Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Απόφαση Ολομελείας Αρείου Πάγου για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ΜΕΡΟΣ Ι)



Μ.Ψ.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ






ΑΠΟΦΑΣΗ και ΠΡΑΚΤΙΚΑ
Αριθμός: 23/2011

          Σήμερα 20 Δεκεμβρίου 2011, ημέρα Τρίτη και ώρα 09.30΄ στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου και στην αίθουσα διασκέψεων της Ολομέλειας (γρ. 205 του 2ου ορόφου) συνήλθε, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση της Προέδρου του Αρείου Πάγου, η, κατά τα άρθρα 14 και 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών (κυρωτικός νόμος 1756/1988, όπως ισχύει σήμερα), Ολομέλεια σε συμβούλιο, στην οποία έλαβαν μέρος οι:
1)Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, 2)Ηλίας Γιαννακάκης, 3)Εμμανουήλ Καλούδης, 4)Θεοδώρα Γκοΐνη, 5)Γεώργιος Χρυσικός - Εισηγητής, 6)Νικόλαος Ζαΐρης, Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, 7)Χαράλαμπος Δημάδης, 8)Βασίλειος Λυκούδης, 9)Γεώργιος Γιαννούλης, 10)Ανδρέας Τσόλιας, 11)Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, 12)Νικόλαος Λεοντής, 13)Βιολέττα Κυτέα, 14)Βαρβάρα Κριτσωτάκη, 15)Γεωργία Λαλούση, 16)Γρηγόριος Κουτσόπουλος, 17)Νικόλαος Κωνσταντόπουλος, 18)Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, 19)Δημήτριος Μαζαράκης, 20)Χαράλαμπος Αθανασίου, 21)Παναγιώτης Ρουμπής, 22)Κωνσταντίνος Φράγκος, 23)Γεώργιος Αδαμόπουλος, 24)Νικόλαος Μπιχάκης, 25)Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, 26)Ιωάννης Γιαννακόπουλος, 27)Χρυσόστομος Ευαγγέλου, 28)Κωνσταντίνος Τσόλας, 29)Δημήτριος Κράνης, 30)Ανδρέας Ξένος, 31)Κυριακούλα Γεροστάθη, 32)Ευφημία Λαμπροπούλου, 33)Αθανάσιος Γεωργόπουλος, 34)Δημήτριος Κόμης, 35)Βασίλειος Λαμπρόπουλος, 36)Αντώνιος Ζευγώλης, 37)Ερωτόκριτος Καλούδης, 38)Ασπασία Καρέλλου, 39)Γεράσιμος Φουρλάνος, 40)Μιλτιάδης Σπυρόπουλος, 41)Ιωάννα Πετροπούλου, 42)Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, 43)Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα, 44)Εμμανουήλ Κλαδογένης, 45)Γεώργιος Σακκάς και 46)Μαρία Βασιλάκη Αρεοπαγίτες. Κωλύονται και δεν παρέστησαν οι λοιποί Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγίτες.
Παραστάθηκαν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης - Σπυρίδων Τέντες και η Γραμματέας της Ολομελείας Μάρθα Ψαραύτη, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.
Στην αρχή της συνεδρίασης, η Πρόεδρος γνωστοποίησε στα μέλη της Ολομέλειας ότι στον Άρειο Πάγο υπηρετούν, εκτός από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, 10 Αντιπρόεδροι και 60 Αρεοπαγίτες.
Κατόπιν, μετά από εντολή της Προέδρου, η Γραμματέας της Ολομέλειας, εκφώνησε τα ονόματα των υπηρετούντων Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και Αρεοπαγιτών, όπου διαπιστώθηκε ότι από τους 70 υπηρετούντες Δικαστές είναι παρόντες οι αναφερόμενοι στην αρχή της παρούσας 46, δηλαδή είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά μέλη της, άρα υπάρχει η προβλεπόμενη από το νόμο απαρτία (άρθρο 14 παρ. 5, εδ. α΄ του ν. 1756/1988, όπως ισχύει σήμερα).
Η Ολομέλεια συνήλθε σε Συμβούλιο, κατόπιν της 520/9-12-2011 πρόσκλησης της Προέδρου του Αρείου Πάγου, προκειμένου τα μέλη της, μετά από διαλογική συζήτηση ν΄ ανταλλάξουν απόψεις επί ζητημάτων, που προκύπτουν από τις ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου με θέμα «Για τη Δίκαιη Δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων Αρνησιδικίας» και που αφορούν θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων και απονομής δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια η Πρόεδρος κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης.
Ο Εισηγητής – Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χρυσικός, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ανάγνωσε το την εισηγητική του έκθεση, η οποία έχει ως εξής:  

Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Η

Του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου

Γεωργίου Χρυσικού του Γερασίμου

στο Σχέδιο Νόμου

«για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση αρνησιδικίας»

 

Π ρ ο ς

Τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου,
που συγκαλείται για το σκοπό αυτό
σε συνεδρίαση την 20η Δεκεμβρίου 2011
(Σημείωση): Το πλήρες κείμενο του νομοσχεδίου και η αιτιολογική έκθεση που το συνοδεύει έχουν διανεμηθεί έγκαιρα προς όλα τα μέλη της Ολομέλειας, αναφέρεται δε σε αυτά και η παρούσα εισήγηση για την αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων. Η λέξη «αρνησιδικία» στον τίτλο του νομοσχεδίου προτείνεται να αντικατασταθεί με τη λέξη «καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης».
      ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

1) Με το άρθρο 1 παρ. 1 έως 4 και το άρθρο 17 παρ. 1 και 14 για τον διορισμό προσωρινής διοίκησης και εκκαθαριστή νομικού προσώπου που προβλέπεται στα άρθρα 69 και 73 του Α.Κ. αρμόδιος πλέον καθ΄ύλη αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθίσταται ο ειρηνοδίκης. Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 81, 82 και 83 Α.Κ και 740, 787 ΚΠολΔ επιδιώκεται η απλούστευση και επιτάχυνση της διαδικασίας για την σύσταση και τροποποίηση του καταστατικού σωματείου και για το λόγο αυτό προβλέπεται η σύσταση του Σωματείου και η τροποποίηση του καταστατικού του να γίνεται με διαταγή του ειρηνοδίκη. Επίσης προβλέπεται κατά της διάταξης του ειρηνοδίκη που δέχεται την αίτηση άσκηση ανακοπής του εισαγγελέα πρωτοδικών και από τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, όπως και από τον αιτούντα αν απορρίφθηκε η αίτησή του. Με τη διάταξη αυτή και άλλες που ακολουθούν μεταφέρεται ένας μεγάλος όγκος υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία, που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στα νέα τους καθήκοντα μετά και την αναμενόμενη στελέχωσή τους με σημαντικό αριθμό νέων Δικαστών που πέτυχαν στον προσφάτως διενεργηθέντα διαγωνισμό. 
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, οι δύο αυτές σχετικές υποθέσεις εξακολουθούν να υπάγονται και να εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αρθρ. 739 έως 781), προβλέπεται όμως η άσκηση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδίκη με την έκδοση «Διάταξης» ή «Διαταγής», χωρίς κλήτευση κανενός τρίτου και προτείνεται η καθιέρωση κατά της «Διάταξης» αυτής της άσκησης «ανακοπής» στο Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 και 14 του νομοσχεδίου. Εξ άλλου στον ισχύοντα Κώδικα της Πολιτικής Δικονομίας (αρθρ. 781) προβλέπεται η έκδοση προσωρινής διαταγής από το Δικαστήριο που δικάζει την αίτηση, με την έννοια της λήψης ασφαλιστικών μέτρων μέχρι την έκδοση της απόφασης, η δε προτεινόμενη με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο έννοια της «Διαταγής» ή «Διάταξης» ταυτίζεται εν μέρει με την προσωρινή Διαταγή καίτοι υλοποιεί την οριστική κρίση του δικάζοντος Ειρηνοδίκη, και για το λόγο αυτό προβλέπεται και η προσβολή της με την «ανακοπή» σε ανώτερο κατά βαθμό Δικαστήριο. Περαιτέρω, και στη διάταξη του άρθρου 623 του ΚΠολΔ προβλέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις αλλά και διάταξη του άρθρου 662Α του ΚΠολΔ η έκδοση διαταγής απόδοσης του μισθίου. Και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις καθιερώνεται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 20 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος και 6 παρ.1 και 2 της Ε.Σ.Δ.Α. η δυνατότητα προσβολής της εκδοθείσας «Διαταγής» με ανακοπή στον εκδόν την Διαταγή Δικαστήριο (άρθ. 632 και 662 ΣΤ.), η εκδίκαση της οποίας διέρχεται όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Εν όψει αυτών, και όσων θα εκτεθούν κατωτέρω, κατά την ανάπτυξη των προτεινομένων τροποποιήσεων με το άρθρο 17 του νομοσχεδίου για τις λοιπές υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, και για να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία στους δικαστικούς λειτουργούς ως προς την έννοια των πιο πάνω διατάξεων προτείνεται προς την Ολομέλεια να συμφωνήσει ότι οι πιο πάνω λέξεις «Διάταξη» ή «Διαταγή» ταυτίζονται προς την προαναφερθείσα Διαταγή πληρωμής κατά το περιεχόμενό της, χωρίς νομικές αιτιολογίες και με περιεχόμενο εξαντλούμενο στο διατακτικό, εκτός εάν τίθενται ζητήματα παρεμβάσεων, οπότε κατά την κρίση του δικάζοντος ειρηνοδίκη θα ορίζεται δικάσιμος όπως και στις λοιπές υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας περί των οποίων κατωτέρω.
2) Με το άρθρο 2 του νομοσχεδίου προτείνεται η αντικατάσταση του άρθρου 346 του ΑΚ και η διαφοροποίηση προ τα πάνω του επιτοκίου επιδικίας για την περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, ώστε ο οφειλέτης που αντιδικεί για χρηματική απαίτηση, πέραν του τόκου υπερημερίας που οφείλει από την επίδοση της αγωγής σε κάθε περίπτωση, ή την επίδοση της Διαταγής Πληρωμής, να επιβαρύνεται και με ποσοστό τόκου επιδικίας κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν πριν την συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου, το δικαστήριο δύναται κατ' εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με τον νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ' εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από την δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή, ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει στην πιο πάνω προτεινόμενη τροποποίηση, που εύλογα αναμένεται να οδηγήσει στον περιορισμό των στρεψόδικων αντιδίκων.
3) Με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του νομοσχεδίου 1) Τροποποιείται το άρθρο 1438 ΑΚ και αναγνωρίζεται ως τρόπος επέλευσης του διαζυγίου, εκτός από την δικαστική απόφαση, και η κοινή συμφωνία των συζύγων και 2) Με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 1441 ΑΚ επιδιώκεται η έκδοση συναινετικού διαζυγίου με συμφωνία των συζύγων. Η σχετική συμφωνία, για την οποία είναι υποχρεωτική η παράσταση του ή των πληρεξουσίων δικηγόρων, υποβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ο Πρόεδρος ο οποίος θεωρεί την ή τις υπογραφές των πληρεξουσίων δικηγόρων και τις παραστάσεις τους, καθώς και, σε περίπτωση ανήλικων τέκνων, ελέγχει τη συνοδευτική κατά νόμο συμφωνία των γονέων σχετικά με τη ρύθμιση της επιμέλειας και επικοινωνίας τους από εκείνον που δεν την ασκεί.
Η προτεινόμενη ρύθμιση εύλογα αποβλέπει στην κατάργηση της δεύτερης συζήτησης στη διαδικασία έκδοσης του συναινετικού διαζυγίου, που ταλαιπωρούσε ασκόπως τους ενδιαφερομένους, σε βαθμό που αναιρούσε ουσιωδώς και τα αντίστοιχα οφέλη για την περίπτωση επιγενόμενης μεταμέλειας του ενός των συζύγων μεταξύ της πρώτης και δεύτερης συζήτησης. Εξ άλλου, η κατάργηση της δεύτερης συζήτησης οδηγεί και σε μείωση στο ½ της δαπάνης των διαδίκων συζύγων αλλά και της απασχόλησης δικαστών και γραμματέων που εμπλέκονται στη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου. Όμως, η περαιτέρω κατάστρωση των προτεινομένων ρυθμίσεων οδηγεί σε ανατροπή του ισχύοντος οικοδομήματος που νομοθετικά ρυθμίζει τη λύση του γάμου έστω και συναινετικά και των συνεπειών που τη συνοδεύουν. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο νομοσχέδιο και στην αιτιολογική έκθεσή του η κοινή δήλωση – συμφωνία των συζύγων απευθύνεται προς το αρμόδιο Ληξιαρχείο, αφού προηγουμένως ο Πρόεδρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου βεβαιώσει τις υπογραφές των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και το περιεχόμενο της έγγραφης συμφωνίας των συζύγων που ρυθμίζει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και την επικοινωνία με αυτά. Από την περιέλευση δε της συμφωνίας αυτής στο Ληξιαρχείο θα λύεται ο γάμος των συναινούντων. Όμως ο θεσμός του γάμου, οι εκ αυτού δεσμεύσεις και τα συμφέροντα των τέκνων που γεννήθηκαν από αυτόν, ενδιαφέρουν άμεσα την εσωτερική δημόσια τάξη και για το λόγο αυτό η λύση του γάμου απαγγέλλεται μετά την αμετάκλητη περαίωση της σχετικής δικαστικής διαδικασίας κατά τη διάταξη του άρθρου 613 του ΚΠολΔ, αλλά και οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία βεβαιότητα. Ο εύλογος όμως αυτός νομοθετικός περιορισμός δεν αποστασιοποιείται ουσιωδώς ούτε από το θεσμό του συναινετικού διαζυγίου με τον οποίο αναγκαίως συνοδεύεται, ώστε δεν υποκαθίσταται λυσιτελώς με την πιο πάνω προτεινόμενη ρύθμιση. Ειδικότερα, η συμφωνία για τη λύση του γάμου, που φέρει και με το ισχύον δίκαιο (άρθρ. 1441 Α.Κ.) το χαρακτήρα ειδικού λόγου διαζυγίου αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση η οποία δεσμεύει αμφοτέρους τους συμβαλλομένους συζύγους, όμως ως σύμβαση υπόκειται σε προσβολή από καθένα από τους συμβληθέντες συζύγους για ελαττώματα της βουλήσεως, χωρίς να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που απαγγέλλει τη λύση, αφού με το αμετάκλητο αυτής παράγεται δεδικασμένο, που καλύπτει όλα τα ελαττώματα αυτά. Τα ελαττώματα αυτά, εφόσον εμπίπτουν στις προϋποθέσεις τις οποίες διαγράφουν για την προβολή τους, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα θεμελιώνουν λόγους των ενδίκων μέσων κατά της περί συναινετικού διαζυγίου αποφάσεως, υπό την έννοια ότι, ως οδηγούντα στην ακύρωση της συναινέσεως του προσβάλλοντος την απόφαση, συνεπάγονται την ανυπαρξία του ειδικού λόγου διαζυγίου (κοινής συναινέσεως) με τις προϋποθέσεις που διαγράφουν για την προβολή των ελαττωμάτων αυτών οι διατάξεις του Α.Κ. περί πλάνης (αρθ. 141 επ.), απάτης (αρθρ. 147) και απειλής (αρθ. 150 επ.) (Α.Π. 597/2009 Ελ.Δ/νη 50.1023). Με την προτεινόμενη όμως ρύθμιση του νέου συναινετικού διαζυγίου, δεν προβλέπεται η έκδοση απόφασης, ούτε αφετηριάζεται κατ΄ ακολουθίαν το αμετάκλητο της σχετικής διαδικασίας, ούτε οριοθετείται χρονικά το στάδιο προβολής των πιο πάνω ισχυρισμών ελαττωματικότητας των συναινέσεων για τη λύση του γάμου, αλλά τίθεται και υπό τελείως αόριστες προϋποθέσεις το χρονικό σημείο της πνευματικής λύσης του γάμου (για τους θρησκευτικούς γάμους), που υπό το ισχύον δίκαιο συνδέεται αναπόσπαστα με το χρονικό σημείο του αμετακλήτου της δικαστικής απόφασης. Εξ άλλου, κατά το ισχύον δίκαιο του άρθρου 1441 Α.Κ., αλλά και την προτεινόμενη ρύθμιση – τροποποίησή της, εάν οι συναινούντες σύζυγοι έχουν ανήλικα τέκνα υποχρεωτικά η συμφωνία τους συνοδεύεται και από συμφωνία τους με την οποία ορίζεται ο τρόπος της επικοινωνίας με αυτά και αυτά και της επιμέλειας του προσώπου τους. Η συμφωνία αυτή επικυρώνεται κατά το ισχύον δίκαιο από το Δικαστήριο και ισχύει μέχρι να εκδοθεί άλλη απόφαση. Το Δικαστήριο, όταν επικυρώνει τη σχετική συμφωνία δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενό της, γιατί οι σχετικές διατάξεις ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δημοσίας τάξης (αρθ. 3 του Π.Κ.), κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1513 παρ. 1 του Α.Κ., όπου το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά αναθέτοντας μάλιστα την άσκηση της επιμέλειας ή γονικής μέριμνας ακόμα και σε τρίτο. Η τήρηση των διατυπώσεων αυτών εφόσον υπάρχουν ανήλικα τέκνα δεν εξασφαλίζεται από τη θεώρηση της σχετικής συμφωνίας εκ μέρους του Προέδρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, πέρα από το γεγονός ότι η εκχώρηση της αντίστοιχης αρμοδιότητας καθαρά δικαστικής φύσεως αντιστρατεύεται πλήρως το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος κατά την οποία η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές. Διαφορετική άποψη δεν μπορεί να συναχθεί ούτε: 1) από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας όπως ο νόμος ορίζει, γιατί οι τελευταίες υποθέσεις κατηγορίες δημοσίου δικαίου, όπως ανακηρύξεις υποψηφίων, επικύρωση εκλογικού αποτελέσματος κ.λ.π., που αντί των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια, ούτε 2) από τη διάταξη του άρθρου 739 του Κ.Πολ.Δ. με την οποία καθιερώνεται η ανάγκη ύπαρξης ειδικής ρύθμισης για την υπαγωγή ιδιωτικής διαφοράς στην εκουσία δικαιοδοσία (όπως και το συναινετικό διαζύγιο), γιατί και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ιδιωτική διαφορά, που δεν μπορεί να υπαχθεί στη «δικαιοδοσία» του Προέδρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά αντί της τακτικής υπάγεται στην εκουσία δικαιοδοσία.
Συμπερασματικά, εν όψει όλων αυτών, προτείνεται προς την Ολομέλεια να αποδεχθεί ότι η προτεινόμενη τροποποίηση του αρθ. 1441 του Α.Κ. πρέπει να περιορισθεί μόνο: 1) στην κατάργηση της δεύτερης συζήτησης στις σχετικές διαφορές των συναινετικών διαζυγίων και 2) να συνεχίσουν να εκδικάζονται οι σχετικές διαφορές κατά την Εκουσία διαδικασία από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΚΠολΔ, όπως προτείνεται η τροποποίησή του κατά το άρθρο 6 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και κατ΄ έφεση από το Μονομελές Εφετείο, με την έκδοση απόφασης ιδιαίτερα από το Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως και τώρα, με ιδιαίτερα συνοπτική αιτιολογία και διατακτικό.
4) Με τα άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου αντίστοιχα, και στο πλαίσιο της μεταφοράς που προαναφέρθηκε ενός μεγάλου όγκου υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία προτείνεται να υπάγονται:
α) Η δημοσίευση διαθηκών και η κήρυξη τους ως κυρίες, ως αμιγώς υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας), στον αρμόδιο Ειρηνοδίκη (ή στην αρμόδια προξενική αρχή), ο οποίος με διάταξή του χωρίς αιτιολογικό θα αποφασίζει σχετικά, με ταυτόχρονη τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων του ΑΚ 1769, 1770, 1771, 1772, 1773, 1774, 1775, 1776, καθώς και διατάξεων των άρθρων 807 παρ. 1 και 808 παρ. 1, 3, 4 και 5, 809, 810 του ΚΠολΔ και β) Η πιστοποίηση του κληρονομικού δικαιώματος και της μερίδας που αναλογεί (κληρονομητήριο) στον αρμόδιο Ειρηνοδίκη με διάταξή του, με βάση την ίδια αίτηση και στοιχεία που και σήμερα προσκομίζομαι ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με ταυτόχρονη τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων του ΑΚ: 1956, 1958, 1960, 1961 και του ΚΠολΔ: 819, 820, 823 παρ. 1.
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις είναι υποχρεωτική η παράσταση μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και για τον λόγο αυτόν γίνεται σχετική προσθήκη την παρ. 1 του άρθρου 94 ΚΠολΔ.
Σε περίπτωση που ασκηθεί παρέμβαση τρίτου προτείνεται από το νομοσχέδιο ο ειρηνοδίκης να ορίζει δικάσιμο για την ενώπιον ακροατηρίου συζήτηση και έκδοση απόφασης.
Όλες οι πιο πάνω τροποποιήσεις αποβλέπουν στην ταχύτερη και εύρυθμη λειτουργία των Δικαστηρίων και απονομής της Δικαιοσύνης και προτείνεται προς την Ολομέλεια να συμφωνήσει με αυτές πλην της καθιερούμενης προθεσμίας περί της οποίας κατωτέρω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
1) Με το άρθρο 6 του νομοσχεδίου:
1. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα, καθώς και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη όταν σωρεύονται με άλλες αξιώσεις».
Με την νέα προσθήκη δεν συνυπολογίζονται για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς καθ΄ όσον αφορά τον προσδιορισμό της καθ΄ ύλη αρμοδιότητας των Δικαστηρίων οι αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για να αποτραπούν φαινόμενα καθορισμού υπερβολικών ποσών για χρηματικές ικανοποιήσεις, με συνέπεια την καταστρατήγηση των διατάξεων για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων. Όμως η τροποποίηση αυτή δεν κρίνεται αναγκαία διότι υπό την επίκληση της πιο πάνω αιτιολογίας δεν είναι δυνατό να παρακαμφθούν οι διατάξεις της καθ΄ ύλη αρμοδιότητας και η υπαγωγή στο ειρηνοδικείο υποθέσεων μεγάλων αντικειμένων.
2. Με προσθήκη στο άρθρο 17 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της αγωγής διαζυγίου θα γίνεται από το μονομελές πρωτοδικείο, στο οποίο θα υπάγονται και οι λοιπές γαμικές διαφορές (ακύρωση γάμου, αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, σχέσεις συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, κλπ), καθώς και εκείνες που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων (αρθρ. 614 ΚΠολΔ). Με την προτεινόμενη τροποποίηση επέρχεται αποσυμφόρηση των πολυμελών πρωτοδικείων και των δικαστών των πρωτοδικείων, οι οποίοι μπορούν να συμμετέχουν σε άλλες συνθέσεις των μονομελών πρωτοδικείων, ώστε η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει προς την πιο πάνω τροποποίηση.
2) Με το άρθρο 7 του νομοσχεδίου, μετά το άρθρο 214Α΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 214Β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη δικαστική μεσολάβηση, που προβλέπεται να λειτουργήσει παράλληλα και όχι ανταγωνιστικά με τη διαμεσολάβηση που θεσμοθετήθηκε με το Νόμο 3898/2010. Με την προτεινόμενη ρύθμιση οργανώνεται με πληρότητα η δυνατότητα προσφυγής σε δικαστική μεσολάβηση, η οποία μπορεί να γίνει είτε πριν από την άσκηση της αγωγής, είτε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή Δικαστή, ο οποίος είναι είτε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, είτε ένας από τους αρχαιότερους Πρωτοδίκες για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου γνώσεων και εμπειρίας. Έτσι, επιτυγχάνεται η επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς στο συντομότερο δυνατό χρόνο, με όλες τις εγγυήσεις της δικαστικής λειτουργίας, ενώ αποτρέπονται περιττές οξύτητες εξαιτίας της επιμονής στη δικαστική αντιδικία. Τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια και αιτίες ενθάρρυνσης του νέου θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης, ενώ εφαρμόζονται, αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 11 του ν. 3898/2010, έτσι ώστε:
α) η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη να αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 904 παρ. 2 περ. γ' ΚΠολΔ,
β) να τηρούνται οι διαδικαστικοί κανόνες που παρέχουν τα εχέγγυα τήρησης της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και
γ) η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση να διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των αξιώσεων, ώστε η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει προς την πιο πάνω τροποποίηση.
        3) Με το άρθρο 8 του νομοσχεδίου προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 241 ΚΠολΔ ώστε σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, απεργίας ή στάσεων εργασίας δικαστικών υπαλλήλων, οι υποθέσεις να αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει αυθημερόν το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών, (πρέπει όμως να συμπληρωθεί η ρύθμιση και ως προς το ότι οι υποθέσεις θα δικάζονται υποχρεωτικά από την ίδια σύνθεση, έστω και σε εμβόλιμη δικάσιμο).
        Η Ολομέλεια για τους πιο πάνω λόγους πρέπει να συμφωνήσει με την πιο πάνω τροποποίηση που εισάγεται με το άρθρο 8 του νομοσχεδίου, μόνον καθ’ όσον αφορά την αποχή των Δικηγόρων και την απεργία των Δικαστικών υπαλλήλων (εφ’όσον δεν εξασφαλίζεται η λειτουργία των δικαστηρίων με το προσωπικό ασφαλείας), όχι όμως και η στάση εργασίας, η οποία ως λόγος αναβολής δεν ενδείκνυται να καθιερωθεί στην Πολιτική Δικονομία.
4) Με το άρθρο 9 του νομοσχεδίου η προτεινόμενη τροποποίηση στην παρ. 5 του άρθρου 270 ΚΠολΔ αποσκοπεί στη συντόμευση και απλούστευση της διαδικασίας ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων. Την ημέρα της δικασίμου ο πρόεδρος με την εκφώνηση των υποθέσεων και τη συζήτηση εκείνων που δεν εξετάζονται μάρτυρες κρατάει για συζήτηση μόνον εκείνες για τις οποίες υπάρχει ανάγκη εμμάρτυρης απόδειξης. Η συζήτηση των υποθέσεων αυτών μπορεί να διακόπτεται για την αμέσως επόμενη δικάσιμο του πολυμελούς με την ίδια σύνθεση οπότε ολοκληρώνεται η συζήτηση ενώ υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστούν οι μάρτυρες και ενώπιον του εισηγητή σε τόπο και χρόνο που καθορίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο οποίος αποφασίζει και για όλα τα σχετικά για την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα και κηρύσσει και το τέλος της συζήτησης μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης των μαρτύρων. Με την προτεινόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζεται ουσιαστικά το φαινόμενο της αναβολής της συζητήσεως των υποθέσεων μετά διετία, λόγω της παρόδου της ώρας της δικασίμου κατά την οποίαν έπρεπε να συζητηθεί η υπόθεση και η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με αυτήν.
5) Με το άρθρο 10 του νομοσχεδίου
εισάγεται νέα ρύθμιση, ώστε ο συμβιβασμός των διαδίκων που καταχωρίσθηκε σε πρακτικό κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 3 του άρθρου 214 Α' και παρ. 5 του άρθρου 214 Β' να υποκαθιστά τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο, και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος για εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης, ώστε η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ρύθμιση.
6) Με το άρθρο 11 του νομοσχεδίου καταργείται η σημερινή πολύπλοκη διαδικασία θεώρησης των αποφάσεων. 0 δικαστής παραδίδει το σχέδιο της απόφασης υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική μορφή ενώ προβλέπεται μεταβατικό στάδιο για τη δυνατότητα προσαρμογής του συνόλου των δικαστών στην ως άνω απαίτηση, ρύθμιση προς την οποία πρέπει να συμφωνήσει η Ολομέλεια υπό την προτεινόμενη μεταβατική διάταξη, μόνο όμως για το σχέδιο και όχι για το ιστορικό της απόφασης, που θα συνεχίσει να συντάσσεται από τον αρμόδιο γραμματέα.
7) Με το άρθρο 12 του νομοσχεδίου εισάγονται ρυθμίσεις που αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση αβασίμων ενδίκων μέσων. Έτσι, ο διάδικος εκείνος που καταθέτει κάποιο από τα ένδικα μέσα της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφισης υποχρεώνεται να προκαταβάλλει, με ποινή το απαράδεκτο, χρηματικό παράβολο με κλιμακούμενο ποσό αντίστοιχα 200, 300 και 400 ευρώ αναλόγως με το είδος του ασκούμενου ένδικου μέσου. Εάν νικήσει κατά την δίκη, που με δική του πρωτοβουλία άνοιξε, το καταβληθέν παράβολο θα του επιστραφεί, διαφορετικά το δικαστήριο θα διατάξει την εισαγωγή τούτου στο δημόσιο ταμείο, ώστε η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ρύθμιση.
8) Με το άρθρο 13 του νομοσχεδίου για τις Ειδικές διαδικασίες-Προκατάθεση προτάσεων η περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 591 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«β) οι προτάσεις κατατίθενται προ τριών (3) εργασίμων μερών», αντί «επί της έδρας» που προβλέπεται τώρα. Η διάταξη αυτή συνδυάζεται με εκείνες των άρθρων 632, 633, 643, 647, 666, 681 Β΄, 933 ώστε στις ειδικές διαδικασίες και στην εκδίκαση των ανακοπών της αναγκαστικής εκτέλεσης ο δικαστής, που οφείλει πλέον κατά τις προτεινόμενες στη συνέχεια τροποποιήσεις να εκδώσει την απόφασή του πολύ σύντομα, να έχει λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς όλων των πλευρών πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά και τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται (έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λ.π.) ώστε η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ρύθμιση, πλέον της επιφύλαξης για τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί της οποίας κατωτέρω.
9) Με το άρθρο 14 παρ. 2 του νομοσχεδίου τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ για την ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής και προβλέπεται ότι η άσκηση της ανακοπής, η οποία θα συζητηθεί εντός εξήντα ημερών, αναστέλλει, την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής και μετά τη συζήτηση της ο δικαστής θα αποφασίσει διατηρηθεί, με ή χωρίς εγγύηση ή όχι η αναστολή. Ως προς την προθεσμία προσδιορισμού εκδίκασης της ανακοπής εύλογα τίθεται και πρέπει η Ολομέλεια να συμφωνήσει όχι όμως και με την προτεινόμενη αυτοδίκαιη αναστολή που θα οδηγήσει σε κατάκλυση των δικαστηρίων από τις ασκούμενες αβάσιμες ανακοπές. Με την παρ. 3 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι η ανακοπή εκδικάζεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1β του ΚΠολΔ (όπως η τροποποίηση της τελευταίας με το άρθρο 13 του νομοσχεδίου προαναφέρθηκε). Τέλος με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου 14 προστίθενται στην παρ. 1 του άρθρου 643 του ΚΠολΔ νέα εδάφια και ορίζεται ότι η απόφαση επί των ανακοπών θα εκδίδεται το αργότερο μέχρι και σαράντα οκτώ ώρες μετά την συζήτηση καταχωριζομένου του διατακτικού της στα πρακτικά και αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει την συζήτηση να έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ημέρα και ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση που δεν θα είναι μεγαλύτερος των είκοσι (20) ημερών. Επί της διάταξης θα υπάρξει εισήγηση σε συνδυασμό με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για τροποποίηση του άρθρου 933 του ΚΠολΔ με το άρθρο 19 του νομοσχεδίου.
10) Με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 και 2 του νομοσχεδίου οι διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1 και 643 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως τροποποιούνται κατά τα προαναφερόμενα) εφαρμόζονται με τροποποίηση των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 647 παρ. 1 και 666 παρ. 3 του ΚΠολΔ και στις ειδικές διαδικασίες: α) των μισθωτικών διαφορών και β) των εργατικών διαφορών, ενώ με την παρ. 3 αντικαθίσταται το άρθρο 672Α του ΚΠολΔ και προβλέπεται πλέον ότι οι αγωγές για μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους μισθούς προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών, ενώ για την έκδοση απόφασης (αντί των 15 ημερών προβλέπεται πλέον με την προαναφερθείσα τροποποίηση του άρθρου 643 του ΚΠολΔ το χρονικό διάστημα των είκοσι (20) ημερών. Εξ άλλου, με την παρ. 3 εδ. β΄ του ίδιου άρθρου 15 του Νομοσχεδίου προστίθεται εδάφιο στο άρθρο 672Α του ΚΠολΔ και ορίζεται ότι στην περίπτωση που ασκηθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αυτή συζητείται υποχρεωτικά κατά την ορισθείσα δικάσιμο της αγωγής. Οι τροποποιήσεις αυτές εφαρμόζονται και στις διαφορές του οικογενειακού δικαίου που αφορούν διατροφές, επικοινωνία, επιμέλεια κ.λ.π., σύμφωνα με τη σχετική πρόβλεψη του άρθρου 681 Β΄ του ΚΠολΔ, το οποίο εισηγούμαι ότι πρέπει να τροποποιηθεί κατά την παράγραφο 1 στην προμετωπίδα, ώστε να περιλάβει και το μη αναφερόμενο τώρα εκεί άρθρο 672 Α. Με τις προαναφερθείσες τροποποποιήσεις που αφορούν την εκδίκαση ανακοπών κατά Διαταγής πληρωμής και κατά της εκτέλεσης και όλες τις ειδικές διαδικασίες α) για την προκατάθεση των προτάσεων και β) για τη συζήτηση υποχρεωτικά της αίτησης μαζί με την αγωγή αφ΄ ενός μεν ο δικαστής, έχοντας υπόψη του κατά την εκδίκαση της υπόθεσης το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και όλα τα προαποδεικτικά προσκομιζόμενα έγγραφα, μπορεί και να εκδόσει την απόφασή του σε σύντομο εύλογο χρονικό διάστημα, αφ΄ ετέρου δε, επέρχεται αποσυμφόρηση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που θα συζητούνται υποχρεωτικά μαζί με την αγωγή και επομένως εισηγούμαι η Ολομέλεια να συμφωνήσει για αυτές. Όμως, όσον αφορά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις για το χρόνο έκδοσης της απόφασης στις πιο πάνω περιπτώσεις των υποθέσεων των ειδικών διαδικασιών: α) το αργότερο εντός σαρανταοκτώ (48) ωρών από τη συζήτηση με καταχώρηση του διατακτικού στα πρακτικά, (χωρίς να αποκλείεται και η επί της έδρας απαγγελία της απόφασης) και β) εντός είκοσι (20) ημερών το αργότερο από τη συζήτηση σε ημέρα και ώρα που θα έχει γνωστοποιηθεί από το Δικαστή από την έδρα με το πέρας της συζήτησης, εισηγούμαι ότι οι προαναφερθείσες προθεσμίες πρέπει να ορισθούν λαμβανομένων υπόψη και του μέσου όρου της βαρύτητας κάθε υπόθεσης, του βαθμού και πείρας του δικαστικού λειτουργού, του φόρτου εργασίας και των εν γένει ατομικών και οικογενειακών περιστάσεων, κατά ανώτατο όριο υποχρεωτικά σε χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών από τη συζήτηση για την έκδοση απόφασης σε υποθέσεις ειδικών διαδικασιών, αφού ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα: 1) Με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν.1941/1991 προστέθηκε το και μέχρι σήμερα ισχύον άρθρο 672Α΄ του ΚΠολΔ με το οποίο ορίσθηκε ότι στις υποθέσεις για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερούμενους μισθούς υποχρεωτικά εκδίδεται η απόφαση εντός 15ημερών στον πρώτο βαθμό και επί ενός (1) μηνός στο δεύτερο βαθμό από τη συζήτηση. Η προθεσμία αυτή κρίθηκε ότι δεν είναι ανατρεπτική ούτε δημιουργεί λόγο ακυρότητας ή αναίρεσης, 2) Με το άρθρο 91 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν.1756/1983 (Κ.Ο.Δ.Κ.Κ.Δ.Α.) δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης μέσα σε τέσσερις μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν αφορά υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, εκουσίας διαδικασίας και εργατικών διαφορών, για τις οποίες όμως δεν προσδιορίζεται το υποχρεωτικό ανώτερο όριο από τη συζήτηση, 3) Με το άρθρο 307 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ προβλέπεται η συμπλήρωση οκταμήνου από της συζήτησης για να επιληφθεί ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων και να κρίνει εάν θα αφαιρεθεί η δικογραφία από το Δικαστή ανεξάρτητα από το είδος της διαδικασίας και τη φύση της υπόθεσης. Τέλος εισηγούμαι προς την Ολομέλεια να μην τεθεί υποχρέωση του Δικαστή στο να γνωστοποιεί από της έδρας την ημερομηνία και ώρα δημοσίευσης της απόφασης γιατί παρόμοια υποχρέωση δεν εξυπηρετεί ούτε το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης ούτε των διαδίκων, αφού άλλωστε ούτε με την αιτιολογική έκθεση προκρίνεται η συνδρομή τέτοιων περιστάσεων.
Τέλος, με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 15 του Νομοσχεδίου η παράγραφος 2 του άρθρου 683 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τη συναινετική εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης». Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση των υποθέσεων που κρίνονται στα πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία, αφού διευκρινισθεί στο Νομοσχέδιο ότι η καθιερούμενη λειτουργική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου αφορά όλες τις υποθέσεις εγγραφής και άρσης συναινετικής προσημείωσης.
11)Με το άρθρο 16 παρ. 1 του νομοσχεδίου το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται και προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής η σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση». Με την προτεινόμενη τροποποίηση σκοπείται ο άμεσος προσδιορισμός δικασίμου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και η αποφυγή παρελκυστικών αναβολών όταν έχει δοθεί προσωρινή διαταγή και πρέπει η Ολομέλεια να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.
        Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 16 του νομοσχεδίου στο άρθρο 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής και η παράγραφος 5 αυτού αναριθμείται σε 6 :
«5. Το δικαστήριο αποφαίνεται οριστικά αμέσως και δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Η απόφαση του δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας και το αργότερο μέχρι και σαράντα οκτώ (48) ώρες μετά την συζήτηση, καταχωριζομένου του διατακτικού της κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά. Αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την απόφαση του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει την συζήτηση έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ημέρα και ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση με συνοπτική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του επικαλούμενου δικαιώματος και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την συζήτηση της αίτησης. Εντός της ίδιας προθεσμίας ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση οφείλει να συντάξει, χρονολογήσει, και υπογράψει την απόφαση».
        Για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν στην παρούσα εισήγηση σχετικά με τις προθεσμίες δημοσίευσης αποφάσεως που προβλέπονται και στο άρθρο 15 του νομοσχεδίου, εισηγούμαι ότι οι προθεσμίες δημοσίευσης της απόφασης διαφοράς ασφαλιστικών μέτρων, και εφόσον δεν συζητήθηκε μαζί με κύρια διαφορά πρέπει να ορισθεί κατά ανώτατο όριο υποχρεωτικά σε χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών από τη συζήτηση αφού συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση η εκδοθησομένη απόφαση θα περιέχει μόνο συνοπτική αιτιολογία: 1) ως προς τη νομική και ουσιαστική ύπαρξη ή ανυπαρξία του επικαλουμένου δικαιώματος (χωρίς την παράθεση μακροσκελών νομικών σκέψεων) και 2) ως προς τη συνδρομή ή μη επικειμένου κινδύνου.
12) Με το άρθρο 17 του νομοσχεδίου και με σκοπό την επιτάχυνση και αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων, προτείνεται η μεταφορά στο ειρηνοδικείο όλων των υποθέσεων εκουσίας δικαιοδοσίας του ΚΠολΔ.
Οι υποθέσεις αυτές είναι όσες με βάση τη διάταξη του άρθρου 739 και 740 του ΚΠολΔ υπαγόταν στην καθ΄ ύλη αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και όπου προβλεπόταν ως δικαστής ο πρόεδρος του Μονομελούς Πρωτοδικείου αντικαθίσταται από τον Ειρηνοδίκη (παρ. 3 έως 9).
        Τα αφορώντα στην σύσταση του σωματείου, την έγκριση του καταστατικού του και στη χορήγηση κληρονομητηρίου με απόφαση αναφέρθηκαν ήδη στην πρώτη παράγραφο της παρούσας ενώ ως προς την προβλεπόμενη με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου προθεσμία της δημοσίευσης της απόφασης και για τους ίδιους λόγους εισηγούμαι η προθεσμία να ορισθεί κατά ανώτατο όριο υποχρεωτικά σε χρονικό διάστημα πέντε (5) ημερών εάν εκδίδεται διάταξη ή διαταγή κατά τη προαναφερθείσα έννοια και είκοσι (20) ημερών για όλες τις λοιπές υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας για τις οποίες θα μεσολαβεί συζήτηση και έκδοση απόφασης.
Με την παρ.26 τροποποιείται το άρθρο 826 του ΚΠολΔ για τη σφράγιση είτε εντός είτε εκτός της έδρας και ορίζεται συμβολαιογράφος για τη διενέργειά της από τον Ειρηνοδίκη, καταργούνται δε οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Κοινότητας ή του Διοικητή αστυνομικού σταθμού.
Με τις παρ. 29 έως 32 του ΚΠολΔ ο ορισμός του Διαιτητή ή Επιδιαιτητή, εάν δεν ορίζει διαφορετικά η συμφωνία γίνεται από τον Ειρηνοδίκη όπως και η αντικατάστασή του, ο δε σχετικός κατάλογος τηρείται στο Ειρηνοδικείο. Πρόκειται για διατάξεις που απλοποιούν τις διαδικασίες και εισηγούμαι στην Ολομέλεια να συμφωνήσει με αυτές.
13) Με το άρθρο 18 του νομοσχεδίου αντικαθίσταται το άρθρο 905 του ΚΠολΔ για την κήρυξη αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού στην Ελλάδα που προβλέπεται να γίνεται με διάταξη και όχι απόφαση του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία προβλέπεται να προσβάλλεται στο Μονομελές Εφετείο με το ένδικο μέσο της ανακοπής, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από τον αιτούντα και παραδοχής της από κάθε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον. Η πρόβλεψη στη σχετική τροποποίηση του όρου «διαταγή» αντί της «απόφασης», που μέχρι τώρα προβλέπεται, δεν βαίνει παράλληλα και προς τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 43 του Κανονισμού των Βρυξελλών (44/2001, όπως τα Παραρτήματά του Ι και ΙΙ αντικαταστάθηκαν από τα Παραρτήματα του Κανονισμού Ε.Ε. 416/2010), των οποίων άλλωστε ρητά επιφυλάσσεται η εφαρμογή τους (και συντρέχουν οι προϋποθέσεις) και εισηγούμαι στην Ολομέλεια να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση, που αποβλέπει στην απλοποίηση της σχετικής διαδικασίας, αλλά η κήρυξη της εκτελεστότητας να γίνεται με απόφαση στην οποία θα διαλαμβάνονται και οι προϋποθέσεις κήρυξης της εκτελεστότητας που προαναφέρθηκαν.
14) Με το άρθρο 19 του νομοσχεδίου επιχειρείται επέμβαση στο κεφάλαιο ανακοπών κατά της εκτέλεσης, χαρακτηριζόμενη ως καινοτόμος, ώστε να επιτυγχάνεται η εκτέλεση των αποφάσεων με εύλογο τρόπο και να μη ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή. Με τροποποίηση του άρθρου 938 με την παρ. 4 προβλέπεται η ανακοπή να έχει εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα και να εισάγεται για συζήτηση το αργότερο σε εξήντα (60) ημέρες. Μετά το τέλος της συζήτησης, ο δικαστής θα αποφασίζει εάν η ανακοπή θα συνεχίσει να έχει ή όχι ανασταλτικό αποτέλεσμα, με ή χωρίς εγγύηση.
Επίσης για τους ίδιους λόγους με τροποποίηση του άρθρου 937 του ΚΠολΔ με την παράγραφο 3 προτείνεται η συντόμευση της διαδικασίας εκδίκασης των ανακοπών με την προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 937, δηλαδή, με εφαρμογή των άρθρων 643, όπως αυτή τροποποιείται και 591 παρ. 1 β, (και ανεξάρτητα από το είδος της εκτελούμενης αξίωσης). Σημειώνεται, επίσης, ότι απαιτείται η προ τριών (3) ημερών (προ)κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων ώστε να υπάρχει το περιθώριο ο δικαστής να έχει διαβάσει τον φάκελο της υπόθεσης και για τον λόγο αυτόν τροποποιείται το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, όπως και τις ειδικές διαδικασίες και την εκουσία δικαιοδοσία. Ως προς την προθεσμία δημοσίευσης της απόφασης για όλους τους προαναφερθέντες λόγους εισηγούμαι να προσδιοριστεί νομοθετικά κατ΄ ανώτατο όριο σε εξήντα (60) ημέρες από τη συζήτηση της υπόθεσης ενιαία για τις ανακοπές των άρθρων 932 και 933 του ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, λόγω του συστήματος της σταδιακής προσβολής των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ο οφειλέτης (καθ' ου η εκτέλεση) δικαιούται να ασκήσει ξεχωριστές ανακοπές κατά αυτών, με αποτέλεσμα την δημιουργία πολλών δικών.
Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 19 το άρθρο 935 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με αυτήν την προσθήκη στο τέλος του α' εδαφίου του άρθρου 935 επιχειρείται ο περιορισμός του αριθμού των ανακοπών από τον οφειλέτη με αποτέλεσμα όχι μόνο την ταχύτερη εκδίκαση τους και την ελάφρυνση των πινακίων, αλλά και την μέσα σε εύλογο χρόνο ολοκλήρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης και να μην παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμές και αμφισβητούμενο το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας.
Τέλος, με την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 933 αίρεται κάθε αμφιβολία ως προς τον προσδιορισμούς υλικής αρμοδιότητας επί ανακοπών μεταξύ ειρηνοδικείων και μονομελών πρωτοδικείων. Έτσι, αρμόδια είναι τα ειρηνοδικεία σε κάθε περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης έχει εκδοθεί από αυτά και όχι μόνον όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφασή τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδια είναι τα μονομελή πρωτοδικεία.
Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου 19 την παράγραφο 1 του άρθρου 941 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η παράγραφος 5 του άρθρου 943 εφαρμόζεται και στην αναγκαστική εκτέλεση για αφαίρεση κινητού». Πρόκειται για απαγορεύσεις διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης σε ακίνητα (εορτές Χριστουγέννων, Πάσχα και εκλογές) που εύλογα θα εφαρμόζονται πλέον ενιαία και στην εκτέλεση για την απόδοση κινητού.
       Τέλος, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου 19 «Η παράγραφος 1 του άρθρου 1023 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «Την κατάσχεση δικαιωμάτων του άρθρου 1022 διατάζει ύστερα από αίτηση εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, το ειρηνοδικείο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ.» αντί του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ώστε εισηγούμαι στην Ολομέλεια να συμφωνήσει στις προτεινόμενες τροποποιήσεις υπό τη διατυπωθείσα επιφύλαξη: 1) ως προς την προβλεπόμενη προθεσμία δημοσίευσης της απόφασης και 2) ως προς την αυτοδίκαιη αναστολή με την άσκηση της ανακοπής, η οποία θα οδηγήσει στην άσκηση αβασίμων ανακοπών με σκοπό το χορήγηση αυτοδίκαιης αναστολής.
       15) Με το άρθρο 20 του νομοσχεδίου για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας βάσει ειδικών νόμων επιχειρείται από το νομοσχέδιο  στα πλαίσια υπαγωγής όλων των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, η σε αυτή μεταφορά όλων των υποθέσεων που καθορίζονται και από ειδικές διατάξεις, πλην τω ν υποθέσεων του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρ. 4 Ν.3558/2007) και του Ν.2654/1998 (Κτηματολόγιο) και η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Με το άρθρο 21 (παρ. 1-3) που αφορά την κατά του ΚΕΔΕ Δήλωση τρίτου επιβάλλεται η απλούστευση της διαδικασίας των άρθρων 32 και 34 του ν.δ. 356/1974 «Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε) για τη δήλωση τρίτου σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τούτου χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων. Ορίζεται, έτσι, με την παρ. 1 ότι μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, από την επίδοση του κατασχετήριου ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν οφείλει ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο έγγραφο χρήματα, καθώς και άλλα πράγματα ή αν δεν υποχρεούται σε άμεση απόδοσή τους με παρ. 2 ότι η δήλωση αυτή γίνεται με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή σε εκείνον που εξέδωσε το κατασχετήριο έγγραφο και όχι διαζευκτικά και στον Ειρηνοδίκη και με την παρ. 3 ότι ανακοπή κατά της δήλωσης ασκεί πλέον ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση της σ΄αυτόν.
 Η διάταξη αποβλέπει στην αποδέσμευση των Ειρηνοδικείων από τη σχετική διαδικασία και πρέπει η Ολομέλεια να συμφωνήσει με αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Με το άρθρο 22 του νομοσχεδίου και τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 11 και 68 του Πτωχ. Κ. (Ν.3583/07) επιδιώκεται η ελάφρυνση των Ειρηνοδικών και των γραμματέων, ιδίως μετά την αύξηση της καθ' ύλην αρμοδιότητάς τους, την συγχώνευση πολλών εξ αυτών και τη μεταφορά σ' αυτά των συναινετικών προσημειώσεων, ώστε η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, η αποσφράγισή της (μετά άδεια του Ειρηνοδίκη), η απογραφή της και η εκτίμηση της γίνεται πλέον με την επιμέλεια του συνδίκου. Η Ολομέλεια για τους πιο πάνω λόγους πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
          1) Με το άρθρο 23 του νομοσχεδίου με τον τίτλο «Ρυθμίσεις για την δικαστική απέλαση» προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 74 Π.Κ. και ταυτόχρονα η κατάργηση των παρ. 2-5 του άρθρου 99 Π.Κ. Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις διατηρείται η δυνατότητα επιβολής δικαστικής απέλασης μόνο μετά από καταδίκη σε ποινές κάθειρξης (και όχι και φυλάκισης όπως σήμερα) με σοβαρότερη συνέπεια και διαφοροποίηση της δικαστικής σε σχέση με τη διοικητική απέλαση την απαγόρευση επιστροφής στην Ελλάδα για ορισμένο ή και αόριστο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου.
Η κατάργηση της δυνατότητας επιβολής απέλασης σε όσες περιπτώσεις πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 επ. Π.Κ., σε συνδυασμό με την κατάργηση της δυνατότητας ταυτόχρονης επιβολής αναστολής εκτέλεσης της ποινής και απέλασης σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 2, θεωρείται κατά την αιτιολογική έκθεση ορθότερη, σε σύγκριση με το ισχύον καθεστώς, καθώς αίρεται η αντίφαση, από τη μια πλευρά να διαπιστώνεται η επικινδυνότητα του δράστη (που αποτελεί όρο για την επιβολή της απέλασης) και από την άλλη να κρίνεται ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για την αποτροπή του δράστη από νέες αξιόποινες πράξεις (που αποτελεί όρο για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής).
Στις περιπτώσεις όπου ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 100 Π.Κ. επιτρέπεται ή/και είναι υποχρεωτική κατά το Δικαστήριο η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, η συνέχιση της κράτησης του υπό απέλαση τελούντος αλλοδαπού οδηγεί, κατά την αιτιολογική αντίθετα με όσα επιδιώκονταν, στη συμφόρηση των σωφρονιστικών καταστημάτων, αφού συχνά αποδεικνύεται αδύνατη η εκτέλεση της απέλασης και οδηγούμαστε σε ιδιαίτερα μακρόχρονες κρατήσεις. Η εισαγωγή της παρ. 5 στο άρθρο 99 Π.Κ, με την χορήγηση της δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης της απέλασης, δεν έλυσε κατά την αιτιολογική έκθεση παρά μόνο εν μέρει το πρόβλημα, καθώς η αναστολή προϋποθέτει την έκτιση της ποινής, η οποία παρατείνεται συχνά εξαιτίας της αδυναμίας καταβολής της χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, με συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη συμφόρηση των σωφρονιστικών καταστημάτων.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί, ότι η χρησιμότητα επιβολής της απέλασης υπό τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 99 παρ. 2 Π.Κ. (το οποίο εισήχθη με τον ν. 1941/1991), αλλά και εν γένει επί των πλημμελημάτων, δεν έχει κατά την αιτιολογική έκθεση πλέον ιδιαίτερη σημασία, με δεδομένη την εισαγωγή και την ευρεία εφαρμογή του θεσμού της διοικητικής απέλασης και της κράτησης προς το σκοπό αυτό με τον ν. 1975/1991 και τους επιγενόμενους αυτού ν. 2910/2001 και ήδη ισχύοντα ν. 3386/2005, σε συνδυασμό με τον ν. 3907/2011. Ήδη η εφαρμογή της διοικητικής απέλασης καλύπτει το σύνολο των περιπτώσεων όπου κρίνεται αναγκαία η επιβολή απέλασης, έτσι ώστε η δικαστική απέλαση να προξενεί υπέρμετρα προβλήματα, ιδίως στις ολοένα και συχνότερες περιπτώσεις ανέφικτης εκτέλεσης αυτής.
Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 23 του νομοσχεδίου προτείνεται η αντικατάσταση της παραγ. 3 του άρθ. 74 του Π.Κ. και η επιβολή συγκεκριμένου χρονικού ορίου διάρκειας της απαγόρευσης επιστροφής του αλλοδαπού στη χώρα δέκα (10) ετών που συνεπάγεται η απέλασή του, προκειμένου να αίρονται οι συνέπειες και να χορηγείται η δυνατότητα επιστροφής στη χώρα χωρίς περαιτέρω διαδικασία μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος από την εκτέλεση της απέλασης και υπό την προϋπόθεση ότι ο αλλοδαπός έχει παραμείνει κατά το διάστημα αυτό στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, όμως, διατηρείται η δυνατότητα επιβολής απέλασης αόριστης διάρκειας, κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου.
Καθόσον αφορά στην άδεια επιστροφής στη χώρα, αυτή δίνεται πλέον κατόπιν απόφασης δικαστικού και όχι διοικητικού οργάνου, έτσι ώστε να μην εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου η άρση των συνεπειών του μέτρου της απέλασης και έχει ως προϋπόθεση την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της απέλασης εκτός εάν ο αλλοδαπός τέλεσε γάμο με Ελληνίδα. Επίσης, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 23 του νομοσχεδίου αντικαθίσταται η παράγραφος 4 του άρθρ. 74 του Π.Κ. και ρυθμίζεται η εκτέλεση της απόφασης για απέλαση με ενέργειες των αρμοδίων αστυνομικών αρχών. Καθιερώνεται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης απέλασης με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών εάν δεν είναι δυνατόν να εκτελεστεί και προβλέπεται ανάκληση της αναστολής. Προτείνεται η εισαγωγή ανωτάτου ορίου κράτησης για την απέλαση που δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο, με επανέλεγχο ανά τρίμηνο και με δυνατότητα παράτασης ακόμα για ένα εξάμηνο, που μπορεί να παραταθεί ακόμα για εξ μήνες, όταν βέβαια αναμένεται η εκτέλεση της απέλασης. Για την παράταση της πιο πάνω κράτησης αρμόδιο είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ο δε κρατούμενος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις. Τέλος, με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 23 προστίθεται παράγραφος 2 στο άρθρ. 182 του Π.Κ. με βάση την οποία αλλοδαπός ο οποίος απελάθηκε σε εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου, σε περίπτωση που παραβιάσει την απαγόρευση επιστροφής του στη χώρα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ποινή σε καμία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο, ούτε αναστέλλεται με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τα άρθρα 99 έως 104. Η άσκηση ενδίκων μέσων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, η Ολομέλεια δεν πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 74 παρ. 3 και 99 παρ. 2 του Π.Κ. αλλά να συνεχίσει να ισχύει το καθεστώς της υποχρεωτικής απέλασης του αλλοδαπού με την καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή (κάθειρξη ή φυλάκιση), η επιστροφή στη χώρα του απελαθέντος να γίνεται με απόφαση μόνο του Υπουργού Δικαιοσύνης και για σύντομο χρονικό διάστημα, ο δε αλλοδαπός μέχρι την απέλασή του να διαμένει σε ειδικούς χώρους κράτησης διατηρουμένης της αναστολής της απέλασης όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθ. 99 παρ. 5 Π.Κ.
2) Με το άρθρο 24 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση των άρθρων 110, 308, 314, 331, 333, 361, 362, 381, 407 Π.Κ. και ειδικότερα: Η παρ. 1 του άρθρ. 110 του Π.Κ., ώστε στην περίπτωση που συζητείται στο συμβούλιο η χορήγηση ή η ανάκληση της απέλασης υπό τον όρο να μην καλείται ο κατάδικος ούτε να παρίσταται ο Εισαγγελέας. Ο κατάδικος μπορεί να υποβάλει υπόμνημα ύστερα από ειδοποίησή του από Δ/ντή της φυλακής, ενώ το συμβούλιο μπορεί να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Η ρύθμιση αυτή ακολουθεί τη γενικότερη ρύθμιση της μη εμφάνισης στο συμβούλιο του κατηγορουμένου ή του καταδίκου και για την ισότητα των μερών και του Εισαγγελέα, που έχει ακουσθεί με την υποβληθείσα πρότασή του, χωρίς ο Εισαγγελέας να ταυτίζεται εννοιολογικά με την ιδιότητα του διαδίκου.
Με την παρ. 2, χαρακτηρίζονται ως πταίσματα αξιόποινες πράξεις οι οποίες κρίθηκε ότι δεν εμφανίζουν ουσιαστικό εγκληματικό άδικο, δηλαδή οι πράξεις της ελαφράς σωματικής βλάβης, της ελαφράς σωματικής βλάβης από αμέλεια, της ελαφράς ή ευτελούς αξίας φθοράς, της εξύβρισης και της απειλής, δεύτερον της αυτοδικίας και της δυσφήμησης και τρίτον της επαιτείας, προτείνεται δε και πρέπει να συμφωνήσει η Ολομέλεια να τιμωρούνται η ελαφρά σωματική βλάβη με κράτηση μέχρι εξ (6) μηνών και οι λοιπές πράξεις με κράτηση μέχρι τριών (3) μηνών, εκτός από την πράξη της δυσφήμησης, για την οποία η ηθική της απαξία δεν δικαιολογεί την προτεινόμενη υποβάθμισή της ως προς την ποινική αξιολόγησή της. Ζήτημα θα δημιουργηθεί με τις εκκρεμείς υποθέσεις ενόψει των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 του Π.Κ., 7 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 49 παρ. 1 τελ. εδ. του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Νίκαια 2000, Λισσαβώνα 2007 και 2010), περί του οποίου στο επόμενο άρθρο 25 αλλά και με τα προκύπτοντα ζητήματα της πταισματοποίησης δηλαδή της άσκησης της ποινικής δίωξης, εάν δηλαδή θα γίνεται από το Δημόσιο Κατήγορο ή τον Εισαγγελέα ή τον Πταισματοδίκη (άρθρ. 27 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.), την καθαρογραφή αποφάσεων που τώρα έχει καταργηθεί στα πταισματοδικεία.
3) Με το άρθρο 25 του νομοσχεδίου προτείνεται η αναγωγή κακουργηματικών πράξεων σε πλημμελήματα μέσω της αύξησης των κατωτάτων ορίων της παράνομης βλάβης και του παράνομου περιουσιακού οφέλους στα οικονομικά εγκλήματα, η υπέρβαση των οποίων μετατρέπει τις πράξεις σε κακουργήματα ώστε το προβλεπόμενο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ ή πέντε εκατομμυρίων (5.000.000 δρχ.) αναπροσαρμόζεται στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) Ευρώ ή είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000 δρχ.) και το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ ή είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000 δρχ.) αναπροσαρμόζεται στο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) Ευρώ ή εκατό εκατομμυρίων (100.000.000 δρχ.). Ειδικότερα στην προτεινόμενη δεύτερη ρύθμιση υπάγονται τα αδικήματα: α) της δωροδοκίας σχετικά με εκλογή ή ψηφοφορία (άρθρ. 159 παρ. 1 και 3 του Π.Κ.), β) της πλαστογραφίας (άρθρ. 216 παρ. 3 του Π.Κ.), γ) της παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου άρθρ. 235 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 4α του Ν. 3943/2011, δ) της ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου (άρθρ. 236 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008), ε) της δωροδοκίας δικαστή (άρθρ. 237 παρ. 2 και παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 3666/2008), στ) της ψευδούς βεβαίωσης από υπάλληλο (άρθρ. 242 παρ. 3 του Π.Κ.), ζ) της απιστίας υπαλλήλου (άρθρ. 256 του Π.Κ.), η) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρ. 258 του Π.Κ.), θ) της παράνομης πρόσβασης σε δίκτυα παροχής υπηρεσιών (κυρίως οι γνωστές υποκλοπές) (άρθρ. 292 Α του Π.Κ.), ι) της διακεκριμένης κλοπής (άρθρ. 374 περ. ε του Π.Κ.), ια) της διακεκριμένης υπεξαίρεσης, ιβ) της διακεκριμένης υπεξαίρεσης από εντολοδόχο κ.λπ. (άρθρ. 375 παρ. 1 και 2), ιγ) της διακεκριμένης απάτης (άρθρ. 386 παρ. 3 του Π.Κ.). Με την αιτιολογική έκθεση προβάλλεται για τη συγκεκριμένη τροποποίηση: 1) η προσπάθεια ποινικού εξορθολογισμού, αφού με τα ισχύοντα όρια των 73.000 Ευρώ παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και 2) η ελάφρυνση της κύριας ανάκρισης.
Εξ άλλου στην προτεινόμενη πρώτη ρύθμιση υπάγονται τα αδικήματα: α) της πλαστογραφίας (άρθρ. 216 παρ. 3 του Π.Κ.), β)της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία (άρθρ. 256 του Π.Κ.), γ)της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρ. 258 του Π.Κ.), δ) της απάτης (άρθρ. 386 παρ. 3 του Π.Κ.) και ε) της κοινής απιστίας (άρθρ. 390 του Π.Κ.). Η προτεινόμενη τροποποίηση, όπως και η προηγούμενη της αναγωγής αντίστοιχα κακουργηματικών πράξεων σε πλημμελήματα και πλημμεληματικών σε πταίσματα δημιουργεί πρόβλημα διαχρονικού δικαίου για τις εκκρεμείς υποθέσεις. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρ. 2 παρ. 1 του Π.Κ. αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που παρέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, ενώ κατά τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της. Κατά δε τη διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος, έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης. Ποτέ δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης. Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και νομολογία (Α.Π. 77/2006, 1033/1998, 2452/1997, 704/1997, 1053/1997 και 452/1999), αλλά και προτείνεται σε μεταβατική διάταξη του νομοσχεδίου η διάταξη του άρθρ. 2 του Π.Κ. δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ, ούτε αποτελεί εμπόδιο στο νομοθέτη στο να ορίσει ότι ο επιεικέστερος ποινικός νόμος θα ισχύει για το μέλλον και όχι και για το παρελθόν, αφού παρόμοιος περιορισμός δεν απορρέει σαφώς ούτε από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Όμως το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. γ΄ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο δεν διαλαμβάνεται στις πιο πάνω αποφάσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ορίζει ότι εάν μετά την τέλεση του αδικήματος προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή, ώστε η προτεινόμενη νομοθετική μεταβολή με την εφαρμογή της προαναφερθείσας τελευταίας διάταξης θα οδηγήσει σε παραγραφή των πράξεων με τον υποβιβασμό τους από κακουργήματα σε πλημμελήματα και αντίστοιχα από πλημμελήματα σε πταίσματα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ενώπιον των ανακριτικών Γραφείων του Πρωτοδικείου Αθηνών εκκρεμούν πλείστες όσες κακουργηματικές πράξεις από τις προαναφερθείσες με χρόνο τέλεσης από το 2000 και μετά. Ενόψει όλων αυτών και του βαθμού ηθικής απαξίας των κακουργηματικών πράξεων των οποίων η παράνομη βλάβη και το παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν ήδη το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ, εισηγούμαι να μη συμφωνήσει η Ολομέλεια στην προτεινόμενη τροποποίηση για τις ήδη προβλεπόμενες κακουργηματικές πράξεις, ώστε να αναχθούν σε πλημμεληματικές πράξεις όλες οι πιο πάνω πράξεις και μέχρι του ποσού των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) Ευρώ ως προς την παράνομη βλάβη και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε με αυτές. Για τους ίδιους δε λόγους εισηγούμαι ώστε η Ολομέλεια να μη συμφωνήσει και ως προς την προτεινόμενη τροποποίηση της άλλης κατηγορίας κακουργηματικών πράξεων των οποίων η παράνομη βλάβη και το παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ, πλην των πράξεων της υπεξαίρεσης (του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρ. 216 του Π.Κ.) και της απάτης (της παρ. 3 του άρθρ. 386 του Π.Κ.), για τις οποίες εισηγούμαι, όπως το προβλεπόμενο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ να αναπροσαρμοσθεί στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

1)Με το άρθρο 26 του νομοσχεδίου παρ. 1 προτείνεται η τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 16 του Κ.Π.Δ., ώστε εάν η εξαίρεση Δικαστή πολυμελούς δικαστηρίου αφορά περισσότερα από ένα των μελών του (και όχι αναγκαία όλων, όπως μέχρι τώρα) να υποβάλλεται η αίτηση πριν από οκτώ (8) ημέρες από την προσδιορισθείσα δικάσιμο.
Με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρ. 16 του Κ.Π.Δ. ώστε να μην επιτρέπεται η υποβολή αίτησης χωριστής για άλλους λόγους, εκτός και αν έγιναν γνωστοί ή ανέκυψαν μεταγενέστερα. Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται το άρθρο 17 του Κ.Π.Δ. και ορίζεται πλέον ρητά ότι εάν η αίτηση είναι απαράδεκτη απορρίπτεται από το δικαστήριο ή το συμβούλιο με την ίδια σύνθεση με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και με αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρ. 20 του Κ.Π.Δ. ορίζεται για τρίτη φορά ότι εάν ζητείται η εξαίρεση ενόρκου αρμόδιο είναι το Δικαστήριο των συνέδρων (Συμπληρωματική διάταξη προς εκείνη του άρθρ. 396 Κ.Π.Δ. με την οποία ο κατηγορούμενος αναιτιολόγητα έχει δικαίωμα να εξαιρέσει μέχρι δύο (2) ενόρκους). Η Ολομέλεια πρέπει να αποφανθεί θετικά για όλες τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, αλλά και για τη μη προτεινόμενη της διάταξης του άρθρ. 21, η οποία ως προς την προβλεπόμενη χρηματική ποινή επί ψευδούς αιτήσεως, πρέπει να αναπροσαρμοσθεί ως προς το ανώτατο όριό της σε πεντακόσια (500) Ευρώ. Τέλος, με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου προτείνεται η τροποποίηση του άρθ. 23 του Κ.Π.Δ. προς την οποία πρέπει να συμφωνήσει η Ολομέλεια, ότι οι λόγοι αποχής ή ευπρέπειας που προβάλλονται από Δικαστή πρέπει να στηρίζονται σε συγκεκριμένα περιστατικά, όχι όμως και για τον πειθαρχικό έλεγχο του Δικαστή που υποβάλλει τη δήλωση αποχής.
2) Με το άρθρο 27 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση του άρθ. 43 του Κ.Π.Δ., ώστε: α) Καταργείται η υποχρεωτικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης στα πλημμελήματα. β) Ανώνυμες καταγγελίες τίθενται αμέσως στο αρχείο. Διατηρείται το δικαίωμα του εισαγγελέα να διατάξει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκαταρκτική εξέταση. γ) Ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο εάν γίνει επίκληση ή αναφέρονται νέα περιστατικά.
3) Με το άρθ. 28 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση του άρθ. 46 του Κ.Π.Δ. ώστε: α) Ο μηνυτής στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ πλην των αδικημάτων κατά της γεννετήσιας ελευθερίας, οικονομικής εκμετάλλευσης της γεννετήσιας ζωής και ενδοοικογενειακής βίας. Σε περίπτωση μη κατάθεσης του παραβόλου η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, με την οποία η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη κατάθεσης παραβόλου, δεν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής ενώπιον του εισαγγελέα εφετών.
β) Ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτήν. Οι καταθέσεις μαρτύρων υποβάλλονται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθού στρέφεται η έγκληση. Έτσι επιτυγχάνεται, από τη μία πληρέστερη επεξεργασία της υπόθεσης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και από την άλλη αποφεύγονται περιττές, εκ των πραγμάτων, διαδικαστικές πράξεις και εξοικονομείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος, χωρίς βλάβη των δικαιωμάτων των διαδίκων.
γ) Ο εισαγγελέας δύναται να απορρίψει την έγκληση με πράξη του η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία αν πρόκειται για πλημμέλημα, με διάταξη δε, με συνοπτική ομοίως αιτιολογία, αν πρόκειται για κακούργημα. Η διάταξη δεν επιδίδεται στον εγκαλούντα, ενώ αυτός οφείλει να μεριμνά και έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της πράξης, η οποία κοινοποιείται πάντα στον Εισαγγελέα Εφετών. Κατά της διάταξης, μόνον, του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ο εγκαλών μπορεί να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών σε τρεις μήνες από την έκδοση της πράξης μόνο στο Γραμματέα της Εισαγγελίας που εξέδωσε την πράξη. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων (200) ευρώ. Σε περίπτωση μη κατάθεσης του παραβόλου η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Αν η προσφυγή γίνει δεκτή στα μεν κακουργήματα παραγγέλεται προκαταρκτική εάν δεν έχει διενεργηθεί άλλως η άσκηση ποινικής δίωξης.
4. Με το άρθρο 29 του νομοσχεδίου θεσπίζεται Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων για συγκεκριμένα κακουργήματα που δεν επιφέρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης. Παραμένει ο δεύτερος βαθμός εκδίκασής των ενώπιον τριμελούς σύνθεσης. Με τις σχετικές διατάξεις δεν θίγεται καθόλου η αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Το Μονομελές Εφετείο δικάζει ευχερώς αποδείξιμα κακουργήματα, όπως υποθέσεις ναρκωτικών, διακεκριμένες κλοπές, ληστείες, του νόμου περί αλλοδαπών, του νόμου περί λαθρεμπορίας, του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών και του νόμου περί αθλητικής βίας. Εκτός αν κατ’ αυτών απειλείται στο νόμο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, οπότε παραμένουν και δικάζονται από το τριμελές εφετείο.
Τα μονομελή εφετεία κακουργημάτων θα δικάζουν:
α) Τα κακουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 308 Α του ΚΠΔ. Δηλαδή τα κακουργήματα που σήμερα εισάγονται προς εκδίκαση με απευθείας κλήση, με σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα και προέδρου εφετών και είναι: i) του Ν. 2168/1993 περί όπλων, ii) τα φορολογικά αδικήματα του Ν. 2523/1997, iii) του Ν. 2960/1993 “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας”, iν) του Ν. 3386/2005 περί αλλοδαπών, ν) του Ν. 3459/2006 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, vi) του εμπρησμού δασών (άρθρο 265 ΠΚ), vii) της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ) και viii) της ληστείας (380 ΠΚ),
β) Τα κακουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 308 Β του ΚΠΔ, εφόσον γι' αυτά έχει κινηθεί η διαδικασία ποινικής συνδιαλλαγής και έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής,
γ) Τα κακουργήματα των άρθρων 114 Ν. 1892/1990 (ανοικοδόμηση σε δασικές εκτάσεις), 66 Ν. 2121/1993 (προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας) και 52 Ν. 4002/2011 (περί παιγνίων) και
δ) Τα κακουργήματα των νόμων 2725/1999 (περί αθλητισμού) και 3028/2002 (προστασία αρχαιοτήτων).
Τέλος, ορίζεται ότι οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών εφετείων θα εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό από τα τριμελή εφετεία. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 27, 28 και 29 του νομοσχεδίου, γιατί συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης αλλά το παράβολο για τον προσφεύγοντα πρέπει να οριστεί σε διακόσια (200) ευρώ και οι προεδρεύοντες να είναι με επιλογή στα Μονομελή Εφετεία.
5) Με το άρθρο 30 του νομοσχεδίου τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 243 και 248 του Κ.Π.Δ. ώστε:
α) Προβλέπεται ότι ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται από τον εισαγγελέα είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία του δόθηκε η παραγγελία και καλεί ενώπιόν του τους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του ανακριτικού υπαλλήλου. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται το εξαιρετικά δαπανηρό σε χρόνο και κόπο φαινόμενο της περιφοράς της δικογραφίας για προανακριτικές πράξεις. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο κατά τα άνω ανακριτικός υπάλληλος αναθέτει την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγέλοντα εισαγγελέα. Το κίνητρο της παραπάνω ρύθμισης είναι το ίδιο, όπως και της προηγούμενης ρύθμισης. Τα εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως προς τις δύο προηγούμενες ρυθμίσεις ότι ανήκουν σε μία Εφετειακή περιφέρεια.
β) Με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 3, ο ανακριτής δεν επαναλαμβάνει τις ανακριτικές πράξεις που έχουν ήδη γίνει κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της προανάκρισης. Μόνο όταν οι πράξεις δεν έγιναν νομότυπα ή όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρειάζονται όχι απλώς συμπλήρωση αλλά ειδική συμπλήρωση επαναλαμβάνει αυτές με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα (το τελευταίο όμως εδάφιο πρέπει να απαλειφθεί γιατί αντιστρατεύεται την ανεξαρτησία του ανακριτή).
Με την παρ. 5 του άρθ. 30 προτείνεται η αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθ. 250 του Κ.Π.Δ. με τον τίτλο «εξουσία ανακριτή» με τη συμπλήρωση του κειμένου της ισχύουσας διάταξης για την έκταση της εισαγγελικής παραγγελίας «in rem» με την φράση «ότι ο ανακριτής δεν έχει δικαίωμα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης». Η ισχύουσα διάταξη του άρθ. 250 του Κ.Π.Δ. καλύπτει επαρκώς το αντίστοιχο ζήτημα και δεν κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωσή της με τις αόριστες έννοιες «συρρίκνωσης» ή «διεύρυνσης» της ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις εκτός από τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις.
6) Με το άρθρο 31 του νομοσχεδίου τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 282 και 283 του Κ.Π.Δ. και ορίζεται: α) με την παρ. 1 ότι εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων απ' αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. (Με την ισχύουσα διάταξη του άρθ. 282 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. η διάπραξη παρόμοιων εγκλημάτων έπρεπε να προκύπτει από προηγούμενης αμετάκλητης καταδίκης για παρόμοιες πράξεις) και β) με την παρ. 2 ότι σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα για την προσωπική κράτηση, αποφαίνεται την ίδια ημέρα, που απολογήθηκε ο κατηγορούμενος, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, το οποίο συνεδριάζει, αμέσως, ως συμβούλιο και αποφασίζει αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα και των διαδίκων. Μέχρι την έκδοση της απόφασης ο κατηγορούμενος κρατείται δυνάμει εντάλματος σύλληψης που ο ανακριτής εκδίδει αμέσως μετά τη διαφωνία και ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.
7) Με το άρθρο 32 του νομοσχεδίου για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον των συμβουλίων του εισαγγελέα και των διαδίκων προτείνονται τα εξής:
α) Καταργείται η ενώπιον του συμβουλίου εμφάνιση του εισαγγελέα και των διαδίκων, όταν τούτο κρίνει την ουσία της κατηγορίας. Σε αυτήν την περίπτωση (κρίση επί της ουσίας της κατηγορίας, προκειμένου να αποφασισθεί εάν θα παραπεμφθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος) εφόσον το συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων (κατά τη διάταξη του νομοσχεδίου) αλλά και του Εισαγγελέα ως προς τον οποίο πρέπει να συμπληρωθεί η προτεινόμενη τροποποίηση αφού δεν υπάγεται στην έννοια του διαδίκου.
β) Στην περίπτωση που το συμβούλιο καλείται να αποφασίσει για την εξακολούθηση ή την παράταση της προσωρινής κράτησης ή την υφ' όρον απόλυση καταδίκου, ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα, αφού ειδοποιηθεί από τον γραμματέα του συμβουλίου και έχει λάβει και γνώση της πρότασης του εισαγγελέα, να διατυπώσει τις απόψεις του με έγγραφο υπόμνημα, μέσα σε προθεσμία που καθορίζει ο πρόεδρος του συμβουλίου. Το συμβούλιο διατηρεί πάντως τη δυνατότητα να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του κατηγορουμένου (και όπως κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωση) και του Εισαγγελέα.
γ) Τα βουλεύματα και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά όπου τούτο ρητά προβλέπεται.
δ) Στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου ως συμβούλιο επί αιτήσεων εξαίρεσης δεν καλούνται ούτε ακούγονται ο Εισαγγελέας, οι διάδικοι και ο αιτών την εξαίρεση τόσο επί του παραδεκτού όσο και επί της ουσίας.
8) Με το άρθρο 33 του νομοσχεδίου: α) Με την παράγραφο 1 του άρθρου προτείνεται αναπροσαρμογή του ποσού των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 111 ΚΠΔ και αφορά τα εγκλήματα του άρθρου 111 του ΚΠΔ. Με μεταβατική διάταξη ρυθμίζεται η τύχη των εκκρεμών υποθέσεων. Με βάση τις σκέψεις που εκτίθενται και στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του άρθ. 25 του νομοσχεδίου δεν κρίνεται αναγκαία η υπαγωγή των συγκεκριμένων κακουργημάτων του άρθ. 111 του Κ.Π.Δ. στα μικτά ορκωτά δικαστήρια κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, με την αναπροσαρμογή του ποσού του επιδιωχθέντος οφέλους ή της προξενηθείσας ζημίας από το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) Ευρώ στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) Ευρώ. Και εισηγούμαι προς την Ολομέλεια να μη συμφωνήσει με αυτές, αφού μόνη η υπαγωγή τους στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και για όσα υπερβαίνουν το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) Ευρώ και μέχρι του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) Ευρώ δεν θα οδηγήσει στην δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης από άποψη ταχύτητας και αποσυμφόρησης των δικαστηρίων.
Με τις παρ. 2 και 8 του άρθρου και προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση και βεβαίωση των χρηματικών ποινών, ορίζεται ότι στις εκθέσεις απολογίας και άσκησης ενδίκων μέσων αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και η αρμόδια ΔΟΥ του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση που δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό. Τα αυτά εισηγούμαι να εφαρμόζονται και στις κατατιθέμενες εγκλήσεις όπως και στις εκθέσεις εξέτασης μάρτυρα ώστε να διευκολύνεται η βεβαίωση και είσπραξη των ποινών λιπομαρτυρίας (άρθρ. 151 Κ.Π.Δ.), όπως και στα αποσπάσματα για εκτέλεση να αναφέρεται ο Α.Φ.Μ. του καθ’ ου η εκτέλεση.
Με την παρ. 3 ορίζεται ότι ο ασκών προσφυγή κατά κλητηρίου θεσπίσματος υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) Ευρώ. Σε περίπτωση μη κατάθεσης του παραβόλου η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Με την παράγραφο 4 εισάγεται ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την υπεράσπισή του από τον διορισμένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν άλλον συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς διορισμό συνηγόρου. Αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες εκδίκασης της υπόθεσης και επειδή η συνεχής άρνηση του κατηγορουμένου να αποδεχθεί τον διορισμένο από το δικαστήριο συνήγορο, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην παράλυση της διαδικασίας στο ακροατήριο και τελικά στη ματαίωση της εκδίκασης της υπόθεσης.
Για να διευκολυνθεί η διαδικασία, στους μεγάλους κυρίως δικαστικούς σχηματισμούς, με την ίδια παράγραφο ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος που κρατείται, υποχρεούται δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση να ειδοποιήσει, δια του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, τον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο θα γίνει η δίκη για κακούργημα ότι δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο κατηγορούμενος που δεν κρατείται. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεση του τη δικογραφία. Με τον τρόπο αυτό επέρχεται ταχύτητα και διευκόλυνση της εκδίκασης των κακουργημάτων, αφού ο κατηγορούμενος που δεν έχει συνήγορο, θα έχει ειδοποιήσει εγκαίρως από τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος θα του διορίσει συνήγορο από τον σχετικό πίνακα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη οι ενέργειες αυτές να γίνονται στην επ' ακροατηρίω διαδικασία με ότι αυτό συνεπάγεται για την αργοπορία εκδίκασης της σχετικής υπόθεσης. Ορίζεται ακόμη ότι οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης οφείλουν να γνωστοποιούν στους κρατούμενους αυτή την υποχρέωση.
Με τις παραγράφους 5 και 6, επιχειρείται η αναμόρφωση του άρθρου 349 ΚΠΔ σε σχέση με τις αναβολές και ορίζεται ότι: α) (για την παρ. 5) Η αναβολή που χορηγείται κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 349 γίνεται σε δικάσιμο στην οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής που προήδρευε του δικαστηρίου που χορήγησε την αναβολή (Δεν διευκρινίζεται στο νομοσχέδιο με ποιο τρόπο θα εξασφαλισθούν οι ιδιαίτερες δικάσιμοι αναβολών ενόψει των κληρώσεων των ποινικών υποθέσεων και εισηγούμαι να προσδιορίζονται από την Ολομέλεια) του οικείου Δικαστηρίου. Οι δικάσιμοι αυτοί είναι ιδιαίτερες και απαγορεύεται να προσδιορισθούν σε αυτές άλλες υποθέσεις. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν αναφέρονται στις μονομελείς συνθέσεις του πρώτου βαθμού. β) (για την παρ. 6) Εάν ο λόγος της αναβολής αναφανεί πριν από την δικάσιμο, ο διάδικος ή ο συνήγορός του υποχρεούται, με ποινή το απαράδεκτο της προβολής του λόγου αυτού ενώπιον του επ’ ακροατηρίω συνεδριάζοντος δικαστηρίου, να γνωστοποιήσει αυτόν εγγράφως στον αρμόδιο εισαγγελέα, μαζί με τα έγγραφα που τον αποδεικνύουν. Για την αναβολή αποφασίζει το δικαστήριο σε συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα χωρίς την παρουσία διαδίκων, προκειμένου δε για δίκη ενώπιον των μικτών ορκωτών δικαστηρίων το συμβούλιο των εφετών. Το δικαστήριο που αποφασίζει για την αναβολή συνέρχεται σε συμβούλιο, χωρίς απαραιτήτως με την ίδια σύνθεση. Ο γραμματέας της αρμόδιας εισαγγελίας ενημερώνει τους μάρτυρες και τους διαδίκους για τη νέα δικάσιμο.
Στην πράξη, συμβαίνει συχνά το μικτό ορκωτό δικαστήριο να καταδικάζει τον κατηγορούμενο όχι για το κακούργημα το οποίο εισήχθη σε αυτό, αλλά με μεταβολή κατηγορίας, για πλημμέλημα (λ.χ. για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης αντί για την εισαχθείσα απόπειρα ανθρωποκτονίας ή για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας αντί για την εισαχθείσα απόπειρα βιασμού). Όταν η απόφαση είναι εκκλητή (βλ. άρθρο 489 περ. στ' ΚΠΔ) και ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατ' αυτής, η υπόθεση οδηγείται προς εκδίκαση ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου. Επειδή δεν είναι δικονομικά ορθό να εκδικάζεται ένα απλό πλημμέλημα (όπως τα παραπάνω, ή, όπως έχει τύχει στη δικαστηριακή πρακτική, αυτό της απειλής) από το ΜΟΕ, πρέπει να εκδικάζεται μόνον από τους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, το οποίο αποτελεί αυτοτελές ιδιαίτερο δικαστήριο. Η ρύθμιση αυτή θα συντείνει στην επιτάχυνση εκδίκασης υποθέσεων.
Τέλος, με την παρ. 9, αυξάνεται το όριο του εκκλητού κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου από 20 σε 40 ημέρες και το πρόστιμο από πεντακόσια (500) σε χίλια (1000) Ευρώ και το όριο του εκκλητού κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου από χίλια (1.000) σε δύο χιλιάδες (2.000) Ευρώ και του Τριμελούς από χίλια πεντακόσια (1.500) σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις υπό την επιφύλαξη ότι το παράβολο της προσφυγής πρέπει να οριστεί σε διακόσια (200) Ευρώ και ότι δεν ενδείκνυται η τροποποίηση της παρ. 6 του άρθ. 349.
9) Με το άρθρο 34 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων 409 και 410 του ΚΠΔ, εισάγεται ρύθμιση με την οποία, σε περίπτωση αυτόφωρου πταίσματος επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη. Με την ίδια διάταξη ορίζεται: Ότι αυτός που έχει συλληφθεί οδηγείται αμέσως στο δημόσιο κατήγορο και στο πταισματοδικείο του τόπου όπου συνελήφθη, αν υπάρχει πταισματοδικείο που συνεδριάζει εκείνη την ώρα ή μπορεί να συνεδριάσει αμέσως, και εισάγεται σε δίκη με τη διαδικασία που ορίζουν τα άρθρα 411 έως 413 ΚΠΔ ή ότι είναι δυνατή η άμεση προσαγωγή του συλληφθέντος στο πλησιέστερο αστυνομικό κατάστημα όπου εξετάζεται η ταυτότητα του και αφήνεται ελεύθερος. Η παραπάνω πρώτη δυνατότητα, η οποία αποτελεί τον κανόνα, συνδυάζεται με τα οριζόμενα στο άρθρο 411 ΚΠΔ, που με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ότι «το πταισματοδικείο μπορεί να συνεδριάζει οποιαδήποτε ημέρα και ώρα είτε στο ακροατήριο τον ή σε άλλον τόπο» και μάλιστα «στις πόλεις όπου υπάρχουν διορισμένοι περισσότεροι πταισματοδίκες [μπορεί να ορισθεί ότι] θα συνεδριάζει μόνιμα ημέρα και νύχτα ή κάθε ημέρα κα ορισμένες νυχτερινές ώρες». Η δεύτερη δυνατότητα, που είναι επικουρική της πρώτης, έχει να κάνει με την άμεση προσαγωγή του συλληφθέντος στο πλησιέστερο αστυνομικό κατάστημα, όπου εξετάζεται αμέσως και συντάσσεται έκθεση και αφού βεβαιωθεί η ταυτότητά του αφήνεται ελεύθερος. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.
10) Με το άρθρο 35 του νομοσχεδίου κρίνεται σκόπιμο όπως ο εισαγγελέας προβαίνει με πράξη του στον καθορισμό συνολικής ποινής και όχι το δικαστήριο. Κατά της πράξης αυτής δίνεται η δυνατότητα στον αιτούντα καταδικασμένο να προσφύγει στο αντίστοιχο αρμόδιο δικαστήριο, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών, από την με οποιοδήποτε τρόπο κοινοποίηση της πράξης σε αυτόν. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη και εισάγεται αμέσως στο δικαστήριο. Δεν κρίνεται αναγκαία η προκειμένη διαδικασία αφού αφορά δικανική κρίση με την έννοια της απόφασης που πρέπει να εκδίδεται απευθείας από το αρμόδιο δικαστήριο στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 551 του Κ.Π.Δ. και η Ολομέλεια εισηγούμαι να μη συμφωνήσει με τη προτεινόμενη τροποποίηση. Κατά της απόφασης αυτού επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα, όπως άλλωστε προβλέπεται και στο ισχύον άρθρο 551 ΚΠΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΙΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
1) Με το άρθρο 36 του νομοσχεδίου προτείνεται: Με την παρ. 1. το προβλεπόμενο στις διατάξεις: α) της παραγράφου 2 του άρθρου τρίτου του ν. 2803/2000 (Α'48), β) της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 (Α'48), γ) της παραγράφου 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 2656/1998 (Α' 265), δ) της παραγράφου 2 του άρθρου πέμπτου του ν. 3560/2007 (Α' 103), ε) του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α' 75), ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρμόζεται στο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
Με την παρ. 2. το προβλεπόμενο στη διάταξη της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 (Α'48) ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αναπροσαρμόζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ και με την παρ. 3. Το προβλεπόμενο στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 (Α΄ 301) ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αναπροσαρμόζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.
Πρόκειται για διατάξεις πλημμελειοποίησης κακουργημα­τικών πράξεων που προβλέπονται από ειδικούς ποινικούς νόμους μέσω της αύξησης του ποσού της προκληθείσας ζημίας ή του επιδιωχθέντος οφέλους που θα οδηγήσουν στην παραγραφή τους, για τις οποίες δεν κρίνεται ότι θα συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και εισηγούμαι στην Ολομέλεια να μη συμφωνήσει με αυτές.
2) Με το άρθρο 37 του νομοσχεδίου προτείνεται η ρύθμιση για τους νόμους 2960/2001 και 4002/2011 και τροποποίηση του π.δ. 106/2007 και της Υγειονομικής διάταξης Α5/3010/1985 ως εξής:
1.       Αρµόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των κακουργηµάτων που προβλέπονται: α) στο ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄265) και β) στο άρθρο 52 του ν. 4002/2011 (Α΄180) είναι το µονοµελές εφετείο.
2.       Στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 21 του π.δ. 106/2007 (Α΄135) η φράση «στον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατ' εφαρµογή των άρθρων 74 παρ. 3 και 99 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα» αντικαθίσταται από την φράση «στο συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 74 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα».
3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του π.δ. 106/2007 (Α΄135) η φράση «εφαρµόζονται τα άρθρα 74 παρ. 3 και 99 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα», αντικαθίσταται από την φράση «εφαρµόζεται το άρθρο 74 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα».
4. Το άρθρο 10 της Υγειονοµικής διάταξης Α5/3010/1985 (Β΄ 593/1985, διόρθωση σφαλµάτων: Β΄ 4/1986) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι παραβάτες της παρούσας Υγειονοµικής διάταξης τιµωρούνται µε φυλάκιση µέχρι ένα (1) έτος και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν ο δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 418 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας».
5. Το άρθρο 11 της Υγειονοµικής διάταξης Α5/3010/1985 (Β΄ 593/1985, διόρθωση σφαλµάτων: Β΄ 4/1986) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εκτέλεση της παρούσας Υγειονοµικής διάταξης ανατίθεται στα αρµόδια υγειονοµικά και αστυνοµικά όργανα σε όλη την επικράτεια».
Με τις παραγράφους 4 και 5 επαναφέρεται ως πλημμέλημα η παράβαση της Υγειονομικής διάταξης Α5/3010/1985 για την ηχορύπανση από τα κέντρα διασκεδάσεως, επειδή κρίνεται ότι το φαινόμενο αυτό έχει λάβει πού οχληρές διαστάσεις τον τελευταίο καιρό και η εκτέλεση αυτής ανατίθεται στα αρμόδια υγειονομικά και αστυνομικά όργανα σε όλη την επικράτεια. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις.
3) Με το άρθρο 38 του νομοσχεδίου σκοπείται, σε συνέχεια της ρύθμισης του άρθρου 31 του ν. 3904/2011, η περαιτέρω μείωση της δικαστηριακής ύλης των πλημμελειοδικείων και η αποσυμφόρησή τους από εκκρεμείς υποθέσεις ήσσονος ή και μηδενικής ποινικής απαξίας, αφενός με την μετατροπή διαφόρων πλημμελημάτων διαφόρων ποινικών νόμων σε πταίσματα και αφετέρου με την πλήρη κατάργησή τους και την αποποινικοποίηση των σχετικών παραβατικών συμπεριφορών. Ειδικότερα:
1. Τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών ή µε πρόστιµο µέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ:
α) Η παράβαση των άρθρων 25 του ν. 2224/1994, 17 του ν. 2639/1998, 72 του ν. 3850/2010 και 1 του α.ν. 501/1937, καθώς και όλων των βασιλικών ή προεδρικών διαταγµάτων και των υπουργικών αποφάσεων που ερείδονται ως προς την ποινική κύρωση στις ανωτέρω διατάξεις.
β) Η παράβαση του άρθρου 42 παρ. 7 του ν. 1892/1990.
γ) Η παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 3526/2007.
δ) Η παράβαση του άρθρου 10 του ν. 2946/2001.
ε) Η παράβαση των άρθρων 9 και 10 του ν. 392/1976.
στ΄) Η παράβαση του άρθρου 19 του α.ν. 412/1936.
ζ) Η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 17 του α.ν. 431/1937, 11 του α.ν.
1108/1938 και 25 του ν. δ. 3430/1955.
η) Η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 22 του π.δ. 778/1980, 117 του π.δ.
1073/1981 και 9 του ν. 1396/1983.
θ) Η παράβαση του άρθρου 10 του ν. 2853/1922.
ι) Η παράβαση του άρθρου 3 του α.ν. 439/1945.
ια) Η παράβαση του άρθρου 3 παρ. 2-1του ν.δ. 608/1948.
2. Αυξάνεται στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ το προβλεπόµενο από τις διατάξεις των άρθρων 268 του ν.δ. 86/1969, 37, 38 και 39 του ν. 3585/2007 όριο, µέχρι του οποίου τα αντίστοιχα αδικήµατα τιµωρούνται σε βαθµό πταίσµατος. Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με την προτεινόμενη τροποποίηση.
4) Με το άρθρο 39 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση του ν. 3386/2005 ως εξής:
1. Η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 5 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), αντικαθίσταται, ως εξής:
«5. Όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό έδαφος ή την έξοδο από αυτό υπηκόου τρίτης χώρας, χωρίς να έχει υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 5, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε διευκολυνθέν πρόσωπο. Αν ο δράστης ενήργησε εκ κερδοσκοπίας ή κατ’ επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή αν το έγκληµα τελέστηκε από δύο ή περισσότερους επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε πρόσωπο του οποίου διευκολύνεται η παράνοµη είσοδος ή έξοδος από τη χώρα».
2. Η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 48 παρ. 4 του ν. 3772/2009 (Α΄112), αντικαθίσταται, ως εξής:
«1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού µέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους µεταφορικού µέσου που µεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωµα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη µεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα για απόκρυψη τιµωρούνται:
α. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο.
β. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο, αν η µεταφορά ενεργείται κατ’ επάγγελµα ή αν ο υπαίτιος είναι δηµόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας.
γ. Με κάθειρξη και χρηµατική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο.
δ. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση γ΄ επήλθε θάνατος».
3. Στο ν. 3386/2005 (Α΄ 212), µετά το άρθρο 88, προστίθεται άρθρο µε αριθµό «88 Α» ως εξής:
«Άρθρο 88 Α.- ΔΙΚΟΝΟΜΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. 1. Αν ο δράστης των πληµµεληµάτων που προβλέπονται στα άρθρα 87 και 88 έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 418 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.
2. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να εισαγάγει την υπόθεση αµέσως χωρίς έγγραφη προδικασία στο ακροατήριο του αρµοδίου δικαστηρίου και απαγορεύεται η απ’ αυτόν διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ο προσδιορισµός της υπόθεσης σε ρητή δικάσιµο.
3. Σε περίπτωση που ο κατηγορούµενος ασκεί το δικαίωµα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, το δικαστήριο διατηρεί την κράτηση αυτού.
4. Η συζήτηση της υπόθεσης ολοκληρώνεται σε µία µόνο δικάσιµο και δεν επιτρέπεται η αναβολή της συζήτησης για οποιοδήποτε λόγο, ούτε η παραποµπή της υπόθεσης στην τακτική διαδικασία (άρθρο 424 Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας).
5. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο για τις πράξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 87 και του άρθρου 88 του παρόντος νόµου, δεν µετατρέπεται σε χρηµατική ποινή σε καµία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο, ούτε τυγχάνουν εφαρµογής οι διατάξεις των άρθρων 99 έως 104 του Ποινικού Κώδικα.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 253 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εφαρµόζονται αναλόγως και για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος νόµου».
4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 83, καθώς και στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 87 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τους δράστες των άνω πράξεων, εφόσον κινείται κατ’ αυτών η κατά το άρθρο 76 διαδικασία διοικητικής απέλασης, δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 417 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εκτός αν ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών, ειδοποιούµενος σχετικά από τις αστυνοµικές ή λιµενικές αρχές, κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι εφαρµογής της». Η Ολομέλεια πρέπει να συμφωνήσει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις.
          Για τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 86 επ. που αφορούν τροποποιήσεις των διατάξεων του Νόμου 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Κ.Δ.Λ.) αποφάνθηκε ήδη η Ολομέλεια με την υπ’ αριθ. 21/2011 απόφαση της 27-10-2011, στην οποία και πάλι αναφέρεται.
          Ειδικά, για τις διατάξεις που έρχονται στην Ολομέλεια για πρώτη φορά των άρθρων 91 και 94 εισηγούμαι τα ακόλουθα:
1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Δεν οφείλεται µισθός για το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως µη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων που αναφέρονται στην επόµενη παράγραφο, συζήτηση µη ικανού αριθµού υποθέσεων, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση παραδόσεως σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η µη συµµετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η µη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρµοδίως.
4. Στην περίπτωση της προηγούµενης παραγράφου ο µισθός περικόπτεται µε πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ή µε πράξη του προϊσταµένου του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Για την περικοπή του µισθού του εκκαθαριστή- δικαστικού λειτουργού, αρµόδιος είναι ο προϊστάµενος του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Η πράξη της περικοπής τίθεται στον ατοµικό φάκελο του δικαστικού λειτουργού και συνιστά δυσµενές στοιχείο για την προαγωγή του. Κατά της πράξης αυτής επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών από την επίδοσή της στον ενδιαφερόµενο δικαστικό λειτουργό, χωρίς να αναστέλλεται για οποιοδήποτε λόγο η εκτέλεσή της. Το συµβούλιο αποφαίνεται αµετάκλητα και σε περίπτωση εξαφάνισης της πράξης περικοπής αυτή δεν λαµβάνεται υπόψη για την προαγωγή».
2. Η παράγραφος 11 του άρθρου 44 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«11. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωµα να κάνει χρήση δικαστικών διακοπών ή κανονικής άδειας, εφόσον κατά την κρίση του οικείου προϊσταµένου υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης ή βουλεύµατος σε επείγουσα υπόθεση ή σε άλλη επείγουσα δικαστική ενέργεια. Αν ο δικαστικός λειτουργός καθυστερεί να παραδώσει σηµαντικό αριθµό σχεδίων αποφάσεων υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ή καθυστερεί να επεξεργασθεί τις δικογραφίες που του έχουν ανατεθεί κατά τους όρους που καθορίζει ο νόµος, ο κανονισµός ή η ολοµέλεια του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, µπορεί να υποχρεωθεί, µε πράξη του προϊσταµένου του οικείου δικαστηρίου ή µε πράξη του προϊσταµένου του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας, να προσκοµίσει τον οριζόµενο από αυτούς αριθµό σχεδίων ή δικογραφιών µέσα στην περίοδο των δικαστικών διακοπών. Σε περίπτωση µη συµµόρφωσης, µπορεί µε πράξη των παραπάνω οργάνων να στερηθεί του δικαιώµατος να κάνει χρήση των δικαστικών διακοπών µέχρι να παραδώσει τον ορισθέντα αριθµό σχεδίων αποφάσεων ή δικογραφιών».
          Πρόκειται για διατάξεις που επί σειρά ετών είχαν παραμείνει ανενεργείς και πρέπει να ενεργοποιηθούν ώστε εισηγούμαι να υιοθετηθούν και από την Ολομέλεια με την προϋπόθεση ότι πριν την επιβολή των προαναφερθεισών κυρώσεων ο ελεγχόμενος δικαστής πρέπει να καλείται από το αρμόδιο όργανο (που πρέπει να είναι ο προϊστάμενος του ανωτέρου δικαστηρίου και ύστερα από γνώμη του προϊσταμένου επιθεώρησης) να εκφράσει τις απόψεις του, ανεξάρτητα από το παρεχόμενο δικαίωμα προσφυγής και χωρίς να μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια καθυστέρηση ο δικαστής.
          Εξάλλου με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθ. 94 παρ. 6 ως κατ’ εκλογή προακτέοι κρίνονται οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ικανό βαθμό τα πιο πάνω ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού. Σε όλες τις περιπτώσεις προαγωγής της κατηγορίας αυτής, η προαγωγή ποσοστού 20% γίνεται με τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου.
          Η διάταξη αφορά τους κατέχοντες το βαθμό του πρωτοδίκη και προέδρου πρωτοδικών οι οποίοι εφόσον συμπλήρωσαν τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο παραμονής στο βαθμό του πρωτοδίκη ή προέδρου πρωτοδικών (πέντε χρόνια ή ένας χρόνος αντίστοιχα) είναι δυνατό να προαχθούν σε ποσοστό 20% επί των κάθε φορά κενών οργανικών θέσεων, εφόσον κριθεί ότι έχουν τα εξαιρετικά προσόντα που απαιτούνται για την προαγωγή στους βαθμούς του προέδρου εφετών και αρεοπαγίτη, και μάλιστα εκτός της σειράς αρχαιότητάς τους και σε οποιαδήποτε σειρά και αν κατέχουν, προηγούμενοι των υπολοίπων συναδέλφων τους που θα κριθούν προακτέοι, αλλά ως έχοντες τα αναγκαία ουσιαστικά προσόντα όχι όμως και τα εξαίρετα των άλλων. Πρόκειται για μεταφορά κατ’ουσίαν στις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών του θεσμού της προαγωγής κατ’ εκλογή και κατ’ αρχαιότητα που δεν προσιδιάζει στις Συνταγματικές διατάξεις για τις προαγωγές των Δικαστικών λειτουργών μέχρι και του βαθμού του Προέδρου Πρωτοδικών σε Εφέτη, εφόσον κρίνεται μη προακτέος στιγμιαία ή οριστικά στο ίδιο χρονικό διάστημα προαγωγών ο δικαστικός λειτουργός με διαφορετικά κριτήρια έναντι άλλου συναδέλφου του, ενώ η μη προαγωγή του δικαιολογείται μόνο εάν δεν έχει τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα του Ν. 1756/1988, που για όλους τους κρινόμενους ομοιόβαθμους είναι τα ίδια αντικειμενικά.
Εξάλλου σε περίπτωση προσφυγής στην Ολομέλεια του παραληφθέντος ή υποσκελισθέντος στις προαγωγές, που κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα κρίνεται μόνο το εάν ο προσφεύγων είχε τα κατά νόμο ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται ενιαία για όλους τους συναδέλφους του, οπότε στην τελική κρίση και ανάλογα προς το επιτυχές αποτέλεσμα της προσφυγής αφετηριάζεται ο προβληματισμός εάν θα εκπέσει ο τελευταίος προαχθείς με βάση τα ενιαία ουσιαστικά προσόντα, ή ο κατ’ εξαίρεση προαχθείς τελευταίος πέρα από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δύναται να οδηγήσει σε επετηρίδα δύο ταχυτήτων στους δικαστικούς λειτουργούς των κατώτερων βαθμών, η οποία στους συγκεκριμένους βαθμούς διαμορφώνεται ενιαία για όλους με βάση αποκλειστικά τα ουσιαστικά τους προσόντα, ενώ με βάση ιδιαίτερα την κτηθείσα πείρα του δικαστή δεν είναι δυνατόν να κριθεί ως έχων εξαιρετικά προσόντα δικαστή με προϋπηρεσία πέντε ή έξι ετών. Για όλους τους πιο πάνω λόγους εισηγούμαι προς την Ολομέλεια να μην υιοθετήσει θετικά την προτεινόμενη τελευταία τροποποίηση για τις προαγωγές. Εξάλλου, με την παρ. 1 του ιδίου άρθρου 94 του νομοσχεδίου προτείνεται να μην προάγεται ο δικαστικός λειτουργός που τιμωρήθηκε πειθαρχικά δύο φορές την τελευταία επταετία. Εισηγούμαι ο χρόνος αυτός να περιορισθεί σε μία πενταετία. Τέλος, με το άρθρο 99 του νομοσχεδίου προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 68 παρ. 8 του Ν. 1756/1988 ώστε δικαίωμα προσφυγής να παρέχεται όταν ο κρινόμενος δικαστής συγκέντρωσε αριθμό ψήφων θετικών στο Δικαστικό Συμβούλιο και εισηγούμαι η Ολομέλεια να γνωμοδοτήσει θετικά.
Αθήνα 20 Δεκεμβρίου 2011
       Ο Εισηγητής
     Γεώργιος Χρυσικός
  Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
----------------------------------------


5 σχόλια:

  1. Το κείμενο της απόφασης μου το απέστειλε η συνάδελφος Ε.Κ. την οποία και ευχαριστώ.
    Για τεχνικού λόγους (upload και download) το κείμενο δημοσιεύθηκε σε τρία μέρη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Για τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 86 επ. που αφορούν τροποποιήσεις των διατάξεων του Νόμου 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Κ.Δ.Λ.) αποφάνθηκε ήδη η Ολομέλεια με την υπ’ αριθ. 21/2011 απόφαση της 27-10-2011, στην οποία και πάλι αναφέρεται."

    ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΩΛΥΜΑΤΩΝ ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΡΟΔΟ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΒΟΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΤΕΚΝΟΥ, ΑΠΟ 9 ΣΕ 5 ΜΗΝΕΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΥΤΗΣ, ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΜΕ ΝΟΜΟ (ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ), ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ (ΑΡΘΡΟ 90 ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ), ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠ? ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ (21/2011)? ΕΓΩ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΧΩ ΒΡΕΙ. ΞΕΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Στην συγκεκριμένη ιστοσελίδα από τότε που άρχισε να λειτουργεί έχει δοθεί η ευκαιρία στους συναδέλφους, να διατυπώσουν δημόσια απόψεις για την εξομάλυνση των όρων απονομής δικαιοσύνης της χώρας μας. Και πολλές από αυτές τις απόψεις, που προφανώς λόγω της δημοσιότητας περιέρχονται εις γνώση των υπευθύνων έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται σε νομοθετικό επίπεδο. Οι απόψεις για παράδειγμα περί αφαίρεσης υποθέσεων από τα Πρωτοδικεία, που οδηγούν σε άσκοπη απασχόληση δικαστικών λειτουργών, περί σύντμησης των δικαστικών αποφάσεων κλπ. κλπ. έχουν διατυπωθεί μέσα από τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Ουδέποτε ακούσαμε σε άλλο επίπεδο σχετικές προτάσεις, οι οποίες προφανώς θα καθιστούσαν κάποιους από εμάς, που εσκέπτοντο να τις διατυπώσουν, έκθετους απέναντι σε συντεχνιακά συμφέροντα. Και ήδη πολλές από τις απόψεις αυτές δρομολογούν ήδη σημαντικές αλλαγές σε νομοθετικό επίπεδο στη χώρα μας, που ας ελπίσουμε οτι θα σηματοδοτήσουν μία νέα εποχή για τη Δικαιοσύνη με υψηλές προδιαγραφές ανάλογες άλλων κρατών - μελών της Ε.Ε. Γνώμονας πρέπει να είναι αντικειμενικά η ορθή και ταχεία απονομή δικαιοσύνης και όχι η ικανοποίηση ή ο συμψηφισμός με συντεχνιακά συμφέροντα. Ο πληθωρισμός στη δικηγορία πρέπει να αντιμετωπιστεί σε μεσοπρόθεσμη βάση με τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης από μεγάλο αριθμό όλων αυτών των νομικών της χώρας και όχι με συσώρευση και δημιουργία υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων. Από την άλλη η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να στλεχώνεται από πρόσωπα χωρίς νομική παιδεία ως επί το πλείστον. Αυτά προς το παρόν. Συγχαρητήρια για πολλοστή φορά στον εμπνευστή της συγκεκριμένης ιστοσελίδας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ευχαριστούμε πολύ για την απόφαση. Επειδή όντως είναι μεγάλη, πήρα την πρωτοβουλία και την 'μάζεψα' σε ένα .pdf, για ευκολότερη ανάγνωση...

    το λινκ είναι εδώ http://spyridonadamnet.blogspot.com/2012/01/232011.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ Ο/Η Σπυρίδων Α. Αδάμ - Δικηγόρος Αθηνών είπε...

    Ευχαριστούμε πολύ για την απόφαση. Επειδή όντως .....
    ==========

    Ευχαριστούμε πολύ για τη συνεισφορά σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ