ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΙ
Σωτήριος Αλ.Ρίζος, Πρόεδρος Συµβουλίου της Ε̟ικρατείας.
Κύριε Πρόεδρε της ∆ηµοκρατίας, Μακαριώτατε, Κύριε Υ̟ουργέ
της ∆ικαιοσύνης, Κυρίες και Κύριοι, αγα̟ητές µου και
αγα̟ητοί µου Συνάδελφοι, Σας ευχαριστώ θερµώς ότι τιµάτε την
συνεδρία αυτή ̟ου σηµατοδοτεί το τέλος αλλά και την συνέχεια.
Το δεύτερο είναι και το σ̟ουδαιότερο.
Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας εξ ονόµατος
του θεσµού, τον ο̟οίο γνωρίζει καλά, ακούστηκε στην αίθουσα
αυτή ε̟ί ̟ολλά χρόνια, α̟ήλαυσε το Συµβούλιο της Ε̟ικρατείας
και εµείς ακούσαµε και καρ̟ωθήκαµε το νοµικό του λόγο και τα
νοµικά του ε̟ιχειρήµατα. Ευχαριστώ ε̟ίσης ιδιαιτέρως τον
Μακαριώτατο, τον Αρχιε̟ίσκο̟ο της ειρηνεύσεως και της σιω̟ής.
Α̟οχωρεί σήµερα το µισό ε̟ιτελείο του Συµβουλίου της
Ε̟ικρατείας, τέσσερις Αντι̟ρόεδροι και ο Πρόεδρος, µετά 40
̟ερί̟ου χρόνια υ̟ηρεσίας ̟ρος το θεσµό. Χρόνος ̟ου αντιστοιχεί
̟ερί̟ου στο µισό της ζωής του ∆ικαστηρίου και συµ̟ί̟τει µε όλη
τη ζωή της ∆ηµοκρατίας του 1975. Συνυφάνθη η ∆ηµοκρατία αυτή
και µε το Συµβούλιο της Ε̟ικρατείας. Παρήλασε α̟’εδώ όχι µόνον
η ελληνική ̟ολιτική ιστορία αλλά και η ευρω̟αϊκή, καθ’ο µέρος
α̟εικονίζονται αµφότερες στο ̟αραγόµενο δίκαιο. Αλλωστε, τι
είναι το Κράτος κατά κύριο λόγο, ̟έραν του δικαίου? Του δικαίου,
νοουµένου ως συµ̟λέγµατος κανόνων, α̟ό τη στιγµή ̟ου αρχίζει
[2]
η διαδικασία κατασκευής τους µέχρι τη στιγµή της εφαρµογής
τους.
Ηρθαν εδώ τα ̟άντα. Το δίκαιο του ̟ροσω̟ικού της δηµοσίας
διοικήσεως, το δίκαιο της οργανώσεως της δηµοσίας εκ̟αιδεύσεως,
̟εριλαµβανοµένων των οδυνηρών νόµων για τα ̟ανε̟ιστήµια, το
δίκαιο του ̟εριβάλλοντος και της ̟ολεοδοµίας, το οικονοµικό
δίκαιο, η δηµόσια σύµβαση, το δίκαιο των κοινωνικών
ασφαλίσεων, το δίκαιο της φορολογίας, το δίκαιο των αλλοδα̟ών
και της ιθαγενείας και τέλος το σ̟ουδαιότατο δίκαιο της
Ευρω̟αϊκής Κοινότητος. Σχεδόν όλη η Πολιτική, οι διακυµάνσεις
της, οι ανατάσεις και οι κατωφέρειες, ε̟ιτυχίες και α̟οτυχίες. Η
µεταβλητότητα της Πολιτικής, η έλλειψη σεβασµού στο νοµοθετικό
έργο του ̟ροκατόχου, η ̟οµ̟ώδης διακήρυξη ότι ο νόµος
καταργείται και αντικαθίσταται µε νέο, ο ο̟οίος θα είναι ο
άριστος. Το µέλλον όµως και του νέου νόµου θνησιγενές, θύµα του
ε̟όµενου νοµοθέτη. Με θλίψη ̟αρακολουθήσαµε την έλλειψη
συνέχειας σε όλα τα µεγάλα θέµατα, την έλλειψη ικανότητας να
κτίσουµε ε̟άνω στο ̟ροηγούµενο οικοδόµηµα αντί να το
γκρεµίζουµε για να δηµιουργήσουµε τελικά το ακατανόητο
οικοδόµηµα του Πύργου της Βαβέλ. Αυτή είναι η µία ̟τυχή. Η
άλλη ήταν η ̟οιότητα της διαδικασίας και του ̟εριεχοµένου του
νόµου. Υ̟έστη και κατά τη ∆ηµοκρατία αυτή ανήκεστη βλάβη ο
νόµος του Κράτους ∆ικαίου. ∆ιότι ο νόµος του Κράτους ∆ικαίου
έχει ορισµένα χαρακτηριστικά, ̟ου του ε̟ιτρέ̟ουν να ρυθµίσει
την κοινωνική ύλη και να τύχει εφαρµογής. Την γενικότητα και τη
συµ̟ερίληψή του σε ένα αυτόνοµο, διακεκριµένο όχηµα: κάθε
[3]
αντικείµενο ρυθµίζεται µε ορισµένους κανόνες οι ο̟οίοι
το̟οθετούνται σε ένα και µόνο νόµο. Όχι «και άλλες διατάξεις»,
̟ου θολώνουν τη ρύθµιση, εµ̟οδίζουν τη γνώση α̟ό δικαστές,
διοίκηση, ̟ολίτες.
Πέραν της νοµοθεσίας, ̟αρήλασε α̟ό την αίθουσα αυτή και το
σύνολο της ∆ιοικήσεως. Η ∆ιοίκηση α̟εκαλύφθη και κατά τις
θετικές της ̟λευρές και κατά τις αρνητικές. Εκεί ό̟ου στη δοµή της
και στη λειτουργία της ε̟ικράτησαν οι κλασικές αρχές
οργανώσεως, τα δείγµατα ήταν θετικά, εκεί ό̟ου σταδιακά µε
νοµοθεσίες άστοχες, ̟ειραµατικές και ενίοτε κοµµατικής
στοχεύσεως, α̟οδοµήθηκε η ιεραρχία, ̟αρέλυσε η ∆ιοίκηση ως
σύστηµα ταχείας και α̟οδοτικής λειτουργίας ̟αραγωγής α̟τών
α̟οτελεσµάτων. Η εικόνα ̟ου α̟οκοµίσαµε α̟ό τον φάκελο των
υ̟οθέσεων, ό̟ου είναι εναργής όλη η διαδικασία ̟αραγωγής της
διοικητικής ̟ράξεως αλλά και α̟ό τις δίκες ̟ου ̟ροκλήθηκαν α̟ό
την αµφισβήτηση ̟ροαγωγών, ̟ειθαρχικών διαδικασιών χωρίς
τέλος κλ̟, ̟ιστο̟οιούν ότι η ελληνική διοίκηση οδηγήθηκε σε µία
κατάσταση, ̟ου αδυνατεί να υ̟οστηρίξει τους σκο̟ούς του
Κράτους, δεδοµένου ότι καθ’οδόν και µε τη συνέργεια της
Πολιτικής, οργανώθηκε µε αρχές αυτο̟ροστασίας του
̟ροσω̟ικού της, κεκαλυµένες µε τον µανδύα της δηµοκρατικής
αρχής. Με αλλε̟άλληλους νόµους δηµιουργήθηκε αχλύς ̟ερί την
α̟οστολή και τη σ̟ουδαιότητα της ∆ιοικήσεως.
Α̟οµακρυνθήκαµε α̟ό τους κλασσικούς αρχιτέκτονες των
συγχρόνων διοικήσεων. Ενας εξ αυτών, ο Bismarck είχε ̟εί: «Με
κακούς νόµους και καλούς υ̟αλλήλους µ̟ορεί κανείς να κυβερνά,
[4]
µε κακούς όµως υ̟αλλήλους δεν ωφελούν σε τί̟οτε και οι άριστοι
νόµοι»1
Ερωτάται ̟οιο ρόλο διαδραµάτισε το ∆ικαστήριο αυτό και όλη η
∆ιοικητική ∆ικαιοσύνη κατά την ̟ερίοδο αυτή. Εν ̟ολλοίς
διεκρίθη α̟ό τους λοι̟ούς σχηµατισµούς του Κράτους. ∆ιεκρίθη
αλλά και υ̟ήρξε θύµα µιάς βασικής εσφαλµένης αντιλήψεως ̟ου
καλλιεργήθηκε τόσο α̟ό τον νοµικό κόσµο όσο και α̟ό τον
̟ολιτικό κόσµο εν ευρεία εννοία. Εν µέρει και α̟ό τα ίδια τα µέλη
του δικαστηρίου. Η εσφαλµένη αντίληψη, α̟οµακρυσµένη α̟ό τα
κρατούντα στα ανε̟τυγµένα κράτη, είναι αυτή ̟ου λέγει ότι η δ.δ.
και ένα ανώτατο διοικητικό δικαστήριο θα διορθώνουν όλα τα
κακά της ∆ιοικήσεως, είναι αυτή ̟ου µεταθέτει το κέντρο βάρους
α̟ό τη ∆ιοίκηση στη ∆ικαιοσύνη. Ότι µ̟ορούµε να διαλύουµε τη
∆ιοίκηση, να ̟ολλα̟λασιάζουµε την ̟οσότητά της αδιαφορώντας
για την ̟οιότητα της (µισθοί, κίνητρα διακρίσεως κλ̟) και ως
αντιστάθµισµα να διαµορφώνουµε µία λε̟τε̟ίλε̟τη, σχολαστική,
υ̟ερ̟ροστατευτική νοµολογία, η ο̟οία ̟ροσανατολισµένη στα
δικαιώµατα των δηµοσίων υ̟αλλήλων δεν κατορθώνει να
̟ερισώσει την α̟οτελεσµατικότητά της. Οδηγεί όµως τελικά στη
βραχυκύκλωση και της ίδιας της ∆ιοικητικής ∆ικαιοσύνης και
στην ανατρε̟τική του Κράτους ∆ικαίου ε̟ιβράδυνση στην
α̟ονοµή της. Αυτά καταδεικνύουν ̟όσο αδιέξοδα και ασήµαντα
είναι τα ηµίµετρα, ̟ου λαµβάνονται κατά καιρούς µε δηλούµενο
σκο̟ό την ε̟ιτάχυνση της διοικητικής δίκης, των ο̟οίων οι
εµ̟νευστές ουδόλως α̟οτολµούν να ασχοληθούν µε τον βασικό
1
«Mit schlechten Gesetzen und guten Beamten läßt sich immer noch regieren. Bei
schlechten Beamten aber helfen die besten Gesetze nichts».
[5]
συντελεστή της ευνοµίας η της ανοµίας, µε τον βασικό δηµιουργό
των συγκρούσεων ̟ου είναι ̟ροεχόντως η ∆ιοίκηση υ̟ό καθεστώς
άτακτης νοµοθετικής ̟αραγωγής.
Παρ’ όλα ταύτα, η ̟ερίοδος αυτή είχε ̟ολύ καλές στιγµές γιά το
∆ικαστήριο, µε δεδοµένο ότι και η νοσηρότητα αναδεικνύει τον
ρυθµιστικό ρόλο του ∆ικαστή. Ένα α̟ό τα σ̟ουδαιότερα
χαρακτηριστικά της ̟εριόδου αυτής υ̟ήρξε η σταθερο̟οίηση και
η εµβάθυνση του ελέγχου της συνταγµατικότητος των νόµων. Σε
σηµαντικό βαθµό το Συµβούλιο της Ε̟ικρατείας εξελίχθηκε σε ένα
δικαστήριο µε ̟ολλά χαρακτηριστικά συνταγµατικού
δικαστηρίου. Η εξέλιξη αυτή υ̟οβοηθήθηκε α̟ό µία βραδεία αλλά
σχετικώς σταθερή εξέλιξη της ̟ολιτικής κουλτούρας µε ̟ρότυ̟ο το
ανε̟τυγµένο δυτικό κράτος, ̟ου ̟αρ’όλη την έλλειψη συνέ̟ειας,
χαρακτήρισε την ∆ηµοκρατία του 1975, τουλάχιστον µέχρι την
εκδήλωση της κρίσεως του 2010, ο̟ότε εµφανίζονται τάσεις
αµφισβητήσεως του δυτικού ̟ροτύ̟ου και τρο̟ής σε ακαθόριστα
σχήµατα, κατά το µάλλον και ήττον µηδενιστικά. Υ̟οβοηθήθηκε
ε̟ίσης το δικαστήριο α̟ό το εισαγόµενο δίκαιο της Ευρω̟αϊκής
Κοινότητος, το ο̟οίο ενίσχυσε ̟ολύ την ̟οιότητα του εθνικού
δικαίου στους τοµείς ενδιαφέροντος της Κοινότητος. Και στον
τοµέα αυτό το Συµβούλιο της Ε̟ικρατείας είχε µεγάλη ε̟ιτυχία,
α̟οτέλεσµα µιάς ε̟ί̟ονης ̟ροσ̟άθειας α̟ό όλα τα µέλη του.
Πρέ̟ει όµως να τονισθεί, ότι το ̟ολυσήµαντο γεγονός της
συµµετοχής µας στην ΕΕ είχε και δυσµενείς συνέ̟ειες στην
λειτουργικότητα του ∆ικαστηρίου, µε δεδοµένο ότι ̟λέον τόσο
αυτό όσο και η ∆ιοίκηση καθίσταντο α̟οδέκτες δύο ̟ηγών
[6]
δικαίου: µιάς α̟ό το εσωτερικό και µιάς δεύτερης α̟ό το
εξωτερικό, ε̟ίσης ̟ληθωρικής και ενίοτε µη ρεαλιστικής ό̟ως και
η ̟ρώτη.
Όµως ο συνταγµατικός έλεγχος αµφισβητήθηκε. Α̟ό διαφορετικές
κατευθύνσεις και για διαφορετικούς λόγους. Και όχι ̟άντοτε κατά
τον ήρεµο και τεκµηριωµένο τρό̟ο της ευρω̟αϊκής ̟αραδόσεως.
Αλλοτε αµφισβητήθηκε για λόγους ̟ου υ̟έκρυ̟ταν την αξίωση
του ανελέγκτου ̟ράξεων και ̟αραλείψεων της εναλλασσόµενης
̟ολιτικής εξουσίας. ∆ιετυ̟ώνετο τότε η κατηγορία της
̟ολιτικο̟οιήσεως των δικαστών, της οικειο̟οιήσεως
αρµοδιοτήτων της ̟ολιτικής εξουσίας. Αλλά το θέµα αυτό έχει
διευκρινισθεί α̟ό την ̟ερίοδο του Μεσο̟ολέµου, στη δεκαετία της
∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης, όταν το αρµόδιο Ανώτατο ∆ικαστήριο
̟εριέλαβε σε α̟όφασή του την ̟ρόταση: «Στο υ̟όβαθρο κάθε
συνταγµατικής έριδος υ̟άρχει ένα ̟ολιτικό ζήτηµα, το ο̟οίο
είναι κατάλληλο να εξελιχθεί σε ζήτηµα εξουσίας»2
Κά̟οτε, όµως, η κριτική ανέδειξε ε̟ιτυχώς λάθη και υ̟ερβάσεις
ορίων σε διάφορα ̟εδία. Μνηµονεύω εδώ ̟ερι̟τώσεις της
νοµολογίας ̟ερί την ̟ροστασία του ̟εριβάλλοντος και τον
σχεδιασµό των ̟όλεων, ό̟ου ̟ράγµατι οι τάσεις, µετά κά̟οιο
χρόνο, α̟έκτησαν χαρακτηριστικά σκληρύνσεως και ε̟ιδεικτικής
βουλησιοκρατίας, οδήγησαν δε τελικώς σε α̟οτελέσµατα
αρνητικά. Ε̟ρόκειτο ̟λέον για ανατρο̟ή της ισορρο̟ίας των
2
«…im Hintergrund jedes Verfassungsstreites steht eine politische Frage, die geeignet ist
sich zur Machtfrage auszuwachsen». Βλ. Gerhard Leibholz, Das Spannungsverhältnis von
Recht und Politik in der Verfassungsrechtssprechung στον Τιµητικό Τόµο Ηλία
Κυριακο̟ούλου, 1969, σ.851.
[7]
στοιχείων ̟ου συνθέτουν της αρχή της βιώσιµης ανα̟τύξεως,
δηλαδή της οικονοµικής ανα̟τύξεως, της κοινωνικής ειρήνης και
της ̟ροστασίας του ̟εριβάλλοντος. Εδώ και αρκετό καιρό όµως το
δικαστήριο είχε την ̟ρόνοια να ακολουθήσει µιά αθόρυβη και
µεθοδική αναδιάταξη της νοµολογίας του και ̟ιστεύω ότι σε
σύντοµο χρόνο θα ε̟ιτύχει την ισορρο̟ία, ̟ρος το συµφέρον του
και ̟ρος το συµφέρον του Κράτους.
Αυτά διά τους οµαλούς καιρούς. Οι ο̟οίοι ̟εριείχαν
βεβαιότητες, διασφαλισµένη, αδιατάρακτη ελευθερία του
δικαστού, άνεση χρόνου και εν ̟ολλοίς αµεριµνησία για το
οικονοµικό κόστος α̟οφάσεων καθώς και µια χαρακτηριστική
ε̟ικέντρωση στα δικαιώµατα και µία χαρακτηριστική ε̟ίσης
̟αραµέληση τονισµού των υ̟οχρεώσεων των ̟ολιτών. Ηταν η
χαρακτηριστική ̟ολιτική κουλτούρα της µετα̟ολιτευτικής
δηµοκρατίας, α̟ολύτως κυρίαρχη σε όλο το ̟ολιτικό και
κοινωνικό φάσµα. Η ο̟οία αµφισβητήθηκε ̟λέον α̟ό τα
̟ράγµατα και συγκλονίσθηκε µετά το 2010, χωρίς καν να
υ̟άρξουν ακόµη οι καθαρές ̟ολιτικοκοινωνικές ̟αραδοχές και
χωρίς να διατυ̟ωθεί ακόµη η αντίθετη ̟ρόταση. Στην ̟ερίοδο
̟ου διανύουµε, όλα η σχεδόν όλα, άλλαξαν στη ζωή του
∆ικαστηρίου. Η ελευθερία µειώθηκε σηµαντικά, όχι α̟ό
̟αρεµβάσεις ̟ροσώ̟ων αλλά α̟ό την ε̟ιβολή των ̟ραγµάτων.
Οι βεβαιότητες αναιρέθηκαν. Το ̟εδίο δράσεως του ∆ικαστηρίου
διευρύνθηκε µε την καθηµερινή ενασχόληση µε σ̟ουδαίες
̟ολιτικές α̟οφάσεις, νόµους ̟ου αλλάζουν τη ζωή των
ανθρώ̟ων, αλλά δυσχεράνθηκε διότι µειώθηκαν οι εναλλακτικές
[8]
λύσεις. Η Πολιτική, ηττηµένη και ολονέν και ̟ερισσότερο
ετεροκαθοριζόµενη, µε ολονέν και ολιγότερη εξουσία, µεταφέρει
στο ∆ικαστήριο τα ̟ροβλήµατά της, τα ο̟οία όµως φαίνεται να
µην µ̟ορούν να ε̟ιλυθούν µε τα εργαλεία ̟ου αυτό διαθέτει,
δηλαδή κυρίως µε το Σύνταγµα της Χώρας. Παρεµβάλλεται εν
̟ροκειµένω το θέµα ̟ου εµφανίζεται αρχαιόθεν στις µεγάλες
κρίσεις, όταν διακυβεύεται η ύ̟αρξη της Πολιτείας, όταν γεννάται
το ερώτηµα για τη σχέση της α̟ώλειας της ισχύος ενός Κράτους µε
την ισχύ του δικαίου του. Κά̟ως ̟αραλλαγµένο είχε τεθεί το
ερώτηµα αυτό σε ̟ολλά σηµεία της Ιστορίας του Θουκυδίδη αλλά
κυρίως στην εξής ̟ρόταση ̟ου διατύ̟ωσαν οι Αθηναίοι στον
γνωστό διάλογο µε τους Μηλίους: «…εξ ίσου γνωρίζοµεν και οι
δύο, ότι κατά την συζήτησιν των ανθρω̟ίνων ̟ραγµάτων το
ε̟ιχείρηµα του δικαίου αξίαν έχει, ό̟ου ίση υ̟άρχει δύναµις ̟ρος
ε̟ιβολήν αυτού, ότι όµως ο ισχυρός ε̟ιβάλλει ό,τι του ε̟ιτρέ̟ει η
δύναµίς του και ο ασθενής ̟αραχωρεί ό,τι του ε̟ιβάλλει η
αδυναµία του»3
. Κατά την ά̟οψή µου, το αξίωµα αυτό ̟λανάται
στις διασκέψεις αφανώς, µε τους µεν να θεωρούν ότι ισχύει όχι
µόνον για την Πολιτική Εξουσία αλλά και για τον δικαστή, µε
τους δε να κλίνουν ̟ρος την άρνησή του. Ετσι δηµιουργείται
συστηµικό αδιέξοδο, αδυναµία εναρµονίσεως της Πολιτικής µε τη
νοµολογία και αντιστρόφως αδυναµία υ̟οβοηθήσεως της
Πολιτικής α̟ό τη νοµολογία, στο δυσχερέστατο έργο της εξόδου
3
Θουκυδίδης, βιβλίο Ε 89: «…τα δυνατά δ’εξ ών εκάτεροι αληθώς φρονούµεν
δια̟ράσσεσθαι, ε̟ισταµένους ̟ρος ειδότας ότι δίκαια µεν εν τω ανθρω̟είω λόγω α̟ό της
ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οι ̟ρούχοντες ̟ράσσουσι και οι ασθενείς
ξυγχωρούσιν».
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου σελ. 294.
[9]
α̟ό την Κρίση. Στο ̟λαίσιο αυτό των συγκρουοµένων ρόλων, το
∆ικαστήριο ε̟ιχειρεί µια ̟ροσ̟άθεια συµβιβασµού
συνταγµατικών αρχών και ασκούµενης ̟ολιτικής, άλλοτε όµως
καταλήγει σε µια ακύρωση της Πολιτικής, ιδίως σε θέµατα του
Κοινωνικού Κράτους. Με τη βαθύτερη σκέψη ότι θα ̟ρέ̟ει να
̟αραµείνει όχι ακέραιο αλλά τουλάχιστον ο σκελετός, ο κορµός
του Κοινωνικού Κράτους. Όχι για λόγους συναισθηµατικούς αλλά
κυρίως για λόγους ευστάθειας της Πολιτείας, ακριβώς κατά το
σχήµα του Πλάτωνος στους Νόµους: «…θα ̟ρέ̟ει να ληφθεί
̟ρόνοια, ώστε να µην υ̟ερβούν οι µεν ̟λούσιοι όριο ̟λούτου, οι
δε ̟τωχοί όριο ̟ενίας, διότι η υ̟ερβολική αύξηση του ̟λούτου
και η υ̟ερβολική αύξηση της ̟ενίας είναι ̟ρόξενοι των µεγίστων
κακών στις ̟όλεις, λόγω κυρίως της µοιραίας συγκρούσεώς τους»4
.
Καταλήγοντας, θα µου ε̟ιτρέψετε να διατυ̟ώσω την ά̟οψη ότι
τόσο η κρίση όσο και η αδυναµία τερµατισµού της κρίσεως
̟ροκαλούνται α̟ό την κυριαρχία εσφαλµένων ιδεών. Οι ο̟οίες σε
µεγάλο βαθµό ̟αραµένουν ακλόνητες. Ολες η οι ̟ερισσότερες α̟ό
αυτές είναι αντίθετες ̟ρος αυτές ̟ου ε̟ικρατούν στα ∆υτικά
Κράτη. Αναντιστοιχία δικαιωµάτων υ̟οχρεώσεων, έξαρση της
ανοµίας ως α̟οδεικτικού δηµοκρατίας, άρνηση της συνέχειας
στην κρατική δοµή, άρνηση δηµιουργίας α̟οτελεσµατικής
διοικήσεως, υ̟οβιβασµός της ηθικής της εργασίας, µε κορυφαία
α̟ό όλες την ενδηµούσα εσφαλµένη αντίληψη ότι η εξασθένηση
της κρατικής εξουσίας οδηγεί σε µία υ̟οτιθέµενη άνθηση των
4
Πλάτωνος Νόµοι 744Β «∆ει γαρ εν ̟όλει ̟ου, φαµέν, τη του µεγίστου νοσήµατος ου
µεθεξούση, ο διάστασιν η στάσιν ορθότερον αν είη κεκλήσθαι, µήτε ̟ενίαν την χαλε̟ήν
ενείναι ̟αρά τισιν των ̟ολιτών µήτε αύ ̟λούτον, ως αµφοτέρων τικτόντων ταύτα
αµφότερα. Νυν ουν όρον δει τούτων εκατέρου τον νοµοθέτην φράζειν».
[10]
ατοµικών δικαιωµάτων. Κανένα µέτρο οικονοµικό, καµιά
ανά̟τυξη, καµιά έξωθεν βοήθεια, δεν ̟ρόκειται να ανατρέψει την
καθοδική ̟ορεία των ̟ραγµάτων, εφ’όσον µένει άθικτος ο κόσµος
των εσφαλµένων ιδεών. Στον 19ο αιώνα, ένας α̟ό τους συνεχιστές
της ελληνικής ̟ολιτικής φιλοσοφίας, ο Hegel διατύ̟ωσε την
̟ερίφηµη ̟ρόταση: «Η θεωρητική εργασία µεταβάλλει τις
καταστάσεις ̟ερισσότερο α̟ό την ̟ρακτική(εργασία). Εάν
συντελεσθεί ε̟ανάσταση στον κόσµο των ιδεών, καµιά
̟ραγµατικότητα δεν µ̟ορεί να αντισταθεί».5
Εν αναµονή ̟άντοτε καλυτέρων ηµερών, το Συµβούλιο της
Ε̟ικρατείας θα συνεχίσει την εργασία του - βεβαίως υ̟ό αντίξοες
συνθήκες. Όµως, εφ’ όσον συντρέξουν δύο βασικές ̟ροϋ̟οθέσεις,
αυτή, της βελτιώσεως των εσωτερικών του ε̟ιλογών και αυτή, της
κατά το µάλλον η ήττον ορθολογικής ε̟ιλογής της ηγεσίας του
α̟ό την εκάστοτε ̟ολιτική εξουσία, έχω την ̟ε̟οίθηση ότι θα
̟αίξει σηµαντικό ρόλο στην ε̟ιβίωση του εγχωρίου Κοινωνικού
Κράτους ∆ικαίου.
Αγα̟ητές µου και αγα̟ητοί µου συνάδελφοι, σας εύχοµαι να
ε̟ιχειρήσετε και να ολοκληρώσετε το ταξείδι. Πάντοτε στο νου σας
να έχετε την Ιθάκη.
Αθήνα, 5 Ιουνίου 2015.
5
Georg W.F. Hegel, Brief an Niethammer, 28.10.1808: „Die theoretische Arbeit bewegt
mehr Zustände in der Welt als die praktische. Ist erst das Reich der Vorstellungen
revolutioniert, so hält die Wirklichkeit nicht aus“.
http://www.edd.gr/images/docs/rizos_ste.pdf
http://www.edd.gr/images/docs/rizos_ste.pdf
Χαιρετισμός της Προέδρου της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών κατά την πανηγυρική συνεδρία της 5ης Ιουνίου 2015 για την αποχώρηση από την υπηρεσία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Σωτηρίου Ρίζου
Κύριε Πρόεδρε
Είναι τιμή μου που σας γνώρισα και χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να σας το πώ σήμερα.
Θέλω επίσης να σας πώ ότι σε μια εποχή κρίσης και μετάβασης όπου όλες οι σταθερές του παρελθόντος κλονίζονται και οι θεσμοί αμφισβητούνται, οι κατά καιρούς παρεμβάσεις και τοποθετήσεις σας για την ελληνική θεσμική πραγματικότητα με καθαρή σκέψη και γλώσσα απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και δεσμεύσεις, είναι όχι μόνο σημαντικές αλλά και αναγκαίες για τη στήριξη των θεσμών και την απονομή δικαιοσύνης με ανεξάρτητο φρόνημα και κοινωνική ευαισθησία. Και θέλω να ξέρετε ότι ακούστηκαν με ένα αίσθημα ανακούφισης και επιδοκιμασίας από τους δικαστές μας. Γιατί εκφράσατε την αγωνία μας, την δυσφορία μας και μερικές φορές την οργή μας με όσα συμβαίνουν στην χώρα μας και στο χώρο της Δικαιοσύνης. Γιατί, εσείς το γνωρίζετε, δεν είναι απλό ούτε εύκολο να είναι κανείς δικαστής. Πολλά απαιτούνται και ακόμη περισσότερα αναμένονται
Είμαι σίγουρη κύριε Πρόεδρε, όπως και όλοι σ΄ αυτήν την αίθουσα, ότι αποχωρείτε με την ικανοποίηση πως κλείνετε με επιτυχία και με την έξωθεν καλή μαρτυρία ένα σημαντικό κύκλο στη ζωή σας. Και είναι μεγάλη τιμή για σας, αλλά και για όλους εμάς, το ότι φεύγετε από την υπηρεσία χωρίς ίχνος υποψίας να βαρύνει την πολύχρονη πορεία σας στην απονομή της δικαιοσύνης.
Προσωπικώς Σας ευχαριστώ για τη σχετικά σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα συνεργασία μας. Ως πρόεδρος της Ένωσης των δικαστών που έχω την τιμή να εκπροσωπώ και ως δικαστής, Σας ευχαριστώ για την προσφορά σας στη Δικαιοσύνη. Σας ευχαριστώ για το πάθος σας και τον ρομαντισμό σας για την Δικαιοσύνη. Εύχομαι από καρδιάς τα καλύτερα για εσάς.
Παρακαλώ να σκανάρετε πάλι το κείμενο του λόγου του Κ.Ρίζου, καθώς αυτό που αναρτήσατε είναι κακοτυπωμένο και ακατανόητο. Μόνο από την ιστοσελίδα της ΕΔΔ μπορεί να διαβαστεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή