Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Πρόταση υπέρ της νομοθετικής κατοχύρωσης του δικαιώματος του δικολογείν για τους δικαστικούς λειτουργούς

Πρόταση υπέρ της επιδίωξης νομοθετικής κατοχύρωσης του δικαιώματος του δικολογείν για τους δικαστικούς λειτουργούς στις προσωπικές τους υποθέσεις ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων

 

 Βόμβα Αντώνη, Πρωτοδίκη

Είναι σχήμα οξύμωρο το γεγονός ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τον νόμο και να εκδώσουν αποφάσεις με βάση αυτόν και τα υποβαλλόμενα από τους διαδίκους (διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους) αιτήματα, δεν έχουν οι ίδιοι την ικανότητα προς το δικολογείν, όταν άγονται προσωπικές τους υποθέσεις ενώπιον των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική για αυτούς η προσφυγή στις υπηρεσίες δικηγόρου, με την αντίστοιχη επιβάρυνσή τους, οικονομική και κάθε άλλης μορφής.


Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 ΚπολΔ οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να παρίστανται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων με δικηγόρο, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου. Σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 και 30 παρ. 1 ΚΔΔ, οι ιδιώτες διάδικοι διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με δικηγόρο, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται ειδικότερα στην παράγραφο 2 του άρθρου 27 ΚΔΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 π.δ. 18/1989, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ενώπιον του ΣτΕ οι ιδιώτες διάδικοι δεν μπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως για να αναπτύξουν την υπόθεση, αλλά μόνο με δικηγόρο, ο οποίος είναι διορισμένος στον Άρειο Πάγο ή είναι καθηγητής νομικής σχολής πανεπιστημίου. Σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 τελ. εδάφιο ν. 4194/2013, η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή δια δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο. Η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις αυτές υποχρεωτικότητα της εκπροσώπησης των ιδιωτών από δικηγόρο ενώπιον των δικαστηρίων θεμελιώνεται στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται με την απονομή της δικαιοσύνης εν γένει (ΑΠ 630/2023) και στη διαφύλαξη τόσο του ιδιωτικού συμφέροντος του διαδίκου όσο και του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος με την εξασφάλιση της νομικής κατάρτισης του εκπροσώπου του διαδίκου που διαφυλάσσει την προστασία των συμφερόντων του διαδίκου και εξυπηρετεί την ομαλή διεξαγωγή της δίκης (ΑΠ 604/1989).
Όλοι οι ως άνω σκοποί διασφαλίζονται πλήρως στην περίπτωση των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν, κατά τεκμήριο, την αναγκαία νομική κατάρτιση, προκειμένου να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις για προσωπικές τους υποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 περ. α’ ν. 4871/2021, προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό εισαγωγής δικαστικών λειτουργών στην ΕΣΔΙ είναι η συμπλήρωση 2 ετών άσκησης δικηγορίας ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος με συμπλήρωση 1 έτους άσκησης δικηγορίας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό ή η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου επί 3ετία με πτυχίο νομικής σχολής που αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ή η ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή του μέλους του ΝΣΚ. Στην πράξη η συντριπτική πλειοψηφία των εισαγομένων στην ΕΣΔΙ εκπαιδευόμενων δικαστικών λειτουργών έχουν συμμετάσχει επιτυχώς σε διαγωνισμό υποψήφιων δικηγόρων κατ’ άρθρο 18 ν. 4194/2013. Περαιτέρω, οι δικαστικοί λειτουργοί για να αποκτήσουν την ιδιότητά τους πρέπει αφενός μεν να επιτύχουν στις εξετάσεις αποφοίτησης της ΕΣΔΙ και να συμπεριληφθούν στους πίνακες επιτυχόντων κατ’ άρθρο 29 ν. 4871/2021, αφετέρου δε να περατώσουν επιτυχώς το στάδιο της πρακτικής άσκησης, κατ’ άρθρο 31 του ιδίου νόμου. Πέραν τούτων, μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους οι δικαστικοί λειτουργοί αποκτούν σε σύντομο χρονικό διάστημα εμπειρία στον εντοπισμό, συνοπτική έκθεση και αξιολόγηση των κρίσιμων για κάθε διαφορά νομικών και πραγματικών δεδομένων.
Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί βασίμως ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν έχουν την αναγκαία νομική κατάρτιση και ικανότητα, ώστε να διεξάγουν αυτοπροσώπως, εφόσον το επιθυμούν, τις προσωπικές τους υποθέσεις που άγονται ενώπιον των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, με το ισχύον καθεστώς είναι υποχρεωμένοι να προσφύγουν σε υπηρεσίες δικηγόρου, ανεξάρτητα από το εάν επιθυμούν να επιτελέσουν οι ίδιοι την νομική εργασία που απαιτείται για τη διεξαγωγή των υποθέσεών τους που άγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε δίκες διόρθωσης των πρώτων εγγραφών στο Εθνικό Κτηματολόγιο, διανομής κοινής περιουσίας, προσβολής της προσωπικότητας, μισθωτικών διαφορών, διαφορών από τροχαίο ατύχημα, διεκδίκησης μισθολογικών αξιώσεων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κ.α. Είναι αναπόφευκτη στη σύγχρονη κοινωνία, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας, η προσωπική εμπλοκή δικαστικών λειτουργών είτε σε αντιδικίες αστικού χαρακτήρα είτε σε διαφορές με τη Διοίκηση, σε περίπτωση, δε, που υπάρξει τέτοια εμπλοκή δεν είναι κατανοητή η απαγόρευση της δυνατότητας του δικαστικού λειτουργού να διεξάγει αυτοπροσώπως τον δικαστικό αγώνα προάσπισης των συμφερόντων του, εφόσον το επιθυμεί.
Τυχόν αντιρρήσεις περί κινδύνου τρώσης του κύρους του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού σε περίπτωση που αυτός εμφανίζεται να αντιδικεί αυτοπροσώπως με άλλα πρόσωπα στο πλαίσιο πολιτικής ή διοικητικής δίκης παραβλέπουν το γεγονός ότι στις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας στα πολιτικά δικαστήρια και στη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων η εμφάνιση των διαδίκων είναι προαιρετική και η δίκη διεξάγεται εγγράφως. Περαιτέρω, στις υποθέσεις ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, στις οποίες είναι πράγματι αναγκαία η συζήτηση στο ακροατήριο με την προβολή αυτοτελών ισχυρισμών και την εξέταση μαρτύρων, όπως για παράδειγμα στις ειδικές διαδικασίες ή στα ασφαλιστικά μέτρα,το αυξημένο αίσθημα ευθύνης, η νομική κατάρτιση και η εμπειρία του δικαστικού λειτουργού στον εντοπισμό των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης και στη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας και, ιδίως, η υποχρέωσή του για ευπρεπή και κόσμια συμπεριφορά σε κάθε περίσταση, εντός και εκτός υπηρεσίας, αποτελούν ασφαλή εχέγγυα για την εκ μέρους του επίδειξη νηφαλιότητας και ψυχραιμίας, για την τήρηση του αναγκαίου μέτρου στις εκφράσεις του και για την αποφυγή διαξιφισμών με τον αντίδικο. Άλλωστε, η ανάπτυξη δικανικού λόγου για μία συγκεκριμένη υπόθεση με την υποβολή πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων, εκκινώντας από την ίδια θέση με τον αντίδικο στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας των όπλων, καθώς και η υποβολή ερωτήσεων σε μάρτυρες στο ακροατήριο, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ενέργειες μειωτικές του κύρους του δικαστικού λειτουργού.
Για τους λόγους αυτούς θα ήταν προς όφελος των δικαστικών λειτουργών η επιδίωξη από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ως ζητήματος που κατεξοχήν υπάγεται στις καταστατικές της αρμοδιότητες, σχετικής νομοθετικής μεταρρύθμισης με την κατοχύρωση του δικαιώματος του δικολογείν από τους δικαστικούς λειτουργούς στις δίκες ενώπιον των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων. Η εν λόγω ρύθμιση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έχει τη μορφή προσθήκης  διάταξης στα άρθρα 94 ΚΠολΔ, 27 ΚΔΔ και 26 π.δ. 18/1989 που θα ορίζει ότι οι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, κάθε δικαιοδοσίας, δύνανται να παρίστανται και να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις αυτοπροσώπως για τις προσωπικές τους υποθέσεις ενώπιον των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων κάθε βαθμίδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ