για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια, ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσης).
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
που εκδικάζει, μετά από έφεση του κατηγορούμενου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών
ουσιών κατ' επάγγελμα, οφείλει να ερευνήσει εάν το προσδοκώμενο όφελος από τη
διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσό των 75.000,00 ευρώ, σε καταφατική
δε περίπτωση να το προσθέσει στο σκεπτικό και διατακτικό της απόφασής του,
ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 4139/2013. Το δικαστήριο δεν προσθέτει ούτε
νέα προϋπόθεση του αξιοποίνου ούτε νέα επιβαρυντική περίσταση, αλλά απλώς
διευκρινίζει το προσδοκώμενο όφελος, που έτσι και αλλιώς ενυπάρχει στην έννοια
της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.
Η ανάγνωση της έκθεσης ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού που δεν περιέχει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του συντάκτη δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία
Απόφαση 1044 / 2023 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1044/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη
Δρακοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2022, με την
παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί
κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γ. Β., για να δικάσει τις αιτήσεις
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. C. S. του K., κρατούμενου στο Κατάστημα
Κράτησης Δομοκού, ο οποίος δεν εμφανίστηκε και 2. G. K. του Y., κατοίκου ..., ο
οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νικάκη, για
αναίρεση της υπ'αριθμ. 35α, 35/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου
Κέρκυρας.
Το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς
αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση
αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από: α) 12.8.2021 με αριθμό 2/2021
αίτηση αναιρέσεως του C. S. και β) 23.2.2022 αίτηση αναιρέσεως του G. K., οι
οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 332/22.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η
από 12.8.2021 με αριθμό 2/2021 αίτηση αναίρεσης του C. S. και β) να απορριφθεί
η από 23.2.2022 αίτηση αναίρεσης του G. K. και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
αναιρεσείοντος G. K. που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου: α) η από
12.8.2021, με αριθμό 2/2021 αίτηση του S. C. του K., κρατουμένου στο Κατάστημα
Κράτησης Δομοκού, που ασκήθηκε με προφορική δήλωση του ιδίου ενώπιον του
Διευθυντή του άνω Καταστήματος Κράτησης, και β) η από 23-2-2022 αίτηση του G.
K. του Y., κατοίκου ..., που ασκήθηκε με δήλωσή του η οποία επιδόθηκε στον
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 25.2.2022, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 35α
και 35/2021 απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας,
οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.
Α) Όσον αφορά την από 12.8.2021, με αριθμό 2/2021 αίτηση αναίρεσης του S. C.
του K.: Κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ.1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ "Ο
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους
διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην
προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ή
στην Ολομέλειά του", κατά δε την διάταξη του άρθρου 514 εδ. α' ΚΠοινΔ
"Αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται ως
ανυποστήρικτη και μπορεί να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή έως εκατό
ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παρ. 3
εδ. α' του άρθρου 512 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "οι διάδικοι
παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο", προκύπτει ότι αν κατά την συζήτηση
της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών
την αναίρεση, ήτοι δεν εμφανισθεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί
από συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα ανωτέρω
άρθρα 155-162 ΚΠοινΔ και μέσα στην προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου
Κώδικα, για να παραστεί στη συζήτηση, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως
ανυποστήρικτη και επιβάλλονται στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα
με το άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από το με ημερομηνία ....2022 αποδεικτικό επίδοσης
του Γραμματέα του Καταστήματος Κράτησης Δομοκού, Σ. Χ., προκύπτει ότι ο
αναιρεσείων S. C. του K. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση της υπ'
αριθμ. ....2022 κλήσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στα χέρια του ιδίου,
κατά τα άρθρα 155 παρ.1 εδ. α' και 166 του ΚΠοινΔ., για να παραστεί με συνήγορο
στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο (14.10.2022),
προκειμένου να υποστηρίξει την υπό κρίση από l2.8.2021 και με αριθμό 2/2021
αίτησή του για αναίρεση της υπ' αριθμ. 35α και 35/2021 απόφασης του δικάσαντος
κατ' έφεση Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, με την οποία καταδικάστηκε για τις
αξιόποινες πράξεις α) της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδιώκει τη
διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, και συγκεκριμένα της διακίνησης ναρκωτικών
ουσιών, κατ' επάγγελμα, όπου το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το
ποσό των 75.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και β) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών
στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και
προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, σε ποινές κάθειρξης οκτώ (8) ετών για
την πρώτη και δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων (100.000)
ευρώ για τη δεύτερη και συνολική ποινή κάθειρξης δέκα έξι (16) ετών. Ο
αναιρεσείων, όμως, δεν εμφανίσθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την ως
άνω δικάσιμο (14.10.2022), ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η
υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα και, συνεπώς, η υπό κρίση
αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και να επιβληθούν στον
αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ), κατά
τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Β) Όσον αφορά την από 23.2.2022 αίτηση αναίρεσης του G. K. του Y.: Η κρινόμενη
αυτή αίτηση αναίρεσης, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 35α, 35/2021 απόφασης του
Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό
βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ στις 11.2.2022 και με την οποία ο
αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις α) της διεύθυνσης,
συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδιώκει τη διάπραξη
περισσοτέρων κακουργημάτων, και συγκεκριμένα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών,
κατ' επάγγελμα, όπου το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το ποσό των
75.000 ευρώ. κατ' εξακολούθηση και β) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών στο
πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατ' εξακολούθηση. κατ' επάγγελμα και
προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, σε ποινές κάθειρξης δώδεκα (12) ετών
για την πρώτη και ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή τριακοσίων χιλιάδων
(300.000) ευρώ για τη δεύτερη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 466
παρ.1, 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ.2Α και 4 ΚΠοινΔ), περιέχει δε ως λόγους
αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο,
την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία
και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ' και
Ε' του ΚΠοινΔ). Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως
προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "Με κάθειρξη
μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη
και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και
επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται, μεταξύ
άλλων, ... στη νομοθεσία περί ναρκωτικών...", ενώ κατά την παράγραφο 3 του
ίδιου άρθρου, "Όποιος διευθύνει την οργάνωση της πρώτης παραγράφου
τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές
συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος, που είναι
υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) η εξ αρχής δημιουργία (για την εγκληματική
μορφή της "συγκρότησης") ή η προηγούμενη ύπαρξη (για την εγκληματική
μορφή της "ένταξης") ομάδας με δράση διαρκή, ήτοι ενός συνόλου
προσώπων, που έχει ως σκοπό την ανάπτυξη δραστηριότητας σε βάθος χρόνου και όχι
με τρόπο ευκαιριακό ή παροδικό, β) η συμμετοχή κάποιου στην ίδρυση της ομάδας ή
η εκ των υστέρων ένταξη του σ' αυτή, ως μέλους, γ) τα μέλη της ομάδας να είναι
τουλάχιστον τρία, δ) η ομάδα να έχει εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, με
την έννοια ότι τα νεότερα ή κατώτερα μέλη υποτάσσουν τη βούληση τους στα
παλιότερα ή ανώτερα και όλοι μαζί, αδιαφόρως αν αυτό επιτυγχάνεται ελεύθερα ή
με την καλλιέργεια σχέσεων επιβολής - υποταγής, διαμορφώνουν μια νέα, ενιαία
βούληση, αυτή της οργάνωσης, που κατευθύνεται στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού,
ε) ο κοινός σκοπός, που μπορεί να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, οικονομικό αλλά και
ιδεολογικό ή άλλο, να αναφέρεται στην τέλεση κάποιου ή κάποιων από τα
κακουργήματα, που απαριθμούνται περιοριστικά σ' αυτή και στ) τα κακουργήματα
αυτά, που δεν χρειάζεται να είναι εκ των προτέρων καθορισμένα ως προς το είδος
ή τις λεπτομέρειες και, κυρίως, ως προς το αντικείμενο κάθε πράξης, να
προβλέπονται με τρόπο, που η αφηρημένη επιδίωξή τους, αφενός μεν χαρακτηρίζει
τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της ομάδας, αφετέρου δε εμπίπτει στη γνώση και
στη θέληση ενός εκάστου από αυτούς, που τη συγκροτούν ή εντάσσονται σ' αυτή.
Ακόμη, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ότι για να γίνει ή να παραμείνει
κάποιος μέλος της ομάδας απαιτείται και αρκεί η εκ μέρους αυτού αποδοχή του σκοπού
της, χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους
πράξεις, οι οποίες άγουν στην επίτευξη του σκοπού. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση
του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση πρέπει να
πληρούνται τρία κριτήρια, ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή
περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η
καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωσης
αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι
αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης.
Δομημένη ομάδα είναι εκείνη, που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη
ενός εγκλήματος, αλλά συγκροτείται για να έχει διαρκή δράση, ενώ υποκειμενικώς
απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση,
ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται ως συνολικός (ενιαίος), δηλαδή τα μέλη να
έχουν προαποφασίσει, ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την
τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι
λεπτομέρειες κ.λπ. των εγκλημάτων τούτων. Το πρόσωπο που διευθύνει οργάνωση με
τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, δηλαδή καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας και δράσης
της και αναγνωρίζεται από τα μέλη της ως αρχηγός, τιμωρείται με κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα ετών. Με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 187 του
νέου ΠΚ ορίζεται "1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε
επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή
περισσοτέρων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων
τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 2. Αυτός που διευθύνει
την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη σύγκριση της
ανωτέρω διάταξης του άρθρου 187 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π Κ, με αυτή του
άρθρου 187 παρ. 1 του νέου Π Κ, προκύπτει ότι η πρώτη διάταξη (του
προϊσχύσαντος ΠΚ) είναι ευμενέστερη, αφού προβλέπει μόνο ποινή κάθειρξης, ήτοι
πλαίσιο ποινής κάθειρξης από πέντε (5) έτη μέχρι δέκα (10) έτη (άρθρο 52 παρ. 2
του ίδιου Κώδικα), έναντι της νεότερης που προβλέπει σωρευτικά και χρηματική
ποινή. Αντιθέτως, από τη σύγκριση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 187 παρ. 3
του προϊσχύσαντος Π Κ, με αυτή του άρθρου 187 παρ. 2 του νέου ΠΚ, για τη
διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης, προκύπτει ότι η διάταξη του νέου ΠΚ είναι
επιεικέστερη, αφού με αυτή προβλέπεται κάθειρξη από πέντε έως δέκα πέντε έτη
(άρθρο 52 ΠΚ), ενώ με την προϊσχύσασα προβλεπόταν κάθειρξη από δέκα έως είκοσι
έτη (άρθρο 52 προϊσχύσαντος Π Κ) (ΑΠ 640/2020, ΑΠ 716/2020).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 4139/2013: "1. Όποιος,
εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί
παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με
χρηματική ποινή μέχρι 300.000,00 ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του
άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη, με την οποία
συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται
στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 3459/2006, όπως έχουν
τροποποιηθεί με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 3 του
ίδιου άρθρου και ιδίως: "η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση,
η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η
αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η
πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών... 3. Αν περισσότερες
πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα
έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο
των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η
καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην
υγεία". Στο άρθρο 21 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται, ότι: "1. Με
ποινή φυλάκισης μέχρι τρία έτη τιμωρείται όποιος : α) διακινεί μικροποσότητες
ναρκωτικών, με σκοπό να εξασφαλίσει την κάλυψη των καθημερινών ατομικών του
αναγκών χρήσης και είναι εξαρτημένος, β) διαθέτει ναρκωτικά χωρίς κέρδος σε
οικείους του, με σκοπό να καλύψει τις άμεσες ανάγκες χρήσης τους. 2. Με την ίδια
ποινή τιμωρείται όποιος, από την ποσότητα ναρκωτικών που έχει προμηθευτεί για
τις προσωπικές του ανάγκες, διαθέτει χωρίς κέρδος μέρος της σε άλλον για δική
του αποκλειστική χρήση. Η κρίση ότι η διάθεση γίνεται για αποκλειστική χρήση
από τον τρίτο και από ποσότητα που καλύπτει προσωπικές ανάγκες του δράστη
θεμελιώνεται στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 29 παρ. 1 εδάφιο
δεύτερο". Στο άρθρο 22 του ίδιου ως άνω Νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών
και άλλων διατάξεων αναφέρονται οι διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών. Ακόμη, κατά το αναφερόμενο σε ιδιαίτερα διακεκριμένες
περιπτώσεις άρθρο 23 του ίδιου ως άνω νόμου, στην παρ. 2 περ. α', 2η περίπτωση
αυτού, ορίζεται, ότι με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από
πενήντα χιλιάδες (50.000,00) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000,00) ευρώ
τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22, όταν κατ' επάγγελμα
διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω
περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000,00) ευρώ.
Μετά την κατάργηση των άρθρων 23 και 23Α του Ν. 3459/2006 με το άρθρο 100 Ν.
4139/2013 και την αντικατάστασή τους με το άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 4139/2013 για την
επιβολή της ως άνω ποινής δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διακινεί ναρκωτικά κατ'
επάγγελμα, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο, ότι το παράνομο
περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός από τη διακίνηση υπερβαίνει το ποσό των
75.000,00 ευρώ. Η διάταξη, δηλαδή, του άρθρου 23 παρ. 2 Ν. 4139/2013, κατά το
μέρος αυτής, με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την επιβολή της
ποινής της ισόβιας κάθειρξης στη διακεκριμένη περίπτωση της διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή, εκτός από την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης και
το συνολικό προσδοκώμενο όφελος των 75.000,00 ευρώ, είναι ευνοϊκότερη των
προηγούμενων ρυθμίσεων. Και τούτο, διότι ο τελευταίος νόμος προβλέπει μεν
αυστηρότερη χρηματική ποινή, πλην όμως είναι επιεικέστερος για τον
κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλέπονταν ποσοτικά
όρια.
Συνεπώς, υπό την ισχύ του
Ν. 4139/2013 πράξεις διακίνησης ναρκωτικών που τελούνται κατ' επάγγελμα και με
προσδοκώμενο όφελος ανώτερο των 75.000,00 ευρώ έχουν τον χαρακτήρα της
διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και παρέχουν τη δυνατότητα
επιβολής της ποινής της ισόβιας κάθειρξης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
που εκδικάζει, μετά από έφεση του κατηγορούμενου, υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών
ουσιών κατ' επάγγελμα, οφείλει να ερευνήσει εάν το προσδοκώμενο όφελος από τη
διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει το ποσό των 75.000,00 ευρώ, σε καταφατική
δε περίπτωση να το προσθέσει στο σκεπτικό και διατακτικό της απόφασής του,
ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά το άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 4139/2013. Το δικαστήριο δεν προσθέτει ούτε
νέα προϋπόθεση του αξιοποίνου ούτε νέα επιβαρυντική περίσταση, αλλά απλώς
διευκρινίζει το προσδοκώμενο όφελος, που έτσι και αλλιώς ενυπάρχει στην έννοια
της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.
Έτι περαιτέρω, όταν η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από
περισσότερους από έναν δράστες "από κοινού", το προσδοκώμενο όφελος,
το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 75.000,00 ευρώ, θα προσδιορισθεί μια φορά και
θα αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες, (ανεξάρτητα από τη μορφή της
συμμετοχής εκάστου και ανεξάρτητα πόσοι εξ αυτών είναι γνωστής ταυτότητας σε
κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και πόσοι εξ αυτών έχουν συλληφθεί ή έχουν
παραπεμφθεί σε δίκη), χωρίς το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους (ΟλΑΠ 1/2015).
Παράλληλα, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. ε' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση
του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από
την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης
της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει, ότι για την κατ'
επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη
τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη,
υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη
τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη
τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν
από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά
του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό
εισοδήματος (ΑΠ 1844/2019). Για την υποκειμενική θεμελίωση του
εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει
τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του
δράστη να τελέσει την πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική
υπόσταση. Ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, δεν
απαιτείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα
πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών
αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για
την ενοχή (ΑΠ 127/2022, ΑΠ 167/2017).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3
του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η
έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'
ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή
λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά
περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των
αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα
θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών
στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό
της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά
μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την
καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και
178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός
τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή
αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά,
πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και
τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/19/20-9-1974,
το οποίο αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει
αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των
οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να
εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο
οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων
και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, παραβίαση δε της ως άνω αρχής,
πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,
επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510
παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 501/2020).
Δεν είναι απαραίτητη όμως, η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των
διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται
να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής
κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα
προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν
δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν
υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης,
γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη
αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών
περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και
αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των
περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια
επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση
του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση
της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα
υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία.
Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων,
ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και
των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου
χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον,
στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της
εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται,
ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας (ΑΠ 127/2022).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και
η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη
ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από
εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο
της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι
αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ
πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της
απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό
και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει
ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο
αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση
στερείται νόμιμης βάσης (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 135/2019, ΑΠ 455/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης
απόφασής του, με αριθμό 35α, 35/2021, το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, που
δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα
οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και
υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ανάγνωση πρακτικών της
πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που αναφέρονται στα
ίδια πρακτικά, απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη
περί τα πράγματα κρίση του, κατά το μέρος που αφορά τον 14° κατηγορούμενο και
ήδη αναιρεσείοντα G. K. που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ότι αποδείχθηκαν τα εξής
επί λέξει πραγματικά περιστατικά: "Περί το τέλος του 2014, περιήλθε στις
αστυνομικές αρχές η πληροφορία ότι, στην Κέρκυρα, δρούσε κύκλωμα διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών, τις οποίες εισήγαγε από την Αλβανία και προωθούσε σε χρήστες
ναρκωτικών στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή του νησιού. Η φυσική
παρακολούθηση κάποιων εκ των ήδη κατηγορουμένων και των ατόμων που έρχοντο σε
επαφή μαζί τους, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες αυτές και για την πρόοδο της
έρευνας ζητήθηκε η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων, που
χρησιμοποιούσαν οι αρχικά ύποπτοι και όσων προέκυπταν στη συνέχεια Από τις
τηλεφωνικές συνομιλίες που κατεγράφησαν και τη φυσική παρακολούθηση των
κατηγορουμένων, που γινόταν ταυτοχρόνως, προέκυψε πράγματι, ότι είχε συσταθεί
και δρούσε, στην Κέρκυρα, εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του νόμου, με
σκοπό τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως ηρωίνης. Την οργάνωση αυτή
δημιούργησαν (συγκρότησαν) οι 1ος, 14ος κατηγορούμενοι, (A. K. και G. K.) και ο
ήδη φυγόδικος κατηγορούμενος, S. K. "B." (ο οποίος ενώ δικάσθηκε ωσεί
παρών, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και καταδικάσθηκε, δεν άσκησε έφεση κατά
της εκκαλουμένης απόφασης), οι οποίοι και την διηύθυναν, σταδιακά δε εντάχθηκαν
και μετείχαν σε αυτή οι 2ος, 3ος, 4ος, 5ος, 9ος, 10ος και 11ος κατηγορούμενοι
(F. R., S. C., E. R., G. S., Χ. Σ., A. ή A. X. και L. (L.) B.]. Η οργάνωση
έδρασε κατ' αρχάς, από τον Οκτώβριο του έτους 2014, οπωσδήποτε όμως και
πρωτίστως, κατά το χρονικό διάστημα από 31-5-2016 έως 11-5-2017, όπως
αναλυτικότερα προέκυψε από την άρση των τηλεφωνικών απορρήτων, χρονικό διάστημα
κατά το οποίο διακίνησαν, με διάφορες μορφές, διάφορες ναρκωτικές ουσίες,
ηρωίνη, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, αποκομίζοντας οικονομικά οφέλη,
άνω των 75.000€, δεδομένου ότι, ναι μεν δεν διευκρινίστηκαν επακριβώς οι
διακινηθείσες ποσότητες ηρωίνης, σε κάθε περίπτωση πάντως, ξεπερνούσαν τα δέκα
(10kg) κιλά, αξίας άνω των 400.000 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη, ότι η αξία της
ηρωίνης, εκείνη την εποχή, στις "πιάτσες" των τοξικομανών, ανήρχετο
σε πενήντα (50) ευρώ περίπου, το γραμμάριο (βλ. και την κατάθεση μάρτυρα
αστυνομικού στο ακροατήριο), ενώ από την ανωτέρω συνολική ποσότητα ηρωίνης
ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πέντε χιλιάδες διακόσια τριάντα ένα (5.231 γρ.)
γραμμάρια (βλ. τις εκθέσεις κατάσχεσης).
Η οργάνωση ήταν δομημένη σε τρία επίπεδα αλληλένδετα μεταξύ τους και με σαφή
σχέση ιεραρχίας και κατανομής ρόλων. Το πρώτο επίπεδο αφορούσε τον ηγετικό και
διευθυντικό πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης, ο οποίος ήταν τριμελής. Στον
ηγετικό αυτό πυρήνα ανήκαν: ο πρώτος κατηγορούμενος (επ.) K. (ον.) A. ή A.
"Μ." ή "N." του Q. ή N., ο κατηγορούμενος και ήδη
φυγόδικος, (επ.) K. (ον.) S. "B." του R. και ο δέκατος τέταρτος
κατηγορούμενος (επ.), K. (ον.) G. "G. K." του Y. Η δραστηριότητα των
τριών ηγετικών στελεχών αφορούσε τη διεύθυνση της εγκληματικές οργάνωσης, την
κατεύθυνση με εντολές και οδηγίες και καθορισμό ειδικότερων ενεργειών των
υπόλογων σε αυτούς υπαρχηγών και μελών με δευτερεύοντες ρόλους. Επίσης, ήταν
υπεύθυνοι για την εύρεση ποσοτήτων ηρωίνης και την εισαγωγή και διαμετακόμιση
αυτών, δια της Ελληνοαλβανικής μεθορίου και την μεταφορά τους μέχρι την Κέρκυρα.
Αρκετές φορές, τελικός αποδέκτης των χρημάτων, που παρέδιδαν οι διακινητές
στους εισπράκτορες της εγκληματικής οργάνωσης, ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, A.
K. Στο δεύτερο επίπεδο ανήκαν τα σημαίνοντα στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης
(υπαρχηγοί) και στελέχη με δευτερεύοντες, ρόλους (αποθηκάριοι, μεταφορείς και
εισπράκτορες). Η ύπαρξη προσδιορισμένων ρόλων δείχνει ότι είναι δομημένη ομάδα
με ιεραρχία. Στο συγκεκριμένο επίπεδο ανήκαν: Ο δεύτερος κατηγορούμενος, F. R.
"Σ.", ο οποίος δρούσε ως υπαρχηγός - εντολοδόχος από τον ηγετικό
πυρήνα, προς το επίπεδο των διακινητών, προέβαινε στην εποπτεία του χώρου
αποθήκευσης, των σημείων απόκρυψης και των μεταφορέων. Ο τρίτος κατηγορούμενος,
S. C., ο οποίος ως υπαρχηγός - μεσάζων, από το επίπεδο των διακινητών προς τον
ηγετικό πυρήνα, προέβαινε στην ανεύρεση διακινητών ηρωίνης, καθώς και στον
έλεγχο και την εποπτεία τους. Επιπλέον δε, ο ανωτέρω ερχόταν σε άμεση
συνεννόηση με τους 1ο κατ/νο και τον φυγόδικο, S. K. "B.", εκ των
διευθυνόντων την εγκληματική οργάνωση και υλοποιούσε τις εντολές τους. Ο
τέταρτος κατηγορούμενος, E. R., ο οποίος δρούσε ως υπεύθυνος φύλαξης
εργαστηρίου - αποθηκάριος ναρκωτικών ουσιών, προέβαινε στην αποθήκευση και
φύλαξη ποσοτήτων ηρωίνης, μετά την επανασυσκευασία τους, καθώς και στη φύλαξη
του εργαστηρίου, που είχε εγκαταστήσει η εγκληματική οργάνωση στο ... Στο
σημείο αυτό, πρέπει να τονισθούν όσα αναφέρει αυτός, στην από 13-4-2017
προανακριτική του απολογία, περικοπές της οποίας αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο,
σε σχέση με τη δράση της οργάνωσης: "Η ποσότητα ηρωίνης που βρήκατε στην
οικία μου είναι ιδιαίτερα μεγάλη και εγώ είχα αναλάβει την αποθήκευσή της. Για
την αποθήκευση της είχα συμφωνήσει με τον αλβανό "D.", α.λ.σ.
(πρόκειται για τον ήδη φυγόδικο κατηγορούμενο, L. K.). To έτος 2017, τους μήνες
Φεβρουάριο και Μάρτιο... ήλθαν στην οικία μου ο "D." μαζί με έτερο
Αλβανό με το προσωνύμιο "N." (είναι προσωνύμιο του πρώτου
κατηγορουμένου). Κάθε φορά οι ανωτέρω εισήγαγαν στην επικράτεια μισό κιλό
καθαρής ηρωίνης, και εν συνεχεία εντός της οικίας μου προέβαιναν στην ανάμειξη
και νόθευση της με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της. Κάθε φορά έφτιαχναν πέντε κιλά
ηρωίνης...". Τονίζεται, ότι κατά την σύλληψη του, μετά από νομότυπη έρευνα
στην οικία του, στο ..., βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 1) Επτά (7) ανισοβαρείς
μεταξύ τους νάιλον συσκευασίες, περιέχουσες ηρωίνη, σε μορφή πλάκας, συνολικού
βάρους τριών χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεπτά γραμμαρίων (3.517,0γρ.) περίπου. 2)
Μία (1) αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, περιτυλιγμένη με κολλητική ταινία,
περιέχουσα ηρωίνη, βάρους διακοσίων εξήντα γραμμαρίων (260,0 γρ.) περίπου. 3)
Μία (1) αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, περιτυλιγμένη με κολλητική ταινία,
περιέχουσα ηρωίνη, βάρους εκατόν πενήντα οκτώ γραμμαρίων (158,0γρ.) περίπου. 4)
Μία (1) αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, περιτυλιγμένη με κολλητική ταινία,
περιέχουσα ηρωίνη, βάρους εκατόν εβδομήντα ενός γραμμαρίων (171,0γρ.) περίπου.
Και 5) μία (1) αυτοσχέδια νάιλον συσκευασία, περιέχουσα ηρωίνη σε μορφή βράχων,
βάρους επτακοσίων σαράντα πέντε γραμμαρίων (745,0γρ.). Ο πέμπτος κατηγορούμενος,
G. S., ο οποίος δρούσε ως εισπράκτορας, στον οποίο οι διάφοροι διακινητές
παρέδιδαν τα ποσά που εισέπρατταν από τις πωλήσεις ναρκωτικών και αυτός με τη
σειρά του, μετέφερε τα ποσά αυτά στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής
οργάνωσης, που διέμεναν στην Αλβανία. Δέχεται δε τις σχετικές εντολές, με σκοπό
την παραλαβή χρηματικών ποσών, προερχομένων από την πώληση ηρωίνης, από τους
προαναφερόμενους, ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης. Σημειώνεται, ότι
ο έκτος κατηγορούμενος, B. H.,-o οποίος έχει απαλλαγεί πρωτοδίκως από την
κατηγορία της ένταξης στην ως άνω εγκληματική οργάνωση και καταδικάσθηκε μόνο
για συνέργεια στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κατ' εξακολούθηση, η οποία
συνίστατο στην παραλαβή χρηματικών ποσών, προερχομένων από τις αγοραπωλησίες
ηρωίνης, και την απόδοση τους στα προαναφερόμενα τρία στελέχη της εγκληματικής
οργάνωσης- παρέλαβε, από κοινού με τον G. S., από διακινητές ηρωίνης, και
απέδωσαν στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης, συνολικό χρηματικό
ποσό άνω των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, στις περιπτώσεις που εξακριβώθηκε
το χρηματικό ποσό της κάθε συναλλαγής, ενώ υπήρχαν και πολλές χρηματικές
συναλλαγές, για τις οποίες το χρηματικό ποσό που παραλήφθηκε δεν εξακριβώθηκε.
Ο ένατος κατηγορούμενος, Χ. Σ., ο οποίος δρούσε ως μεταφορέας, προέβαινε στη
μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, και δη ηρωίνης, από τους χώρους αποθήκευσης στην
ηπειρωτική Ελλάδα, στο νησί της Κέρκυρας, και τις απέκρυπτε σε συγκεκριμένα
σημεία, από τα οποία τις παραλάμβαναν οι διακινητές. Και ο δέκατος κατηγορούμενος,
A. ή A. X., ο οποίος δρούσε ως αποθηκάριος ναρκωτικών ουσιών, υπεύθυνος για την
φύλαξη, διαχειρίζετο τον αποθηκευτικό χώρο και απέκρυπτε τις ναρκωτικές ουσίες.
Στο τρίτο επίπεδο ανήκουν κάποιοι από τους διακινητές των ναρκωτικών ουσιών και
συγκεκριμένα οι στρατολογημένοι διακινητές και οι "πυρήνες που
δημιουργούσαν οι ίδιοι, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών.
Όπως αποδείχθηκε, στο επίπεδο αυτό ανήκει, εκτός άλλων μη αποκαλυφθέντων και ο
ενδέκατος κατηγορούμενος, L. (L.) B. Σημειώνεται ότι, εκτός των παραπάνω
κατηγορουμένων, παραπέμφθηκαν επίσης για να δικαστούν, ενώπιον του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, ως ανήκοντες στο τρίτο επίπεδο, των στρατολογημένων διακινητών,
και οι 1) Μ. Γ. "Φ." του Σ., 2) Μ. Δ. του Α., 3) Γ. Σ. του Γ., 4) Μ.
Κ. του Σ., 5) Χ. Α. "Μ." του Κ., 6) Δ. Ε. του Σ., 7) Δ. Χ.-Σ. του Ι.,
8) Α. Α. του Ν., 9) (επ.) T.- Θ. (ον.) G.- Γ. του L. και 10) Μ. Β. του Ν.
Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, διέταξε το
χωρισμό της δίκης, ως προς αυτούς και ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 εδ. γ' του Ν. 4139/2013, λόγω συμμετοχής
αυτών σε πρόγραμμα απεξάρτησης - αποκατάστασης, για τη δικάσιμο της 4-2-2019.
Εκτός από τους προαναφερόμενους, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, αποδείχθηκε
ακόμη, ότι υπήρχαν και διακινητές ναρκωτικών, που συναλλάσοντο με μέλη της
εγκληματικής οργάνωσης, οι οποίοι πρωτίστως επεδίωκαν τη διακίνηση ναρκωτικών,
μερικοί δε και την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών, για δική τους χρήση, όντες χρήστες
ή και τοξικομανείς, ακόμη δε και στις περιπτώσεις που παρέδιδαν ναρκωτικά
περαιτέρω, τούτο το έπρατταν χωρίς τη γνώση και τη βούλησή τους να διακινήσουν
ναρκωτικά, για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης και ως μέλη αυτής, πέραν
του ότι δεν είχαν γνώση της συγκρότησης και της δραστηριότητας της εγκληματικής
οργάνωσης, από τους προαναφερόμενους, τους οποίους έβλεπαν ως προμηθευτές και
διακινητές ναρκωτικών και με την ιδιότητά τους αυτή συναλλάσσοντο μαζί τους. Σε
αυτή την κατηγορία των διακινητών, που δεν είχαν κάποια σχέση με την
εγκληματική οργάνωση, αλλά ούτε και εντάχθηκαν σε αυτή, ανήκαν, εκτός άλλων, οι
έκτος κατηγορούμενος, B. H., έβδομος κατηγορούμενος, A. Q., όγδοος
κατηγορούμενος, A. Q., ο δωδέκατος κατηγορούμενος, Α. Κ. και ο δέκατος τρίτος
κατηγορούμενος, Κ. Μ., και οι οποίοι, γι' αυτό το λόγο, κηρύχθηκαν αθώοι από το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για την πράξη της ένταξης στην εγκληματική οργάνωση.
Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, οι τρεις πρώτοι από αυτούς (B. H., A. Q. και A.
Q.), συναλλασσόμενοι με μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, με πρόθεση συνέδραμαν
τους προαναφερόμενους - ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης, A. K. ή A.
"Μ." ή "N." του Q. ή M. (1ο κατ/νο), S. K. "B."
του R. (φυγόδικο) και G. K. "G. K." του Y. (14ο κατ/νο), κατά την
τέλεση της άδικης πράξης της πώλησης των ναρκωτικών ουσιών, όπως αναφέρεται
ειδικότερα στο διατακτικό, για καθένα από αυτούς. Ενώ, οι Α. Κ. και Κ. Μ.,
τέλεσαν τις αναφερόμενες στο διατακτικό πράξεις διακίνησης ναρκωτικών, ως
τοξικομανείς, συναλλασσόμενοι είτε με μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, είτε και
με τρίτους που συναλλάσοντο με μέλη αυτής, χωρίς τη γνώση και τη βούλησή τους
να διακινήσουν ναρκωτικό, για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης και ως μέλη
αυτής, πέραν του ότι δεν είχαν γνώση της συγκρότησης και της δραστηριότητας της
εγκληματικής οργάνωσης, από τους προαναφερόμενους.
Περαιτέρω, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκαν ακόμη και τα εξής: Η
οργάνωση ήταν συγκροτημένη με σαφείς και αυστηρούς όρους και κανόνες, καθώς και
με διακριτούς ρόλους για τα μέλη της, που ήταν περισσότερα από τρία. Ήταν
δομημένη, με διάρκεια δράσης, η οποία δεν σχηματίστηκε περιστασιακά, για την
άμεση διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά συγκροτήθηκε με εγκληματική σε βάθος
χρόνου προοπτική. Τα μέλη της, ως κοινό σκοπό, είχαν τη διακίνηση ηρωίνης.
Υπήρχε σ' αυτήν ιεραρχική δομή, κατανομή ρόλων και καταμερισμός εργασίας. Στο
πρώτο επίπεδο πραγματοποιείτο ο σχεδιασμός και η προετοιμασία, στο δεύτερο
επίπεδο η προετοιμασία και εκτέλεση των αποφάσεων και στο τρίτο η πώληση της
ηρωίνης. Τη φροντίδα για την ανεύρεση και προώθηση στην Ελλάδα των ναρκωτικών,
την είχαν οι προαναφερόμενοι - ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης, A.
K. ή A. "Μ." ή "N." του Q. ή M. (1ος κατ/νος), S. K.
"B." του R. (ήδη φυγόδικος) και G. K. "G. K." του Y. (14ος
κατ/νος), οι οποίοι μάλιστα απέφευγαν να έρθουν στην Ελλάδα και δη στην
Κέρκυρα, ενώ ο L. K. "D." του P. και της Z. (ήδη φυγόδικος), ήταν
μεταφορέας από την Αλβανία προς την Ελλάδα. Η ομάδα διατηρούσε αποθηκευτικούς
χώρους, σε διάφορα σημεία και κεντρική αποθήκη στο ..., όπου βρέθηκαν και
εργαλεία για τη νόθευση και τον επιμερισμό της ηρωίνης σε μικρότερες
συσκευασίες. Την αποθήκευση εκεί αναλάμβανε ο 10ος κατηγορούμενος, A. ή A. X.,
ενώ η φύλαξη της αποθήκης αυτής είχε ανατεθεί στον 4ο κατηγορούμενο, E. R.
Υπολογίζεται δε ότι τα άτομα στα οποία κατέληξαν οι διακινηθείσες ποσότητες
ναρκωτικών, στην Κέρκυρα, υπερέβησαν τα 200. Χαρακτηριστικό της πειθαρχημένης
δομής και δράσης της οργάνωσης, είναι και το γεγονός ότι οι ευρισκόμενοι στην
Αλβανία αρχηγοί, που αποτελούσαν την ηγετική ομάδα, επικοινωνούσαν με λίγους εκ
των λοιπών κατηγορουμένων, συγκεκριμένα δε προέκυψε, ότι κυρίως ο φυγόδικος, S.
K., επικοινωνούσε με τους 2° (ο οποίος είναι και ανεψιός του), 3°, 5°, 10°, και
11° κατηγορουμένους, ενώ τα λοιπά μέλη της οργάνωσης και πολύ περισσότερο οι
διακινητές, δεν γνώριζαν τα ηγετικά μέλη, αλλά και τους περισσότερους από τα
λοιπά μέλη της οργάνωσης. Οι επικοινωνίες των αρχηγών με τους λοιπούς έχοντες
σημαίνοντα ρόλο και των τελευταίων με τους διακινητές, εγίνοντο μέσω viber ή
Facebook ή κατευθείαν με τηλεφωνική συνομιλία, με τη χρήση τηλεφώνων
καταχωρημένων σε ονόματα πακιστανών, προκειμένου να συγκαλύπτουν την παράνομη
δραστηριότητά τους, να εξασφαλίζουν την ασφάλεια των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων
τους και να αποπροσανατολίζουν τις έρευνες, ώστε να είναι αδύνατη η ταυτοποίησή
τους, ενώ στις συνομιλίες τους επικοινωνούσαν με συνθηματικές εκφράσεις και
προκαθορισμένο κώδικα συνεννόησης. Επίσης, ήσαν ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά τις
τηλεφωνικές τους επικοινωνίες, χρησιμοποιώντας κωδικοποιημένη φρασεολογία και
αναπτύσσοντας συνθηματική γλώσσα, με σκοπό να αποφύγουν την οποία συσχέτισή
τους με τη διακίνηση της ηρωίνης. Όλοι δε οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ηγετικά
και λοιπά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ήτοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος,
9ος, 10ος, 11ος και 14ος, είχαν κοινή απόφαση και θέληση να εντάξουν τη βούληση
και τη δράση τους στην υπηρεσία της οργάνωσης, όπως και έπραξαν, με σκοπό την
αποκόμιση κέρδους από την εμπορία ναρκωτικών.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν πληθώρα πράξεων διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών, και συγκεκριμένα ηρωίνης, με διάφορες μορφές (προμήθεια,
κατοχή, πώληση, απόκρυψη κ.λπ), όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στο
διατακτικό για τον καθένα από αυτούς, είτε ως αυτουργοί, είτε ως συνεργοί.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη συμμετοχή των 2ου (για τη δεύτερη πράξη διακίνησης,
που του καταλογίζεται), 4ου, 5ου, 6ου, 7ου και 8ου, αποδείχθηκε ότι αυτοί, με
πρόθεση συνέδραμαν τους προαναφερόμενους - ηγετικά στελέχη της εγκληματικής
οργάνωσης, A. K. ή A. "Μ." ή "N." του Q. ή M. (1ο κατ/νο),
S. K. "B." του R. (ήδη φυγόδικο) και G. K. "G. K." του Y.
(14ο κατ/νο), κατά την τέλεση της άδικης πράξης της πώλησης των ναρκωτικών
ουσιών, όπως οι πράξεις τους αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό. Όσον αφορά
δε τους εξ αυτών 5°, 6°, 7°, 8° κατηγορούμενους, οι οποίοι πρωτοδίκως
καταδικάστηκαν για άμεση συνέργεια σε διακίνηση ναρκωτικών, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. β' του προϊσχύσαντος ΠΚ (ενώ οι 2ος και 4ος
καταδικάστηκαν ως απλοί συνεργοί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1
του προϊσχύσαντος ΠΚ), η συνδρομή τους αυτή, στη διακίνηση των ναρκωτικών, μετά
την κατάργηση της διάταξης του όρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. β' του προϊσχύσαντος ΠΚ,
υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 47 εδ. α' του ισχύοντος ΠΚ (όμοια και η διάταξη
του 47 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ), που εφαρμόζεται ως ευμενέστερη (άρθρ. 2
παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ), δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου β' του άρθρου 47 του ισχύοντος ΠΚ, για
να χαρακτηριστεί αυτή, ως άμεση. Οι εκ των κατηγορουμένων 1ος, 2ος, 3ος, 4ος,
5ος, 10ος, 11ος και 14ος τέλεσαν τις ως άνω πράξεις στο πλαίσιο εγκληματικής
οργάνωσης. Εκτός τούτου, οι 1ος και 14ος τέλεσαν τις πράξεις διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης), κατ' επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των
75.000 ευρώ, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή
που είχαν διαμορφώσει [οργανωμένο και μεθοδευμένο σχέδιο δράσης, με τη
συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία ήταν δομημένη σε τρία επίπεδα
αλληλένδετα μεταξύ τους, με σαφή σχέση ιεραρχίας και κατανομής ρόλων, με
ηγετικά στελέχη - αρχηγούς, με στελέχη με δευτερεύοντες ρόλους (αποθηκάριος,
μεταφορείς, εισπράκτορες και διακινητές), με αποθηκευτικούς χώρους, όπου
απέκρυβαν την ηρωίνη, ως και εργαστηρίου νόθευσης και επιμερισμού της ηρωίνης
σε μικρότερες συσκευασίες, επικοινωνία των μελών της μέσω viber ή Facebook ή με
τη χρήση τηλεφώνων καταχωρημένων σε ονόματα πακιστανών, με συνθηματικές
εκφράσεις και κωδικοποιημένη φρασεολογία και γλώσσα, ώστε να είναι αδύνατη η
ταυτοποίησή τους, όπως περιγράφονται λεπτομερώς παραπάνω], με πρόθεση
επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό
εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελος τους, από τη διακίνηση της ηρωίνης, υπερβαίνει
το ποσό των 75.000 ευρώ και εκτιμάται σε ποσό άνω των 400.000 ευρώ, ενώ οι 2ος
(μόνο για την πράξη της συνέργειας σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών) και 4ος
παρείχαν τη συνδρομή τους (απλή) στους προαναφερόμενους, οι οποίοι ενεργούσαν
κατ' επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, απορριπτομένων
ως αβασίμων, των περί του αντιθέτου αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών των
παραπάνω κατηγορουμένων.
Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, -ως προς την πρώτη πράξη του άρθρου
187 ΠΚ-, οι 1ος και 14ος κατηγορούμενοι, A. K. και G. K., της πράξης της παρ. 2
του άρθρου 187 του ισχύοντος ΠΚ (που όπως έγινε δεκτό στην αρχή της παρούσας
είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας), ήτοι της διεύθυνσης εγκληματικής
οργάνωσης, οι δε λοιποί (2ος, 3ος, 4ος, 5ος, 9ος, 10ος και 11ος, της παρ. 1 του
άρθρου 187 του προϊσχύσαντος ΠΚ (που όπως έγινε δεκτό στην αρχή της παρούσας
είναι ευμενέστερη της ισχύουσας), της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που
επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, που προβλέπονται στη
νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό και να
απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου αρνητικοί της κατηγορίας
ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, ως και ο ισχυρισμός των 2ου και 5ου των
κατηγορουμένων, περί μεταβολής της σε βάρος τους κατηγορίας σε συμμορία, του
όρθρου 187 παρ. 3 του ΠΚ.
Περαιτέρω, όσον αφορά τις πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών: Οι 1ος (A. K.)
και 14ος κατηγορούμενοι (G. K.), πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι διακίνησης
ναρκωτικών, κατ' όρθρο 23 παρ. 2 εδ. α' Ν. 4139/2013".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε 14° κατηγορούμενο
και ήδη αναιρεσείοντα G. K. ένοχο για τις αξιόποινες πράξεις α) της διεύθυνσης,
συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδιώκει τη διάπραξη
περισσοτέρων κακουργημάτων, και συγκεκριμένα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών,
κατ' επάγγελμα, οπού το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το ποσό των
75.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση και β) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών στο
πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και
προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, και επέβαλε σ' αυτόν ποινές κάθειρξης
δώδεκα (12) ετών για την πρώτη και ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή
τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ για τη δεύτερη πράξη, με το ακόλουθο
διατακτικό:
"I. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους ανωτέρω κατηγορουμένους 1°, 2°, 3°, 4°, 5°, 9°, 10°, 11°
και 14°, A. K., F. R., S. C., E. R., S. G., Χ. Σ., A. ή A. X., L. (L.) B. και
G. K. (G. K.) ενόχους του ότι, στους παρακάτω τόπους και χρόνους, με
περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα εγκλήματα (πλην του 9ου, ο οποίος
τέλεσε μόνο ένα, ως κατωτέρω):
I. Στην Κέρκυρα, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, 1ος, 20ς, 3ος, 4ος, 5ος, 9ος, 10ος,
11ος, και 14ος, A. K., F. R., S. C., E. R., S. G., Χ. Σ., A. ή A. X., L. (L.)
B. και G. K. (G. K.), σε χρονικό διάστημα άγνωστο μέχρι στιγμής και πάντως από
τον Οκτώβριο του έτους 2014, ενεργώντας από κοινού και με άλλα πρόσωπα,
αγνώστων στοιχείων, οι μεν 1ος και 14ος ως και ο S. K. "B.", του R.
και της A., ήδη φυγόδικος (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα), συγκρότησαν
δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα, οι δε 2ος, 3ος, 4ος, 5ος, 9ος, 10ος και
11ος εντάχθηκαν σταδιακά σ' αυτήν, ως μέλη, η οποία αποτελείται από περισσότερα
των τριών πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων
κακουργημάτων, που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, καθώς και την
επίτευξη οικονομικού οφέλους των μελών της, την οποία και διηύθυναν οι 1ος και
14ος από αυτούς (A. K. και G. K. (G. K.), ως και ο S. K.). Ειδικότερα, στον
προαναφερόμενο τόπο και κατά το προδιαληφθέν χρονικό διάστημα, οι μεν 1ος και
14ος, ως και ο S. K., συγκρότησαν ιεραρχικά διαρθρωμένη και δομημένη
εγκληματική ομάδα, οι δε 2ος, 3ος, 4ος, 5ος, 9ος, 10ος και 11ος εντάχθηκαν
σταδιακά σ' αυτήν, ως μέλη, με προοπτική διαρκούς και σχεδιασμένης δράσης και
σκοπό την κατ' εξακολούθηση διάπραξη κακουργημάτων, που αποτελούν παραβάσεις
του ποινικού νόμου και συνίστανται στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, στο πλαίσιο
εγκληματικής οργάνωσης (για τον ένατο κατηγορούμενο, Χ. Σ., το πρωτόδικο δικαστήριο,
με την εκκαλούμενη απόφαση του, κήρυξε απαράδεκτη τη σε βάρος του ποινική
δίωξη, για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κατ' εξακολούθηση, λόγω
εκκρεμοδικίας), κατ' επάγγελμα, με το προσδοκώμενο όφελος να υπερβαίνει το ποσό
των 75.000 ευρώ και ανέρχεται τουλάχιστον σε 400.000 ευρώ, αποκομίζοντας,
σύμφωνα με τον προαναφερθέντα σκοπό τους, οικονομικά οφέλη. Ειδικότερα, η
προαναφερόμενη εγκληματική οργάνωση, εισήγαγε συστηματικά από την Αλβανία στην
Ελλάδα, ποσότητες ηρωίνης, τις οποίες στη συνέχεια μετέφεραν, αποθήκευαν,
νόθευαν, επανασυσκεύαζαν και τελικώς διακινούσαν στην Κέρκυρα. Η οργάνωση ήταν
δομημένη σε τρία επίπεδα, αλληλένδετα μεταξύ τους, με σχεσιακή συνάφεια και
σαφή σχέση ιεραρχίας. Η δομή ήταν οργανωμένη σε δενδρική διάταξη. Το πρώτο
επίπεδο αφορούσε τον ηγετικό πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης, ο οποίος ήταν
τριμελής. Στον ηγετικό πυρήνα ανήκαν: ο πρώτος κατηγορούμενος, (επ.) K. (ον.)
A. ή A. "Μ." ή "N." του Q. ή N., ο κατηγορούμενος και ήδη
φυγόδικος (επ.) K. (ον.) S. "B." του R. (που δεν είναι διάδικος στην
προκειμένη δίκη) και ο δέκατος τέταρτος κατηγορούμενος, (επ.) K. (ον.) G.
"G. K." του Υ.
ΙΙ. Η δραστηριότητα των τριών ηγετικών στελεχών αφορούσε τη διεύθυνση της
εγκληματικής οργάνωσης, την κατεύθυνση με εντολές και οδηγίες και καθορισμό
ειδικότερων ενεργειών των υπόλογων σε αυτούς υπαρχηγών και μελών, με
δευτερεύοντες ρόλους. Επίσης, ήταν υπεύθυνοι για την εύρεση ποσοτήτων ηρωίνης
και την εισαγωγή και διαμετακόμιση αυτών, δια της Ελληνοαλβανικής μεθορίου και
την μεταφορά τους μέχρι την Κέρκυρα. Στο δεύτερο επίπεδο, ανήκαν τα σημαίνοντα
στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης (υπαρχηγοί), οι οποίοι εντάχθηκαν στην
οργάνωση από τα ηγετικά στελέχη και στελέχη με δευτερεύοντες ρόλους
(αποθηκάριος, μεταφορείς και εισπράκτορες). Η ύπαρξη προσδιορισμένων ρόλων
δείχνει ότι είναι δομημένη ομάδα με ιεραρχία. Στο συγκεκριμένο επίπεδο ανήκαν:
ο δεύτερος κατηγορούμενος, R. F. "Σ." του S., ο οποίος δρούσε ως
υπαρχηγός - εντολοδόχος, από τον ηγετικό πυρήνα προς το επίπεδο των διακινητών,
προέβαινε στην εποπτεία του χώρου αποθήκευσης, των σημείων απόκρυψης και των
μεταφορέων και ο τρίτος κατηγορούμενος, (επ.) C. (ον.) S. του K., δρων ως
υπαρχηγός - μεσάζων, από το επίπεδο των διακινητών προς τον ηγετικό πυρήνα,
προέβαινε στην ανεύρεση διακινητών ηρωίνης, καθώς και στον έλεγχο και την
εποπτεία τους. Επιπλέον, δε ο ανωτέρω ερχόταν σε άμεση συνεννόηση με τους α)
(επ.) K. (ον.) A. ή A. "Μ." ή "N." του Q. ή M. (Ιο κατ/νο)
και β) τον κατηγορούμενο και ήδη φυγόδικο, (επ.) K. (ον.) S. "B." του
R., εκ των διευθυνόντων την οργάνωση και υλοποιούσε τις εντολές τους. Ο
κατηγορούμενος και ήδη φυγόδικος, (επ.) K. (ον.) L. "D." του P., δρων
ως υπεύθυνος εργαστηρίου ναρκωτικών ουσιών- μεταφορέας ναρκωτικών ουσιών,
προέβαινε στην νόθευση και επανασυσκευασία ηρωίνης, καθώς και στην μεταφορά
διαφόρων ποσοτήτων. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, (επ.) R. (ον.) E. "L."
του F., δρων ως υπεύθυνος φύλαξης εργαστηρίου- αποθηκάριος ναρκωτικών ουσιών,
προέβαινε στην αποθήκευση και φύλαξη ποσοτήτων ηρωίνης, μετά την
επανασυσκευασία τους, ενώ φύλαγε και το εργαστήριο. Ο πέμπτος κατηγορούμενος,
(επ.) G. (ον.) S. του M., δρούσε ως εισπράκτορας - στέλεχος της εγκληματικής
οργάνωσης, προβαίνοντας στην συλλογή των εγκληματικών εσόδων, από τους πωλητές
των ναρκωτικών και τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και αυτός με τη σειρά του,
μετέφερε τα ποσά αυτά στα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, που διέμεναν στην
Αλβανία. Ο ένατος κατηγορούμενος, Σ. Χ. του Π., δρών ως μεταφορέας ναρκωτικών
ουσιών - στέλεχος της εγκληματικής οργάνωσης, προέβαινε στη μεταφορά των
ναρκωτικών ουσιών και στην απόκρυψή τους σε συγκεκριμένα σημεία, από τα οποία
τις παραλάμβαναν οι διακινητές ηρωίνης. Ο δέκατος κατηγορούμενος, (επ.) X.
(ον.) A. ή A. "C." του S., δρων ως αποθηκάριος ναρκωτικών ουσιών -
υπεύθυνος για τη φύλαξη - στέλεχος·εγκληματικής οργάνωσης, διαχειρίζετο τον
αποθηκευτικό χώρο και απέκρυπτε τις ναρκωτικές ουσίες. Δρούσε καθ' υπόδειξη του
δεύτερου κατηγορούμενου, (επ.) R. (ον.) F. "Σ." του S.
Στο τρίτο επίπεδο ανήκαν κάποιοι από τους διακινητές των ναρκωτικών ουσιών και
συγκεκριμένα οι στρατολογημένοι διακινητές (dealers) ηρωίνης και οι
"πυρήνες που δημιουργούσαν οι ίδιοι, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση των
ναρκωτικών ουσιών. Οι διακινητές φρόντιζαν να προμηθεύουν με ημερήσιες δόσεις
ηρωίνης τους χρήστες-πελάτες τους. Όπως αποδείχθηκε, στο επίπεδο αυτό ανήκε,
εκτός άλλων μη αποκαλυφθέντων και ο ενδέκατος κατηγορούμενος, L. (L.) B., οι
οποίοι δρούσαν ως διακινητές ηρωίνης - μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Ο κάθε
διακινητής σύστηνε τον δικό του πυρήνα ατόμων, με σκοπό την περαιτέρω πώληση
της ηρωίνης. Η δε υποδομή της ομάδας τους ήταν τέτοιας έκτασης και δυναμικής,
ώστε υπήρχε η δυνατότητα διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων ηρωίνης, σε πληθώρα
τοξικοεξαρτημένων χρηστών, με αποκόμιση σημαντικών χρηματικών ποσών και τέλος,
η ως άνω οργάνωση είχε τη δυνατότητα να εναλλάσσει και να αντικαθιστά μέλη της,
χωρίς η ίδια να υφίσταται αλλαγή, ή αυτοδιάλυση της. Η ένταξη τους δε στην εν
λόγω εγκληματική ομάδα, που διακρινόταν για τη στελέχωση της με μέλη που είχαν
διακριτούς ρόλους και την ιεραρχική διάρθρωση της, διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι
τη σύλληψη τους, στο χρονικό δε αυτό διάστημα, τέλεσαν από κοινού με τα μέλη
της οργάνωσης αυτής και στα πλαίσια της εγκληματικής δράσης της τελευταίας, τα
κάτωθι λεπτομερώς εκτιθέμενα εγκλήματα.
ΙΙ. Ακόμη, ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΕΝΟΧΟ, τον ανωτέρω 14° κατηγορούμενο G. K. και για το ότι:
Στην Κέρκυρα, στο ... και σε αδιευκρίνιστους τόπους εντός της Ελληνικής
Επικράτειας, και ειδικότερα, στους κάτωθι αναφερόμενους τόπους και χρόνους,
ενεργώντας με πρόθεση τέλεσε, κατ' εξακολούθηση, πράξεις διακίνησης ναρκωτικών,
δηλαδή ουσιών που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του
ατόμου από αυτές, και ειδικότερα ηρωίνης, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από
αδιευκρίνιστο χρόνο, τουλάχιστον όμως από τον Οκτώβριο του έτους 2014 έως και
την 11-05-2017, ιδίως δε κατά το χρονικό διάστημα από την 31.05.2016 έως και
την 11-05-2017 της άρσης απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών προέκυψε ότι,
διακίνησε αδιευκρίνιστες ποσότητες ηρωίνης, επιμέρους δε ποσότητες της ανωτέρω
αδιευκρίνιστης συνολικής ποσότητας ηρωίνης, την διακίνησε, μεταξύ άλλων, στους:
3ο κατ/νο C. S. (στο ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του
2014,έως τη σύλληψή του, στις 12-9-2015, ο κατηγορούμενος τον προμήθευσε με μία
συσκευασία ηρωίνης, βάρους 150,0 γρ., με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση της), Σ.
Χ. (στην Κέρκυρα, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου 2017 έως
τις 5.1.2017, ο κατηγορούμενος τον προμήθευσε με μία συσκευασία ηρωίνης, βάρους
23.0,0 γρ., με σκοπό την, περαιτέρω διακίνησή της), Γ. Σ. (στην Κέρκυρα, κατά
το χρονικό διάστημα από 31.5.2016 έως 20-7-2016, ο κατηγορούμενος τον
προμήθευσε με άγνωστη ποσότητα ηρωίνης, η οποία σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τα
84,6 γρ.), Μ. Κ. στην Κέρκυρα, κατά το χρονικό διάστημα από 31-5-2016 έως
22-7-2016, ο κατηγορούμενος τον προμήθευσε με μία συσκευασία ηρωίνης, βάρους
44,0 γρ., με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή της), Κ. Α. "Σ." (στη
Κέρκυρα, κατά το χρονικό διάστημα από 31-5-2016 έως 22-7-2016, ο κατηγορούμενος
τον προμήθευσε με μία συσκευασία ηρωίνης, βάρους 46,0 γρ., με σκοπό την
περαιτέρω διακίνηση της), Χ. Α. "Μ." (στην Κέρκυρα, κατά το χρονικό
διάστημα από 2-9-2016 έως 5-10-2016, ο κατηγορούμενος τον προμήθευσε με δύο
συσκευασίες ηρωίνης, βάρους 110,0 γρ. και 261,0 γρ., με σκοπό την περαιτέρω
διακίνηση της) και T. G. (στην Κέρκυρα, κατά το χρονικό διάστημα από 2-9-2016
έως 6-1-2017, ο κατηγορούμενος τον προμήθευσε με δύο συσκευασίες ηρωίνης,
βάρους 230,0 γρ., και 74,5 γρ., με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή της). Περαιτέρω,
από αδιευκρίνιστο χρόνο, τουλάχιστον όμως από τον Οκτώβριο του έτους 2014 έως
και την 11-05-2017, ιδίως δε κατά το χρονικά διάστημα από την 31-05-2016 έως
και την 11-05-2017 της άρσης απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών, προέκυψε
ότι εφοδίαζε με μεγάλες ποσότητες ηρωίνης τους: Γ. Σ. (39,0 γρ. +45,6 γρ.), Μ.
Κ. (44,0 γρ.), Κ. Α. "Σ." (46,0 γρ.), Χ. Α. "Μ." (110,0 γρ.
+ 261,0 γρ.), T. G. (74,5 γρ. + 230,0 γρ.), στην περίπτωση δε του Χ. Α.,
προέβαινε στον εφοδιασμό του, από κοινού με τον K. S. "B."
(φυγόδικο). Τις ως άνω δε ποσότητες ηρωίνης, μετά την παραλαβή τους, οι ανωτέρω
στη συνεχεία ετοίμαζαν για περαιτέρω διάθεση, σε τοξικοεξαρτημένους χρήστες.
Μετά από την αξιοποίηση και διασύνδεση των δεδομένων, που προέκυψαν από την
ανάλυση των καταγραφεισών συνομιλιών, τη φυσική παρακολούθηση και την
επιχειρησιακή δραστηριότητα, προέκυψε η τέλεση από μέρους του των κάτωθι
αναφερόμενων πράξεων διακίνησης, που αναφέρονται στην έκθεση ανάλυσης
συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού.
Συγκεκριμένα:
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 15:31:09 ώρα της 31-05-2016, ο
Γ. Σ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 31-05-2016,
σε άγνωστη τοποθεσία στην Κέρκυρα, ο Γ. Σ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S.,
άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με
σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της
εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 19:03:11 ώρα της 26-06-2016, ο
Γ. Σ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 26-06-2016,
στο ..., ο Γ. Σ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S., άγνωστο χρηματικό ποσό, ως
αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην
Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 16:15:29 ώρα της 11-07-2016, ο
Γ. Σ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 11-07-2016,
σε άγνωστη τοποθεσία στην Κέρκυρα, ο Γ. Σ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S.,
άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με
σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της
εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 15:26:03 ώρα της 31-05-2016, ο
Μ. Κ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι μεσημβρινές ώρες της 31-05-2016,
στην ..., ο Μ. Κ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S., άγνωστο χρηματικό ποσό, ως
αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην
Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 19:46:19 ώρα της 22-06-2016, ο
Μ. Κ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 23-06-2016,
στην ..., ο Μ. Κ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S. άγνωστο χρηματικό ποσό, ως
αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην
Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 16:21:43 ώρα της 11-07-2016, ο
Μ. Κ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 11-07-2016,
στην ..., ο Μ. Κ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S. άγνωστο χρηματικό ποσό, ως
αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην
Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, που είχε την 17:04:49 ώρα της 17-07-2016, ο
Μ. Κ. με τον (επ.) G. (ον.) S., προέκυψε ότι απογευματινές ώρες της 18-07-2016,
σε άγνωστη τοποθεσία στην Κέρκυρα, ο Μ. Κ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S.
άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερη προμήθεια ηρωίνης με
σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της
εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από
την 17:14:01 ώρα της 29-08-2016 έως την 22:32:59 ώρα της 30-08-2016, μεταξύ των
(επ.) T. (ον.) G., (επ.) G. (ον.) S. και (επ.) K. (ον.) G. "G. K.",
προέκυψε ότι βραδινές ώρες της 30-08-2016, στο ..., ο (επ.) T. (ον.) G. παρέδωσε
στον (επ.) G. (ον.) S. άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερες
προμήθειες ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει
στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από
την 17:27:37 ώρα της 18-09-2016 έως την 20:24:30 ώρα της 19-09-2016, μεταξύ των
Δ. Θ., (επ.) G. (ον.) S. και (επ.) K. (ον.) G. "G. K.", προέκυψε ότι
βραδινές ώρες της 19-09-2016, στην ..., η Δ. Θ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S.
άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερες προμήθειες ηρωίνης, με
σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της
εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που είχε κατά το χρονικό διάστημα από την
23:11:12 ώρα της 02-09-2016 έως την 16:47:05 ώρα της 04-09-2016, ο Χ. Α.
"Μ." με τον (επ.) K. (ον.) G., προέκυψε ότι μεσημβρινές ώρες της
04-09-2016, στην περιοχή ... και συγκεκριμένα σε σημείο πλησίον της ταβέρνας με
την επωνυμία "Μ.", ο Χ. Α. "Μ." εναπόθεσε το χρηματικό ποσό
των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00 ευρώ), ως αντάλλαγμα από προηγούμενες
προμήθειες ηρωίνης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από
την 17:14:01 ώρα της 29-08-2016 έως την 22:32:59 ώρα της 30-08-2016, μεταξύ των
(επ.) T. (ον.) G., (επ.) G. (ον.) S. και (επ.) K. (ον.) G. "G. K.",
προέκυψε ότι βραδινές ώρες της 30-08-2016, στο ..., ο (επ.) T. (ον.) G.
παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S. άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από
προγενέστερες προμήθειες ηρωίνης, με σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να
το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από
την 17:27:37 ώρα της 18-09-2016 έως την 20:24:30 ώρα της 19-09-2016, μεταξύ των
Δ. Θ., (επ.) G. (ον.) S. και (επ.) K. (ον.) G. "G. K.", προέκυψε ότι
βραδινές ώρες της 19-09-2016, στην ..., η Δ. Θ. παρέδωσε στον (επ.) G. (ον.) S.
άγνωστο χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα από προγενέστερες προμήθειες ηρωίνης, με
σκοπό να το μεταφέρει στην Αλβανία και να το παραδώσει στα ηγετικά στελέχη της
εγκληματικής οργάνωσης.
-Κατόπιν τηλεφωνικών επικοινωνιών, που είχε κατά το χρονικό διάστημα από την
19:29:39 ώρα της 27-11-2016 έως την 14:42:39 ώρα της 28-11-201, ο (επ.) T.
(ον.) G. με τον (επ.) K. (ον.) G. "G. K.", προέκυψε ότι πρωινές ώρες
της 28-11-2016, σε άγνωστη τοποθεσία στην Κέρκυρα, ο (επ.) T. (ον.) G. παρέλαβε
άγνωστη ποσότητα ηρωίνης, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση της.
-Από τη διασύνδεση των δεδομένων, που προέκυψαν από την ανάλυση των
καταγραφεισών συνομιλιών, τη φυσική παρακολούθηση και την επιχειρησιακή
δραστηριότητα, προέκυψε ότι ο (επ.) K. (ον.) G. "G. K.",
χρησιμοποιώντας τις τηλεφωνικές συνδέσεις με αριθμούς κλήσης "..."
και "...", επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον (επ.) T. (ον.) G., δέκα
ημέρες πριν την 05-01-2017, αναφέροντας ότι άγνωστο άτομο θα μεταφέρει ποσότητα
ηρωίνης, στην Κέρκυρα, την οποία και θα παραλάβει ο (επ.) T. (ον.) G.,
προκειμένου να την παραδώσει σε έτερα άτομα, κατόπιν περαιτέρω οδηγιών που θα
λάμβανε από τον (επ.) K. (ον.) G. "G. K.". Πρωινές ώρες της
06-01-2017, ο (επ.) K. (ον.) G. υπέδειξε τηλεφωνικά στον (επ.) T. (ον.) G.,
σημείο που βρίσκεται πλησίον του αερολιμένα Κέρκυρας και συγκεκριμένα στην βάση
υφιστάμενης εκεί πινακίδας, στην οποία είχε αφεθεί μία (1) νάιλον σακούλα με
ηρωίνη προκειμένου να την παραλάβει, εντός της οποίας βρίσκονταν μία (1) νάιλον
συσκευασία, περιτυλιγμένη με κολλητική ταινία, περιέχουσα ηρωίνη, μικτού βάρους
διακοσίων τριάντα γραμμαρίων (230,0 γρ.) περίπου, την οποία είχε μεταφέρει στις
06-01-2017 στην Κέρκυρα και είχε εναποθέσει στο σημείο πλησίον του αερολιμένα
Κέρκυρας ο Σ. Χ.
Τις παραπάνω πράξεις διακίνησης ναρκωτικών ουσιών τέλεσε ο κατηγορούμενος στο
πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης που αναφέρεται παραπάνω στην πρώτη πράξη (με
στοιχ. 1.ί), κατ' επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ,
καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν
διαμορφώσει [οργανωμένο και μεθοδευμένο σχέδιο δράσης, με τη συγκρότηση εγκληματικής
οργάνωσης, η οποία ήταν δομημένη σε τρία επίπεδα αλληλένδετα μεταξύ τους, με
σαφή σχέση ιεραρχίας και κατανομής ρόλων, με ηγετικά στελέχη - αρχηγούς, με
στελέχη με δευτερεύοντες ρόλους (αποθηκάριος, μεταφορείς, εισπράκτορες και
διακινητές), με αποθηκευτικούς χώρους, όπου απέκρυβαν την ηρωίνη, ως και
εργαστηρίου νόθευσης και επιμερισμού της ηρωίνης σε μικρότερες συσκευασίες,
επικοινωνία των μελών της μέσω viber ή Facebook ή με τη χρήση τηλεφώνων
καταχωρημένων σε ονόματα πακιστανών, με συνθηματικές εκφράσεις και
κωδικοποιημένη φρασεολογία και γλώσσα, ώστε να είναι αδύνατη η ταυτοποίηση
τους, όπως περιγράφονται λεπτομερώς παραπάνω στη με αριθμ. Ii πράξη), με
πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό
εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελος τους, από τη διακίνηση της ηρωίνης,
υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και εκτιμάται σε ποσό άνω των 400.000 ευρώ,
δεδομένου ότι οι διακινηθείσες ποσότητες ηρωίνης; αν και δεν διευκρινίστηκαν
επακριβώς, σε κάθε περίπτωση όμως, υπερβαίνουν τα δέκα (10kg) κιλά, ενώ από την
ανωτέρω συνολική ποσότητα ηρωίνης ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πέντε
χιλιάδες διακόσια τριάντα ένα (5.231) γραμμάρια.".
Με τις προαναφερόμενες παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε
συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που
παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην
προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και
χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό
έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική
διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη,
την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της διεύθυνσης,
συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδιώκει τη διάπραξη
περισσοτέρων κακουργημάτων και συγκεκριμένα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών,
κατ' επάγγελμα, όπου το προσδοκώμενο όφελος του δράστη υπερβαίνει το ποσό των
75.000 ευρώ, κατ'εξακολούθηση και β') της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, στο
πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, κατ'εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και
προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, για τα οποία καταδικάστηκε ο
αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, τις οποίες προκύπτει ότι το
Δικαστήριο της ουσίας αξιολόγησε στο σύνολο τους, χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των
αποδεικτικών μέσων και χωρίς ανάγκη ειδικής μνείας του τί προέκυψε από το κάθε
αποδεικτικό μέσο η προσδιορισμού της αποδεικτικής βαρύτητας του κάθε
αποδεικτικού μέσου, καθώς και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την
υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων
13 περ. ε', 26 εδ.α', 27 παρ. 1, 45, 94, 98, 187 παρ. 2 -1 του ισχύοντος ΠΚ, 1
παρ. 1 και 2, 20 παρ.1, 2 και 3, 22 παρ.1, 2 περ. β', 23 παρ. 2 περ. α' , 40,
41 και 99 Ν. 4139/2013, 1 παρ.1 και 2 Πιν. Α' αρ.5 Ν. 3459/2006, τις οποίες
ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου,
με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη
βάση. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με
σαφήνεια όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των ανωτέρω
εγκλημάτων, καθώς και τα κατ' είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, που
έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας, για να καταλήξει στο αποδεικτικό
πόρισμα, με τη γενική αναφορά ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα
ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), η οποία αναφορά
ήταν αρκετή για την πληρότητα της αιτιολογίας.
Περαιτέρω, με επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες για τη στοιχειοθέτηση των
αδικημάτων εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) η εκ μέρους του 14ου
κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και δύο άλλων ακόμη ατόμων (A. K. και S. K.)
δημιουργία και οργάνωση (συγκρότηση) εγκληματικής οργάνωσης στην Κέρκυρα, η
ένταξή τους σ' αυτή και στη συνέχεια η ένταξη και άλλων πολλών ατόμων, μερικοί
των οποίων κατονομάζονται, β) η δομημένη οργάνωση της εγκληματικής οργάνωσης,
με σαφή σχέση ιεραρχίας και κατανομή ρόλων στα μέλη της, ο σχηματισμός της όχι
περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός κακουργήματος, αλλά με εγκληματική σε
βάθος χρόνου προοπτική για τη διάπραξη κακουργημάτων και δη της διακίνησης ναρκωτικών
ουσιών (ηρωίνης) στην Κέρκυρα, γ) ο κοινός σκοπός όλων των μελών της
εγκληματικής οργάνωσης, που ήταν η τέλεση κακουργημάτων και δη διακίνησης
ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης) στην Κέρκυρα στα πλαίσια της οργάνωσης αυτής, με
σκοπό το κέρδος. δ) η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης), με ειδική αναφορά
στον τρόπο εισαγωγής τους από την Αλβανία στην Ελλάδα, στη μεταφορά και
αποθήκευσή τους σε ειδικούς χώρους, στη νόθευση αυτών, στην επανασυσκευή τους
και τον τρόπο διακίνησής τους, ε) η ιδιότητα του αναιρεσείοντος και των άλλων
δύο συνιδρυτών της οργάνωσης, ως ανηκόντων στον ηγετικό πυρήνα αυτής, με τη
δραστηριότητά τους να αφορά τη διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης, την
κατεύθυνση με εντολές και οδηγίες και καθορισμό των ειδικότερων ενεργειών των υπολόγων
σ' αυτούς υπαρχηγών και μελών με δευτερεύοντες ρόλους στην εγκληματική
οργάνωση, και η ευθύνη των ίδιων για την εύρεση ποσοτήτων ηρωίνης, για την
εισαγωγή και διαμετακόμιση αυτών, διά της ελληνοαλβανικής μεθορίου και τη
μεταφορά τους μέχρι την Κέρκυρα, στ) η δράση της εγκληματικής οργάνωσης, η
διακίνηση ποσοτήτων ηρωίνης και το κέρδος από τη διακίνηση αυτή, ζ) η κατ'
επάγγελμα τέλεση της αξιόποινης πράξης της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών
(ηρωίνης), στα πλαίσια της εγκληματικής οργάνωσης, καθόσον, κατά τις παραδοχές
της προσβαλλόμενης απόφασης, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την
υποδομή που είχαν διαμορφώσει (οργανωμένο και μεθοδευμένο σχέδιο δράσης, με τη
συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία ήταν δομημένη σε τρία επίπεδα
αλληλένδετα μεταξύ τους, με σαφή σχέση ιεραρχίας και κατανομή ρόλων, με ηγετικά
στελέχη - αρχηγούς, με στελέχη με δευτερεύοντες ρόλους (αποθηκάριος,
μεταφορείς, εισπράκτορες και διακινητές), με αποθηκευτικούς χώρους, όπου
απέκρυβαν την ηρωίνη, ως και εργαστήριο νόθευσης και επιμερισμού της ηρωίνης σε
μικρότερες συσκευασίες, επικοινωνία των μελών της μέσω viber ή facebook ή με τη
χρήση τηλεφώνων, καταχωρημένων σε ονόματα Πακιστανών, με συνθηματικές εκφράσεις
και κωδικοποιημένη φρασεολογία και γλώσσα, ώστε να είναι αδύνατη η ταυτοποίησή
τους, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός τους για
πορισμό εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελος τους, από τη διακίνηση της
ηρωίνης υπερβαίνει το ποσό των 75.00Θ ευρώ και εκτιμάται σε ποσό άνω των
400.000 ευρώ. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος - 14ου κατηγορουμένου ότι
δεν διέπραξε τις ως άνω αξιόποινες πράξεις κατά το χρονικό διάστημα από
Οκτώβριο 2014 έως τον Οκτώβριο του 2016, διότι το χρονικό αυτό διάστημα δεν
καλύπτει η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, αλλά ούτε και κατά το χρονικό
διάστημα από 2.10.2016 έως 11.5.2017, ότε ήρθη το τηλεφωνικό απόρρητο, αφού
μόνο δύο εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αφορούν αυτόν και ουδέν σε βάρος του
προκύπτει, από δε τον μάρτυρα κατηγορίας ουδέν συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό
αναφέρεται σε βάρος του, απαραδέκτως προβάλλεται, διότι αναφέρεται σε εσφαλμένη
εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία ανάγεται στην ανέλεγκτη, περί τα πράγματα,
κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια ο σχετικός από το άρθρο 510
παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδονται στην
προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του Δικαστηρίου
της ουσίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής
διάταξης, αντιστοίχως, είναι αβάσιμος.- Στο άρθρο 4 του Νόμου 2225/1994,
ορίζεται : "1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για την διακρίβωση των
κακουργημάτων που προβλέπονται από : "α) τα άρθρα... 187 παρ. παρ. 1, 2...
ΠΚ", β) ... γ)... δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε)....
στ)... ζ)... η)... θ)... 2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο
αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση
της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορούμενου είναι αδύνατη
ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. 3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου
προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα
οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν
συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή
χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. 4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του
παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών
στην καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του
συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. 5. Την αίτηση για την
άρση υποβάλει στο Συμβούλιο ο καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο
οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής,
ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο
αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με
διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 5,
στοιχεία...". Στο άρθρο 4 του Ν. 2225/1994 προβλέπονται περιοριστικά οι
προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του
απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων
αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του
άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα
καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό
μέσο αποκτηθεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν.
2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου
και μπορεί κατ' αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός
αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης του.
Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή
απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 582/2021, ΑΠ
1518/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού
ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι
κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και
πριν την ανάγνωση των εγγράφων, ο 14ος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων
προέβαλε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου την ένσταση - αντιρρήσεις περί μη
αναγνώσεως της από2.10.2016 έκθεσης ανάλυσης των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης
κατά το χρονικό διάστημα από 2.10.2016 έως 11.5.2017, καθόσον κατά τους
ισχυρισμούς του αυτή συνετάγη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 148, 150
ΚΠοινΔ, περιλαμβάνει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του
συντάκτη αυτής και είναι άκυρη. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, με την
προσβαλλόμενη απόφασή του. τις ως άνω αντιρρήσεις του 14ου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος,
μετά από παράθεση νομικών σκέψεων, με την ακόλουθη κατά πιστή αντιγραφή
αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, K. G.,
ισχυρίζεται, ότι η από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού
υλικού είναι άκυρη, για τους εξής λόγους: α) γιατί αυτή συντάχθηκε κατά
παράβαση του άρθρου 148 ΚΠΔ, καθόσον εκφράζει προσωπικές κρίσεις του δημοσίου
υπαλλήλου, συντάκτη της, ως και απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του, χωρίς
να βεβαιώνει πραγματικά περιστατικά που έκανε ο ίδιος ή άλλος δημόσιος
υπάλληλος, β) γιατί έγινε κατά παράβαση του άρθρου 150 ΚΠΔ, καθόσον στην εν
λόγω έκθεση συνέπραξαν δύο προανακριτικοί υπάλληλοι, ως πρώτος και δεύτερος,
που δικονομικώς δεν προβλέπεται, γ) γιατί δεν συντάχθηκε από τα πρόσωπα που
προβλέπει το άρθρο 150 ΚΠΔ, δ) γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 152 ΚΠΔ, είναι πλαστή
καθ' ολοκληρία, αφού σε αυτήν περιλαμβάνονται μόνο κρίσεις και αυθαίρετα
συμπεράσματα των αστυνομικών που την συνέταξαν, ε) γιατί οι συντάξαντες την
έκθεση έχουν διαπράξει σε βάρος του το αδίκημα του άρθρου 370 Α ΠΚ, λόγω
παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής
συνομιλίας, στ) γιατί δεν συντάχθηκε με τις εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του ν.
2225/1994, δεδομένου ότι στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων δεν προβλέπεται η
σύνταξη τέτοιας έκθεσης ανάλυσης, στην οποία μάλιστα περιλαμβάνονται κρίσεις,
συλλογισμοί και αυθαίρετα συμπεράσματα των αστυνομικών οργάνων και ζ) γιατί, σε
κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θεωρηθεί ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση των
διενεργησάντων την έκθεση αστυνομικών οργάνων, η οποία, κατ' άρθρο 211 α' του
προϊσχύσαντος ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται να αναγνωσθεί στο ακροατήριο ή να εξετασθούν
οι συντάκτες της, ως μάρτυρες.
Από το περιεχόμενο της έκθεσης, των σχετικών βουλευμάτων και των εκθέσεων
απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων, και όλη τη διαδικασία, το Δικαστήριο κρίνει
ότι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, για τους
παρακάτω λόγους: Κατ' αρχάς, η από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος
προανακριτικού υλικού, που συντάχθηκε από τον Ανθυπαστυνόμο Δ. Μ., του Τμήματος
Δίωξης Ναρκωτικών Κέρκυρας, παρουσία και του Υπαστυνόμου Β' Π. Α., της ίδιας
Υπηρεσίας, που προσλήφθηκε ως Β' Ανακριτικός Υπάλληλος, αφορά στην ανάλυση και
διασύνδεση του συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού, κατά το χρονικό διάστημα από
2-12-2016 έως 11-5-2017. Ειδικότερα, από την ανάγνωση της έκθεσης προκύπτει
σαφώς, ότι περιλαμβάνει ανάλυση των δεδομένων και του τρόπου δράσης των
κατηγορουμένων, όπως προέκυψε από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών
επικοινωνιών, για τις αναφερόμενες στην έκθεση τηλεφωνικές συνδέσεις των
κατηγορουμένων, η οποία διατάχθηκε με τα υπ' αριθμ. ...-2016, ...-2016,
...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2016,
...-2016, ...-2016, ...-2016, ...-2017, ...-2017, ...-2017, ...-2017 και
...-2017 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κών Κέρκυρας, με τα οποία διατάχθηκε,
μεταξύ άλλων, η καταγραφή του περιεχομένου των συνομιλιών, με τη διαδικασία της
επισύνδεσης, μετά την έκδοση, αρχικώς, των αντίστοιχων διατάξεων της Εισαγγελέως
Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, μετά από αναφορές και αιτήματα της ως άνω Υπηρεσίας,
προς την Εισαγγελέα και δεν περιλαμβάνει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και
αυθαίρετα συμπεράσματα, του συντάκτη αυτής, όπως ισχυρίζεται ο ενιστάμενος
κατηγορούμενος (βλ. σχετ. ΑΠ 1518/2018, ιστοσελίδα ΑΠ). Πιο συγκεκριμένα,
περιέχει την αναλυτική καταγραφή του περιεχομένου όλων των επικοινωνιών, των
αναφερόμενων τηλεφωνικών συνδέσεων των κατηγορουμένων, όπως αυτή διατάχθηκε με
τα ως άνω βουλεύματα. Ήτοι βεβαιώνει πράξεις που έκανε ο ίδιος ο συντάκτης
αυτής, δημόσιος υπάλληλος, που ήταν αρμόδιος προς τούτο, στα πλαίσια των
καθηκόντων του, με τη σύμπραξη και άλλου δημοσίου υπαλλήλου, του
προαναφερόμενου αρμοδίου Υπαστυνόμου, που προσλήφθηκε ως Β' ανακριτικός
υπάλληλος (άρθρ. 148 ΚΠΔ), χωρίς τούτο να δημιουργεί ακυρότητα (άρθρ. 150 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, το γεγονός ότι αναφέρονται σε κάποια σημεία της έκθεσης κάποιες
λέξεις, χαρακτηριζόμενες ως "κλειδιά", όπως "τρία χαρτιά = το
χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, τάληρο = πέντε γραμμάρια (5 γρ.) ηρωίνη, δύο
χώρια = δύο ξεχωριστές συσκευασίες", δεν αίρει τα παραπάνω, αφού τούτα
προκύπτουν από το περιεχόμενο των τηλεφωνικών επικοινωνιών, μεταξύ των
κατηγορουμένων και δεν αποτελούν προσωπικές κρίσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα
του συντάκτη αυτής. Εκτός τούτων, δεν τίθεται θέμα πλαστότητας της έκθεσης,
αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή περιέχει το ως άνω συγκεκριμένο περιεχόμενο, και
όχι μόνο κρίσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα των αστυνομικών, κατά τον αβάσιμο
ισχυρισμό του ενιστάμενου κατηγορουμένου, στον οποίο και μόνο στηρίζει και τον
ισχυρισμό του περί πλαστότητας.
Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει λόγος, ότι οι συντάξαντες τις εκθέσεις
απομαγνητοφώνησης και ακολούθως την έκθεση ανάλυσης προανακριτικοί υπάλληλοι
έχουν διαπράξει, σε βάρος του κατηγορουμένου, το αδίκημα του άρθρου 370 Α ΠΚ,
παραβιάζοντας το απόρρητο τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας.
Όπως προέκυψε, οι προαναφερόμενοι προανακριτικοί υπάλληλοι ενήργησαν σύμφωνα με
τις διατάξεις των εκδοθέντων βουλευμάτων - υπό τις εγγυήσεις και τη διαδικασία
των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 περί "προστασίας της ελευθερίας
ανταπόκρισης και επικοινωνίας"-, με τα οποία διατάχθηκε η άρση του
απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που αναφέρονται
αναλυτικώς σε κάθε ένα από τα ως άνω βουλεύματα, από την οποία διαδικασία
προέκυψε και η συμμετοχή του κατηγορουμένου στις διερευνώμενες αξιόποινες
πράξεις. Ειδικότερα, προέκυψαν τα εξής: Το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών, της
Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κέρκυρας, με σχετικές αναφορές και αιτήματά του, προς
την Εισαγγελέα Κέρκυρας, ζήτησε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των
τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που αναφέρονται αναλυτικώς σε
κάθε μία από αυτές. Ακολούθως, η Εισαγγελέας, αφού εξέδωσε τις αντίστοιχες
διατάξεις, με τις οποίες δέχθηκε τα ως άνω αιτήματα, με σχετικές αιτήσεις -
προτάσεις, προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, ζήτησε να επικυρωθούν οι
σύμφωνα με τα παραπάνω εκδοθείσες διατάξεις της. Και το Συμβούλιο, με τα ως άνω
βουλεύματα του, δέχθηκε τις αιτήσεις - προτάσεις της Εισαγγελέως, και διέταξε
την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που
αναφέρονται αναλυτικώς σε καθ ε ένα από τα ως άνω βουλεύματα. Επίσης, εκτός των
άλλων, α) διατάχθηκε η γνωστοποίηση των αναφερομένων στοιχείων και η καταγραφή
του περιεχομένου των συνομιλιών, με τη διαδικασία της επισύνδεσης, για χρονικό
διάστημα τριάντα (30) ημερών, αρχόμενο από την ημερομηνία έκδοσης του
βουλεύματος, ως και η καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων, εκτός κατοικίας,
με συσκευές ήχου ή εικόνας, ή άλλα τεχνικά μέσα, των ανωτέρω (κατηγορουμένων),
καθώς και των ατόμων που έρχονται σε επαφή μαζί τους και σχετίζονται με την υπό
έρευνα υπόθεση, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, αρχόμενο από την
ημερομηνία έκδοσης του βουλεύματος και β) επετράπη η χρησιμοποίηση του υλικού
που θα προκύψει από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των τηλεφωνικών
συνδέσεων, καθώς και του οπτικοακουστικού υλικού, που θα προκύψει από τυχόν
καταγραφή της δραστηριότητας των εμπλεκομένων προσώπων, ως αποδεικτικού μέσου,
ενώπιον οποιασδήποτε Δικαστικής, Ανακριτικής ή Αστυνομικής Αρχής. Μετά την
έκδοση των βουλευμάτων, οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι ενήργησαν σύμφωνα
με όσα ορίζονται σε αυτό, καταγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών, με τη
διαδικασία της επισύνδεσης, των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στο
καθένα. Ακολούθως, προχώρησαν στη σύνταξη των σχετικών εκθέσεων
απομαγνητοφώνησης και τελικώς της προσβαλλομένης έκθεσης ανάλυσης. Από το
περιεχόμενο δε των τηλεφωνικών συνδέσεων προέκυψε και η συμμετοχή του ως άνω
κατηγορουμένου στις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, η οποία και καταγράφεται
στην έκθεση, που, όπως και οι εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, έχουν συνταχθεί
σύμφωνα με όσα όρισαν τα εκδοθέντα βουλεύματα, υπό τις εγγυήσεις των άρθρων 4
και 5 του Ν. 2225/1994, και σε ουδεμία περίπτωση παραβιάσθηκε το απόρρητο της
τηλεφωνικής επικοινωνίας και συνομιλίας του κατηγορουμένου.
Περαιτέρω, το γεγονός ότι, στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Ν, 2225/1994,
δεν προβλέπεται η σύνταξη τέτοιας έκθεσης ανάλυσης, δεν καθιστά τη συνταχθείσα
παράνομο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, αφού αυτή
συντάχθηκε, σύμφωνα με την ως άνω νόμιμη διαδικασία και υπό τις εγγυήσεις των
άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994. Ακόμη, η προσβαλλόμενη έκθεση, δεν δύναται να
θεωρηθεί ως ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση των διενεργησάντων αυτήν αστυνομικών
οργάνων, η οποία, κατ' άρθρο 211 α' του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, δε επιτρέπεται να
αναγνωσθεί στο ακροατήριο ή να εξετασθούν οι συντάκτες της, ως μάρτυρες, όπως
ισχυρίζεται ο ενιστάμενος κατηγορούμενος. Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για
έκθεση, που συντάχθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 148 επ. ΚΠΔ, από
τον προαναφερόμενο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, με τη σύμπραξη και του
προαναφερόμενου δημοσίου υπαλλήλου, στα πλαίσια των καθηκόντων του στην ποινική
διαδικασία, η οποία βεβαιώνει πράξεις που έκανε ο ίδιος συντάκτης της, και ως
τέτοια λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο.
Τέλος, ο ισχυρισμός του παραπάνω κατηγορουμένου, K. G., ως και του πρώτου
κατηγορουμένου, K. A., ότι από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος
αποδεικτικού υλικού, είναι άκυρη, και για το λόγο ότι στους
απομαγνητοφωνημένους διάλογους, που είναι στην αλβανική γλώσσα, ο διερμηνέας -
μεταφράσας δεν υπογράφει τη μετάφραση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σύμφωνα
με το όρθρο 151 εδ. β' ΚΠΔ, η έκθεση διαβάζεται σε όσους κατά το άρθρο 150 ΚΠΔ
συνεργάστηκαν (για τη σύνταξή της) και υπογράφεται από αυτούς. Στην προκειμένη
περίπτωση, η προσβαλλόμενη έκθεση συντάχθηκε από τον Ανθυπαστυνόμο Δ. Μ., του
Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Κέρκυρας, με τη σύμπραξη και του Υπαστυνόμου Β' Π.
Α., της ίδιας Υπηρεσίας, και υπογράφηκε και από τους δύο, χωρίς τη σύμπραξη και
υπογραφή διερμηνέως, καθόσον δεν υπήρχε λόγος προς τούτο. Τούτο γιατί, η
σύνταξη της στηρίχθηκε στις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, -που συντάχθηκαν στην
ελληνική γλώσσα-, στις οποίες, όπου απαιτείτο η μετάφραση διαλόγων από την
αλβανική γλώσσα στην ελληνική, διορίσθηκε ως διερμηνέας η K. L. του L. και της
S., η οποία έκανε τη μετάφραση και ακολούθως υπέγραψε και τις εκθέσεις στις
οποίες είχε διορισθεί, ως διερμηνέας (βλ. τις από ...-2017 … εκθέσεις
απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων, με διερμηνέα)". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά
και με επαρκείς αιτιολογίες, απέρριψε την ως άνω ένσταση - αντιρρήσεις του 14ου
κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του την από
2.10.2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού αφού κατά τις
παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η εν λόγω έκθεση δεν περιέχει προσωπικές
κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του συντάκτη αυτής, αλλά περιέχει
αναλυτική καταγραφή όλων των επικοινωνιών των αναφερομένων τηλεφωνικών συνδέσεων
των κατηγορουμένων και ότι πρόκειται για έκθεση που συντάχθηκε υπό τις
εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του Ν.2225/1994 και σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 148 επ. ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον
οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης
ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' σε συνδ.
με άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ) είναι αβάσιμος.
Τέλος, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του
Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης
αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη
αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που
προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και
τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη
μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της
πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η προβολή των ισχυρισμών αυτών απαιτείται να
γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά,
που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να
αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον
κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει
υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ούτε πολύ περισσότερο να
διαλάβει στην απόφαση του ειδική αιτιολογία γι' αυτούς. Τέτοιοι αυτοτελείς
ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και
οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών
περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ. αφού η παραδοχή
τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής.
Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, θεωρείται, μεταξύ
άλλων, η υπό στοιχ. α', το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε
το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του
για ελαφρό πλημμέλημα. Κατά τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την
εφαρμογή της διάταξης λέξης "σύννομη" έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το
τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι τη στιγμή της τέλεσης της
αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων
που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο
συμμορφώνεται μ' αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως
εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως
γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος
δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση - υποταγή
στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας του, κατάσταση
που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη.
Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το
δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν
σέβεται αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπο του της εν λόγω ελαφρυντικής
περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται
από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177
και 178 Κ.Ποιν.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη
του σύννομου βίου, προκειμένου ν' αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού.
Από το συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν, είναι φανερό πως για τη θεμελίωση του
σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την
τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό
τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του
σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων
ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, όταν η ποινή, μετά
την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τη
βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα
από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται (Ολ.ΑΠ 2/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού
ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι
κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και
μετά την απόφαση αυτού που κήρυξε ένοχο τον 14° κατηγορούμενο και ήδη
αναιρεσείοντα G. K., για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, ο τελευταίος
προέβαλε διά του συνηγόρου του και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό
περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2
εδ. α' ΠΚ. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, από το άρθρο 84
παρ. 2 περ. α' ΠΚ, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, της προφορικής δηλαδή
επίκλησης της διάταξης που προβλέπει το αιτηθέν ελαφρυντικό, προβλήθηκε
αορίστως, καθόσον δεν παρατίθενται τα αναγκαία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω
μείζονα σκέψη, προς θεμελίωσή του περιστατικά, προκειμένου να αξιολογηθούν από
το Δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του περί συνδρομής ή μη στο
πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης. Παρά ταύτα το
Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αν και δεν ήταν
υποχρεωμένο να απαντήσει στον αόριστο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, απάντησε σ'
αυτόν, μετά την παράθεση σχετικών νομικών σκέψεων, με την ακόλουθη επαρκή κατά
πιστή αντιγραφή αιτιολογία: "Ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός του 14ου
κατηγορουμένου (G. "G. K." K.), πρέπει, κατά την άποψη της
πλειοψηφίας να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την
επισκόπησή του, το ποινικό του μητρώο δεν είναι λευκό, αφού έχει καταδικασθεί
στο παρελθόν, για παράνομη είσοδο στη χώρα, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 262/2008
απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας, που εκδόθηκε με την παρουσία
του, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών και χρηματική ποινή 1500
ευρώ, ήτοι για πλημμέλημα, το οποίο κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν μπορεί
να χαρακτηρισθεί ως ελαφρό, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη γι' αυτό ποινή,
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1500)
ευρώ, είναι αυστηρή (άρθρο 83 παρ.1 ν. 3386/2005 ως αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ με
το άρθρο 139 παρ.2 του ν. 4251/2014),κάτι το οποίο υποδηλώνει και την ιδιαίτερη
σημασία που έχει για τη χώρα, η παράνομη είσοδος σε αυτή υπηκόων τρίτων
χωρών". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά ερμήνευσε και
εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ και διέλαβε στην
προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς
ισχυρισμούς, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις (93 παρ.3 του
Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, ο
σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης,
με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόρριψης
του προβληθέντος ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του 14ου κατηγορουμένου
αναιρεσείοντος, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμος.
Κατ'ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να
απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα
δικαστικά έξοδα της παρούσας ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 του ΚΠοινΔ),
κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ: α) την από 12.8.2021 και με αριθμό 2/2021 αίτηση του S. C. T. K.,
κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού και β) την από 23.2.2022 αίτηση του
G. K. του Y., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 35α και 35/2021
απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας.
Και ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε καθένα των ως άνω αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα της
παρούσας ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ
για καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17
Ιουλίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.