Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΑΠ (ποιν.) 52/2021: ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος - έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου

Η  έλλειψη  του τόπου , του χρόνου επιδόσεως ή της υπογραφής του επιδόσαντος., προκαλούν  σχετική ακυρότητα η οποία καλύπτεται  εφόσον ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί στο δικαστήριο και δεν την επικαλεσθεί, αφού μόνον αυτός κατέχει το έγγραφο επί του οποίου θεμελιώνεται η ακυρότητα.

Η άσκηση ενδίκου μέσου απαιτεί ύπαρξη εννόμου συμφέροντος




 

 

 Απόφαση 52 / 2021    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΑΡΙΘΜΟΣ 52/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Νικόλαο Βεργιτσάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Χαλντούπη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Γρηγοράκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. ΑΤ 1285/2020 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. πρωτ. 2685/24.3.2020 από 20.3.2020 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 23.7.2020 προσθέτους λόγους αυτής που ασκήθηκαν στις 29.7.2020 και καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 518/2020.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.
Η κρινόμενη υπ' αριθμ.πρωτ. 2685/24-3-2020 από 20-3-2020 δήλωση του Α. Γ. του Α., κάτοικου ..., οδός ... αριθμ..., που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24-3-2020, για αναίρεση της υπ' αριθμ. AT 1285/2020 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό και καταχωρίστηκε στο οικείο ειδικό βιβλίο στις 5-3-2020, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με τους από 23-7-2020 προσθέτους λόγους, οι οποίοι ασκήθηκαν στις 29-7-2020 νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 εδ. α' του ΚΠοινΔ), λόγω της πρόδηλης μεταξύ αυτών συνάφειας.
II.
Η πορεία της υπό κρίση υπόθεσης έχει ως ακολούθως:
Κατά της υπ' αριθμ. 9737/2015 αποφάσεως του Μον/λούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για παράβαση του ΠΔ 70/90 (Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες), ο τελευταίος άσκησε την από 27-4-2016 έφεση και εκδόθηκε επ' αυτής η υπ' αριθ. AT 1497/2017 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Με την υπ' αριθμ. 1543/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε η ως άνω, (υπ' αριθμ. AT 1497/2017 απόφαση του Α'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), μετά από παραδοχή σχετικού εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι κατά πιστή αντιγραφή, "δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος στην ανωτέρω εταιρική επιχείρηση αφού, σύμφωνα με τις προηγούμενες αναφορές, δεν αρκεί, για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του τελευταίου, ο χαρακτηρισμός του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, αλλά απαιτείται να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να
προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στη Ναυτική Εταιρία με την επωνυμία ....Πλοιοκτήτρια του Ε/Γ Τ/Χ (Κ...) .... η οποία κατά νόμον εκπροσωπείται από το διοικητικό της Συμβούλιο, αλλά αναφέρεται μόνο ότι αυτός είναι νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, χωρίς να διευκρινίζεται, πως προκύπτει η εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρίας". Μετά την παραπομπή αυτή στο ίδιο δικαστήριο, το τελευταίο (Α'Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δικάσαν μετ' αναίρεση, ως Εφετείο) εξέδωσε την υπ' αριθμ. 2411/2019 απόφαση του, της οποίας ζητήθηκε εκ νέου η αναίρεση, η οποία με την υπ' αριθμ. 155/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε, μετά από παραδοχή ίδιου σχετικού, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι κατά πιστή αντιγραφή, "δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος στην ανωτέρω εταιρική επιχείρηση αφού, σύμφωνα με τις προηγούμενες αναπτύξεις, δεν αρκεί για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του τελευταίου ο χαρακτηρισμός του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, αλλά απαιτείται να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στη Ναυτική Εταιρία με την επωνυμία ........ Ν.Ε.", η οποία κατά νόμον εκπροσωπείται από το διοικητικό της Συμβούλιο, αλλά αναφέρεται μόνο ότι αυτός είναι νόμιμος εκπρόσωπος αυτής σύμφωνα με το από 31- 3-2011 πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία "......", το οποίο δεν φέρεται στα αναγνωσθέντα και του οποίου το περιεχόμενο δεν αναφέρεται, χωρίς να διευκρινίζει πως προκύπτει η εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρίας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατά τον επίδικο χρόνο, 6-3-2012, και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προκύπτει ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος από τις καταχωρίσεις στη μερίδα της, στο μητρώο ναυτικών εταιριών. Επιπρόσθετα δεν αναφέρεται η σχέση της άνω εταιρίας, με το πλοίο " ....... επί του οποίου εκτελούντο οι επίδικες εργασίες επισκευής", παραπέμφθηκε δε η υπόθεση να εκδικασθεί και πάλι από το ίδιο δικαστήριο. Μετά την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο άνω δικαστήριο, εκδόθηκε απόντος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, η υπ' αριθμ. 1285/5-3-2020 προσβαλλόμενη απόφασή του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που δίκασε μετ' αναίρεση ως Εφετείο, της οποίας ζητείται εκ νέου η αναίρεση, με την ως άνω υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.


ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, με την οποία ορίζεται "η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το άρθρο 518 παρ. 2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα....", προκύπτει ότι, αναιρεθείσης της απόφασης, η ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής διαδικασία διεξάγεται όπως όταν εισάγεται το πρώτον η υπόθεση. Έτσι με επιμέλεια του Εισαγγελέα κλητεύεται ο διάδικος με αίτηση του οποίου αναιρέθηκε η απόφαση. Η κλήτευση γίνεται με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 στο ακροατήριο του δικαστηρίου, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση. Κατά το άρθρο 155 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ "αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, ο αρμόδιος για την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας", η οποία, κατά την έννοια αυτής της διάταξης, είναι το οίκημα στο οποίο κατά κανόνα διημερεύει και διανυκτερεύει εκείνος προς τον οποίον γίνεται η επίδοση. Ακόμη, επί ενδίκου μέσου, η κλήτευση του κατηγορουμένου πρέπει να γίνει στη δηλωθείσα στην έκθεση ενδίκου μέσου διεύθυνση, εκτός αν δήλωσε μεταγενέστερα μεταβολή, οπότε ισχύει η μεταγενέστερη, άλλως είναι απαράδεκτη η συζήτηση.
Με τις διατάξεις δε του άρθρου 162 του Κ.Π.Δ. που έχει τίτλο "Το αποδεικτικό της επίδοσης" ορίζεται (παρ.1) "Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155-160, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας η ημέρα και αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτού, ο καλών εισαγγελέας ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το αποδεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή αν αρνηθεί ή αν το έγγραφο που επιδίδεται επικολληθεί κατά το άρθρο 155 παρ. 2, τα γεγονότα αυτά ... αναγράφονται στο αποδεικτικό ..." παρ. 2 "Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο επίδοσης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη ...". Περαιτέρω από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων (των άρθρων 162 παρ.1 και 2) και αυτών των άρθρων 170, 171 παρ. 1, 172 παρ. 1, 174 παρ. 1 εδ.α 2 εδ. α και γ, 175 παρ. 2 προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη με την διάταξη του άρθρου 162 παρ. 2 ακυρότητα ως μη αφορώσα την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. (αρ. 171 παρ. 1 στοιχ. Ι) είναι σχετική, ως εκ της φύσης της δε μπορεί να την προτείνει μόνον ο κατηγορούμενος που έλαβε την κλήση και στο έγγραφο αυτής δεν υπάρχει κάποιο από τα στοιχεία που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη (162 παρ.2 Κ.Π.Δ.) δηλαδή είτε ο τόπος είτε ο χρόνος είτε η υπογραφή του επιδόσαντος, αφού μόνον αυτός κατέχει το έγγραφο που θεμελιώνεται η ακυρότητα. Λόγω του γεγονότος αυτού επιβάλλεται να εμφανισθεί στο Δικαστήριο στο οποίο καλείται με την κλήση ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του να επιδείξει σ' αυτό την κλήση και να επικαλεσθεί την εκ της ως άνω διάταξης (162 παρ. 2) ακυρότητα? στην περίπτωση δε που δεν εμφανισθεί η ακυρότητα αυτή καλύπτεται και δεν έχει δικαίωμα να την προτείνει με ένδικο μέσο κατά της απόφασης που εξέδωσε το Δικαστήριο ερήμην του, αφού από την έκθεση ή τις εκθέσεις επίδοσης της κλήσης που υπήρχαν στη δικογραφία προέκυπτε η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του κι εντεύθεν ορθά οδηγήθηκε στην κρίση περί εκδίκασης της υπόθεσης ερήμην του. Και τούτο γιατί είναι αυτονόητο πως δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί σφάλμα του Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση αν μάλιστα πρόκειται για απόφαση δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αφορώσα δηλαδή έφεσή του δεν θεμελιώνονται κατ' αυτής οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Θ του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και υπέρβαση εξουσίας αντίστοιχα αφού ήταν αδύνατον να γνωρίζει το εκάστοτε Δικαστήριο της ουσίας την ύπαρξη αυτής της ακυρότητας. Εξάλλου με την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ του Κ.Π.Δ. θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης της απόφασης και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται υπό την θετική και αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απεφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (Ολ. ΑΠ 1/2015). Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθιστά χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος κατηγορουμένου (άρθρο 470 Κ.Π.Δ.) είτε αμέσως (πραγματική χειροτέρευση) είτε εμμέσως (νομική χειροτέρευση) δηλαδή είτε με την επιβολή βαρύτερων, άλλως αυξημένων ποινικών κυρώσεων, είτε με τον επί το δυσμενέστερο γι' αυτόν χαρακτηρισμό της πράξης, άλλως την παραδοχή βαρύτερης ενοχής του, αντίστοιχα. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου και πιο συγκεκριμένα από την επισκόπηση των με ημερομηνία 25-2-2020, δύο (2) αποδεικτικών επίδοσης κλήσεων προς το εκκαλούντα - κατηγορούμενο και προς τον αντίκλητο δικηγόρο του Μανιάτη Γεώργιο, του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών, Θεοφιλόπουλου Απόστολου και του υπηρετούντος ως επιμελητή δικαστηρίων αστυφύλακα Ούσιου Σταύρου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και τότε εκκαλών Α. Γ., κλητεύθηκε να εμφανισθεί αυτοπροσώπως στο ακροατήριο του δικάσαντος, μετ' αναίρεση ως Εφετείο, Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, κατόπιν νομότυπης σύντμησης της προθεσμίας κλήτευσης, κατά την συνεδρίαση της 5ης-3- 2020, ημέρα Πέμπτη και ώρα 9.00, για υποστήριξη της με αριθ.466/2016 έφεσής του, κατά της υπ'αριθ. AM 9737/2015 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με παράδοση των σχετικών κλήσεων, νομίμως, με θυροκόλληση τους, παρουσία του μάρτυρος Κ.Γ., στην επί της οδού ... αριθ. ..., δηλωθείσα μεταγενέστερα της άσκησης της έφεσης του διεύθυνση κατοικίας του (αναιρεσείοντος) και στο γραφείο (Ακαδημίας 71-73 - Αθήνα) του αντίκλητου δικηγόρου του Μανιάτη Γεώργιου. Σημειώνεται, ότι ο αναιρεσείων ορθά κλητεύθηκε στην οδό ... αριθ. στη ..., αφού και στο ένδικο μέσο της από 18-Ιούνιου 2019 (αριθ.πρωτ.6860/19-6-2019) προγενέστερης αίτησης αναίρεσης του, που είχε ασκήσει κατά της με αριθ.2411/2019 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, είχε δηλώσει αυτήν ως διεύθυνση κατοικίας του, ενώ και στην με αριθ. 155/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση, αναγράφεται η ίδια ως άνω διεύθυνση (... αρθ. 9 - ...) ως διεύθυνση κατοικίας του. Στην οδό δε ... αριθ. στον Πειραιά (και ως εκ περισσού και στην οδό ... αριθ. 9 ...), ορθώς όπως και ο ίδιος επίσης δέχεται, του επιδόθηκε απόσπασμα της υπ' αριθ. 1285/2020
ερήμην καταδικαστικής - προσβαλλόμενης απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, ενόψει του ότι στην συνταχθείσα από 27-4-2016 (466/2016) έκθεση εφέσεως του, είχε δηλώσει αυτήν (την οδό ... αριθ.) ως διεύθυνση κατοικίας του. Περαιτέρω, στα ως άνω αποδεικτικά επίδοσης, περιέχονται όλα τα απαραίτητα από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. στοιχεία και ειδικότερα αναγράφεται ως τόπος επίδοσης, η ... για τον κατηγορούμενο τότε εκκαλούντα και η Αθήνα για τον αντίκλητο δικηγόρο του. Στα δε έγγραφα των ως άνω κλήσεων που έγιναν με θυροκόλληση, όπως ειπώθηκε, ήτοι της υπ'αριθμ.3499/2020 Β12-224 κλήσεως στον αναιρεσείοντα και της υπ'αριθμ. 3500/2020 Β12-224 κλήσεως στον αντίκλητο δικηγόρο του, σημειώνεται από το όργανο επίδοσης η ημερομηνία επίδοσης (25-2-2020) και υπογραφή του οργάνου που έκαμε την επίδοση, χωρίς να σημειώνεται από το όργανο της επίδοσης "ο τόπος της επίδοσης".
Το γεγονός αυτό η μη αναγραφή δηλαδή από το όργανο επίδοσης του τόπου πραγματοποίησης αυτής (κλήσης) σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγηθείσες σκέψεις δεν θεμελιώνει τους δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης αναίρεσης από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Θ ΚΠΔ. με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και της υπέρβασης εξουσίας αντίστοιχα και επομένως είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. Εξάλλου, αφού, όπως προεκτέθηκε από τα σχετικά αποδεικτικά επίδοσης προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του ήδη αναιρεσείοντος επιδόθηκε σ' αυτόν (σε απόσπασμα) στις 5/3/2020 και μάλιστα σε δύο διευθύνσεις αυτός δε άσκησε εμπρόθεσμα στις 24/3/2020, την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κατ' αυτής αλυσιτελώς προτείνεται με σχετικό πρόσθετο λόγο ακυρότητα της επίδοσης αυτής γιατί δεν αναγράφεται στο απόσπασμα της απόφασης που του επιδόθηκε ο τόπος αυτής σε κάθε δε περίπτωση ουδεμία πλημμέλεια αποδίδεται με την αιτίαση αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση.
V. Περαιτέρω, στο ΠΔ 70/1990 με τίτλο "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγεία", ορίζονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα :
Πεδίο εφαρμογής όσων προβλέπονται σ'αυτό, σύμφωνα με το αρθ. 1, είναι οι ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Υποχρέωση για την λήψη και τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας έχουν σύμφωνα με το άρθρο 3, ο κύριος του έργου, ο εργολάβος, ο υπεργολάβος και ο παρέχων το χώρο, ενώ ο τεχνικός ασφάλειας και οι εργαζόμενοι έχουν τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στα αντίστοιχα άρθρα. Κύριος του έργου σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθ. 2 εδ. α', είναι ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής όπου εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπησκευαστικό έργο. Ως παρέχων τον χώρο και εντεύθεν υπόχρεος σε τήρηση μέτρων ασφαλείας (αρθ.2 παρ.7), είναι ο ιδιοκτήτης ή ο εκμεταλλευόμενος τον χώρο ή τις εγκαταστάσεις που εκτελείται το ναυπηγοεπησκευαστικό έργο.
Οι υποχρεώσεις του εργολάβου, που μπορεί να είναι και ο κύριος του έργου ή του υπεργολάβου ολοκλήρου του έργου, σύμφωνα με το άρθ. 4 παρ. 17, 19 § Ια, 36α τα οποία ενδιαφέρουν εν προκειμένω, αφού για την μη τήρησή τους, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι οι εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 που έχει τον τίτλο, "Εργασίες σε χώρους που χαρακτηρίζονται: Ασφαλείς για τον άνθρωπο - Μη ασφαλείς για θερμές εργασίες". Στην παρ.1α' αναφέρεται. 1. Κατά την εκτέλεση εργασιών σε χώρους στους οποίους υπήρχαν εύφλεκτα αέρια και για τους οποίους έχει εκδοθεί πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για την εκτέλεση μόνο ψυχρών εργασιών, πρέπει να παίρνονται οι παρακάτω προφυλάξεις:
α) Να μη χρησιμοποιείται φωτιστικό ή ηλεκτρικό εργαλείο που δεν είναι αντιεκρηκτικού τύπου.
β) Να μην υπάρχουν εργαλεία ή άλλα αντικείμενα ή να χρησιμοποιούνται υποδήματα, που είναι δυνατό να προξενήσουν σπινθήρες, γ) Να μην υπάρχει ανοικτή φωτιά ή φλόγα, δ) Να υπάρχει επαρκής εξαερισμός.
ε) οι εργαζόμενοι να μη καπνίζουν ούτε να φέρουν σπίρτα, αναπτήρες κ.λπ.
Στο άρθρο δε 36 α' που έχει τον τίτλο: "Φορητές Λυχνίες - Φορητά Εργαλεία" αναφέρεται ότι, α) Οι φορητές λυχνίες (μπαλαντέζες) πρέπει να βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, να τροφοδοτούνται με ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής τάσης μέχρι 42 VOLTS και τα φωτιστικά σώματα (λαμπτήρες) να καλύπτονται κατάλληλα. β')...
Συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 5 που έχει τίτλο "Υποχρεώσεις κύριου του έργου" ορίζεται "Α. Ο κύριος του έργου ανεξάρτητα αν αναθέτει την εκτέλεση του έργου σε ένα ή περισσότερους εργολάβους ή υπεργολάβους έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις: 1. Πριν την εκτέλεση των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών σε πλοία ή άλλα πλωτά νομοθετήματα εκτελεί τις παρακάτω εργασίες και ενημερώνει για την εκτέλεσή τους καθώς και για κάθε επερχόμενη μεταβολή του εργολάβους και υπεργολάβους: α) καθαρισμό δεξαμενών και σωλήνων και απομόνωση σωληνώσεων όπου απαιτείται. β) Έλεγχο συγκέντρωσης αερίων και έκδοση σχετικών πιστοποιητικών (GAS FREE) όπου απαιτείται. 2. Συνεργάζεται με τον Τεχνικό Ασφάλειας και τον μελετητή μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας καθώς και με τους εργολάβους, υπεργολάβους για τη σωστή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και την αποφυγή ατυχημάτων στις εργασίες που πραγματοποιούνται τόσον από τα συνεργεία των εργολάβων όσον και από τα μέλη του πληρώματος του πλοίου. 3... 4... Β. Σε περίπτωση που ο κύριος του έργου αναθέτει την εκτέλεση των εργασιών σε περισσότερους του ενός εργολάβους ή υπεργολάβους είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στον εργολάβο ή υπεργολάβο ολόκληρου του έργου (αρ. 4 παρ. 1, 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 11, 12, 13, 14α, 17, 18, 23 επιπρόσθετα από τις αναφερόμενες στις παρ. 1 έως και 4 του παρόντος). Ο νόμος 2224/1994 έχει τίτλο "Ρύθμιση θεμάτων εργασίας, συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και οργάνωσης Υπουργείου Εργασίας και των εποπτευομένων από αυτό νομικών προσώπων και άλλες διατάξεις". Ο νόμος αυτός περιλαμβάνει 58 άρθρα. Απ' αυτά μόνον τρία αφορούν εργαζόμενους ήτοι το 9, 2023 και το 54 με τίτλο άδεια μητρότητας, ωράριο λειτουργίας και αμοιβή σερβιτόρων αντίστοιχα. Με τα κάτωθι δε άρθρα ορίζονται: 24 με τίτλο "Ασφάλεια-υγιεινή εργαζομένων. Διοικητικές κυρώσεις" παρ. 1 "Σε κάθε εργοδότη, κατασκευαστή, παρασκευαστή, εισαγωγέα, προμηθευτή που παραβαίνει τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις, επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων: α) πρόστιμο .... β) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας ..." 25 με τίτλο "Ασφάλεια - υγιεινή: ποινικές κυρώσεις" παρ. 1 εδ. α "Κάθε εργοδότης, κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προμηθευτής, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας του νόμου αυτού και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότηση της τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών ή και με τις δύο αυτές ποινές". 27 με τίτλο "καταργούμενες διατάξεις - κωδικοποίηση" παρ. 2 εδ. α "με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εργασίας, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο υπό τον τίτλο κωδικοποίηση διατάξεων για την Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων όλες οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Α αυτού του νόμου, του ισχύοντος ν.1568/1985 "Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων και των συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων. Κατά την κωδικοποίηση αυτή επιτρέπεται η νέα διάρθρωση της νομοθετικής ύλης, η συγχώνευση, ο χωρισμός και η δημιουργία νέων άρθρων, η φραστική διευκρίνιση, η διόρθωση και η προσαρμογή της ορολογίας χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των ισχυουσών διατάξεων".
VI. Εξάλλου με το νόμο 3850/2010 κυρώθηκε ο Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Με το άρθρο πρώτο αυτού ορίζεται "Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 7 του Συντάγματος ο παρών κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων με τον οποίο κωδικοποιούνται οι ισχύουσες διατάξεις: Με το άρθρο 1 του Κώδικα που έχει τίτλο "Αντικείμενο" ορίζεται "ο παρών Κώδικας έχει ως Αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία. Προς το σκοπό αυτό, περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών". Με τα οριζόμενα δε στην παρ. 3 του αρ. 25 γίνεται αναφορά στον προαναφερθέντα νόμο 2224/1994 και προκύπτει πως οι δύο εν λόγω νόμοι αλληλοσυμπληρώνονται. Στην παρ. 7 του άρθρου 35 που έχει τίτλο "προστασία από μηχανικούς και ηλεκτρικούς κινδύνους" ορίζεται "οι ηλεκτρικές μηχανές, συσκευές και εργαλεία πρέπει να έχουν κατασκευασθεί έτσι, ώστε κατά τη χρήση τους να υπάρχει επαρκής προστασία από τους κινδύνους της ηλεκτρικής ενέργειας" με τις διατάξεις των άρθρων 28 έως 40 ορίζονται τα μέτρα που πρέπει να τηρούνται για την εξασφάλιση της παροχής της εργασίας με ασφάλεια. Με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 θεσπίζονται οι γενικές και ειδικές υποχρεώσεις των εργοδοτών για την εξασφάλιση της ασφάλειας των παρεχόντων την εργασία τους σ' αυτούς. Τέλος με την διάταξη της παρ. 1 εδ. α του άρθρου 72 ορίζεται "κάθε εργοδότης, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της νομοθεσίας, για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται με εξουσιοδότησή της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές". Από τις διατάξεις των νόμων 2224/1994 και 3850/2010 που αναλυτικά εκτέθηκαν με σαφήνεια προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α του πρώτου των ως άνω νόμων τυγχάνει εφαρμογής και όταν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΠΔ 70/1990. Και τούτο, γιατί σ' αυτήν ορίζεται ότι η ποινή που θεσπίζει επιβάλλεται στ' αναφερόμενα άτομα, όταν υπό την ιδιότητα που χαρακτηρίζονται σ' αυτήν παραβιάζουν τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας όλες δε οι διατάξεις του επίσης προαναφερθέντος Π.Δ. μεταξύ των οποίων κι αυτές που αφορούν την προκείμενη υπόθεση σύμφωνα και με τον τίτλο αυτού είναι φανερό πως περιλαμβάνονται στη νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας. Η ύπαρξη δε στην εν λόγω θεσπίζουσα ποινική κύρωση διάταξη των λέξεων "του νόμου αυτού" οφείλεται προφανώς σε παραδρομή του νομοθέτη αφού στο νόμο αυτό όπως επίσης αναφέρθηκε δεν περιλαμβάνονται διατάξεις που αφορούν την υγιεινή και ασφάλεια εργασίας και μόνον τρεις που αφορούν τους εργαζόμενους καθόσον μάλιστα στην αμέσως προηγούμενη διάταξη του άρθρου 24 του ίδιου νόμου με την οποία θεσπίζονται διοικητικές κυρώσεις στην περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας δεν αναφέρονται οι λέξεις "του νόμου αυτού".
VII. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη υπ' αριθμό AT 1285/2020 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε, κατόπιν αναίρεσης της υπ' αριθμό AT 2411/2019 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, με την υπ' αριθμό 155/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, διότι είχε επιπέσει στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σύστοιχης του, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης.
Μετά από εκτίμηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, το ως άνω Πλημμελειοδικείο, δέχθηκε, κατά την, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: "Κατόπιν καταγγελίας περί διενέργειας εργασιών επισκευής από ανασφάλιστους εργαζομένους δίχως να τηρούνται οι προβλεπόμενοι κανόνες ασφαλείας διενεργήθηκε στις 6/3/2012 έλεγχος από ελεγκτές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας παρουσία εκπροσώπων του εργατοϋπαλληλικού κέντρου Πειραιά και του λιμενικού τμήματος Πειραιά στο Ε/Γ- Τ/Χ (Κ...) ΣΟΥΠΕΡ ΤΖΕΤ με ΝΠ 10328, που ελλιμενίζονταν στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα του κεντρικού λιμένα Πειραιά, της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", νομίμως καταχωρημένης στα βιβλία μητρώου ναυτικών εταιρειών του Ν. 959/79 από 18.11.2003 με αυξ. αριθμό 3485. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε η ύπαρξη στο μηχανοστάσιο του ως άνω πλοίου φορητών λυχνίων φωτισμού που λειτουργούσαν υπό τάση 220 V αντί του κανονικού 42 V και ότι τα φωτιστικά σώματα των ως άνω λυχνιών δεν ήταν αντιεκρηκτικού τύπου όπως προβλέπεται από το νόμο και απαιτείται καθώς στο χώρο του μηχανοστασίου όπου και ανευρέθηκαν δεν επιτρέπονται θερμές εργασίες όπως αναφέρεται και στα πιστοποιητικά απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια και προς τούτο διατάχθηκε η διακοπή εργασιών σύμφωνα με το σχετικό δελτίο ελέγχου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και νομίμου εκπροσώπου αυτής (ναυτικής εταιρείας) δυνάμει του από 31.3.2011 πρακτικού του ΔΣ της ως άνω ναυτικής εταιρείας νομίμως καταχωρηθέν στη μερίδα της ναυτικής εταιρείας στις 10/6/2011, έχων την εξουσία να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρεία μόνο αυτός με την υπογραφή του, διενεργήθηκαν ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες στο Ε/Γ- Τ/Χ (Κ...) ΣΟΥΠΕΡ ΤΖΕΤ με ΝΠ 10328 για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, δίχως να λάβει μέτρα ως είχε υποχρέωση με την ως άνω ιδιότητά του, ήτοι του Προέδρου του ΔΣ και νομίμου εκπροσώπου της κυρίας του έργου ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας προκειμένου να τηρηθούν οι ως άνω κανόνες ασφαλείας και υγείας για τους εργαζομένους, γεγονός που γνώριζε, επιτρέποντας κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο τη διενέργεια ναυπηγοεπισκευστικών εργασιών στο μηχανοστάσιο με τη λειτουργία φορητών λυχνιών υπό τάση 220 Volt αντί του κανονικού 42 Volt, ενώ τα φωτιστικά σώματα των ανωτέρων λυχνιών δεν ήταν αντιεκρηκτικού τύπου, ως απαιτείται, παραβιάζοντας με πρόθεση τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1α και 36 α του πδ 70/90. Εξάλλου εάν δεν διενεργούνταν εργασίες, δεν υπήρχε λόγος να ευρίσκονται στο μηχανοστάσιο, ήτοι σε χώρο που δεν επιτρέπεται η εκτέλεση θερμών εργασιών η ύπαρξη των ως άνω φορητών λυχνιών και μάλιστα με τάση 220 V αντί των 42 V και χωρίς να φέρουν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται ώστε να εξασφαλίζεται η σωματική ακεραιότητα και η ασφάλεια των εργαζομένων. Ουδόλως άλλωστε δικαιολογήθηκε η ύπαρξη των ανωτέρω στον ως άνω χώρο του μηχανοστασίου. Επιπλέον η ύπαρξη αρκετών εργαζομένων και δη περί των 15 (εργαζομένων) και στα δύο πλοία της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ήτοι τόσο στο ως άνω Ε/Γ- ΤX (Κ...) ΣΟΥΠΕΡ ΤΖΕΤ όσο και στο "SEA JET II" μεταξύ των οποίων και μηχανικών και μάλιστα σε χρόνο που απλώς ήταν ελλιμενισμένο, μαρτυρεί την διενέργεια εργασιών, ενώ ο ισχυρισμός ότι απλώς γινόταν καταγραφή για τις εργασίες που επρόκειτο να γίνουν δεν κρίνεται πειστικός και αναιρείται από όσα διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο των ελεγκτών της Επιθεώρησης Εργασίας. Ωστόσο ως προς το πλοίο "SEA JET II" η ποινική δίωξη πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, αφού την ίδια ημέρα ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, με αριθμό πινακίου 15, δικάστηκε όμοια υπόθεση (ΑΒΜ Β 12/2429) με ίδια ημεροχρονολογία που αναφερόταν στο ανωτέρω πλοίο "SEA JET II" και για την οποία η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί προγενέστερα και συγκεκριμένα στις 26/5/2012, σε σχέση με αυτήν την υπόθεση (ΑΒΜ Μ12-224), όπου η ποινική δίωξη ασκήθηκε στις 28/8/2013, ενώ αμφότερες οι υποθέσεις βρίσκονταν στο ίδιο διαδικαστικό στάδιο ωρίμανσης κατά την εκδίκασή τους (δικάζονταν κατ' έφεση). Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που κατηγορείται κατά τα αναφερόμενα και στο διατακτικό της παρούσης". Στη συνέχεια το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την περιγραφόμενη στο σκεπτικό της αξιόποινη πράξη, επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό:
"Στον Πειραιά στις 6/3/2012 με πρόθεση παρέβη διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες και συγκεκριμένα, ως πρόεδρος του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος δυνάμει του από 31.3.2011 πρακτικού του ΔΣ της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" νομίμως καταχωρηθέν στη μερίδα της ως άνω ναυτικής εταιρείας στις 10/6/2011, έχων την εξουσία να εκπροσωπεί και να δεσμεύει μόνο αυτός με την υπογραφή του την ναυτική αυτή εταιρεία, πλοιοκτήτρια του Ε/Γ-Τ/Χ (Κ...) ΣΟΥΠΕΡΤΖΕΤ ΝΠ 10328 και κυρία του έργου, δεν είχε λάβει κάθε μέτρο που απαιτείται ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή την σωματική τους ακεραιότητα και συγκεκριμένα επέτρεψε στο μηχανοστάσιο τη λειτουργία φορητών λυχνιών υπό τάση 220 Volt αντί του κανονικού 42 Volt ενώ και τα φωτιστικά σώματα των ανωτέρων λυχνιών δεν ήταν αντιεκρηκτικού τύπου, ως απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις 19 παρ.1α και 36 α του πδ 70/90".
Από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικάσαν κατ'έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό AT 1285/2020 απόφασή του την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις οι οποίες το θεμελίωσαν και τις σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,12, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, του ΠΚ, 25 παρ.1α του ν. 2224/1994 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1,2, 19 παρ.1α', 36α του ΠΔ 70/1990 ως κωδ. με το ν.3850/1990, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου ώστε να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα σύμφωνα με όσα με λεπτομέρεια έγιναν δεκτά στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις ορθά το Δικαστήριο της ουσίας λόγω των παραβάσεων εκ μέρους του αναιρεσείοντος των προαναφερθεισών διατάξεων του Π.Δ. 70/1990 εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1α του ν.2224/1994 δυνάμει δε αυτής τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε την προβλεπόμενη απ' αυτή ποινή. Επομένως οι δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε Κ.Π.Δ. με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ωσαύτως στην προσβαλλόμενη υφίστανται σαφείς παραδοχές που θεμελιώνουν με την απαιτούμενη κατά νόμον επάρκεια την κατάφαση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων.
Συγκεκριμένα υφίστανται παραδοχές : 1) Για την ιδιότητα του αναιρεσείοντος, ως Πρόεδρου του ΔΣ και νόμιμου εκπρόσωπου της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" έχων την εξουσία να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρεία, μόνο αυτός με την υπογραφή του, 2) Για την διενέργεια ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών στο Ε/Γ- Τ/Χ (Κ...) ΣΟΥΠΕΡ ΤΖΕΤ με ΝΠ 10328, πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία του οποίου ήταν η ως άνω "Τ... ΤΖΕΤ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", κατόπιν εντολής του αναιρεσείοντος, με την ως άνω ιδιότητά του Προέδρου του ΔΣ και νομίμου εκπροσώπου της κυρίας του έργου πλοιοκτήτριας εταιρείας και έχοντος εντεύθεν την ιδιότητα του κυρίου κατά την έννοια των διατάξεων του Π.Δ.70/1990, αλλά και του εργολάβου, ιδιότητες που μπορεί κατά νόμο να συμπίπτουν και 3) ότι κατά τον έλεγχο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας κατά τον χρόνο που τελούντο οι εν λόγω ναυπηγοεπισκευστικές εργασίες διαπιστώθηκε πως δεν είχε φροντίσει ως όφειλε, λόγω της προεκτεθείσας ιδιότητας του, να έχουν τηρηθούν οι ως άνω ισχύοντες κανόνες ασφαλείας και υγείας για τους εργαζομένους, γεγονός που γνώριζε, επιτρέποντας κατά τη διενέργεια εργασιών στο μηχανοστάσιο του πλοίου τη λειτουργία φορητών λυχνιών υπό τάση 220 volt αντί του κανονικού 42 Volt, ενώ δεν επιτρέπονται θερμές εργασίες και τα φωτιστικά σώματα των ανωτέρων λυχνιών δεν ήταν αντιεκρηκτικού τύπου, όπως προβλέπεται από το νόμο, παραβιάζοντας με πρόθεση τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1° και 36 α' του πδ 70/90 και ότι προς τούτο διατάχθηκε η διακοπή εργασιών σύμφωνα με το σχετικό δελτίο ελέγχου, για τις οποίες επίσης υφίστανται και παραδοχές ότι πραγματοποιούντο στο μηχανοστάσιο του πλοίου. Καθόσον αφορά τις αιτιάσεις σχετικά με τις εν λόγω παραβιάσεις από τις διατάξεις που προβλέπουν τις υποχρεώσεις αυτές σε συνδυασμό μ' αυτήν που επιβάλλει την έκδοση του πιστοποιητικού απαλλαγής από αέρια (GAS-FREE) πριν την έναρξη εργασιών στο πλοίο πολύ περισσότερο στο μηχανοστάσιο αυτού και μάλιστα πριν την έναρξη των εργασιών προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση μόνον ψυχρές εργασίες θα επιτρέποντο να πραγματοποιηθούν και δεν απαιτείτο για την επάρκεια της αιτιολογίας να εκτίθεται ότι οι εργασίες που εκτελούντο ήταν ψυχρές η χρησιμοποίηση δε λαμπτήρων με τις ως άνω προδιαγραφές αφορά την εκτέλεση αυτών των εργασιών. Προσέτι στην προσβαλλόμενη υφίσταται και η παραδοχή. Εξάλλου εάν δεν διενεργούνταν εργασίες, δεν υπήρχε λόγος να ευρίσκονται στο μηχανοστάσιο ήτοι σε χώρο που δεν επιτρέπεται η εκτέλεση θερμών εργασιών η ύπαρξη των ως άνω φορητών λυχνιών και μάλιστα με τάση 220 V αντί των 42 V και χωρίς να φέρουν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται ώστε να εξασφαλίζεται η σωματική ακεραιότητα και η ασφάλεια των εργαζομένων. Ουδόλως άλλωστε δικαιολογήθηκε η ύπαρξη των ανωτέρω στον ως άνω χώρο του μηχανοστασίου. Επί πλέον η ύπαρξη αρκετών εργαζομένων... μεταξύ των οποίων και μηχανικών και μάλιστα σε χρόνο που απλώς ήταν ελλιμενισμένο, μαρτυρεί την διενέργεια εργασιών, ενώ ο ισχυρισμός ότι απλώς γινόταν καταγραφή για τις εργασίες που επρόκειτο να γίνουν δεν κρίνεται πειστικός και αναιρείται από όσα διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο των ελεγκτών της Επιθεώρησης Εργασίας". Δηλαδή με επάρκεια και σαφήνεια προσδιορίζεται τόσο ότι πραγματοποιούντο εργασίες όσο και η φύση αυτών καθώς και η χρήση των λαμπτήρων που είναι αυτονόητη για την δυνατότητα πραγματοποίησης των (εργασιών). Επομένως είναι αβάσιμες οι υποστηρίζουσες τα αντίθετα αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που περιλαμβάνονται στον πρώτο πρόσθετο λόγο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Ε Κ.Π.Δ. με τις οποίες αποδίδονται στην προσβαλλόμενη οι πλημμέλειες της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης και συνακόλουθα ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί. Επισημαίνεται πως στον λόγο αυτό ουδεμία πλημμέλεια αποδίδεται στην προσβαλλόμενη που να θεμελιώνει τον εκ του άρθρου 510 στοιχ. Θ λόγο αναίρεσης κι επομένως είναι απορριπτέα ως αόριστη η αναιρετική αιτίαση με την οποία ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014 με τίτλο "Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και άλλες διατάξεις", "κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψιν την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορούμενου. Στη δικαστική απόφαση γίνεται ρητή μνεία με συνοπτική αιτιολογία ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την κατά τα άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, γεγονός το οποίο μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω νόμου, "η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Αρείου Πάγου, ανατίθεται σε Αρεοπαγίτη, (β) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (γ) του εφετείου, ανατίθεται σε Πρόεδρο Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (δ) του πρωτοδικείου, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (ε) του Ειρηνοδικείου, ανατίθεται στον Ειρηνοδίκη που διευθύνει το ειρηνοδικείο που εξέδωσε την απόφαση...". Ακόμη, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, "1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις". Τέλος, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του αυτού ως άνω νόμου, "Τα οριζόμενα στα προηγούμενα άρθρα εφαρμόζονται αναλόγως και στις διαδικασίες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των επομένων παραγράφων", όπως και η παράγραφος 3 του άρθρου τούτου, που παρατέθηκε στην αρχή της παρούσας νομικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, υπερισχύει δε των ελληνικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα, εκτός των άλλων, να δικασθεί η υπόθεση του εντός λογικής προθεσμίας. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, εκτός εάν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ. Κατά τις διατάξεις του τελευταίου άρθρου (171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠοινΔ) σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "α)... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα".
Στην προκείμενη περίπτωση με τον σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι, "παραβιάσθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος η αρχή της δίκαιης δίκης, καθόσον με τον προσδιορισμό και την εκδίκαση της έφεσης του για τρίτη φορά, δίχως υπαιτιότητά του την τελευταία ημέρα της οκταετίας και την παραμονή της παραγραφής, επήλθε υπέρβαση της λογικής προθεσμίας, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν επρόκειτο για πολύπλοκη, σοβαρή ούτε δυσχερή υπόθεση". Έτσι όμως όπως είναι διατυπωμένος ο λόγος αυτός, μόνο με την επίκληση της αρχής της δίκαιης δίκης χωρίς να συνδυάζεται με πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος και απορριπτέος.
Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν η νέα εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε μόνον από τον καταδικασθέντα ή προς όφελος του, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η νέα συζήτηση διεξάγεται, εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική, διότι, στην δεύτερη περίπτωση, κατά τα λοιπά μέρη της αναιρεθείσας απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, ή προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 546 ΚΠΔ), οπότε και δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων, γι' αυτό και όταν προτείνονται λόγοι αναίρεσης, κατά των τοιούτων μερών, τυγχάνουν, κατ' άρθρο 57 ΚΠΔ, απαράδεκτοι, αφού προσκρούουν στο γεννηθέν δεδικασμένο περί αυτών, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα εν λόγω κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 463 ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου επιβάλλεται η έρευνα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, υπό την έννοια της παροχής εννόμου προστασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση και της δυνατότητας επωφελούς αποτελέσματος σε περίπτωση αποδοχής του ενδίκου μέσου. Εναπόκειται δε, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο, να κρίνει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, με βάση τα προβαλλόμενα από τον ασκήσαντα το ένδικο μέσο. Η ανυπαρξία εννόμου συμφέροντος καθιστά το ένδικο μέσον απαράδεκτο και απορρίπτεται, κατ' άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων με την αριθ. υπ' αριθ. 1497/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, σε δεύτερο βαθμό, κηρύχθηκε ένοχος μόνο για την λειτουργία φορητών λυχνιών υπό τάση 220ν αντί 42ν και για το ότι τα φωτιστικά σώματα των λυχνιών αυτών δεν ήταν αντιεκρηκτικού τύπου, ενώ με άλλη διάταξη της ίδιας απόφασης κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη, αναφορικά με την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων ως προς το πλοίο SEA JET II.
Κατά της παραπάνω απόφασης, ο αναιρεσείων άσκησε αναίρεση με την οποία προσέβαλε μόνο το καταδικαστικό κεφάλαιο της ως άνω απόφασης και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1543/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση, μόνο ως προς το καταδικαστικό κεφάλαιό της, και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά τα ως άνω μέρη της, προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστήριο που την είχε δικάσει προηγουμένως, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Επομένως, μετά την ως άνω πορεία της υπόθεσης, το απαράδεκτο της ποινικής διώξεως του εκκαλούντος- αναιρεσείοντος, είχε κριθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με όσα, στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, αναφέρθηκαν. Έτσι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, που εισήχθη εκ νέου προς εκδίκαση η υπόθεση, μετά την παραπομπή της σ' αυτό, με την προαναφερθείσα απόφαση του Αρείου Πάγου, δεν είχε υποχρέωση να κηρύξει την ποινική δίωξη ως απαράδεκτη, αφού το θέμα αυτό είχε κριθεί με προηγούμενη απόφαση αμετακλήτως, κατά τα εκτεθέντα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, με το να κηρυχθεί όμως απαράδεκτη εκ νέου η ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, δεν επήλθε κάποια ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε υπέρβαση εξουσίας του δικάσαντος δικαστηρίου, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με το δεύτερο σκέλος του τελευταίου πρόσθετου λόγου αναίρεσης. Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος προς προβολή του παραπάνω λόγου αναίρεσης, κατά το σκέλος αυτό. Κατ' ακολουθίαν τούτων, η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, περί του ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1285/2020 απόφασή του, επιλαμβανόμενο εκ νέου της υπόθεσης ως προς το ως άνω κεφάλαιο του απαράδεκτου της ποινικής δίωξης, που κατέστη αμετάκλητο για την πράξη αυτή της παράβασης της εργατικής νομοθεσίας, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να απορριφθούν και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-3-2020 αίτηση (αριθ.πρωτ.2685/2020 Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), και τους πρόσθετους λόγους επ' αυτής από 29 Ιουλίου 2020 που κατατέθηκαν στις 29 Ιουλίου 2020 του Α. Γ. του Α., κάτοικου ..., οδός ... αριθ. , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1285/2020 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ