Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Παρατηρήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ε.Σ. επί του νσχδ «Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής».


Παρατηρήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του σχεδίου νόμου  του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής».


Ι. Η παράλειψη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να προσκαλέσει τόσο την Ένωσή μας όσο και τις άλλες Δικαστικές Ενώσεις στις αρμόδιες για τη σύνταξη του σχεδίου νόμου νομοπαρασκευαστικές επιτροπές προς υποβολή σχετικών παρατηρήσεων και προτάσεων έρχεται σε αντίθεση με την ακολουθούμενη τα τελευταία χρόνια πρακτική, λαμβανομένης ιδιαίτερα υπόψη της μέγιστης σημασίας των διατάξεων του σχεδίου τόσο για την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης όσο και για τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Επίσης, ως προς τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του Δ΄ Μέρους του σχεδίου νόμου, που αφορούν στην επιτάχυνση της δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επισημαίνουμε ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με τα Πρακτικά της 26ης Γεν. Συνεδρίασης της 16.11.2011 και της 30ης Γεν. Συνεδρίασης της 21.12.2011, για την τροποποίηση άστοχων ή προβληματικών διατάξεων δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή.
ΙΙ. Για τα επιμέρους άρθρα του μέρους Δ΄ του σχεδίου νόμου παρατηρούμε τα εξής:
1)    Άρθρο 68: Προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Προτείνουμε να επεκταθεί η συντετμημένη προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων και βοηθημάτων και στις ενστάσεις που ασκούνται ενώπιον του Κλιμακίου για θέματα εκτελέσεως συνταξιοδοτικών εισφορών. Να προστεθεί παρ. 9 με το εξής περιεχόμενο : «Η προθεσμία του άρθρου 63 του π.δ. 774/1080 για την άσκηση ένστασης κατά πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης είναι εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Εάν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένστασης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες. Σε περίπτωση παράλειψης η ως άνω προθεσμία αρχίζει μετά την πάροδο διμήνου από την ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε η υποχρέωση προς έκδοση της παραληφθείσας πράξης. Η ένσταση κρίνεται από το κατ’ άρθρο 7 παρ. 5 του  π.δ. 774/1980 αρμόδιου Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφαρμοζομένων περαιτέρω των άρθρων 28-31, 47, 49-52 και 56-62 αυτού».
2)    Άρθρο 69 παρ. 1, 2: Πρότυπη δίκη στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Είναι θετική η εισαγωγή της πρότυπης δίκης και στη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς θεωρούμε ότι θα συμβάλει καθοριστικά στην επιτάχυνση των ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δικών και στην ενιαιοποίηση της νομολογίας του. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως τη σκοπιμότητα της διαφοροποίησης του δικαστικού σχηματισμού που κρίνει το αν συγκεκριμένη υπόθεση πρέπει να εισαχθεί ως πρότυπη στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανάλογα με το αν την εισαγωγή ζητά κάποιος από τους διαδίκους (παρ. 1 του ως άνω άρθρου), οπότε αρμόδιο όργανο για να κρίνει για την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στην Ολομέλεια είναι τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον Πρόεδρο, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος, ή αυτεπαγγέλτως (οίκοθεν) το Τμήμα ενώπιον του οποίου η υπόθεση εκκρεμεί (παρ. 2 του άρθρου), οπότε η εισαγωγή στην Ολομέλεια γίνεται με σχετική απόφαση του Τμήματος. Προτείνουμε δε να προβλεφθεί και για τις δύο περιπτώσεις ότι η εισαγωγή της υπόθεσης ως πρότυπης στην Ολομέλεια θα γίνεται με σχετική απόφαση του Τμήματος, για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης των σχετικών νομικών ζητημάτων, αλλά και διότι το οικείο Τμήμα είναι φυσικό να έχει πληρέστερη εποπτεία και γνώση των νομικών ζητημάτων που αφορούν σε εκκρεμείς σε αυτό υποθέσεις.
3) Άρθρο 71: Αποδοχή ή απόρριψη ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων σε Συμβούλιο
            Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 71 του σχεδίου νόμου, ήτοι η απόρριψη προδήλως απαραδέκτων ή αβασίμων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων από την Ολομέλεια, να επεκταθεί και στο Τμήμα, όπως συμβαίνει και στο Σ.τ.Ε. (πρβλ. άρθρο 34Α του π.δ/τος 18/1989). Να εισαχθεί διάταξη μετά το προτεινόμενο άρθρο 71 σύμφωνα με την οποία ένδικα μέσα ή βοηθήματα που έχουν παραδεκτώς ασκηθεί και είναι προδήλως βάσιμα να εισάγονται σε δικαστικό σχηματισμό του Τμήματος, ο οποίος με ομόφωνη απόφαση μπορεί να κάνει δεκτό το ένδικο μέσο ή βοήθημα (πρβλ. άρθρο 45 του σχεδίου νόμου). Αναφερόμεθα στις υποθέσεις των συνταξιούχων στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων.
4) Άρθρο 77 παρ. 2, 4: Αρμοδιότητα επίλυσης διαφωνιών στο πλαίσιο του ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών
Θεωρούμε ότι η μετάθεση της αρμοδιότητας επίλυσης των διαφωνιών μεταξύ των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των εκάστοτε διατακτών για τη θεώρηση ή μη χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής δημοσίων δαπανών από τα Τμήματα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε αντίστοιχα Κλιμάκια, που πρόκειται να συγκροτηθούν, δεν θα συμβάλλει στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, αυτό θα σήμαινε αφενός την «υπερφόρτωση» των 80 περίπου δικαστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου που συνθέτουν τα Κλιμάκιά του (εισηγητών και παρέδρων) και ήδη διεκπεραιώνουν ετησίως χιλιάδες συνταξιοδοτικές υποθέσεις καθώς και προσυμβατικού και κατασταλτικού ελέγχου, με 1000 περίπου ετησίως νέες υποθέσεις και αφετέρου την αποψίλωση των Τμημάτων ελέγχου του Δικαστηρίου από την κύρια αρμοδιότητά τους, που σε καμία περίπτωση δεν δύναται να αναπληρωθεί από τη θέσπιση δυνατότητας άσκησης αίτησης ανάκλησης ενώπιόν τους κατά των σχετικών αποφάσεων των αρμοδίων Κλιμακίων. Κατ’ αποτέλεσμα δε, η διεκπεραίωση των υποθέσεων προληπτικού ελέγχου όχι μόνο δεν θα επιταχυνθεί, όπως ο τίτλος του νομοσχεδίου ευαγγελίζεται, αλλά θα επιβραδυνθεί εξαιτίας της δυσχέρειας των δικαστών που υπηρετούν στα Κλιμάκια να αντεπεξέλθουν στον όγκο τους καθώς και της επιβράδυνσης στη διατύπωση σχετικών οριστικών κρίσεων, αφού οι έχοντες έννομο συμφέρον θα προσφεύγουν στο Τμήμα με αίτηση ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων. Προτείνουμε, λοιπόν την απάλειψη των σχετικών διατάξεων και τη διατήρηση εν ισχύι αυτών που προβλέπουν ότι την αρμοδιότητα επίλυσης των διαφωνιών μεταξύ των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των εκάστοτε διατακτών για τη θεώρηση ή μη χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής δημοσίων δαπανών έχουν τα Τμήματα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά των σχετικών πράξεων των οποίων προβλέπεται η άσκηση αίτησης ανάκλησης ενώπιον των ιδίων των Τμημάτων.
5) Γενικές παρατηρήσεις- προτάσεις
Να προστεθεί στο άρθρο 83 διάταξη με βάση την οποία οι αιτήσεις αναστολών να εκδικάζονται σε Συμβούλιο, όπως για δεκαετίες συμβαίνει στο Σ.τ.Ε. και τα διοικητικά δικαστήρια.
Να εισαχθεί αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 43 του σ.ν., ως προς τις συνέπειες από τη μη αποστολή φακέλου από τη Διοίκηση.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, ως προς τις προτεινόμενες με το σχέδιο νόμου τροποποιήσεις του ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών» έχουμε να παρατηρήσουμε ότι διαπνέονται από εχθρική διάθεση έναντι του συνόλου των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εκκινούν από το δεδομένο ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για τις καθυστερήσεις που εμφανίζονται στην απονομή δικαιοσύνης είναι οι δικαστές και γι’ αυτό στόχος είναι, όπως συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση και την τελολογική τους ερμηνεία, ο εκφοβισμός τους μέσω της απειλής αυστηρής τιμωρίας. Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύουν οι οικείες απαξιωτικές διατυπώσεις της αιτιολογικής έκθεσης.
Εμείς, ως Ένωση των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι διατάξεις του σχεδίου νόμου που τροποποιούν τα θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών εν γένει, παραγνωρίζουν τη συνεχή προσπάθειά μας να εκτελούμε τα καθήκοντά μας με ταχύτητα (λόγω και των συντομότατων προθεσμιών σε μεγάλο τμήμα του έργου μας) και ευθυκρισία και να ανταποκριθούμε στις ποικίλες υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο άσκησης του λειτουργήματός μας (ακόμα και τις μη αμιγώς νομικής φύσεως, π.χ. έλεγχο). Έτσι, διατάξεις με τις οποίες π.χ. θεσπίζονται συνέπειες σε περίπτωση καθυστέρησης έκδοσης αποφάσεων, όπως μισθολογικές περικοπές, μείωση του χρόνου δικαστικών διακοπών, ακόμα και σε περίπτωση «κινδύνου» καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης, καθώς και η επιχειρούμενη μεταβολή του ισχύοντος συστήματος προαγωγών, θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητα του συνόλου των δικαστικών λειτουργών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν οι υπόψη ρυθμίσεις διατυπώνονταν θετικά, καταλήγοντας τελικά στην εξαίρεση ή παράλειψη από τις προαγωγές όσων αποδεδειγμένα δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στα καθήκοντά τους.
Για τα επιμέρους άρθρα του μέρους E΄ του σχεδίου νόμου παρατηρούμε τα εξής:
1) Άρθρο 89: Άδεια ανατροφής τέκνου
Με την προτεινόμενη διάταξη «απορρυθμίζεται» το δικαίωμα της άδειας ανατροφής τέκνου των δικαστικών λειτουργών. Έτσι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στον Υπαλληλικό Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο ο γονέας-υπάλληλος λαμβάνει άδεια ανατροφής τέκνου 9 μηνών (άρθρο 53 του ν. 3528/2007), ο γονέας-δικαστής δικαιούται μόνο 5 μήνες άδεια ανατροφής. Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί πρόδηλο ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής ρύθμισης, καθώς δεν νοείται να τίθεται ο δικαστικός λειτουργός σε δυσμενέστερο καθεστώς από το δημόσιο υπάλληλο, ενώ αντίκειται και στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας και της μητρότητας. Η πρότασή μας είναι να αναμορφωθεί η παράγρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, όπως ισχύει), ως εξής: «Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους».
2) Άρθρο 90 : Μισθός και δικαστικές διακοπές, περικοπή για καθυστέρηση
Α. Η προτεινόμενη, στην παρ. 1 του άρθρου, δυνατότητα περικοπής των αποδοχών δικαστή με πράξη του Προϊσταμένου του Δικαστηρίου (του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά στους δικαστές-μέλη της Ένωσής μας), που υπόκειται σε προσφυγή (χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα) ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αποτελεί μία δυσανάλογα αυστηρή πειθαρχική ποινή σε σχέση με τη βαρύτητα του παραπτώματος, που επιβάλλεται από μονομελές πειθαρχικό-δικαστικό όργανο και όχι από αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 91). Εξάλλου, οι προτεινόμενες διατάξεις πάσχουν αοριστίας, καθόσον δεν εξειδικεύουν ούτε την έννοια του «μη ικανού αριθμού» υποθέσεων ούτε της «αδικαιολόγητης» καθυστέρησης παράδοσης των σχεδίων, ο προσδιορισμός των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής και αφήνεται κατ’ αυτό τον τρόπο στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του επιβάλλοντος την ποινή μονομελούς πειθαρχικού-δικαστικού οργάνου (Προέδρου του Δικαστηρίου). Ως εκ τούτου, προτείνουμε την απάλειψη των σχετικώς προτεινόμενων διατάξεων. Άλλωστε, ο ίδιος ο τροποποιούμενος ν. 1756/1988 προβλέπει σε άλλο άρθρο του (άρθρο 91 παρ. 3 περ. δ΄ και θ΄) την επιβολή πειθαρχικών ποινών για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση των καθηκόντων, καθώς και σαφή κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της καθυστέρησης ως αδικαιολόγητης, τις οποίες οι Προϊστάμενοι των Δικαστηρίων μπορούν να εφαρμόσουν σε περίπτωση σχετικού παραπτώματος, γεγονός που καθιστά τις προτεινόμενες διατάξεις περιττές.  
Β. Επίσης, αόριστες και περιττές είναι και οι προτεινόμενες στην παρ. 2 διατάξεις περί στέρησης του δικαιώματος του δικαστή να κάνει χρήση των δικαστικών διακοπών με απόφαση του «οικείου προϊσταμένου», στην περίπτωση που ο τελευταίος κρίνει ότι υφίσταται «κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης» στην έκδοση απόφασης. Τούτο δε διότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οι οποίες δεν αποτελούν διάστημα ανάπαυσης ή αναψυχής των δικαστών, όπως ενδεχομένως ο όρος «διακοπές» υποδηλώνει, δεν σταματά η λειτουργία των δικαστηρίων καθόσον λειτουργούν τα Τμήματα Διακοπών και παράλληλα εκδίδονται αποφάσεις. Εξάλλου, οι δικαστές όχι μόνο δεν «ξεκουράζονται» αλλά στο διάστημα αυτό γράφουν και εκδίδουν αποφάσεις που εκκρεμούν από το λήξαν δικαστικό έτος, παράλληλα βέβαια με την ως άνω ενασχόλησή τους με τις υποθέσεις των Τμημάτων Διακοπών. Επίσης, θεωρούμε ότι επιβάλλουν μία μορφή πειθαρχικής ποινής για την τέλεση ενός ιδιόμορφου πειθαρχικού παραπτώματος χωρίς να εξειδικεύουν την έννοιά του, ο προσδιορισμός της οποίας αφήνεται, κατ’ αυτό τον τρόπο, στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του επιβάλλοντος την ποινή μονομελούς πειθαρχικού-δικαστικού οργάνου. Για τους λόγους δε αυτούς προτείνουμε την απάλειψη των σχετικώς προτεινόμενων διατάξεων.
3) Άρθρο 92 : Εκπαιδευτική άδεια
Εκφράζουμε την έντονη διαφωνία μας με την κατάργηση της παρ. 15 του άρθρου 47 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, όπως ισχύει), που προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης στους δικαστικούς λειτουργούς εκπαιδευτικών αδειών για την παρακολούθηση Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων στις εγνωσμένης αξίας Νομικές Σχολές της ημεδαπής. Τούτο δε, διότι θεωρούμε πολύ σημαντική και αυτονόητη τη δυνατότητα των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών να επιμορφώνονται και να μετεκπαιδεύονται στην Ελλάδα στο ελληνικό και στο ευρωπαϊκό ή διεθνές δίκαιο. Την εκπαιδευτική άδεια για μεταπτυχιακές σπουδές στην ημεδαπή μπορούν να χρησιμοποιήσουν και οι δικαστές που έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών. Η κατάργηση δε της δυνατότητας αυτής δεν είναι κατανοητή και ενόψει της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα μας, αφού η χορήγηση άδειας ημεδαπής δεν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό σε αντίθεση με τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας αλλοδαπής. Προτείνουμε τη διατήρηση του θεσμού της εκπαιδευτικής άδειας ημεδαπής των δικαστικών λειτουργών με προσαρμογή του έτους-ορίου ηλικίας για τη χορήγησή της στο 55ο έτος, όπως προέβλεπε η αρχική εκδοχή (Δεκέμβριος του 2011) του σχεδίου νόμου προ της καταθέσεως στη Βουλή για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας αλλοδαπής.
4) Άρθρο 93 : Προαγωγές
Α. Με το σχέδιο νόμου στην τελική εκδοχή του (όπως ήδη κατατέθηκε στη Βουλή), μεταβάλλεται για τρίτη φορά (σε σχέση με τις αρχικές εκδοχές του εν λόγω άρθρου), ο τρόπος προαγωγής των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, οι δικαστικοί λειτουργοί του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο βαθμό του Εισηγητή θα κρίνονται εφεξής κατ’ απόλυτη εκλογή για την προαγωγή τους στο βαθμό του Παρέδρου, σύστημα που ισχύει για την προαγωγή σε Σύμβουλο και Αντεπίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συνακόλουθα, το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (Α.Δ.Σ.), θα δύναται να προάγει στο βαθμό του Παρέδρου δικαστικούς λειτουργούς, που διαθέτουν «σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό» τα ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται. Η πρώτη παρατήρηση αφορά στη σκοπιμότητα της ρύθμισης της παρ. 6 του άρθρου 49 του ν. 1756/1988, όπως αυτή προστίθεται με το ως άνω άρθρο του σχεδίου νόμου, δεδομένου ότι στην αμέσως προηγούμενη παράγρ. 5, όπως τροποποιείται με το σχέδιο νόμου, περιγράφεται η έννοια της απόλυτης εκλογής, καθώς και στην ασάφειά της, αφού δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια, πέραν πάσης αμφιβολίας, ποιοι δικαστές θα μπορούσαν να υπαχθούν σε αυτή. Περαιτέρω, είναι, κατά την άποψή μας, λόγω της φύσης και των ιδιαιτεροτήτων των δικαστικών (και μη) καθηκόντων, εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσόντων προαγωγής «κατ’ απόλυτη εκλογή» σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δικαιολογείται μία τέτοιου είδους προαγωγή, ιδίως όταν πρόκειται για νέους δικαστές με ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας (που έχουν θητεύσει σε ένα ή δύο το πολύ δικαστικούς σχηματισμούς – Τμήμα ή Κλιμάκιο). Άλλωστε, μέχρι σήμερα, και οι επιθεωρητές είναι συνήθως εξαιρετικά φειδωλοί στο να χαρακτηρίζουν ως «εξαίρετους» δικαστικούς λειτουργούς, προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι παρέχουν ιδιαίτερη εύνοια σ’ αυτούς. Σε περίπτωση δε που πραγματοποιηθεί μία απόλυτη κατ’ εκλογή προαγωγή δικαστικού λειτουργού και με δεδομένη την ελληνική πραγματικότητα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν υπόνοιες εύνοιας και μεροληψίας, γεγονός που θα διατάρασσε και θα υπονόμευε τις σχέσεις μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου και, κυρίως, θα έθετε σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία του. Εξάλλου, από το έτος 1995, που ιδρύθηκε η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης επιλέγονται, κατά τον αρχικό τους διορισμό, μέσα από μια εξαιρετικά αυστηρή και αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, ενώ αποκτούν εμπειρία και τα προσόντα τους βελτιώνονται μέσα από την πολυετή τριβή τους με τις δικαστικές υποθέσεις. Άλλωστε, για όσους αποδεδειγμένα δεν ασκούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους και δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να τους παραλείψει από τις προαγωγές και, σε ακραίες περιπτώσεις, να τους παύσει. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την απάλειψη της προτεινόμενης προσθήκης νέας παραγρ. 6 στο άρθρο 49 του ν. 1756/1988, με το ως άνω άρθρο 93 του σχεδίου νόμου και τη διατήρηση του ισχύοντος σήμερα νομικού πλαισίου.
            Β. Με την προτεινόμενη ρύθμιση (νέα παράγρ. 9 που προστίθεται στο άρθρο 49 του ν. 1756/1988) δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό ο δικαστής που καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων. Η περιλαμβανόμενη στο σχέδιο νόμου περιοριστική απαρίθμηση των λόγων, για τους οποίους δικαστικός λειτουργός κρίνεται ως μη προακτέος, δεν παρέχει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει συνολικά την υπηρεσιακή απόδοση του δικαστικού λειτουργού, όπως ο αριθμός των υποθέσεων που χειρίζεται, ο βαθμός δυσκολίας τους, η τυχόν παράλληλη ενασχόλησή τους με άλλα υπηρεσιακά καθήκοντα (οι δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου συμμετέχουν και σε ομάδες ελέγχου), η δημοσίευση μεγάλου αριθμού αποφάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα κλπ. και, συνακόλουθα, μπορεί να οδηγήσει σε μία ιδιαιτέρως βαριά κύρωση (στέρηση προαγωγής) χωρίς να επιτρέπεται να γίνει συνολική εκτίμηση του υπό προαγωγή δικαστή. Επιπροσθέτως, η ρύθμιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ειδικούς λόγους, που μπορεί να προκαλέσουν την καθυστέρηση της δημοσίευσης δικαστικών αποφάσεων, όπως η ασθένεια του δικαστικού λειτουργού ή μέλους της οικογενείας του, η μη έγκαιρη χρέωση των δικογραφιών στο δικαστή κλπ. Εξάλλου, το εξάμηνο που προβλέπεται ως όριο από τη συζήτηση ως τη δημοσίευση, είναι κατά κοινή πείρα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα που δεν συμπίπτει ούτε καν με το οκτάμηνο που προβλέπεται στο ίδιο σχέδιο νόμου (και από καιρού ισχύει), η παραβίαση του οποίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Τέλος, πέραν της αντίθεσης των ανωτέρω ρυθμίσεων (παρ. 8, 9 και 10 του άρθρου 93 του σχεδίου) σε συνταγματικές διατάξεις (ιδίως άρθρα 20 παρ. 1, 25, 87 παρ. 1 του Συντάγματος), εκτιμούμε ότι δεν θα βοηθήσουν στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά στην συγγραφή πρόχειρων και, ενδεχομένως, εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων, που θα συντάσσονται υπό την απειλή της πειθαρχικής δίωξης και της παράλειψης προαγωγής.
5) Άρθρο 98 : Προσφυγή στην Ολομέλεια
Με το άρθρο αυτό επέρχεται μια φαινομενικά επουσιώδης, αλλά, στην πραγματικότητα, σημαντική μεταβολή, ως προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των δικαστικών λειτουργών για υπηρεσιακά τους θέματα. Έτσι, ενώ οι δικαστικοί λειτουργοί δεν δικαιούνται να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα υπηρεσιακά τους θέματα, όπως, κατ’ αντιστοιχία, μπορούν οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κλάδου που υπηρετούν, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουν «…τρείς τουλάχιστον ψήφους στο 15μελές Συμβούλιο και δύο στο 11μελές». Αυτός δε ο «δικονομικός» περιορισμός τίθεται για πρώτη φορά και για την προαγωγή στον ανώτερο βαθμό. Με τον τρόπο όμως αυτό αποστερούνται ολοκληρωτικά της δικαστικής τους προστασίας για τον πυρήνα της υπηρεσιακής τους κατάστασης οι εκάστοτε μη προαγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί, κατά παράβαση του Συντάγματος, της Ε.Σ.Δ.Α. και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και θεσπίζεται ένα δικονομικό «φίλτρο» που ως συνέπεια έχει την απώλεια μίας σημαντικής εγγύησης για τον δικαστικό έλεγχο των τυχόν υπερβάσεων ή εσφαλμένων κρίσεων των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων. Ως εκ τούτου, διαφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση και προτείνουμε την απάλειψή της.
6) Άρθρο 103 : Επιθεώρηση
Με το άρθρο αυτό καταργείται η επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου από συλλογικά όργανα επιθεώρησης (πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο συμβούλιο), που θεσπίστηκε με το ν. 3514/2006, και αντικαθίσταται από σύστημα επιθεώρησης από μονομελές όργανο (επιθεωρητή Σύμβουλο), ο ορισμός μάλιστα του οποίου δεν γίνεται με κλήρωση. Αυτή όμως η τροποποίηση αφενός είναι εσπευσμένη, καθώς η εφαρμογή του συλλογικού συστήματος επιθεώρησης είναι πολύ πρόσφατη για να έχουν αξιολογηθεί τα αποτελέσματά της, αφετέρου δε δεν διασφαλίζει την αντικειμενικότητα του επιθεωρούντος οργάνου, που κατά τεκμήριο διασφαλίζεται όταν αυτό είναι συλλογικό, όπως σήμερα, και όχι ατομικό, όπως προτείνεται. Επομένως, διαφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση και προτείνουμε τη διατήρηση σε ισχύ του νυν ισχύοντος συστήματος επιθεώρησης. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες που προβλέπεται  στην προτεινόμενη ρύθμιση να ζητά από τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος και τα μέλη του ο επιθεωρητής προκειμένου να μορφώσει πληρέστερη γνώμη για τον επιθεωρούμενο, πρέπει να προβλεφθεί ότι θα είναι έγγραφες και θα παραμένουν στο φάκελο του επιθεωρούμενου δικαστικού λειτουργού.
IV. Σημειωτέον ότι ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών είναι ένα νομοθετικό κείμενο μεγίστης σημασίας, ως ο θεσμικός νόμος που διέπει την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης και πραγματώνει τις επιταγές του Συντάγματος για την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των Δικαστών, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να προστατεύσουν τα δικαιώματα των πολιτών που απορρέουν από την εσωτερική, ευρωπαϊκή και διεθνή έννομη τάξη. Επομένως, είναι αυτονόητη η επιδίωξη της μέγιστης δυνατής πολιτικής συναίνεσης για τη θέσπιση και τροποποίηση των διατάξεών του, ώστε να εξασφαλίζεται σε βάθος χρόνου και ανεξαρτήτως της εκάστοτε Κυβέρνησης ή του εκάστοτε Υπουργού, η εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά και η ηθική υποχρέωση της εκάστοτε Κυβέρνησης να διαβουλεύεται για το περιεχόμενό του με όλους τους θεσμικούς φορείς της Δικαιοσύνης και ιδίως με τους δικαστικούς λειτουργούς, τις Ενώσεις τους και τα Ανώτατα Δικαστήρια. Άλλωστε, μέχρι σήμερα ο Κώδικας (νόμος 1756/1988) θεωρείται επιτυχημένος, καθώς εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, έχουν διατηρηθεί σε ισχύ οι περισσότερες διατάξεις του, με εξαίρεση τις ελάχιστες αναγκαίες τροποποιήσεις επιμέρους ρυθμίσεών του, και δεν έχει τεθεί θέμα δυσαρμονίας του με υπερκείμενες διατάξεις, ούτε έχει διατυπωθεί από μέρος δικαστών, αίτημα για ριζική αλλαγή ή έστω αναθεώρηση του συνόλου ή βασικών διατάξεών του. Οι προτεινόμενες δε με το επίμαχο σχέδιο νόμου τροποποιήσεις του αποτελούν κατά κανόνα άστοχες νομοθετικές παρεμβάσεις που, δεδομένης της μη συμμετοχής των Δικαστικών Ενώσεων στην επεξεργασία τους, δεν έχουν λάβει υπόψη τους τη γνώση και την εμπειρία του Δικαστή της πράξης, τείνουν δε στο να μετατρέψουν τους δικαστές σε αυτόματους γραφείς αποφάσεων με διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο υπέρ του ισοσκελισμού του προϋπολογισμού της Χώρας, χωρίς δικαιώματα, χωρίς δεδομένο και ασφαλές υπηρεσιακό καθεστώς, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας, χωρίς ποιοτική οικογενειακή ζωή, χωρίς ευκαιρίες επιμόρφωσης και, φυσικά, με ελάχιστη δικαστική προστασία. Άλλωστε, δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί πολυπαραγοντικό φαινόμενο, προφανώς δεν ευθύνονται οι λειτουργοί της για αυτό ή τουλάχιστον δεν ευθύνονται αποκλειστικά, πολλώ μάλλον σε προσωπικό επίπεδο. Οι αιτίες του δυσάρεστου φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, στον τρόπο οργάνωσης των Δικαστηρίων και τις σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, ενώ λόγω της δυσλειτουργίας της δημόσιας διοίκησης ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός υποθέσεων εισάγονται στα δικαστήρια. Επίσης, σημαντικό παράγοντα καθυστέρησης συνιστά η πολυνομία και η ασάφεια των νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες προκαλούν σύγχυση στα όργανα της διοίκησης και τους διοικούμενους.
Συμπέρασμα των ανωτέρω είναι ότι η βελτίωση και επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετείται με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών καθόσον, όπως προεκτέθηκε, παραβλέπουν τις αληθινές αιτίες καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, ενώ πλήττουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ