(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Απλή σωματική βλάβη. Στοιχεία του εγκλήματος. Πραγματικά περιστατικά. Πρόκληση σωματικών κακώσεων στον παθόντα από τον αναιρεσείοντα, κατόπιν επίθεσης του τελευταίου στον πρώτο. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόλυτη ακυρότητα. Παράσταση πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους του αμέσως παθόντος, ο οποίος και απεβίωσε πριν από τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Το ότι δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι η πολιτικώς ενάγουσα παρέστη για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί ο παθών πατέρας της οφείλεται σε προφανή παραδρομή και μη διόρθωση της φράσεως του εντύπου μέρους των πρακτικών. Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αίτημα αναβολής, λόγω αποχής δικηγόρων. Απόρριψη αιτήματος λόγω κινδύνου παραγραφής, δεδομένου ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις (π.χ. κίνδυνος παραγραφής). Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1384/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Λ. του Γ., κατοίκου .... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχάλη Μαραγκάκη. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Τ., κατοίκου .. ...... , που δεν παρέστη περί αναιρέσεως της με αριθμό 58846/2010 αποφάσεως Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1246/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να ΠΟΠΔ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 340§1, 349 (όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 58846/28.6.2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πριν, δηλαδή, από την αντικατάστασή του με το ν. 3904/2010) και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια. Η παραδοχή ή μη του ως άνω αιτήματος, απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως τούτο να απαντήσει στο αίτημα αναβολής και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα, χωρίς την επιβαλλομένη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 349§3 του ΚΠοινΔ, "η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1". Ομως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, υπέβαλε ο τελευταίος αίτημα αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, απείχε από τα καθήκοντά του. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: " Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προέκυψε το πραγματικό κώλυμα του συνηγόρου του κατηγορουμένου να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την σημερινή δικάσιμο, εφόσον δεν προσκομίζεται απόφαση του Προέδρου του ΔΣΑ, με την οποία να μην χορηγείται η άδεια στον τελευταίο να παραστεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, μολονότι η αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός κατηγορείται είχε χρόνο τέλεσης 18.9.2002. Κατόπιν τούτου και ενόψει του άμεσου κινδύνου παραγραφής το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο συνηγόρου του κατηγορουμένου". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε την απαιτουμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93§ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και οι σκέψεις που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για τη μη αναβολή της δίκης και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε απόφαση του Προέδρου του ΔΣΑ, με την οποία να έχει απορριφθεί αίτηση του συνηγόρου του να χορηγηθεί άδεια να παραστεί στη δίκη λόγω του κινδύνου παραγραφής. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με το άρθρο 171§2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 82-84 και 87 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ως παθών από το έγκλημα ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την αξιόποινη πράξη του δράστη. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν ζητείται αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η δήλωση ότι παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων "για χρηματική ικανοποίηση" αρκεί και είναι ορισμένη, καθόσον υπονοεί την παράσταση για ηθική βλάβη. Για το νομότυπο δε της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφόμενων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Αν δε ο αμέσως παθών έχει αποβιώσει πριν από τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι κληρονόμοι του, που δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής, πρέπει να επικαλούνται και τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει η διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ, ήτοι ότι η αξίωση του θανόντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή ότι ο τελευταίος επέδωσε γι` αυτήν αγωγή. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ` αριθ. 68749/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, και των ενσωματωμένων σ` αυτή πρακτικών, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η Μ. Τ. του Β. και δήλωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 933 του Αστικού Κώδικα έχει ασκηθεί αγωγή, η οποία και εκκρεμεί, και ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του 1ου κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) για χρηματική ικανοποίηση 40 ευρώ με επιφύλαξη από την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω της κρινόμενης πράξεως, καθώς και ότι διορίζει πληρεξούσιό της τον παρόντα δικηγόρο Δημήτριο Μανώλη. Κατά της παραστάσεως αυτής, η οποία ήταν νομότυπη και αρκούντως ορισμένη, χωρίς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται σε τι συνίστατο η ηθική βλάβη για την οποία ζητείτο η χρηματική ικανοποίηση, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις. Οπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η δήλωση της παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλήφθηκε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς, όμως, να αναφέρεται και πάλι η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 933 του ΑΚ. Πλην, όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν αναγκαίο να περιέχει αυτή και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Το ότι δε αναφέρεται ότι η πολιτικώς ενάγουσα παρέστη για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από το αδίκημα και όχι για εκείνη που υπέστη ο αμέσως παθών πατέρας της Β. Τ. οφείλεται σε φανερή παραδρομή και συγκεκριμένα σε μη διόρθωση της σχετικής φράσεως του εντύπου μέρους των πρακτικών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι, ενώ δικαιούχος της χρηματικής αξιώσεως λόγω ηθικής βλάβης ήταν ο μετέπειτα αποβιώσας εγκαλών Β. Τ., δεν διευκρινίστηκε με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής της Μ. Τ. με ποια ιδιότητα παρίστατο αυτή και αν υφίστατο στο πρόσωπό της εκχώρηση ή κληρονομική διαδοχή ως προς τη σχετική αξίωση και εάν και με ποιο τρόπο συνέτρεχαν οι από το άρθρο 933 του ΑΚ απαιτούμενες προϋποθέσεις νομιμοποιήσεώς της, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή" Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή, σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες, και σε ασήμαντη, που είναι η έχουσα ήπιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Aρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να συναγάγει τι δέχθηκε τούτο, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκείνο δέχθηκε, προκειμένου να αποφανθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απλής σωματικής βλάβης σε βάρος του Β. Τ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: ...Τότε ο κατηγορούμενος με πρόθεση επιτέθηκε στον εγκαλούντα και με τα χέρια του άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο και στα άνω άκρα. Από τα εν λόγω χτυπήματα τραυματίστηκε ο εγκαλών και συγκεκριμένα ο τελευταίος υπέστη αιματώματα, εκδορές αριστερού αγκώνα, αντιβραχίου, πηχειοκαρπικής και μικρά αιματώματα δεξιού αντιβραχίου ... Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, προέκυψε ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στοιχειοθετεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση, που του αποδίδεται, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, χαρακτηρίζοντας, με βάση τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προξένησε στον παθόντα τις σωματικές κακώσεις, τη φύση και την έκταση αυτών, την πράξη του αναιρεσείοντος ως απλή και όχι ως εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 308 του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 308§1 α και β του ΠΚ, άλλως για εκ πλαγίου παράβαση αυτής, και συγκεκριμένα γιατί εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι ως άνω κακώσεις φέρουν το χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης αντί της εντελώς ελαφράς τοιαύτης και, ακολούθως, δεν έπαυσε υφ` όρον η κατ` αυτού ποινική δίωξη κατ` άρθρο 31§1 περ. β του ν. 3346/2005, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Σεπτεμβρίου 2010 (υπ` αριθ. πρωτ. 7282/2010) αίτηση του Σ. Λ. του Γ., για αναίρεση της υπ` αριθ. 58846/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Λ. του Γ., κατοίκου .... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχάλη Μαραγκάκη. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Τ., κατοίκου .. ...... , που δεν παρέστη περί αναιρέσεως της με αριθμό 58846/2010 αποφάσεως Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1246/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να ΠΟΠΔ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 340§1, 349 (όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 58846/28.6.2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πριν, δηλαδή, από την αντικατάστασή του με το ν. 3904/2010) και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια. Η παραδοχή ή μη του ως άνω αιτήματος, απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως τούτο να απαντήσει στο αίτημα αναβολής και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα, χωρίς την επιβαλλομένη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 349§3 του ΚΠοινΔ, "η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1". Ομως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, υπέβαλε ο τελευταίος αίτημα αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, απείχε από τα καθήκοντά του. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: " Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προέκυψε το πραγματικό κώλυμα του συνηγόρου του κατηγορουμένου να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την σημερινή δικάσιμο, εφόσον δεν προσκομίζεται απόφαση του Προέδρου του ΔΣΑ, με την οποία να μην χορηγείται η άδεια στον τελευταίο να παραστεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου, μολονότι η αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός κατηγορείται είχε χρόνο τέλεσης 18.9.2002. Κατόπιν τούτου και ενόψει του άμεσου κινδύνου παραγραφής το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο συνηγόρου του κατηγορουμένου". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε την απαιτουμένη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93§ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και οι σκέψεις που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για τη μη αναβολή της δίκης και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε απόφαση του Προέδρου του ΔΣΑ, με την οποία να έχει απορριφθεί αίτηση του συνηγόρου του να χορηγηθεί άδεια να παραστεί στη δίκη λόγω του κινδύνου παραγραφής. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με το άρθρο 171§2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 82-84 και 87 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ως παθών από το έγκλημα ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την αξιόποινη πράξη του δράστη. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν ζητείται αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η δήλωση ότι παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων "για χρηματική ικανοποίηση" αρκεί και είναι ορισμένη, καθόσον υπονοεί την παράσταση για ηθική βλάβη. Για το νομότυπο δε της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφόμενων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Αν δε ο αμέσως παθών έχει αποβιώσει πριν από τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι κληρονόμοι του, που δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής, πρέπει να επικαλούνται και τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει η διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ, ήτοι ότι η αξίωση του θανόντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή ότι ο τελευταίος επέδωσε γι` αυτήν αγωγή. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ` αριθ. 68749/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, και των ενσωματωμένων σ` αυτή πρακτικών, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η Μ. Τ. του Β. και δήλωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 933 του Αστικού Κώδικα έχει ασκηθεί αγωγή, η οποία και εκκρεμεί, και ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του 1ου κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) για χρηματική ικανοποίηση 40 ευρώ με επιφύλαξη από την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω της κρινόμενης πράξεως, καθώς και ότι διορίζει πληρεξούσιό της τον παρόντα δικηγόρο Δημήτριο Μανώλη. Κατά της παραστάσεως αυτής, η οποία ήταν νομότυπη και αρκούντως ορισμένη, χωρίς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται σε τι συνίστατο η ηθική βλάβη για την οποία ζητείτο η χρηματική ικανοποίηση, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις. Οπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η δήλωση της παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλήφθηκε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς, όμως, να αναφέρεται και πάλι η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 933 του ΑΚ. Πλην, όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν αναγκαίο να περιέχει αυτή και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Το ότι δε αναφέρεται ότι η πολιτικώς ενάγουσα παρέστη για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από το αδίκημα και όχι για εκείνη που υπέστη ο αμέσως παθών πατέρας της Β. Τ. οφείλεται σε φανερή παραδρομή και συγκεκριμένα σε μη διόρθωση της σχετικής φράσεως του εντύπου μέρους των πρακτικών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι, ενώ δικαιούχος της χρηματικής αξιώσεως λόγω ηθικής βλάβης ήταν ο μετέπειτα αποβιώσας εγκαλών Β. Τ., δεν διευκρινίστηκε με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής της Μ. Τ. με ποια ιδιότητα παρίστατο αυτή και αν υφίστατο στο πρόσωπό της εκχώρηση ή κληρονομική διαδοχή ως προς τη σχετική αξίωση και εάν και με ποιο τρόπο συνέτρεχαν οι από το άρθρο 933 του ΑΚ απαιτούμενες προϋποθέσεις νομιμοποιήσεώς της, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή" Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή, σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες, και σε ασήμαντη, που είναι η έχουσα ήπιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Aρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να συναγάγει τι δέχθηκε τούτο, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκείνο δέχθηκε, προκειμένου να αποφανθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απλής σωματικής βλάβης σε βάρος του Β. Τ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: ...Τότε ο κατηγορούμενος με πρόθεση επιτέθηκε στον εγκαλούντα και με τα χέρια του άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο και στα άνω άκρα. Από τα εν λόγω χτυπήματα τραυματίστηκε ο εγκαλών και συγκεκριμένα ο τελευταίος υπέστη αιματώματα, εκδορές αριστερού αγκώνα, αντιβραχίου, πηχειοκαρπικής και μικρά αιματώματα δεξιού αντιβραχίου ... Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, προέκυψε ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στοιχειοθετεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση, που του αποδίδεται, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, χαρακτηρίζοντας, με βάση τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία ο αναιρεσείων προξένησε στον παθόντα τις σωματικές κακώσεις, τη φύση και την έκταση αυτών, την πράξη του αναιρεσείοντος ως απλή και όχι ως εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 308 του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 308§1 α και β του ΠΚ, άλλως για εκ πλαγίου παράβαση αυτής, και συγκεκριμένα γιατί εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι ως άνω κακώσεις φέρουν το χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης αντί της εντελώς ελαφράς τοιαύτης και, ακολούθως, δεν έπαυσε υφ` όρον η κατ` αυτού ποινική δίωξη κατ` άρθρο 31§1 περ. β του ν. 3346/2005, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Σεπτεμβρίου 2010 (υπ` αριθ. πρωτ. 7282/2010) αίτηση του Σ. Λ. του Γ., για αναίρεση της υπ` αριθ. 58846/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
=============
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Επιτέλους μία απόφαση που λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο παραγραφής και θεωρεί αιτιολογημένη την απόφαση για απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Βέβαια θα μπορούσε να αποφανθεί οτι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑσφαλώς και υπάρχει κίνδυνος παραγραφής στα 8 έτη! Η πράξη τελέστηκε το Σεπτέμβριο του έτους 2002 και το αίτημα αναβολής απορρίφθηκε το έτος 2010. Το ερώτημα είναι, όμως, πότε επίκειται η παραγραφή και πότε απορρίπτεται ανάλογο αίτημα. Στα 5 χρόνια, στα έξι χρόνια, στα επτά;
ΑπάντησηΔιαγραφήσε πραξη που εκδικαζοταν μετα απο 8 χρονια, υποβληθηκε αιτημα αναβολης!!!!!!!!!!!!1
ΑπάντησηΔιαγραφήουδεν σχολιο....
ειχε δε και την εμπνευση να κανει αναιρεση μετα γιατι του απορριφθηκε το αιτημα αναβολης!!!!!!!!!!!
Και τώρα θα πάη και στο Στρασβούργο φαντάζομαι να κλαψουρίση...
ΑπάντησηΔιαγραφή