Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Η διδασκαλία του Ποινικού Δικαίου και η επιρροή της στην απονομή τηςποινικής Δικαιοσύνης.


Παναγιώτης Μπρακουμάτσος Εισαγγελέας Εφετών

Εισήγηση σε εκδήλωση της ΕΕΠΔ με θέμα « Η διδασκαλία του ποινικού δικαίου και οι επιρροές στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης»

I) Η παρουσία μου στη σημερινή εκδήλωση, που αποτελεί, μεγάλη τιμή για το πρόσωπό μου, συντείνει στην αδρή και σύντομη πραγμάτωση του θέματος από τη σκοπιά ενός εφαρμοστή του δικαίου που είχε την τύχη και τη τιμή να αποκτήσει και την ιδιότητα του διδάσκοντος στην ΕΣΔΙ.Η εμπειρία μου από την διδασκαλία αυτή, η οποία είναι ένα στάδιο μετάδοσης στους σπουδαστές της εφαρμοσμένης γνώσης και της μετάβασης από την αμιγώς θεωρητική –δογματική σφαίρα στο χώρο εφαρμογής του δικαίου και τις δεξιότητες που πρέπει να αποκτήσει ο υποψήφιος δικαστικός λειτουργός, ίσως συμβάλλει στην προβληματική της ημερίδας. Η σημασία της επιλογής του θέματος είναι σημαντική, αφού εκφεύγει από την συνήθη θεματολογία των επιστημονικών ημερίδων και δεν σκοπεί στην κριτική ενός νομοθετήματος ή σχεδίου νόμου ή και νομολογιακών τάσεων. Η πρωτοτυπία των εμπνευστών της ημερίδας και του θέματος έγκειται στο γεγονός ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και εφαρμοστές του δικαίου θέτουν υπό το φως της κριτικής προσέγγισης το έργο της διδασκαλίας του ποινικού Δικαίου , αλλά και της ποινικής δικονομίας. Κυρίως δε την επιρροή του διδακτικού έργου στην απονομή του δικαίου , αλλά και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του δικαστικού λειτουργού  και του δικηγόρου.
II. Η διδασκαλία του δικαίου στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, χωρίς να είμαι ειδικός για αυτό, διακρίνεται περισσότερο από τον γνωστικό σκοπό ή τον διδακτικό υλισμό, ίσως δικαιολογημένα μέχρις ενός σημείου, λόγω της φύσης και της αποστολής ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, ο οποίος είναι χώρος παροχής εγκυκλίων γνώσεων. Η μορφή της διδασκαλίας στην ΕΣΔΙ, η οποία στην ουσία είναι μια επαγγελματική σχολή, πρέπει ως προς τον τρόπο διδασκαλίας να διακρίνεται α) από τον χρηστικό και πρακτικό τρόπο προσέγγισης του ποινικού δικαίου, β) να έχει η διδασκαλία αυτή περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις θεωρίες της παιδαγωγικής.
Πριν σκιαγραφήσουμε τον τρόπο της διδασκαλίας του ΠΔ και της ΠΔ στην ΕΣΔΙ , είναι χρήσιμο να αναφέρουμε από τον καταστατικό χάρτη αυτής τον σκοπό και την αποστολή της «Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών ιδρύθηκε το 1994, κατ’ επιταγή του άρθρου 88 παρ. 3 του Συντάγματος, υποδέχτηκε τους πρώτους σπουδαστές το 1995, ενώ άρχισε και η επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστών και εισαγγελέων. Αποστολή της Σχολής είναι να εμπνεύσει στους σπουδαστές και στους επιμορφούμενους δικαστές και εισαγγελείς υψηλό φρόνημα και ανεξαρτησία γνώμης, να οικοδομήσει ήθος, να ενισχύσει την πίστη στις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας, να μεταφέρει παραστάσεις από την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, να αναδείξει την ευρωπαϊκή και διεθνή διάσταση του δικαίου, να αναπτύξει την κριτική ικανότητα κατά την προσέγγιση όχι μόνο του δικαίου αλλά και των φαινομένων εν γένει της κοινωνίας, να διδάξει τον δικανικό λόγο, γραπτό και προφορικό, να ανοίξει ορίζοντες για πνευματική καλλιέργεια και επαφή με τις τέχνες και τον πολιτισμό. Στόχος της δικαστικής εκπαίδευσης είναι η δημιουργία σύγχρονων δικαστών και εισαγγελέων που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών που απαιτούν πλατύ ορίζοντα γνώσεων και ευρύ κύκλο δεξιοτήτων.
Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, η οποία ιδρύθηκε με το ν. 2236/1994, όπως αντικαταστάθηκε με τους ν. 3689/2008 και 3910/2011 που αποτελούν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, έχει σκοπούς που κινούνται προς δύο κατευθύνσεις :
α) την επιλογή, την εκπαίδευση και την κατάρτιση των προοριζόμενων να διοριστούν σε θέσεις δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελικών λειτουργών των εισαγγελιών. Και β) την διαρκή επιμόρφωση των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών.
Αν ήθελε κανείς να ιχνηλατήσει στην πορεία της ΕΣΔΙ και κατά πόσο  αυτή πέτυχε στους σκοπούς της και κατά συνέπεια να  τα συνδέσει  με τη θεματική της παρούσας πρέπει να τονίσει τα ακόλουθα :Εμπνευστές και δημιουργοί της ΕΣΔΙ  ήσαν οι αείμνηστοι Στέφανος Ματθίας και Γ Κρουσταλλάκης, οι οποίοι μέσα από του κύκλους της εταιρείας Δικαστικών Μελετών συνέλαβαν και στη συνέχει υλοποίησαν με τη βοήθεια της πολιτείας την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών σε προκαταρκτικό στάδιο , ανατρέποντας τα όσα ίσχυαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή απ ευθείας εισαγωγή των παρέδρων μετά από διαγωνισμό. ¨Ενας τρόπος που ήταν πεπαλαιωμένος και απηχούσε αντιλήψεις της περασμένης εκαντοταετίας.
Κατά τα πρώτα στάδια , αλλά και για αρκετά χρόνια η ΕΣΔΙ είχε μορφή σχολής με μεταπτυχιακό προσανατολισμό και κυρίως κατέτεινε να θεραπεύσει τις όποιες γνωστικές ανεπάρκειες των σπουδαστών από τις προπτυχιακές σπουδές. Η τακτική αυτή ήταν αναμφίβολα σε λάθος κατεύθυνση , χωρίς να χρειάζεται κάποιος να αναλύσει τους λόγους , που είναι αυτονόητοι.
Από το 2010 που ψηφίσθηκε ο νέος νόμος για τη σχολή και δημιουργήθηκε για πρώτη φορά κατεύθυνση εισαγγελέων , η σχολή άρχισε να παίρνει την μορφή που της αρμόζει σύμφωνα με την αποστολή της.
Η κατάθεση της προσωπικής μου άποψης , η οποία βασίζεται στη διδακτική μου εμπειρία, είναι η εξής: Οι στόχοι της σχολής πρέπει να έχουν δύο κατά βάση κατευθύνσεις :Α) Την εμπέδωση από τους σπουδαστές των βασικών αρχών του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας , βάσει της ιστορίας των θεσμών , αλλά και της σημερινής παγκοσμιοποιημένηςπραγματικότητας , η οποία τείνει εν πολλοίς να αλλοιώσει θεμελιώδεις θεσμούς του Ηπειρωτικού δικαίου. Την εμφύσηση στους σπουδαστές της αποστολής του δικαστικού λειτουργού  και του καθήκοντός του  τόσο ως προς την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της διαμόρφωσης ενός κράτους δικαίου , όσο την ουσιαστική κατάδειξη του εγγυητικού τους ρόλου στην προάσπιση της αξίας του ανθρώπου, ανεξάρτητα με τα εγκλήματα που διέπραξε, την εθνικότητά του , τη θρησκεία του, τη φυλή του και τις όποιες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις από τις οποίες εμφορείται. Ενώ ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη δεοντολογία και ειδικότερα καθό μέρος αφορά την γενικότερη στάση του δικαστικού λειτουργού σε όλο το φάσμα της ποινικής δίκης Δεοντολογία Β) Ως προς το καθαρά διδακτικό έργο. Η διδασκαλία τόσο του ποινικού δικαίου , όσο και της ποινικής δικονομίας δεν πρέπει να αναλίσκεται σε επανάληψη των όσων διδάχθηκαν στο πανεπιστήμιο, αλλά να επικεντρώνεται σε ειδικά αντικείμενα του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας , με βάση πραγματικές υποθέσεις ( δικογραφίες).
Συγκεκριμένα: Ως προς την πρώτη κατευθυντήρια γραμμή θα πρέπει οι διδάσκοντες να επικεντρώσουν  την διδασκαλία τους στην πολιτική διάσταση του ποινικού δικαίου . Εύστοχα Ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης είχε εκφρασθεί αποφατικά για αυτήν. «ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο Δίκαιο για την
ελευθερία του ανθρώπου και την προσπάθειά του για κοινωνική πρόοδο και αυτό γιατί προσφέρεται από την ίδια τη φύση του ως δραστικό- μέσο εξαναγκασμού σε καταχρήσεις στα χέρια καταπιεστικών μηχανισμών.
. Για τον λόγο αυτό η ιστορία του Ποινικού Δικαίου είναι διάστι-
κτη από περιόδους διαστροφής του, όπου από Δίκαιο μεταβάλλεται σε
μέσο αυθαιρεσίας, καταπίεσης και βαρβαρότητας».
Ως αντίρροπη δύναμη στην αρνητική χρήση του Ποινικού Δικαίου, ως εργαλείου άσκησης πολιτικής (και δη εξόντωσης αντιπάλων και εξαφάνισης μη επιθυμητών ιδεών και αρχών), ο Γ.Α. Μαγκάκης προτείνει και προβλέπει την ανάγκη διαμόρφωσης «αρχών και θεσμών που να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν τη λειτουργία του ως όργανο έννομης
τάξης, αντίθετης, εξ ορισμού προς την αυθαιρεσία και την καταπίεση». Η ανωτέρω έννοια της πολιτικής διάστασης του ποινικού δικαίου πρέπει να γίνει σύμφυτο με τη διδασκαλία των σπουδαστών, αφού θα τους συνοδεύει σε όλη την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και κυρίως θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν το ρόλο τους  και κυρίως να αντιληφθούν ότι δεν είναι απλώς  διεκπεραιωτικοίυπάλλήλοι.
Ως προς την αποστολή του δικαστικού λειτουργού θα πρέπει να γίνουν βίωμα και εσαεί απόκτημα των δικαστικών λειτουργών τα ακόλουθα : 
Η δικαιοσύνη πέρα από του να αποτελεί τμήμα της κρατικής εξουσίας, λειτουργεί και εγγυητικά ( ιδιαίτερα η ποινική δικαιοσύνη) και προστατεύει τον πολίτη από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. « Καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην κρατική καταστολή». Αυτή όψη της δικαιοσύνης είναι πλέον πιο κοντά στην σύγχρονη πραγματικότητα. Οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών στις λειτουργίες του κράτους , ο πιο έντονος κοινωνικός ρόλος του τελευταίου έχουν διαμορφώσει μία διαφορετική εικόνα της δικαιοσύνης και του δικαστή. Ο τελευταίος δεν εφαρμόζει απλώς το νόμο, αλλά τον ερμηνεύει και λειτουργεί διαπλαστικά  νομολογώντας .Ο νόμος όντας, υπό το φώς των τεχνολογικών εξελίξεων, λεπτομερειακός, εφήμερος και εξειδικευμένος, χρειάζεται ερμηνεία από τον δικαστή, η αποστολή του οποίου στην εποχή του κράτος προνοίας, αλλά και στην μετα-κρατικοπρονοιακή εποχή, δεν είναι ουδέτερη αξιολογικά, αφού καλείται να προβεί σε επιλογές με διακριτική ευχέρεια, πλάθοντας με τη νομολογία Δίκαιο. Ο εγγυητικός  ρόλος του δικαστή στη μεταμοντέρνα εποχή είναι περισσότερο ορατός και αναβιώνει η πανάρχαια ιδέα του δικαστή, ως ενδιάμεσου και η Δικαστική Λειτουργία χαρακτηρίζεται από το αμέτοχο και την ανεξαρτησία των οργάνων της απέναντι στην κρινόμενη διαφορά Η αμεροληψία του συνεπώς δικαστή είναι πλέον απόρροια των εγγυήσεων ( λειτουργικών και προσωπικών) που εξασφαλίζουν τη δικαιοδοτική του λειτουργία. Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι αδιαφορία και απομόνωση, αλλά κρίση  και επίλυση διαφορών με κριτήριο των σεβασμό των συνταγματικών αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ως προς την δεύτερη κατευθυντήρια γραμμή που αφορά το διδακτικό μέρος: Η διδασκαλία τόσο του ΠΔ όσο και της ΚΠΔ δεν θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα προπτυχιακής ή μεταπτυχιακής διδασκαλίας. Αυτή θα πρέπει να επικεντρώνεται σε ειδικά θέματα και  αντικείμενα που αφορούν σοβαρές κατηγορίες υποθέσεων  και στα οποία οι σπουδαστές δεν είναι εξοικειωμένοι από τις πανεπιστημιακές σπουδές. Η ενασχόληση αυτή θα πρέπει να γίνεται , όσο το δυνατόν , επί πραγματικών υποθέσεων έτσι ώστε ο σπουδαστής να εξοικειωθεί με το αντικείμενο και να βιώσει τη διδασκαλία όχι υπό το φως εικονικής πραγματικότητας, αλλά της ζώσης νομικής πρακτικής. 
Η συνεχής άσκησή του στη σύνταξη προτάσεων , βουλευμάτων και εισαγγελικών διατάξεων , επί πραγματικού υλικού. Κατ αυτό τον τρόπο θα κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο καταστρώνεται ο δικανικός συλλογισμός και σε τι συνίστανται οι έννοιες της ελάσσονος και μείζονος πρότασης, της επαγωγής, της απόδειξης και της αιτιολογίας. Τούτο προυποθέτει ανάλυση των ανωτέρω με βάση εκδοθέντα βουλεύματα, κατόπιν προσεκτικής επιλογής από τον διδάσκοντα κλπ, όπου θα εντοπίζονται όχι μόνο τα ορθά σημεία, αλλά και οι λανθασμένες αντιλήψεις που εμφιλοχωρούν.
Ως προς τους σπουδαστές της κατεύθυνσης εισαγγελέων είναι απαραίτητο να συνεχισθεί και να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας στον προφορικό λόγο( εμπειρίες δικές μου). Ο χρόνος πρακτικής άσκησης στα πρωτοβάθμια δικαστήρια και εισαγγελίες θα πρέπει να είναι παράλληλος με αυτόν της εκπαίδευσης στη σχολή , η διάρκεια του οποίου θα πρέπει να αυξηθεί. Η άσκηση θα πρέπει να ανατίθεται υπό την εποπτεία της σχολής , σε έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς( κατά κανόνα από τους διδάσκοντες στη σχολή, που αποδεικνύουν με την παρουσία τους στη σχολή και την αξιολόγησή τους μεγάλη διάθεση προσφοράς ουσιαστικού έργου) οι οποίοι θα αναθέτουν στους σπουδαστές την επεξεργασία , υπό τη μορφή της προετοιμασίας , υποθέσεων( ορ προτάσεις διδασκόντων).
Συνισταμένη των ανωτέρω είναι η καλλιέργεια στον εισαγγελικό λειτουργό  της ικανότητας να διαβλέπει τη συνολική πορεία της υποθέσεως ην οποία ο ίδιος μορφοποιεί ποινικά, από την έναρξή της μέχρι την αμετάκλητη έκδοση αμετάκλητης απόφασης.
Ω προς το η ιστορία των θεσμών τόσο του ουσιαστικού , όσο και του δικονομικού δικαίου θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, καθόσον ελλείπει από το νέο νομικό η γνώση της ιστορικής και συστηματικής ερμηνείας των θεσμών.
Τέλος η στάση του δικαστικού λειτουργού και ειδικότερα στην ποινική δίκη είναι η κορύφωση της διδασκαλίας( δεοντολογία που οι αρχές της να πηγάζουν όχι μόνο από αφηρημένα πρότυπα , αλλά από την καθημερινή δικαστηριακή ζωή).
III. Επιρροές της διδασκαλίας
Αν είναι αληθές ότι το σενάριο της ζωής κάθε ανθρώπου γράφεται στην νηπιακή –παιδική και εφηβική ηλικία, τότε το αντίστοιχο σενάριο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των νέων δικαστικών λειτουργών σχηματοποιείται κατά το στάδιο των πανεπιστημιακών του σπουδών και αυτό της φοίτησής τους στην ΕΣΔΙ.
Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στον τρόπο διδασκαλίας του ποινικού δικαίου στην ΕΣΔΙ αλλά και του τρόπου μεταλαμπάδευσης της φύσης και της αποστολής του δικαστικού λειτουργού , οι επιρροές αυτές είναι καθοριστικές για την πορεία του δικαστικού λειτουργού. 
Ειδικότερα αυτές αφορούν: α) Τον τρόπο εργασίας και την ικανότητα χειρισμού υποθέσεων καθόλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας. Η έμφαση στον τρόπο με τον οποία τα ζητήματα του ουσιαστικού , αλλά και του δικονομικού δικαίου τίθενται στην πράξη ετοιμάζει τον νέο δικαστικό λειτουργό καλύτερα και κυρίως κάνει το στάδιο μετάβασης από την εικονική πραγματικότητα της θεωρητικής διδασκαλίας ή και των στρογγυλοποιημένων πρακτικών ασκήσεων , οι οποίες δεν βασίζονται σε πραγματικό υλικό( αντόιθετα με αυτό που στηρίζεται σε δικογραφίες) στη δικαστηριακή πρακτική πιο ομαλό. Η εξοικείωσή του σπουδαστή κατά το στάδιο της προετοιμασίας με την πραγματικότητα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει  σε μικρό χρονικό διάστημα είναι η λυδία λίθος της προετοιμασίας του. Αν η προετοιμασία δεν έχει τα ανωτέρω αδρά χαρακτηριστικά , τότε ο νέος δικαστικός λειτουργός θα είναι αποστεωμένος και στερημένος από τα μορφολογικά στοιχεία που θα τον εντάξουν ομαλά στον δικαστηριακό στίβο( παραδείγματα). Η μετάγγιση ξηρών γνώσεων και η επανάληψη αυτών που διδάχθηκε στο πανεπιστήμιο αφαιρεί από την ΕΣΔΙ χαρακτηριστικά της φύσεως και της αποστολής της. Επίσης η  σύλληψη της πολιτικής διάστασης του ποινικού δικαίου( εγγυητική και προστατευτική των πολιτών από κάθε αυθαιρεσία) θα καταστήσει το νέο δικαστικό λειτουργό εγγυητή των όχι μόνο της κοινωνικής ειρήνης , αλλά προστατευτική ασπίδα του πολίτη από κάθε επίθεση της κρατικής αυθαιρεσίας.
Β) ως  προς την φύση και την αποστολή των δικαστικών λειτουργών οι επιρροές τόσο της διδασκαλίας του ποινικού δικαίου , όσο και της φύσης και της αποστολής τους ίσως είναι σημαντικότερες από το στενά εκπαιδευτικό έργο. Ειδικότερα οι αρνητικές επιρροές είναι βέβαιο ότι θα καταστήσουν τους δικαστικούς λειτουργούς εν δυνάμει δημοσίους υπαλλήλους αποστειρωμένους από τις αξίες του ποινικού δικαίου και τις αντίστοιχες της απονομής της δικαιοσύνης, καθιστώντας αυτούς απλούς διεκπεραιωτές και επεξεργαστές δικογραφιών. Αντίθετα η καλλιέργεια του φρονήματος, της ανεξαρτησίας της γνώμης , η  ουσιαστική ενστάλαξη της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, η μεταφορά παραστάσεων από την κοινωνική ζωή της Χώρας, η ενίσχυση της πίστης στις αρχές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου  και κυρίως η εμπέδωση της πίστης ότι κάθε κάτοικος της Χώρας είναι φορέας του  ύψιστου ανθρώπινου δικαιώματος της ανθρώπινης αξίας θα αποτελέσουν αντίβαρα σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησής τους από όποια πλευρά κι αν προέρχεται αυτή.  Η φύση της εκπαίδευσης και η εναρμόνισή της με τη φύση και το σκοπό της σχολής διαμορφώνει τον χαρακτήρα του δικαστικού λειτουργού σε όλο το φάσμα της ποινικής δίκης. Τη σχέση με τους δικηγόρους και τη συμπεριφορά τους προς αυτούς, αλλά και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον κατηγορούμενο, δηλαδή όχι ως αντικείμενο της ποινικής δίκης , αλλά το κύριο υποκείμενο, που ανεξάρτητα με τις κατηγορίες που τον βαραίνουν έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη , αλλά κυρίως να αντιμετωπισθεί , ως άνθρωπος  με όποια δικαιώματα απορρέουν , έστω κι αν ο τελευταίος με τη συμπεριφορά του τα έχει αναιρέσει ως προς άλλους.
Ιδιαίτερα για τους εισαγγελικούς λειτουργούς οι θετικές ή οι αρνητικές επιρροές μπορεί να είναι μεγαλύτερες, καθόσον ένα μεγάλο μέρος της ποινικής δίκης ( προδικασία , εκτέλεση ποινών) ασκείται από αυτόν. Ειδικότερα η επικέντρωση καθόλη τη διάρκεια  της εκπαίδευσης, ότι ο εισαγγελέας από βραχίονας της εκτελεστικής εξουσίας  κατέστη ισόβιος δικαστικός λειτουργός ( Σύνταγμα 1975 και Οργαν Δικαστηρίων) ασκεί μεγάλη επίδραση στην μετέπειτα επαγγελματική τους εξέλιξη. Ειδικότερα ο εισαγγελικός λειτουργός αφήνοντας την ΕΣΔΙ θα πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει βαθιά , ότι είναι Δικαστικός Λειτουργός απαραίτητος για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και δρά ως αμερόληπτο όργανο αυτής και κυρίως ότι  δεν είναι διάδικος στην ποινική δίκη  και οφείλει να ενεργεί  όχι μόνο κατά, αλλά και υπέρ του κατ/νου, έχει δηλ υποχρέωση αντικειμενικότητας, κάτι το οποίο δυστυχώς στην πράξη αρκετές φορές εγκαταλείπεται, καθόσον λειτουργούν κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και πρότυπα του δημοσίου κατηγόρου από το αγγλοσαξωνικόσύστημα, που θέλουν τον εισαγγελέα να υποστηρίζει με φανατισμό την κατηγορία , κάτι όμως που είναι αντίθετο με τη φύση και την αποστολή του.
                                             Επίμετρο
Οι ανωτέρω σκέψεις από την μακρόχρονη εμπειρία μου , ως εισαγγελικού λειτουργού, αλλά και ως διδάσκοντος στην ΕΣΔΙ, απηχούν ίσως τον ιδανικό τρόπο διδαχής του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά και του ρόλου και της αποστολής του δικαστικού λειτουργού. Οφείλω όμως να τονίσω, ότι όσο κι αν η εν γένει διδασκαλία στα πανεπιστήμια και την ΕΣΔΙ προσπαθούν να στοχεύσουν στο ιδανικό, οι επιρροές από την καθημέρα πράξη του δικαστικού λειτουργού και του εφαρμοστή του δικαίου γενικότερα ή αναιρούν τα ανωτέρω ή στην καλύτερη των περιπτώσεων απομακρύνουν το νέο εφαρμοστή του δικαίου από τις αρχές που ενσταλάχθηκαν σε αυτόν κατά την διάρκεια της εκπαίδευσής του.
¨Εχει ειπωθεί ότι η ποινική δίκη είναι η μητέρα των δικών , διότι είναι η ανάγλυφη τοιχογραφία μιας κοινωνίας. Είναι ο τόπος που εμφανίζονται οι εν γένει πολιτιστικές συμπεριφορές ενός κοινωνικού συνόλου, που είναι οργανωμένο σε κρατική οντότητα. Εκεί αποκαλύπτονται με τον πιο εναργή τρόπο οι δικαιικές αντιλήψεις ενός λαού και είναι ο χώρος όπου οι παράγοντες της ποινικής δίκης ( δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι) πρέπει να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους όχι μόνο για την ανεύρευση της ουσιαστικής αλήθειας και της ανάδειξης των δικονομικών εγγυήσεων που πρέπει να φθάσουμε σε αυτήν, αλλά για την διαπαιδαγώγηση μιας κοινωνίας, ως προς τις αρχές και τις αξίες που πρέπει να διέπουν την μητέρα των δικών. Την ποινική δίκη.
Αυτός ο εαυτός που όλοι μας φανερώνουμε στη  «θεατρική παράσταση» που λέγεται ποινική δίκη είναι αυτός που πρέπει ή θα θέλαμε στο βάθος της ψυχής μας  να φανερωθεί; Φοβάμαι ότι είτε αντικειμενικές συνθήκες είτε υποκειμενικές είτε και αμφότερες αναδεικνύουν στάσεις και συμπεριφορές που δεν συμβάλλουν σε αυτή την εικόνα. Η τελμάτωση της ποινικής δικαιοσύνης από τον ανεξέλεγκτο όγκο των υποθέσεων , αλλά και ένας ατταβισμός που διακρίνει τους παράγοντες της ποινικής δίκης , αποτελούν αρνητικά παραδείγματα για τους νέους εφαρμοστές του δικαίου.
Ϊσως είναι καιρός όλοι μας να αναρωτηθούμε( οι παλαιότεροι δικαστικοί λειτουργοί-δικηγόροι) ότι οι επιρροές στην απονομή της ποινικής δικαοσύνης δεν είναι έργων των πανεπιστημίων και της ΕΣΔΙ αλλά όλων μας.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ