Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Το μυστήριο της Εκκλησίας κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος






Δημήτρης Σπηλιώτης
                                   Εφέτης ΔΔ

       
        1. Εκκλησία, κατά την Πατερική Θεολογία, είναι ο Θεανθρώπινος Οργανισμός που συγκροτεί ο Χριστός, εν ονόματι του Οποίου και δια του Παρακλήτου τα ζώντα μέλη της, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί (βαπτισμένοι), μέσα κυρίως από την προσευχή, τη συμμετοχή στην πνευματική και μυστηριακή της ζωή και την τήρηση των εντολών και του θελήματος του Θεού, μετατρέποντας τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και την ιδιοτέλεια σε πραγματική αγάπη, καθαίρονται στην καρδιά, φωτίζονται στο νου και φτάνουν στη μέθεξη των άκτιστων ενεργειών του Θεού, αναλόγως της ποικίλης Θείας Χάριτος, προγευόμενοι την τελική φανέρωση της Θείας Δόξας. (Κάθε ορισμός της έννοιας ‘‘Εκκλησία’’ είναι εκ προοιμίου ατελής, καθώς δεν είναι δυνατή η ολοκληρωμένη διατύπωση του νοήματος της λέξης, διότι, πρωτίστως, η Εκκλησία δεν ορίζεται, αλλά βιώνεται. Η λέξη πάντως προέρχεται από το ρήμα εκκαλώ και σημαίνει τη σύναξη, ως αποτέλεσμα κλήσης-πρόσκλησης).         
        2. Η Εκκλησία είναι το κεντρικό μυστήριο του Χριστιανισμού. Το μυστήριο αυτό, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, έγκειται στην υπέρλογη και αδιάσπαστη σχέση Χριστού και Εκκλησίας, κατά τρόπο που, πράγματι, ο Χριστός, ως σαρκωθείς Λόγος του Θεού, αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας και η Εκκλησία, ως κοινωνία προσώπων, διαμορφώνει το σώμα του Χριστού, το συμπλήρωμά Του. Ειδικότερα, τα μέλη της Εκκλησίας ενσωματώνονται στον Χριστό και ο Χριστός ενοικεί σε καθένα από αυτά, καθώς δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από το σώμα Του. Προς τούτο, άλλωστε, κατά την Ευχαριστία, ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται, δια του Παρακλήτου, σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Κάθε μέλος δε της Εκκλησίας συνδέεται άμεσα με την κεφαλή, τον Χριστό. Όσοι όμως, μολονότι βαπτίστηκαν, δεν ανταποκρίνονται θετικά στην κλήση-πρόσκληση του Θεού Λόγου, παραμένουν, όχι ενεργεία, αλλά δυνάμει μέλη του σώματός Του.
        3. Η Εκκλησία, κατά την Εμπειρική Δογματική, είναι (αθροιστικά) Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική. (α) Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού. Δεν υπάρχουν εκκλησίες, έξω από τη Μία Εκκλησία. Διαφορετικές χριστιανικές κοινότητες και ομολογίες δεν συνιστούν Εκκλησία. Μία Εκκλησία σημαίνει επίσης ενότητα πίστης. Η διάρρηξη της ενότητας στην πίστη χαρακτηρίζεται αίρεση και σχίσμα. (β) Αγία, γιατί αγιάζεται από την κεφαλή της, τον Χριστό, η αγιότητα του Οποίου διαχέεται και στα μέλη του Σώματός Του, ανεξαρτήτως του ότι πολλά από αυτά είναι ασθενή, αφού σκοπός της Εκκλησίας είναι η θεραπεία και ο αγιασμός των μελών της (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), στις τάξεις των οποίων ο Εσταυρωμένος καλεί-προσκαλεί όλους τους ανθρώπους. (γ) Καθολική, αφενός γιατί κατέχει όλη την αλήθεια και την πράξη, αφετέρου γιατί περιλαμβάνει όλη τη δημιουργία. Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται μέσα από κάθε τοπική Εκκλησία, η οποία είναι σε μικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία, με τον Χριστό και τα μέλη της, ζώντα και κεκοιμημένα. (δ) Αποστολική, γιατί οικοδομήθηκε στην πίστη και τη διδασκαλία των Αποστόλων, διάδοχοι των οποίων είναι οι Επίσκοποι της Εκκλησίας.  
        4. Ο εκκλησιασμός του ανθρώπινου προσώπου δεν είναι ατομική υπόθεση. Είναι κατεξοχήν κοινωνική. Η Εκκλησία δεν σκοπεί στη σωτηρία ενός εκάστου, αλλά της κοινωνίας των μελών της, με τελικό σκοπό την ενοποίηση των πάντων. Την παραδοχή αυτή ο ολιγογράμματος, πλην Πνευματοφόρος, Γέροντας (Άγιος) Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (7-2-1906/2-12-1991) διατύπωνε ως εξής: «Κανείς δεν πρέπει να θέλει να σωθεί μόνος του, χωρίς να σωθούν και οι άλλοι. Είναι λάθος να προσεύχεται κανείς για τον εαυτό του, για να σωθεί ο ίδιος. Τους άλλους πρέπει να αγαπάμε και να προσευχόμαστε να μην χαθεί κανείς. Να μπουν όλοι στην Εκκλησία. Αυτό έχει αξία. […] Όταν ξεχωρίζουμε τον εαυτό μας δεν είμαστε χριστιανοί. Αληθινοί χριστιανοί είμαστε όταν αισθανόμαστε βαθιά ότι είμαστε μέλη του μυστικού σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, με μια συνεχή σχέση αγάπης. Όταν ζούμε ενωμένοι εν Χριστώ, δηλαδή όταν ζούμε την ενότητα μέσα στην Εκκλησία Του με το αίσθημα του ενός. Γι’ αυτό ο Χριστός προσεύχεται στον Πατέρα Του λέγοντας ‘‘ίνα ώσιν εν’’. Το λέει και το ξαναλέει και οι Απόστολοι παντού το τονίζουν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βάθος, η μεγαλύτερη έννοια που έχει η Εκκλησία. Εκεί βρίσκεται το μυστήριο. Να ενωθούν όλοι σαν ένας άνθρωπος εν Θεώ. […]» (Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2015, ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ, ΙΓ’ έκδοση, σελ. 219-220).
        5. Το εκκλησιαστικό γεγονός έχει παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτόν εδώ τον τόπο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στα ζοφερά χρόνια της δουλείας διέσωσε τον Ελληνισμό, διατηρώντας τις παραδόσεις, τα ήθη και τον σύνδεσμο με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, θερμαίνοντας τα ιδανικά του Γένους, καλλιεργώντας τα ελληνικά γράμματα και, κυρίως, διαφυλάσσοντας την αγιαστική ενοίκηση του Χριστού στα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Στον αγώνα δε της εθνικής ανεξαρτησίας, η Εκκλησία υπήρξε η ζωογόνα και κινητήρια δύναμη. Άρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα είναι στενά συνυφασμένη με το Ελληνικό Κράτος, ώστε να είναι δικαιολογημένο το παράθυρο που άνοιξε ο συνταγματικός νομοθέτης στο μυστήριο της Εκκλησίας από το Σύνταγμα του 1844  και κρατά ανοικτό σε όλα τα επόμενα Συντάγματα έως και το ισχύον Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 3 παρ. 1). Αναφέροντας, δηλαδή, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. (Πρέπει να σημειωθεί ότι το θεμέλιο τέθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν στην έκθεση που υποβλήθηκε στην Αντιβασιλεία από την επταμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε με το από 15/27-3-1833 Διάταγμα, προκειμένου να εξακριβωθεί υπεύθυνα η εκκλησιαστική κατάσταση που επικρατούσε σε ολόκληρη τη Χώρα, γινόταν δεκτό ομόφωνα ότι η Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος πνευματικώς δεν γνωρίζει κανέναν αρχηγό ή κεφαλή της, παρά μόνον Αυτόν τον Θεμελιωτή της Εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό).     
        6. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη-αναφορά έχει πρωτίστως εκκλησιολογικό περιεχόμενο, χωρίς να στερείται νομικής σημασίας. Δεν αφορά μόνο στον κλήρο, αλλά στο σύνολο των ενεργεία μελών του εκκλησιαστικού σώματος, καθώς ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζεται ως ο Κύριος ‘‘ημών’’, δεδομένου ότι αποτελεί την κεφαλή όχι μόνο του κλήρου, αλλά της καθ’ όλου Εκκλησίας. Με τη διάταξη-αναφορά αυτήν αναγνωρίζεται η βασική παραδοχή του μυστηρίου της Εκκλησίας. Δηλαδή, (α) ότι ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και (β) ότι, συναφώς, η Εκκλησία, δηλαδή η κοινωνία των ζώντων μελών της, κληρικών, μοναχών και λαϊκών (βαπτισμένων), είναι το σώμα του Χριστού. Αναγνωρίζεται επίσης, κατ’ επέκταση, η δογματική παραδοχή ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι μικρογραφία ολόκληρης της Εκκλησίας, η οποία είναι Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού. Αναγνωρίζεται, συνεπώς, και η παρεπόμενη παραδοχή ότι δεν υπάρχουν εκκλησίες, έξω από τη Μία Εκκλησία, και ότι διαφορετικές χριστιανικές κοινότητες και ομολογίες δεν συνιστούν Εκκλησία. Τυχόν χρησιμοποίηση από τον κοινό νομοθέτη του όρου ‘‘εκκλησία’’ για τον χαρακτηρισμό διάφορων θρησκευτικών νομικών προσώπων ή θρησκευτικών κοινοτήτων, όπως π.χ. στο Ν 4301/2014, είναι εντελώς καταχρηστική και αφορά μόνο στη νομική ρύθμιση οργανωτικών ζητημάτων που αφορούν σε παρόμοιους θρησκευτικούς οργανισμούς. Αναγνωρίζεται, επίσης, εμμέσως, ότι ο Χριστός, η αγιότητα του Οποίου διαχέεται και στα μέλη της Εκκλησίας, την αλήθεια και την πράξη της οποίας εξειδίκευσαν και διαμόρφωσαν, αντιστοίχως, σε μεγάλο βαθμό, με φώτιση και πνευματική αρχοντιά, οι Έλληνες Πατέρες και οι Έλληνες Άγιοι, Όσιοι, Μάρτυρες και Ήρωες, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, γνωστοί και άγνωστοι, προστατεύει το Γένος, φωτίζει τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και ενδυναμώνει τους Έλληνες διαχρονικά. Αυτή η έμμεση αναγνώριση αποτελεί και μια σιωπηρή έκφραση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης, εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους, προς τον Ιησού Χριστό και τους Αγίους Του, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει η Υπεραγία Θεοτόκος [δεν εξέλιπε το φιλότιμο στη Νεότερη Ελλάδα]. Τέλος, κατά λογική ακολουθία, με την εν λόγω συνταγματική διάταξη-αναφορά ο σκοπός του Κράτους, που είναι η ομαλή συμβίωση και η ευημερία των ανθρώπων που διαβιούν εντός της επικράτειας, διασταυρώνεται με τον σκοπό της Εκκλησίας, δηλαδή τη θεραπεία και τον αγιασμό των μελών της, δεδομένου ότι τα μέλη της Εκκλησίας είναι εξ ορισμού νομοταγείς πολίτες του Κράτους, εφόσον οι νόμοι του τελευταίου δεν αντιστρατεύονται το Νόμο του Θεού. Οι πιο πάνω ερμηνευτικές εκδοχές ουδόλως προσκρούουν στο ατομικό δικαίωμα της  ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, προεχόντως και ανεξαρτήτως παντός άλλου, η έννοια της Εκκλησίας είναι διαφορετική από την έννοια της θρησκείας. Θρησκεία είναι η αντίληψη περί Θεού και οι σχετιζόμενες με αυτήν μεταφυσικές και ηθικές παραστάσεις, προς τις οποίες ο άνθρωπος συνδέεται με την πίστη, ενώ η Εκκλησία, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά, είναι σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ορθοδοξία δεν συνιστά θρησκεία και μάλιστα την ‘‘επικρατούσα’’ στην Ελλάδα).   
        7. Το παράθυρο του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος στο μυστήριο της Εκκλησίας κάποιοι θέλουν να κλείσει στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, στο όνομα της θρησκευτικής ουδετερότητας. Τους ενοχλεί ο καθαρός αέρας της Αγάπης και της Δόξας του Θεού Λόγου [μάλλον εκλείπει το φιλότιμο στη μετανεωτερική Ελλάδα]. Νομίζουν ότι έτσι θα ασφαλίσουν το Σύνταγμα από παρόμοια πνευματική αναφορά και, κατά βάθος, ότι θα καταφέρουν πλήγμα στην Εκκλησία. Θα … ‘‘καταφέρουν’’ να καταστήσουν το μεν Σύνταγμα φτωχότερο σε έμπνευση, διάκριση και γνώση, που (δύναται να) αντλεί από την αστείρευτη πηγή της θείας αλήθειας και της ορθόδοξης πνευματικότητας, τη δε πνευματική «οικοδομή» της Εκκλησίας πιο δυνατή, δεδομένου ότι είκοσι αιώνες από την ίδρυσή της η Εκκλησία παραμένει αλώβητη και ασάλευτη, παρόλα τα πλήγματα που έχει δεχτεί, μέσα και έξω από αυτήν. Σε αντίθεση με το Ελληνικό Κράτος που, πριν προλάβει να συμπληρώσει δύο αιώνες βίου, ‘‘κατάφερε’’ ήδη σε καιρό ειρήνης να εξαθλιώσει πολλούς από τους κατοίκους του και να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό ένα από τα συστατικά στοιχεία του: την πρωτογενή και αυτοδύναμη εξουσία.
















ΠΗΓΕΣ

- Ανδρέα Θεοδώρου, Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
- Αρχιμανδρίτη (Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ.
- Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Καραμούζη: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», σε apostoliki-diakonia.gr.  
- Γεώργιου Μαυρομάτη, Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΑΣ / ΦΥΣΗ-ΕΚΦΡΑΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
- Γεώργιου Παναγόπουλου, ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ.
- Ιερομόναχου Σάββα Αγιορείτη: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ»  [μεταπτυχιακή εργασία στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ], σε sbm-naxou.gr.
- Ιωάννη Κονιδάρη, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
- Κώστα Νούση, ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
- Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιερόθεου, ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ / ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ / ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ Π. ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ.
- Του ίδιου: «Ο όρος ‘‘εκκλησίες’’ ως ‘‘τεχνικός όρος’’», σε impantokratoros.gr.
- Μητροπολίτη Σερρών & Νιγρίτας Θεολόγου: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», σε profitisillias.com.gr.
- Νικόλαου Ζαχαρόπουλου: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος», σε ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (εκδόσεις ROAD).
- Π.Δ. Δαγτόγλου, ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ.
- Πρεσβ. Αντώνιου Αλεβιζόπουλου, ΕΦΟΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
- Πρωτοπρ. Ιωάννη Ρωμανίδη, ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
- Χρήστου Γιανναρά, ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ