Παντελής Αντ. Μαρκούλης
Δικηγόρος
ΜΔΕ «Εμπορικό Δίκαιο» (ΑΠΘ)
ΜΔΕ «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» (ΑΠΘ)
υπ. ΔΝ (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg)
Ι. Σε προηγούμενο άρθρο μας (οράτε εδώ) είχαμε ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα της έγγραφης απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Ειδικότερα, στο πλαίσιο ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής (αλλά και ανακοπών κατά της εκτέλεσης) προβάλλεται ως λόγος ανακοπής ότι η αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής (ή η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση) εταιρεία διαχείρισης δεν απέδειξε εγγράφως την ενεργητική της νομιμοποίηση.
Ο λόγος ανακοπής, στον οποίο εστίαζε και εκείνο το κείμενο, συνοψίζεται στα εξής: στην περίληψη της σύμβασης διαχείρισης, η οποία προσκομίζεται για την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν εξειδικεύονται καθόλου οι υπό διαχείριση απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποδειχθεί εγγράφως ότι η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ανήκει μεταξύ αυτών, τις οποίες διαχειρίζεται η αιτούσα εταιρεία διαχείρισης.
Η μέχρι τότε (Ιούλιος 2025) νομολογιακή κίνηση έδινε σαφές προβάδισμα στην παραδοχή του σχετικού λόγου ανακοπής. Και ορθά, καθότι η έγγραφη απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας αποτελεί conditio sine qua non για την παραδεκτή και νόμιμη έκδοση της διαταγής πληρωμής. Η αδυναμία της εταιρείας διαχείρισης να αποδείξει εγγράφως την ενεργητική νομιμοποίησή της συγκροτεί λόγο ανακοπής, που άγει σε ακύρωση της διαταγής πληρωμής εξαιτίας εμφιλοχωρήσαντος διαδικαστικού απαραδέκτου κατά την έκδοσή της.
Το παρόν κείμενο αποσκοπεί στην εξέταση των νεότερων νομολογιακών εξελίξεων επί του ανωτέρω ζητήματος, οι οποίες φαίνεται ότι καθιστούν πλέον πάγια τη θέση της νομολογίας ως προς την αντιμετώπιση του σχετικού λόγου ανακοπής.
ΙΙ. Σε επίπεδο εφετειακής νομολογίας η Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας 93/2025 (ΤΝΠ sakkoulas-online) δέχθηκε τον σχετικό λόγο ανακοπής, κάνοντας δεκτή την έφεση και εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, που εσφαλμένα τον είχε απορρίψει. Η ανακοπή στρεφόταν κατά επιταγής προς εκτέλεση, η οποία είχε κοινοποιηθεί στον οφειλέτη κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και κατά της επιβληθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης. Μαζί με την επιταγή, είχαν συγκοινοποιηθεί και έγγραφα, από τα οποία θα έπρεπε να αποδεικνύεται η ενεργητική νομιμοποίηση της επισπεύδουσας εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Όμως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε, εξετάζοντας τον σχετικό λόγο ανακοπής, που νομότυπα επαναφέρθηκε ως λόγος έφεσης από τους εκκαλούντες - ανακόπτοντες, ότι στη δημοσιευμένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της σύμβασης διαχείρισης (του Ν. 3156/2003) δεν γινόταν καμία απολύτως αναφορά στις υπό διαχείριση απαιτήσεις, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται εγγράφως ότι η απαίτηση για την οποία επισπεύσθηκε η εκτέλεση ανήκε μεταξύ των απαιτήσεων τις οποίες διαχειριζόταν η επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι στο κείμενο της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης δεν γινόταν παραπομπή σε κάποιο παράρτημα, από το οποίο να προκύπτει το σύνολο των υπό διαχείριση απαιτήσεων, αλλά ούτε καν παραπομπή στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων ή έστω στο παράρτημα αυτής. Επομένως, (ορθά) το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που εσφαλμένα είχε απορρίψει τον σχετικό λόγο ανακοπής ως ουσία αβάσιμο, και, αναδικάζοντας την ανακοπή, την έκανε δεκτή και ακύρωσε την παράνομη αναγκαστική εκτέλεση.
ΙΙΙ. Σε επίπεδο πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, η νομολογιακή παραγωγή είναι επίσης ζωηρή. Ενδεικτικά και μόνον (προφανώς υπάρχουν και άλλες ομόρροπες αδημοσίευτες αποφάσεις, που δεν τελούν σε άμεση γνώση μας), συμπληρωματικά σε όσες αποφάσεις είχαμε μνημονεύσει στο προηγούμενο κείμενό μας, σημειώνουμε και τις: ΜΠρΚιλκ 436/2025 ΤΝΠ sakkoulas-online, ΜΠρΚαστορ 177/2025 ΤΝΠ sakkoulas-online και ΜΠρΛασιθ 467/2025 αδημ.
Η πρώτη απόφαση ακύρωσε διαταγή πληρωμής, αφενός διότι η σύμβαση διαχείρισης, την οποία η αιτούσα εταιρεία διαχείρισης συνυπέβαλε σε περίληψη στην αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν μνημόνευε ρητά ότι δια αυτής ανατίθεται η διαχείριση της επίδικης απαίτησης στην αιτούσα, αφετέρου διότι δεν προσκομίστηκε στον εκδόσαντα τη διαταγή πληρωμής Δικαστή παράρτημα της εν λόγω σύμβασης διαχείρισης με συγκεκριμένη αναφορά στη μεταβιβασθείσα επίδικη απαίτηση με συνέπεια να μην αποδεικνύεται ότι η αιτούσα νομιμοποιούταν ενεργητικά ως μη δικαιούχος διάδικος να υποβάλει αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (με αναφορά και στη ΜΕφΘεσ 521/2023 αδημ.).
Και οι άλλες δύο αποφάσεις ακύρωσαν την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, επειδή από τα έγγραφα που είχαν συγκοινοποιηθεί με την επιταγή προς εκτέλεση, κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνυόταν η ανάθεση της διαχείρισης της εκάστοτε επίδικης απαίτησης στην επισπεύδουσα. Και αυτές οι αποφάσεις τονίζουν ότι οι περιλήψεις των συμβάσεων διαχείρισης δεν έκαναν καμία απολύτως αναφορά στο ποιες ήταν οι υπό διαχείριση απαιτήσεις.
IV. Συνοψίζοντας, η μέχρι τούδε νομολογιακή κίνηση είναι συντριπτικά υπέρ της παραδοχής του σχετικού λόγου ανακοπής. Αυτό το οποίο πρέπει να τονιστεί και να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι εταιρείες διαχείρισης «ομολογούν», κατ’ ουσία, το παραπάνω ελάττωμα στις συμβάσεις διαχείρισης και ήδη σπεύδουν να το διορθώσουν, με τη σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων διαχείρισης, με τις οποίες επιχειρούν (όχι πάντοτε επιτυχώς) την εξειδίκευση των υπό διαχείριση απαιτήσεων. Οπότε αυτή η πρακτική των ίδιων των εταιρειών διαχείρισης αποτελεί στοιχείο, το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμάται συνειδητά κατά τη γενικότερη νομολογιακή αντιμετώπιση του προκείμενου λόγου ανακοπής. Πραγματικά δεν είναι δυνατόν αυτό που ο άμεσα ενδιαφερόμενος διάδικος (εδώ: η εταιρεία διαχείρισης) θεωρεί δικό του λάθος και σπεύδει να το διορθώσει, να εκτιμάται από το Δικαστήριο ως ορθό. Πολλώ, δε, μάλλον, όταν με σωρεία τελεσίδικων αποφάσεων των Δικαστηρίων της Χώρας μας (οράτε εδώ) το ζήτημα φαίνεται να έχει επιλυθεί στην κατεύθυνση αυτή. Άρα, λοιπόν, το σφάλμα είναι υπαρκτό και «συνομολογημένο», με συνέπεια όσες διαταγές πληρωμής εκδόθηκαν (ή όσες διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύσθηκαν) βάσει των ελλιπών συμβάσεων διαχείρισης, να πρέπει να ακυρώνονται, εφόσον φυσικά προτείνεται κατ’ ορθό τρόπο ο σχετικός λόγος ανακοπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.