Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

Ο Καποδίστριας και η Δικαιοσύνη

  

ΜΕΛΕΤΗ

Ο Καποδίστριας και η Δικαιοσύνη

  

 

 

Ιανουάριος 2022

Επιμέλεια:Ηλίας Δαγκλής

Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Δ.Ν.

 

 

  

 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποτελεί αναμφίβολα μία εμβληματική μορφή στην πολιτική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Πολιτικός αυστηρός, με αριστοκρατική καταγωγή και παιδεία, αυταρχικός αλλά έντιμος και ανιδιοτελής, δεν δίστασε να συγκρουστεί με τοπικά συμφέροντα και φατρίες για να υπερασπιστεί μέχρι τέλους τις μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος θεωρούσε ότι θα συνέβαλλαν τα μέγιστα στην εδραίωση και ενδυνάμωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ήταν όμως ακριβώς αυτή η  ΄΄αποφασιστική΄΄ στάση του Καποδίστρια σε ζεόντα ζητήματα της πολιτικής ζωής που οδήγησαν αρκετούς στο να τον κατηγορήσουν ότι κυβέρνησε αυταρχικά, αντιδημοκρατικά και ότι εν τέλει προσπάθησε να συντηρήσει το καθιερωμένο status quo των Μεγάλων Δυνάμεων που συνέβαλαν στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Που όμως βρίσκεται η αλήθεια; ποια ήταν η πραγματική συμβολή του Καποδίστρια στην εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους και κυρίως ποιες ήταν οι μεταρρυθμίσεις στο δικαιικό χώρο που συνέβαλαν θετικά στην αναμόρφωση της απονομής δικαιοσύνης  ;

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ι. Η γέννηση και η ανατροφή  του Ιωάννη Καποδίστρια.

Η οικογένεια του Καποδίστρια συγκαταλέγεται ανάμεσα στις παλαιότερες και πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας που καταγόταν από τη δαλματική πόλη  Capo DIstria από όπου κατέφυγε στην Κέρκυρα το 1373. Το 1471 το όνομα της οικογενείας καταγράφηκε στη ΄΄Χρυσή Βίβλο΄΄, κατόπιν δέχθηκε το ορθόδοξο δόγμα και προς τα τέλη του 17ου αιώνα της απονεμήθηκε ο τίτλος του κόμη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1776 και υπήρξε το έκτο παιδί του Αντώνιου-Μαρία Καποδίστρια,[1]δικηγόρου και της Διαμαντίνας, κόρης του Χριστόδουλου Γονέμη. Από τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία δεν έχει γίνει γνωστό πως ήταν τα παιδικά χρόνια του Ιωάννη. Όταν έγινε 17 ετών πήγε στη Βενετία στο Πανεπιστήμιο της Padova για να σπουδάσει Ιατρική. Αποφοίτησε το έτος 1797 ενώ το 1799 διετέλεσε αρχίατρος του τουρκικού στρατιωτικού νοσοκομείου. Πολύ γρήγορα όμως αφοσιώθηκε στην πολιτική και τη διπλωματία,. Η πρώτη ανάμειξή του με την πολιτική σκηνή της Ιονίου Πολιτείας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1801, όταν και κλήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του, Αντώνιο - Μαρία Καποδίστρια, στην αποστολή που είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο για την αποκατάσταση της τάξης στην Κεφαλλονιά. Στις 27 Απριλίου 1801 αποβιβάστηκαν με την ιδιότητα των αυτοκρατορικών επιτρόπων και έπαυσαν τις τοπικές αρχές, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την διοίκησή του νησιού. Ο Καποδίστριας χειρίστηκε το ζήτημα των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο νησί μεταξύ διαφόρων φατριών του νησιού με διαλλακτικό πνεύμα, αλλά και αποφασιστικότητα, δείχνοντας από νωρίς τις πολιτικές του ικανότητες. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, και αφού είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Ένα χρόνο αργότερα συμμετέχει στην ίδρυση του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου διετέλεσε γραμματέας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να μεταβεί, για άλλη μια φορά, στην Κεφαλονιά, προκειμένου να αποκαταστήσει την ομαλότητα[2].

ΙΙ. Η απαρχή της πολιτικής του καριέρας

  Η αναγνώριση των ικανοτήτων του νεαρού Καποδίστρια και των έως τότε υπηρεσιών του δεν άργησε να έλθει. Ο πληρεξούσιος της Ρωσίας στα Επτάνησα κόμης Γεώργιος Μοτσενίγκο το έτος 1803 τον διορίζει σε θέση γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Από τη θέση αυτή ο Καποδίστριας αποκτά εμπειρία διαχείρισης πολιτικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών ζητημάτων. Η ανήσυχη φύση του Καποδίστρια τον οδηγεί στην αναζήτηση κάθε φορά των καλύτερων δυνατών λύσεων σε κάθε πρόβλημα που αναφύεται με αξιοζήλευτη διορατικότητα και αποφασιστικότητα. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του ήταν η ολοκληρωτική και σφαιρική αντιμετώπιση των ζητημάτων τα οποία είχε να αντιμετωπίσει. Για παράδειγμα όταν ως γραμματέας του κράτους, διαπίστωσε έλλειψη από μορφωμένα άτομα κατάλληλα για να καταλάβουν θέσεις στη διοίκηση ζήτησε την έγκριση της Γερουσίας για να ιδρύσει σχολή ‘’επιμορφώσεως των υπαλλήλων που υπηρετούσαν ως δόκιμοι(esercente)’’ και που έως τότε προσπαθούσαν να μυηθούν στα μυστικά της δημόσιας υπηρεσίας παρακολουθώντας τους αρχαιότερους συναδέλφους τους. Προς τούτο πρότεινε μάλιστα και καθηγητές  το Γαβριήλ Στάμπιλε Παγάνο για το μάθημα της ηθικής, το Νικόλαο Δελβηνιώτη στα μαθήματα ιταλικής και ελληνικής γλώσσας, τον Αντώνιο Σιγισμόνδο Πάκμορ στο μάθημα καλλιγραφείας και τον εαυτό του στο μάθημα της΄΄ αισθητικής, της κρίσεως και της σκέψεως΄΄. Η Γερουσία υιοθέτησε εν τέλει τη πρόταση του Καποδίστρια και όρισε ότι όλοι οι υπάλληλοι της κεντρικής διοικήσεως και όσοι θα έστελναν οι  τοπικές διοικήσεις ήταν υποχρεωμένοι να φοιτήσουν στην εν λόγω σχολή[3]. Βέβαια είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε στην αρχή γιατί έλειπαν τα χρήματα. Στις 27 Ιουνίου 1806, ένα μήνα αφότου έπαψε να είναι γραμματέας του κράτους, η Γερουσία καθιέρωσε την υποχρεωτική φοίτηση στη σχολή όσων είχαν εγγραφεί και επίσης όρισε ότι κανένας νέος που δεν φοίτησε σε αυτήν δε θα διοριζόταν σε δημόσια υπηρεσία. ΄΄Οι δικαστικοί και οι άλλοι λειτουργοί΄΄,συνέχιζε η απόφαση της Γερουσίας΄΄ που θα κρατούσαν στις θέσεις τους υπαλλήλους αντίθετα προς τα διαταχθέντα, απολύονται της υπηρεσίας.΄΄[4] Και η απόφαση αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παρέμενε στα χαρτιά εάν δεν αναλάμβανε ο Καποδίστριας την διεύθυνση της σχολής τον Ιούνιο  του 1806 υπό την εποπτεία του οποίου η σχολή ευδοκίμησε

ΙΙΙ. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των Ρώσων αξιωματούχων

Τον Μάρτιο του 1804 ο Καποδίστριας τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου 6ου βαθμού από τον Τσάρο Αλέξανδρο[5], ενώ τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η Γερουσία εξέλεξε δεκαμελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα.  Ο Καποδίστριας διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Γεώργιο Δ. Μοτσενίγο, και είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εύνοια των Ρώσων αξιωματούχων. Αυτό σημαίνει ότι συχνά η ρωσική πολιτική όταν ήθελε να προάγει ή προστατεύσει τα συμφέροντα της στον ελλαδικό χώρο επιστράτευε τον Καποδίστρια για το σκοπό αυτό, επιδεικνύοντας ξεχωριστή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο και τις ικανότητες του. Για παράδειγμα στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας έθεσε υποψηφιότητα στην Κέρκυρα ωστόσο εξελέγη όγδοος σε ψήφους. Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς, οργανώνοντας την μυστική συνέλευση των κλεφταρματολών, όπου συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης).  Χαρακτηριστική της εμπιστοσύνης με την οποία οι Ρώσοι αξιωματούχοι περιέβαλαν τον Καποδίστρια είναι η συμπληρωματική διαταγή που ο Μοντσενίγο του επέδωσε στις 3 Ιουνίου 1807 όπου αναφερόταν΄΄ Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που έχουν εμπνεύσει το τάλαντο και η αγάπη προς την πατρίδα του ευγενούς κυρίου κόμη Ι.Καποδίστρια, κολλεγιακού συμβούλου της Α.Α.Μ. πασών των Ρωσιών, μας έκανε να αποφασίσουμε να του δώσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή εξουσιοδότηση, συμπληρώνοντας αυτή που του έδωσε η εξοχώτατη γερουσία, ώστε με την ιδιότητα του εκτάκτου επιτρόπου στην Αγία Μαύρα και στα άλλα ιονικά νησιά, να μπορέσει να προνοήσει για όλα τα θέματα που αναφέρονται στην άμυνα, όσο και κάθε άλλη ενέργεια, που σύμφωνα με το πνεύμα  από τις ιδιαίτερες μας οδηγίες θα έκρινε αρμόζουσα και θα την συνδύαζε με τις ενέργειες του μητροπολίτη της Άρτας και της ρωσικής στρατιωτικής διοικήσεως….΄΄[6]. Την εμπιστοσύνη αυτή ο Καποδίστριας τίμησε στο ακέραιο. Όταν ο Γάλλος στρατηγός Μπερτιέ (Berthier) του προσέφερε αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις ενώ όταν μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ (Ιούλιος 1807) τα Επτάνησα επανέρχονται στη Γαλλία ο Καποδίστριας αρνείται να υπηρετήσει το νέο γαλλικό καθεστώς.

 

 

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΩΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Ι. Εκλογή του Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη του ελληνικού κράτους

Ο Καποδίστριας εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στις 30 Μαρτίου 1827 με θητεία επτά ετών. Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη[7] αλλά τη πρωτοβουλία για τον διορισμό του στην θέση του κυβερνήτη ανήκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο οποίος ήταν αρχηγός του Αγγλικού κόμματος[8], με σύμφωνη γνώμη του Γεώργιου Καραϊσκάκη[9].[10] Πριν την αναχώρηση του για την Ελλάδα ο Καποδίστριας μεταβαίνει από την Πετρούπολη στο Λονδίνο και το Παρίσι όπου προσπαθεί να εξασφαλίσει την συγκατάθεση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων για το πρόσωπο του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας αλλά και για να ζητήσει μία γενναία οικονομική βοήθεια. Στα μέσα Οκτωβρίου ξεκινά για την Ελλάδα και ύστερα από μακρύ ταξίδι μέσω Ελβετίας και Ιταλίας αποβιβάζεται στη Μάλτα όπου τον ανέμενε ο Άγγλος ναύαρχος Κοδριγκτον για να συζητήσει μαζί του για την πολιτική την οποία προτίθετο να ακολουθήσει. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του επιβιβάζεται στο αγγλικό πολεμικό ΄΄Γουώρσπαιτ΄΄ με κατεύθυνση προς Αίγινα. Λόγω όμως κακών καιρικών συνθηκών και εμποδισμένο από ενάντιους ανέμους το πλοίο αλλάζει πορεία και προσορμίσθηκε στο λιμάνι του Ναυπλίου. Εκεί ο Καποδίστριας αποβιβάζεται και η υποδοχή του από το λαό είναι αποθεωτική καθώς βλέπει στο πρόσωπο του τον λυτρωτή του έθνους από τα εσωτερικά δεινά και τους εξωτερικούς εχθρούς.[11] Από τη στιγμή αυτή ξεκινά η διακεκριμένη πολιτική πορεία του στα ενδότερα της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Επόμενος σταθμός του Καποδίστρια είναι η Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στην οποία καταφθάνει τέσσερις μέρες αργότερα. Και εκεί η υποδοχή του είναι ενθουσιώδης καθώς πλήθος κόσμου αναμένει την αποβίβαση του στις αποβάθρες του λιμανιού. Η κορυβαντιούσα υποδοχή του επισφράγισε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την εκλογή του ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας από την Γ’ Εθνική Συνέλευση.

 

ΙΙ. Οι πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια

Σύμφωνα με τις αποφάσεις της  Γ’ Εθνικής Συνέλευσης που τον εξέλεξε, ο Κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη Συνέλευση. Και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αγνοήσει ο νέος Κυβερνήτης. Οι προσωπικές όμως αντιλήψεις του Καποδίστρια ήταν κάπως διαφορετικές. Ως οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας πίστευε ότι τα Συντάγματα και τα Κοινοβουλευτικά Σώματα ήταν πρόωρα για το ασύστατο ακόμα κράτος. Αυτό τον οδήγησε στο να αναλάβει μία σειρά από πρωτοβουλίες που κινούνταν σε μία περισσότερο απολυταρχική λογική δηλαδή σαν και αυτήν της ρωσικής αυλής στην οποία είχε θητεύσει ως διπλωματικός αντιπρόσωπος. Το αξιοσημείωτο όμως ήταν ότι ο Καποδίστριας μπορούσε να υποστηρίξει τις ιδιαίτερες αυτές επιλογές του. Οι προσωπικές του διπλωματικές ικανότητες, η πολιτική του δεινότητα, η δύναμη της πειθούς και του λόγου καθιστούσαν λυσιτελή κάθε πρωτοβουλία πολιτικού ανασχηματισμού που αναλάμβανε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Στις 26 Ιανουαρίου 1828 έλαβε χώρα η επίσημη τελετή ανάληψης των καθηκόντων του Κυβερνήτη και του «Πανελληνίου» δηλαδή του γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού στον Κυβερνήτη οργάνου της Κυβέρνησης το οποία αποτελούταν από 27 μέλη. Προηγουμένως στις 14 Ιανουαρίου είχε παραιτηθεί και επίσημα η Αντικυβερνητική Επιτροπή ενώ στις 17 Ιανουαρίου ο Κυβερνήτης είχε την πρώτη επίσημη συνάντησή του με το Νομοθετικό σώμα δηλαδή την Βουλή της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης. Ειδικά εξουσιοδοτημένη Επιτροπή του Σώματος, παρουσίασε στον Κυβερνήτη σύνοψη του έργου της καθώς και μνημόνιο με τα εκκρεμή ζητήματα, ώστε να ενημερωθεί πλήρως. Στην ίδια συνεδρίαση ο Καποδίστριας ζήτησε ως απαραίτητη αλλαγή προκειμένου να ασκήσει το κυβερνητικό του έργο, την αλλαγή ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος και συγκεκριμένα την διάλυση του ίδιου του νομοθετικού Σώματος. Το Βουλευτικό στη συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 1828 δέχτηκε τις προτάσεις του Καποδίστρια και με την «Πράξιν ΝΗ΄» αποφάσισε: α) την αυτοδιάλυσή του β) τη συγκρότηση γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού στον Κυβερνήτη οργάνου, το «Πανελλήνιον»,γ) τη συγκρότηση της «Γερουσίας»,δ) την κατάργηση των μέχρι πρότινος «Γραμματειών» (Υπουργείων) ε) την σύσταση μίας και μόνης «Γραμματείας της Επικράτειας»  .Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.

ΙΙΙ.Η κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα την εποχή της άφιξης του Καποδίστρια

Η κατάσταση στην Ελλάδα την εποχή της άφιξης του Καποδίστρια ήταν οικτρή. Στρατός και ναυτικό δεν υπήρχαν ενώ η εξουσία της ελληνικής κυβερνήσεως περιοριζόταν μόνο στην Αίγινα, στον Πόρο, στην Ελευσίνα, στα Μέγαρα και σε λίγα νησιά. Οι υπόλοιπες ελεύθερες περιοχές εξουσιάζονταν από τους τοπικούς άρχοντες ενώ στο Αιγαίο κυριαρχούσαν οι πειρατές.  Στις επαρχίες απουσίαζαν τελείως  οι διοικητικές αρχές ενώ οι αυθαιρεσίες των στρατιωτικών αντικατόπτριζαν τη συνήθη καθημερινότητα. Η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη ήταν ανύπαρκτες. Στο τόπο επικρατούσε η αναρχία και οι οξείες κοινωνικές συγκρούσεις ιδιαίτερα στα νησιά. Δεν υπήρχαν οργανωμένες κρατικές υποδομές ενώ ούτε το εμπόριο μπορούσε να ανθήσει εξαιτίας της πειρατείας και της ληστείας. Η αμοιβή της εργασίας ήταν αμφίβολη επειδή επικρατούσε το δίκαιο του ισχυροτέρου. Οι γεωργικές εργασίες είχαν εγκαταλειφθεί από το φόβο ότι δεν θα μπορούσε να γίνει η συγκομιδή ή τα προϊόντα θα αρπάζονταν από τους στρατιωτικούς ή από τον εχθρό. Το λαθρεμπόριο και η κιβδηλεία βρισκόταν σε έξαρση ενώ το κράτος δεν μπορούσε να εισπράξει τους φόρους λόγω έλλειψης υπαλλήλων. Οι ελάχιστοι δημόσιοι πόροι σφετερίζονταν από τους προκρίτους και τους ισχυρότερους οι οποίοι αγνοούσαν την Κυβέρνηση[12]. Μία γλαφυρή εικόνα των οικονομικών και βιοτικών συνθηκών της Ελλάδας δίνει ο ίδιος ο Καποδίστριας σε επιστολή του. Γράφει χαρακτηριστικά:΄΄ Από Καλαμάτας μέχρι Ναυπλίου, ούτε χωρίον υπάρχει εν, ούτε κώμη, ούτε πόλις, με στέγασμα το παραμικρόν. Εκτεταμένοι αμπελώνες αποκεχερσωμένοι, κοιλάδες πολύωροι, άλλοτε μεν σιτοπληθείς, σήμερον δε άφοροι και καταλελιμνάσαι υπό της πλημμύρας των ποταμών, χιλιάδες οικογενειών αναζητούσιν τας ευατών εστίας ανά μέσον των ερήμων και των συντριμμάτων΄΄

 Εκτός από τις υλικές καταστροφές, οι μετακινήσεις πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τις ελεύθερες πόλεις και τα νησιά συνέτειναν στην ερήμωση της υπαίθρου, αλλά και δημιούργησαν τεράστιο για την εποχή προσφυγικό ζήτημα.

IV. Oι προτεραιότητες του  Καποδίστρια

Όλα έπρεπε να αντιμετωπιστούν από την αρχή. Ο Καποδίστριας ξεκινούσε κυριολεκτικά από το μηδέν. Μοναδικό του εφόδιο ήταν η μεγάλη του αγάπη για την πατρίδα και η ακλόνιτη πίστη στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ανεπτυγμένου κράτους. Το διάστημα που βρισκόταν στο εξωτερικό παρακολουθούσε με πολλή επιμέλεια τα πράγματα στον ελλαδικό χώρο και γνώριζε ότι η κατάσταση που θα συναντούσε θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι της 1η Δεκεμβρίου έγραφε από την Αγκώνα:΄΄… Δεν με λανθάνουσιν όσα με προσμένουσιν άχαρα∙ουδέ διστάζων διψώ να ευρεθώ ταχίον εν μέσω των παντοίων στερήσεων, της τύρβης, της ακαστασίας, των παντοειδών κακομηχανιών και άλλων, εξ ων σύγκεινται σήμερον τα της Ελλάδος πράγματαν.΄΄ Όταν όμως έφθασε στην Ελλάδα γνώρισε την κατάσταση που ήταν κατά πολύ χειρότερη από αυτή που ανέμενε.

 Η βασική προτεραιότητα του Καποδίστρια για να αντιμετωπίσει αυτή την οικτρή κατάσταση ήταν να δημιουργήσει ένα συνεκτικό συγκεντρωτικό κράτος που να συνενώνει σε ένα κέντρο όλες τις επιμέρους τοπικές εξουσίες. Αυτό όμως έμελλε να είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι της αποστολής του. Περαιτέρω η δημιουργία ενός συνεκτικού κρατικού μορφώματος και η ανάπτυξη και εξάπλωση των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων που θα επέτρεπαν την οικονομική και πολιτική αυτοτέλεια και αυτάρκεια του νεοσύστατου κράτους απαιτούσε τη διατήρηση ενός μίνιμουμ επιπέδου πολιτικής, κρατικής και προσωπικής ασφάλειας των πολιτών. Δηλαδή η δημιουργία ενός χώρου ελευθέρων, ισότιμων και ασφαλών συναλλαγών ήταν το sine qua non μίας ελάχιστα αξιοπρεπούς οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας. Πως μπορούσαν όμως να συμβούν όλα αυτά χωρίς τα απαραίτητα οικονομικά μέσα;

Έπρεπε να υπάρξει ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας σε στεριά και θάλασσα, στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Έπρεπε να ανοικοδομηθούν οι πόλεις και τα χωριά και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κτιριακές υποδομές που θα υποστήριζαν την λειτουργία του κράτους.  Έπρεπε πρωτίστως να επιτευχθεί η άμεση και ικανοποιητική αναδιοργάνωση των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων ώστε να είναι σε θέση να υπερασπισθούν την εδαφική ακεραιότητα του κράτους. Έπρεπε να αντιμετωπισθούν παράλληλα μία σειρά πιεστικών προβλημάτων όπως η περίθαλψη των προσφύγων και των θυμάτων πολέμου, η εξαγορά αιχμαλώτων και άλλα που δημιουργούσαν μία ατμόσφαιρα καταθλιπτική.

Υπό το βάρος όλων αυτών των καθηκόντων ο 52χρόνος τότε Καποδίστριας αισθάνεται ότι βρίσκεται μπροστά στη κόλαση. Έτσι σε επιστολή του στις 20 Φεβρουαρίου 1828 προς τον αδελφό του Βιάρο στην Κέρκυρα έγραφε:΄΄… Και αν  έχης… διάθεσιν να αλλάξης την ειρηναίαν ζωήν σου με τον άδην, και θέλης να δοκιμάσης ολίγας τινάς ημέρας, ειμπορείς μετά του πλοιάρχου Γιαννίτση να κάμης και μίαν έξοδον μέχρι της Ελλάδος.΄΄[13]. Στο δύσκολο πάντως αυτό έργο ενίσχυαν τον Καποδίστρια η αγάπη και η εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων, αλλά και η ηθική ευαισθησία και φιλοπατρία του πρώτου.

 

V. Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Καποδίστρια

Η δημιουργία ενός κράτους απαιτεί την ύπαρξη μόνιμου πληθυσμού σε ορισμένη εδαφικά χώρα, οργανωμένου σε ένα νομικό πρόσωπο που έχει πρωτογενή πολιτική εξουσία. Ο Καποδίστριας με έναν λαό που τον βάραιναν τριακόσια εξήντα χρόνια δουλείας και επτά χρόνια πολεμικής δοκιμασίας έπρεπε να συνενώσει υπό την ομπρέλα ενός συμπαγούς νομικού προσώπου μία εθνική κοινότητα με ετεροειδή πολιτιστική ταυτότητα, συμφέροντα και ιστορία. Πρώτα από όλα λοιπόν θα έπρεπε να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας.

Ήταν ασφαλώς επηρεασμένος από τον τρόπο λειτουργίας των απολυταρχικών καθεστώτων στην ανατολή. Η προσωπική του όμως εμπειρία πιθανόν τον είχε πείσει για το πόσο λίγο αποτελεσματικές ήταν οι μοναρχίες αυτές. Το βέβαιο είναι ότι ο Καποδίστριας δεν είχε σκοπό να αντιγράψει τα πολιτειακά καθεστώτα της ανατολής.  Επιθυμία του ήταν να δημιουργήσει ένα κράτος με όσο το δυνατόν ευρύτερη εδαφική περιφέρεια και πληθυσμό και με ένα πολίτευμα που θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των προσφάτως απελευθερωθέντων Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά δεν είχε σκοπό να αντιγράψει ούτε το αγγλικό ούτε το γαλλικό πρότυπο διακυβερνήσεως. Στις χώρες αυτές το πολίτευμα ήταν περιορισμένη μοναρχία με σαφή τάση προς την κοινοβουλευτική μοναρχία.[14] Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί και ως περιορισμένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία γιατί λειτουργούσε Βουλή και οι Υπουργοί λογοδοτούσαν σε αυτήν. Ωστόσο το εκλογικό σώμα ήταν εξαιρετικά μικρό γεγονός που σημαίνει ότι η αντιπροσώπευση ήταν απλώς συμβολική.

Η αμέσως επόμενη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης ήταν αυτή του αμερικανικού μοντέλου που οι συντάκτες του Συντάγματος του 1827 δεν αγνοούσαν. Ωστόσο το Σύνταγμα της Τροιζήνας είχε αρκετές ανεφάρμοστες διατάξεις. Στο άρθρο 2 οριζόταν ότι η ελληνική επικράτεια ήταν μία και αδιαίρετη, στα άρθρα 3 και 4 ότι αποτελείται από επαρχίες που στράφηκαν εναντίον της Οθωμανικής Διοίκησης ενώ το Σύνταγμα επίσης όριζε ότι ο Κυβερνήτης θα ορκιζόταν να υπερασπίσει και διατηρήσει με όλες τις δυνάμεις του την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους. Τέτοιο όρκο όμως ήταν αδύνατο να δώσει καθόσον η συνθήκη του Λονδίνου το 1828 απέκλειε την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και προέβλεπε μόνο τη δημιουργία του ελληνικού κράτους που θα πλήρωνε φόρο υποτελείας στους Οθωμανούς. Ο Καποδίστριας ήταν αναγκασμένος τουλάχιστον σε μία πρώτη φάση να παραμερίσει το Σύνταγμα, χωρίς όμως να απαρνηθεί τις βασικές ιδεολογικές του σταθερές. Εξάλλου θα ήταν για τον ίδιο ανακόλουθο να απαρνηθεί τον ιδεολογικό προσανατολισμό του πολιτικού κειμένου που τον εξέλεξε ως εκλεκτό του για να χειριστεί την πολιτική εξουσία του έθνους. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας επιθυμούσε νομιμότητα θεμελιωμένη στο consensus και όχι στην απειλή ή τη χρήση βίας και εναντίον της βούλησης του κυρίαρχου λαού.

Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΝΕΟΙ ΘΕΣΜΟΙ  ΚΑΙ ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

 Ο Goete είχε προβλέψει ότι ο Καποδίστριας μη όντας στρατιωτικός δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στην εξουσία. Στη πραγματικότητα όμως ο Κερκυραίος πολιτικός παρέμεινε στην εξουσία περίπου τέσσερα χρόνια χωρίς να καταλύσει τις ελευθερίες του ελληνικού έθνους. Οι Έλληνες κατά την επαναστατική περίοδο προσπάθησαν να διατηρήσουν την ταυτότητα τους και για αυτό το λόγο προέταξαν την πίστη τους στην ορθοδοξία δηλώνοντας ταυτόχρονα τη διαφοροποίηση τους από τα δυτικοευρωπαικά πολιτιστικά πρότυπα. Ο Καποδίστριας όχι μόνο σεβάστηκε τη κοινή αυτή βούληση αλλά υπήρξε ίσως ο καλύτερος πρεσβευτής της πολιτιστικής παράδοσης των Ελλήνων. Στη διάρκεια του αγώνα διάφοροι Έλληνες που ήταν επηρεασμένοι από τη Δύση αναζητούσαν στα κράτη αυτά τα πρότυπα στα οποία θα έπρεπε να θεμελιωθεί θεσμικά το νεοσύστατο κράτος. Ο Καποδίστριας δεν αγνοούσε τη δυτική παράδοση, όμως ήθελε οι θεσμοί του ελληνικού κράτους να αντιστοιχούν στη δική του παράδοση.

Ωστόσο  οι πιεστικές ανάγκες της καθημερινότητας και  η εξαθλιωμένη αλλά και σε μεγάλο βαθμό διχασμένη ελληνική κοινωνία απαιτούσε εκ μέρους του Κυβερνήτη τη λήψη δραστικών  θεσμικών μέτρων. Και το πρώτο αναγκαίο βήμα ήταν η δημιουργία της πρώτης προσωρινής διοικήσεως. Όσο όμως θα διαρκούσε ο πόλεμος και το Ελληνικό ζήτημα θα παρέμενε εκκρεμές, έπρεπε κατά τη σκέψη του Καποδίστρια να υπάρχει ένα κυβερνητικό σχήμα που να παρέχει στον Κυβερνήτη αποφασιστική αρμοδιότητα χωρίς πολλαπλές δεσμεύσεις από άλλα πολιτικά όργανα και χωρίς περιττούς γραφειοκρατικούς περιορισμούς. Εξάλλου ήταν σαφές για τον Καποδίστρια ότι οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πολιτική ήθελε να εφαρμόσει θα συναντούσε αντίδραση από ισχυρές κοινωνικές και οικονομικές ομάδες όπως οι γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου και οι πλοικτήτες της Υδρας.  

Η πολιτειακή μεταβολή πραγματοποιήθηκε με το ψήφισμα της Βουλής ΝΗ΄ της 18 Ιανουαρίου 1828. Έτσι προκηρύχθηκε η σύγκληση της Εθνικής Συνελεύσεως τον Απρίλιο 1828, καθορίσθηκε η ΄΄ προσωρινή Διοίκηση της Επικρατείας΄΄ και αυτοδιαλύθηκε η Βουλή. Το  ψήφισμα ΝΗ΄της Βουλής συμπληρώθηκε με το Ψήφισμα Ά του Κυβερνήτη της 20ης Ιανουαρίου 1828, όπου κυρίως επαναλαμβάνονταν οι διατάξεις που αφορούσαν το Πανελλήνιον και οριζόταν ο αριθμός των μελών σε 27. Το πιο σημαντικό στοιχείο της πολιτειακής μεταβολής ήταν ότι η νομοθετική εξουσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, που το ασκούσε με τη βοήθεια του γνωμοδοτικού συμβουλίου(Πανελλήνιον). Το σύστημα αυτό ήταν ένα είδος Προεδρικής Δημοκρατίας με την εξουσία του Προέδρου ενισχυμένη προσωρινά λόγω των έκτακτων περιστάσεων. Το υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος ονομαζόταν ΄Ελληνική Πολιτεία΄΄  και ο Κυβερνήτης President de la Grece.

 Η πολιτειακή αυτή μεταβολή ίσως ξενίζει σε πρώτη φάση. Ωστόσο εάν αναλογιστεί κανείς την τραγική οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας και το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό κατεχόταν από τους Οθωμανούς δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει ότι η εφαρμογή της πολιτικής δημοκρατίας που καθιέρωνε το Σύνταγμα της Τροιζήνας ήταν στην πράξη ανεφάρμοστη.  Με τη μεταβολή εξάλλου αίρονταν η αντίφαση που υπήρχε ανάμεσα στην απόφαση για την εκλογή του Κυβερνήτη και  στην πολιτική δημοκρατία που ευαγγελιζόταν επισήμως. Εν τελεί η διάλυση της Βουλής οίκοθεν αποτελούσε εφ αυτού ένα στοιχείο πολιτικής νομιμοποίησης και καταδεικνύει το σεβασμό που έτρεφε ο Καποδίστριας στην νομιμότητα και τη συνταγματική τάξη και παράδοση της χώρας[15].

Ι. Το πολιτικό πρόβλημα

Ο Καποδίστριας είχε επίγνωση των  τεράστιων δυσκολιών που θα είχε η προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας. Ωστόσο ο δυναμικός χαρακτήρας δεν του επέτρεπε επ ουδένι να παρατήσει την προσπάθεια αυτή. Η μεγάλη διπλωματική και πολιτική εμπειρία του παρείχε  την απαραίτητη γνώση και αυτοπεποίθηση για να οδηγήσει το έθνος στην δημιουργία του πρώτου πραγματικά ανεξάρτητου κράτους, ύστερα από πολλούς αιώνες σκλαβιάς και υποδούλωσης. Το πρόβλημα ωστόσο βρισκόταν αλλού. Ο Καποδίστριας είχε να αποφασίσει μεταξύ δύο σφόδρα αντίρροπων θεσμικών επιλογών. Η μία ήταν ο πλήρης σεβασμός στην αρχή της δημοκρατικότητας που καθιέρωνε το Σύνταγμα της Τροιζήνας και την οποία ασπαζόταν και ο ίδιος. Και η άλλη ήταν η πρακτική ανάγκη να εξασφαλιστούν άμεσα εκείνοι οι πολιτικοί όροι που θα του επέτρεπαν να βάλει εμπρός το μεγαλεπήβολο πολιτικό του όραμα για μία ανθηρή, ανεξάρτητη και περήφανη Ελλάδα. Ποια όμως πρόσωπα θα έπρεπε να επιλέξει για κοντινούς του συνεργάτες; και ποια πρόσωπα θα έπρεπε να τοποθετήσει ως μέλη στο γνωμοδοτικό συμβούλιο ώστε να εξασφαλισθεί  η συμμετοχή στην εξουσία των διαφόρων πολιτικών προσώπων και ομάδων και να αποτραπεί μία πιθανή αντίδραση τους στο έργο του. Τα τρία κόμματα, αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό ήταν ακμαία ενώ υπήρχαν επίσης ισχυρές αντιθέσεις και αντιζηλίες γεννημένες από τοπικιστικό πνεύμα.

Οι κοινωνικές τάξεις ήταν σαφώς διαχωρισμένες και είχαν αντίθετα συμφέροντα. Από τη μία ήταν η τάξη των προκρίτων, των οικονομικά ισχυρών, τα μέλη της οποίας είχαν συμμετάσχει στην λειτουργία των προηγουμένων κυβερνήσεων και οι οποίοι έβλεπαν την εκλογή του Καποδίστρια στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα με καχυποψία καθώς απειλούσε ευθέως τη δική τους πολιτική αυτονομία αλλά και τη συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα[16]. Από την άλλη πλευρά υπήρχε η τάξη των ναυτών και τεχνιτών και κυρίως του αγροτικού λαού που στήριζε τις ελπίδες για καλυτέρευση του βιοτικού του επιπέδου στο νέο άφθαρτο και πολλά υποσχόμενο Κυβερνήτη. Η τάξη αυτή δεν διέκειτο ευνοϊκά προς τη τάξη των προκρίτων καθώς θεωρούσε ότι την  εκμεταλλεύονταν και χρησιμοποιούσε την οικονομική της ισχύ για να ενδυνάμωσει έτι περαιτέρω την κοινωνική της θέση. Υπήρχαν επίσης και οι Φαναριώτες οι οποίοι αξίωναν να έχουν το προνόμιο να χρησιμοποιούν το έθνος για την υποστήριξη των συμφερόντων τους και οι λόγιοι που επιζητούσαν να χρησιμοποιηθούν στις δημόσιες υπηρεσίες[17].

Ο Καποδίστριας προσπάθησε να συγκεράσει τις αντικρουόμενες απόψεις επιλέγοντας με προσοχή τα πρόσωπα που θα τοποθετούσε σε θέσεις ευθύνης. Επιδίωξε κατά πρώτον να συμμετέχουν πρόσωπα που θα έχουν τα κατάλληλα προσόντα και ικανότητες για να ανταποκριθούν στο δύσκολο έργο τους. Παράλληλα όμως προσπάθησε να ικανοποιήσει κατά το δυνατόν τις δίκαιες προσωπικές φιλοδοξίες αλλά και να ικανοποιηθούν τα τρία κόμματα όπως και οι διάφορες περιοχές της χώρας ώστε να αποφευχθούν δυσαρέσκειες και παρεξηγήσεις που θα επιβράδυναν την εξέλιξη των πολιτικών του σχεδίων.

α. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

    Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχαν διαμορφωθεί τρεις αντίρροπες μεταξύ τους δικαιοταξίες: η οθωμανική, η επίσημη- βυζαντινή και η λαϊκή ή δημοτική. Φορέας τη πρώτης ήταν ο τούρκος δυνάστης, το δίκαιο του οποίου είχε αντικαταστήσει το δημόσιο βυζαντινό δίκαιο και το συναλλακτικό. Φορέας της δεύτερης ήταν ο Κλήρος που εφάρμοζε με βάση τα ΄΄ προνόμια΄΄ αρχικά στο οικογενειακό αργότερα όμως και σε ολόκληρο το ιδιωτικό, αποκλειστικά το επίσημο βυζαντινό δίκαιο που περιεχόταν στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου. Φορέας τέλος της δημοτικής παραδόσεως ήταν οι κοινότητες, οι συντεχνίες και οι συντροφίες που εφάρμοζαν το λαϊκό εθιμικό δίκαιο, το οποίο σε ορισμένες περιοχές είχε αρχίσει από τα μέσα του 17ου αιώνα να κωδικοποιείται αλλά παράλληλα ίσχυε και υπό άγραφη μορφή, εφαρμοζόμενο στη περίπτωση αυτή με βάση τις γενικές ρήτρες του ελληνικού δικαίου. Παράλληλα το λαϊκό δίκαιο στη προσπάθεια του να ανταποκριθεί στις συνεχώς εξελισσόμενες ιστορικές  προϋποθέσεις είχε αρχίσει να εφαρμόζει για την επίλυση των εμπορικών διαφορών το Γαλλικό Εμπορικό Κώδικα του 1807. Ο Κώδικας αυτός είχε με τη πρωτοβουλία των εμπορικών ΄΄ συστήμάτων΄΄ μεταφρασθεί στα ελληνικά και είχε εκδοθεί το 1817 στη Βιέννη και το 1820 στο Παρίσι[18].

 Η οργάνωση της δικαιοσύνης στα πλαίσια της προσπάθειας για τη συγκρότηση ενός κράτους που θα εντασσόταν ΄΄ μεταξύ των πεπολιτισμένων εθνών της Ευρώπης΄΄ αποτέλεσε πρωταρχικό μέλημα των Ελλήνων του 1821. Ήταν όμως απαραίτητη η ύπαρξη επιστημονικής καλλιέργειας του δικαίου για να κατευθύνει σωστά τη νομοθετική πολιτική και να τη προσαρμόσει στη πράξη. Η προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου ενιαίου κράτους πέρασε από τρία διαδοχικά στάδια ·  τα τοπικά πολιτεύματα,  τις επαναστατικές συνελεύσεις και τη περίοδο διακυβερνήσεως του Καποδίστρια στην οποία επιτυγχάνεται συγκρότηση ενιαίου κράτους με σταθερή κυβέρνηση[19].

Τα τοπικά πολιτεύματα οργανώνουν τη δομή της εκτελεστικής εξουσίας και προβλέπουν τη σύσταση δικαστικών οργάνων(κριτών, θεωρητών) σε πρώτο και δεύτερο βαθμό καθώς και Ανωτάτων Κριτηρίων που διορίζονταν από τις τοπικές διοικήσεις. Τα τοπικά πολιτεύματα ήταν η διακήρυξη των Καλτέζων(26 Μαίου 1821), ο Γενικός Οργανισμός Πελοποννήσου(Ιούλιος 1821), Οργανισμός Πελοποννησιακής Γερουσίας(27  Δεκεμβρίου 1821), Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας( 15 Νοεμβρίου 1821),  Οργανισμός Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας(9 Νοεμβρίου 1821), η Βουλή της Θετταλομαγνησίας(11 Μαίου 1821),  η Έκθεση του Τοπικού Συστήματος της  Σάμου (Μάιος 1821) και το Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης(20 Μάιου 1822). Τα πρώιμα αυτά συνταγματικά κείμενα με εξαίρεση τη περίπτωση της  Σάμου, δεν μπόρεσαν να εφαρμοσθούν στη πράξη ενώ ήταν από τη φύση τους θνησιγενή καθώς η εφαρμογή τους υπερκεράστηκε από τη ψήφιση συνταγμάτων εθνικής εμβέλειας από τις εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας.

 

 

β. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΌ ΚΡΑΤΟΣ

Η ανάγκη ψήφισης νόμων και ίδρυσης δικαστηρίων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας, ήταν μία προϋπόθεση sine qua non για τη συγκρότηση μιας ευνομούμενης πολιτείας. Ο Καποδίστριας φαίνεται ότι το αντιλαμβάνεται αυτό και παράλληλα με τα άλλα καθήκοντα του δίδει ιδιαίτερη σημασία στην οργάνωση του δικαστικού συστήματος του νεοσύστατου κράτους. Λίγο μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, υπέβαλε ορισμένες απόψεις στο Πανελλήνιο, ως βάση των συζητήσεων για την οργάνωση της δικαιοσύνης. Την απονομή της δικαιοσύνης την ασκούσαν συνήθως ΄΄δικαστικαί επιτροπαί΄΄ ενώ όχι σπάνια αναλάμβαναν να εφαρμόσουν το δίκαιο και τα όργανα της διοίκησης (οι Έπαρχοι και οι δημογέροντες), όπως και οι αρχιερείς, ακολουθώντας την παλαιότερη παράδοση[20]. Η έλλειψη νομομαθών ήταν αισθητή. Την έλλειψη αυτή την κάλυψαν, ως ένα βαθμό, οι νομομαθείς Βιάρος Καποδίστριας και Ιωάννης Γονατάς  και ορισμένοι άλλοι που είχαν σπουδάσει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ο Κυβερνήτης ήθελε να επισπεύσει την οργάνωση της δικαιοσύνης και τασσόταν υπέρ  της διατήρησης των παραδοσιακών πηγών δικαίου (βυζαντινορωμαϊκού και εθιμικού). Γι’ αυτό υπέβαλε στο Πανελλήνιο έναν προσωρινό οργανισμό, έργο του Βιάρου. Η καθυστέρηση του Καποδίστρια να εισαγάγει αμέσως μία ολοκληρωμένη γραπτή νομοθεσία  οφειλόταν στην προσπάθεια του να προσαρμόσει αυτή στις συνήθειες των Ελλήνων. Mε το ψήφισμα 10 της 29ης Μαρτίου 1828 συγκροτείται τριμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή από τους Ιωάννη Γεννατά, Χριστόδουλο Κλωνάρη και Γρηγόριο Σούτσο για τη σύνταξη κωδίκων ,αστικού και ποινικού, καθώς και πολιτικής δικονομίας. Τα μέλη της επιτροπής δεν ήταν σύμφωνα για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να οργανωθεί η δικαιοσύνη. Ο Γεννατάς υποστήριζε τον συγχρονισμό της δικαιοσύνης με τις νομοθεσίες των ΄΄πεπολιτισμένων Εθνών της Ευρώπης΄΄ ενώ ο Κλωνάρης γνωρίζοντας καλύτερα την Ελλάδα επέμεινε στην ανάγκη αναγνώρισης της νομικής πραγματικότητας που επικρατούσε στην πράξη. Με την άποψή του Κλωνάρη συντάχθηκε αργότερα και ο Καποδίστριας που έβλεπε πως ενώ τα σχέδια που πρότεινε ο Γεννατάς, νομικός με σπουδές στην Ιταλία και ιδιαίτερη μόρφωση ήταν θεωρητικά άρτια, δεν ήταν κατάλληλα για τη χώρα. Θα ήταν επομένως ΄΄παράτολμον… να εφαρμοστούν συστήματα των οποίων ουδέ έν στοιχείον διεδοκιμάσθη υπό της πείρας΄΄[21].

 Υπό τις συνθήκες αυτές η επιτροπή   αποφάσισε να συγκεραστούν οι δύο κύριες πηγές που εφαρμόζονταν στην Ελλάδα δηλαδή το επίσημο Βυζαντινορρωμαϊκό και το λαϊκό εθιμικό δίκαιο και να γίνεται συμπληρωματική προσφυγή σε άλλες πηγές όπως ο γαλλικός εμπορικός κώδικας για το ιδιωτικό και η γενική ρήτρα της επιείκειας για το ποινικό δίκαιο. Η νομοθετική αυτή η επιλογή εκφράζεται στο ψήφισμα ΙΘ΄ της 15ης  Δεκεμβρίου 1828 ΄΄Περί διοργανισμού των  δικαστηρίων΄΄

Το λαϊκό εθιμικό δίκαιο αναγνωρίζεται εμμέσως με το άρθρο 3 του ΙΘ΄ ψηφίσματος που επιτρέπει την εξώδικη εκδίκαση των πολιτικών και εμπορικών διαφορών από διαιτητές που δίκαζαν κατά το λαϊκό δίκαιο. Για πρώτη φορά το νομοθετικό πρόβλημα της χώρας αντιμετωπίζεται σωστά με την αναγνώριση έστω και εμμέσως της αρχής της ισοτιμίας του εθίμου με το νόμο που θα επέτρεπε τη σταδιακή ανασύνδεση του νεοελληνικού δικαίου προς το παρελθόν από τη μία πλευρά και την προσαρμογή του προς τις ισχύουσες ιστορικές προϋποθέσεις από την άλλη Το ψήφισμα ΙΘ΄(άρθρο 38) θεσπίζει ότι μέχρι τη σύνταξη  του νέου  ποινικού κώδικα τα δικαστήρια θα δικάζουν σύμφωνα με το Απάνθισμα των Εγκληματικών και κατ επιείκεια. Παρατηρούμε και εν προκειμένω ότι  περιορίζεται η έκταση εφαρμογής του βυζαντινού Ποινικού δικαίου προς όφελος του λαϊκού εθιμικού.

Με το ψήφισμα της 16ης  Απριλίου 1826 οριζόταν ότι τα κενά του Απανθίσματος συμπληρώνονταν από τους βυζαντινούς ποινικούς νόμους που περιέχονταν στο 6ο βιβλίο της Εξαβίβλου.  Τα κενά αυτά επίσης θα καλύπτονται από την επιείκεια, δηλαδή από τη γενική ρήτρα του Απάνθισματος των Εγκληματικών αλλά και του λαϊκού εθιμικού δικαίου.

Με το ψήφισμα ΄Λ της 6ης Μαΐου 1829 εκδίδεται η εγκληματική διαδικασία (ποινική δικονομία) που αποτελείται από 160 άρθρα, με πρότυπο τον γαλλικό ποινικό κώδικα.  Με το νομοθέτημα αυτό επιχειρείται βαθιά τομή στον τομέα του Ποινικού δικαίου γιατί για πρώτη φορά τον ελληνικό κράτος εκδηλώνει την πρόθεσή του να αναλάβει την άσκηση της ποινικής δικαιοσύνης αφαιρώντας από μεμονωμένα άτομα και ομάδες το δικαίωμα να αποφασίζουν πάνω στα σχετικά θέματα.  Η επίλυση για παράδειγμα διαφορών που προέρχονταν από ανθρωποκτονίες ήταν υπόθεση των συγγενών του θύματος οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν την ποινική αγωγή και να συμβιβαστούν με το φορέα είτε από καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Οι αντιλήψεις αυτές ήταν συνέχεια των αντίστοιχων ρυθμίσεων του βυζαντινού Ποινικού δικαίου και εφαρμόζονταν στην πράξη όχι μόνο πριν αλλά και μετά την επανάσταση. Αντίθετα η νομοθετική πολιτική κατά την καποδιστριακή περίοδο αποσκοπούσε στην υπαγωγή των ποινικών διαφόρων και ιδιαίτερα των ανθρωποκτονιών στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων[22] .Η νέα ποινική δικονομία καθιερώνει ότι στα εγκλήματα είναι διπλή η αγωγή, δημόσια και ιδιωτική. Η δημόσια αγωγή κινείται δια της εφαρμογής των ποινών από τους δημόσιους υπουργούς ενώ η  ιδιωτική αγωγή αποβλέπει στην επανόρθωση της ζημιάς και ανήκει μόνο σε αυτούς που βλάφθηκαν από το έγκλημα και ασκείται με την προϋπόθεση ότι έχει κινηθεί δημόσια αγωγή. Αυτό σημαίνει πως τα άτομα δεν μπορούν πια να υποκαταστήσουν στο κράτος στον προσδιορισμό των εγκλημάτων και την επιβολή των κυρώσεων αλλά θα πρέπει να περιοριστούν στην αποκατάσταση της ζημιάς. Η παραίτηση της πολιτικής αγωγής δεν κωλύει ούτε αναβάλλει τη δικονομική εξέλιξη της δημόσιας αγωγής . Την ίδια περίοδο εισάγεται και ο εισαγγελικός θεσμός στην ελληνική έννομη τάξη με το υπ’ αρίθμ. 10/15-12-1828 ψήφισμα «περί διοργανισμού των δικαστηρίων», το οποίο αφορούσε τη σύσταση δικαστηρίων στο νεοπαγές ελληνικό κράτος και μεταξύ άλλων προέβλεπε την ύπαρξη συγκεκριμένου οργάνου ως «δημοσίου κατήγορου»[23]. Με την εισαγωγή του θεσμού αυτού επανακαθορίστηκε η δομή του κατηγορητικού συστήματος της ποινικής δίκης το οποίο ισχύει με διάφορες προσθήκες και βελτιώσεις έως σήμερα. Αξιολογώντας τη διαμόρφωση της νέας δικονομίας μπορούμε να πούμε ότι απώτερος σκοπός της ήταν ο περιορισμός της αυθαιρεσίας στον τομέα του Ποινικού δικαίου και η προσαρμογή του δόγματος του  στις παραδοχές των αρχών που επικρατούσαν ως επί το πλείστον στις περισσότερες από τις έννομες τάξεις των δυτικών κρατών.  

Κριτική αποτίμηση της πολιτικής συνεισφοράς του Ιωάννη Καποδίστρια  

Η πολιτική διαδρομή του μοναχικού Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια υπήρξε μία αδιάψευστη μαρτυρία του ταραχώδους βίου της ελληνικής πολιτείας. Ο ίδιος δε θα μπορούσε να αποστεί από μία τέτοια προοπτική. Μέσα στον ορυμαγδό των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών των αρχών του 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο, εμφανίζεται απροσδόκητα στη κεντρική πολιτική σκηνή μία ιδιαίτερη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ένας καλλιεργημένος διπλωμάτης, με αριστοκρατική καταγωγή αλλά συνάμα απολυταρχικό και κάθετο λόγο φιλοδοξεί να ανασυστήσει σχεδόν εκ του μηδενός ένα έθνος και ένα κράτος που επί τετρακόσια περίπου ολόκληρα χρόνια ευρίσκετο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απέναντι του δεν έχει μόνο την οικτρή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που επικρατεί από άκρη σε άκρη σε όλο τον ελληνικό εδαφικό χώρο αλλά και τις οργανωμένες φατρίες και συμφέροντα που πασχίζουν να διατηρήσουν τα προνόμια που με τόσες θυσίες κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μετά τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις με τον εχθρό.

Το όραμα του φιλόδοξου Κυβερνήτη είναι μεγαλόπνοο. Ο Κερκυραίος πολιτικός θέλει να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που να λειτουργεί κατά τα πρότυπα των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης και να σέβεται παράλληλα τις ιδιαίτερες παραδόσεις και αρχές που καθοδηγούν τη ζωή του έθνους επί πολλούς αιώνες. Η δραστηριότητα του απλώθηκε σε όλους τους τομείς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα επιφέρει θεσμικές και κοινωνικές μεταβολές και εισάγει νέους θεσμούς και νοοτροπίες που σε άλλα κράτη χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να εγκολπωθούν. Πολλές από τις καινοτόμες μεταρρυθμίσεις του επιβιώνουν έως τις ημέρες μας όπως για παράδειγμα οι βασικές αρχές οργάνωσης της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της παιδείας. Ένα τεράστιο έργο που συντελέστηκε μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής αστάθειας και ανωμαλίας. Ο Καποδίστριας ενδιαφέρθηκε ειλικρινά για την πολιτιστική και κοινωνική ανύψωση του ελληνικού έθνους. Ένας ακέραιος χαρακτήρας, έντιμος και θερμός πατριώτης και ανιδιοτελής. ​ Παρά την αυταρχικότητα με την οποία τού καταλογίζουν ότι άσκησε την εξουσία, πρόσφερε ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του για να σώσει ένα έθνος από τα πρόθυρα της καταστροφής Ο ίδιος αρνήθηκε σύνταξη από τη Ρωσία, για να μη θεωρηθεί ότι μισθοδοτούνταν από τους ξένους ενώ δεν λάμβανε τον μισθό του. Δυο φορές θέλησαν να του δώσουν κάποια χορηγία, για να έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αρχηγός κράτους προς τους ξένους και τις δυο φορές αρνήθηκε. Ξόδεψε όλη του την περιουσία για τις ανάγκες της πατρίδας και πούλησε ακόμα και τις πολύτιμες πέτρες από τα παράσημά του. Ο Καποδίστριας αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού και αγάπης όχι μόνο εντός Ελλάδος αλλά και εκτός, στη Ρωσία, όπου έκτισε το πολιτικό του όνομα, αλλά και στην Ελβετία, η οποία μάλιστα τον έχει ανακηρύξει εθνικό της ήρωα. Έκανε όμως και πολλούς εχθρούς και πολλούς που αμφισβητούν ακόμα και σήμερα την πολιτική του συνεισφορά στην αναγέννηση του έθνους. Και αυτό ίσως οφείλεται εν πολλοίς στον  τρόπο με τον οποίο πολιτεύθηκε και προσπάθησε να κυβερνήσει το νεοσύστατο κράτος. Επηρεασμένος από τη προϋπηρεσία του στη Ρωσική διπλωματία εφάρμοσε ενίοτε απολυταρχικές μεθόδους πιστεύοντας ότι έτσι ο τόπος θα κυβερνηθεί με ασφάλεια.  Ενδιαφερόμενος πραγματικά για την πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση των αγροτικών μαζών και τη συντριβή της αντίστασης των τοπικών συμφερόντων ήταν υποχρεωμένος να συγκρουστεί με το πολιτικό κατεστημένο της εποχής του. Και δυστυχώς εναντίον του εξεγέρθηκαν  παλιοί αγωνιστές και προύχοντες, εκείνοι δηλαδή που συνέβαλλαν τα μάλα στο κοινό αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους. Φαίνεται ίσως  ότι δύσκολα θα μπορούσε να μετουσιωθεί η χώρα σε ένα σύγχρονο κράτος χωρίς την προσφυγή σε κάποιας μορφής  αυταρχικότητα. Αυτό όμως αποτέλεσε το τρωτό σημείο της εσωτερικής πολιτικής του.  Το ότι προσπάθησε να επιβάλλει στον ανήσυχο πολιτικά ελληνικό λαό που μόλις είχε κερδίσει με θυσίες την ελευθερία, την υλοποίηση  των μεγαλόπνοων σχεδίων του. Δεν γνωρίζουμε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν ο Καποδίστριας είχε ακολουθήσει μία πιο μετριοπαθή και συμβιβαστική πολιτική  κατά τη περίοδο της διακυβέρνησης του. Ένα όμως είναι βέβαιο, ότι η αγωνιστικότητα και το πολιτικό σθένος του Ιωάννη Καποδίστρια ενέπνευσε τις διάδοχες γενεές των Ελλήνων αγωνιστών εξυμνώντας έτι περαιτέρω την ιδέα της εθνικής Παλιγγενεσίας και καλλιεργώντας με τον πιο ευγενικό τρόπο τα φιλοεθνικά και πατριωτικά συναισθήματα των απογόνων των πρώτων αυτών αγωνιστών.

 

 

 

 

 

 



[1]  Ο Αντώνιος-Μαρία Καποδίστριας ή αλλιώς Αντωνομαρίας, όπως το φώναζαν οι γνωστοί του, ήταν το τέταρτο παιδί του Βιάρου και της Στέλας Κουαρτάνου και εγγονός του Αντωνίου(και της Mπελάντας Petretin) και δισέγγονος του Ιερώνυμου Καποδίστρια, του αρχηγέτη του κλάδου  των Καποδίστρια de la contrada delle mura(της συνοικίας των τειχών). Ο Αντώνιος ήταν ένα από τα δύο αδέλφια που παρουσιάζονται ότι τιμήθηκαν από το δούκα της Σαβοίας Κάρολο Εμμανουήλ ΄Β με το τίτλο του κόμη. Η οικογένεια ήταν γραμμένη στο παράρτημα(agiunta) του libro doro ή libro de cittadini Corciresi με πρώτη εγγραφή το 1679 και στο libro delle famiglie nobili della magnifica citta di Corfu  και κάτω από τον τίτλο Capodistria Latini, δηλαδή Καποδίστρια που δεν είχαν κερκυραική καταγωγή. Αλλά δεν ήταν ανάμεσα στις οκογένειες που είχαν τον τίτλο του κόμη. Βλ αναλυτικά Πλουμίδης Γεώργιος Σ. Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων Σπουδαστών Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών της Παδούης, Μέρος Β'. Legisti 1591-1809,Επιμετρον Μερος A, Αrtisti, Ανάτυπον  εκ του ΛΗ(1971) τόμου της επετηρίδος της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών(Αθήναι. 1971)

[3] Γρ. Δαφνής, Ιωάννης Α.Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους,2η  εκδ., Κάκτος,2018,σ.183-184

[4] Σπ.Θεοτόκης, Περί της εκπαιδεύσεως εν Επτανήσω,1453-1864,Κερκυραικά Χρονικά, τομ V,1956, σ. 34-35

[5] Arsh Grigori, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία, εκδ Ασίνη,Αθήνα, 2015,σ.144

[6] Γρ. Δαφνής, Ιωάννης Α.Καποδίστριας, ο.π. σ. 204

[7] Κ.Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860-1872, Βιβλίο 15, κεφ. Α΄ παρ. 7

[8] Ο Κολοκοτρώνης είχε καταλάβει ότι χωρίς την αγγλική υποστήριξη δεν μπορούσε να δημιουργηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η Μεγάλη Βρετανία ως  θαλασσοκράτειρα, επιθυμούσε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της Μεσογείου. Σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνε τους Ρώσους να αποκτήσουν βάσεις σε αυτή τη θάλασσα. Η υποστήριξη τους προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακριβώς προς το σκοπό να παρεμποδίσει το δρόμο της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο.

[9] Τ.Βουρνάς,. Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας(1821-1909)ά τομ.,εκδ Πατάκη, Αθήνα 1997,σ.137 επ.

[10] Για το λόγο αυτό ο Κολοκοτρώνης απέσπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Ωστόσο η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας εξαιτίας της προηγούμενης θητείας του στη ρωσική διοίκηση

[11] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,εκδ Αθηνών,τ.Ι΄Β(1821-1832),Αθήνα, 1975,σ.480

[12]  Α.Βροκίνη, Σύντομος Αφήγησις του Βίου του Ιωάννου Καποδίστρια,ο.π.σ.25,  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π. σ.482

[13] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π.

[14] Γρ. Δαφνής, Ιωάννης Α.Καποδίστριας. Η γένεση του ελληνικού κράτους,ο.π. σ.556

[15] Το σεβασμό προς τους νόμους και την ουσιαστική δημοκρατικότητα ο Καποδίστριας τόνισε σε λαμπρή προκήρυξη που απηύθυνε στις 20 Ιανουαρίου προς τον λαό

[16] Η τάξη των προκρίτων ήταν χωρισμένη σε δύο ομάδες ήτοι στους αστούς μεγαλοκεφαλαιούχους  των νησιών και στους μεγάλους γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου. Η διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ομάδων διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της επαναστάσεως ήδη από τα πρώτα χρόνια της εξάπλωσης της.

[17] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π.σ.484

[18] Ιστορία του  Ελληνικού Έθνους,ο.π.σελ.593

[19] Η.Δαγκλής, Ποινική Ευθύνη Υπουργών, Δογματική, συγκριτική και ιστορική επισκόπηση, εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη,2021, σελ 65 επ

[20] Τη περίοδο αυτή ως πηγή δικαίου, χρησιμοπούνται συχνά τα κατά τόπους νομικά έθιμα (κυρίως για το κληρονομικό και το οικογενειακό δίκαιο), βαθιά συνδεδεμένα με τις παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας.

[21] Ιστορία του  Ελληνικού Έθνους,ο.π.σελ.599

[22] Η πρόθεση αυτή εκδηλώνεται στο άρθρο 1 του Ψηφίσματος ΙΘ΄ σε μορφή γενική

[23] Δημόπουλος Π., Η εισαγγελία, εκδ. Α.Σάκκουλα 2004,σ.37 επ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ