2. 13-2-2013
===========================
Η γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής:
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 στοιχ. ιγ΄ άρθρου 3 Ν 3943/2011, ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011 «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής». Αξιολογώντας ειδικότερα την ως άνω νεοπαγή ρύθμιση, οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
(i) Αν εμμείνουμε στη διατύπωση του νόμου (: «στα αδικήματα του παρόντος νόμου»), ρυθμίζεται ο χρόνος τέλεσης όλων των αδικημάτων του Ν 2523/1997. Παρ’ όλα αυτά στην ίδια διάταξη, γίνεται λόγος για χρονικό διάστημα κατά το οποίο «όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος»· τούτο, ενδεχομένως, υποδηλώνει πως καταλαμβάνονται μόνο τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης του Ν 2523/1997 (: αφού μόνο σ’ αυτά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος και, παρ’ όλα αυτά δεν ενήργησε). Το ζήτημα φαίνεται ότι περιπλέκεται περισσότερο αν αναχθούμε στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3943/2011. Σ’ αυτή ορίζεται ότι «θεσπίζονται ως διαρκή και, επομένως, ως συνεχή αυτόφωρα, τα αδικήματα: α) (…), β) της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και γ) της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και λοιπών παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών, με χρόνο τέλεσης αυτών το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης παραγραφής». Είναι περισσότερο από προφανές ότι στο κείμενό της περιγράφονται ως διαρκή, και αδικήματα ενεργείας (: όπως λ.χ. εκείνο της υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος), και όχι παράλειψης. Αντίστοιχα, δεν προβλέπονται ως διαρκή, αδικήματα γνήσιας παράλειψης, όπως λ.χ. εκείνο της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων [Αξιολογώντας αυτή την αντινομία, ο Γ. Δημήτραινας (βλ. του ίδιου, Εγκλήματα φοροδιαφυγής, 2011, σελ. 292) παρατηρεί πως «από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει (...) με σαφήνεια ότι η νομοθετική βούληση ήταν να εξαιρούνται από τη ρυθμιστική εμβέλεια της συγκεκριμένης πρόβλεψης οι περιπτώσεις έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης φορολογικών στοιχείων, καθώς επίσης και οι περιπτώσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης φορολογικών στοιχείων. Κατά τα λοιπά είναι εξίσου φανερό (...) ο νομοθέτης δεν μπορεί να διακρίνει την πράξη από την παράλειψη στο Ποινικό Δίκαιο»].
Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Τι υπερισχύει, το κείμενο του νόμου ή εκείνο της Αιτιολογικής Έκθεσης; Και αν υπερισχύει το κείμενο του νόμου, με δεδομένη την αντιφατικότητά του, περιλαμβάνονται και τα εγκλήματα ενεργείας; Απαντώντας ο Γ. Δημήτραινας (βλ. ό.π., σελ. 29), υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997 αφορά μόνο τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης. Εν συνεχεία, ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε, διατείνεται ότι ο νόμος πρέπει να αναγνωσθεί υπό το πρίσμα των θέσεων της Αιτιολογικής Έκθεσης· έτσι, κατά τον ίδιο, δεν περιλαμβάνεται εδώ το αδίκημα του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997 (: παρότι γνήσιο έγκλημα παράλειψης). Στο σύνολό της η εν λόγω προσέγγιση διεκδικεί σοβαρά ερείσματα βασιμότητας, αφού ερμηνεύει συσταλτικά το γράμμα του νόμου.
Από την άλλη, θα ήταν ίσως ορθότερο να υποστηριχθεί πως δεν έχει σημασία τι δήλωσε ο νομοθέτης στην Αιτιολογική Έκθεση, αλλά τι ήθελε και, κυρίως, τι τελικά είπε. Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά την επιδίωξη του νομοθέτη, τούτη προκύπτει από την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση, δεν είναι δε άλλη από την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε όλα τα αδικήματα του Ν 2523/1997 [βλ. απόσπασμα Αιτιολογικής Έκθεσης: «θεσπίζονται ως διαρκή και επομένως, ως συνεχή αυτόφωρα, τα αδικήματα (…)»]. Ταυτόχρονα ωστόσο, εφόσον η διατύπωση της διάταξης προσιδιάζει μόνο στα εγκλήματα παράλειψης, είναι ορθό να γίνει δεκτό πως στο κανονιστικό πεδίο της ρύθμισης του πρώτου εδαφίου της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997 υπάγονται μόνο αυτά (βλ. έτσι και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Οι επιλογές του Ν 3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιοποίνου των φορολογικών αδικημάτων: Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας απαιτήσεων του δημοσίου, ΠοινΔικ 2011, 1311). Για να το θέσουμε διαφορετικά, είναι αδιάφορο τι ήθελε ο νομοθέτης, αν δεν το είπε και, συγχρόνως, από τη βούλησή του (που δεν αποτυπώθηκε στο κείμενο του νόμου) παράγονται επαχθή για τον κατηγορούμενο αποτελέσματα [βλ. χαρακτηριστικά, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, έκδ. β΄ (: 2007), σελ. 222-223, η οποία, με αφορμή αντίστοιχο, συναφές, ζήτημα του νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, παρατηρεί ότι «τα προβλήματα αυτά είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς όταν ο νομοθέτης δεν λέει αυτό που πράγματι εννοεί και αυτό που λέει δεν το έχει σκεφθεί επαρκώς. Η ατυχής ωστόσο διατύπωση του νόμου, τα άτοπα που αυτή δημιουργεί και η δυσκολία ανεύρεσης του δικαιολογητικού λόγου για τη θέσπιση της συγκεκριμένης διάταξης όσο μένουμε στη γραμματική ερμηνεία, καθιστούν, όπως είναι προφανές, καθοριστική τη σημασία της ιστορικοβουλητικής και λογικοσυστηματικής ερμηνείας, μέσω των οποίων, ως γνωστό, μπορεί να περιορίζεται το αξιόποινο που προκύπτει από το γράμμα του νόμου»]. Με αυτά τα δεδομένα, και το αδίκημα της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, στο βαθμό που είναι γνήσιο παράλειψης, δεν εξαιρείται της ρύθμισης.
(ii) Έχοντας αποδεχθεί ότι η νεοπαγής ρύθμιση καταλαμβάνει και το αδίκημα της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, τα ερωτήματα που επειγόντως διεκδικούν απάντηση είναι τα εξής: Είναι δογματικά συνεπής η ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 Ν 2523/1997; Επίσης, είναι σύμφωνη με τις αρχές nullum crimen nulla poena sine lege και nullum crimen nulla poena sine lege certa, και, ως εκ τούτου, με το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ.; Η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα είναι αρνητική.
Ειδικότερα, όπως ορθά παρατηρείται (βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1310), κοινό στοιχείο των περισσότερων απόψεων που υποστηρίζονται για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως διαρκούς είναι το εξής: πρέπει από τη στιγμή της τυπικής του περάτωσης και μετά να μπορούμε να πούμε ότι κάθε επόμενη στιγμή η συμπεριφορά του δράστη πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος (βλ. επίσης, αναλυτικά, Δημήτραινα Γ., ό.π., σελ. 293 επ.). Τούτο λ.χ. συμβαίνει αδιαμφισβήτητα στο αδίκημα της παράνομης κατακράτησης [βλ. παράδειγμα που χρησιμοποιεί η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, (ό.π.)]. Υπό αυτό το πρίσμα, αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τι συμβαίνει στην περίπτωση του αδικήματος της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων (: άρθρο 19 παρ. 5 Ν 2523/1997), διαπιστώνουμε ότι αυτό περατώνεται τυπικά μόλις ολοκληρωθεί η συναλλαγή και δεν εκδοθεί το φορολογικό στοιχείο. Έκτοτε η συνέχιση της παράλειψης έκδοσης φορολογικού στοιχείου είναι αδιάφορη, αφού δεν μπορεί να επιφέρει εκ νέου απόκρυψη εισοδήματος. Σπεύδουμε εξάλλου να επισημάνουμε ότι δεν τιμωρείται η απόκρυψη, αλλά η μη έκδοση («ο υπόχρεος που δεν εκδίδει») του προβλεπόμενου από το ΠΔ 186/1992 (: Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων), φορολογικού στοιχείου.
Περαιτέρω, η ανάγνωση της διάταξης καθιστά σαφή την παρατήρηση ότι ο νομοθέτης έσπευσε να προσδιορίσει το χρόνο τέλεσης από το χρόνο παραγραφής, ενώ αναμενόμενο θα ήταν το αντίθετο (βλ. ανάλογη επισήμανση Γ. Δημήτραινα, ό.π., σελ. 297). Ανεξάρτητα ωστόσο από την εν λόγω δογματική-μεθοδολογική «αταξία», ερωτάται: Μπορούσε να ορισθεί ο χρόνος τέλεσης κατά τρόπο που δεν είναι συμβατός με την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος;
Για να απαντήσουμε, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε με την «επίδικη» ρύθμιση, πλασματικά διαρκή [έτσι, η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι (ό.π., σελ. 1311)] ή ημι-διαρκή [έτσι, ο Γ. Δημήτραινας (ό.π., σελ. 297, 299)] εγκλήματα, χωρίς τούτη η πρόβλεψη να επαληθεύεται από τη νομοτυπική μορφή εκάστου εγκλήματος. Κατά τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι προκάλεσε αποτέλεσμα αντίθετο στο άρθρο 17 ΠΚ, εισήγαγε αντικειμενική ποινική ευθύνη του δράστη σε χρόνο κατά τον οποίο πράξη του ή ποινικά αξιόλογη παράλειψή του δεν υπάρχει (βλ. Δημήτραινα Γ., ό.π, σελ. 299, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312)! Πρόκειται για επισημάνσεις που προσδίδουν στη ρύθμιση αυτονόητα αντισυνταγματικό χαρακτήρα, λόγω πρόσκρουσης στο άρθρο 7 παρ. 1 [βλ. έτσι, Δημήτραινα Γ., ό.π. (: ο συγγραφέας κάνει λόγο και για πρόσκρουση στο άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π.].
Επιπλέον, θεωρούμε ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, διότι προσκρούει στα άρθρα 2 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 25 του Συντ. (βλ. και Δημήτραινα Γ., ό.π., σχετικά με τη μη συμβατότητα με το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.· επίσης, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312, σχετικά με τη μη συμβατότητα στο άρθρο 6 παρ. 1 Συντ.). Ειδικότερα, ο νομοθέτης εισήγαγε μία μη πειστική –δογματικά– ρύθμιση με αυτοσκοπό την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση). Έτσι, υποβάθμισε το γεγονός ότι η τελευταία προϋποθέτει πράγματι αυτόφωρο έγκλημα, στο οποίο η αποδεικτική πιθανότητα αγγίζει τη βεβαιότητα [για το χαρακτήρα αυτό του αυτόφωρου εγκλήματος, βλ., αντί άλλων, Μαργαρίτη Λ./Καλφέλη Γ., Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, τόμ. α΄, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47 επ., και ιδίως σελ. 65], στοιχείο που είναι λίαν αμφίβολο αν συντρέχει (ή συντρέχει πάντοτε) σε σύνθετα αδικήματα, όπως εκείνα του Ν 2523/1997. Είναι λοιπόν προφανές ότι η ρύθμιση αποσκοπούσε να επιτρέψει, ανεξαιρέτως, τη σύλληψη του υπαιτίου, την κράτησή του και την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, με σύντμηση της προδικασίας (: όσο βέβαια τούτη είναι νοητή μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ από το Ν 3904/2010). Έτσι, όμως ανέδειξε ως «πανταχού παρούσα» μία διαδικασία, η οποία συνδέεται με σοβαρή αποστέρηση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. σχετικά, Κονταξή Θ., Αυτόφωρο: Δικαιικός Μεσαίωνας ή «βιομηχανία απονομής» δικαιοσύνης; ΠοινΔικ 2006, 221 επ.). Κατά τον τρόπο αυτό, είναι προφανές ότι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου, εμφανίσθηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς (πιθανώς, τη διοικητική «διευθέτηση» της εκκρεμότητας). Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος και η «προδικαστική» στέρηση της ελευθερίας του αναδείχθηκαν ως το δυσανάλογα επαχθές μέσο για σκοπό που αφίσταται του αναμενόμενου (για την προστατευτική για τα έννομα αγαθά, και την εξασφαλιστική-εγγυητική για τον κατηγορούμενο λειτουργία του ποινικού δικαίου, βλ. αντί άλλων, Μαγκάκη Γ.Α., σε ΣυστΕρμΠΚ, επιμέλεια Δ. Σπινέλλη, 2005, σελ. 12 επ.). Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι η ταχεία διάγνωση της υπόθεσης θα μπορούσε πιθανώς να επιτευχθεί με αναλογικότερες ρυθμίσεις, όπως λ.χ. με πρόβλεψη «σύντομου» προσδιορισμού και εκδίκασης ενώπιον των δικαστηρίων, με τη συγκρότηση ειδικών ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα του οικονομικού ποινικού δικαίου κ.λπ.
Πάντως, για την αποφυγή τυχόν παρερμηνείας, σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να επισημάνουμε το εξής: Αν πράγματι με βάση την ειδική υπόσταση του εγκλήματος, αυτό φέρει το χαρακτήρα του αυτοφώρου, τότε ουδείς δικαιούται να διαμαρτυρηθεί για τη σύλληψη του υπαιτίου και τη σε βάρος του εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας. Τα πράγματα αντίθετα δεν έχουν έτσι, όταν το αδίκημα, χωρίς να είναι, καθίσταται αυτόφωρο μέσω νομοθετικής πρωτοβουλίας που δεν επαληθεύεται από το κείμενο του νόμου.
Τέλος, η ανάγνωση της ρύθμισης του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997, δημιουργεί συνειρμούς που έχουν να κάνουν με την άνιση μεταχείριση των πολιτών (: άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.· βλ. έτσι, και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1311). Ειδικότερα, τα ίδια εγκλήματα όταν τελούνται με ενέργεια αξιολογούνται από το νομοθέτη ως στιγμιαία, ενώ όταν τελούνται με παράλειψη ως διαρκή. Επίσης, τα τελούμενα με παράλειψη, σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν 3943/2011, αξιολογούνται ως διαρκή, ενώ, προηγουμένως αξιολογούνταν ως στιγμιαία!! Βεβαίως, ενδεχομένως, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η ανισότητα είναι δικαιολογημένη με δεδομένη τη μεταβολή του νόμου. Τούτο ωστόσο δεν είναι ακριβές. Ο νόμος, δηλαδή η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων δεν μεταβλήθηκε. Εκείνο που μεταβλήθηκε ήταν η θέση του νομοθέτη ως προς τον διαρκή ή στιγμιαίο χαρακτήρα τους. Με αυτό το δεδομένο, όποιος τέλεσε το αδίκημα του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997 πριν την ισχύ του Ν 3943/2011 (: μέχρις τις 31.3.2011) τιμωρείται για το έγκλημα ως στιγμιαίο. Αντίστοιχα, αν κάποιος τέλεσε το ίδιο αδίκημα μετά την ισχύ του τελευταίου νόμου, τιμωρείται για το ίδιο έγκλημα ως διαρκές!!
Στην προκειμένη περίπτωση, στις 24.8.2012 κατατέθηκε ενώπιον της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, αίτηση δίωξης (: άρθρο 41 ΚΠΔ) του Η.Β. διότι σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012, έχοντας την ιδιότητα του ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων στην επαρχιακή οδό … Θεσσαλονίκης, δεν εξέδωσε φορολογικά στοιχεία για την αγορά καυσίμων. Έτσι, ο «υπαίτιος» συνελήφθη, σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 19 παρ. 5 Ν 2523/1997, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (: στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας). Αξιολογώντας ωστόσο το πραγματικό υλικό της δικογραφίας και, συγχρόνως, έχοντας κατά νου όσα δεχθήκαμε για την αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Καταρχήν η ποινική δίωξη εκλαμβάνει ως αυτόφωρα αδικήματα που φέρονται ότι τελέσθηκαν «σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012». Είναι λοιπόν προφανές ότι εισαγωγή της υπόθεσης στο πινάκιο των αυτοφώρων βασίζεται στην εκτίμηση ότι, οποτεδήποτε δεν εκδόθηκαν τα φορολογικά στοιχεία εντός των ετών 2011 και 2012, οι σχετικές πράξεις εξακολουθούν να τελούνται. Η προσέγγιση αυτή ωστόσο στηρίζεται σε αντισυνταγματική διάταξη. Επιπλέον, και αν ακόμη είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α΄ Ν 2523/1997 ως συνταγματική, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι: Πρώτον, ουδόλως αποκλείεται κάποια από τις επιμέρους πράξεις του ιστορικού ή και όλες να τελέσθηκαν πριν τις 31.3.2011, οπότε εισήχθη η νεοπαγής πρόβλεψη, η οποία αυτονόητα, κατ’ άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ., δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε προγενέστερο χρόνο. Δεύτερον, και αν ακόμη δεχθούμε ότι κάποιες επιμέρους πράξεις είναι αυτόφωρες, διότι τελέσθηκαν μετά την ισχύ του Ν 3943/2011 (: τούτο βέβαια μόνο ως υπόθεση αξιολογείται), δεν είναι απόλυτα ορθό να εισαχθεί στην αυτόφωρη διαδικασία στο σύνολό του το αδίκημα στη βάση του άρθρου 98 ΠΚ [βλ. Αδάμπα Β., σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ' άρθρο, τόμ. β΄, έκδ. β΄ (: 2011), σελ. 867, Καλφέλη Γ./Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 59 επ., Καλφέλη Γ., Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, σελ. 56 επ., Κορφιάτη Ν., Ζητήματα κατ' εξακολούθησιν εγκλήματος απόπειρας και τετελεσμένης κλοπής, ΝοΒ 1986, 133, Μαργαρίτη Λ., Εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, Υπερ 1995, 1031 επ., του ίδιου, Και πάλι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, Αρμ 1980, 434-435· αντίθετα, ωστόσο βλ. ΓνωμΕισΑΠ 6/1993 Υπερ 1994, 640, Κονταξή Αθ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδ. δ΄ (: 2006), τόμ. α΄, σελ. 1527, Κρίππα Γ., Αυτόφωρη διαδικασία επί κατ' εξακολούθηση εγκλημάτων, Υπερ 1995, 436 επ.]. Τρίτον, και αν ακόμη αντιπαρέλθουμε όλα τα ανωτέρω, μία υπόθεση στην οποία τα αδικήματα τελέσθηκαν σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες (όπως εν προκειμένω), δεν μπορεί, υπό οποιαδήποτε εκδοχή να «στηρίξει» αυτόφωρη διαδικασία.
Για το σύνολο των ανωτέρω λόγων, προτείνει κατ’ άρθρο 424 εδ. β΄ ΚΠΔ, την παραπομπή της υπόθεσης στην τακτική διαδικασία.
Η απόφαση έχει ως εξής:
Επειδή δε το παρόν δικαστήριο την αυτή άποψη έχει με την προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση, στην οποία εν όλω παραπέμπει προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, κρίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία, λόγω της πρόδηλης αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 στοιχ. ιγ΄ άρθρου 3 του Ν 3943/2011, ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011 η οποία ορίζει ότι «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής», στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 Συντ., μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπέμψει την υπόθεση στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του ενέργειες κατ’ άρθρο 424 εδ. 3 ΚΠΔ, αναφορικά με την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο Η.Β., κάτοικο Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης επί της οδού …
Παραπέμπει τη δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ καθότι θεωρεί ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη δεν έχει αυτόφωρο χαρακτήρα και ειδικότερα του ότι: Στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 και 2012, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, αν και ήταν υπόχρεος σε έκδοση φορολογικών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στον ΚΒΣ (ΠΔ 186/192) κατά την παροχή υπηρεσιών δεν προέβη στην έκδοσή τους, μολονότι, είχε ήδη προηγηθεί σχετική παροχή υπηρεσιών. Ειδικότερα, ως ιδιοκτήτης Πρατήριου Υγρών Καυσίμων στην επαρχιακή οδό Ν. Μηχανιώνας-Κερασιάς Θεσσαλονίκης, κατά την εκμετάλλευση του εν λόγω καταστήματος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν ζήτησε – δεν έλαβε και κατ’ επέκταση δεν εξέδωσε φορολογικό στοιχείο αγοράς (τιμολόγιο αγοράς), για την αγορά 9.365 λίτρων πετρελαίου κίνησης, καθαρής αξίας 10.676,10 ευρώ, για την αγορά 40.036 λίτρων βενζίνης απλής αμόλυβδης 95 RON, καθαρής αξίας 52.046,80 ευρώ, για την αγορά 7.212 λίτρων πετρελαίου κίνησης, καθαρής αξίας 53.821,68 ευρώ, και για την αγορά 50.471 λίτρων βενζίνης απλής αμόλυβδης 95 RON, καθαρής αξίας 65.612,30 ευρώ, όπως είχε υποχρέωση, σε έκδοση φορολογικών στοιχείων, κατά παράβαση σχετικής υποχρέωσης από τον ΚΒΣ και την ΑΥΟ 1183/1990 και άρθρων 1 παρ. 1, 10 Ν 1809/1988.
===========================
1. 11-2-2013
Απόφαση δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης ανατρέπει την κυβερνητική πολιτική με τις αθρόες επ' αυτοφώρω συλλήψεις για μη καταβολή χρεών στο δημόσιο...
κρίνοντας, ότι οι υποθέσεις πρέπει να εισαχθούν στην τακτική διαδικασία. Στην εισαγγελική πρόταση, που υιοθετεί το μονομελές πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, γίνονται νύξεις για ρύθμιση-μέτρο πίεσης με εισπρακτικό και μόνο χαρακτήρα, και η αυτόφωρη διαδικασία χαρακτηρίζεται αντισυνταγματική.
Από την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων με τον σχετικό νόμο 3943/2011 παρατηρήθηκε μπαράζ αυτόφωρων συλλήψεων οφειλετών του δημοσίου, καθώς ουσιαστικά το αδίκημα χαρακτηρίστηκε διαρκές. Παρότι όμως συνελήφθησαν περίπου 1.800 φορολογούμενοι για διάφορα αδικήματα (μη καταβολή χρεών, μη έκδοση φορολογικών στοιχείων κτλ.) για οφειλές που φτάνουν το ποσό των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, το δημόσιο εισέπραξε περίπου... 20 εκατομμύρια. Εκατοντάδες οφειλέτες οδηγούνται στα αυτόφωρα μονομελή και τριμελή πλημμελειοδικεία, χωρίς να προβαίνουν σε ρυθμίσεις -με αντίστοιχες καταβολές- και καταλήγουν να δικάζονται με ποινές που έχουν αναστολή και να μένουν ελεύθεροι. Συνέπεια αυτού είναι να μην έχει εισπράξει το δημόσιο χρήματα, όπως επιδιωκόταν με τη θέσπιση του σχετικού νόμου, αλλά να συνωστίζονται υποθέσεις στα ακροατήρια των δικαστηρίων και να κινητοποιούνται αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές και γραμματείς.
Η αναποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, που καθιέρωσε τα αδικήματα ως αυτόφωρα, ήδη διαπιστώθηκε από τον αρμόδιο για τις οικονομικές υποθέσεις αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Παντελή, ο οποίος έχει προτείνει ρυθμίσεις, προκειμένου οι ποινές που επιβάλλονται στους οφειλέτες να μην έχουν αναστολή ή μετατροπή, για να ασκηθεί επιπλέον πίεση και να εισπραχθούν δημόσια έσοδα.
Η απόφαση
Το μονομελές πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στην 34279/2012 απόφασή του γίνεται το πρώτο δικαστήριο που νομολογεί εναντίον των αυτόφωρων συλλήψεων, κρίνοντας ότι είναι αντισυνταγματικές. Η υπόθεση που κρίθηκε αφορά πρατηριούχο υγρών καυσίμων στη Νέα Μηχανιώνα, ο οποίος συνελήφθη επ' αυτοφώρω κατηγορούμενος ότι σε «ανεξακρίβωτες ημερομηνίες» του 2011 και του 2012 προμηθεύτηκε καύσιμα χωρίς τιμολόγια. Η σχετική παράβαση περιλαμβάνεται σε αυτές του νόμου 2523/1997, όπως και οι οφειλές στο δημόσιο και μετατρέπεται επίσης σε διαρκές αδίκημα με τον νόμο του 2011.
Στην πρότασή του, ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Βασίλης Αδάμπας, που υιοθετήθηκε απόλυτα από την απόφαση του δικαστηρίου με πρόεδρο τον Δ. Γιαννούλη, αναφέρει ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση «είναι αντισυνταγματική, διότι προσκρούει στα άρθρα 2, 6 και 25 του συντάγματος», που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τον ρητό ορισμό των στοιχείων της πράξης και το καταχρηστικό του αυτοφώρου. «Ο νομοθέτης εισήγαγε μία μη πειστική -δογματικά- ρύθμιση με αυτοσκοπό την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας», επισημαίνεται στην πρόταση.
Ο εισαγγελέας αιτιολογεί την άποψή του, κάνοντας λόγο για μέτρο πίεσης που παραπέμπει σε εισπρακτικούς σκοπούς. «Είναι προφανές ότι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου εμφανίστηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς (πιθανώς τη διοικητική διευθέτηση της εκκρεμότητας). Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος και η 'προδικαστική' στέρηση της ελευθερίας του αναδείχτηκαν το δυσανάλογο επαχθές μέτρο για σκοπό που αφίσταται του αναμενόμενου», αναφέρει. Με την απόφαση, η δικογραφία που είχε εισαχθεί στο αυτόφωρο επιστρέφει στον εισαγγελέα, προκειμένου να ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία παραπομπής σε δίκη. «Το δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικαστεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία», επισημαίνεται στο διατακτικό.
Η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης συνάντησε ήδη τις πρώτες αντιδράσεις απ' όσους υπερασπίζονται την αυτόφωρη διαδικασία για να επιτευχθούν εισπράξεις. «Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία απόφαση μονομελούς πλημμελειοδικείου, το ζήτημα είναι τι θα αποφασίσουν τα δευτεροβάθμια δικαστήρια, που ήδη δέχονται τον χαρακτήρα του αυτοφώρου», επισημαίνουν εισαγγελείς, υπέρμαχοι της ρύθμισης.
Από την άλλη, οι θεωρητικοί μελετητές των οικονομικών αδικημάτων και του φορολογικού καθεστώτος επικρότησαν τη σχετική απόφαση, καθώς ανταποκρίνεται στις ενστάσεις που είχαν προβάλει από την αρχή εφαρμογής του αντίστοιχου νόμου. Χαρακτηριστικές είναι οι παρατηρήσεις, επί της απόφασης, του επίκουρου καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Γιώργου Δημήτραινα, όπως δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 12/2012 της «Ποινικής Δικαιοσύνης»: «Είναι στην πραγματικότητα μία αυθαίρετη επιλογή να προσδιοριστεί ως 'αυτόφωρο' ένα νέο είδος εγκλήματος, το οποίο ούτε 'εν τω πράττεσθαι' καταλαμβάνεται ούτε 'ετελέσθη προσφάτως', αφού ούτε αν πράττει πλέον ο δράστης ενδιαφέρει ούτε αναζητείται η βουλητική επικάλυψη της πράξης του στο χρονικό διάστημα που πλασματικά προσδιορίζεται η δήθεν πράξη». Μάλιστα, αφήνει σαφείς αιχμές για τη σχετική νομοθετική ρύθμιση, υπογραμμίζοντας πως η απόφαση του μονομελούς δείχνει τον ορθό δρόμο της αντιμετώπισης ενός δογματικού προβλήματος, που έπρεπε να αποφύγει ο νομοθέτης. «Εκτός αν νομοθετεί πλέον σε 'πανικό', οπότε είναι αμφίβολο εάν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος και για τις μελλοντικές παρεμβάσεις του», καταλήγει το σχόλιό του.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ «Ό,τι αποφασίσουν τα δικαστήρια»
Το εύθραυστο του αυτόφωρου χαρακτήρα του αδικήματος που αφορά τις οφειλές στο δημόσιο επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ν. Παντελής. Σε ερμηνευτική εγκύκλιό του, που είχε στείλει στους εισαγγελείς όταν θεσπίστηκε το αυτόφωρο, παρέπεμπε την κρίση του νόμου στα δικαστήρια και στις αποφάσεις τους. «Η συμβατότητα της ρύθμισης με τα άρθρα του συντάγματος θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια. Μέχρι την παγίωση της σχετικής νομολογίας, η κατ' επιταγή της διάταξης αυτής εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί», αναφέρει.
Στην ίδια εγκύκλιο, ο κ. Παντελής, που τώρα προτείνει αυστηρότερη δικαστική πολιτική για τους οφειλέτες στο δημόσιο, κάνει λόγο για «δημιουργία θολού και δυσερμήνευτου τοπίου», λόγω των συνεχώς νομοθετικών παρεμβάσεων στα φορολογικά αδικήματα. Πάντως, ο συγκεκριμένος νόμος βρήκε εφαρμογή μόνο στην αυτόφωρη διαδικασία, αφού ο σχεδιασμός για δημιουργία «φορολογικών δικαστηρίων» δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Άλλωστε, ο αυτόφωρος χαρακτήρας τέτοιων αδικημάτων ενισχύθηκε και από άλλους εισαγγελείς. Ενδεικτική είναι η εγκύκλιος του εισαγγελέα Θεσσαλονίκης Λάμπρου Τσόγκα στις 13 Δεκεμβρίου 2012, προς το ΣΔΟΕ, ο οποίος χαρακτηρίζει διαρκές και το αδίκημα της μη έκδοσης αποδείξεων από καταστήματα, διευρύνοντας το όριο του αυτοφώρου για τη σύλληψη των παραβατών.
============
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
βλ. και
Παρακαλείται όποιος έχει την απόφαση να μας την αποστείλει
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ συγκεκριμένος εισαγγελικος λειτουργός κοσμεί με την παρουσία του τα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης. Εξαιρετική πρόταση, πλήρως εμπεριστατωμένη νομικά και ουσιαστικά
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα υποθέσουμε οτι οι άλλοι συνάδελφοι που δεν σκέπτονται το ίδιο...ασχημίζουν την δικαιοσύνη...Παρακαλώ την Ενωση να εκδοσει Ειδικό Δελτίο Αντισυνταγματικότητας το οποίο θα ενημερώνεται καθημερινά και θα περιλαμβάνονται τέτοιου είδους αποφάσεις αφού η είδηση πλέον είναι να βγεί Συνταγματικό κάτι....
ΑπάντησηΔιαγραφήH επιβολή φορολογικών βαρών αποσκοπείστην εκπλήρωση δημόσιων σκοπών (κάλυψη δημοσίων δαπανών για την εθνική ασφάλεια, εσωτερική τάξη, υγεία, παιδεία κλπ) και η είσπραξη των δημοσίων εσόδων δεν μπορεί παρά να έχει ταμιευτικό χαρακτήρα. Η καταβολή των χρεών στο Δημόσιο συνιστά υποχρέωση, για την εκπλήρωση της οποίας υφίσταται εκ του νόμου συγκεκριμένη ημερομηνία. Η παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως έχει θεσπισθεί και ως ποινικό αδίκημα. Η εισαγγελική πρόταση και η ποινική δικαστική απόφαση είναι βεβαίως σεβαστές. Ωστόσο δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η περισσή ευκολία με την οποία εξοβελίζονται διατάξεις που σχετίζονται με την εν γένει δράση και λειτουργία του Κράτους. Με τέτοιες αποφάσεις είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν η δικαιοσύνη και οι λειτουργοί μπορούν να τύχουν της κοινωνικής αποδοχής, διότι όταν δίνεις άλλη μιά διέξοδο στους φοροφυγάδες, οι τελευταίοι δεν σημαίνει ότι σε αποδέχονται κιόλας. Όταν επακολουθήσουν και άλλες περικοπές στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και όχι μόνο, οι οποίες αποφασίζονται και πραγματοποιούνται σε συντομότερο χρόνο απ' αυτόν της αυτόφωρης διαδικασίας,θα προβείτε πάλι σε εκείνες τις, επίσης αντισυνταγματικές, διακοπές των συνεδριάσεων,ενόσω τα χρήματα των φοροφυγάδων θα βρίσκονται στις τσέπες τους, αντί στα δημόσια ταμεία, εξαιτίας και των αποφάσεων όπως η σχολιαζόμενη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ έννοια του αυτοφώρου είναι δικονομική και δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 του Συντάγματος. προτείνω στους φωστήρες της καρδασίας να καταργήσουν τους νόμους. Ας υπάρχει μόνο το Σύνταγμα. Τέλος έχω μία απορία. Εάν ως ανακριτής, είχε ένα μη αυτόφωρο κακούργημα που η Εισαγγελία το έφερνε ως αυτόφωρο, τι θα έκανε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ εισαγγελέας Αδάμπας ήταν ο πρώτος που μου ήρθε στο νού!! Εύγε!!! Υπ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ. κ. Αδάμπα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με τον 8.28, είμαι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, και συμφοιτητής του κ. Αδάμπα στο μεταπτυχιακό μας στο ποινικό. Όντως κοσμεί τον επιστημονικό μας κόσμο και τα Δικαστήριά μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η πρόταση και η απόφαση, δείχνουν "εμπάθεια" που έχει να κάνει και με τις μειώσεις των μισθών των δικαστών. Πουθενά δεν λέει το σύνταγμα ότι ο δικαστής πρέπει να παίρνει πάνω από 3000 ευρώ. Τελεία και Παύλα
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.nb.org/blog/?p=4356
ΑπάντησηΔιαγραφήεδώ μπορείτε να δειτε πλήρη την εισαγγελική πρόταση την οποία δέχθηκε το δικαστήριο
Από τη νομική βιβλιοθήκη
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.nb.org/blog/?p=4356
Αυτόφωρο το αδίκημα δεν είναι και είναι αυτό σίγουρο. Δεν χρειάζονται μακροσκελείς αιτιολογίες, που χρειάζονται αντίθετα όταν το συμπέρασμα είναι λάθος, οι μεγάλες αιτιολογίες δείχνουν πάντοτε λάθος απόφαση ή πρόταση. Ρωτάω όμως: Τι εμποδίζει το νομοθέτη να πει ότι ένα συγκεκριμένο αδίκημα, λόγου χάριν η κλοπή, δικάζεται πάντοτε με την αυτόφωρη διαδικασία, που σημαίνει χωρίς προδικασία, δηλαδή χωρίς προανάκριση, σύνταξη και επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά με την προφορική μόνο ανακοίνωση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών της κατηγορίας προς τον συλληφθέντα και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης και αμέσως την παραπομπή του στο αυτόφωρο δικαστήριο που συνεδριάζει; γιατί να εμποδίζεται ο νομοθέτης από την εφαρμογή μιας άμεσης διαδικασίας δίκης, που στην Ελλάδα ονομάζεται αυτόφωρη διαδικασία; Το μοναδικό ζήτημα που τίθεται για την εφαρμογή της άμεσης (αυτόφωρης) διαδικασίας για ένα μη αυτόφωρο έγκλημα είναι ότι στην περίπτωση αυτή η σύλληψη επιτρέπεται μόνο με ένταλμα και στην Ελλάδα η έκδοση εντάλματος συλλήψεως για πλημμέλημα δεν επιτρέπεται, εκτός και αν επιτραπεί με νόμο. Το μείζον πρόβλημα που ανακύπτει λοιπόν είναι ότι ο πολίτης συλλαμβάνεται παράνομα - στερείται παράνομα την ελευθερία του για πλημμέλημα που δεν είναι στην πραγματικότητα αυτόφωρο αλλά που χαρακτηρίζεται τέτοιο από το νόμο. Οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών μπορούν να παραπέμπουν σε δίκη με την αυτόφωρη διαδικασία αυτούς που συλλαμβάνονται χωρίς δικαστικό ένταλμα και οδηγούνται ενώπιόν τους, αλλά οι συλληφθέντες είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι νομίζουν, ακόμη και να φύγουν, με τον κίνδυνο να δικαστούν ερήμην αν παραμείνουν και λάβουν προφορικά από τον εισαγγελέα γνώση της κατηγορίας. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει βέβαια την υποχρέωση,επειδή χαρακτηρίζεται από το Σύνταγμα ως δικαστικός λειτουργός (αν και δεν είναι τέτοιος στην πραγματικότητα), να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον των οργάνων που έκαναν τη σύλληψη του πολίτη χωρίς δικαστικό έγκλημα για έγκλημα που δεν είναι αυτόφωρο. Τόσο απλό είναι το ζήτημα, αλλά και τόσο ανεξάρτητη φρόνηση, ετοιμότητα και γνώση του δικαίου απαιτεί από τους φορείς της Δικαστικής Λειτουργίας, οι οποίοι πρέπει να κατανοήσουν τη θέση τους στην κορυφή όλων των φορέων των λοιπών πολιτειακών λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής), να μην ασκούν πολιτική με τις αποφάσεις τους - η φοροδιαφυγή αποτελεί τη μεγαλύτερη πληγή της κοινωνίας - να εφαρμόζουν το νόμο έχοντας τα μάτια τους ερμητικά κλειστά και το ξίφος ανά χείρας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βασικό θέμα είναι εισπρακτικό. Ο φόβος η αναστάτωση και η απανωτές βλακείες του νομοθέτη, φέρνουν τον επιχειρηματία στα άκρα. Εκεί που ψιλοφοβόταν και ήταν κατά 40% εντάξει, τώρα είναι 10% εντάξει. Αφού ούτως η άλλως είναι για μέσα τουλάχιστον προσπαθεί να παραμείνει έξω.
ΔιαγραφήΑλλά και μέσα αν είναι ας είναι, τουλάχιστον ξέρει ότι θα έχει παρέα.
Αυτό που κατά την γνώμη μου χρειάζεται είναι τακτικός έλεγχος ( θα άφηνες ποτέ ως συνέταιρος για 5 χρόνια τον συνέταιρο πριν κοιτάξεις τα βιβλία ; ΟΧΙ ΒΕΒΑΙΑ ).
Πρέπει να βρει μηχανισμό το κράτος να ελέγχει ανά εξάμηνο τα βιβλία.
Τα βιβλία μπορεί να είναι το διαδίκτυο και να ελέγχονται ανά εξάμηνο. Έτσι χωρίς καν να υπάρχει πρόστιμο προσέχεις ). Άμα είσαι εντάξει έχει και βοήθεια οικονομική.
Τα βιβλία είναι το ένα σκέλος, το άλλο είναι η πραγματική παρουσία.
Έχει ανοίξει κάποιος φίλος μπαράκι, τα ποτά δίνουν και παίρνουν το βράδυ, ποιος ξέρει τι γίνεται ; Τα χρήματα μπαινοβγαίνουν στο ταμείο και ούτε ο ίδιος ο επιχειρηματίας δεν ξέρει τι γίνεται.
Χωρίς έλεγχο και μόνο ποινές δεν γίνεται τίποτα.
Το θέμα είναι ότι ο έλεγχος στοιχίζει.
Η άλλη μέθοδος ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ίσως είναι η πλήρης κατάργηση του ανώνυμου χρήματος. Μόνο κρατική κάρτα ή τραπεζική κάρτα.
Ότι μετρητά βρίσκονται κατάσχονται.
Όταν παρακολουθείς το χρήμα ξέρεις τι γίνεται.
Άσε τον επιχειρηματία να κάνει δήλωση και έλεγξε.
Ο άλλος τρόπος είναι η παιδεία.
Υπάρχει σχολή επιχειρηματικότητας ; ΟΥΤΕ τι είναι το τιμολόγιο δεν ξέρει ο απλός πολίτης. Ούτε ξέρει που πάνε τα χρήματα που μαζεύει το κράτος ούτε ότι χρειάζονται.
Και εν το μεταξύ το κράτος είναι ο μεγαλύτερος αλήτης της υπόθεσης, που δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του κτλ.
Δηλαδή θέλει τόση δουλειά το όλο σκηνικό που είναι όλα δύσκολα.
Πραγματικά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε και πόσο χρόνο θέλει.
Πρέπει να μειωθούν τα ποσοστά να ΥΠΕΡ ΑΠΛΟΠΟΙΗΘΕΙ το σύστημα δίχως εξαιρέσεις να υπάρχει έλεγχος ουσιαστικός αλλά όχι τιμωρία.
και ο φοροφυγας έξω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚϋριε ανώνυμε 13 Φεβρουαρίου 2013 - 11:35 μ.μ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφετε "Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει βέβαια την υποχρέωση,επειδή χαρακτηρίζεται από το Σύνταγμα ως δικαστικός λειτουργός (αν και δεν είναι τέτοιος στην πραγματικότητα), να ασκήσει ποινική δίωξη". Τι ακριβώς είναι ο Εισαγγελέας Πλ/κών κατ'εσάς;;; χειροπράκτης;;;
Να γιατί οι αποδοχές των δικαστών δεν θα έπρεπε να εξαρτώνται από τις εμμονές και αντιλήψεις του κάθε υπουργού οικονομικών,γιά να μην υπάρχουν σχόλια σαν αυτά των 12/2 7:34,8:53 και 7:55,που θεωρούν(και όχι μόνον αυτοί-δυστυχώς) ότι οι δικαστές και εισαγγελείς, μετά τις περικοπές στις αποδοχές τους, δικαιοδοτούν διακατεχόμενοι από μίσος και εμπάθεια.Πράγμα που σημαίνει ότι όποια απόφαση ή πρόταση δεν τους αρέσει,θα την "προβοκάρουν" με τον παραπάνω τρόπο.Καταλάβατε τώρα κύριοι τι ζημιά έχετε κάνει στην δικαιοσύνη?
ΑπάντησηΔιαγραφήκ.Ξανθιωτη,το ξέρετε ότι οι αποδοχές των προρέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονται ήδη σε 3.200 ευρώ καθαρά?Εάν το αποδέχεστε,ενω γνωρίζετε ότι ο κάθε βουλευτής και αμείβεται (συνολικά) με 18.000 ευρώ το μήνα και μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμά του,επίσης οι υπάλληλοι της βουλής,οι διευθυντές καταστημάτων τραπεζών στοτελευταίο χωριό,οι γεν.γραμματείς υπουργείων κ.α.,έχουν αποδοχές κατά πολύ υψηλότερες,τότε να μην απορείτε γιά την κρίση,οικονομική,κοινωνική,πολιτική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ανικανοτητα της διοικησης να εισπραξει τους φορους, οδηγησε στην παρωδια του αυτοφωρου χαρακτηρα των εν λογω ποινικων αδικηματων. Η ποινική δίωξη ουτως ή αλλως ποτε δεν εφερε τα αναμενομενα εισπρακτικα αποτελέσματα αφου οι μεγαλοοφειλετες παντα θα ευνοουνται ατυπα και παρανόμως, αλλωστε δεν ειναι τυχαιο οτι εφθασαν να οφείλουν απο εκατοντάδες χιλιαδες έως δεκαδες εκατομμύρια ευρω. Ο ευετλισμος όμως του ρόλου της διοίκησης που η ίδια επεφύλαξε δεν μπορεί να περασει και στο χωρο της δικαιοσύνης, οι όποιες κατευθυνομενες νομοθετικες παρεμβασεις γίνονται καθαρα για τα ματια του κόσμου, καταπατώντας ατομικα δικαιώματα, τα οποία μια ευνομούμενη κοινωνία διασφαλίζει και στον ειδεχθέστερο των εγκληματιων, άλλωστε αυτο θα έλλειπε το κρατος δικαιου να καταλήξει μεγαλύτερος εγκληματίας και απο αυτόν που διώκει. Αυτο ειπε ξεκάθαρα ο εν λόγω εισαγγελικος λειτουργός, χωρίς να παυσει καμία ποινική δίωξη και χωρις να αναφερθει σε κανενα μισθολόγιο. Είναι αλλωστε ιδιαιτέρως προσβλητικες συγκρίσεις του τύπου "δηλαδή εμεις που εφαρμόσαμε τον νόμο είμαστε παράνομοι;" γιατί γίνονται παραβλέποντας την προσωπική ανεξαρτησία που σε καθε λειτουργό επιφυλάσσει η εννομη ταξη, αλλωστε ας μην γελιόμαστε 2 χρόνια περίπου μετα την εφαρμογη του νόμου η κοινή γνωμη έχει ή έστω όφειλε να έχει καταλαβει οτι πίσω από καθε περίπτωση προφυλάκισης για χρεη κρύβεται και μια υποπτη αδρανεια της διοικησης να εισπραξει τα οφειλόμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω θελω να κανω μια παρατηρηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποιος συναδελφος παραπανω, κανει μια πολυ ωραια, μακροσκελή ανάλυση, για το ότι φυσικά δεν υπαρχει κανένα αυτόφωρο αδίκημα. Με στρωτά, ωραία επιχειρήματα. Απόλυτα πειστικά.
Εξάλλου ακόμη και τα αυτονόητα πλέον, πρέπει σε αυτήν την περίοδο της πλήρους σύγχυσης να τα εξηγούμε.
Και ως δια μαγείας, από κάτω, ερχεται η ελληνική κακομοιριά.
Γράφει καποιος "και ο φοροφυγάς έξω..."
Έτσι, με τέσσερις λέξεις, να ακυρώσει ολόκληρη νομική επιχειρηματολογία.
Εκεί έχουμε φτάσει σήμερα.
Εξηγείς νομικά, εξηγείς με επιχειρήματα, και το μόνιμο αντεπιχείρημα είναι "υπάρχει ανάγκη, έτσι πρέπει να γίνει".
Καταργούμε νόμους, παραδόσεις αιώνων, ερμηνείες, με ενα "και ο φοροφυγάς έξω?"
Τι θέλεις αγαπητέ μου?
Να πώ κι εγω "και ο απατεώνας έξω? και ο κλέφτης έξω? και ο ψεύδορκος έξω? και ο συκοφάντης έξω?" Τι επιχείρημα είναι αυτό?
Διόμισι εκατομμύρια χρωστανε στην εφορία και επομένως είναι "φοροφυγάδες". "και τα διομισι εκατομμυρια έξω" λοιπον?
Και στο κάτω κάτω τι ωφελείται το κράτος αν μπει ο φοροφυγάς φυλακή, αν δεν μπορεί να του εκποιήσει την περιουσία του και να πληρώσει;
Πόσο έχουμε χάσει το δρόμο μας τελικά....
Όλοι αυτοί που απαντούν στην ανωτέρω πρόταση και απόφαση με επιχειρηματα του στυλ "σας μειωσανε τους μισθούς και παριστάνετε τους επαναστατες", ας μας απαντησουν επί της ταμπακερας, ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤοσο απλά.
Τα υπόλοιπα είναι να περναει η ωρα.
Κύριε ανώνυμε 1:16΄, ο εισαγγελέας χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Δέδε στο σύγγραμμά του για την ποινική δικονομία που μοιραζόταν στους φοιτητές της νομικής σχολής Αθηνών τη δεκαετία του 1980 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως δημόσιος υπάλληλος. Έτσι χαρακτηρίζεται ο εισαγγελέας και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όπου υπάρχει ο σχετικός θεσμός, καταλαμβάνει μάλιστα τη θέση διαδίκου και όχι πάνω στη δικαστική έδρα. Δημόσιος υπάλληλος χαρακτηριζόταν και στην Ελλάδα μέχρι την ισχύ του Συντάγματος του 1975. Με το Σύνταγμα του 1975 προβλέφθηκε και για τον εισαγγελέα η ισοβιότητα και οι ιδιαίτερες εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν οι δικαστές. Δημιουργήθηκε ο όρος "δικαστικός λειτουργός" για να περιλάβει και τους εισαγγελείς. Ο εισαγγελέας όμως, παρά τις εγγυήσεις, δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο, αλλά βοηθητικό όργανο απονομής της δικαιοσύνης, όπως χαρακτηρίζεται από όλους τους συγγραφείς του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, με πρώτο τον Ανδρουλάκη. Ο εισαγγελέας δεν είναι λοιπόν δικαιοδοτικό όργανο, αλλά δημόσιος υπάλληλος που απολαμβάνει αυξημένων εγγυήσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Υπάρχει όμως μία βασική συνέπεια του χαρακτηρισμού του από το Σύνταγμα ως δικαστικού λειτουργού και γι' αυτό προβλέφθηκε: Ο εισαγγελέας δικαιούται και υποχρεούται να θέσει στην κρίση του δικαστηρίου ζητήματα που ο νόμος κατά παράβαση του συντάγματος αναθέτει σ΄ αυτόν αποκλείοντας τα δικαστήρια. Αναφέρομαι σε όλες αυτές τις απίθανες διατάξεις, που παύουν τις διώξεις, καταργούν δίκες, βάζουν υποθέσεις στο αρχείο με πράξεις του εισαγγελέα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο εισαγγελέας υποχρεούται να εισάγει τις υποθέσεις στα δικαστήρια για να κρίνουν τη συνταγματικότητα των καλυμμένων αυτών αμνηστιών, μπορεί δηλαδή να μην υπακούσει στο νόμο, αν τον θεωρεί αντισυνταγματικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως η απόφαση διαπραγματεύεται το αδίκημα της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων ( άρθρο 19 $ 5 Ν 2523/1997 ) , που αποτελεί αδίκημα φοροδιαφυγής και όχι την μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ( άρθρο 25 Ν 1882/1990 ) , η οποία έχει μεν ομοιότητες με την φοροδιαφυγή ως προς την καθιέρωση " πλασματικού " χρόνου τέλεσης ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ νομικη επιστήμη και ο καλός νομικός χρειάζονται και λίγη κοινή λογική. Ορθότατα έκρινε η ανωτέρω απόφαση. Αν το έγκλημα της μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου έχει διαρκή χαρακτήρα, αυτός θα έπρεπε να αίρεται αν κατά τη διάρκεια ισχύος του αυτοφώρου λάμβανε χώρα η αποκατάσταση της οφειλόμενης πράξης με την έκδοση του φορολογικού στοιχείου, η οποία με τη σειρά της όμως θα αποτελούσε νέα παράβαση!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιπλέον, ας θυμηθούμε τα νομικά που μάθαμε στο Πανεπιστήμιο γιατί ενδεχομένως η πραγματικότητα την οποία υφιστάμεθα μας απομακρύνει από την ουσία της επιστήμης αλλά και από τα ουμανιστικά ιδεώδη. Επιτρέπεται η επιβολή της ποινής να αποσκοπεί στην πίεση του δράστη να αποπληρώσει εξοντωτικά ποσά και όχι στον σωφρονισμό του? Σκοπός των νόμων είναι η οργάνωση της κοινωνίας για το συμφέρον της και την ευημερεία της, όχι η εξόντωση του παραβάτη. Ας μην ξεχνάμε ότι η συζήτηση αυτή γίνεται σε μία περίοδο που αναζητούμε προμηθευτή για "βραχιολάκια" στα πόδια των οικονομικών εγκληματιών που ξαφνικά πλημμύρισαν την Ελλάδα.Με μία τέτοια εξέλιξη παραγματικά πιστεύουμε ότι το νομικό πλαίσο καθρεπτίζει την πραγματικότητα που καλείται να ρυθμίσει? Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του λοιπόν, αλλά στον πάγκο που του αξίζει. Η δικαιοσύνη να θυμάται αφενός ότι έχει τεράστιο κόστος για τον κάθε εμπλεκόμενο (τα παράβολα μόνο σε περίπτωση αυτοφώρου ισούνται με περίπου δύο κατώτατους μισθούς) αφετέρου να αρχίσει να αντιμετωπίζει λιγότερο διαδικαστικά τις αντίστοιχες υποθέσεις και να μπαίνει στην ουσία αυτών. Εκτός αν θεωρούμε a priori ότι όλοι είναι ένοχοι.
Απορώ με όσους θέτουν την σκοπιμότητα πάνω από την νομιμότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τι είναι στιγμιαίο και τι διαρκές αδίκημα μπορούμε να το ορίσουμε, ακόμα και εμπειρικά.
Οι προβλέψεις του Συντάγματος είναι επίσης σαφείς.
Το πρόβλημα της πολιτικής και μέρους της κοινωνίας είναι ότι δεν διστάζουν να βαπτίσουν το κρέας, ψάρι, για να επιδιώξουν σκοπιμότητες.
Το αδίκημα δεν είναι διαρκές, έχει συγκεκριμένο χρονο τέλεσης. Η καταβολή είναι υλική πράξη προς εκπλήρωση διοικητικής εντολής και κατ' ουσίαν υλικής - περιουσιακής φύσης (αφορά την περιουσία του δημοσίου), δεν είναι η καθεαυτό παράνομη πράξη και κατά την ΕΣΔΑ η αδυναμία πληρωμής δεν μπορεί να οδηγεί σε στέρηση της ελευθερίας.
Πρώτα το κράτος θέτει φόρους αδύνατους να πληρωθούν και εν συνεχεια φυλακίζει: ΜΑΥΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ. Ερχονται λοιπόν κάποιοι και υπερασπίζονται αυτές τις λογικές ;
Ορθή ,θαρραλέα και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση αλλά και απόφαση,με τον Ν3943/2011 φαλκιδεύονται αναντίρρητα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα.Ας ελπίσουμε θα την ακολουθήσουν και άλλοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί που δεν θα εφαρμόζουν και θαυπηρετούν χωρις την ανεξαρτησία τους ,απαρέγκλιτα την εκάστοτε κυβερνητική οικονομική πολιτική
ΑπάντησηΔιαγραφή