( Επ’ ευκαιρία του πρόσφατου προβληματισμού από τις λαϊκές συγκεντρώσεις κατά την εκδίκαση σημαντικών ποινικών υποθέσεων που ενδιαφέρουν το δημόσιο αίσθημα, απευθυνόμενες και σε μη νομικούς ).
****
Οι λαϊκές πολιτικές συγκεντρώσεις, που απευθύνονται κατά της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας, δηλ. της Βουλής και της Κυβέρνησης, ( ή άλλων φορέων εκτελεστικής εξουσίας όπως η Τοπική αυτοδιοίκηση, Αστυνομικές Αρχές ή άλλα κατάλληλα εξουσιοδοτημένα για την άσκηση εξουσίας εκτελεστικά όργανα ), αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο των σύγχρονων κοινωνιών και εντάσσονται μέσα στα όρια του καθημερινού πολιτικού γίγνεσθαι και σε εκείνη την δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης που τείνει ( συνήθως ) σε μεγαλύτερη ομογενοποίηση και ισότητα ευκαιριών των μελών κάθε κοινωνίας.
Οι συγκεντρώσεις αυτές, στο βαθμό που απευθύνονται κατά των φορέων εξουσίας που είναι υπεύθυνοι για τη λήψη υποθετικά επιβλαβών αποφάσεων ή για την παράλειψη λήψης μέτρων προς αποφυγή δυσμενών κοινωνικών - οικονομικών καταστάσεων, είναι αναμφίβολα νόμιμες και θεμιτές μέσα στο δικαιοπολιτικό μας σύστημα, ( άρθρα του Συντάγματος 11 παρ. 1 για την ελευθερία των συναθροίσεων και 14 παρ. 1 για την ελευθερία διατύπωσης των στοχασμών προφορικά, γραπτά ή δια του τύπου), είτε γίνονται εκ των προτέρων – δηλ. πριν τη λήψη μιας απόφασης ή ενός μέτρου – είτε εκ των υστέρων, αφού πάντα υπάρχει η δυνατότητα αναθεωρήσεως όσων αποφασίσθηκαν.
Σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται θεμιτή η πολιτική πίεση που προσπαθούν να ασκήσουν οι διαδηλωτές προς μία από δύο τουλάχιστον επιλέξιμες, εξίσου νόμιμες, εναλλακτικές πολιτικές λύσεις σε ένα ζήτημα, μεταξύ των οποίων καλούνται να διαλέξουν εκείνοι που αποφασίζουν. Ακόμη και η χωρίς επιχειρήματα διαμαρτυρία έχει υπέρ αυτής το αυταπόδεικτο επιχείρημα ότι μια, κατά το εφικτό σημαντική, μερίδα του λαού είναι αντίθετη προς μία πολιτική λύση ή προκρίνει μία άλλη. Αυτό το επιχείρημα, του να ακουστεί δηλαδή η φωνή του λαού, γίνεται δικαιολογημένα δεκτό, διότι : (α) τα πολιτικά σώματα, που έχουν την αποφασιστική αρμοδιότητα, (κυρίως η εκάστοτε Βουλή και η υπεύθυνη Κυβέρνηση ), έχουν διακριτική ευχέρεια, δηλαδή μπορούν να επιλέξουν την πλέον κατάλληλη για τους σκοπούς που θέλουν να υπηρετήσουν λύση και με τη μικρότερη επίπτωση σε άλλα έννομα αγαθά, κατά την ελεύθερη εκτίμησή τους, η οποία οριοθετείται πάντως από το ίδιο το Σύνταγμα και βέβαια από την ποινική νομοθεσία, επομένως τα εν λόγω σώματα είναι και δεκτικά σε ελεύθερη συζήτηση, αναθεωρήσεις, προσαρμογές, συμπληρώσεις κλπ., (β) τα ίδια πολιτικά σώματα είναι οιονεί «εντολοδόχοι» του εκλογικού σώματος με βάση τις γενικές υποσχέσεις που έδωσαν προεκλογικά σε αυτό οι εκλεγέντες εκπρόσωποί του (βουλευτές), ώστε η φωνή του λαού ως «εντολέα» δικαιούται να σταθμιστεί στην εξεύρεση της κοινωνικά ορθότερης λύσης, (γ) τυχόν αστοχία εκ μέρους τους στην εξεύρεση της ορθής λύσης, από λανθασμένη εκτίμηση των δεδομένων, επιφέρει τον καταλογισμό σε βάρος τους απλώς πολιτικής ευθύνης, ώστε στην χειρότερη περίπτωση δεν πρόκειται να εκλεγούν κατά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ως γνωστόν οι βουλευτές ως μέλη της νομοθετικής εξουσίας δεν διώκονται ποινικά για ψήφο που έδωσαν ή γνώμη που εξέφρασαν στο πλαίσιο του λειτουργήματός τους, ( βουλευτική ασυλία – άρθρο 61 παρ. 1 του Συντ. ). Οι υπουργοί και ο πρωθυπουργός ως όργανα της εκτελεστικής εξουσίας διώκονται ποινικά για πράξεις και παραλείψεις τους αναγόμενες στα καθήκοντά τους, μόνο με απόφαση της Βουλής και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις των άρθρων 85 και 86 του Συντάγματος και του άρθρου 14 του ν. 4622/2019.
Ερωτάται, όμως, είναι άραγε το ίδιο, όταν οι λαϊκές συγκεντρώσεις γίνονται έξω από δικαστήρια που συνεδριάζουν και, ειδικότερα, όταν αυτά καλούνται να αποφασίσουν για υποθέσεις εγκλημάτων, των οποίων τα πραγματικά περιστατικά σχετίζονται με δυσμενείς πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις, που εύλογα ενδιαφέρουν το δημόσιο αίσθημα..;
Κατ’ αρχάς πρέπει να διακρίνουμε την περίπτωση, όπου οι πολίτες διαμαρτύρονται αφηρημένα για τις ίδιες τις προαναφερθείσες πολιτικές κλπ. καταστάσεις, είτε αποδέκτης των διαμαρτυριών είναι το ίδιο το «κράτος» εν γένει, είτε διάφορες συλλογικές οντότητες, κόμματα κλπ., ακόμη και επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής μιας σχετικής δίκης που δεν έχει ακόμη περατωθεί, αλλά πάντα εκτός του χώρου του δικάζοντος δικαστηρίου, ( λ.χ. διαμαρτυρία για το κοινωνικό φαινόμενο του ρατσισμού ενόψει μιας δίκης που φαίνεται να έχει κίνητρα ρατσιστικά ). Στην περίπτωση αυτή της εν εξελίξει δίκης και της αφηρημένης διαμαρτυρίας, οι συγκεντρώσεις πρέπει να θεωρούνται νόμιμες με βάση τις συνταγματικές αρχές της ελευθερίας των συναθροίσεων και της δημόσιας κριτικής, ( βλ. τα αναφερόμενα στην 1η παρ/φο άρθρα του Συντ/τος ), διότι η διαμαρτυρία δεν έχει ως αποδέκτη το συγκεκριμένο κάθε φορά δικαστήριο και στρέφεται εναντίον της εγκληματικής πράξης σαν τέτοιας και όχι εναντίον των συγκεκριμένων ατόμων που είναι κατηγορούμενοι και επομένως δεν γεννάται θέμα αντιθέσεως σε άλλες υπέρτερες αρχές του συντάγματος και του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου που είναι εξίσου δεσμευτικές ( περί των οποίων βλέπε κατωτέρω ). Εφόσον, δε, πρόκειται για ήδη περατωμένη δίκη, η κριτική της οποιασδήποτε αποφάσεως του δικαστηρίου γίνεται δεκτό ότι είναι ελεύθερη βάσει της αρχής «και οι κρίνοντες κρίνονται», είτε με γραπτό λόγο στον τύπο είτε με δημόσιο προφορικό λόγο.
Διαφορετική είναι η περίπτωση, όπου η συγκέντρωση γίνεται έξω από τις πόρτες συνεδριάζοντος ποινικού δικαστηρίου προετοιμαζόμενου να εκδώσει την απόφασή του περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων σε συγκεκριμένη υπόθεση και όταν οι συγκεντρωμένοι απευθύνονται προς τα μέλη του δικάζοντος δικαστηρίου και ζητούν πιεστικά από αυτά να εκδώσουν απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με την περί δικαίου αντίληψη που έχουν σχηματίσει οι συγκεντρωμένοι, απαιτείται από αυτούς να είναι : είτε (1) απόφαση υπέρ της ενοχής των κατηγορουμένων, ( σε πρόσφατη μάλιστα δίκη το σύνθημα υπήρξε καθαρό «δεν είναι αθώοι»), οπότε την ερμηνεύουν παράλληλα ως αποδοκιμασία των ιδεολογιών και κοινωνικών φαινομένων, που φέρονται ότι αποτέλεσαν το πρόσχημα ή το κίνητρο των εγκλημάτων που δικάζονται, είτε (2) απόφαση υπέρ της αθωότητας των κατηγορουμένων, οπότε την ερμηνεύουν παράλληλα είτε ως επιδοκιμασία των πολιτικών ή θρησκευτικών ιδεών τους, είτε ως κατίσχυση των δικαίων της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, ή του φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού τους κλπ., ανάλογα με το διακύβευμα κάθε δίκης.-
Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να απαντήσουμε στο ανωτέρω ερώτημα, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα σχετικά με τη φύση, τους σκοπούς και τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης σαν μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες :
(1) Η Δικαιοσύνη σαν ξεχωριστή κρατική λειτουργία με λειτουργούς πρόσωπα διαφορετικά από τους βασιλείς και γενικά τους ισχυρούς ευγενείς, που ασκούσαν από παλιά την εκτελεστική εξουσία, αλλά και τη νομοθετική, ( ήτοι αριστοκρατικούς και ολιγαρχικούς που αποτελούσαν τα διάφορα διοριζόμενα νομοθετικά σώματα, όπως βασιλικά συμβούλια, γερουσίες κλπ. ), δημιουργήθηκε ιστορικά πρώτη φορά στην αθηναϊκή δημοκρατία και όσες αρχαίες ελληνικές πόλεις ακολουθούσαν το πολίτευμά της. Τότε έγινε συνείδηση ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι που ασκούν την κρατική εξουσία και ενδέχεται να έλθουν σε αντιδικία με πολίτες, να είναι συγχρόνως και οι δικαστές τους. Αυτή είναι βασικά η έννοια του «κράτους δικαίου», δηλαδή ότι το κράτος υπόκειται και το ίδιο στους νόμους που έχει θέσει και κάποιος ανεξάρτητος τρίτος θα κρίνει αν όντως οι φορείς της κρατικής εξουσίας έχουν συμμορφωθεί έναντι των πολιτών τους με τους νόμους που έχουν οι ίδιοι θέσει. Μέσω αυτής της ιδέας εξασφαλίζεται και η θέση της εκάστοτε μειοψηφίας. Έτσι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη αποβαίνει συστατική ιδέα του πυρήνα της δημοκρατίας μαζί με τις εκλογές για τις θέσεις κυβερνητών και όχι μόνο οι τελευταίες, αφού μόνο με αυτές ( τις εκλογές ) και χωρίς ανεξάρτητη δικαιοσύνη, είναι δυνατόν και αυταρχικά καθεστώτα να «νομιμοποιηθούν» τυπικά και να καταστούν ανεξέλεγκτα. Στην αρχαία Αθήνα λοιπόν συστάθηκαν πρώτη φορά ανεξάρτητα από τους διοικούντες άρχοντες δικαστικά σώματα, πολυμελή σε μεγάλο βαθμό, αποτελούμενα από πολίτες που επιλέγονταν με κλήρωση, δηλαδή ίσχυε το ορκωτό σύστημα επιλογής των δικαστών που ήσαν ένορκοι, ( η Ηλιαία και τα τμήματά της, - βλ. Βικιπαίδεια ), οι οποίοι δίκαζαν τις υποθέσεις, κατ’ αντιδικία, με τη βοήθεια λογογράφων – ρητόρων ως συνηγόρων της κάθε πλευράς, με ισηγορία των διαδίκων και με δυνατότητα εξετάσεως αυτών κατ’ αντιπαράσταση, ενώ ως αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιούνταν οι καταθέσεις μαρτύρων εκατέρωθεν, προφορικές ή γραπτές, καθώς και η ανάγνωση κρίσιμων εγγράφων, ( βλ. άρθρο στο διαδίκτυο με τίτλο «Μια ημέρα στα Αρχαία Αθηναϊκά Δικαστήρια του Χρ. Βούλγαρη, με πηγή την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη ). Παρόμοια με αυτό το δικαστήριο υπήρχαν και άλλα μικρότερα με το ίδιο σύστημα. Επίσης πρέπει να μνημονευθεί ότι ενίοτε ως δικαστήριο λειτουργούσε ολόκληρο το εκλογικό σώμα, δηλαδή η εκκλησία του Δήμου, αφενός με τη διαδικασία της εισαγγελίας, προκειμένου περί αδικημάτων ανατροπής του πολιτεύματος, προδοσίας, διαφθοράς και χρηματισμού αρχόντων, αφετέρου με την διαδικασία της προβολής, προκειμένου για αδικήματα κατά της θρησκείας ( ασέβεια ) ή για αδικήματα μη ορισμένης άλλης αρμοδιότητας. Διεξαγόταν δε κανονική δικαστική διαδικασία όπως στα λοιπά δικαστήρια και οι κρίσεις της εκκλησίας του Δήμου στις περιπτώσεις αυτές δεν αποτελούσαν ψηφίσματα, αλλά εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, ( βλ. τη μεταπτυχιακή εργασία της Δανάης Κωνσταντινοπούλου στο διαδίκτυο με τις εκεί παραπομπές ). Ειδικά οι δίκες για ανθρωποκτονίες ή βαριές σωματικές βλάβες από δόλο δικάζονταν από το δικαστήριο που ονομαζόταν «Βουλή του Αρείου Πάγου», που αποτελείτο από τους επώνυμους άρχοντες, ( αιρετούς ), των οποίων οι θητείες είχαν λήξει, έτσι ώστε δεν ταυτίζονταν με εκείνους που θα ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία κατά τη δίκη, ( βλ. άρθρο στο διαδίκτυο : «Τα δικαστήρια στην αρχαία Αθήνα» του Ιωάννη Κωτσή, με πηγή μεταξύ άλλων και κυρίως την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και το έργο Σφήκες του Αριστοφάνη ).
(2) Ενώ η λειτουργία της δικαιοσύνης οριοθετήθηκε έτσι έναντι των αρχόντων της εκτελεστικής εξουσίας, οριοθετήθηκε από την άλλη μεριά και έναντι του λαού, εφόσον αποκλείσθηκε η δυνατότητα να εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις χωρίς αποδεικτική διαδικασία και απολογία του κατηγορουμένου, με απλή προσφυγή στη λαϊκή ψήφο δίκην δημοψηφίσματος, με εξαίρεση στην αρχαία Αθήνα τις υποθέσεις εξοστρακισμού, όταν υπήρχε υποψία ότι κάποιος είχε σκοπό την κατάλυση της Δημοκρατίας. Ο αποκλεισμός της δημοψηφισματικής δικαιοσύνης υιοθετήθηκε, διότι ήταν φανερό ότι για να κρίνει κάποιος ορθά μια υπόθεση θα πρέπει να ακούσει τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς και τα περιστατικά που προκύπτουν από την ακροαματική διαδικασία, την οποία πρέπει να έχει παρακολουθήσει και να έχει δει τα συνακόλουθα πειστήρια, ήτοι έγγραφα, όπλα κλπ. και ακόμα να έχει μελετήσει ο ίδιος ή να έχει συμβουλή ειδικών ως προς το ποιοι νόμοι πρέπει να εφαρμοστούν κάθε φορά και ποια είναι η ερμηνεία τους. Η γνώση της κάθε υποθέσεως σε αυτή την έκταση δεν είναι δυνατή από όλο τον λαό παρά μόνο από ένα σώμα ειδικά προκαθορισμένο, το οποίο θα αναλαμβάνει και την ευθύνη των συνεπειών της κάθε απόφασης. Αν αφηνόταν η κρίση σε όλους τους πολίτες, με δεδομένα αφενός την ελλιπή γνώση ( περισσότερο ή λιγότερο ) από κάθε πολίτη τόσο για το πραγματικό όσο και για το νομικό μέρος της επίδικης υπόθεσης, αφετέρου δε την αδυναμία αποδόσεως ευθυνών για την τυχόν αστοχία της δικαστικής απόφασης στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι δεν θα αποφάσιζαν με βάση αντικειμενικά στοιχεία, αλλά με βάση τις προσωπικές τους συμπάθειες ή αντιπάθειες, όπως ακριβώς εκείνος ο Αθηναίος που ερωτηθείς γιατί ψήφισε υπέρ του εξοστρακισμού του Αριστείδη απάντησε «γιατί βαρέθηκα να ακούω να λένε ότι είναι δίκαιος». Κατ’ ανάγκη λοιπόν προκρίθηκε η λύση της απονομής της δικαιοσύνης από συγκεκριμένο σώμα πολιτών, ανεξάρτητο από τις άλλες εξουσίες, αδιαφόρως αν αυτοί εκλέγονται ή διορίζονται από πριν για όλες τις υποθέσεις ( τακτικοί δικαστές, λ.χ. Άρειος Πάγος ) ή κληρώνονται για συγκεκριμένη μόνο υπόθεση ( ένορκοι, λ.χ. Ηλιαία ). Οι εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν, όσον αφορά τις δικαστικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου παρατηρείται ότι δεν αποτελούσαν περιορισμένη υιοθέτηση της δημοψηφισματικής δικαιοσύνης, εφόσον διεξαγόταν πραγματική δίκη με όλους τους τύπους, έστω και με τις δυσκολίες σχηματισμού ασφαλούς δικαστικής πεποιθήσεως που προαναφέρθηκαν, καθόσον η μέριμνα για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης υποχωρούσε, κατά την τότε αντίληψη, μπροστά στον κίνδυνο για ολόκληρη την πολιτεία που εγκυμονούσαν τα δικαζόμενα αδικήματα και μπροστά στο καθολικό ενδιαφέρον των πολιτών για τη διατήρηση του πολιτεύματος. Όσον αφορά τις καθολικές ψηφοφορίες για εξοστρακισμό χωρίς την τήρηση καμιάς διαδικασίας, είναι γνωστό ότι οδήγησαν σε τραγικές καταχρήσεις.
(3) Το ανωτέρω σύστημα της θεσπίσεως δικαστηρίων, ανεξάρτητων κατά το δυνατόν από την εκάστοτε εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, υιοθετήθηκε ιστορικά από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη της Αναγέννησης και τα καθεστώτα της φωτισμένης δεσποτείας, με διαφορετικό ανά εποχή και χώρα βαθμό ανεξαρτησίας των δικαστών, πάντα αμφιλεγόμενο και διεκδικούμενο. Χαρακτηριστική έμεινε η απάντηση, κατά τον θρύλο προς τον Φρειδερίκο Β΄ τον Μεγάλο της Πρωσίας ενός μυλωνά στο Πότσδαμ, διαμαρτυρόμενου για κατάσχεση του μύλου του από το κράτος, ότι: «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο» - εννοείται ανεξάρτητοι από τον βασιλιά - η οποία προκάλεσε τον έπαινο του μονάρχη προς τους δικαστές της χώρας του, αφού ούτε ο ίδιος δεν περίμενε τέτοια απάντηση από έναν υπήκοο του. Το ίδιο σύστημα υιοθετήθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία και από τις σύγχρονες δημοκρατίες που συγκροτήθηκαν μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ επιδοκιμάσθηκε μέσα στην ιστορική διαδρομή από φιλοσόφους και στοχαστές, όπως ο Αριστοτέλης και ο Μοντεσκιέ, έτσι ώστε έχει γίνει αναπόσπαστο στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού.
(4) Απόλυτα σχετικός με το στόχο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται το σώμα των τακτικών δικαστών σε κάθε χώρα. Σύμφωνα με το σύστημα που έχει επικρατήσει στην πατρίδα μας και σε πολλές άλλες ( κυρίως ευρωπαϊκές ) χώρες, οι δικαστές δεν εκλέγονται από τον λαό, αλλά διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία επιλεγόμενοι μεταξύ επαγγελματιών νομικών, (=δικηγόρων ), κατόπιν εξετάσεων για την επάρκεια των νομικών τους γνώσεων. Στη χώρα μας παλιότερα ακολουθούσε δοκιμαστική περίοδος δύο ετών ονομαζόμενη «παρεδρία», κατά την οποία ο κάθε νέος δικαστής ουσιαστικά μαθήτευε υπό την επίβλεψη ενός παλιού προέδρου και με τη βοήθεια των παλιότερων δικαστών που συμμετείχαν στο τμήμα του. Ήδη μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις ακολουθεί φοίτηση σε ειδική σχολή δικαστών με θεωρητικά μαθήματα και ένα στάδιο πρακτικής εξάσκησης, τέλος δε νέες εξετάσεις και διορισμός με το βαθμό του παρέδρου που έχει διατηρηθεί ονομαστικά. Η επιλογή αυτή μέσω εξετάσεων και περιόδων δοκιμασίας έχει το πλεονέκτημα ότι προετοιμάζει τον νεόφυτο για ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και μεθόδου από εκείνον που απαιτείται για δικηγόρους, αφού πρόκειται για ξεχωριστά επαγγέλματα με διαφορετικό ρόλο μέσα στην αλυσίδα απονομής της δικαιοσύνης, στην οποία βέβαια όλοι είναι εξίσου αναγκαίοι και ισότιμοι. Το εν λόγω σύστημα επιλογής έχει υιοθετηθεί έναντι της εκλογής των δικαστών απευθείας από το λαό, διότι έτσι οι δικαστές μένουν αμέτοχοι στην πολιτική και κομματική διαπάλη και αποφεύγεται η δημιουργία διασυνδέσεων και ανταλλακτικών σχέσεων με τα κόμματα εξουσίας, που θα καθιστούσαν τη δικαιοσύνη άθυρμα των πολιτικών, αλλά και διαφόρων οικονομικών συμφερόντων, έτσι ώστε θα αναιρείτο από πλαγία οδό η ανωτέρω βασική αρχή της μη ταύτισης των δικαστών με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Το συχνά λεγόμενο ότι οι δικαστές που ορίζονται με τον τρόπο αυτό στερούνται λαϊκής νομιμοποιήσεως δεν αληθεύει, καθόσον οι δικαστές αντλούν τη νομιμοποίησή τους κατευθείαν από το Σύνταγμα, το οποίο έχει ψηφισθεί και αναθεωρηθεί από τους νόμιμους εκπροσώπους του λαού στις αντίστοιχες συντακτική και αναθεωρητικές Βουλές και προβλέπει τον τρόπο οργανώσεως της Δικαιοσύνης, ενώ αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τον καθορισμό της διαδικασίας επιλογής τους. Κάθε φορά δε που διενεργούνται βουλευτικές εκλογές, με τη συμμετοχή των συνδυασμών ή ανεξάρτητων υποψηφίων που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο, υπό τις εγγυήσεις του ισχύοντος Συντάγματος, στις οποίες, (εκλογές), κομβικό ρόλο παίζει η δικαστική λειτουργία, όπως συγκροτείται και οργανώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα, επαναβεβαιώνεται η βούληση του συνόλου του εκλογικού σώματος, που προσέρχεται να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία, όπως συνεχισθεί η συγκρότηση και η λειτουργία της δικαστικής λειτουργίας κατά τον μέχρι τότε ισχύοντα τρόπο. – Λέγεται επίσης ότι η επιδιωκόμενη από το σύστημά μας ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την πολιτική είναι στόχος ανέφικτος, ενόψει του ότι κατά το Σύνταγμα η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται τελικά από την εκάστοτε κυβέρνηση. Έχουν συζητηθεί πολλοί τρόποι επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης ( εκτός από την προσφυγή στη λαϊκή ψήφο ) και είναι προφανές ότι για όλους μπορεί να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα της επιλογής. Ο ισχύων τρόπος έχει το πλεονέκτημα ότι συμβαδίζει με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού το όργανο που κάνει την επιλογή, δηλαδή η κυβέρνηση, έχει την λαϊκή εντολή και εκπροσώπηση στις πιο πρόσφατες εκλογές. Ίσως η διατήρηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος είναι επιτυχέστερα επιτεύξιμη, εφόσον η εκάστοτε διοριζόμενη ηγεσία υπόκειται σε θεσμικά αντισταθμίσματα μέσα από το ίδιο το δικαστικό σώμα και δεν είναι ανεξέλεγκτη, ( γεγονός που πράγματι ισχύει σε ορισμένο βαθμό με τις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων ). - Η επίκληση πιθανών ταξικών χαρακτηριστικών που μπορεί να εμφιλοχωρούν με βάση το επικρατούν κοινωνικό-οικονομικό σύστημα και η σχετική κριτική που συχνά γίνεται δεν μπορούν να οδηγούν στην αναίρεση της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως έχει μέχρι σήμερα διαμορφωθεί, παρά μόνο σε τελειοποίησή της, μέσω μελετημένων νομοθετικών αλλαγών και συνταγματικών αναθεωρήσεων.
(5) Παράλληλα για να αποφευχθεί η συγκρότηση έκτακτων δικαστηρίων και ο διορισμός σε αυτά συγκεκριμένων φυσικών προσώπων ως δικαστών χωρίς εγγυήσεις αμεροληψίας, μετά το χρόνο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων που άγονται προς εκδίκαση, ( δηλαδή εκ των υστέρων ), έχει καθιερωθεί η αρχή του φυσικού ή νόμιμου δικαστή, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να στερηθεί, χωρίς τη θέλησή του, το δικαίωμα να δικασθεί από το δικαστήριο και τους δικαστές, που γενικά και αφηρημένα έχουν ορισθεί από το νόμο, πριν από την τέλεση των υπό κατηγορία πράξεων, προκειμένου να δικάσουν τα εγκλήματα που φέρονται ότι αυτές οι πράξεις στοιχειοθετούν, ( άρθρα 8 παρ. 1 του Συντ. και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ).
(6) Τα σύγχρονα ποινικά δικαστήρια σε όλο τον σύγχρονο δημοκρατικό κόσμο δεν κρίνουν και δεν καταδικάζουν αφηρημένα θρησκείες, ιδεολογίες ή κοινωνικά φαινόμενα εν γένει, παρά μόνο τη σχέση καθενός κατηγορουμένου με τις πράξεις του κατηγορητηρίου που τυποποιούνται στο νόμο ως εγκλήματα. Συνακόλουθα έχει απόλυτη ισχύ η συνταγματική αρχή που διατυπώνεται στο Σύνταγμα ( άρθρο 7 ) και στον ΠΚ ( άρθρο 2 ) ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο γραπτό, ακριβή ( χωρίς δηλαδή χρήση αναλογικών συμπερασμάτων ), προϋφιστάμενο της πράξης που δικάζεται και απαλλαγμένο από αοριστίες, όπως είναι αξιολογικές έννοιες και κρίσεις που συνδέονται με τις ποικίλες ιδεολογίες και φρονήματα, ( κατά τη λατινική έκφραση “nullum crimen nulla poena sine lege - scripta, stricta, praevia et certa”, ή όπως είναι γνωστή εν συντομία η αρχή αυτή : «n.c.n.p.s.l.»).
(7) Κατά την εξέταση του αν η κρινόμενη συμπεριφορά των κατηγορουμένων εμπίπτει στην κατά τον ποινικό νόμο περιγραφή εκείνου του εγκλήματος του οποίου η τέλεση αποδίδεται στους κατηγορουμένους από το κατηγορητήριο, οι δικαστές πρέπει να προσηλώνονται στο γράμμα και το νόημα του νόμου, καθώς και στις προσκομιζόμενες αποδείξεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να επηρεάζονται από τα θρησκευτικά ή ιδεολογικά τους πιστεύω, ή από τις τυχόν προκαταλήψεις τους, ή από συναισθήματα μίσους, οργής ή συμπάθειας. Εάν το αποδεικτικό συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουν με τον τρόπο αυτό, είναι αντίθετο από εκείνο που θα ήθελαν με βάση τις πεποιθήσεις τους, είναι υποχρεωμένοι να τις αγνοήσουν. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι υποχρεωμένοι να αγνοήσουν και τις πεποιθήσεις ανθρώπων με εξουσία, στους οποίους θα ήθελαν να γίνουν αρεστοί, καθώς και τις υπαγορεύσεις της λεγόμενης κοινής γνώμης του λαού, η οποία είναι ρευστή, εύκολα αλλάζει και εύκολα διαμορφώνεται από εξωνομικούς παράγοντες – φορείς διαφόρων συμφερόντων. Αυτό δεν αποτελεί απλή ευχή, αλλά υπάρχει συστηματική προσπάθεια να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο από πλέγμα δικονομικών διατάξεων με εξισορροπήσεις και επάλληλους ελέγχους. Ειδικότερα : α) κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, οι λοιποί παράγοντες της δίκης, ήτοι οι συνήγοροι υπερασπίσεως και πολιτικής αγωγής, καθώς και ο Εισαγγελέας και οι λοιποί σύνεδροι επί πολυμελών δικαστηρίων ελέγχουν τη συμπεριφορά και την κρίση των διευθυνόντων δικαστών σε όλα τα θέματα που μπορεί να επηρεάσουν την τελική κρίση, αντίστοιχα δε και ο διευθύνων ελέγχει την διαδικαστική συμπεριφορά των λοιπών συνέδρων, καθώς και του Εισαγγελέα και των συνηγόρων. Έτσι υπάρχει πλήθος ενστάσεων που μπορούν να προβληθούν με τελική την ένσταση εξαιρέσεως, η οποία γενομένη δεκτή οδηγεί στην απαλλαγή του αποδεδειγμένα προκατειλημμένου δικαστή από τα καθήκοντά του. Κατά δε την διάσκεψη των συνέδρων που γίνεται για την λήψη της αποφάσεως πριν από την έκδοσή της, ο κάθε δικαστής ελέγχει λογικά τα επιχειρήματα των άλλων και στο στάδιο αυτό υπάρχει ανταγωνισμός και όχι ανεκτικότητα χάριν της κοινώς και κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης, διότι όλοι είναι υπόλογοι και το λάθος του ενός καθιστά υπεύθυνους και τους άλλους. β) Κατά τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης τους οι δικαστές προσφεύγουν ως προς τα νομικά προβλήματα που αναφύονται σε βιβλία και γνωμοδοτήσεις έγκριτων νομομαθών και στην μέχρι τότε υφισταμένη νομολογία, κυρίως ανωτέρων και ανωτάτων δικαστηρίων. Οι αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου είναι ουσιαστικά δεσμευτικές, αλλά και των άλλων δικαστηρίων, εφόσον πρόκειται για παγιωμένη νομολογία, δεν μπορούν να αγνοηθούν, αλλά μόνο να ανασκευασθούν με επιμελημένη και επινοητική αιτιολογία. γ) Αλλά και ως προς τα πραγματικά περιστατικά, που οι δικαστές θα δεχθούν ως αποδειχθέντα προκειμένου να κρίνουν αν υπάγονται ή όχι στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, αυτοί περιορίζονται σε εκείνα που υποβλήθηκαν στην κρίση τους, αφού προσκομίσθηκαν από την κατηγορούσα αρχή ( Εισαγγελία ) και τους διαδίκους και έγιναν αντικείμενο ελέγχου και σχολιασμού από τους συνηγόρους των διαδίκων και τον Εισαγγελέα της έδρας. Είναι δε οι κανόνες της λογικής αυτοί που επιβάλλουν την αξιολόγηση της αποδεικτικής τους αξίας. Έτσι ένα έγγραφο αναμφίβολα γνήσιο υπερτερεί φυσικά από μία μαρτυρική κατάθεση διστακτική ή αντιφατική για το ίδιο γεγονός, όταν αυτά τα αποδεικτικά μέσα αντιφάσκουν μεταξύ τους. Η συμπλήρωση των γεγονότων με την φαντασία και με τις υποκειμενικές αξιολογήσεις των ίδιων των δικαστών ή οποιωνδήποτε τρίτων προσώπων, που δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία, δεν είναι αποδεκτές. Ομοίως δεν είναι αποδεκτές στη στάθμιση των αποδείξεων ούτε και οι αξιολογήσεις της κοινής γνώμης, που διαμορφώνεται από τις υποκειμενικές πεποιθήσεις του συνόλου των πολιτών και μάλιστα των πλέον επιδραστικών, καθώς και από τις γνώμες που διατυπώνονται στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο. Οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να αποφασίσουν αντίθετα προς την κοινή γνώμη, εάν τα αντικειμενικά στοιχεία υπαγορεύουν μια τέτοια κρίση.
(8) Τόσο η επίλυση των νομικών - ερμηνευτικών προβλημάτων των διατάξεων που καλούνται σε εφαρμογή, ( νομικό μέρος ) όσο και η στάθμιση των αποδείξεων, προκειμένου να εξαχθεί το αποδεικτικό συμπέρασμα για τα πράγματα, ( ουσιαστικό μέρος ) αποτελούν περιεχόμενο της αιτιολογίας των αποφάσεων, στην μείζονα και την ελάσσονα σκέψη τους αντίστοιχα. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Οι δικαστικές αποφάσεις, με το ανωτέρω επιβαλλόμενο περιεχόμενο, ελέγχονται για το αν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, κατ’ αρχήν με τα ένδικα μέσα ενώπιον ανωτέρων δικαστηρίων, καθώς επίσης και από την μετά την έκδοσή τους κριτική που γίνεται στο νομικό τύπο με νομικά επιχειρήματα και τέλος από επιθεωρητές στα πλαίσια τακτικών ετήσιων επιθεωρήσεων. Ακόμη το περιεχόμενο των αποφάσεων ως προς την συμφωνία τους με την ουσιαστική δικαιοσύνη ( φυσικό δίκαιο ), ελέγχεται, όταν υπάρχει εμφανής υπέρβαση των ορίων της λογικής, είτε στα πλαίσια της τακτικής επιθεωρήσεως, είτε έκτακτα κατόπιν αναφορών ενδιαφερομένων διαδίκων ή συνηγόρων, είτε μέσω άρθρων και κριτικής που γίνεται στον έντυπο ή στον ηλεκτρονικό μη νομικό τύπο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανακύπτουν και ποινικές ευθύνες. Ασυλία θεσμική δεν υπάρχει για τους δικαστικούς λειτουργούς που παραβαίνουν σκόπιμα τα καθήκοντά τους, ( βλ. για την ποινική ευθύνη των δικαστών από την άσκηση των καθηκόντων τους άρθρα : 237 περί δωροληψίας δικαστικών λειτουργών, 234 περί παραβιάσεως μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων, 243 περί νοθεύσεως δικαστικού εγγράφου, 251 περί παραβιάσεως δικαστικού απορρήτου, 254 περί αποσιωπήσεως λόγου εξαίρεσης σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του ΚΠΔ, ενώ για την αστική τους ευθύνη από την άσκηση των ίδιων καθηκόντων βλέπε άρθρα 99 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 2 του ν. 693/1977, όταν συντρέχει δόλος, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία του υπαιτίου δικαστικού προσώπου ).
(9) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΣΔΑ – Σύμβαση της Ρώμης από 4-11-1950 ), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/1974, και σύμφωνα με το άρθρο 71 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. ΚΠΔ), όπως ισχύει μετά το νόμο 4620/2019 από 1-7-2019, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 72Α του παλαιού ΚΠΔ, στον οποίο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 4596/2019, που αποδίδει κατά περιεχόμενο το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, «οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Επίσης, προκειμένου να κηρυχθεί κάποιος ένοχος από το δικαστήριο πρέπει οι δικαστές να έχουν σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για την ενοχή του, χωρίς να τους καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλιώς και η ελάχιστη αμφιβολία οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου. Επομένως, μέχρι τον σχηματισμό πλήρους δικαστικής πεποιθήσεως για την ενοχή του και την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος. Το εν λόγω τεκμήριο αθωότητας έχει υποχρέωση να το σέβεται προπαντός το δικαστήριο αλλά και κάθε άλλη κρατική αρχή, καθόσον αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα και ανήκει στον πυρήνα των κατά την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου, έχει δε και υπερνομοθετική ως εκ τούτου ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ( υπερισχύει δηλαδή των κοινών νόμων ως προβλεπόμενο σε διεθνή σύμβαση ). Το ιδιαίτερο αυτό δικαίωμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει όχι μόνο έναντι των κρατικών αρχών αλλά και έναντι τρίτων ιδιωτών, ( λ.χ. ανθρώπων του τύπου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου κλπ. ), με βάση την αρχή της τριτενέργειας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου, η οποία καθιερώνεται ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Η συνταγματική αυτή αρχή της τριτενέργειας πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζεται και για το εν λόγω δικαίωμα, ( μολονότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στο Σύνταγμα ), για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αφού είναι και αυτό κατά τη φύση του «δικαίωμα του ανθρώπου ως ατόμου» και έχει επίσης το χαρακτηριστικό της υπερνομοθετικής ισχύος, όπως ακριβώς και εκείνα τα συνταγματικά δικαιώματα για τα οποία ρητώς προβλέπεται από το Σύνταγμα η αρχή της τριτενέργειας.
-Από όλα τα προαναφερθέντα για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα για τις δημόσιες συγκεντρώσεις στους εγγύς χώρους δικαστηρίων που συνεδριάζουν, με σκοπό ασκήσεως πιέσεως επί των μελών τους να εκδώσουν αποφάσεις, αθωωτικές ή καταδικαστικές, σύμφωνες σε κάθε περίπτωση με τα ιδεολογήματα των συγκεντρωμένων :
Α) Απευθύνονται ατελέσφορα ( αλυσιτελώς ) σε παραλήπτες, που είναι υποχρεωμένοι να μην τις λάβουν υπόψη, εφόσον απλά αποτελούν έκφραση ενός μέρους της κοινής γνώμης. Οι δικαστές δεν έχουν διακριτική ευχέρεια, όπως η Βουλή και η Κυβέρνηση να λάβουν υπόψη τους την λαϊκή έκφραση γνώμης. Αντίθετα πρέπει να την αγνοήσουν, είτε όταν συμφωνεί, είτε ( ιδίως ) όταν αντίκειται προς το τελικό αποδεικτικό τους συμπέρασμα, καθόσον αποβλέπουν προς και δεσμεύονται από ( μόνο ) τις ερμηνείες του νόμου που προσφέρονται από τη θεωρία και τη νομολογία, από την ποιότητα των αποδεικτικών μέσων και από τους κανόνες της λογικής, για την πιστή τήρηση των οποίων και ελέγχονται πολλαπλώς, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι ενώ προκειμένου για τα ανωτέρω πολιτικά σώματα είναι δυνατή και θεμιτή η άσκηση «πίεσης» προς την κατεύθυνση της λύσης που προτείνουν οι συγκεντρωμένοι, η ίδια είναι αθέμιτη για τα δικαστήρια, αφού σε αυτά δεν είναι επιτρεπτό να ενδώσουν στην πίεση, άλλως διαπράττουν παράβαση καθήκοντος. Είναι δε διαφορετικής τάξεως ζήτημα η επιστημονική κριτική που ασκείται με αρθογραφία και λογικά επιχειρήματα για να αλλάξει μία ήδη διαμορφωμένη νομολογία των δικαστηρίων που είναι πιθανόν λανθασμένη. Αυτή η κριτική δεν συνιστά από μόνη της αθέμιτη πίεση, αλλά υποβοήθηση για την έκδοση ορθότερης απόφασης και τα δικαστήρια θα την λάβουν υποχρεωτικά υπόψη, οπότε είτε θα την αποδεχθούν, είτε θα την ανασκευάσουν. Άρα δεν είναι αναγκαία η επιπλέον άσκηση αθέμιτης πιέσεως με άλλους τρόπους για να ληφθεί υπόψη μια τέτοια επιστημονική κριτική.
Β) Η άσκηση παρόμοιας, όπως για τα πολιτικά σώματα, πιέσεως προς τα δικαστήρια για την έκδοση συγκεκριμένης αποφάσεως, μέσω λαϊκών συγκεντρώσεων, όταν συνοδεύεται και από την άσκηση ή και μόνο την απειλή βίας, που οδηγεί σε καταπτόηση και κάμψη του δικαστικού φρονήματος ανεξαρτησίας, ώστε να συμμορφωθεί με τις δήθεν «λαϊκές» απαιτήσεις, δεν αποσκοπεί παρά στην υποκατάσταση της δικαστικής κρίσης, που σχηματίζεται με τις προαναφερθείσες εγγυήσεις, από μία μερίδα αυτόκλητων λαϊκών δικαστών που δικαιοδοτούν με αυθαίρετες αξιολογήσεις και χωρίς ανάληψη αντίστοιχων ευθυνών. Κατά τούτο η εν λόγω πίεση είναι αντίθετη με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του «φυσικού ή νόμιμου δικαστή», όπως προεκτέθηκε. Επομένως, είναι όχι μόνο αθέμιτη αλλά και παράνομη. Το επιχείρημα ότι οι δικαστές έχουν την αναγκαία νομική θωράκιση για να αγνοήσουν την απειλή και να μην φοβηθούν τη βία και τον κατατρεγμό ( ή τη χλεύη και τον στιγματισμό που συνιστούν ψυχολογική βία ), είναι αβάσιμο, διότι μπορεί μεν ο κάθε δικαστής εσωτερικά στον ψυχικό του κόσμο να μην φοβηθεί, όμως αυτό δεν είναι καθόλου διαγνώσιμο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από ένα τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή. Αυτοί δικαιολογημένα μπορεί να σχηματίσουν την εντύπωση ότι η οποιαδήποτε απόφαση ήταν προϊόν του φόβου που ενέπνευσε στους δικαστές ένα έξαλλο πλήθος, ( λ.χ. ισλαμιστών ή ακροδεξιών ή ακροαριστερών ακτιβιστών αδιάφορο ), και έτσι να την αμφισβητήσουν. Τέλος δεν είναι λογικό να απαιτείται από ένα δικαστικό σώμα, που συνήθως και σωστά αντιπροσωπεύει τον μέσο άνθρωπο, να καλείται κάθε φορά να επιδείξει «ηρωικό» χαρακτήρα που υπερβαίνει το μέσο ανθρώπινο μέτρο.
Γ ) Περαιτέρω, ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται βία ή απειλή βίας προς το δικαστήριο από ένα συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά απλά να επιδιώκεται να «καταπεισθεί» αυτό επισείοντας απέναντί του τον κίνδυνο ενός κοινωνικού κακού, που αντιπροσωπεύει κατά τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές ο κατηγορούμενος. Και πάλι η ασκούμενη «λαϊκή» πίεση είναι αθέμιτη και αποβαίνει παράνομη για τους εξής λόγους : (α) Οι αξιολογήσεις που κάνουν οι συγκεντρωμένοι διαδηλωτές ζητώντας την καταδίκη ή την αθώωση κατηγορουμένων έχουν ως βάση την πολιτική, θρησκευτική και εν γένει ιδεολογική τοποθέτησή τους, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού δεν διαθέτουν νομικές γνώσεις, ούτε έχουν ακριβή γνώση των πραγματικών περιστατικών της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, μπορεί να εμφανισθεί το φαινόμενο, (όπως και πράγματι πρόσφατα συνέβη, καθώς και στο παρελθόν), να ζητείται από διαδηλωτές η καταδίκη κατηγορουμένων, γιατί φέρονται ότι ασπάζονται κάποια επικίνδυνη για την έννομη τάξη πολιτική ιδεολογία, ( λ.χ. ναζισμός, φασισμός, επαναστατικός κομμουνισμός κ.α. ), ή κάποια αντίθετη προς την κυρίαρχη ηθική κοινωνική τάση, (λ.χ. τεντιμποϊσμός, κίνημα διεμφυλικών ατόμων κ.α.), ή κάποια θρησκευτική δοξασία πρόσφορη για χειραγώγηση των πιστών, ( λ.χ. ριζοσπαστικός ισλαμισμός, σαϊντελογία, μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α. ) και γιατί η πίστη τους αυτή και μόνο αποτελεί δήθεν επαρκή απόδειξη πως έχουν τελέσει τα εγκλήματα που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Αντίστοιχα, δε, μπορεί να διαδηλώνουν οι ομοϊδεάτες τέτοιων κατηγορουμένων και να ζητούν την αθώωσή τους ισχυριζόμενοι ότι η δίωξή τους γίνεται για τις ιδέες τους. -Όπως προαναφέρθηκε, οι ποινικοί νόμοι μας τιμωρούν συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις ( όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια η οποία παραλείπεται ), οι οποίες περιγράφονται στους ποινικούς νόμους. Από αυτές πρέπει να προκαλείται, είτε βλάβη, είτε κίνδυνος, σε έννομα αγαθά τρίτων, ώστε να υπάρχουν παθόντες πραγματικοί ή δυνητικοί - φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι και το ίδιο το Δημόσιο ως οικονομική οντότητα ( Fiscus ) ή ως φορέας εξουσίας ( Imperium ). Οι πολιτικές, θρησκευτικές και άλλες ιδεολογικές απόψεις των δραστών είναι κατ’ αρχήν αδιάφορες, διότι συνιστούν γεγονότα όχι του εξωτερικού κόσμου, αλλά του εσωτερικού κόσμου των πολιτών και όσο δεν εκφράζονται δεν παράγουν συνέπειες στον εξωτερικό κόσμο. Όταν οι εσωτερικές αυτές απόψεις εξωτερικευθούν με γραπτό ή προφορικό λόγο, παραμένουν γενικά ανέλεγκτες από το νόμο, υπόκεινται δε μόνο στους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου που αναφέρονται στο άρθρο 14 του Συντάγματος, ( ήτοι δημοσιεύματα που έχουν σκοπό την διακινδύνευση της ασφάλειας της χώρας ή την βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος, ή την προσβολή γνωστής θρησκείας ή την προσβολή της δημόσιας αιδούς κλπ. ). - Η αναγωγή σε ιδιαίτερο έγκλημα μόνης της υιοθέτησης από κάποιον μιας, έστω πολιτικά επικίνδυνης ή ηθικά αμφίβολης ιδεολογίας, ( ακόμα και όταν εκφράζεται εξωτερικά γραπτά ή προφορικά, χωρίς όμως να παραβιάζει τους ανωτέρω νόμιμους περιορισμούς του δημόσιου λόγου για την προστασία υπέρτερων αγαθών, ήτοι χωρίς να αποσκοπεί σε ανατροπή του πολιτεύματος, σε προσβολή γνωστής θρησκείας κλπ. ), αντίκειται στην συνταγματική και νομοθετική αρχή ότι «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς προϋφιστάμενο νόμο», ( n.c.n.p.s.l. = άρθ. 7 του Συντ. και 2 του ΠΚ ). Είναι δηλαδή παράνομη ποινικοποίηση. Επομένως, οι διαδηλωτές, που ζητούν επιτακτικά να καταδικασθεί ένας κατηγορούμενος μόνο για την «επικίνδυνη» ιδεολογία του, ζητούν στην πράξη να παραβιασθεί η αμέσως ανωτέρω αρχή n.c.n.p.s.l. των άρθρων 2 ΠΚ και 7 του Συντάγματος ). – (β) Εξάλλου, η σχέση αιτίου - αποτελέσματος μεταξύ της πιθανής ακραίας ιδεολογίας ενός κατηγορουμένου και των συγκεκριμένων υπαρκτών στο νόμο εγκλημάτων, που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, είναι θέμα γενικότερης αποδείξεως, που αφορά τα κίνητρα των εγκληματικών πράξεων και αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, και κανενός άλλου, να αναδείξει τη σχέση αυτή λογικά από το σύνολο των προσκομιζομένων αποδείξεων κατά την εξέταση της συνδρομής ή μη του δόλου αυτού. Επομένως, όταν οι διαδηλωτές τυχόν ζητούν πιεστικά να καταδικασθεί κάποιος κατηγορούμενος, για πραγματικά προβλεπόμενα από το νόμο εγκλήματα που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, με μόνη σύνδεσή του με αυτά την ακραία ιδεολογία του, υπεισέρχονται αυθαίρετα στη θέση του δικαστηρίου και επιχειρούν να το χειραγωγήσουν ως προς το αποδεικτικό του συμπέρασμα, με αποτέλεσμα, εάν το επιτύχουν, να παραβιάζεται, ( έμμεσα αυτή τη φορά ), η αρχή του φυσικού δικαστή, ( άρθρα 8 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ). – (γ) Στην τελευταία περίπτωση, κατά την οποία προκαταλαμβάνεται από τους διαδηλωτές το αποδεικτικό συμπέρασμα του δικαστηρίου προς την κατεύθυνση της ενοχής, είναι προφανές ότι υπάρχει παραβίαση και του προαναφερθέντος τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, με βάση την ως άνω ( παρ. 8 ) γενομένη δεκτή αρχή της τριτενέργειας του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ατόμου, με παραβάτες πλέον τους ίδιους τους διαδηλωτές και τους οργανωτές της συγκέντρωσης «διαμαρτυρίας», οι οποίοι αποκτούν μέσω της τριτενέργειας την ιδιότητα του υποχρέου προς σεβασμό του ανωτέρω τεκμηρίου, στο βαθμό που επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη δικαστική κρίση και να υποκαταστήσουν τη δικαστική αρχή, όντας τρίτοι έναντι αυτής και του κράτους, ( που είναι οι κυρίως επιφορτισμένοι με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ατόμου ).
Κατά συνέπεια, σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η πίεση που ασκείται προς το δικαστήριο από τους συγκεντρωμένους διαδηλωτές αποβαίνει αθέμιτη και παράνομη, αφού με αυτήν επιδιώκεται παράνομο αποτέλεσμα. Η συμπεριφορές αυτές δεν δικαιολογούνται από συνταγματικές αρχές που είναι απολύτως υπέρτερες ως προς την συνταγματική τάξη και ισχύ από τις απειλούμενες και ενδέχεται να εμπίπτουν σε ποινικές διατάξεις, ανάλογα με την περίπτωση, ως ακολούθως, σύμφωνα με το νέο ΠΚ :
(1) Εάν επιχειρείται με βία ή απειλή βίας από τους συγκεντρωμένους να αλλοιωθεί έστω και πρόσκαιρα θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος και συγκεκριμένα η αρχή της δέσμευσης της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους ή η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, τότε στοιχειοθετείται το κακούργημα της εσχάτης προδοσίας του άρθρου 134 παρ.παρ. 1 και 3 περ. στ΄ και ζ΄ του ΠΚ, με απειλούμενη ποινή ισόβια ή τουλάχιστον 10ετή κάθειρξη.
(2) Εάν επιχειρείται με βία ή απειλή βίας να εξαναγκασθεί δικαστικός λειτουργός ή ένορκος να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του, ( ήτοι λ.χ. να εκδώσει καταδικαστική αντί αθωωτική απόφαση ), ή να παραλείψει νόμιμη πράξη επίσης αναγόμενη στα καθήκοντά του, ( ήτοι λ.χ. να παραλείψει την δέουσα ποινική αξιολόγηση της κατηγορίας ), τότε στοιχειοθετείται το πλημμέλημα του άρθρου 167 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 του ΠΚ, με απειλούμενη ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 2 ετών συν χρηματική ποινή.
(3) Εάν οι συγκεντρωμένοι διαδηλωτές, χωρίς να χρησιμοποιούν βία ή απειλή βίας ώστε να υποπίπτουν στο προηγούμενο άρθρο 167 ΠΚ, και χωρίς να έχουν τελέσει ενεργητική δωροδοκία κατά το άρθρο 237 του ίδιου κώδικα, επιχειρούν, με αθέμιτη επιρροή ή πίεση – όπως αυτή περιγράφηκε προηγουμένως – ή με απειλές άλλου είδους, εκτός βίας που καλύπτεται από το άρθρο 167, (όπως λ.χ. η απειλή για δυσφήμιση δια του τύπου), να επιβάλουν στους τακτικούς δικαστές ή στους ενόρκους την ενέργεια πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή την παράλειψη νόμιμης πράξης ή την ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένου κατηγορουμένου, τότε στοιχειοθετείται το πλημμέλημα του άρθρου 167Α του ΠΚ, με απειλούμενη ποινή φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους συν χρηματική ποινή.
(4) Όποιος από τους συναθροισθέντες, ενόψει της δίκης, με πρόθεση ήτοι εν γνώσει του, συμμετέχει σε συγκεντρωμένο πλήθος που διαπράττει με ενωμένες δυνάμεις κάποια από τις πράξεις του άρθρου 167 ΠΚ, χωρίς να αποδεικνύεται και η δική του συμμετοχή στις πράξεις αυτές, δηλαδή στη χρήση βίας ή στην απειλή αυτής, αυτός διαπράττει κατά το άρθρο 170 παρ. 1 του ΠΚ το πλημμέλημα της στάσης και τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 έτη ή με χρηματική ποινή. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου οι υποκινητές της στάσης, καθώς και όσοι μεταχειρίστηκαν βία ή την απειλή βίας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι οι λαϊκές συγκεντρώσεις, που γίνονται έξω από δικαστήρια που συνεδριάζουν για υποθέσεις εγκλημάτων, των οποίων τα πραγματικά περιστατικά σχετίζονται με δυσμενείς πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες εύλογα ενδιαφέρουν το δημόσιο αίσθημα, όταν οι συγκεντρωμένοι απευθύνονται προς τα μέλη του δικάζοντος δικαστηρίου και ζητούν από αυτά ασκώντας πίεση να εκδώσουν απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο, ( αθωωτικό ή κυρίως καταδικαστικό ), δεν αποτελούν επιτρεπτή και επιθυμητή ενάσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας της έκφρασης γνώμης, αλλά στοιχειοθετούν καθαυτές τουλάχιστον την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 167Α του νέου ΠΚ, ( όταν δεν γίνεται χρήση βίας ή απειλών βίας ), καθόσον η πίεση που ασκείται με αυτές είναι αθέμιτη, με βάση το περιεχόμενο και τον σκοπό της, στο βαθμό και στην έκταση που αντιστρατεύεται βασικές αρχές λειτουργίας της Δικαιοσύνης ως κρατικής λειτουργίας, δηλαδή, α΄) εκείνη του φυσικού δικαστή, και β΄) εκείνη που ορίζει ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς προϋφιστάμενο νόμο που να ορίζει σαφώς τα στοιχεία του εγκλήματος αυτού, ( όταν ως έγκλημα εκλαμβάνεται η όποια ιδεολογική τοποθέτηση του κατηγορουμένου ), καθώς και γ΄) την αρχή περί τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ( όταν ζητείται από τους συγκεντρωμένους η καταδίκη του με βάση την πεποίθηση της κοινής γνώμης περί της ενοχής του ). Αυτές οι συνταγματικές αρχές, ( οι α΄ και β΄ ), ή πάντως υπερνομοθετικές αρχές, ( η γ΄ ), δεν μπορούν να κάμπτονται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις συγκρούσεως προς αυτές, μπροστά στο δικαίωμα συγκέντρωσης και διαμαρτυρίας των συγκεντρωμένων, ( άρθ. 11 του Συντ. ), ούτε στο δικαίωμα έκφρασης γνώμης, ( άρθ. 14 του Συντ. ), διότι είναι υπέρτερες κατά τη συνταγματική τάξη και ισχύ από τα εν λόγω δικαιώματα, ( ένας δικαστικά αδικημένος πολίτης σημαίνει ότι όλοι μπορεί να αδικηθούμε και το πολίτευμα να εκπέσει σε τυραννία έστω και της πλειοψηφίας ).
- Περαιτέρω, οι συγκεντρώσεις αυτές είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε διάπραξη σοβαρότερων αδικημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει χρήση βίας ή απειλής βίας από τους διαδηλωτές, ( άρθρα 167 παρ. παρ. 1-2 και 170 παρ. 1 του νέου ΠΚ - στάση ) και εφόσον επιδιώκεται να αλλοιωθούν, έστω και πρόσκαιρα, με τη χρήση ή την απειλή βίας, οι θεμελιώδεις αρχές, α) της δέσμευσης των δικαστηρίων από το Σύνταγμα και τους νόμους και β) της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ( εσχάτη προδοσία - άρθρο 134 παρ.παρ. 1 και 3 περ. στ΄ και ζ΄ του νέου ΠΚ ).
21-11-2020.
Αθανάσιος Δαββέτας
Πρόεδρος Εφετών Αθηνών,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ