Παντελής Αντ. Μαρκούλης
Δικηγόρος
ΜΔΕ «Εμπορικό Δίκαιο» (ΑΠΘ)
ΜΔΕ «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» (ΑΠΘ)
υπ. ΔΝ (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg)
Ι. Εισαγωγικά
Ένα τμήμα των αλλαγών στο Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, που εισήχθησαν με τον Ν. 5221/2025, αφορά στα άρθρα 966 και 973 ΚΠολΔ, τα οποία τροποποιήθηκαν σε αρκετά σημεία τους. Το μεν άρθρο 966 ΚΠολΔ ρυθμίζει, όπως είναι γνωστό, τις περιπτώσεις που ο πλειστηριασμός αποβαίνει άγονος ελλείψει πλειοδοτών, ενώ το άρθρο 973 ΚΠολΔ καλύπτει εκείνες τις περιπτώσεις που ο πλειστηριασμός δεν γίνεται για οποιονδήποτε άλλο λόγο (πλην της έλλειψης πλειοδοτών). Πρόκειται για διατάξεις με μεγάλη πρακτική σημασία οι οποίες αποτελούν συχνότατα αντικείμενο ερμηνείας και εφαρμογής από τα Δικαστήρια, με δεδομένη την έντονη κίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
ΙΙ. Οι τροποποιήσεις του άρθρου 966 ΚΠολΔ
Πέραν της προσθήκης τίτλου στο άρθρο 966 ΚΠολΔ (το οποίο πλέον τιτλοφορείται ως «επανάληψη άγονου πλειστηριασμού»), οι βασικές αλλαγές που επήλθαν στο συγκεκριμένο άρθρο με τον Ν. 5221/2025 αφορούν αφενός στην αίτηση του επισπεύδοντος για την κατακύρωση του πλειστηριαζόμενου πράγματος σε αυτόν κατά την παρ. 1 του άρθρου 966 ΚΠολΔ (κατωτέρω υπό ΙΙ. 1) και αφετέρου στη διαδικασία ορισμού των επαναληπτικών πλειστηριασμών κατά τις παρ. 2, 2Α, 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ (κατωτέρω υπό ΙΙ. 2).
ΙΙ. 1. Αίτηση του επισπεύδοντος για την κατακύρωση του πλειστηριαζόμενου σε αυτόν (άρθρο 966 παρ. 1 ΚΠολΔ)
Η πρώτη τροποποίηση αφορά στην προσθήκη του τρίτου (γ’) και τέταρτου (δ’) εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 966 ΚΠολΔ. Ορίζεται πλέον (για τον χρόνο έναρξης ισχύος ορ. κατωτέρω υπό IV.) ότι η αίτηση του επισπεύδοντος για την κατακύρωση σε αυτόν του πλειστηριαζόμενου πράγματος είναι ανέκκλητη. Είχε προηγηθεί η τροποποίηση του άρθρου 966 ΚΠολΔ με τον Ν. 4842/2021, όπου καθορίστηκε ο τύπος και η διαδικασία υποβολής της αίτησης. Μέχρι τον Ν. 4842/2021 γινόταν δεκτό[1] ότι η αίτηση ήταν άτυπη, ότι μπορούσε να υποβληθεί και προφορικά στον υπάλληλο του πλειστηριασμού - συμβολαιογράφο και μάλιστα ακόμη και πριν από την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 959 παρ. 6 ΚΠολΔ αλλά και κατά τη διάρκεια του πλειστηριασμού.[2] Τελικά με τον Ν. 4842/2021 ορίστηκε ότι η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μετά την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 959 παρ. 6 ΚΠολΔ και πριν από την έναρξη του πλειστηριασμού.[3] Η αίτηση του επισπεύδοντος περιβάλλεται και με διατυπώσεις δημοσιότητας, καθώς αναρτάται στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.). Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5221/2025, η αίτηση του επισπεύδοντος καθίσταται ανέκκλητη,[4] επί σκοπώ διαφύλαξης του κύρους και της αξιοπιστίας του πλειστηριασμού, που επιβάλλει τη σοβαρότητα των δηλώσεων και των αιτήσεων που υποβάλλονται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού από τους ενδιαφερόμενους να αποκτήσουν το πλειστηριαζόμενο. Αν υποβληθεί τέτοια αίτηση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να συντάξει απευθείας έκθεση κατακύρωσης του πλειστηριαζόμενου στον επισπεύδοντα βάσει της δήλωσής του, εάν δεν εμφανισθούν πλειοδότες ή δεν υποβληθούν προσφορές, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο επαναληπτικών πλειστηριασμών με επιτυγχανόμενη μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς.
Επίσης με τον Ν. 5221/2025 ρυθμίζεται ρητά και η περίπτωση, όπου ο επισπεύδων που υπέβαλε την αίτηση για την κατακύρωση σε αυτόν, αλλά δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του κατά τα άρθρα 970 ή 1004 ΚΠολΔ. Σε αυτήν την περίπτωση χωρεί αναπλειστηριασμός και σε βάρος του επισπεύδοντος επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 965 παρ. 5 εδ. τελ. και παρ. 6 ΚΠολΔ για τον ασυνεπή υπερθεματιστή.
ΙΙ. 2. Ο τρόπος επίσπευσης των επαναληπτικών (νέων) πλειστηριασμών – Χωρεί ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ κατά των δηλώσεων του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ;
Μετά τον Ν. 4842/2021, εκδηλώθηκε στη νομολογία των Δικαστηρίων διχογνωμία[5] σε σχέση με τον τρόπο της επίσπευσης των επαναληπτικών πλειστηριασμών, όταν ο / οι προηγούμενος/-οι πλειστηριασμός/-οι ματαιώθηκε/-αν ελλείψει πλειοδοτών. Κατά την κρατούσα γνώμη, για την επίσπευση των επαναληπτικών πλειστηριασμών δεν απαιτούταν η υποβολή σχετικής δήλωσης από τον επισπεύδοντα προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, αλλά ο τελευταίος όριζε μόνος του («οίκοθεν») νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, εντός των χρονικών πλαισίων του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ. Η τυχόν υποβαλλόμενη δήλωση από τον επισπεύδοντα ήταν πλεοναστική, ενώ κατά την άποψη αυτή δεν χωρούσε και η ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ κατά της (πλεοναστικώς υποβαλλόμενης) κατ’ άρθρο 966 ΚΠολΔ δήλωσης. Η άποψη αυτή, που διαμορφώθηκε υπό το νομοθετικό καθεστώς του Ν. 4842/2021, είχε υπέρ της τη διαφαινόμενη στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4842/2021 (σελ. 107 - 108, υπό το άρθρο 68) βούληση του νομοθέτη, που ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας ορισμού των επαναληπτικών πλειστηριασμών. Μάλιστα, με τη νομολογιακή αυτή εκδοχή συνέπλεε και τμήμα της θεωρίας, που στάθμιζε υπέρ της ανωτέρω άποψης κυρίως την ανωτέρω βούληση του νομοθέτη του Ν. 4842/2021 να επιταχύνει τη διαδικασία προσδιορισμού των επαναληπτικών πλειστηριασμών.
Κατ’ άλλη, όμως, νομολογιακή άποψη, για τον ορισμό των επαναληπτικών πλειστηριασμών κατ’ άρθρο 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ, απαιτούταν σαφώς η υποβολή σχετικής δήλωσης από τον επισπεύδοντα. Κατά τη γνώμη αυτή, η οποία έτυχε σημαντικής νομολογιακής αλλά και θεωρητικής αποδοχής, η υποβολή δήλωσης από τον επισπεύδοντα επιβάλλεται από την αρχή της διαθέσεως, η οποία εδράζεται κανονιστικά στο άρθρο 106 ΚΠολΔ και διατρέχει και το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Βεβαίως, οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης ανταπαντούν ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, υπό την έννοια ότι και η πρώτη γνώμη δεν θέτει εκποδών την αρχή της διαθέσεως, αφού οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί προσδιορίζονται με βάση την αρχική εντολή προς περαιτέρω εκτέλεση, βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο αρχικός πλειστηριασμός. Άρα, εκείνη η αρχική εντολή καλύπτει και τους επόμενους, επαναληπτικούς πλειστηριασμούς και δεν θίγεται η θεμελιώδης αρχή της διαθέσεως. Πρόκειται για ορθή αντίληψη, που ευνοείται και από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 927 εδ. τελ. ΚΠολΔ, που ορίζει ότι για τη διενέργεια όλων των πράξεων εκτέλεσης (άρα έως και τη διανομή του πλειστηριάσματος και την κατάταξη των απαιτήσεων των δανειστών) αρκεί η αρχική εντολή, εκτός εάν ο επισπεύδων απέκλεισε ρητά ορισμένη πράξη εκτέλεσης. Περαιτέρω, κατά την εδώ εκτιθέμενη αντίθετη άποψη, κατά των υποβαλλόμενων στο πλαίσιο του άρθρου 966 ΚΠολΔ δηλώσεων, χωρεί άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως. Ειδικότερα, κατά την προκείμενη νομολογιακή εκδοχή, το άρθρο 966 ΚΠολΔ δεν προβλέπει ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα για την προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, τη διενέργεια των οποίων ρυθμίζει, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν αναγνωριζόταν το δικαίωμα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ στις περιπτώσεις αυτές, ο καθ’ ου η εκτέλεση θα έμενε χωρίς δυνατότητα άμυνας, όταν οι πράξεις για την επανάληψη του άγονου πλειστηριασμού χρήζουν ακύρωσης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν επιπροσθέτως και τα εξής: 1) Η ειδική ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ προβλέφθηκε με τον Ν. 4335/2015. Ο λόγος για τον οποίο εισήχθη αυτή η ειδική ανακοπή ήταν η αναμόρφωση των προθεσμιών άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και η συνακόλουθη αδυναμία υπαγωγής αυτής της ανακοπής σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όπως αναμορφώθηκε με τον Ν. 4335/2015. 2) Όταν εισήχθη για πρώτη φορά η ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, το άρθρο 966 ΚΠολΔ είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που απέκτησε με τον Ν. 4842/2021. Τότε (: μετά τον Ν. 4335/2015 και πριν τον Ν. 4842/2021), οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί (: μετά τον δεύτερο) γίνονταν με παρέμβαση Δικαστηρίου. Άρα, τότε, το πρόβλημα της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δεν είχε τεθεί στο πεδίο του άρθρου 966 ΚΠολΔ, διότι ακριβώς δεν υπήρχαν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (δηλώσεις),[6] η ακυρότητα των οποίων έπρεπε να ελεγχθεί και να κηρυχθεί κατόπιν άσκησης ενδίκου βοηθήματος. 3) Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν, με την τροποποίηση του άρθρου 966 ΚΠολΔ με τον Ν. 4842/2021 και την πρόβλεψη, πλέον, διαφορετικής διαδικασίας επίσπευσης των επαναληπτικών πλειστηριασμών. Τότε πια τέθηκε το ζήτημα αν υπάρχει χώρος για την αναλογική εφαρμογή της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ. Και τούτο, διότι στην πράξη οι επισπεύδοντες υπέβαλαν στους υπαλλήλους των πλειστηριασμών δηλώσεις, με τις οποίες ζητούσαν τον ορισμό νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ. Αυτό οδήγησε στην άσκηση ανακοπών κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ κατά αυτών των δηλώσεων και ανέκυψε το σχετικό πρόβλημα στη νομολογία.
Η ανακύψασα στη νομολογία διχογνωμία για τον τρόπο επίσπευσης των επαναληπτικών πλειστηριασμών, στο πλαίσιο του άρθρου 966 ΚΠολΔ, ήταν γνωστή στον νομοθέτη, ο οποίος με τον Ν. 5221/2025 θέλησε να την επιλύσει. Αυτό τουλάχιστον αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου. Ειδικότερα, εισήχθη, πλέον, δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 966 παρ. 2Β ΚΠολΔ, που ορίζει ότι οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί επισπεύδονται κατά το άρθρο 973 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως. Από τη θέση της νέας διάταξης (: τέθηκε στην παρ. 2Β ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η κανονιστική της εμβέλεια καλύπτει προφανώς τους επαναληπτικούς πλειστηριασμούς των παρ. 2, 2Α και 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5221/2025, με τη νέα διάταξη καθορίζεται ο τρόπος επίσπευσης των τυχόν επαναληπτικών (νέων) πλειστηριασμών, ζήτημα που προκάλεσε διχογνωμία στη νομολογία των Δικαστηρίων. Άρα, ο νομοθέτης φαίνεται να εντοπίζει (συνειδητά ή μη) το ερμηνευτικό πρόβλημα που επιλύει στον τρόπο επίσπευσης των επαναληπτικών πλειστηριασμών και όχι στο συναφές (αλλά μη ταυτόσημο) πρόβλημα της δυνατότητας ή μη άσκησης ανακοπής κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ και κατά των δηλώσεων του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ. Αυτό καθίσταται φανερό και από τις περαιτέρω αιτιολογικές σκέψεις: οι νέοι πλειστηριασμοί, κατά τον νομοθέτη, δεν είναι δυνατόν να επισπεύδονται αυτεπαγγέλτως από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ενόψει της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της ελεύθερης διαθέσεως, η οποία διέπει και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πάντως, όπως ήδη επισημάναμε, η αρχή της διαθέσεως ουδόλως πλήττεται, ακόμη και υπό την τώρα επικρατούσα (αλλά μετά την 01.01.2026 καθιστάμενη contra legem) ερμηνεία ότι δεν απαιτείται η υποβολή δηλώσεων για τον ορισμό των επαναληπτικών πλειστηριασμών. Και τούτο, διότι, όπως είδαμε, η εντολή προς εκτέλεση, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 927 εδ. τελ. ΚΠολΔ καλύπτει όλη τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν το περιεχόμενό της περιοριστεί από τον επισπεύδοντα. Δίπλα, όμως, στον σεβασμό της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως, που ο νομοθέτης του Ν. 5221/2025 προτάσσει ως δικαιολογητική βάση της επιλογής του, προστίθεται και η ανάγκη τήρησης της οριζόμενης στον νόμο διαφανούς τυπικής διαδικασίας. Πρόκειται, προφανώς, για τη διαδικασία που καταστρώνεται στο άρθρο 973 ΚΠολΔ (κυρίως ως προς τις διατυπώσεις) και στο άρθρο 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ (κυρίως ως προς τις προθεσμίες). Αυτή τη διαδικασία ο νομοθέτης φαίνεται ότι θέλει να τη διαφυλάξει, να την καταστήσει διαφανή και να διατρανώσει την τυπικότητά της. Με βάση αυτήν την αιτιολογική σκέψη αφήνεται σαφές περιθώριο να υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη (: η οποία ήδη υποστηρίζεται) ότι οι – κατά το γράμμα του νόμου – υποβαλλόμενες δηλώσεις στο πλαίσιο του άρθρου 966 ΚΠολΔ προσβάλλονται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, το οποίο (: άρθρο 973 ΚΠολΔ), κατά τη ρητή πια διατύπωση του άρθρου 966 παρ. 2Β εδ. β’ ΚΠολΔ, εφαρμόζεται αναλόγως. Την ερμηνευτική αυτή εκδοχή επιστηρίζει, προσέτι, και η αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 5221/2025, ότι η διατύπωση του άρθρου 973 ΚΠολΔ, καθίσταται γενική και καλύπτει, πλέον, κάθε περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού, δηλαδή και τις περιπτώσεις που ο αρχικός πλειστηριασμός ματαιώνεται ελλείψει πλειοδοτών. Άρα, το κανονιστικό προβάδισμα φαίνεται να δίδεται από τον ίδιο τον νομοθέτη στο άρθρο 973 ΚΠολΔ, ενώ το άρθρο 966 ΚΠολΔ μοιάζει να μεταπίπτει από ένα διακριτό (σε σχέση με εκείνο του άρθρου 973 ΚΠολΔ) κανονιστικό πλαίσιο σε μία σειρά διατάξεων εξειδίκευσης των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 973 ΚΠολΔ. Έτσι, μάλλον, θα πρέπει να εξηγηθεί και η αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης ότι οι νέοι πλειστηριασμοί (εννοεί προφανώς τους επαναληπτικούς πλειστηριασμούς) επισπεύδονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 973 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως ενόψει των μικρότερων προθεσμιών, που τάσσονται στο άρθρο 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ, για τον ορισμό τους.
Ωστόσο, ειδικά ως προς το ζήτημα του αν χωρεί ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ κατά των δηλώσεων του άρθρου 966 ΚΠολΔ, δεν είναι βέβαιο αν ο νομοθέτης επέλυσε και αυτό το ζήτημα. Το όλο πρόβλημα ξεκινά από την ανακριβή εντύπωση, που δημιουργείται κυρίως από την παρερμηνεία της σήμερα κρατούσας νομολογίας, ότι το πρόβλημα της δυνατότητας ανάλογης εφαρμογής της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ επί των δηλώσεων του άρθρου 966 ΚΠολΔ συνέχεται αποκλειστικά και μόνο με το αν τέτοιες δηλώσεις είναι απαραίτητες κατ’ άρθρο 966 ΚΠολΔ για τον ορισμό επαναληπτικού πλειστηριασμού. Δηλαδή, το αρχικό πρόβλημα (: «απαιτείται ή όχι δήλωση;») ταυτίστηκε, ως μη έδει, με το παράγωγο πρόβλημα (: «χωρεί ή όχι ανακοπή;»), εις τρόπον, ώστε η καταφατική απάντηση στο ένα να οδηγεί σε καταφατική απάντηση στο άλλο και αντίστροφα. Όμως, τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι ακριβώς έτσι. Διότι, ακόμη και αν πράγματι απαιτείται δήλωση (: υπό το σήμερα ισχύον νομοθετικό πλαίσιο), αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η δήλωση αυτή προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ.[7] Μπορεί μεν να απαιτείται δήλωση, αλλά τούτο δεν συνεπάγεται αυτόματα και το επιτρεπτό της προσβολής της με την ειδική ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ. Το περί του αντιθέτου επιχείρημα (: «απαιτείται δήλωση, άρα αυτή προσβάλλεται») ουδόλως δικαιολογεί μεθοδολογικά την ανάλογη εφαρμογή της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ στις δηλώσεις που υποβάλλονται κατ’ άρθρο 966 ΚΠολΔ. Αντίθετα, θα πρέπει να εξετασθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογίας, που είναι: α) η ύπαρξη νομοθετικού κενού, το οποίο πρέπει να είναι ακούσιο, δηλαδή ο νομοθέτης να άφησε αρρύθμιστη μια περίπτωση, η οποία απαιτούσε ρύθμιση. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κενό που να απαιτεί συμπλήρωση με αναλογία, δηλαδή με προσφυγή σε έναν άλλο κανόνα δικαίου, όταν ο νομοθέτης άφησε μία περίπτωση αρρύθμιστη είτε διότι δεν τον ενδιέφερε η ρύθμισή της είτε, κατά μείζονα λόγο, διότι δεν επιθυμούσε να τη ρυθμίσει, β) η ομοιότητα του ρυθμισθέντος θέματος με το μη ρυθμισθέν και γ) η ταυτότητα του νομικού λόγου.
Πρώτο βήμα είναι η διαπίστωση της ύπαρξης νομοθετικού κενού. Εδώ πράγματι το άρθρο 966 ΚΠολΔ δεν προβλέπει δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά των δηλώσεων που υποβάλλονται κατά τις παρ. 2, 2Α και 2Β (: δεχόμαστε για τις ανάγκες του συλλογισμού ότι οι δηλώσεις είναι αναγκαίες και σήμερα, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 5221/2025). Άρα νομοθετικό κενό υπάρχει.
Η διαπίστωση αυτή μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στην εξέταση του αν το (διαπιστωθέν) νομοθετικό κενό είναι εκούσιο ή ακούσιο. Μεθοδολογικά, σε αυτό το βήμα, χρήσιμη είναι η προσφυγή στις Αιτιολογικές Εκθέσεις ή και σε άλλα συμπληρωματικά στοιχεία (π.χ. πρακτικά συζήτησης της αρμόδιας Επιτροπής ή της Ολομέλειας της Βουλής) που καταδεικνύουν την αληθινή βούληση του νομοθέτη. Η διάκριση μεταξύ εκούσιου και ακούσιου νομοθετικού κενού είναι σημαντική: διότι αν μεν πρόκειται για εκούσιο νομοθετικό κενό, τότε ζήτημα ανάλογης εφαρμογής, κατά κανόνα, δεν τίθεται. Ο νομοθέτης ηθελημένα άφησε αρρύθμιστη την περίπτωση και δεν επιτρέπεται η δικαιοπλαστική παρέμβαση του εφαρμοστή του δικαίου. Εξαίρεση εδώ υπάρχει, όταν ο νομοθέτης άφησε μεν συνειδητά αρρύθμιστη την περίπτωση, αλλά επ’ ωφελεία της νομολογίας και της θεωρίας, στις οποίες ο ίδιος ρητά επαφίεται για την κάλυψη του κενού. Αν, τώρα, πρόκειται για ακούσιο νομοθετικό κενό, αν δηλαδή ο νομοθέτης δεν είχε κατά νου το ρυθμιστικό έλλειμμα, τότε θα πρέπει να εξεταστούν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που επιτρέπουν την αναλογία νόμου. Στην περίπτωση που μας απασχολεί δεν είναι σαφές από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4842/2021, αν ο νομοθέτης είχε κατά νου τα ερμηνευτικά προβλήματα που, τελικώς, ανέκυψαν μετά την εφαρμογή του, δηλαδή αφενός το πρόβλημα του πώς επισπεύδονται οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί και αφετέρου το συναφές πρόβλημα του αν χωρεί κατά της δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού ανακοπή κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ. Άρα, εφόσον υπάρχει εύλογη αμφιβολία περί τούτου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το, κατά τα ανωτέρω διαπιστωθέν, νομοθετικό κενό ήταν ακούσιο.
Στο τρίτο στάδιο εξετάζεται αν το μη ρυθμισθέν θέμα (εδώ: η ανυπαρξία ειδικής ανακοπής στο άρθρο 966 ΚΠολΔ) παρουσιάζει ομοιότητα με το ρυθμισθέν (εδώ: η προβλεπόμενη στο άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ ανακοπή). Η ιδιόρρυθμη ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ εισήχθη για πρώτη φορά με τον Ν. 4335/2015. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4335/2015, ωστόσο, ουδεμία αναφορά γίνεται σε σχέση με αυτήν την ανακοπή. Υποστηρίζεται πειστικά[8] ότι με την ειδική αυτή ανακοπή σκοπήθηκε η κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 934 ΚΠολΔ και την έκλειψη συνεπεία αυτής σταδίου προσβολής της δήλωσης συνέχισης του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, που μέχρι τότε προσβαλλόταν με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (όπως ίσχυε προ του Ν. 4335/2015). Πράγματι, μετά τη συρρίκνωση με τον Ν. 4335/2015 των σταδίων προσβολής των περ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 934 ΚΠολΔ και την καθιέρωση του δικονομικού σταδίου της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 934 ΚΠολΔ, αυτοτελές δικονομικό στάδιο προσβολής της δήλωσης συνέχισης του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν υπήρχε. Όπως είδαμε, τότε (: όταν δηλαδή τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν. 4335/2015) αντίστοιχο πρόβλημα σε σχέση με το άρθρο 966 ΚΠολΔ δεν υπήρχε, αφού υπό την τότε μορφή του τελευταίου, ο ορισμός νέων πλειστηριασμών (: μετά τον δεύτερο άγονο) γινόταν με δικαστική απόφαση και όχι με εξώδικη διαδικασία. Το ζήτημα ανέκυψε μετά την αναμόρφωση του άρθρου 966 ΚΠολΔ με τον Ν. 4842/2021. Εδώ τίθεται το ερώτημα, αν η δήλωση που υποβάλλεται στο πλαίσιο του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ εμφανίζει κάποια ομοιότητα με τις δηλώσεις του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ. Το περιεχόμενο των δηλώσεων είναι διαφορετικό, αυτές εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και επιτελούν άλλες λειτουργίες. Ενόψει τούτων, δεν φαίνεται να υπάρχει επαρκής δικαιολογητική βάση (ομοιότητα περιπτώσεων) που να επιτρέπει την αναλογία. Ελαττώματα που αφορούν τη δήλωση του άρθρου 966 ΚΠολΔ μπορούν να προβληθούν με την άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ. Άλλωστε, και οι προθεσμίες (άσκησης ανακοπής και έκδοσης απόφασης) του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δυσχερώς συμβιβάζονται με τις προθεσμίες του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ, ιδίως όταν ο επαναληπτικός πλειστηριασμός προσδιορίζεται να διεξαχθεί ακριβώς στο όριο της ελάχιστης προθεσμίας του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α και 2Β ΚΠολΔ.
Ο Ν. 5221/2025 ρητά και αναμφίβολα ορίζει πλέον ότι απαιτείται δήλωση του επισπεύδοντος για τον ορισμό επαναληπτικών πλειστηριασμών. Το πρόβλημα που τώρα ανακύπτει είναι αν κατά της δήλωσης μπορεί να ασκηθεί και ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ. Εμμένοντας κανείς στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ είναι το δίχως άλλο επιτρεπτή. «Οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί επισπεύδονται κατά το άρθρο 973, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως» ορίζει το νέο εδάφιο β’ της παρ. 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ. Το άρθρο 973 ΚΠολΔ εφαρμόζεται αναλόγως «ολόκληρο» (άρα και η παρ. 6), θα έλεγε κανείς, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη. Ubi lex non distinguit, nec nos distinguere debemus:[9] αφού ο νόμος παραπέμπει σε όλο το άρθρο 973 ΚΠολΔ, τότε αυτό εφαρμόζεται αναλόγως στο σύνολό του. Πάντως, το επιχείρημα από τη γραμματική διατύπωση, δεν φαίνεται να είναι και τόσο ισχυρό, καθώς ευχερώς μπορεί από το γράμμα της διάταξης να συναχθεί και το ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: το άρθρο 973 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται αναλόγως ως προς τον τρόπο που επισπεύδονται οι επαναληπτικοί πλειστηριασμοί. Άρα, μόνο ως προς τα ζητήματα του τρόπου επίσπευσης των επαναληπτικών πλειστηριασμών εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 973 ΚΠολΔ και όχι ως προς όλα τα ζητήματα (όπως και η ανακοπή της παρ. 6). Το συμπέρασμα αυτό σαφώς στηρίζεται και σε πιο ουσιαστικά επιχειρήματα, που αντλούνται από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5221/2025. Εκεί σημειώνεται (σελ. 149 της Αιτιολογικής Έκθεσης) ότι με την προσθήκη του εδ. β’ στην παρ. 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ καθορίζεται ο τρόπος επίσπευσης των τυχόν επαναληπτικών (νέων) πλειστηριασμών. Από αυτήν την περικοπή της Αιτιολογικής Έκθεσης φαίνεται ότι με το νέο εδάφιο καθορίστηκε ο τρόπος επίσπευσης, δηλαδή το τεχνικό ζήτημα του πώς επισπεύδεται ο επαναληπτικός (νέος) πλειστηριασμός. Άρα, η παραπομπή στο άρθρο 973 ΚΠολΔ αφορά στις διατυπώσεις που πρέπει να τηρηθούν, δηλαδή στην υποβολή δήλωσης στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, στη σύνταξη σχετικής πράξης, στην ανάρτηση γνωστοποίησης της δήλωσης στην ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων και στην επίδοση αντίγραφου της πράξης στον καθ’ ου η εκτέλεση, κατ’ άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ανάρτηση του νέου πλειστηριασμού προβλέπεται ήδη στο άρθρο 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ, τόσο για την ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων όσο και για την ιστοσελίδα των Ηλεκτρονικών Συστημάτων Πλειστηριασμών (www.e-auction.gr). Άρα, η σημαντικότερη συνέπεια της νομοθετικής παραπομπής στο άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι ότι πλέον καθίσταται σαφές ότι απαιτείται δήλωση του επισπεύδοντος, η οποία υποβάλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ότι συντάσσεται σχετική πράξη και ότι αντίγραφο της πράξης επιδίδεται και στον καθ’ ου η εκτέλεση. Όσον αφορά στην «ανάλογη» εφαρμογή, η Αιτιολογική Έκθεση εξηγεί ότι αυτή προβλέπεται «ενόψει των μικρότερων προθεσμιών» που τάσσονται στο άρθρο 966 ΚΠολΔ σε σχέση με το άρθρο 973 ΚΠολΔ για τον νέο πλειστηριασμό. Στο σημείο αυτό, φαίνεται, να έγκειται κατά την Αιτιολογική Έκθεση, η «ανάλογη» εφαρμογή. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν μοιάζει να είναι δεδομένη η βούληση του νομοθέτη για ανάλογη εφαρμογή και του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ επί των δηλώσεων του άρθρου 966 ΚΠολΔ. Άρα, και υπό τη νέα ρύθμιση του άρθρου 966 παρ. 2Β εδ. β’ ΚΠολΔ, υπάρχει περιθώριο υποστήριξης και της άποψης ότι ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δεν χωρεί κατά των δηλώσεων των παρ. 2, 2Α και 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ. Ασφαλώς, ανακύπτουν και πρακτικά προβλήματα διαχείρισης αυτών των ανακοπών από τα Δικαστήρια της χώρας, με δεδομένο ότι οι προθεσμίες του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ δεν συμβιβάζονται με τις προθεσμίες του άρθρου 966 παρ. 2, 2Α, 2Β ΚΠολΔ.
Κρίνουμε ότι είναι αναγκαία η νομοθετική παρέμβαση ως προς το ειδικότερο ζήτημα αυτό, ώστε να καταστεί αδιστάκτως σαφές αν κατά των δηλώσεων των παρ. 2, 2Α και 2Β του άρθρου 966 ΚΠολΔ επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ ή ακόμη και να διαπλασθεί ένδικο βοήθημα αντίστοιχο με εκείνο της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ αλλά με προθεσμίες άσκησης, εκδίκασης και έκδοσης απόφασης ομαλά ενταγμένες στο σύστημα του άρθρου 966 ΚΠολΔ, ώστε να αποφευχθούν παθογένειες που αναπόδραστα θα παρατηρηθούν σε περίπτωση ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ ως έχει.
ΙΙΙ. Οι τροποποιήσεις του άρθρου 973 ΚΠολΔ – Μία ατελής και χωρίς περιεχόμενο προστασία του καθ’ ου η εκτέλεση;
Η βασική τροποποίηση που επέρχεται στο άρθρο 973 ΚΠολΔ είναι η πρόβλεψη ότι η πράξη που συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για τον νέο πλειστηριασμό επιδίδεται και στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5221/2025 (σελ. 149) αναφέρει ότι με τη νέα πρόβλεψη (που αποτυπώθηκε στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 973 ΚΠολΔ) σκοπήθηκε η εύλογη ενημέρωση του καθ’ ου για τον νέο επισπευδόμενο πλειστηριασμό, καθώς η ανάρτηση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων δεν κρίθηκε επαρκής, ενόψει και του μεγάλου διαστήματος που ενδέχεται να μεσολαβήσει από τον ματαιωθέντα πλειστηριασμό μέχρι τη νέα δήλωση.
Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι θεμιτός και επικροτητέος. Όμως η νομοθετική του μετουσίωση είναι ελλιπής, ώστε να καθίσταται δυνατή η παράκαμψη του σκοπού του νομοθέτη από τον επισπεύδοντα. Και να γιατί:
Αφετήριο γεγονός της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά το άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ παραμένει και μετά τον Ν. 5221/2025 η ανάρτηση της γνωστοποίησης του νέου πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων. Το εύλογο θα ήταν, όμως, η σχετική προθεσμία να εκκινεί από την επίδοση της γνωστοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση και όχι από την ανάρτηση στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων. Αλλιώς, τι νόημα έχει η επίδοση, η οποία μάλιστα μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αφού δεν τάσσεται προθεσμία για αυτήν; Ας δούμε το πρόβλημα με ένα παράδειγμα: Η δήλωση συνέχισης της παρ. 1 του άρθρου 973 ΚΠολΔ υποβάλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού στις 04-03-2026. Ο νέος πλειστηριασμός προσδιορίζεται για τις 06-05-2026, με τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 973 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ. Η ανάρτηση της γνωστοποίησης του νέου πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων γίνεται στις 09-03-2026. Από την επομένη της ανάρτησης (10-03-2026) αφετηριάζεται η τριακονθήμερη (30ήμερη) προθεσμία άσκησης ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, η οποία λήγει στις 08-04-2026. Ο επισπεύδων επιδίδει αντίγραφο της πράξης στον καθ’ ου η εκτέλεση στις 29-04-2026, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ ( ! ), καθώς προθεσμία για την επίδοση αυτή δεν προβλέπεται στο άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οπότε, τίθεται το ερώτημα, τί νόημα έχει τελικά αυτή η επίδοση και πώς ακριβώς διασφαλίζει αυτή τα δικαιώματα του οφειλέτη, στόχο που ήθελε να πετύχει ο νομοθέτης. Εδώ η ενδεδειγμένη λύση προφανώς είναι να προβλεφθεί ότι η προθεσμία άσκησης ανακοπής θα εκκινεί από την επίδοση της γνωστοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση και όχι από την ανάρτηση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων, ειδάλλως η προβλεπόμενη επίδοση καθίσταται κενή περιεχομένου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προβλεφθεί και αποκλειστική προθεσμία, εντός της οποίας ο επισπεύδων θα πρέπει να επιδίδει τη γνωστοποίηση του πλειστηριασμού στον καθ’ ου η εκτέλεση, η οποία θα εκκινεί από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Άρα, η σειρά θα πρέπει να είναι η εξής: σύνταξη πράξης, έναρξη προθεσμίας επίδοσης, επίδοση, έναρξη προθεσμίας ανακοπής από την επίδοση.
Επίσης, δεν ορίζεται στον νόμο η συνέπεια της παράλειψης της επίδοσης. Έτσι όπως είναι σήμερα διατυπωμένη η διάταξη, εάν παραλειφθεί εντελώς η επίδοση, τότε ο τυχόν διενεργούμενος πλειστηριασμός θα είναι άκυρος, με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολΔ), αφού ο νόμος δεν απειλεί ακυρότητα. Αν τροποποιηθεί η διάταξη, ώστε να προβλέπεται ότι η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ θα εκκινεί από την επίδοση της γνωστοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση, τότε επί μη επίδοσης, ο τυχόν διενεργούμενος πλειστηριασμός θα είναι άκυρος, με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, η οποία πάντως θα είναι μάλλον αυτονόητη επί μη άσκησης της ανακοπής, αφού θα έχει απωλεσθεί στάδιο δικονομικής προστασίας. Αν τώρα (: στο ίδιο υποθετικό σενάριο εκ νέου τροποποίησης του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ στην κατεύθυνση που εδώ προτείνεται) ο οφειλέτης ασκήσει ανακοπή προ πάσης επίδοσης, επειδή πληροφορήθηκε τον προγραμματισμό νέου πλειστηριασμού από αλλού π.χ. από την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων, τότε δεν θα έχει μεν απωλεσθεί στάδιο δικονομικής προστασίας, αλλά η δικονομική βλάβη θα κρίνεται κατά περίπτωση.
IV. Ο χρόνος έναρξης ισχύος των νέων διατάξεων των άρθρων 966 και 973 ΚΠολΔ
Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 126 παρ. 7 του Ν. 5221/2025, οι διατάξεις του νόμου που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση (άρα και αυτές των άρθρων 966 και 973 ΚΠολΔ) εφαρμόζονται για διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που στηρίζονται σε επιταγές προς εκτέλεση που επιδίδονται από την 01-01-2026. Επομένως, κρίσιμος χρόνος δεν είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης του άρθρου 966 ή του άρθρου 973 ΚΠολΔ, αλλά ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, βάσει της οποίας επισπεύδεται περαιτέρω η εκτέλεση. Άρα, αν η δήλωση του άρθρου 966 ή του άρθρου 973 ΚΠολΔ υποβάλλεται (έστω και μετά την 01-01-2026) στο πλαίσιο εκτελεστικής διαδικασίας που στηρίζεται σε επιταγή προς εκτέλεση που επιδόθηκε μέχρι και τις 31-12-2025, εφαρμόζονται οι διατάξεις των σχετικών άρθρων 966 και 973 ΚΠολΔ ως έχουν σήμερα, ενώ αν υποβάλλονται στο πλαίσιο εκτελεστικής διαδικασίας που ερείδεται επί επιταγής προς εκτέλεση που επιδόθηκε από την 01-01-2026 και εφεξής, τότε εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις.
[1] Βλ. Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα ( - Ε. Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ - Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδοση, 2021, άρθρο 966, αρ. 2· Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τόμος ΙΙ, 2η έκδοση, 2018, § 48, αρ. 51, υποσημ. 90.
[2] Βλ. ήδη Α. Βεζυρτζή, Ο ηλεκτρονικός αναγκαστικός πλειστηριασμός κατά τον ΚΠολΔ, 2023, σελ. 129, αρ. 199 υποσημ. 603 (: αντίθετα υπό την προϊσχύσασα διατύπωση του άρθρου η σχετική αίτηση μπορούσε να υποβληθεί και κατά τη διάρκεια του ορισθέντος χρόνου του πλειστηριασμού).
[3] Βλ. Α. Βεζυρτζή, ό.π., σελ. 129, αρ. 198 (: η αίτηση υποβάλλεται μετά την ανάρτηση του καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών και μέχρι την ώρα που έχει καθορισθεί για την έναρξη του πλειστηριασμού).
[4] Βλ. ήδη Α. Βεζυρτζή, ό.π., σελ. 129, αρ. 198 (: η εν λόγω αίτηση έχει δεσμευτικό χαρακτήρα).
[5] Βλ. ενδεικτική παράθεση και των δύο νομολογιακών ρευμάτων σε Α. Βαθρακοκοίλη, Ζητήματα από την ανακοπή κατά της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού (άρθρο 973 § 6 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 5/2022, 1309 επ. (1310)· Π. Γιαννόπουλο, Δικονομικά ζητήματα της ανακοπής του άρθρου 973 §6 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2023, 609 επ. (611).
[6] Στο πλαίσιο του άρθρου 966 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, προ του Ν. 4842/2021, ο δεύτερος πλειστηριασμός γινόταν εντός σαράντα (40) ημερών, με την υποβολή αντιγράφου της έκθεσης του πρώτου (ματαιωθέντος) πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού· βλ. σχετικά Π. Ρεντούλη εις: Χ. Απαλαγάκη (επιμ.), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος ΙΙ, 2019, άρθρο 966, αρ. 2.
[7] Ενώ αντίθετα, κατά την άποψη που δέχεται ότι δεν απαιτείται δήλωση, είναι λογικώς αναγκαίο ότι δεν χωρεί και ανακοπή (αφού δεν υπάρχει δήλωση να προσβληθεί και η τυχόν υποβληθείσα είναι πλεοναστική). Άρα, τα επιχειρήματα της άποψης που δέχεται τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής δεν μπορούν να είναι απλώς αντίστροφα της αντίθετης άποψης, αλλά θα πρέπει να στηρίζονται σε περαιτέρω σταθμίσεις.
[8] Βλ. Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα ( - Ε. Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ - Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ., 2021, άρθρο 973 αρ. 15· Γ. Πλαγάκο, Η ανακοπή κατά της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού (άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ), σ. 2 (υπό 1).
[9] Του νόμου μη διακρίνοντος, ουδέ ημείς διακρίνομεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.