που σχεδόν θα έχει εξαλειφθεί. Εδώ πρέπει να τονισθεί , ότι το κόστος από την εικόνα αυτή της δικαιοσύνης το αναλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι δικαστικοί λειτουργοί χωρίς ωστόσο να τους αναλογεί και το μεγαλύτερο μερίδιο. Τελικά ως ένα βαθμό διαχέεται η αντίληψη στους πολίτες περί γενικευμένης ατιμωρησίας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση της διαφθοράς στην εν γένει δημόσια διοίκηση.
Η αντιμετώπιση προβλήματος αυτού δεν είναι δυνατόν να γίνει με πυροσβεστικά μέσα, ρυθμίσεις υπό το βάρος της πίεσης της κοινής γνώμης, οι οποίες αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία και την ενιαία φιλοσοφία που πρέπει να διέπει την ποινική νομοθεσία κάθε σύγχρονου κράτους .
Η ορθολογική προσέγγιση του ζητήματος απαιτεί μέτρα και ρυθμίσεις τόσο άμεσες , όσο και μεσομακροπρόθεσμες. Ειδικά οι τελευταίες πρέπει να είναι συνεχείς , ενιαίες και ανεξάρτητες με το χρόνο μίας κυβερνητικής θητείας και πολύ περισσότερο μίας υπουργικής.
II. Προτάσεις για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος.
Α) Ο ¨Ελληνας νομοθέτης επί σειρά ετών έχει προβεί στην άκρατη ποινικοποίηση παραβατικών κοινωνικών συμπεριφορών, οι οποίες θα μπορούσαν να ρυθμισθούν με διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες είναι πιο αποτελεσματικές και δεν στιγματίζουν ηθικά τον πολίτη, ενώ εμποδίζουν την υπεραπασχόληση των ποινικών δικαστηρίων με υποθέσεις που δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.
Προτείνουμε: Την συγκρότηση ολιγομελούς επιτροπής , η οποία σε βραχύ χρονικό διάστημα θα αναλάβει να αποκαθάρει τους ειδικούς ποινικούς νόμους από ποινικές διατάξεις, όπου κρίνεται ότι οι διοικητικές ή λοιπές κυρώσεις είναι ικανές να ρυθμίσουν παραβατικές συμπεριφορές. Η προσπάθεια που άρχισε με το νόμο 3904/2010 κατ’ αυτό τον τρόπο θα ολοκληρωθεί με άμεσα αποτελέσματα .
Β) Οι ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται από δικαστές , οι οποίοι εκτός των άλλων έχουν ως κύρια ενασχόληση την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων με αποτέλεσμα να μην έχουν αποκλειστική απασχόληση με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Πρόταση : ΄Αμεση λειτουργία ποινικών τμημάτων στα μεγάλα δικαστήρια της Χώρας ( Αθήνα , Πειραιά , Θεσσαλονίκη), τα οποία θα απαρτίζονται από δικαστές που θα απασχολούνται αποκλειστικά με την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων.
Γ) Έλλειψη αυτοτελών προανακριτικών τμημάτων στις μεγάλες εισαγγελίες της χώρας επανδρωμένων με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό.
Πρόταση: Υλοποίηση οργανωμένων προανακριτικών τμημάτων στις μεγάλες Εισαγγελίες Πρωτοδικών , στελεχωμένα με αποσπασμένο εξειδικευμένο προσωπικό για τη διερεύνηση των σύγχρονων και δύσκολων μορφών εγκληματικότητας , έτσι ώστε και ταχεία διεκπεραίωση αυτών να υπάρξει και εξάλειψη των όποιων και εν πολλοίς άδικων καχυποψιών που βαραίνουν τους λειτουργούς της από την αντικειμενική αδυναμία τους να διεκπεραιώσουν γρήγορα αυτές.
Δ) Κατά την διάρκεια του δικαστικού έτους λαμβάνουν χώρα συνταξιοδοτήσεις και παραιτήσεις δικαστικών λειτουργών.
Πρότασή μας είναι : Η άμεση κάλυψη των κενών που δημιουργούνται.
Η αναλογία 1/5 ή 1/10 δεν μπορεί να ισχύσει στον χώρο της δικαιοσύνης,
καθόσον θα υπάρξει πλήρης παράλυση των λειτουργιών αυτής.
Ε). Από το νέο δικαστικό έτος θα λειτουργήσουν τα τέσσερα νέα εφετεία.
Η κτιριακή και λειτουργική υποδομή αυτών πρέπει να λάβει χώρα άμεσα. Επιπλέον οι οργανικές θέσεις που προβλέπονται είναι απαραίτητο να γίνει με νέες οργανικές θέσεις τόσο για την εύρυθμη λειτουργία αυτών, όσο και για την επιτάχυνση της εκδίκασης των υποθέσεων.
III. Προτάσεις για την μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του προβλήματος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Α) Ο κώδικας ποινικής δικονομίας που θεσπίσθηκε το 1950 και απηχεί τις ανάγκες της κοινωνίας αυτής έχει εν πολλοίς ξεπερασθεί, ενώ οι κατά καιρούς τροποποιήσεις του , παρά το ότι υπήρξαν και αρκετές σωστή κατεύθυνση, έδωσαν έναν εμβαλωματικό χαρακτήρα σε αυτόν χωρίς ενιαία φιλοσοφία.
Προτείνουμε: Την ολοκληρωτική αναμόρφωση αυτού με επίκεντρο στην επιτάχυνση της.
Στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή που έχει συγκροτηθεί παρακαλούμε όπως συμμετέχει και εκπρόσωπος της ένωσής μας.
Επίσης προτείνουμε , όπως η ανωτέρω επιτροπή κατά τη διάρκεια των εργασιών της και πριν την ολοκλήρωση κάθε κεφαλαίου να γνωστοποιεί ή να καλεί σε ακρόαση τους αρμόδιους θεσμικούς φορείς προκειμένου να λαμβάνουν γνώση των εργασιών και να κάνουν τις προτάσεις τους. Το τελευταίο το θεωρούμε αναγκαίο προκειμένου να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός του νομικού κόσμου, που θα προκαλέσει τελικά καθυστερήσεις και ενδεχομένως τριβές , οι οποίες δεν θα συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου.
Οι ίδιες προτάσεις ισχύουν και για την νομοπαρασκευαστική επιτροπή του σχεδίου ΠΚ.
Β) Κατά το παρελθόν είχε προβλεφθεί η σύσταση Εθνικής επιτροπής για την δικαιοσύνη. Η τελευταία ουσιαστικά ουδέποτε λειτούργησε.
Φρονούμε, ότι η επανασύστασή της με εκπροσώπους όλων των αρμοδίων φορέων ( ηγεσίες Ανωτάτων Δικαστηρίων, εκπρόσωποι του Υπ. Δικαιοσύνης, των Δικαστικών Ενώσεων, των τριών μεγαλυτέρων Δικηγορικών Συλλόγων) θα συμβάλλει αφ ενός μεν στην διαχρονική αντιμετώπιση προβλημάτων που αναφύονται στον χώρο της δικαιοσύνης, αφ ετέρου δε θα δημιουργήσει την αναγκαία συναντίληψη μεταξύ των φορέων.
IV. Με το θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει και το Σύνταγμα του 2001 ο Εισαγγελικός λειτουργός απολαμβάνει πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Ουδεμία εξάρτηση υπάρχει του Εισαγγελέα από την εκάστοτε κυβέρνηση, αφού και ο Εισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά την επιλογή του από την κυβέρνηση, είναι απολύτως ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ωστόσο η λειτουργική ανεξαρτησία του Εισαγγελέα εν τοις πράγμασι δεν είναι τόσο αυτονόητη αφού η σχετική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 24 του Οργανισμού Δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία τους εισαγγελικούς λειτουργούς τους συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης, έχει επανειλημμένα παρερμηνευθεί ως εκτεινόμενη και σε θέματα δικαιοδοτικής κρίσεως και όχι καθαρά διοικητικής με τραυματικές επιπτώσεις για την αξιοπιστία και το κύρος του εισαγγελικού θεσμού, αλλά και την λειτουργική ανεξαρτησία του (κάθε) εισαγγελέα. Πρωταρχική λοιπόν και άμεση είναι η αναγκαιότητα επανεξέτασης της συγκεκριμένης διάταξης κατά τρόπο που να αναδεικνύεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική ανεξαρτησία του εισαγγελέα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρισθεί η δικαιοσύνη, ως ο μεγάλος ασθενής κατά το μέρος που αφορά κυρίως τη βραδύτητα της και τα επακόλουθα του φαινομένου αυτού στην ελληνική κοινωνία τόσο ως προς την ουσία, όσο και ως προς τις εντυπώσεις. Τα αίτια του φαινομένου αυτού είναι διαχρονικά και δομικά και δυστυχώς η εξάλειψή του ή ο περιορισμός αυτού απαιτούν μελέτη αυτών με επιστημονική προσέγγιση προκειμένου να προκύψουν λύσεις τόσο άμεσες , όσο και κυρίως σε βάθος. Ειδικότερα η εισροή υποθέσεων στο υποσύστημα της δικαιοσύνης είναι δυσανάλογα μεγάλη με τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού είναι ίσως και η σημαντικότερη αιτία των προβλημάτων που επισημάναμε και ταυτόχρονα αποτελεί τον πυρήνα της σκέψης που πρέπει να επικρατεί κατά τη διαρκή προσπάθεια για τη λειτουργία ενός σύγχρονου συστήματος απονομής στον τόπο μας.
Για το διοικητικό συμβούλιο της Ε.Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος
Παναγιώτης Μπρακουμάτσος
Αντεισαγγελέας Εφετών
Η Γεν. Γραμματέας
Ελένη Σκεπαρνιά
Εισαγγελέας Πρωτοδικών
Στο προσχεδιο των τροποποιησεων στο ποινικο υπηρχε διαταξη που προεβλεπε την αποποινικοποιηση των παραβασεων του ΚΟΚ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικα αυτο σημαινε τεραστια απωλεια δουλειας για τους δικηγορους (μονο σκεφτειτε τις αιτησεις ακυρωσης που ασκουνται καθημερινα σε καταδικασμενους αλλοδαπους για κοκ).
αντεδρασαν, και οι παραβασεις ΚΟΚ εγιναν απλως πταισματα!!
Στο παραδειγμα αυτο τελειωνει οποια προταση για αποσυμφορηση εισαγγελιων, αποποινικοποιηση, κτλ...
οποιος τα θελει αυτα δικαστης ή εισαγγελεας στη Γερμανια. Εκει ανεβαινεις με 3 υποθεσεις Τριμελους στην εδρα
Η αποποινικοποιηση τι θα βοηθησει?Θα αποποινικοποιηθουν οι συκοφαντικες δυσφημησεις, οι ψευδορκιες και οι απατες επι ακροατηριω??
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατι το να αποποινικοποιηθει ο ΚΟΚ ή τα αγορανομικα δεν μπορω να καταλαβω τι θα προσφερει. Δεν εχει υπαρξει ποτε δικαστηριο που να κολλησει σε τετοια αδικηματα.
Αντιθετως απατες και συκοφαντικες κρατουνε επι ωρες και ενιοτε ημερες ολοκληρες.
Απαξ και δημιουργειται χωρις ιδιατερα εξοδα ποινικη υλη στο ελληνικο συστημα (με κυρια ευθυνη των δικηγορων) με απειρες μυνησεις για ψευδορκιες, κτλ, λογικο ειναι να εχει φρακαρει όλο το συστημα.
Χρειαζονται γενναια μετρα...
Η αποποινικοποίηση σαφώς και θα βοηθήσει. Βέβαια τα σοβαρά αδικήματα, που δημιουργούν προβλήματα στα πινάκια παραμένουν, όπως αναφέρθηκε. Προσέξτε όμως μια λεπτομέρεια: μία πολιτική υπόθεση ξεκινά με την άσκηση της αγωγής, που συντάσσει δικηγόρος. Η δικαστηριακή πρακτική και εμπειρία καταδεικνύει την υπερβολικότητα των αιτούμενων κονδυλίων λ.χ. σε αυτοκινητικές και εργατικές διαφορές και όχι μόνο. Είναι πάμπολες δε οι περιπτώσεις, που τα δικαστήρια π.χ. Πολυμελές, τελικώς επιδικάζουν στο τέλος ποσά αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου. Όλοι οι συνάδελφοι το ξέρουμε αυτό. Τα υπέρογκα αιτήματα των αγωγών λοιπόν είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Από την άλλη η ποινική δίκη ξεκινά συνήθως με την υποβολή μήνυσης που συντάσσει και πάλι ως επί το πλείστον δικηγόρος, διογκώνοντας προφανώς τα πράγματα προς όφελος του πελάτη του όπως και στην αγωγή. Γι αυτό βέβαια και βλέπουμε κατηγορουμένους για κακουργήματα να τιμωρούνται στο τέλος για πλημμελήματα ή ακόμη και να αθωώνονται και τον κόσμο να λέει στο τέλος για τους δικαστές οτι πάλι τους άφησαν ελεύθερους κλπ. κλπ. όπως βλέπουμε και τους ίδιους εμάς να λέμε οτι μια ζωή ακούμε για διώξεις και προκαταρκτικές και στο τέλος τίποτα. Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Είναι επιεικής ο δικαστής και λαθεμένη η δικαστική απόφαση σε αυτές τις περιπτώσεις ή είναι υπερβολική ή και λαθεμένη η ποινική δίωξη; Ποινική δίωξη η οποία στηρίζεται σε απλές ενδείξεις και σε κάποια άρθρα του ποινικού κώδικα και δικαστική απόφαση που απαιτεί πλήρη απόδειξη και πολυσέλιδα κείμενα αιτιολογίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή