Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Ετήσια επιθεώρηση (τεύχος 4ο) του Διεθνούς Οργανισμού για τη Δικαστική Εκπαίδευση

Ετήσια επιθεώρηση (τεύχος 4ο) του Διεθνούς Οργανισμού για τη Δικαστική Εκπαίδευση (International Organization for Judicial
Training, www.iojt.org), στο οποίο περιέχεται άρθρο για την κοινή κατάρτιση και επιμόρφωση δικαστών και δικηγόρων. 


Κοινή κατάρτιση και κοινή επιμόρφωση

για δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους [1]


Πέτρου Αλικάκου
Δ.Ν., Πρωτοδίκη

Ι. Το πλαίσιο που θέτει το Συμβούλιο της Ευρώπης
ΙΙ. Η κατάσταση στα κράτη - μέλη
ΙΙΙ. Η δομή της κοινής κατάρτισης
ΙV. Η αναγκαιότητα της κοινής επιμόρφωσης
V. Συμπέρασμα – απάντηση στο αρχικό ερώτημα της εισήγησης

Ι. Το πλαίσιο που θέτει το Συμβούλιο της Ευρώπης

Πρόσφατα[2] η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε το πλαίσιο αναφοράς του Συμβουλευτικού Συμβουλίου για τους Ευρωπαίους Δικαστές[3]. Το συγκεκριμένο πλαίσιο περιλαμβάνει την υιοθέτηση γνώμης (υπ’ αριθ. 16) σχετικά με την οργάνωση των σχέσεων ανάμεσα σε δικαστικούς λειτουργούς και δικηγόρους.
Στο στάδιο της προεργασίας για τη διατύπωση της υπ’ αριθ. 16 γνώμης, έχει εκπονηθεί σχετικό ερωτηματολόγιο από επιτροπή που συστήθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό[4]. Το ερωτηματολόγιο έχει ήδη αποσταλεί στα μέλη του Συμβουλευτικού Συμβουλίου. Στο πλαίσιο του ερωτηματολογίου αυτού εξετάζονται και τα ζητήματα της κοινής κατάρτισης και της κοινής επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων.
Ως προς τα ζητήματα αυτά ερωτώνται οι αρμόδιοι φορείς των κρατών – μελών αν υφίσταται κοινή κατάρτιση και κοινή επιμόρφωση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων. Στην περίπτωση της καταφατικής απάντησης, ερωτάται περαιτέρω η διάρκεια και το περιεχόμενο της κατάρτισης (ή) και επιμόρφωσης, η υποχρεωτικότητα ή μη και η πηγή της χρηματοδότησης. Στην περίπτωση της αρνητικής απάντησης στο αρχικό ερώτημα, ερωτάται αν υπάρχει σχεδιασμός ή αν συζητείται να εισαχθεί στο μέλλον κοινή κατάρτιση ή κοινή επιμόρφωση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων. 
Πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα όργανα που έχει αυτό ορίσει για την προώθηση των ζητημάτων της δικαιοσύνης, δηλ. το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών[5] και το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων[6], κινούνται με σαφήνεια εδώ και πολύ καιρό προς την κατεύθυνση της κοινής κατάρτισης και της κοινής επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων[7].

ΙΙ. Η κατάσταση στα κράτη - μέλη

Στο παραπάνω ερωτηματολόγιο έχουν ήδη απαντήσει οι αρμόδιοι φορείς αρκετών κρατών μελών του Συμβουλίου[8]. Με βάση τις απαντήσεις αυτές, διατρέχοντας το γεωγραφικό χάρτη των κρατών - μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα διαπιστώσουμε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των μελών δεν υπάρχει κοινή κατάρτιση[9]. Η αλήθεια είναι ότι στις περισσότερες από αυτές τις χώρες ούτε καν σχεδιασμός για θεσμοθέτηση κοινής κατάρτισης υπάρχει. Αυτό που υφίσταται είναι μόνο σεμιναριακού τύπου συναντήσεις, οι οποίες διοργανώνονται κυρίως από περιφερειακούς φορείς –τοπικά δικαστήρια, τοπικούς δικηγορικούς συλλόγους, πανεπιστημιακά ιδρύματα– και, σπανιότερα, από κεντρικά θεσμικά ινστιτούτα, όπως Σχολές Δικαστικών Λειτουργών[10].
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναφορικά με την κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών υφίσταται ένας θεσμός που συνήθως καλείται «Σχολή Δικαστικών Λειτουργών» ή «Ακαδημία Δικαστικών Λειτουργών». Σε άλλες από αυτές η κατάρτιση αφορά σε εκπαιδευόμενους δικαστικούς λειτουργούς[11], ενώ σε άλλες αφορά σε ήδη διορισθέντες δικαστικούς λειτουργούς[12], οι οποίοι λαμβάνουν συγκεκριμένα σεμιναριακού τύπου μαθήματα, χρήσιμα για τον πρώτο καιρό της σταδιοδρομίας τους.
Ως προς την κατάρτιση των δικηγόρων, σε αρκετές χώρες – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, υφίστανται σχολές για δικηγόρους, που διοικούνται από τους δικηγορικούς συλλόγους[13]. Άλλη συνήθης πρακτική κατάρτισης, που ισχύει και στη χώρα μας, είναι η άσκηση σε ένα δικηγορικό γραφείο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η διαδικασία πρόσληψης διαφοροποιείται αρκετά: προβλέπονται εξετάσεις είτε με κάποια μορφή προετοιμασίας από τους δικηγορικούς συλλόγους ή τα πανεπιστήμια, είτε και χωρίς κάποια σχετική προετοιμασία.  
Αντίθετα με τα παραπάνω, υπάρχουν κράτη μέλη, τα οποία διαθέτουν διαφορετική παράδοση στο ζήτημα της κατάρτισης και επιμόρφωσης δικαστών και δικηγόρων. Στα κράτη αυτά είναι αυτονόητη η κοινή κατάρτιση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων[14]. Για παράδειγμα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία μέχρι και το διορισμό ενός δικαστικού λειτουργού ή την ορκωμοσία ενός δικηγόρου είναι δεδομένη η κοινή κατάρτιση[15]. Σε αυτές τις δύο χώρες, όπως προαναφέρθηκε, η Σχολή Δικαστών προσφέρει προγράμματα αρχικής κατάρτισης και συνεχούς επιμόρφωσης σε ήδη διορισμένους δικαστικούς λειτουργούς[16]. Στα πρότυπα των κρατών αυτών κινούνται και άλλες χώρες όπως η Ελβετία και η Σλοβενία.
Αλλά, όμως, υπάρχουν κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έχουν παρόμοιο σύστημα με το δικό μας, όπως η Γαλλία, όπου προβλέπεται κοινή εκπαίδευση με τη μορφή συγκεκριμένων ανοιχτών προγραμμάτων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (École Nationale de la Magistrature) προς τους δικηγόρους. Μάλιστα στις 31.1.2011 η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και το Εθνικό Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων (Conseil national des Barreaux) υπέγραψαν από κοινού συμφωνία συνεργασίας, η οποία έθεσε σε λειτουργία ανοιχτές προς τα δύο λειτουργήματα δράσεις κοινής εκπαίδευσης.
Στη Γαλλία οι εκπαιδευόμενοι της Σχολής Δικαστικών Λειτουργών κατά την εκπαίδευσή τους πραγματοποιούν ένα υποχρεωτικό στάδιο διάρκειας έξι μηνών σε ένα δικηγορικό γραφείο[17]. Με τον τρόπο αυτό οι μελλοντικοί δικαστικοί λειτουργοί ενημερώνονται σχετικά με το λειτούργημα του δικηγόρου και τις δυσκολίες του[18].
Αντίστοιχα, οι εκπαιδευόμενοι δικηγόροι έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν, κατόπιν αιτήματός τους, ένα στάδιο της κατάρτισής τους, διάρκειας μέχρι έξι μηνών, σε ένα δικαστήριο. Επιπλέον, οι μελλοντικοί δικηγόροι μπορούν να παρακολουθήσουν για ένα εξάμηνο και μαθήματα που διδάσκονται στη Σχολή Δικαστών επιλέγοντας κάποια συγκεκριμένη εκπαιδευτική κατεύθυνση[19].

ΙΙΙ. Η δομή της κοινής κατάρτισης

          Στο πλαίσιο του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, η οποία αποτελεί τον εθνικό φορέα κατάρτισης των δικαστικών λειτουργών όλων των δικαιοδοσιών, είναι δεδομένη η συμμετοχή των δικηγόρων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της κατάρτισης των εκπαιδευομένων δικαστικών λειτουργών.
            Κατ’ αρχάς, κατά το άρθρ. 4 παρ. 1 ν. 3689/2008 στο Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής συμμετέχουν οι Πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Θεσσαλονίκης με αναπληρωτές τους, τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Πειραιά και Κομοτηνής αντίστοιχα. Το Διοικητικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το οργανόγραμμα της Σχολής, αποτελεί το ανώτατο όργανο διοίκησης της Σχολής. Χαράσσει τις γενικές κατευθύνσεις της κατάρτισης και της επιμόρφωσης και εποπτεύει την εφαρμογή τους. 
        Επίσης, όπως προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 1 του ιδίου νόμου,  στη Σχολή λειτουργούν δύο Συμβούλια Σπουδών, ένα για την πολιτική – ποινική κατεύθυνση και ένα για τη διοικητική. Στο συμβούλιο σπουδών της πολιτικής – ποινικής κατεύθυνσης συμμετέχει και ένας δικηγόρος με εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορία, που ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για θητεία τριών ετών.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 10 παρ. 1α περ. αα του ν. 3689/2008 δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχουν όσοι άσκησαν δικηγορία για δύο έτη. Η προηγούμενη άσκηση δικηγορίας περιορίζεται στο ένα έτος στην περίπτωση κατοχής διδακτορικού διπλώματος.
Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει πρόνοια για συμμετοχή των δικηγόρων στη διαμόρφωση της κατάρτισης των εκπαιδευομένων δικαστικών λειτουργών και με δεδομένο ότι οι εκπαιδευόμενοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρώην δικηγόροι, πιστεύουμε ότι θα ήταν δυνατό, de lege ferenda, να προβλεφθούν σεμινάρια κοινής κατάρτισης με τους ακόλουθους τρόπους.
Πρώτα – πρώτα, πάνω σε ένα σχεδιασμό που θα προέρχεται από τη συνεργασία εκπροσώπων της ΕΣΔι και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, θα καταρτίζονται δικαστικοί λειτουργοί και δικηγόροι στο ζήτημα των ευκαιριών που δημιουργούνται για κοινή μελλοντική συνεργασία[20]. Αυτοί οι δικαστικοί λειτουργοί και δικηγόροι, καθώς θα είναι οι ίδιοι ενημερωμένοι στα ζητήματα αυτά, θα είναι σε θέση να μετέχουν σε κοινά σεμινάρια επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων, για τα οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια[21].
         Πιο συγκεκριμένα, ένας δικαστής και ένας δικηγόρος μπορούν να παρουσιάζουν με μορφή επαναλαμβανόμενων σεμιναρίων προς μελλοντικούς δικαστές και ασκούμενους δικηγόρους τα προβλήματα των δύο λειτουργημάτων και τις βέλτιστες πρακτικές επίλυσής τους. Η κοινή κατάρτιση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων, ειδικά στα θέματα δεοντολογίας και ηθικής, μπορεί να παράσχει το απαραίτητο πλαίσιο συλλειτουργίας των δύο θεσμικών παραγόντων της δικαιοσύνης στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί η συνεργασία εμπιστοσύνης δικαστών και δικηγόρων.
            Επίσης, εξαιρετική απήχηση και αποτέλεσμα θα είχε η διοργάνωση εικονικών δικών μεταξύ εκπαιδευομένων δικαστών και εκπαιδευομένων δικηγόρων. Η ομάδα των εκπαιδευομένων δικηγόρων θα αναλάμβανε τη σύνταξη των δικογράφων και των προτάσεων μίας υπόθεσης, καθώς και την προφορική υποστήριξή τους στην ακροαματική διαδικασία. Η ομάδα των εκπαιδευομένων δικαστών θα αναλάμβανε τη σύνταξη της απόφασης καθώς και τη διεύθυνση της διαδικασίας. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και του σταδίου της ανάκρισης μίας υπόθεσης.
          Από την άλλη πλευρά, στον Κώδικα περί Δικηγόρων και συγκεκριμένα στο άρθρο 6 παρ. 5 του ν.δ. 3026/1954[22], προβλέπεται ότι μέρος της άσκησης του μελλοντικού δικηγόρου, διάρκειας έως έξι μηνών[23], μπορεί να γίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στο πολιτικό και διοικητικό εφετείο ή πρωτοδικείο ή στην αντίστοιχη εισαγγελία ή στο ειρηνοδικείο της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι εγγεγραμμένος ο ασκούμενος δικηγόρος[24]. 
          Η παρουσία του ασκούμενου δικηγόρου στις υπηρεσίες των δικαστηρίων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί όχι μόνο στον τομέα της διοικητικής μέριμνας, δηλ. της γραμματειακής υποστήριξης των δικαστηρίων, όπως κατά κανόνα γίνεται τώρα. Ο ασκούμενος δικηγόρος θα μπορούσε να καθοδηγηθεί από τον δικαστικό λειτουργό σε θέματα κατάστρωσης δικαστικών αποφάσεων και διαχείρισης των υποθέσεων. Έτσι, όταν θα ξεκινήσει το λειτούργημά του θα έχει επίγνωση του έργου και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο δικαστικός λειτουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του. 
         Περαιτέρω, πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί και στη χώρα μας Σχολή Δικηγόρων. Η Σχολή αυτή, στο πρότυπο της Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, θα ήταν ο αρμόδιος φορέας κατάρτισης και επιμόρφωσης των δικηγόρων της χώρας μας[25].            Σε αντιστοιχία με τη Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και με τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στη διεύθυνση και στο πρόγραμμα σπουδών της Σχολής, οι δικηγόροι θα καταρτίζονται σε θέματα δεοντολογίας, σύνταξης δικογράφων και προφορικής υποστήριξης των υποθέσεων. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Σχολής αυτής μπορούν να καλούνται εκπαιδευόμενοι δικαστικοί λειτουργοί με σκοπό τη διεξαγωγή εικονικών δικών με τους εκπαιδευόμενους δικηγόρους, με τη μορφή που αναφέρθηκε παραπάνω, τη διεξαγωγή κοινών σεμιναρίων κ.λ.π..
Στο ζήτημα της κοινής κατάρτισης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας και τις εργασίες της επιτροπής Darrois στη Γαλλία. H επιτροπή αυτή που συστήθηκε το Μάρτιο του 2009, προκειμένου να προτείνει μεταρρυθμίσεις του δικηγορικού λειτουργήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα να προτείνει τις λεγόμενες «Σχολές επαγγελματιών του δικαίου» (Écoles des professionnels du droit)[26]. Στις σχολές αυτές θα εγγράφονται εκπαιδευόμενοι δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί υπάλληλοι. Οι εξετάσεις θα γίνονται σε εθνικό επίπεδο και κατά τη διάρκεια των ετήσιων σπουδών τους, οι σπουδαστές θα ακολουθούν την κατεύθυνση που επιθυμούν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής.
Εφόσον υιοθετηθεί ο θεσμός των «Σχολών Επαγγελματιών του Δικαίου», δεν αποκλείεται και η διεξαγωγή κοινών διαδικασιών πρόσληψης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων. Διαδικασίες οι οποίες δεν είναι άγνωστες στον ευρωπαϊκό χώρο, δεδομένου και του παραδείγματος της Ο.Δ. της Γερμανίας, που αναφέρθηκε παραπάνω (υπό ΙΙ).

ΙV. Η αναγκαιότητα της κοινής επιμόρφωσης

Η ύπαρξη προγραμμάτων κοινής επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη σημερινή κοινωνία, η οποία διαθέτει δομές που γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες και στο πλαίσιο της οποίας αναπτύσσεται η επιστήμη με ραγδαίους ρυθμούς[27]. Η επιμόρφωση αυτή δεν πρέπει να αποσκοπεί μόνο στην αρτιότερη και λεπτομερέστερη γνώση του θετικού δικαίου και της δικονομίας, αλλά πρέπει να προβλέπει και τη δημιουργία συγκεκριμένων κατευθύνσεων, οι οποίες θα ανταποκριθούν στην κοινωνική απαίτηση για περισσότερη εξειδίκευση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων[28].
Στο πλαίσιο, πάντως, της κοινής επιμόρφωσης υπογραμμίζεται σε δικαστές και δικηγόρους το δεδομένο ότι δεν εξυπηρετούν αντίπαλες πλευρές, αλλά κοινός στόχος παραμένει η εξεύρεση της αλήθειας σε κάθε δικαστική υπόθεση. Οι δικαστές έχουν ως γνώμονα των αποφάσεών τους τη συνείδησή τους, την αμεροληψία και το νόμο. Οι δικηγόροι συντάσσουν τα δικόγραφά τους με γνώμονα το νόμο, τη συνείδησή τους και το καθήκον αληθείας και κατευθύνουν οι ίδιοι τους εντολείς τους, ακόμη και στον εξώδικο συμβιβασμό, όταν το δίκαιο, όπως οι ίδιοι αντικειμενικά το αντιλαμβάνονται στο πλαίσιο του καθήκοντος της αληθείας, δεν είναι αποκλειστικά με το μέρος των εντολέων τους. Αλλά κοινός σκοπός είναι η υπηρεσία της δικαιοσύνης.
Αναφορικά με τη δεοντολογία της δικαστηριακής πρακτικής, η οποία εδράζεται σε κοινές αρχές (συζήτηση, ταχύτητα και εμπιστοσύνη), τα σεμινάρια διαρκούς κοινής επιμόρφωσης, που μπορούν να διοργανώνονται από τους τοπικούς δικηγορικούς συλλόγους και τα περιφερειακά δικαστήρια, θα είναι σε θέση να απαντήσουν στα ειδικότερα προβλήματα των σχέσεων δικαστών και δικηγόρων, τα οποία αφορούν στη συγκεκριμένη δικαστική περιφέρεια, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών της κάθε περιφέρειας.
Ειδικότερα, οι καταρτισμένοι σε θέματα κοινής συνεργασίας δικαστικοί λειτουργοί και δικηγόροι, με τη διαδικασία που αναπτύχθηκε παραπάνω[29], θα μπορούσαν, ανά εφετειακή περιφέρεια, να συμμετέχουν στη διεξαγωγή κοινών σεμιναρίων επιμόρφωσης πάνω στο γενικό θέμα της αποτελεσματικότητας της συλλειτουργίας δικαστών και δικηγόρων. Ο σχεδιασμός θα προέρχεται από τη συνεργασία εκπροσώπων της ΕΣΔι και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Οι ανωτέρω εισηγητές θα αναλαμβάνουν την προώθηση της ιδέας σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, με συγκεκριμένη συνέχεια, ώστε να μην χάνεται η αποκτώμενη εμπειρία.
Επίσης, χρήσιμη θα ήταν στο επίπεδο αυτό η θεσμοθετημένη συνεργασία των διευθυνόντων τα πρωτοδικεία και εφετεία με τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους. Σε τακτές συναντήσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, με συγκεκριμένη ημερήσια διάταξη και δημοσιότητα, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σωρεία ζητημάτων που αφορούν στην οργάνωση των δικαστηρίων, τη διεξαγωγή της διαδικασίας, αλλά και ζητήματα διαφάνειας, αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων και κρίσεων, ασφάλειας και βελτίωσης των δικαστικών μεγάρων.
Τέλος, κοινά επιμορφωτικά σεμινάρια είναι προφανές ότι μπορούν και πρέπει να διοργανώνονται με αντικείμενο όλο το φάσμα του δικαίου. Ιδίως οι νεότερες εξελίξεις (βιοηθική, ιατρικό δίκαιο, δίκαιο περιβάλλοντος, δίκαιο της ενέργειας, δίκαιο του διαδικτύου, νέες εμπορικές μορφές κ.λ.π.) ορθό είναι να εξετάζονται από κοινού, ώστε η κάθε πλευρά να αναπτύσσει τις θέσεις και τους προβληματισμούς της και οι όποιες δυσχέρειες να επιλύονται με κοινές προτάσεις για περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις.

V. Συμπέρασμα – απάντηση στο αρχικό ερώτημα της εισήγησης

          Η πρακτική σημασία της κοινής κατάρτισης δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων και η αναγκαιότητα της κοινής επιμόρφωσής τους αντανακλά στην ίδια την κοινωνία. Όταν οι φορείς που εμπλέκονται με την απονομή της δικαιοσύνης[30] λειτουργούν κατανοώντας ο ένας τον άλλο και με σεβασμό εκατέρωθεν, τότε η δικαιοσύνη λειτουργεί απρόσκοπτα, με ορθότητα και ταχύτητα.
Η δημιουργία κοινής νομικής κουλτούρας σε βάθος χρόνου μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση αυτή, τιθασεύοντας οποιαδήποτε άλλη τεχνητή αναγκαιότητα που επιβάλλει η οικονομία της αγοράς[31]. Η αλληλοκατανόηση και ο αλληλοσεβασμός των φορέων των δύο λειτουργημάτων μπορούν να εδραιωθούν μόνο αν έχουν ως αφετηρία τους την έναρξη της επαγγελματικής πορείας κάθε φορέα και φυσικά αν υπενθυμίζονται κατά την εξέλιξη της πορείας αυτής.
Τόσο η κοινή κατάρτιση, με τη μορφή που εκτέθηκε, όσο και η κοινή επιμόρφωση αποτελούν επιτακτική κοινωνική ανάγκη, ώστε να νικηθούν οι εκατέρωθεν καχυποψίες, να ξεκινήσει εποικοδομητικός διάλογος και να υπάρξει αποτελεσματική συνεργασία για το καλό της δικαιοσύνης και σε τελική ανάλυση για το καλό της ίδιας της κοινωνίας μας.





[1] Το κείμενο αυτό αποτέλεσε προφορική εισήγηση κατά την ημερίδα που συνδιοργάνωσαν στις 24.4.2013 το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης με θέμα Σχέσεις Δικαστικών Λειτουργών και Δικηγόρων: Η οργάνωση της αρμονικής συνύπαρξης ως προϋπόθεση για την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και έχει ήδη δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ενώπιον» του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στο τεύχος 69 (Απρίλιος – Ιούνιος 2013), σελ. 18 επ. Σημειώνεται ότι μετά πέντε περίπου μήνες από την εισήγηση δημοσιεύθηκε ο ν. 4194/2013,  σύμφωνα με τον οποίο για πρώτη φορά προβλέφθηκε η δυνατότητα σε ασκούμενους δικηγόρους να επικουρούν δικαστές και εισαγγελείς (άρθρο 13 παρ. 7).
[2] Κατά την 1127η συνάντηση της 24ης Νοεμβρίου 2011.
[3] Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών (Conseil Consultatif de Juges Européens ) αποτελεί ένα συμβουλευτικό σώμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης , το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από δικαστές και ασχολείται με θέματα ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και αρμοδιότητας των δικαστών.
[4] Η επιτροπή εργασίας που είναι αρμόδια για το σχεδιασμό της γνώμης συναντάται αυτές τις ημέρες στο Στρασβούργο (24-26 Απριλίου) και θα συγκληθεί εκ νέου στη Ρώμη (5-7 Ιουνίου). Η επιτροπή εργασίας αποτελείται από τα εξής τακτικά μέλη: Gerhard Reissner (Αυστρία), Bart Van Lierop (Ολλανδία), Orlando Afonso (Πορτογαλία), Richard Aikens (Ηνωμένο Βασίλειο), Αneta Arnaudovska (ΠΓΔΜ), Nina Betetto (Σλοβενία), Bernard Corboz (Ελβετία), Nils Engstad (Noρβηγία), Johannes Riedel (Ο.Δ.Γερμανίας), Cobo Saenz (Ισπανία), Duro Sessa (Κροατία), Virgilijus Valancius (Λιθουανία), Jean Claude Wiwinius (Λουξεμβούργο) και αναπληρωματικό μέλος τον Raffaele Sabato (Ιταλία), όλοι δικαστικοί λειτουργοί.
[5] Consultative Council of European Judges, CCJE.
[6] Consultative Council of European Prosecutors, CCPE
[7] Ήδη από το 2009 στην παράγραφο 10 της δήλωσης του Μπορντώ, η οποία αποτέλεσε την κοινή συνισταμένη των γνωμών υπ’ αριθ. 12 του Συμβουλευτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών και υπ’ αριθ. 4 του Συμβουλευτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Εισαγγελέων, αναφέρεται ότι «η ύπαρξη κοινών νομικών αρχών και ηθικών αξιών για όλους τους επαγγελματίες που εμπλέκονται στη νομική διαδικασία είναι ουσιώδης για την ορθή απονομή δικαιοσύνης…Όπου είναι απαραίτητο η κοινή κατάρτιση για δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόρους πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη δικαιοσύνης υψηλής ποιότητας». Στις παραγράφους 45 -47 της ίδιας κοινής γνώμης αναγράφεται ότι «αυτή η κοινή κατάρτιση μπορεί να καταστήσει εφικτή τη δημιουργία της βάσεως για κοινό νομικό πολιτισμό». Αλλά και παλαιότερα το 2003 στην υπ’ αριθ. 4 γνώμη (παρ. 29) το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών συνέστησε την κοινή κατάρτιση ανάμεσα σε δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόρους με σκοπό την καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των επαγγελματιών αυτών. Στην ίδια γνώμη και στην παράγραφο 30 γίνεται λόγος για ουσιώδη εκπαιδευτική περίοδο των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών σε επαγγελματικά περιβάλλοντα όπως δικηγορικά γραφεία, εταιρίες κ.λ.π..
[8] Συνολικά απάντησαν 32 κράτη μέλη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.
[9] Έτσι στο Λουξεμβούργο, Ισλανδία, Ουγγαρία, Βέλγιο, Νορβηγία, Τουρκία, Κροατία.
[10] Βουλγαρία, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία και Ελλάδα.
[11] Για παράδειγμα αυτό ισχύει στην Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία.
[12] Αυτός είναι ο χαρακτήρας του θεσμού σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Ο.Δ. της Γερμανίας. Στις Η.Π.Α. το Γραφείο Διοίκησης της Δικαιοσύνης («Administrative Office»), αναλαμβάνει την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών που είναι ήδη διορισμένοι για χρονικό διάστημα δύο περίπου εβδομάδων. Η εκπαίδευση πραγματοποιείται σε όλα τα κρίσιμα θέματα του δικαίου και της δικονομίας και εκτείνεται και σε θέματα ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, ενώ διεξάγεται αποκλειστικά από αρχαιότερους δικαστικούς λειτουργούς.
[13] Τέτοιες σχολές υπάρχουν στην Τουρκία, Βουλγαρία, Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία.
[14] Στη Φινλανδία υπάρχουν ετήσια προγράμματα κοινής κατάρτισης δικαστών και δικηγόρων.

[15] Στη Μεγάλη Βρετανία αποτελεί προϋπόθεση η μακροχρόνια εξάσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος πριν την είσοδο στο δικαστικό σώμα και συγκεκριμένα απαιτούνται τουλάχιστον δέκα έτη άσκησης δικηγορίας. Στη Γερμανία προβλέπονται αφενός οι «πρώτες νομικές εξετάσεις» (Erste Juristische (Staats-) Prüfung), κατά τις οποίες ο υποψήφιος πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει γενική γνώση της νομικής, κατά βάση χωρίς εξειδίκευση και στη συνέχεια οι «δεύτερες νομικές εξετάσεις» (Zweite Juristische Staatsprüfung), μετά το πέρας των οποίων επιτυγχάνεται η απόκτηση ικανότητας για διορισμό στο δικαστικό σώμα (Befähigung zum Richteramt) καθώς και η απόκτηση ικανότητας για υψηλότερες υπηρεσίες της διοίκησης (Befähigung zum höheren allgemeinen Verwaltungsdienst), η οποία αποτελεί την προϋπόθεση για την άδεια άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος, για το διορισμό στο σώμα των Εισαγγελέων, για υψηλές θέσεις της δημόσιας διοίκησης και για άλλα νομικά επαγγέλματα. Αξίζει πάντως στο σημείο αυτό αναφερθεί ότι στις Η.Π.Α. το Σύνταγμα και οι εκεί νόμοι δεν προβλέπουν καμία απολύτως προϋπόθεση για την πρόσληψη ενός δικαστικού λειτουργού. Οι όποιες προϋποθέσεις έχουν τεθεί «εν τοις πράγμασι» στη βάση των κοινωνικών και επιστημονικών αναγκών.

[16] Βλ. σχετικά στους ιστότοπους www.judiciary.gov.uk και www.deutsche-richterakademie.de.
[17] Πρόκειται για τροποποίηση του ιδρυτικού διατάγματος της γαλλικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και συγκεκριμένα του άρθρου 19 του διατάγματος της 22-12-1958 που επήλθε με τον οργανικό νόμο της 5-3-2007.
[18]  Ας σημειωθεί ότι η απαίτηση του έλληνα νομοθέτη για διετή άσκηση δικηγορίας ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον εισαγωγικό διαγωνισμό της ΕΣΔι (άρθρ. 10 παρ. 1α περ. αα ν. 3689/2008, όπως ισχύει σήμερα) πολλές φορές μπορεί να καταστεί γράμμα κενό, διότι δικηγόρος ηλικίας 26 με 28 ετών (βλ. ελάχιστη ηλικιακή προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό σύμφωνα με την περίπτωση ββ του παραπάνω άρθρου) είναι δύσκολο να αποτελέσει από μόνος του φορέα ουσιαστικής δικηγορικής πρακτικής και μόνο η πραγματική συνεργασία με αρχαιότερο δικηγόρο θα μπορούσε να παράσχει την απαραίτητη ενημέρωση πάνω σε ζητήματα καθημερινής δικηγορικής πρακτικής.
[19] Σύμφωνα με τελευταίες τροποποιήσεις του κανονισμού της Ιταλικής Σχολής Δικαστών υιοθετήθηκε το πρότυπο της γαλλικής σχολής, δηλ. η πραγματοποίηση σταδίου εκπαίδευσης του μελλοντικού δικαστικού λειτουργού σε δικηγορικό γραφείο και αντίστοιχα η συμμετοχή μελλοντικών δικηγόρων στα προγράμματα εκπαίδευσης της Σχολής
[20] Ήδη στη Σχολή Δικαστικών Λειτουργών διεξήχθη στις 14-3-2013 ημερίδα με τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων αναφορικά με τις σχέσεις δικαστών και εισαγγελέων
[21] Βλ. παρακάτω υπό IV.
[22] Όπως η παρ.5 προστέθηκε  με το άρθρο 32 Ν.3910/2011, συμπληρώθηκε  με το άρθρο 68 ν.3994/2011, ενώ πρόσφατα τροποποιήθηκε με την παρ.1 του          άρθρου 9 ν.4022/2011. 
[23]Σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 2 του ν.4055/2012, με έναρξη ισχύος της τροποποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.2 ν. 4058/2012, την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, ήτοι από την 22η (και όχι τη 12η, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται)  Μαρτίου 2012, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μπορεί να παραταθεί ο χρόνος άσκησης των ασκούμενων δικηγόρων για ένα εξάμηνο ακόμη και για μία μόνο φορά για κάθε ασκούμενο και μόνον για όσες θέσεις δεν καλύφθηκαν κατά το τρέχον εξάμηνο.  
[24] Ο συνολικός αριθμός, η κατανομή των ασκούμενων δικηγόρων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, η διαδικασία, ο τρόπος επιλογής, ο καθορισμός της έναρξης, ο ακριβής χρόνος άσκησης, η εξειδίκευση των καθηκόντων που οι ασκούμενοι επιτελούν, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και κάθε ζήτημα σχετικά με την άσκηση καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η περαιτέρω κατανομή των ασκουμένων δικηγόρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή ανά εφετείο, πρωτοδικείο, εισαγγελία ή ειρηνοδικείο καθορίζονται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τα όργανα διοίκησης του εφετείου, πρωτοδικείου, της εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου αντιστοίχως, μετά από γνώμη του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ο ασκούμενος λαμβάνει αμοιβή που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
[25] Βλ. για τις χώρες – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπάρχουν Σχολές Δικηγόρων παραπάνω στη σημ. 12.
[26] Βλ. σχετικά στον ιστότοπο: http://www.justice.gouv.fr/publications-10047/rapports-thematiques-10049/commission-darrois-vers-une-grande-profession-du-droit-15799.html
[27] Στη Γαλλία η συνεχής επιμόρφωση είναι υποχρεωτική για τους δικαστικούς λειτουργούς για 5 ημέρες κάθε έτος και για τους δικηγόρους για 20 ώρες ετησίως.
[28] Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών πέρα από τη γνώμη για την καλύτερη οργάνωση των σχέσεων δικαστών και δικηγόρων υιοθέτησε για το τρέχον έτος και την υπ’ αριθ. 15 γνώμη, σύμφωνα με την οποία προωθείται η εξειδίκευση των δικαστικών λειτουργών.
[29] Βλ. παραπάνω υπό ΙΙΙ.
[30] Και σε αυτούς πέρα από τους δικαστικούς λειτουργούς και τους δικηγόρους θα πρέπει να εντάξουμε και τους δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν άλλη δυναμική και να αποτελέσουν μέχρι και το νομικό επιτελείο του δικαστικού σώματος, όπως για παράδειγμα λειτουργούν στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος των Η.Π.Α.
[31] Τόσο η αναγκαιότητα του δικηγορικού επαγγέλματος για την οικονομική του αυτοτέλεια, λόγω και της φύσης των δικηγόρων ως ελεύθερων επαγγελματιών, όσο και η οικονομική συγκυριακή δυσκολία για την ίδρυση νέων σχολών νομικών επαγγελματιών δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει και να μας αποθαρρύνει από την επίτευξη αυτού του στόχου. Ειδικά δε ως προς τους οικονομικούς πόρους για την ίδρυση σχολών νομικών επαγγελματιών πρέπει να λεχθεί ότι ήδη υπάρχει λειτουργούσα Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών , η οποία μπορεί να ενισχυθεί από τα ίδια έσοδα της δικαιοσύνης και την καλύτερη διαχείρισή τους.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ