TΟ ΕΙΔΙΚΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ Δ΄ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΟ «ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟ » ΚΑΙ ΤΟ Ν 3691/2008.
«Δίκη δΆ υπέρ ύβριος ίσχει ές τέλος εξελθούσα… »
Μελέτη
Του ΑΝΤΩΝΗ Π.ΑΡΓΥΡΟΥ
Δικηγόρου του Πανεπιστημίου Αθηνών
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1.-Eίναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρχει ως υψίστη λειτουργία του πολιτεύματος αν δεν είναι Ανεξάρτητη, πράγμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Με τις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος καθιερώνεται, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της δικαστικής λειτουργίας, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των φορέων της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη προς τις δύο άλλες λειτουργίες.
Η συνταγματική αυτή προστασία καλύπτει τον ευρισκόμενο στην ενέργεια δικαστή, του οποίου διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, και το συνταξιοδοτικό καθεστώς ως εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής του ανεξαρτησίας .Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 87 του Συντάγματος του 1952 για πρώτη φορά ορίσθηκε ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι ανάλογοι με το λειτούργημα τους και ότι τα της βαθμολογικής και μισθολογικής των κατάστασης ορίζονται με ειδικούς νόμους. Η διάταξη περιελήφθη στο άρθρο 88 του Συντάγματος 1975.1.2. Αποτελεί εξ άλλου κοινή συνείδηση το γεγονός ότι,-την Δικαιοσύνη όλοι θεωρητικά την τιμούν και την σέβονται και την θέλουν Ανεξάρτητη, αλλά όταν οι Αποφάσεις της δεν είναι αρεστές ,ξεχνούν αμέσως τις διακηρύξεις τους και καταγγέλλουν τις αποφάσεις που δεν είναι αρεστές ,σαν «διατεταγμένες». ¶λλωστε ελάχιστοι ενδιαφέρονται για την κατάσταση των λειτουργών της, τους οποίους ενθυμούνται μόνον όταν προκύψουν ειδικότερα ζητήματα και τότε δεν διστάζουν να επιδεικνύουν ενίοτε απαράδεκτο συμπεριφορά ,σε βάρος των.
2.ΤΑ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
2.1. Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
2.1.1.-Με το προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, που ψηφίσθηκε στην Επίδαυρο την 1/1/1822, θεσμοθετήθηκε η Αρχή της διακρίσεως των Εξουσιών. Με το άρθρο 87 του Συντάγματος του 1844 οι τακτικοί δικαστές κατέστησαν ισόβιοι, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 5 του Συντάγματος του 1927 ορίσθηκε ότι: «η Δικαστική Εξουσία ασκείται υπό Δικαστηρίων ανεξαρτήτων ,υποκειμένων μόνον εις τους Νόμους».
2.1.2.-Η μετά την Εθνική μας Απελευθέρωση συσταθείσα Επιτροπή προς αναθεώρηση του Συντάγματος, έκρινε ότι το θέαμα της «ρακένδυτου δικαιοσύνης» έπρεπε να σταματήσει και ότι για να στηριχθεί το κύρος της, αλλά κυρίως η Ανεξαρτησία της, είναι ανάγκη να δοθούν στους Δικαστές τα μέσα μιας ανέτου σχετικώς ζωής και ομοφώνως απεφάσισε και εισηγήθηκε όπως δια συνταγματικής διατάξεως καθορισθεί: «ότι το σώμα των δικαστικών λειτουργών είναι ίδιον σώμα και δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τα άλλα σώματα των δημοσίων υπαλλήλων και ότι απαγορεύεται οιαδήποτε διαβάθμιση; μισθολογική ή βαθμολογική και η εξομοίωσις υπαλλήλων του κράτους οιουδήποτε άλλου κλάδου, προς τους δικαστικούς λειτουργούς» (βλ. πρακτικά της επιτροπής αναθεωρήσεως συντάγματος της Δ' Αναθεωρητικής Βουλής σ. 1668 και επ. και ιδία την αγόρευση του βουλευτή Γ. Μαύρου).
2.1.3.-Υπό το πνεύμα των ανωτέρω απόψεων, στο Σύνταγμα του 1952 και με πλήρη διακομματική συμφωνία προστέθηκε η διάταξη του άρθρου 87, η οποία για πρώτη φορά όριζε ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους και ότι τα θέματα που αφορούν τη βαθμολογική και μισθολογική τους κατάσταση προσδιορίζονται με ειδικούς νόμους. Η μισθολογική αυτή «υπεροχή» των δικαστικών λειτουργών έναντι των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1952, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο στον κορμό των Ελληνικών Συνταγματικών ρυθμίσεων που αφορούν την απονομή της Δικαιοσύνης και τους λειτουργούς της .
2.1.4.-Προηγήθηκε των συνταγματικών ρυθμίσεων του 1952, η απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2080/1950 που έκρινε επί της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ δικαστικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η εξίσωση μισθών των ανωτέρω κατηγοριών, και επειδή στο Σύνταγμα του 1911 δεν υπήρχε διάταξη για τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, βάσισε την κρίση του στην υπεροχή των δικαστικών λειτουργών έναντι των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας και στην ιδιαίτερη και εξαιρετική φύση του δικαστικού λειτουργήματος.
2.1.5.-Η Πολιτεία, δεν έστερξε να ρυθμίσει το ζήτημα, πράγμα που έπραξε τελικά με τη συνταγματική ρύθμιση του 1952. Όμως η Συνταγματική ρύθμιση έμεινε γράμμα κενό, αφού δεν υλοποιήθηκε
Οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας στο Πανελλήνιο Συνέδριό τους που συνήλθε στην Πάτρα τον Ιούλιο του έτους 1956, επεσήμαναν τους κινδύνους και ζήτησαν με ψήφισμά τους την άμεση ρύθμιση του θέματος που αφορά στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν έτυχαν καμιάς απαντήσεως στο αίτημά τους και έτσι επακολούθησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας καθολική αποχή από τα καθήκοντα των δικηγόρων όλης της Ελλάδος από τα δικαστήρια, με αίτημα την αύξηση των αποδοχών των Δικαστών, στα πλαίσια του άρθρου 87 του Συντάγματος του 1952 .
Η κατάσταση που προαναφέρθηκε συνεχίστηκε και έτσι, τελικώς, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έλαβε την με αριθμό 40/18-9-1958 απόφαση : «Δια της διατάξεως ταύτης, ως προκύπτει και εκ των ενώπιον της επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος συζητήσεων, προβλέπεται ότι αι αποδοχαί των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι ανώτεροι των υπαλλήλων της διοικήσεως και ότι δεν συγχωρείται βαθμολογική και μισθολογική εξίσωσις ή εξομοίωσις των υπαλλήλων της διοικήσεως προς τους δικαστικούς λειτουργούς. Η τοιαύτη δια συνταγματικής διατάξεως πρόνοια της Πολιτείας υπέρ των δικαστικών λειτουργών, αποτελούσα επί μέρους εφαρμογήν της περί ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας αρχής του Συντάγματος, οφείλεται εις την ιδιάζουσαν φύσιν του δικαστικού λειτουργήματος. Ούτω, δια τους δικαστικούς λειτουργούς δεν υπάρχει, ως διά τους άλλους υπαλλήλους, ωράριον υποχρεωτικής εργασίας. Εργάζονται ούτοι, ως εκ της φύσεως της εργασίας των, και κατά τας ημέρας αργίας και κατά την νύκτα… . Παρά ταύτα ουδεμία ελήφθη υπέρ των δικαστικών λειτουργών πρόνοια, μη εκδοθέντος εισέτι του υπό της άνω διατάξεως του Συν/τος προβλεπόμενου ειδικού νόμου, ενώ άλλων υπαλλήλων της διοικήσεως ή οργάνων του κράτους ηυξήθησαν, εν τισί δε περιπτώσεσι σημαντικώς, αι αποδοχαί είτε υπό τον τύπον αποζημιώσεως (ως επί παραδείγματι των τεχνικών, εκπαιδευτικών, νομαρχών, βουλευτών). Το γεγονός ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν δύνανται να επιδιώξωσι διά μέσων, άτινα μετέρχονται οι άλλοι υπάλληλοι, την βελτίωσιν των αποδοχών των, έδει να εκτίμηση ή Πολιτεία και να προέλθη εις την επιβαλλομένην και υπ' αυτής αναγνωρισθείσα δια της ως άνω διατάξεως του Συν/τος μισθολογική κατάταξιν αυτών, ώστε να παρέχωνται εις αυτούς, εν όψει των κρατουσών οικονομικών συνθηκών, τα μέσα αξιοπρεπούς διαβιώσεως. …Εν όψει των εκτεθέντων η Ολομέλεια θεωρεί υποχρέωσίν της να επισημάνει τους δια την εύρυθμον λειτουργίαν της Δικαιοσύνης κινδύνους, εάν και εφ' όσον δεν ήθελε επιδειχθεί υπό της Πολιτείας το ανάλογον δι' αυτήν ενδιαφέρον.»
2.1.6.-Η κρίση για το ζήτημα των αποδοχών συνεχίσθηκε αμείωτη μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος των μισθών των Δικαστών από τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου το 1964. Μάλιστα, η αύξηση των αποδοχών των δικαστών τότε, έφθασε ακόμη και στο διπλασιασμό τους και ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η αιτιολόγησή της, αφού ο τότε Πρωθυπουργός θεώρησε αφενός μεν την Δικαιοσύνη «οχυρόν της Δημοκρατίας», αφετέρου δε ότι οι Δικαστές δεν μπορούν να πένονται. Mε Απόφαση της Βουλής (Συνεδρίαση ΚΔ της 22Δεκέμβριου 1964)η βουλευτική αποζημίωση αναπροσαρμόζεται στο σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Η Απόφαση αυτή διατηρήθηκε με το Ζ Ψήφισμα της Ε Αναθεωρητικής Βουλής(ΦΕΚ Α 23 / 18.02.1975) και σύμφωνα με το άρθρο 111παρ 2 Σ ισχύει μέχρι σήμερα . Κανένας δεν ασχολήθηκε με την πιο πάνω εξομοίωση βουλευτών με τους δικαστές ,δεχόμενος το αυτονόητο ,ότι λόγω της ισοδυναμίας και ισοτιμίας των λειτουργιών, όλοι οι υπηρετούντες σΆ αυτές αμείβονται ομοιόμορφα.
Η ανώμαλη κατάσταση που επακολούθησε και η ανατροπή της Συνταγματικής τάξεως επιδείνωσε και πάλι το πρόβλημα, μέχρι του έτους 1974.
3. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ του 1975
3.1.-Ο Συνταγματικός Νομοθέτης του 1975 όρισε στο άρθρο 26 του Συντάγματος ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια‧ οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού». Περαιτέρω, το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 87 παράγραφος 1, ότι: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία », στο δε άρθρο 88 παρ. 2 ότι: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους».
3.2. ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 89 του Συντάγματος: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. ΚατΆ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο... 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει».
Τέλος, το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 23 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ' αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας».
Η φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού και η απαγόρευση ασκήσεως οποιουδήποτε άλλου έργου ή επαγγέλματος αποτελεί σημαντική ιδιαιτερότητα έναντι των άλλων δημοσίων λειτουργών . Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Συνταγματικός νομοθέτης του 2001 έθεσε στο άρθρο 57 Σ απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο και για τους Έλληνες βουλευτές. Με το Η Ψήφισμα της 27.5.2008 της Αναθεωρητικής Βουλής ,το επαγγελματικό ασυμβίβαστο καταργήθηκε αφού όλοι ή σχεδόν όλοι συμφώνησαν για την κατάργησή του. Η διάταξη του άρθρου 89 του Συντάγματος εντάσσεται στις προσωπικές εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και αποτελεί ενιαία συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ 2 Σ. Όμως, η ιδιαιτερότητα που οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους και ιδίως η απαγόρευση ασκήσεως άλλου έργου, συνάπτεται απολύτως με τη φύση των καθηκόντων τους και ιδίως με την δικαστική Ανεξαρτησία. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 88 παρ 2 Σ, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους, αποτελεί μέρος αδιάσπαστο της φύσεως του λειτουργήματός τους, όπως αυτό αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 του Συντάγματος.
4.-Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2001 ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡ. 2 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
4.1.-Το άρθρο 88 του Συντάγματος, όπως ισχύει από 17.4.2001, μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της από 6.4.2001 Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), ορίζει στην παρ. 2 ότι: «2. Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99 . Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Η τροποποίηση του άρθρου 99 Σ δεν είχε προταθεί στην προηγουμένη της αναθεωρήσεως Βουλή και υπάρχει η άποψη ότι η αναθεωρητική διαδικασία παραβιάσθηκε . Το ζήτημα τέθηκε στο Δικαστήριο του άρθρου 88παρ 2 Σ το οποίο κατά πλειοψηφία έκρινε ότι δεν υφίσταται τέτοιο θέμα , Σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 Σ εκδόθηκε ακολούθως ο ν. 3038/2002 : «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 180, 7.8.2002), στο Κεφάλαιο Α΄ του οποίου (άρθρα 1 - 13) ρυθμίζονται τα θέματα της συγκροτήσεως και της δικαιοδοσίας του ανωτέρω ειδικού δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον αυτού και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεών του. Ειδικότερα, στο μεν άρθρο 4 του ν. 3038/2002 ορίζεται ότι: «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων». Στην δε παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3038/2002 ορίζεται ότι: «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή», ενώ στην παρ. 2 ίδιου άρθρου ορίζεται ότι : «2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το ειδικό δικαστήριο». Στο άρθρο 9 του ν. 3038/2002 ορίζεται ότι : «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Εξ άλλου, με το άρθρο 13 του ν. 3038/2002 ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος (με διευρυμένη σύνθεση) υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές (και εφόσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων), οι οποίες εισάγονται σΆ αυτό με ένδικα βοηθήματα (εισαγωγικά δικόγραφα) μετά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω νόμου (7.8.2002), (βλ. ΣτΕ 687/2003).
4.2.-Η δημιουργία του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου (όπως προκύπτει από τις σχετικές συζητήσεις (βλ. Πρακτικά Αναθεώρησης στις σελίδες 443, 464, 470, 474, 478), υπήρξε προϊόν της αποδοκιμασίας μέρους της επιστημονικής κοινότητος αλλά του Συντακτικού νομοθέτη, στη μέχρι τότε παγία νομολογία των δικαστηρίων που αφορά στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και ιδίως στην εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας. Κρίθηκε από τους δημιουργούς του, ότι το Δικαστήριο αυτό έπρεπε να μεταβάλει την μέχρι τότε πάγια νομολογία και να οδηγήσει τα πράγματα σε άλλους δρόμους. Βεβαίως, υπήρξαν και έντονες φωνές αποδοκιμασίας της δημιουργίας του Δικαστηρίου αυτού .
Ο Υπουργός, βουλευτής και καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Προκόπης Παυλόπουλος είχε αναφέρει τα εξής στη Αναθεωρητική Βουλή: «Η δημιουργία ειδικού δικαστηρίου για τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Τη θεωρώ μειωτική και για το συντακτικό νομοθέτη και για την ίδια τη δικαιοσύνη. Ο δικαιολογητικός λόγος είναι ότι βρέθηκαν ορισμένες αποφάσεις δικαστηρίων -κακώς- οι οποίες στην ουσία ρύθμισαν, κατ' ουσία, τα μισθολογικά των δικαστικών λειτουργών. Και εξ αυτού του λόγου, πρέπει να βάλουμε αυτή τη «δικλείδα», η οποία πηγαίνει που; Στο ότι αναθέτουμε σ' ένα ειδικό δικαστήριο, και δη στο δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, αυτές τις διαφορές. Σημειολογικά δεν αντιλαμβανόμαστε, πέραν του θεσμού γενικότερα, ότι το να αναθέτεις αυτά τα θέματα στο δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, σημαίνει ότι κάθε φορά που θα μπορούσε ο δικαστής να διεκδικήσει κάτι τέτοιο, θα ισοδυναμεί με ένα είδος κακοδικίας, στην οποία έχει υποπέσει με το να θέλει απλώς και μόνο να ζητήσει δικαστική προστασία; Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Υπάρχει μια αντίφαση per se σε όλη αυτήν τη διαδικασία. Δεχόμαστε ότι για όλα τα θέματα ο δικαστής και ιδίως οι ολομέλειες, όπως προτείνεται στο άρθρο 100, μπορεί να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων. Εκτός από ένα θέμα, αυτό που αφορά τα μισθολογικά του, γιατί δήθεν με αυτόν τον τρόπο ο δικαστής ρυθμίζει κατά βούληση το μισθό του! Δηλαδή, το σπουδαιότερο θέμα συνταγματικότητας για το οποίο πρέπει να φοβόμαστε τη δικαστική εξουσία είναι αυτό; …Εσείς που δέχεσθε αυτήν την άποψη πρέπει να αποδεχθείτε ότι θα πρέπει να φτιάξουμε περίπου ένα ειδικό δικαστήριο, το οποίο θα εκδικάζει όλες τις διαφορές των δικαστών, αφού οι δικαστές, κατ' αρχήν, είναι εξ ορισμού ύποπτοι να κρίνουν θέματα που τους αφορούν. Αυτή είναι η λογική της σχετικής διάταξης. Σας το λέω ευθέως, το είχα πει και στην επιτροπή. Είναι λάθος. Είναι μεγάλο λάθος και δεν πρέπει να οδηγηθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση» (Πρακτικά Ολομ. Αναθ. Βουλής σ. 597).
Έχω την γνώμη ότι η ιστορία απέδειξε ότι υπήρξε προβληματική η δημιουργία του δικαστηρίου αυτού, αφού θεωρήθηκε ότι η δημιουργία του ήταν η πλέον σημαντική, επίσημη και έμπρακτη αμφισβήτηση του κύρους της αμεροληψίας της δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Ήδη, εξαγγέλθηκε ότι με τη δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 Σ θα καταργηθεί ,πλην όμως η Συνταγματική Αναθεώρηση του 2006/2007 απέβη άκαρπος, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.
4.3.-Η Πολιτεία δεν επέτυχε να λειτουργήσει ομαλά το Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε το εξόπλισε με όλα εκείνα τα μέσα, ώστε να είναι δυνατή η υλοποίηση της αποστολής του: Το Δικαστήριο αυτό, που λειτούργησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2005, αντιμετωπίζει συνεχώς δυσχερή και σχεδόν αξεπέραστα προβλήματα και συγκεκριμένα:
Ι) Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Σ είναι αμετάκλητες και δεν υπόκεινται στον έλεγχο άλλου δικαστηρίου, όμως δεν προβλέφθηκε παράλληλα να μπορεί να λειτουργήσει το Δικαστήριο σε Τμήματα και σε Ολομέλεια , με αποτέλεσμα να προκύψουν αξεπέραστα προβλήματα στην ενότητα της νομολογίας του.
ΙΙ) Υπάρχει αδυναμία λειτουργίας αντιστοίχου μηχανισμού του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, όταν κρίνεται από το ίδιο το δικαστήριο διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική.
ΙΙΙ) Δεν προβλέπεται τρόπος αντιμετώπισης της άρσης των συγκρούσεων των αποφάσεων των άλλων Ανώτατων δικαστηρίων με το δικαστήριο αυτό, σε αναλογία με το άρθρο 100 του Σ. Δημιουργούνται σημαντικά προβλήματα με την αντίθετη νομολογία των άλλων Ανωτάτων δικαστηρίων και έτσι, για το ίδιο νομικό ζήτημα, πρόεκυψαν εντελώς διαμετρικά αντίθετες λύσεις, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα να επιλυθεί το ζήτημα. Χαρακτηριστική περίπτωση, είναι το ζήτημα της τοκοδοσίας, της παραγραφής αξιώσεων έναντι του Δημοσίου, του εντόκου της αναγνωριστικής αγωγής, που για τα ζητήματα αυτά προκύπτουν αντίθετες αποφάσεις του δικαστηρίου του ΣτΕ και του ΑΠ κ.λπ..
ΙV.-Tεράστια προβλήματα δημιουργούνται στη λειτουργία του δικαστηρίου λόγω:
α) της ετήσιας θητείας των μελών του, έτσι ώστε είναι αδύνατη η ολοκλήρωση του δικαστικού έργου μέσα σΆ ένα δικαστικό έτος (Συμμετοχή σε συνεδριάσεις, διασκέψεις, εισηγήσεις, συγγραφή Αποφάσεων, θεώρηση κ.λπ.) αλλά και β) λόγω του τεράστιου όγκου των εκκρεμών δικογραφιών( το έτος 2006 κατετέθησαν απευθείας στη γραμματεία του Δικαστηρίου 2048 δικόγραφα, εκκρεμούν συνολικά περί τις 5.000 δικογραφίες).
Περαιτέρω, πέραν της εύλογης δυσφορίας των δικαστικών λειτουργών που αναμένουν την επίλυση της διαφοράς τους, δημιουργείται και τεράστιος φόρτος εργασίας των μελών του δικαστηρίου που καλούνται να διεκπεραιώσουν στην πλειοψηφία τους τα μέλη του δικαστηρίου με άλλα πολύ σοβαρά και επείγοντα καθήκοντα και χωρίς να τους καταβάλλονται ούτε τα έξοδα μετακινήσεως αλλά και η παραμικρή αποζημίωση μέχρι τον Ιούνιο του 2008 . Έτσι, η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στα μέλη του δικαστηρίου δεν είναι ευχάριστη.
5. ΤΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ - Η ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
5.1.-Το μισθολογικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών αποτέλεσε στο παρελθόν αιτία μεγάλης αντιδικίας μεταξύ της δικαστικής εξουσίας, από τη μια πλευρά και της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από την άλλη, αλλά και πηγή έντονης επιστημονικής συζήτησης και αμφισβήτησης. Η μη υλοποίηση της πρόβλεψης του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος για αποδοχές των δικαστικών λειτουργών ανάλογες προς το λειτούργημά τους είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση και εν συνεχεία αποδοχή από τα δικαστήρια αγωγών για την αναγνώριση της υποχρέωσης του Δημοσίου να καταβάλει στους δικαστές διαφορές αποδοχών σε σχέση με τις υψηλότερες αποδοχές που ελάμβαναν άλλες κατηγορίες κρατικών λειτουργών (καθηγητές ΑΕΙ, διευθυντές ιατροί ΕΣΥ) .
5.2.-Η επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, της διατάξεως του άρθρου 4 του Συντάγματος , υπήρξε αφετηρία των εργατικών διεκδικήσεων μέχρι σήμερα και αντικείμενο δικαστικής έρευνας σε εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις, με χαρακτηριστική περίπτωση την, κατΆ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4 και 21 του Συντάγματος, χορήγηση και στους δύο συζύγους του οικογενειακού επιδόματος του άρθρου 11 του ν. 1505/84 με την ΑΕΔ 3/2001. Έχει κριθεί παγίως, ότι η αρχή της ισότητας δεσμεύει όχι μόνο τον εφαρμοστή του δικαίου αλλά και τον ίδιο τον νομοθέτη ως προς τις συνέπειες της κρίσης αντισυνταγματικότητας ως προς ορισμένη ρύθμιση. Έτσι, μετά τη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας, είναι δυνατή η μη εφαρμογή της δυσμενούς ρύθμισης, αλλά και ακόμη, είναι δυνατή η εφαρμογή της εξαιρετικής ευνοϊκής ρύθμισης υπέρ άλλων διοικουμένων, που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της . Η εφαρμογή της διαμορφωμένης πάγιας νομολογίας της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος σε πάρα πολλές υποθέσεις (όχι μόνο των δικαστικών λειτουργών αλλά και του συνόλου των Ελλήνων, ιδία των εργαζομένων), επέτρεψε την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων σε ευρύτατο κύκλο προσώπων.
Όμως, η θεωρία είχε εντελώς αντίθετη άποψη από τη νομολογία, ότι δηλ. είναι δυνατή η επέκταση ευνοϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων σε εφαρμογή της αρχής της ισότητας και ειδικά ως προς το ζήτημα των μισθών των δικαστών.
6. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2005 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
6.1.-Όπως δέχεται η πάγια νομολογία όλων των δικαστηρίων που ίσχυε μέχρι την λειτουργία του Δικαστηρίου του άρθρου 88παρ 2 Σ και ακολουθήθηκε και από το Δικαστήριο αυτό, κατά την συνταγματική διάταξη (του άρθρου 88 παρ. 2) που αντιμετωπίζει το μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών ως συμπλήρωμα και αυτονόητη προϋπόθεση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, ο νομοθέτης όφειλε να προβεί στη ρύθμισή του, ενόψει του τιθέμενου κριτηρίου των αναλόγων προς το λειτούργημα τούτο αποδοχών. Η περαιτέρω εξειδίκευση του πιο πάνω συνταγματικού κριτηρίου, που προκύπτει ευθέως από το συνδυασμό των ανωτέρω άρθρων 26, 87 παράγραφος 1 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, αναλύεται στις ακόλουθες βασικές αρχές που καθιέρωσε η νομολογία από το 1975 μέχρι σήμερα: α) Η ρύθμιση του μισθολογίου πρέπει να διαφυλάσσει την ισοτιμία της Δικαιοσύνης έναντι των άλλων λειτουργιών του Κράτους (Νομοθετικής και Εκτελεστικής). Η ισοτιμία αυτή δεν είναι μόνον ισοτιμία πράξεων, είναι και ισοτιμία λειτουργών, αμέσων οργάνων του Κράτους. Οι αποδοχές των επικεφαλής των τριών λειτουργιών του Κράτους (Νομοθετικής, Δικαστικής και Εκτελεστικής) πρέπει να είναι ισότιμες και πρέπει να διαμορφώνονται σε παραπλήσια επίπεδα και να υπόκεινται σε παρόμοιο φορολογικό καθεστώς. Έτσι, η εξεύρεση της συνταγματικής οροφής στο ειδικό μισθολόγιο των δικαστών επιτρέπει περαιτέρω την ορθή διαρρύθμισή του στα κατώτερα κλιμάκια. β) «Ειδικό» μισθολόγιο των δικαστών σημαίνει, πράγματι, αυξημένο μισθολόγιο έναντι, όχι απλώς των διοικητικών υπαλλήλων, αλλά έναντι όλων των άλλων αξιωματούχων του Δημόσιου τομέα, ανεξάρτητα τόσο από τη νομική σχέση τους προς το Δημόσιο όσο και από τη νομική μορφή της υπηρεσίας τους ως διοικητικής, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου κ.λπ.. Από αυτές δεν μπορούν να εξαιρεθούν οι δημόσιοι λειτουργοί που στελεχώνουν τη διοίκηση των ανεξαρτήτων αρχών ενόψει του γενικού επιπέδου της οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας και των απολαβών που χορηγούνται με βάση τις εκάστοτε διαμορφούμενες συνθήκες. Διατάξεις νόμων, από τις οποίες προκύπτει αμέσως ότι οι συνολικές καθαρές μηνιαίες αποδοχές ορισμένων λειτουργών του δημόσιου τομέα είναι υψηλότερες από εκείνες των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αποτελούν προσβολή του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα (άρθρα 26 και 87). γ) Απαγορεύεται από το Σύνταγμα, με οποιαδήποτε μορφή και εάν επιχειρείται, η μισθολογική εξομοίωση λειτουργών του δημοσίου τομέα προς τους δικαστές. Το ειδικό μισθολόγιο των δικαστών είναι αυτοτελές και δεν επιτρέπεται να επεκτείνεται σε άλλους λειτουργούς, αφού με τον τρόπο αυτό παύει να είναι ειδικό και αυξημένο, όπως αξιώνει το Σύνταγμα (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Επιτροπής της αναθεωρήσεως του Συντάγματος 1975, σελ. 384, Πρακτικό Α' Υποεπιτροπής σελ. 203, Βλ. ΣτΕ Ολομέλειας 2080/1950 και 2928/1986). Έτσι, η χορήγηση υπέρτερων αποδοχών σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων και μάλιστα στο χώρο του δημόσιου τομέα, έναντι των δικαστικών λειτουργών, με οποιαδήποτε μορφή ή ονομασία (π.χ. πάγιες πραγματικές ή πλασματικές υπερωρίες, πάσης φύσεως επιδόματα, εφημερίες, έξοδα παραστάσεως, πάγιοι φορολογικοί συντελεστές, ειδικά επιδόματα, ΔΙΒΕΤ κ.λπ.) αποτελεί αντισυνταγματική νομοθέτηση και συνιστά ανεπίτρεπτη ευθεία παραβίαση του Συντάγματος και ιδία των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 . Εξάλλου, η παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, συντελείται με τη χορήγηση από τον κοινό νομοθέτη συνολικών αποδοχών σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών. Η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, επιτάσσει στην περίπτωση αυτή την αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στο ύψος εκείνο στο οποίο ανήλθαν, ως σύνολο λαμβανόμενες, οι αποδοχές της άλλης κατηγορίας εργαζομένων, με τις πάσης φύσεως ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη και δεν εκλείπει, εκ του λόγου αυτού, η από το Σύνταγμα επιβαλλόμενη υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να καταρτίσει το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Εξ άλλου, από τη βασική για το δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, απορρέει η ειδικότερη αρχή ότι, η νομοθετική λειτουργία, έχουσα ως έργο της τη θέσπιση αφηρημένων κανόνων δικαίου, δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στα έργα της Δικαστικής, επιβάλλουσα λύση σε συγκεκριμένη διαφορά, που μόνη η τελευταία δικαιούται να επιλύει. Δεν δεσμεύεται όμως η νομοθετική λειτουργία, να ρυθμίσει, με νέους κανόνες δικαίου, κατά τρόπο διαφορετικό έννομες σχέσεις που έχουν γεννηθεί καθώς και δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί σύμφωνα με διατάξεις κανόνων δικαίου οι οποίοι ίσχυσαν στο παρελθόν, έστω και αν οι έννομες σχέσεις ή τα δικαιώματα αυτά κρίνονται ενώπιον των Δικαστηρίων ή έχουν αναγνωριστεί δια τελεσιδίκων ή και αμετακλήτων δικαστικών αποφάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζουν μεμονωμένη σχέση, διότι, στην περίπτωση αυτή, θα παραβιαζόταν με τη νέα ρύθμιση και η καθιερωμένη από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του Νόμου .
Η νομολογία έχει παγιοποιηθεί στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης σε όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων. Είναι γνωστό ότι, στα πλαίσια της ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, εδώ και πολλά χρόνια και μετά από κάποιες διακυμάνσεις της νομολογίας, έχει πλέον, με σειρά αποφάσεων των Τμημάτων και της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, σταθεροποιηθεί η άποψη ότι στη περίπτωση που ο νομοθέτης (κοινός ή συλλογικός) καθιερώνει ορισμένη ευνοϊκή μισθολογική παροχή για κατηγορία εργαζομένων, αγνοώντας αδικαιολόγητα μια άλλη για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος καθιέρωσης της ευνοϊκή παροχής, επεκτείνεται η εφαρμογή της σχετικής διάταξης και σ' αυτούς που αγνοήθηκαν . Όταν, εξ άλλου, με διάταξη εξαιρείται ειδικά ορισμένη κατηγορία προσώπων από συγκεκριμένη παροχή ήδη προβλεπόμενη για το σύνολο ομοειδών κατηγοριών, τότε δεν εφαρμόζεται ως αντισυνταγματική η εισάγουσα την εξαίρεση διάταξη, αλλ' εκείνη που καλύπτει το σύνολο των ομοειδών κατηγοριών . Η σε κάθε, λοιπόν, περίπτωση επεκτατική ή δημιουργική (ή και αναλογική), όπως λέγεται, αυτή εφαρμογή της περιεχούσης την ευμενή ρύθμιση διάταξης στηρίζεται στο γεγονός ότι τα δικαστήρια, ασκώντας τον από τα άρθρα 87, 93, 4 και 120 του Συντάγματος έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας (δεδομένης της δέσμευσης του νομοθέτη για την ισόνομη ρύθμιση των ομοίων), θα πρέπει να εφαρμόζουν σε όλη της την έκταση την εν λόγω αρχή και βάσει αυτής να καταλήγουν στην εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Και τούτο διότι, όπως εξηγεί η νομολογία, εάν περιορίζοντο στην απλή διάγνωση της αντισυνταγματικότητας κι εντεύθεν απλώς και μόνο στη μη εφαρμογή της εμμέσως εισαγούσης την ως προς ορισμένους δυσμενή εξαίρεση διάταξης, χωρίς δηλαδή να μπορούν να επεκτείνουν τη με αυτήν ευθέως γενομένη ευνοϊκή ρύθμιση και σε όσους εξαιρούνται, θα εστερείτο ουσιαστικού περιεχομένου η ανωτέρω περί ισότητος συνταγματική πρόβλεψη και συνακόλουθα η δυνάμει αυτών ζητούμενη δικαστική προστασία. Ειδικά δε, προκειμένου για διάταξη που προβλέπει μισθολογική παροχή (όπως τα οικογενειακά επιδόματα), το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος είναι ακόμη πιο σαφές ότι θέλει την επέκταση της διάταξης αυτής και σε όλους της αυτής κατηγορίας στους οποίους δεν αναφέρεται, πράγμα που εξυπακούει τη διατήρηση της διάταξης και όχι την εξαφάνισή της με την «προς τα κάτω» ισοπεδωτική έννοια της ισότητας που υιοθετεί μικρό μέρος της νομολογίας, την οποία δεν ακολουθούν οι σχετικές αποφάσεις Α.Ε.Δ. 3/2001 και Ολ. Α.Π. 6/2001, ΕΕργΔ 60. 399. Η μονομερώς ευνοϊκή διάταξη αναδεικνύει το πρόβλημα ανισότητος εξ επόψεως υποκειμένων της ρύθμισης και αυτή η ανισότητα, μπορούμε να πούμε, είναι που καταργείται με την κατ' άρθρο 4 και 22 Σ. επεκτατική εφαρμογή και όχι η ευνοϊκή διάταξη, αφού χωρίς την ύπαρξή της δεν μπορεί να λειτουργήσει η αρχή της ισότητος ως κανόνας εξίσωσης και παροχής εννόμου προστασίας προς εκείνον που έχει μείνει έξω από την ευνοϊκή ρύθμιση. Όμως, η δικαστική αναπροσαρμογή και των μισθών των δικαστικών λειτουργών σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του Συντάγματος και με αφορμή ευνοϊκές ρυθμίσεις για δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους προκάλεσε κρίση που διαρκεί μέχρι σήμερα.
6.2.Η νομολογία που ίσχυε μέχρι την λειτουργία του Δικαστηρίου του άρθρου 88παρ 2 Σ και ακολουθήθηκε και από το Δικαστήριο αυτό, έχει κωδικοποιηθεί στις ακόλουθες Αρχές:
6.2.1.-Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, συναρτώμενες προς τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος, την ιδιαίτερη κατάσταση, τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς των λειτουργών αυτών σε σχέση προς την ανάγκη της απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης, ως βασικής λειτουργίας του Κράτους, από πρόσωπα που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και καλύπτονται από το θεσμό της ισοβιότητος, πρέπει να είναι ανάλογες προς το κύρος της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας, ως μιας από τις τρεις συντεταγμένες εξουσίες. Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαστικής λειτουργίας, η οποία αποτελεί και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες, το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές και εξαρτά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής, το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως. Συνεπώς, οι αποδοχές αυτές πρέπει να είναι διακεκριμένες, καθοριζόμενες από τη νομοθετική εξουσία αυτοτελώς για τους δικαστικούς λειτουργούς, σε επίπεδο ανώτερο έναντι όχι απλώς των διοικητικών υπαλλήλων, αλλά έναντι όλων των άλλων λειτουργών και αξιωματούχων του δημοσίου τομέα.
6.2.2.- Πλην της κατά το άρθρο 100Α του Συντάγματος συνδέσεως των αποδοχών του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, απαγορεύεται από το Σύνταγμα η μισθολογική εξομοίωση λειτουργών του δημοσίου τομέα, ή άλλων προσώπων, μη σχετιζομένων προς την οργανική σύνθεση των Δικαστηρίων, προς τους δικαστικούς λειτουργούς. Το μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, η κατάρτιση του οποίου θεωρείται ζήτημα τόσο σοβαρό, ώστε να αποτελεί αντικείμενο «ειδικού» οργανικού νόμου, αφορά αποκλειστικώς και μόνο τους κατά την παρ. 1 του άρθρου 88 του Συντάγματος δικαστικούς λειτουργούς, δηλαδή εκείνους που αποτελούν το δικαστικό προσωπικό των κατά το Σύνταγμα οργανωμένων Δικαστηρίων, και όχι άλλες κατηγορίες προσώπων. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε μισθολογική εξομοίωση ή καθΆ οιονδήποτε τρόπο παραπομπή ή αναφορά στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών για τον καθορισμό των αποδοχών διοικητικών υπαλλήλων, δημοσίων λειτουργών, ή άλλων προσώπων ασχέτων προς την οργανική σύνθεση των δικαστηρίων, θεσπιζόμενη υπό το κράτος της ισχύος των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος, είναι αντισυνταγματική και, για το λόγο αυτόν, ανίσχυρη
6.2.3. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2005
Η κριτική στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις προβάλλει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες απόψεις:
α.- «ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα την ιδία αυτού υπόθεση », και ότι
β.- «ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά τον νομοθέτη και μάλιστα, σε βάρος των προβλέψεων του κρατικού προϋπολογισμού ».
Στην κριτική αυτή θα μπορούσαμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
1)Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται η ανωτέρω κριτική, δεν μπορούσαν σε καμιά απολύτως περίπτωση να επιτρέψουν ή να ανεχθούν την παραβίαση από τον νομοθέτη υπερκείμενων κανόνων δικαίου (όπως του Συντάγματος ή της Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) σε βάρος των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών.
Η παραβίαση αυτή, όπως παγίως έχει κριθεί για τις υποθέσεις όλων των Ελλήνων πολιτών, δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως κατΆ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.
Η επιλεκτική παραβίαση της αρχής της ισότητας καθιστά τον νόμο αντισυνταγματικό και εντεύθεν γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως, από την βλάβη που υπέστη ο θιγόμενος, εν όψει και των διατάξεων της ΕΣΔΑ . Έτσι η νομοθέτηση διατάξεων σε αντίθεση με το αρθρο 88 παρ του Συντάγματος γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως
2) Ως προς το θέμα της απαγόρευσης ανατροπής του προϋπολογισμού με δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή των αναδρομικών που επιδικάζονται από τα δικαστήρια, για όλους τους εργαζομένους και όχι μόνο για τους δικαστές, έχω την εντύπωση ότι τέτοια ρύθμιση ή άποψη θα ήταν αντίθετη με την έννοια του «κράτους δικαίου» αλλά και με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το ν.δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προστατεύεται η περιουσία του ανθρώπου, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφΆ όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 40/1998).
Έτσι, η τήρηση των προβλέψεων του προϋπολογισμού δεν μπορεί ποτέ να ακυρώσει ή να αναστείλει την επιδίκαση των εύλογων αξιώσεων των Πολιτών και πολύ περισσότερο δεν μπορεί νΆ ακυρώσει δικαιώματα που έχουν διαγνωσθεί με δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα Ανωτάτων Δικαστηρίων .. Παράλληλα, με τις ίδιες σκέψεις, αποδυναμώνεται πλήρως το επιχείρημα ότι ο δικαστής καθίσταται νομοθέτης.
3) Ενώ εμπιστευόμαστε τον δικαστή, ο οποίος μπορεί να ασκεί δικαιοδοτικό έργο στο Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ ακόμη και για τους Υπουργούς, και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό, εμπιστευόμαστε το δικαστή να δικάζει τους βουλευτές, αλλά και τους συναδέλφους του, νεότερους και αρχαιοτέρους ακόμη και τους Προϊσταμένους του, δεν τον εμπιστευόμαστε να δικάζει τις μισθολογικές υποθέσεις των συναδέλφων του κατά Παγκόσμιο πρωτοτυπία ενώ εμπιστευόμαστε τον βουλευτή να ψηφίζει το δικό του ειδικό μισθολόγιο και τα προνόμιά του (ατέλειες κ.λπ.).
Είναι γνωστό ότι η Διοίκηση μπορεί να χαρίζει οφειλές πολλών δισεκατομμυρίων σε επιχειρήσεις τύπου , ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και ΠΑΕ και να ρυθμίζει αυθαίρετα το μισθολόγιο δημοσίων υπαλλήλων (χωρίς να υπολογίζει τον προϋπολογισμό) και μάλιστα σε επίπεδα, υπερβαίνοντα κατά πολύ τους μισθούς όλων των επικεφαλής των ανεξαρτήτων λειτουργιών του Κράτους, όπως συνέβη με την χορήγηση σε άγνωστο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων ειδικών επιδομάτων μέσω των Ειδικών λογαριασμών με υπουργικές αποφάσεις που δεν δημοσιεύθηκαν κατά την έκδοση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αφορούν πρόσθετες(και κάποιες αφορολόγητες) αποδοχές , όπως ενδεικτικά αποδοχές από δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων (ΔΙΒΕΕΤ), που χορηγούνται σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και στους Γενικούς Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.
7.-Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88ΠΑΡ2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
7.1.-Σχεδόν στο σύνολό τους οι υποθέσεις που επελήφθη το Δικαστήριο ήσαν αγωγές αποζημιώσεως του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε βάρος του δημοσίου, σύμφωνα με τις οποίες οι ενάγοντες δικαστικοί λειτουργοί ισχυρίσθηκαν ότι, προκύπτει ευθύνη προς αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα της όργανα, όταν η νομοθέτηση αυτή γίνεται σε αντίθεση προς υπερκείμενους και επικρατούντες κανόνες δικαίου (ΣτΕ 3587/97, 1141/99, 5/2001). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 914, 298 και 937 ΑΚ, προκύπτει ότι, επί αδικοπραξίας, από την εκδήλωση του ζημιογόνου γεγονότος, γεννιέται, υπέρ εκείνου που ζημιώθηκε, αξίωση αποζημίωσης, για όλη, και τη μέλλουσα, προβλεπτή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ζημία (ΑΠ 1921/1988, ΝοΒ 1989. 1035, ΑΠ 317/1958, ΝοΒ 1958. 980, πρβλ. ΑΠ 316/1986, ΝοΒ 1987. 26). Προκειμένου περί αδικοπραξίας που δημιουργεί παράνομη κατάσταση, η διάρκεια της παράνομης αυτής κατάστασης δεν ανάγεται στους όρους υπό τους οποίους γεννιέται το δικαίωμα αποζημίωσης, αλλά έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης, συνεπώς, υφίσταται μία και όχι περισσότερες κατ' εξακολούθηση (παράνομες) πράξεις (ΑΠ 317/1958). Η θέσπιση κανόνων δικαίου που έρχονται σε αντίθεση με υπερκειμένους, καθιερωμένους και επικρατούντες κανόνες δικαίου και ιδίως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος όπως έχει ερμηνευθεί, ή των κανόνων δικαίου που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου από τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (Ολ. ΑΠ 13/1991, ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999). Ακολουθεί συνοπτική αναφορά στις εκδοθείσες Αποφάσεις του Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ:
Ι.-Αποφάσεις: 1/2005 και 36/2006 ΕΙΔ. ΔΙΚ. ΑΡΘ. 88 Σ
Κρίθηκε :α)αντισυνταγματική, κατΆ άρθρον 88παρ 2 Σ, η ευνοϊκότερη μισθολογική αντιμετώπιση των λειτουργών του ΝΣΚ έναντι των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, εν όψει και του άρθρου 100Α Σ.
β)ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αδικοπρακτική αποζημίωση δικαστή λόγω παράνομης νομοθέτησης κανόνα αντίθετου με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ 2 Σ και εντεύθεν κρίθηκε παράνομη νομοθέτηση μεγαλύτερων αποδοχών δικαστικού αντιπροσώπου ΝΣΚ, σε σχέση με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών του αυτού κατΆ αντιστοιχία βαθμού .
γ) ότι υφίσταται αντικειμενική ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση ή μη διατάξεων αντικειμένων σε υπερκειμένους κανόνες δικαίου .Τέτοια παράνομη νομοθέτηση υφίσταται στην περίπτωση καθιερώσεως κατωτέρων αποδοχών σε δικαστικούς λειτουργούς έναντι οποιουδήποτε άλλου δημοσίου λειτουργού .
δ) ότι υφίσταται πενταετής παραγραφή της αξίωσης κατά του Δημοσίου . Κρίθηκε ότι υφίσταται. υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει τόκους υπερημερίας , το ύψος των οποίων ανέρχεται στον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας , από την επίδοση αναγνωριστικής αγωγής .
ε)Κρίθηκε ότι δικαιούται ο ενάγων δικαστικός λειτουργός χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της απαξίωσης από την εφαρμογή αντισυνταγματικής διάταξης
(Μειοψηφία: Οφείλονται τόκοι μόνον επί καταψηφιστικής αγωγής. Όλες οι αξιώσεις που αφορούν δημ. υπαλλήλους υπόκεινται συλλήβδην σε διετή παραγραφή). (
ΙΙ) Απόφασεις :4/2006, 27/2006, 28/2006, 29/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι: α) η Ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών αποτελεί εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους.
Β) Η επέμβαση του κοινού νομοθέτη στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του δικαστού είναι επιτρεπτή, μόνον εφ΄ όσον διατηρείται μία σταθερή αναλογία μεταξύ των συνταξίμων αποδοχών και των αποδοχών ενεργείας αυτού..
γ)ότι η παγία αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς των υπηρεσιών των δικαστών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κλπ.) του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2521/1997, αποτελεί σημαντικό μέρος των αποδοχών τους και ότι, κατά συνέπεια, ο μη συνυπολογισμός της στις συντάξιμες αποδοχές αυτών, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Σ.
δ) Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 7 του Ν. 3075/2002, καθ΄όσον απαγορεύει την αναζήτηση αναδρομικών ποσών από τους ενδιαφερομένους, για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν γεγεννημένες αξιώσεις κατά του δημοσίου, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
.ε) Η αναγνωριστική αγωγή που στρέφεται κατά του δημοσίου, έχουσα ισότιμη προστασία με την κατά του αυτού ως άνω διαδίκου ως η καταψηφιστική αγωγή, παράγει, και αυτή, τόκους.
Στ)Η διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 η οποία καθορίζει το νόμιμο και της υπερημερίας επιτόκιο σε ποσοστό 6% ετησίως, αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα.
η) Δεν εφαρμόζεται στην αγωγή αποζημιώσεως η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του πδ 166/2000 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» δε μη τήρηση της διαδικασίας δεν επηρεάζει το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως (Μειοψηφία: Η ένδικη διαφορά δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, παραπομπή στο ΕΣ.)
ΙΙΙ). Οι αποφάσεις 5/2006 και 7/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
. Κρίθηκε ότι: 1) Στις συντάξιμες αποδοχές από 1997 έως 2002 δεν υπολογίστηκε η πάγια αποζημίωση του ν. 2521/97. Αρμοδιότητα.
2)Δεν απαιτείται η προηγούμενη προσβολή της πράξεως κανονισμού συντάξεως με το οικείο ένδικο βοήθημα και αναγνώριση της παρανομίας από ΕΣ. Βάσιμη η αγωγή. 3)Ευθύνη του Δημοσίου, προς αποκατάσταση ζημίας, ίσης με το ποσό που ο ίδιος θα ελάμβανε ως διαφορά συντάξεως από 1.9.1997 έως 31.12.2002.
3)Το άρθ. 10 παρ. 7 του ν. 3075/2002, που απαγορεύει την αναζήτηση αναδρομικών για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα, είναι αντίθετο στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
4) ¶σκηση αναγνωριστικής αγωγής ,αποτελεί όχληση του οφειλέτη. Οφείλονται τόκοι επιδικίας, από της επιδόσεως στο Δημόσιο, κατά τον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας και όχι με 6%.
(Μειοψηφία: Αρμοδιότητα ΕΣ για ότι αφορά στο παρελθόν)
IV.-. Η Απόφαση 13/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι: 1) Αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας προς καταβολή στους δικαστές , κατΆ επιταγή του άρθρου 88 παρ.2 Σ, αποδοχών όχι κατωτέρων από τις αποδοχές των άλλων οργάνων των δύο άλλων κρατικών λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής).
2)Κρίθηκε ότι ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., ο οποίος είναι ανώτατος δημόσιος λειτουργός που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας , ελάμβανε, υπό μορφή αποζημιώσεως, κατά πολύ ανώτερες αποδοχές έναντι των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, που είναι οι επί κεφαλής της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας. Το πραγματικό γεγονός και μόνον, ότι με την ως άνω ρύθμιση, κατά την ένδικη περίοδο, οι αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., ως σύνολο λαμβανόμενες, ανήλθαν σε ύψος ανώτερο από αυτές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, έχει ως συνέπεια την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατΆ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της α) κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος νομοθέτησης των αποδοχών του ανωτέρω, αλλά και β) εκ της παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών διαβαθμίζονταν αναλόγως.
3)Εξ άλλου δεν υφίσταται αλλά και δεν απαιτείται να αναζητηθεί οποιαδήποτε αντιστοιχία των προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των λοιπών δικαστικών λειτουργών με αυτό του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ αφού αποτελεί όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας και η αμοιβή καθορίσθηκε ανώτερη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά παράβαση της Συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 88παρ 2Σ .
4)Είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα από το Δημόσιο περί του ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. με αυτές των δικαστών γιατί, όπως προβάλλεται, οι αποδοχές στην Ε.Ε.Τ.Τ. αποτελούν κίνητρο για την προσέλκυση ικανών στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα και ότι μετά τη λήξη της θητείας του ο πρόεδρος θα επιστρέψει στην ανασφάλεια του ιδιωτικού τομέα από τον οποίο αποκόπτεται όσο διάστημα υπηρετεί στην Ε.Ε.Τ.Τ.
5)Οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, αποτελούν την οροφή του ειδικού μισθολογίου των δικαστών, προς εξασφάλιση δε της δικαστικής ανεξαρτησίας πρέπει πάντοτε να διατηρείται αναλογία με τις κατώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (ΣτΕ 1688/1991).
6) Η παροχή περαιτέρω ειδικών κινήτρων από την Πολιτεία για την στελέχωση των υπηρεσιών της εκτελεστικής λειτουργίας, με τα κατάλληλα πρόσωπα ειδικών προσόντων και κύρους δεν μπορεί να οδηγεί ευθέως στην παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος ,όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από την παγία νομολογία των δικαστηρίων.
7)Όπως ήδη έχει κριθεί, με την 1/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού: Α) Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται, πάντοτε και χωρίς καμιά απολύτως παρέκκλιση να είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους, με την έννοια ότι οι αποδοχές αυτών, ως φορέων της τρίτης ανεξάρτητης πολιτειακής εξουσίας, πρέπει να είναι σαφώς, κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, διακεκριμένες και αυξημένες έναντι όλων των άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες του πολιτεύματος, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση ή παρέκκλιση. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχε κανένα νόημα η επιταγή του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Β) Η θέσπιση κανόνων δικαίου, που έρχονται σε αντίθεση με υπερκειμένους κανόνες δικαίου, όπως διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος ή των κανόνων δικαίου που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.
Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, προς εκδίκαση, την υπό κρίσιν αγωγή στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
V) Η Απόφαση 17/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι: 1)Η επίλυση του σχετικού νομικού ζητήματος μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων.
2)Το Δικαστήριο αποφαίνεται κυριαρχικώς για το νομικό ζήτημα, αν δηλαδή γεννιέται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, από το γεγονός ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να καθορίσει ότι οι χορηγούμενες στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. αποδοχές καταβάλλονται και στους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και κατΆ αναλογία και στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς. Η αρχή της ισοτιμίας των συντεταγμένων εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν έχει την έννοια ότι οι αποδοχές όλων όσων ασκούν, ως φορείς ή όργανά τους, δημόσια λειτουργήματα και αξιώματα, πρέπει να είναι κατΆ ανάγκη του αυτού ύψους. Οι αποδοχές καθενός πρέπει να προσδιορίζονται όχι μόνο με βάση την ιδιότητά του ως οργάνου συντεταγμένης εξουσίας αλλά και με βάση τις συνθήκες που είναι σύμφυτες με την άσκηση κάθε λειτουργήματος ή αξιώματος.
3)Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, κατά τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη, πρέπει να είναι υπέρτερες από τις αποδοχές κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου που κατέχει οργανική θέση και σταδιοδρομεί στο Δημόσιο, οποιαδήποτε θέση και αν αυτός κατέχει. Το Σύνταγμα όμως δεν εμποδίζει το νομοθέτη ούτε την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να καθορίζουν αποδοχές δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων υψηλότερες κατά περίπτωση από τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών εφόσον οι πιο πάνω λειτουργοί ή υπάλληλοι τελούν σε καθεστώς διαφορετικό από το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να καταβάλλονται στην περίπτωση αυτή οι υψηλότερες αυτές αποδοχές και στους δικαστικούς λειτουργούς.
4)Δεν υπάρχει υποχρέωση από το Σύνταγμα να καταβληθούν στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και κατ' αναλογία στους άλλους δικαστές οι αποδοχές που, κατά τα ανωτέρω, χορηγούνται στον Πρόεδρο της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ο οποίος καμιά σταδιοδρομία δεν ακολουθεί στην Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή γιατί οι αποδοχές του Προέδρου της πιο πάνω Επιτροπής συνάπτονται προς τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του λειτουργήματός του. Οι αποδοχές φέρουν προδήλως τον χαρακτήρα κινήτρου. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν εμποδίζεται ο νομοθέτης να προσδιορίζει κατά περίπτωση τις αμοιβές των Προέδρων Ανεξάρτητων Αρχών ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, δεδομένου ότι πρόκειται για αμοιβές που ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις της αγοράς αυτής και δεν σχετίζονται με την αξιολόγηση δημόσιου λειτουργήματος. Οι ανωτέρω ειδικές συνθήκες και λόγοι που δικαιολογούν την χορήγηση αυξημένων αποδοχών στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. δε συντρέχουν για τους δικαστικούς λειτουργούς. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή κατά την πρώτη βάση της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
5)Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και διΆ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες), με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Η παραβίαση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, με τη χορήγηση αποδοχών σε λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες λειτουργίες του Κράτους μεγαλύτερων από τις χορηγούμενες στους δικαστές, αποδοχές, έχει ως συνέπεια την κατΆ ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σΆ αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών (βλ. Ολ. ΣτΕ 3670/1994, πρβ. και Ειδικό Δικαστήριο 1/2005, ΣτΕ 1688/1991 Γ΄ Τμ. 7μελ. κ.ά.). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται όχι μόνον να θεσπίζει εφΆ άπαξ το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και να το αναπροσαρμόζει μέσω πρόσφορης διαδικασίας περιοδικής εξετάσεως των εν λόγω αποδοχών σε συσχετισμό και με τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών του Κράτους. Η Ε.Ε.Τ.Τ είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή συσταθείσα από τον κοινό νομοθέτη, φέρει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε όργανα της δικαιοσύνης με σκοπό τη διασφάλιση καθεστώτος ανεξαρτησίας των μελών της, αποτελεί, όμως, όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, και δη διοικητικό όργανο που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του κράτους Ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., ανώτατος δημόσιος λειτουργός που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, ελάμβανε, υπό μορφή αποζημιώσεως, ανώτερες αποδοχές έναντι των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας που είναι οι επικεφαλής της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας, το πραγματικό δε αυτό γεγονός και μόνον έχει ως συνέπεια την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά των αποδοχών που αντιστοιχεί σΆ αυτόν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, η δε υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για περαιτέρω εκδίκαση. Η σύγκριση, όμως, των αποδοχών του προέδρου πρωτοδικών με τις αποδοχές του γενικού διευθυντή δεν είναι εφικτή, δεδομένου ότι ο βαθμός του προέδρου πρωτοδικών δεν συνιστά ανώτατο βαθμό της δικαστικής ιεραρχίας. Η σύγκριση των αποδοχών δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στην ανώτατη βαθμίδα της δικαστικής ιεραρχίας με τις αποδοχές δημόσιων υπαλλήλων που υπηρετούν στην ανώτατη βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας, βασίμως, κατΆ αρχήν, προβάλλεται, εάν διαπιστωθεί ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί (Σύμβουλοι Επικρατείας, Αρεοπαγίτες και Σύμβουλοι Ελεγκτικού Συνεδρίου) ελάμβαναν αποδοχές κατώτερες των αποδοχών των Γενικών Διευθυντών ανακύπτει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση.
Απορρίπτει την κρινόμενη αγωγή κατά τις δύο πρώτες βάσεις της. Απέχει να αποφανθεί οριστικώς ως προς την τρίτη βάση Επιβάλλει στο εναγόμενο Δημόσιο να αποστείλει στο Δικαστήριο τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό στοιχεία
VI) Η Απόφαση 21/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι 1)Αποτελεί εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σ΄ αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους. Ως αποδοχές νοούνται οι χορηγούμενες με οποιοδήποτε τρόπο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η θέσπιση ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισής τους.
2)Εν όψει αυτών καθώς και της εξίσωσης, με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής, (διατηρηθείσα σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, το οποίο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 111 του Συντάγματος, εξακολουθεί να ισχύει, εωσότου τροποποιηθεί ή καταργηθεί με νόμο), της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης με την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος του μισού ποσού της, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστών, προς διαφύλαξη των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοτιμίας και ισοδυναμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας.
3)Η σύνταξη των αποχωρούντων από την υπηρεσία δικαστών, η οποία, όπως και η σύνταξη των συνταξιούχων βουλευτών, οι ασφαλιστικές παροχές (κύριες και επικουρικές συντάξεις, μερίσματα κλπ) που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι δικαστές λόγω της ασφαλίσεώς τους κατά τη διάρκεια της δικαστικής τους υπηρεσίας σε διάφορα ασφαλιστικά ταμεία (Ταμείο Νομικών κ.ά), δεν υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση μαζί με τη σύνταξή τους από το Δημόσιο Ταμείο, αλλά φορολογούνται κατά τις γενικές διατάξεις, αθροιζόμενες με τυχόν άλλα εισοδήματά τους (π.χ. από ακίνητα, κινητές αξίες κ.λ.π.),έπρεπε να φορολογηθεί αυτοτελώς μόνον το άθροισμα της σύνταξης και του μισθού που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα και, συνεπώς, να μην αθροισθούν με το ποσό της σύνταξης και το ποσό του μισθού, τα λοιπά εισοδήματα που απέκτησε κατά το ως άνω έτος και ειδικότερα, η σύνταξη από το Ταμείο Νομικών και το εισόδημα από ακίνητα.
VII) Η ΑΠΟΦΑΣΗ 22/2006, ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι: Στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται μόνο οι διαφορές από κύριες συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Αντιθέτως, οι διαφορές από παροχές των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως οι επικουρικές συντάξεις, που χορηγούνται από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως σε εκπλήρωση της υπό του Συντάγματος (άρθρο 22 παρ. 5) επιβαλλόμενης μέριμνας του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, υπάγονται στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
VIII)) Οι Αποφάσεις 23/2006, 24/2006 34/2006, 35/2006 ΕΙΔ ΔΙΚ ΑΡΘ 88Σ
Κρίθηκε ότι Το νομικό αυτό ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίσιν υπόθεση, επιλύθηκε οριστικώς με την 13/2006 Απόφαση του δικαστηρίου αυτού. μετά την επίλυση του ανωτέρω νομικού ζητήματος με την 13/2006 Απόφασή του, παρέλκει η εξέταση των λοιπών νομικών ζητημάτων που τίθενται με τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, η οποία, πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο, εν όψει των ανωτέρω είναι πλέον αρμόδιο να επιλύσει οριστικώς την υπό κρίση διαφορά, συμμορφούμενο υποχρεωτικώς ως προς τα επιλυθέντα νομικά ζητήματα και να αντιμετωπίσει τα λοιπά ζητήματα που γεννώνται σχετικά με την αναγνώριση της αξιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ενάγων, καθώς και του ύψους αυτής.
IX. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η ΑΠΟΦΑΣΗ της 26.4.2006 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (υπόθεση Zubko κ.ά κατά Ουκρανίας) και η λύση του ζητήματος με τον ν3691/2008
9.1.-Η απόφαση του δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφορικά με τους μισθούς των δικαστών ανοίγει νέα καινούργια δεδομένα στις δικαστικές διεκδικήσεις όπως φαίνεται από την:
Απόφαση της 26.4.2006, υπόθεση Zubko κ.ά. κατά Ουκρανίας
Η υπόθεση είναι απόρροια τεσσάρων προσφυγών (υπΆ αριθ. 3955/04, 5622/04, 8538/04 και 11418/04) κατά της Ουκρανίας, από τέσσερις Ουκρανούς δικαστές. Οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτος προσφεύγοντες είναι δικαστές, ενώ ο τρίτος προσφεύγων είναι συνταξιούχος δικαστής.
Ο πρώτος προσφεύγων, η δεύτερη προσφεύγουσα και ο τέταρτος προσφεύγων παραπονέθηκαν για τη μακρά περίοδο άρνησης των αρχών να εκτελέσουν την από 16 Δεκεμβρίου 2002 απόφαση του Πρωτοδικείου Pechersky του Κιέβου, η οποία έκανε δεκτές τις αγωγές τους για καταβολή αναδρομικών για μισθούς και ισόβια επιδόματα δικαστικών λειτουργών και αποζημίωσης για καθυστέρηση της πληρωμής τους και διέταξε το Υπουργείο Οικονομικών και το Δημόσιο Ταμείο να καταβάλουν τα επιδικασθέντα ποσά.
Ο τρίτος προσφεύγων παραπονέθηκε για τη διάρκεια της εκτέλεσης της από 14 Ιανουαρίου 2002 απόφασης του Πρωτοδικείου Pechersky του Κιέβου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή του για καταβολή αναδρομικών για μισθούς και ισόβια επιδόματα δικαστικών λειτουργών και αποζημίωσης για καθυστέρηση της πληρωμής τους και διέταξε το Υπουργείο Οικονομικών και το Δημόσιο Ταμείο να καταβάλουν τα επιδικασθέντα ποσά.
Στους ισχυρισμούς τους επικαλέσθηκαν το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν ότι το κράτος παραβίασε το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας τους, το οποίο εγγυάται το άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Η δεύτερη προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν διέθετε πραγματική προσφυγή, κατά το άρθρο 13, για να εκφράσει τα παράπονά της, βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης σχετικά με τη διάρκεια της μη εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί υπέρ της. Επί του παραδεκτού των παραπόνων των πρώτου, δεύτερης και τέταρτου προσφευγόντων βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης, το δικαστήριο έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ διοικητικών αρχών και υπαλλήλων που ως εκ της θέσεώς τους συμμετέχουν στην άσκηση εξουσιών δημοσίου δικαίου, όπως είναι οι δικαστές, δεν απολαύουν των εγγυήσεων του άρθρου 6 παρ. 1. Το δικαστήριο απέρριψε, με το προαναφερόμενο σκεπτικό και τα παράπονα της δεύτερης προσφεύγουσας, βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης, σε σχέση με το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης, ως ασυμβίβαστα ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 4. Αντίθετα, έκρινε ότι το άρθρο 6 παρ. 1 τυγχάνει εφαρμογής, στο παράπονο σχετικά με τη μη εκτέλεση της οριστικής δικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε υπέρ του τρίτου προσφεύγοντος.
Επί του παραδεκτού των παραπόνων όλων των προσφευγόντων, βάσει του άρθρου 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, το δικαστήριο έκρινε ότι τα παράπονα αυτά δεν είναι προφανώς αβάσιμα ή απαράδεκτα για οποιονδήποτε λόγο και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν παραδεκτά.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μη πληρωμή των οφειλών εκ των δικαστικών αποφάσεων οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος δεν πρόβλεψε τις σχετικές δαπάνες στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Ωστόσο, παραλείποντας επί δύο έτη και έξι μήνες να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη συμμόρφωση προς την οριστική απόφαση του δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, οι Ουκρανικές αρχές στέρησαν, εν πολλοίς τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 από το ωφέλιμο περιεχόμενό τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης στην υπόθεση του τρίτου προσφεύγοντος.
Δεν επιτεύχθηκε εύλογη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του κράτους και των συμφερόντων των προσφευγόντων, οι οποίοι, επιπλέον, ήταν υπεύθυνοι για την άσκηση σημαντικών δημόσιων καθηκόντων, κατά την απονομή δικαιοσύνης. Ειδικότερα, η εν θέματι δικαστική διαμάχη, αφορούσε αποζημίωση για τη μη συμμόρφωση των αρχών από το 1995 ως το 2001, προς την εκ του νόμου υποχρέωσή τους να παρέχουν στους προσφεύγοντες τα επιδόματα που προβλέπουν για τους δικαστικούς λειτουργούς το σύνταγμα και ο Νόμος περί του Δικαστικού Σώματος. Ως εκ τούτου, η κατάσταση των προσφευγόντων, ιδίως δε η ευαίσθητη θέση τους ως ανεξαρτήτων δικαστικών λειτουργών, επέβαλλε στις αρχές να εκτελέσουν τις δικαστικές αποφάσεις και να διαθέσουν τα αναγκαία ποσά χωρίς καθυστέρηση.
Παράλειψη του κράτους να παράσχει έγκαιρα στους δικαστές τα σχετικά επιδόματα, είναι ασυμβίβαστη με την ανάγκη εξασφάλισης της ικανότητάς τους να ασκούν το δικαστικό λειτούργημα ανεξάρτητα και αμερόληπτα, ούτως ώστε να προστατεύονται από εξωτερικές πιέσεις που έχουν ως στόχο να επηρεάσουν τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά τους. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρέπεμψε στα σχετικά κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως η Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών για την Ανεξαρτησία, την Αποτελεσματικότητα και το Ρόλο των Δικαστών και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για τη Θεσμική Κατάσταση των Δικαστών, όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι: «Προκειμένου να μπορούν οι δικαστές να ασκούν τα καθήκοντά τους με αποτελεσματικό τρόπο, πρέπει να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες συνθήκες εργασίας, και ιδίως να εξασφαλίζεται ότι η κατάσταση και η αμοιβή των δικαστών τελούν σε αντιστοιχία προς το κύρος του λειτουργήματος και το βάρος των ευθυνών τους… . Οι παράγοντες αυτοί έχουν αποφασιστική σημασία για την ανεξαρτησία των δικαστών, ιδίως δε για την αναγνώριση της σημασίας του ρόλου τους ως δικαστών, η οποία εκφράζεται μέσω της επίδειξης του δέοντος σεβασμού στο πρόσωπό τους και της επαρκούς οικονομικής αμοιβής τους (Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών)» και «Κατά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος υπό επαγγελματική ιδιότητα, ο δικαστής δικαιούται αμοιβή που επαρκεί για να εξασφαλιστεί η προστασία του από πιέσεις που έχουν ως στόχο να επηρεάσουν τις αποφάσεις του και γενικότερα τη συμπεριφορά του στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, θίγοντας έτσι την ανεξαρτησία και αμεροληψία του (Ευρωπαϊκός Χάρτης)».
Κατόπιν των ανωτέρω, η μη εξασφάλιση της επαρκούς και έγκαιρης πληρωμής της αμοιβής των δικαστών των εθνικών δικαστηρίων και η αβεβαιότητα που τους δημιούργησε ανέτρεψαν την εύλογη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων για σεβασμό της περιουσίας τους. Συνεπώς, μη συμμορφούμενες προς τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν υπέρ των προσφευγόντων, οι εθνικές αρχές εμπόδισαν για σημαντικό χρονικό διάστημα τους προσφεύγοντες να εισπράξουν στο ακέραιο τα επιδόματα που δικαιούνταν εκ του νόμου, γεγονός που θα μπορούσε να τους εμποδίσει να ασκήσουν απερίσπαστα τα δικαστικά τους καθήκοντα.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία των προσφευγόντων να επιτύχουν εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ τους επί ένα έτος και τέσσερις μήνες (ο πρώτος προσφεύγων, η δεύτερη προσφεύγουσα και ο τέταρτος προσφεύγων) και δύο έτη και έξι μήνες (ο τρίτος προσφεύγων) είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας τους κατά την έννοια του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν κάποια ηθική βλάβη λόγω των σοβαρών παραβιάσεων που διαπιστώθηκαν, η οποία δε μπορεί να αποκατασταθεί μόνο από τη διαπίστωση παραβίασης εκ μέρους του Δικαστηρίου. Έχοντας υπόψη την ιδιαίτερη και σημαντική θέση των προσφευγόντων ως δικαστικών λειτουργών, θεώρησε εύλογο να επιδικάσει στον πρώτο προσφεύγοντα, τη δεύτερη προσφεύγουσα και τον τέταρτο προσφεύγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη. Για τον ίδιο λόγο, επιδίκασε στον τρίτο προσφεύγοντα 5.000 ευρώ.
9.2.-Μετά από όλα τα παραπάνω και την σχετική νομολογία που διαμορφώθηκε τελικά και από το δικαστήριο του άρθρου 88παρ 2 Σ η Πολιτεία έδωσε την ακόλουθη σώφρονα λύση στα μισθολογικά των Ελλήνων Δικαστών: α) ως προς τα αναδρομική συμμόρφωση με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του δικαστηρίου του άρθρου 88Σ εξέδωσε την αριθμό. 2/1601/0022 (ΦΕΚ Β 149 30.1.2008)ΚΥΑ με θέμα «Καταβολή έκτακτης παροχής στους δικαστικούς λειτουργούς, στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), εν ενεργεία και συνταξιούχους όλων των βαθμίδων» και β) ως προς το μισθολόγιο το θέμα λύθηκε με το άρθρο 57 του νόμου 3691 ΦΕΚ Α 166/5.8.2008.
Στις διατάξεις του νόμου αυτού περιλαμβάνεται και στο άρθρο 57 παρ 13 η ακόλουθη διάταξη ,που δείχνει έμπρακτα πλέον τον σεβασμό της Πολιτείας στο άρθρο 88παρ 2 Σ. «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε διάταξη ή κανονιστική διοικητική πράξη που καθορίζει αποδοχές και λοιπές αποζημιώσεις υψηλότερες των αντίστοιχων των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σε λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. πλην εκείνων που δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 1 περίπτωση β` του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), καθώς και στους Προέδρους και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών ή άλλων Αρχών που εξομοιώνονται με αυτές ή Επιτροπών ή άλλων διοικητικών σχηματισμών των φορέων αυτών.»
Έτσι τελειώνει ένα ζήτημα που ξεκίνησε από την Εθνική Παλιγγενεσία και συνεχίζονταν μέχρι σήμερα
Τελικά, αν, πράγματι, όλοι θέλουμε γρήγορη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη, νομίζω ότι καλόν είναι να την αφήσουμε ήσυχη, να επιτελέσει την Αποστολή της, αφού πρώτα, την εξοπλίσουμε με τα μέσα που απαιτούνται, την προικοδοτήσουμε με πόρους και τη στελεχώσουμε επαρκώς, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τα δεινά που την ταλανίζουν. Ο Ηράκλειτος, αιώνες πριν από την σημερινή θλιβερή κατάσταση, θεωρεί ότι η «ύβρις» που προέρχεται από έλλειψη σεβασμού στη Δικαιοσύνη είναι περισσότερο καταστρεπτική και επικίνδυνη από την πυρκαγιά «ύβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαιήν ». Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να πούμε προς όσους απεργάζονται κατά της Δικαιοσύνης, όπως ο Σωκράτης στους Νόμους : «Τι εγκαλών ημίν και τη πόλει επιχειρείς ημάς απολλύναι».
====================================
ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
Δικηγόρος του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δικηγόρος του Πανεπιστημίου Αθηνών
ευχαριστούμε τον κ. Αργυρό για τη μελέτη που μας απέστειλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα.
Συγχαρητήρια για την μελέτη σας, βάζει τα πράγματα στη θέση τους και θα πρέπει να δημοσιευθεί σε νομικά περιοδικά για ενημέρωση περισσοτέρων νομικών
ΑπάντησηΔιαγραφή