Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΠΠρΑθ 754/2018 PSI - περιουσία των Ασφαλιστικών Ταμείων -Στοιχεία ορισμένου του δικογράφου της σχετικής αγωγής


Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 754/2018:
 Αναδιάρθρωση ελληνικού χρέους (PSI). Το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνει την αρχή του κοινωνικού κράτους και θεσπίζει υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, θεμελιώδης έκφανση των οποίων, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 22 παρ. 5 και 21 παρ. 1, 2
και 3 του Συντάγματος, είναι η παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας. Υλοποίηση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής συνιστά, μεταξύ άλλων, η διά νόμου ίδρυση των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει ασφαλιστικών οργανισμών, κατ’ αρχήν ως ν.π.δ.δ. αλλά και ως ν.π.ι.δ., τα οποία είναι επιφορτισμένα με την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης και έχουν προς τούτο προικοδοτηθεί, σύμφωνα με τους ιδρυτικούς τους νόμους, με περιουσία προερχόμενη κυρίως από κρατικούς πόρους και/ή ασφαλιστικές εισφορές, και αφιερωμένη ειδικά και αποκλειστικά στην εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού τους. Η περιουσία των Ασφαλιστικών Ταμείων δεν δύναται να τεθεί, δια της διαχειρίσεως αυτής μέσω του Κοινού Κεφαλαίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με νομοθετικές ή άλλες ρυθμίσεις, προς εξυπηρέτηση άλλων δημοσίων σκοπών, όπως σκοπών δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, παρά μόνον επικουρικώς και δευτερευόντως (όπως λ.χ. με τον α.ν. 1611/1950) και με την ανεκτή σε επίπεδο Συντάγματος προϋπόθεση της διαφύλαξης και απόλυτης διασφάλισης της περιουσίας αυτής από τους κινδύνους της αγοράς δεδομένου ότι η περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων έχει ως προορισμό όχι την κάλυψη δημόσιων δαπανών ή ελλειμάτων αλλά την επίτευξη του σκοπού της κοινωνικής ασφάλισης. Διαφορετικά και σε περίπτωση ζημίας από τη μη διασφάλιση της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων από τους κινδύνους της αγοράς κατά τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου θεμελιώνεται αστική ευθύνη της ΤτΕ προς αποζημίωση.  Στοιχεία ορισμένου του δικογράφου της σχετικής αγωγής αναφορικά με τον ειδικότερο προσδιορισμό της ζημίας ώστε να δύναται να ταχθούν τα σχετικά θέματα αποδείξεως.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Αθανασόπουλο, Πρωτοδίκη, Θεόδωρο Βουδικλάρη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του......
Του ενάγοντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) , που εδρέυει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (Ε.Τ.Α.Α.) με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένου..........
Της εναγομένης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα …..
…………………………………………………. 

Περίληψη αποφάσεως: PSI. Σχέση ΕΦΚΑ και ΤτΕ μετά την ισχύ του ν. 2469/1997. «Κοινό Κεφάλαιο των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών φορέων». Με τη δημιουργία του Κοινού Κεφαλαίου από το άρθρο 15 παρ. 11 ν. 2469/1997, οι «λογαριασμοί διαθεσίμων» χάνουν οριστικά την ιδιότητά τους ως τραπεζικών λογαριασμών με την κλασική έννοια, ως λογαριασμών δηλαδή, οι οποίοι αποτυπώνουν χρηματική απαίτηση του δικαιούχου κατά της τράπεζας, αφού τα κεφάλαια των φορέων δεν «φυλάσσονται» (έντοκα ή άτοκα) στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά επενδύονται από αυτήν άμεσα, υποχρεωτικά και αποκλειστικά σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Ο νομοθέτης θέλησε, δηλαδή, να προστατεύσει τους δημόσιους οργανισμούς από τυχόν διαχειριστικά σφάλματα των διοικήσεών τους, οι οποίες δεν διαθέτουν οπωσδήποτε τις κατάλληλες γνώσεις για την αξιοποίηση των διαθεσίμων των δημοσίων οργανισμών τους οποίους διοικούν.  Ουσιαστικά, δηλαδή, με τον όρο «λογαριασμός» εννοείται πλέον η μερίδα κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο. Τα χρήματα που μεταφέρει κάθε φορέας στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν παραμένουν αυτούσια στη μερίδα του φορέα σαν να επρόκειτο για κατάθεση (ανώμαλη παρακαταθήκη), αλλά «εξαγοράζουν» για τον φορέα ένα πρόσθετο ποσοστό συμμετοχής στο Κοινό Κεφάλαιο αυξάνοντας τη συνολική μερίδα του φορέα σε αυτό. Άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό και με τα άρθρα 22 παρ. 5 και 21 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος: Η περιουσία των ασφαλιστικών φορέων, όταν αυτοί είναι ν.π.δ.δ. (όπως άλλωστε και η περιουσία κάθε ν.π.δ.δ.) αποτελεί μεν δημόσια περιουσία, δεν έχει, όμως, ως προορισμό την κάλυψη των εν γένει δημοσίων δαπανών, όπως η περιουσία του νομικού προσώπου του ίδιου του κράτους, αλλά έχει αυτοτέλεια, ως συνδεόμενη άρρηκτα με τους σκοπούς τους οποίους είναι αυτοί προορισμένοι εκ του ιδρυτικού τους νόμου να εξυπηρετούν. Τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και προκειμένου περί ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι έχουν με τον ιδρυτικό τους νόμο περιβληθεί τον τύπο του ν.π.ι.δ., εφ’ όσον και οι φορείς αυτοί επιδιώκουν τον ίδιο δημόσιο σκοπό, με τους ίδιους εκ των άρθρων 25 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος όρους και περιορισμούς και με αντίστοιχες έναντι των ασφαλισμένων υποχρεώσεις και εξουσίες (υποχρεωτική ασφάλιση και καταβολή εισφορών των ασφαλισμένων κ.λπ.). Αρχή αναλογικότητας. Η περιουσία ασφαλιστικού φορέως, εφ’ όσον αυτός εξακολουθεί να υφίσταται, δεν δύναται να τύχει διαχειρίσεως, με νομοθετικές ή άλλες ρυθμίσεις, προς εξυπηρέτηση άλλων δημοσίων σκοπών, όπως σκοπών δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, παρά μόνον επικουρικώς και δευτερευόντως (όπως λ.χ. με τον α.ν. 1611/1950), με την προϋπόθεση δηλαδή της διαφύλαξης και απόλυτης διασφάλισης της περιουσίας αυτής από τους κινδύνους της αγοράς. Μόνο μέσα στα πλαίσια αυτά και με δεδομένη την υψηλού βαθμού φερεγγυότητα του κράτους, είναι συνταγματικώς ανεκτή τόσο η υποχρεωτική θέση του λεγομένου Κοινού Κεφαλαίου υπό τη διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και η περαιτέρω επένδυσή του από αυτήν σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου (ν. 2216/1994, ν. 2469/1997, ΟλΣτΕ 3724/2014 σκεπτ. μειοψηφίας ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση που η ΤτΕ διαβλέπει (ή οφείλει να διαβλέψει) πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που γνωρίζει, ως εκ της ιδιότητας της, του κύρους, του ρόλου και των μέσων που διαθέτει ότι η επένδυση χρημάτων του Κοινού Κεφαλαίου σε κάποιον συγκεκριμένο τίτλο του Ελληνικού δημοσίου, σε δεδομένη χρονική συγκυρία, τυγχάνει κατά βεβαιότητα ή με υψηλό βαθμό πιθανότητας, ζημιογόνος ή επισφαλής, τότε οφείλει να μην επενδύσει στον εν λόγω τίτλο αλλά σε άλλους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που εκπληρώνουν τα προαναφερθέντα κριτήρια, της στον μέγιστο δυνατό βαθμό ασφαλούς και επωφελούς επένδυσης, ενώ στην υποθετική περίπτωση που στην ίδια δεδομένη χρονική συγκυρία όλοι οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου πάσχουν κατά την ανωτέρω εκτίμηση ή γνώση της από την ίδια επισφάλεια, τότε οφείλει να μην προχωρήσει σε καμία επένδυση, ούτως ώστε να διασφαλίσει απολύτως την περιουσία του κοινού κεφαλαίου από τους κινδύνους της αγοράς. Υπό αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή του πλέγματος των ανωτέρω διατάξεων που διέπουν την τοποθέτηση των χρημάτων των ασφαλιστικών ταμείων στην ΤτΕ και την διαχείριση των εν λόγω χρημάτων από εκείνη με τη μορφή των επενδύσεων, θα γινόταν δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης αποδέχεται ότι η ΤτΕ θα πρέπει να προβαίνει ακόμη και εν γνώσει της μέχρι και σε ζημιογόνες επενδύσεις σε βάρος της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων (με κίνδυνο κατάρρευσης ολόκληρου του ασφαλιστικού συστήματος) προς όφελος είτε του ίδιου του δημοσίου που τυγχάνει ο εκδότης του εν λόγω ζημιογόνου ή επισφαλούς τίτλου, είτε και του εκάστοτε πωλητή του εν λόγω τίτλου στη δευτερογενή αγορά, όπερ τυγχάνει βέβαια ανεπίτρεπτο από τον συνταγματικό νομοθέτη.
Ενόψει αυτών στην αγωγή και για το ορισμένο αυτής θα πρέπει να αναφέρεται πόσα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου είχαν ήδη αγοραστεί μετά τον Ιανουάριο του 2009 από την εναγόμενη στο πλαίσιο της υποχρεωτικής διαχείρισης των χρημάτων του ενάγοντος επενδύοντας αυτά σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, η ονομαστική και πραγματική αξία αυτών, κατά το χρόνο αγοράς και κατά το χρόνο του «κουρέματος» δεδομένου ότι η εναγόμενη, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής ευθύνεται μόνο για τη ζημία που υπέστη το ενάγον από το «κούρεμα» των ομολόγων που αγοράστηκαν μετά τον Ιανουάριο του έτους 2009. Επιπλέον, σε σχέση με τα ορθώς αγορασθέντα ομόλογα με τα χρήματα του κοινού κεφαλαίου, θα πρέπει να αναφέρεται κατά ποιο ποσοστό τυγχάνει το ενάγον δικαιούχος αυτών σύμφωνα με το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συμμετοχής του στο Κοινό Κεφάλαιο. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι το ενάγον μέμφεται την εναγομένη ότι δεν προέβη ως όφειλε με βάση τις αρχές της χρηστής και προσήκουσας διαχείρισης των χρημάτων του σε σωστή διασπορά του κινδύνου των επενδύσεων στις οποίες προέβη με τα χρήματα του κοινού κεφαλαίου, επενδύοντας σε μεγαλύτερο βαθμό και σε άλλους τίτλους του Δημοσίου όπως έντοκα γραμμάτια, repos κλπ., θα πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή σε ποιό ποσοστό των χρημάτων του κοινού κεφαλαίου είχε προβεί η εναγόμενη σε επενδύσεις ομολόγων ελληνικού δημοσίου, και σε ποιο ποσοστό σε άλλους τίτλους και ποιούς, ώστε να προκύπτει η επικαλούμενη μη ορθή διασπορά του κινδύνου της επένδυσης, καθώς και ποιο είναι το συγκεκριμένο ποσοστό ορθής διασποράς του κινδύνου της επένδυσης, κατά το οποίο θα έπρεπε η εναγόμενη να έχει επενδύσει τα χρήματα του κοινού κεφαλαίου σε άλλους τίτλους πέραν εκείνων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, καθώς και ποιους ακριβώς τίτλους και τι αξίας. Επιπλέον, σε σχέση με τους αγοραζόμενους με τα χρήματα του κοινού κεφαλαίου άλλους (αντί των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου) τίτλους θα πρέπει να αναφέρεται κατά ποιο ποσοστό θα ετύγχανε το ενάγον δικαιούχος αυτών σύμφωνα με το ποσοστό εξ αδιαιρέτου συμμετοχής του στο Κοινό Κεφάλαιο, ώστε να προκύπτει ποια θα ήταν τελικά η πραγματική περιουσιακή του κατάσταση εάν είχε ενεργήσει η εναγόμενη κατά τον επικαλούμενο από το ενάγον ορθό τρόπο διασποράς του επενδυτικού κινδύνου. Τέλος, δεδομένου ότι το ενάγον ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη επέλεξε ήδη από το έτος 2008 να αγοράζει ομόλογα και όχι άλλους ασφαλέστερους τίτλους του Δημοσίου, όπως έντοκα γραμμάτια, repos, κλπ., οι οποίοι εξαιρέθηκαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων, αν και γνώριζε ήδη από τον Ιανουάριο του 2009 ότι επέκειτο μείωση της αξίας («κούρεμα») των αγοραζόμενων ομολόγων, θα πρέπει να εξειδικεύει τα ομόλογα που αγοράσθηκαν εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και τις τιμές κτήσης τους, και τα προϊόντα που θα έπρεπε να είχαν αγοραστεί αντί αυτών όπως έντοκα γραμμάτια, repos, κλπ. και τις τιμές κτήσης τους, ώστε να προκύπτει η διαφορά των δύο ποσών καθώς και η αξία συμμετοχής του ενάγοντος στο Κοινό Κεφάλαιο κατά το χρόνο κτήσης τους και κατά τον χρόνο οριστικοποίησης της επικαλούμενης ζημίας, ώστε να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της ζημίας, εξαιτίας της αγοράς των ομολόγων αντί των άλλων τίτλων του ελληνικού δημοσίου, αφού μόνο η ζημία αυτή θα ήταν κατά νόμω αποκαταστατέα. Δηλαδή, εφόσον το Δικαστήριο δεχτεί ότι η εναγόμενη συνέχισε να προβαίνει σε αγορές ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου με τα χρήματα του Κοινού Κεφαλαίου ακόμη και όταν πλέον γνώριζε ή προέβλεπε με ισχυρή πιθανότητα το επικείμενο «κούρεμα» των αγοραζόμενων ομολόγων και μάλιστα στο ποσοστό της αξίας τους που αυτό έλαβε χώρα, θα έχει μεν καταλήξει ότι παραβιάστηκε διάταξη νόμου, αλλά εν συνεχεία θα πρέπει να διαπιστώσει και το ποσό για το οποίο επήλθε ζημία στο ενάγον (διαπιστώνοντας έτσι ότι επήλθε πράγματι ζημία) ώστε να του επιδικάσει αυτό, και ακολούθως να υπολογίσει, συνεκτιμώντας το ποσό της αποζημίωσης, και το ύψος της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
          Ως προς τις λοιπές βάσεις της αγωγής, η αξίωση αποζημιώσεως του ενάγοντος κατά το μέρος που η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης επιχειρείται να θεμελιωθεί στην έλλειψη ενημέρωσης εκ μέρους της περί των επενδύσεων των αποθεματικών του ενάγοντος σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου και περί του κινδύνου αυτών των επενδύσεων είναι μη νόμιμη λόγω έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου, αφού, ανεξαρτήτως αν υπήρχε ή όχι ενημέρωση, δεν θα μεταβάλετο η απορρέουσα από τη νομική φύση που συνδέει τα αντίδικα μέρη υποχρέωση του ενάγοντος να καταθέτει τα κεφάλαια του στην εναγόμενη, ούτε βέβαια και η υποχρέωση της εναγόμενης να επενδύει αυτά κατά τις επιταγές του νόμου σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου. Η υποχρέωση, περαιτέρω, του ενάγοντος να καταθέτει τα κεφάλαια του στην εναγόμενη απορρέει από τη νομική φύση που συνδέει τα αντίδικα μέρη όπως αυτή ρυθμίζεται από το νόμο και επομένως δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία για το λόγο ότι η εναγόμενη δεν απέτρεψε το ενάγον από τη συνέχιση κατάθεσης των κεφαλαίων του σε αυτή, ώστε να αποφευχθεί η ενσωμάτωση του ποσού αυτού στο Κοινό Κεφάλαιο και η επακολουθήσασα απομείωσή του, που γνώριζε ότι θα συνέβαινε από τον Ιανουάριο του 2009. Η απόφαση για την έγκριση του προγράμματος ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ελήφθη, όπως προκύπτει από τα  δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία (ΟλΣτΕ 4749/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό συνθήκες απαρτίας και πλειοψηφίας από τους ομολογιούχους, που συμμετείχαν στις κατά νόμο διαδικασίες, που ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος η διαδικασία θα προχωρούσε και θα δέσμευε και το ενάγον.


Παρατίθενται οι νομικές σκέψεις της αποφάσεως:
Ι. Από τις διατάξεις του νόμου 1611/1950 προβλεπόταν ότι «από της 1η Ιανουαρίου 1951 πάντα τα επενδυόμενα υπό μορφή εντόκου καταθέσεως κεφάλαια των κατά το άρθρο 1 του παρόντος νόμου Δημοσίων Οργανισμών (ήτοι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ως και τα πάσης φύσεως Ασφαλιστικά Ταμεία Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου) παρακατατίθενται παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος, ήτις ενεργεί εν προκειμένω ως διαχειριστικόν όργανον συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου. Δια πάσαν επιτρεπομένην κατά νόμον επένδυσιν κεφαλαίων των Δημοσίων Οργανισμών, υπό πάσαν μορφήν πλην της κατά το παρόν άρθρον καταθέσεως παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος απαιτείται προηγούμενη εγκριτική απόφασις της Νομισματικής Τραπέζης της Ελλάδος και επ’ ονόματι του δικαιούχου Νομικού προσώπου». Κατά το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω νομοθετήματος «Οι παρακαταθέτοντες παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος Δημόσιοι Οργανισμοί θα δικαιούνται να λαμβάνουν τόκον επί των αντιστοίχων υπολοίπων αυτών παρά τω Ειδικώ Λογαριασμώ Διαχειρίσεως Διαθεσίμων Δημοσίων Οργανισμών επί τη βάσει επιτοκίου, οριζομένου εκάστοτε δι' αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής», ενώ με βάση το άρθρο 4 «1. Τα παρακατατιθέμενα παρά τω Ειδικώ Λογαριασμώ Διαχειρίσεως Διαθεσίμων Δημοσίων Οργανισμών κεφάλαια, θα επενδύωνται υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις εντόκους καταθέσεις παρά Τράπεζαις ή Τραπεζικοίς Οργανισμοίς, χρησιμοποιουμένας υπό τούτων προς χρηματοδότησιν της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας... Εις περίπτωσιν μη συμμορφώσεως των Τραπεζών ή Τραπεζικών Οργανισμών προς τους τιθεμένους υπό της Νομισματικής Επιτροπής όρους ή εις περίπτωσιν αρνήσεως αυτών όπως απόδεχθώσι τοιαύτας καταθέσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να χρησιμοποιή τα περί ων πρόκειται κεφάλαια εις απευθείας υπ’ αυτής χορηγήσεις προς χρηματοδότησιν της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι από 01.01.1951 τα πάσης φύσεως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα ασφαλιστικά ταμεία δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υποχρεούντο να καταθέτουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, τα οποία μεταφέρονταν στον Ειδικό Λογαριασμό Διαχείρισης Διαθεσίμων Δημοσίων Οργανισμών. Οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί διαθεσίμων ήταν έντοκοι μέχρι και την 31.05.1994, οπότε και άρχισε να ισχύει ο ν. 2216/1994. Συγκεκριμένα, μέχρι την 16.10.1990 απολάμβαναν επιτόκιο, το οποίο καθοριζόταν αρχικά με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής (άρθρο 3 α.ν. 1611/1950) και αργότερα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρα 1, 2 ν. 1266/1982). Μετά την 17.10.1990, οι λογαριασμοί διαθεσίμων απολάμβαναν τουλάχιστον το ελάχιστο επιτόκιο για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου (άρθρο 13 παρ. 1 ν. 1902/1990). Κατόπιν, με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου Ν. 2216/1994 (ΦΕΚ Α' 83) τροποποιήθηκε η διαδικασία που προβλεπόταν στον α.ν. 1611/1950, δηλαδή η επένδυση υπό μορφή εντόκων καταθέσεων στην ΤτΕ των διαθεσίμων κεφαλαίων των δημοσίων οργανισμών και των ασφαλιστικών ταμείων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, προς το σκοπό της εναρμόνισης της νομοθεσίας με το άρθρο 104 της Συνθήκης Μάαστριχτ, που δεν επιτρέπει σε κεντρικές τράπεζες κρατών μελών να παρέχουν στις κεντρικές κυβερνήσεις πιστωτικές διευκολύνσεις και να προβαίνουν σε απευθείας αγορά χρεογράφων από το Δημόσιο. Έτσι, ορίσθηκε ότι, όσα κεφάλαια των δημοσίων οργανισμών και ασφαλιστικών ταμείων δεν επενδύονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 1902/1990 και 14 του ν. 2042/1992 και των ΚΥΑ του ν.δ. 3856/1958, μεταφέρονται υποχρεωτικά στην ΤτΕ, η οποία, ως διαχειριστικό όργανο των καταθετών, τα επενδύει σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου της επιλογής των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λαμβάνει αμοιβή για την εργασία αυτή οριζόμενη με σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας και βαρύνουσα το Δημόσιο. Από την 01.06.1994 (έναρξη ισχύος της ρύθμισης του άρθρου τρίτου ν. 2216/1994), οι λογαριασμοί διαθεσίμων των δημοσίων οργανισμών στην Τράπεζα της Ελλάδος έπαυσαν να αποδίδουν τόκο. Στους δικαιούχους των λογαριασμών διαθεσίμων κατανέμονταν και αποδίδονταν πλέον μόνο οι πρόσοδοι από τις επενδύσεις των διαθεσίμων τους σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Το άρθρο τρίτο του ν. 2216/1994 κατήργησε ρητώς τις διατάξεις του α.ν. 1611/1950 και του άρθρου 13 Ν. 1902/1990 που έρχονται σε αντίθεση με αυτό (ΣτΕ 2510/2011, Νόμος). Με τη μεταβολή αυτή εναρμονίσθηκε το καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος με την τροποποίησή του από την από 04.11.1994 Γενική Συνέλευση των μετόχων της, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 3 του ν. 2275/1994 (ΦΕΚ Α1 238/1994), τροποποίηση η οποία αφορούσε στα άρθρα 45 και 56 του καταστατικού σχετικά με την καταβολή από την Τράπεζα της Ελλάδος τόκου για τις τηρούμενες σε αυτήν καταθέσεις. Για πρόσωπα πλην του Ελληνικού Δημοσίου, το άρθρο 56 του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος απαγορεύει την καταβολή τόκου, καθώς ορίζει (σύμφωνα με τη νέα διατύπωσή του) ότι «Η Τράπεζα δεν δικαιούται:.... 5. Να παρέχη τόκον εις τας παρ’ αυτή καταθέσεις ή τους τρεχούμενους λογαριασμούς. Κατ' εξαίρεσιν η Τράπεζα δικαιούται να παρέχη τόκον εις το Ελληνικόν Δημόσιον ως προβλέπεται εν άρθρω 45, ως και εις τας καταθέσεις των εν Ελλάδι Τραπεζών». Επομένως, η προαναφερόμενη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, που επήλθε με το άρθρο τρίτο ν. 2216/1994, είχε ως συνέπεια οι λογαριασμοί διαθεσίμων κεφαλαίων των δημοσίων οργανισμών να καταστούν άτοκοι και πλέον τα διαθέσιμα τους να επενδύονται σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ οι δημόσιοι οργανισμοί (ΝΠΔΔ και ασφαλιστικά ταμεία) λάμβαναν πλέον μόνο τις προσόδους από τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, στους οποίους επενδύονταν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, παραμένουσας βέβαια σε ισχύ της υποχρέωσης των δημοσίων οργανισμών για μεταφορά των διαθεσίμων τους στην Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 1611/1950. Το προαναφερόμενο νομοθετικό καθεστώς μεταβλήθηκε εκ νέου (και όπως μεταβλήθηκε ισχύει πλέον έως σήμερα) με την ψήφιση του ν. 2469/1997. Στο δε άρθρο 15 παρ. 11 του ν. 2469/1997 ορίζονται τα εξής: «11, α. Τα σύμφωνα με το τρίτο άρθρο του ν. 2216/1994 διαθέσιμα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα διαθέσιμα των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, συνιστούν το Κοινό Κεφάλαιο των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών φορέων (Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ.), το οποίο διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τους κανόνες β' έως η' της παρούσας παραγράφου, β. Το Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο αλλά ομάδα περιουσίας, της οποίας τα επί μέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου στους συμμετέχοντες σε αυτό φορείς (Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ.) ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους. Τα Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο, εκπροσωπούνται δικαστικώς και εξωδίκως από την Τράπεζα της Ελλάδος ως προς τις έννομες σχέσεις από τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου και τα δικαιώματά τους επί του ενεργητικού του. γ. Το ενεργητικό του Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. επενδύεται σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου. Εάν κατά το χρόνο πραγματοποίησης των επί μέρους επενδύσεων δεν υπάρχουν διαθέσιμοι τίτλοι στην πρωτογενή αγορά, το Ελληνικό Δημόσιο θα διαθέτει στην Τράπεζα της Ελλάδος τίτλους της τελευταίας έκδοσης στην τιμή εγγραφής ή στη μέση τιμή της δημοπρασίας, ανάλογα με τον τρόπο που είχαν διατεθεί οι τίτλοι κατά την ημερομηνία έκδοσης, με συνυπολογισμό των τόκων του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος. Αν από πλευράς Ελληνικού Δημοσίου δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την πρωτογενή διάθεση τίτλων, παρέχεται η ευχέρεια στην Τράπεζα της Ελλάδος να απευθύνεται-στη δευτερογενή αγορά για την απόκτηση του αναγκαίου εκάστοτε χαρτοφυλακίου, έτσι ώστε τα δημιουργούμενα νέα υπόλοιπα στους λογαριασμούς των Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. να επενδύονται άμεσα. Η απόφαση συμμετοχής ή μη του Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστή του Κ.Κ., η οποία, καθώς και τα στελέχη της, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της αυτής, δεν υπέχουν καμία ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με το νόμο 4046/2012) δ. Η διαχειριστική χρήση του ΚΚΝ.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. έχει τη διάρκεια του ημερολογιακού εξαμήνου, στο τέλος του οποίου οι καθαρές πρόσοδοι κατανέμονται στους δικαιούχους ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο ΚΚΝ.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. ε. Με Σύμβαση μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται το ύψος της αμοιβής που θα καταβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος από το Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. για τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού και καταβολής της. στ. Τα Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. που συμμετέχουν σε αυτό δύνανται να ζητήσουν από την Τράπεζα της Ελλάδος την ανάληψη συγκεκριμένων χρηματικών ποσών και μέχρι της αξίας της καταθέσεώς τους στο Κοινό Κεφάλαιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλει το αιτούμενο ποσό στο Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ., μειουμένης αναλόγως της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος στο Κοινό Κεφάλαιο ... Οι πρόσοδοι που αναλογούν σε αναληφθέντα ποσά καταβάλλονται στους δικαιούχους στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου ... ζ. Τα κεφάλαια που κατατίθενται από τα Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. στην Τράπεζα της Ελλάδος και ειδικότερα σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης μπορούν να επενδύονται σε τίτλους του Δημοσίου, είτε αυτοτελώς είτε προς αναπλήρωση των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους λογαριασμούς διαθέσιμων κεφαλαίων, με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζεται εκάστοτε επάρκεια ταμειακών διαθεσίμων για την κάλυψη των τακτικών δαπανών των Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. Η διαχείριση των επενδυόμενων κεφαλαίων από λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης, καθώς και η κατανομή των αποδόσεων στους δικαιούχους θα γίνεται κατά τρόπο ανάλογο εκείνου των Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. η. ... θ. ...». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία μεταφέρονται τα διαθέσιμα κεφάλαια των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ασφαλιστικών οργανισμών, επενδύει σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου τα κεφάλαια αυτά, τα οποία εξαιρούνται της διαχειριστικής εξουσίας των οργάνων διοικήσεως των εν λόγω προσώπων και υπόκεινται σε ειδική διαχείριση ως ομάδα περιουσίας που καλείται «Κοινό Κεφάλαιο των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών φορέων» (εφεξής Κοινό Κεφάλαιο). Η επένδυση γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι είναι εξασφαλισμένη η επάρκεια ταμειακών διαθεσίμων για την κάλυψη των τακτικών αναγκών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ασφαλιστικών φορέων. Επομένως, εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με τη δημιουργία του Κοινού Κεφαλαίου από το άρθρο 15 παρ. 11 ν. 2469/1997, οι «λογαριασμοί διαθεσίμων» χάνουν οριστικά την ιδιότητά τους ως τραπεζικών λογαριασμών με την κλασική έννοια, ως λογαριασμών δηλαδή, οι οποίοι αποτυπώνουν χρηματική απαίτηση του δικαιούχου κατά της τράπεζας, αφού τα κεφάλαια των φορέων δεν «φυλάσσονται» (έντοκα ή άτοκα) στην τράπεζα της Ελλάδος, αλλά επενδύονται από αυτήν άμεσα, υποχρεωτικά και αποκλειστικά σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Ουσιαστικά, δηλαδή, με τον όρο «λογαριασμός» εννοείται πλέον η μερίδα κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο. Οι τίτλοι του Χαρτοφυλακίου του Κοινού Κεφαλαίου, κατά το ποσοστό που αναλογεί στον εκάστοτε φορέα, αποτελούν ιδιοκτησία και περιουσία του φορέα αυτού. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος «λογαριασμός διαθεσίμων» δεν αποδίδει με ακρίβεια τη φύση της συμμετοχής κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο και εξηγείται απλώς ιστορικά, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται από τον νομοθέτη ήδη από το έτος 1950. Ομοίως, τα όποια έσοδα αποφέρει η διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου από την Τράπεζα της Ελλάδος δεν συνιστούν «τόκο», αλλά προσόδους. Στο τέλος κάθε διαχειριστικής χρήσης του Κοινού Κεφαλαίου, στο τέλος δηλαδή κάθε ημερολογιακού εξαμήνου, οι καθαρές πρόσοδοι από τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου κατανέμονται στους φορείς που συμμετέχουν σε αυτό, ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια συμμετοχής τους στο Κοινό Κεφάλαιο, ενώ βάσει του άρθ. 15 παρ. 11 περ. στ ν. 2469/1997 δεν συνιστούν «αναλήψεις από τραπεζικό λογαριασμό», αλλά ρευστοποιήσεις μέρους (ή του συνόλου) της μερίδας των φορέων που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο. Η ρευστοποίηση αυτή αποτελεί διάθεση μεριδίων από την πλευρά του φορέα, τα οποία «εξαγοράζει» η Τράπεζα της Ελλάδος ως διαχειρίστρια του Κοινού Κεφαλαίου. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο στο άρθρο 15 παρ. 11 περ. στ ο ν. 2469/1997, θέτει ως όριο αυτών των απολήψεων την αξία της μερίδας κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο. Επομένως, οι φορείς που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο δεν έχουν υπό το νέο νομικό καθεστώς απαίτηση κατά της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητη από την τρέχουσα αξία των στοιχείων που αποτελούν το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου και συνεπώς της μερίδας κάθε φορέα σε αυτό, για το σύνολο των κεφαλαίων τους που έχουν κατά καιρούς ενταχθεί στο Κοινό Κεφάλαιο και επενδυθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Εξάλλου, διαφορετική προσέγγιση θα ερχόταν σε αντίθεση προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αφού αν γινόταν δεκτό ότι οι φορείς που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο έχουν αξίωση για το σύνολο των κεφαλαίων τους, που έχουν κατά καιρούς ενταχθεί στο Κοινό Κεφάλαιο, ανεξάρτητα από την τρέχουσα αξία της μερίδας τους, η Τράπεζα της Ελλάδος θα έφερε κατ' αποτέλεσμα τον κίνδυνο μείωσης της αξίας των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, στους οποίους υποχρεωτικά, βάσει του άρθρου 15 παρ. 11 υποπαρ. Υ ν. 2469/1997, επενδύει τα κεφάλαια των φορέων που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο. Αυτό θα ισοδυναμούσε στην ουσία με εκ του νόμου εγγύηση της Τράπεζας της Ελλάδος, έναντι των φορέων αυτών, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για την απόδοση των τίτλων που εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο ή ακόμη και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από αυτούς. Μια τέτοια συνέπεια προφανώς δεν θα ήταν συμβατή με την απαγόρευση παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων από ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες προς κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 123 της ΣυνθΕΕ). Από την τελεολογική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 15 παρ. 11 ν.2469/1997 βασίζονται στην αντίληψη ότι τα διαθέσιμα των δημοσίων οργανισμών θα πρέπει να επενδύονται με τρόπο που να συνδυάζει ασφάλεια και αξιοπρεπείς αποδόσεις, που ανταποκρίνονται στις συνθήκες της αγοράς, έτσι ώστε να αποφεύγονται αφενός απώλειες λόγω ριψοκίνδυνων επενδύσεων και αφετέρου μειώσεις της περιουσίας των δημοσίων οργανισμών λόγω χαμηλών αποδόσεων που υπολείπονται του πληθωρισμού. Οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου πληρούν κατά την αντίληψη του νομοθέτη τα σχετικά κριτήρια, δεδομένου ότι προσφέρουν την απαιτούμενη ασφάλεια και ικανοποιητικές αποδόσεις. Βεβαίως, δεν υπάρχει επένδυση χωρίς κάποιο κίνδυνο, δεδομένου ειδικά ότι από τη διάθεση ομολόγων και λοιπών τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως κρατών γεννάται έννομη σχέση παροχής οικονομικής πίστης, η οποία δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξεως. Τούτο διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί, συνήθως, ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα, που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους - εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Ωστόσο, ο κίνδυνος αυτός θεωρήθηκε από τον νομοθέτη μικρός όσον αφορά του τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου σε σχέση με τις αποδόσεις που αποφέρουν αυτοί, αφού πρόκειται για επενδύσεις χαμηλού κινδύνου και ταυτόχρονα ικανοποιητικής απόδοσης. Περαιτέρω, η τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 15 παρ. 11 ν. 2469/1997 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίληψη του νομοθέτη ήταν ότι η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί τον καταλληλότερο διαχειριστή της περιουσίας των δημοσίων οργανισμών, δεδομένου μάλιστα ότι στον νόμο περιγράφονται ακριβώς οι επενδύσεις, στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος ως διαχειρίστρια του Κοινού Κεφαλαίου (άρθρο 15 παρ. 11 περ. γ ν. 2469/1997). Ο νομοθέτης θέλησε, δηλαδή, να προστατεύσει τους δημόσιους οργανισμούς από τυχόν διαχειριστικά σφάλματα των διοικήσεών τους, οι οποίες δεν διαθέτουν οπωσδήποτε τις κατάλληλες γνώσεις για την αξιοποίηση των διαθεσίμων των δημοσίων οργανισμών τους οποίους διοικούν. Ως εκ τούτου, τα διαθέσιμα των φορέων, που κατατίθενται προς επένδυση στην Τράπεζα της Ελλάδος, αυξάνουν, αυτομάτως μόλις μεταφερθούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, αφενός το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου και αφετέρου τη μερίδα του  οικείου φορέα σε αυτό. Πιο συγκεκριμένα, με κάθε μεταφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος διαθεσίμων των φορέων που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο αυξάνει καταρχάς το συνολικό ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου κατά το ποσό των χρημάτων που μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα χρήματα αυτά προστίθενται αναγκαστικά στα ήδη υφιστάμενα χρηματικά διαθέσιμα του Κοινού Κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, κάθε μεταφορά διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδας αυξάνει τη μερίδα του οικείου φορέα, το ποσοστό δηλαδή της συμμετοχής του στο Κοινό Κεφάλαιο και, συνεπώς, σε καθένα από τα επιμέρους στοιχεία του ενεργητικού του Κοινού Κεφαλαίου. Με κάθε μεταφορά χρημάτων, ο φορέας που προέβη σε αυτήν, καθίσταται πλέον δικαιούχος κατά μεγαλύτερο ποσοστό σε όλα τα επιμέρους στοιχεία που αποτελούν το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου, και δη, μεταξύ άλλων, στα ομόλογα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης του Κοινού Κεφαλαίου κατά το προηγούμενο της εν λόγω μεταφοράς χρονικό διάστημα. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα χρήματα κάθε φορέα που συμμετέχει στο Κοινό Κεφάλαιο, εντάσσονται, αμέσως μόλις μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου και καθίστανται αυτόματα, χωρίς δηλαδή κάποια περαιτέρω ενέργεια από την πλευρά της Τράπεζας της Ελλάδος ή του οικείου φορέα, μέρος της ομάδας περιουσίας, η οποία ανήκει εξ αδιαιρέτου σε όλους τους φορείς που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο. Πλέον, ο φορέας που μετέφερε τα διαθέσιμα του στην Τράπεζα της Ελλάδος, χάνει την «κυριότητά» του (για την ακρίβεια την απαίτησή του) επί των χρημάτων αυτών και αποκτά κυριότητα, κατά το ποσοστό συμμετοχής του στο Κοινό Κεφάλαιο, σε όλα τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία του Κοινού Κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τον χρόνο απόκτησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, σε κανένα χρονικό σημείο δεν γεννιέται σχέση ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και του φορέα που μεταφέρει διαθέσιμό του σε αυτήν και ως εκ τούτου δεν γεννιέται απαίτηση του εν λόγω φορέα για απόδοση των χρημάτων αυτών. Και τούτο διότι αμέσως μόλις συντελεστεί η κρίσιμη μεταφορά, ο φορέας αποκτά μερίδιο επί όλων ανεξαιρέτως των στοιχείων που αποτελούν την ομάδα περιουσίας που συνιστά το Κοινό Κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, τα χρήματα που μεταφέρει κάθε φορέας στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν παραμένουν αυτούσια στη μερίδα του φορέα σαν να επρόκειτο για κατάθεση (ανώμαλη παρακαταθήκη), αλλά «εξαγοράζουν» για τον φορέα ένα πρόσθετο ποσοστό συμμετοχής στο Κοινό Κεφάλαιο αυξάνοντας τη συνολική μερίδα του φορέα σε αυτό. Η αύξηση της μερίδας του φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο συντελείται αμέσως μόλις κάποιο χρηματικό ποσό από τα διαθέσιμα του φορέα μεταφερθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τούτο ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ.3 του άρθρου 4 του ν. 3586/2007 κατά την οποία «3. Επίσης, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης δύνανται, με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, να επενδύουν σε προθεσμιακές καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής, καθώς και σε τίτλους Ελληνικού Δημοσίου της παραγράφου 1α του άρθρου 3, ετήσιας ή μικρότερης διάρκειας, με απόδοση μεγαλύτερη από την απόδοση του Κοινού Κεφαλαίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά την τελευταία διαχειριστική χρήση, μόνο από την πρωτογενή αγορά, με θεματοφύλακα την Τράπεζα της Ελλάδος». Στην εν λόγω διάταξη γίνεται σαφώς λόγος για «απόδοση» του Κοινού Κεφαλαίου, παραπέμποντας σαφώς σε λειτουργία του Κοινού Κεφαλαίου προσομοιάζουσα σε αμοιβαίο κεφάλαιο. Επιπλέον, στην προς τούτο ερμηνεία συνηγορεί και η γραμματική διατύπωση του άρθρου 15 παρ. 11 υποπαρ. στ’ ν. 2469/1997, στο οποίο αναφέρεται ότι οι φορείς μπορούν να ζητούν από την Τράπεζα της Ελλάδος την ανάληψη συγκεκριμένων ποσών «μέχρι της αξίας της καταθέσεώς τους στο Κοινό Κεφάλαιο». Η χρήση στη συγκεκριμένη διάταξη της λέξης «αξίας» (της κατάθεσής τους στο Κοινό Κεφάλαιο) δηλώνει ακριβώς την πρόθεση του νομοθέτη να διευκρινίσει ότι κάθε φορέας δικαιούται να προβαίνει σε απολήψεις όχι μέχρι του ύψους της «κατάθεσής» του, μέχρι του ύψους δηλαδή των κεφαλαίων του, που έχουν μεταφερθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενταχθεί στο Κοινό Κεφάλαιο και επενδυθεί σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά μέχρι της αξίας της «κατάθεσης» αυτής, μέχρι της αξίας δηλαδή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, στους οποίους έχουν «μετατραπεί» τα εν λόγω κεφάλαια κάθε φορέα. Η χρήση δε στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 11 του ν. 2469/1997 του όρου «λογαριασμός διαθεσίμων κεφαλαίων» δεν οδηγεί στην εξαγωγή αντίθετου συμπεράσματος από τα ανωτέρω ούτε υποδηλώνει την ύπαρξη και λειτουργία καταθετικού λογαριασμού και, συνακόλουθα, την ύπαρξη σχέσης ανώμαλης παρακαταθήκης, αλλά, εξηγείται με βάση την ιστορική ερμηνεία της διάταξης εκ του γεγονότος ότι ήδη από το έτος 1950 ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον ανωτέρω όρο και προ της επελθούσας ως άνω νομοθετικής τροποποίησης τα διαθέσιμα των δημοσίων οργανισμών μεταφέρονταν και κατατίθεντο στην Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο σχέσης ανώμαλης παρακαταθήκης. Εξάλλου, και στη συνήθη τραπεζική πρακτική όλα τα τραπεζικά προϊόντα αναγνωρίζονται, για την ευχερέστερη παρακολούθησή τους, με αριθμούς λογαριασμών (ΠΠΑ 2042/2014, 2044/2014, 2894/2015, 4133/2015, 984/2016). Περαιτέρω, το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνει την αρχή του κοινωνικού κράτους και θεσπίζει υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, θεμελιώδης έκφανση των οποίων, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 22 παρ. 5 και 21 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, είναι η παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας. Υλοποίηση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής συνιστά, μεταξύ άλλων, η διά νόμου ίδρυση των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει ασφαλιστικών οργανισμών, κατ’ αρχήν ως ν.π.δ.δ. αλλά και ως ν.π.ι.δ., τα οποία είναι επιφορτισμένα με την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης και έχουν προς τούτο προικοδοτηθεί, σύμφωνα με τους ιδρυτικούς τους νόμους, με περιουσία προερχόμενη κυρίως από κρατικούς πόρους και/ή ασφαλιστικές εισφορές, και αφιερωμένη ειδικά και αποκλειστικά στην εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού τους. Η περιουσία δηλαδή των ασφαλιστικών φορέων, όταν αυτοί είναι ν.π.δ.δ. (όπως άλλωστε και η περιουσία κάθε ν.π.δ.δ.) αποτελεί μεν δημόσια περιουσία, δεν έχει, όμως, ως προορισμό την κάλυψη των εν γένει δημοσίων δαπανών, όπως η περιουσία του νομικού προσώπου του ίδιου του κράτους, αλλά έχει αυτοτέλεια, ως συνδεόμενη άρρηκτα με τους σκοπούς τους οποίους είναι αυτοί προορισμένοι εκ του ιδρυτικού τους νόμου να εξυπηρετούν. Τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, και προκειμένου περί ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι έχουν με τον ιδρυτικό τους νόμο περιβληθεί τον τύπο του ν.π.ι.δ., εφ’ όσον και οι φορείς αυτοί επιδιώκουν τον ίδιο δημόσιο σκοπό, με τους ίδιους εκ των άρθρων 25 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος όρους και περιορισμούς και με αντίστοιχες έναντι των ασφαλισμένων υποχρεώσεις και εξουσίες (υποχρεωτική ασφάλιση και καταβολή εισφορών των ασφαλισμένων κ.λπ.). Και ναι μεν το Κράτος δύναται, όπως έπραξε στο παρελθόν, να ορίζει ποικίλους τρόπους διαχείρισης της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων, πλην όμως τούτο είναι επιβεβλημένο να γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα τη μείζονα δυνατή διασφάλιση και αποδοτικότητα της περιουσίας αυτής, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο σκοπός τους μέσα στα όρια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και της αρχής της αναλογικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η περιουσία ασφαλιστικού φορέως, εφ’ όσον αυτός εξακολουθεί να υφίσταται, δεν δύναται να τύχει διαχειρίσεως, με νομοθετικές ή άλλες ρυθμίσεις, προς εξυπηρέτηση άλλων δημοσίων σκοπών, όπως σκοπών δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, παρά μόνον επικουρικώς και δευτερευόντως (όπως λ.χ. με τον α.ν. 1611/1950), με την προϋπόθεση δηλαδή της διαφύλαξης και απόλυτης διασφάλισης της περιουσίας αυτής από τους κινδύνους της αγοράς. Μόνο μέσα στα πλαίσια αυτά και με δεδομένη την υψηλού βαθμού φερεγγυότητα του κράτους, είναι συνταγματικώς ανεκτή τόσο η υποχρεωτική θέση του λεγομένου κοινού κεφαλαίου υπό τη διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και η περαιτέρω επένδυσή του από αυτήν σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου (ν. 2216/1994, ν. 2469/1997, ΟλΣτΕ 3724/2014 σκεπτ. μειοψηφίας ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι η σύμφωνη με το σύνταγμα συστηματική και τελολογική ερμηνεία του πλέγματος των ανωτέρω διατάξεων που διέπουν την τοποθέτηση των χρημάτων των ασφαλιστικών ταμείων στην ΤτΕ και την διαχείριση των εν λόγω χρημάτων από εκείνη με τη μορφή των επενδύσεων, οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια της ΤτΕ ως προς την ανωτέρω προβλεπόμενη από το νόμο εξουσία της και ειδικότερα, επιβάλει τη λήψη υπόψη από αυτήν (ΤτΕ) ως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση αλλά και ως πρωταρχικό γνώμονα για οποιαδήποτε ενέργεια της κατά τη διαχείριση των χρημάτων του κοινού ταμείου, την απόλυτη διασφάλιση της περιουσίας του κοινού κεφαλαίου από τους κινδύνους της αγοράς προκειμένου για την κατά τη σχετική συνταγματική επιταγή ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, θεμελιώδης έκφανση των οποίων, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 22 παρ. 5 και 21 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, είναι η παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας. Συνεπώς, στην περίπτωση που η ΤτΕ διαβλέπει (ή οφείλει να διαβλέψει) πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που γνωρίζει, ως εκ της ιδιότητας της, του κύρους, του ρόλου και των μέσων που διαθέτει ότι η επένδυση χρημάτων του κοινού κεφαλαίου σε κάποιον συγκεκριμένο τίτλο του Ελληνικού δημοσίου, σε δεδομένη χρονική συγκυρία, τυγχάνει κατά βεβαιότητα ή με υψηλό βαθμό πιθανότητας, ζημιογόνος ή επισφαλής, τότε οφείλει να μην επενδύσει στον εν λόγω τίτλο αλλά σε άλλους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που εκπληρώνουν τα προαναφερθέντα κριτήρια της στον μέγιστο δυνατό βαθμό ασφαλούς και επωφελούς επένδυσης, ενώ στην υποθετική περίπτωση που στην ίδια δεδομένη χρονική συγκυρία όλοι οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου πάσχουν κατά την ανωτέρω εκτίμηση ή γνώση της από την ίδια επισφάλεια, τότε οφείλει να μην προχωρήσει σε καμία επένδυση, ούτως ώστε να διασφαλίσει απολύτως την περιουσία του κοινού κεφαλαίου από τους κινδύνους της αγοράς. Υπό αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή του πλέγματος των ανωτέρω διατάξεων που διέπουν την τοποθέτηση των χρημάτων των ασφαλιστικών ταμείων στην ΤτΕ και την διαχείριση των εν λόγω χρημάτων από εκείνη με τη μορφή των επενδύσεων, θα γινόταν δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει ότι η ΤτΕ θα πρέπει να προβαίνει ακόμη και εν γνώσει της μέχρι και σε ζημιογόνες επενδύσεις σε βάρος της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων (με κίνδυνο καταβαράθρωσης ολόκληρου του ασφαλιστικού συστήματος) προς όφελος είτε του ίδιου του δημοσίου που τυγχάνει ο εκδότης του εν λόγω ζημιογόνου ή επισφαλούς τίτλου, είτε και του εκάστοτε πωλητή του εν λόγω τίτλου στη δευτερογενή αγορά, όπερ τυγχάνει βέβαια ανεπίτρεπτο από τον συνταγματικό νομοθέτη.
ΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 α' - δ’ του ν. 4046/2012 «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της οικονομίας» (Α1 28/14.02.2012) εγκρίθηκαν τέσσερα (4) σχέδια συμβάσεων, των οποίων τα κείμενα προσαρτήθηκαν στον νόμο ως Παράρτημα και συνδημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι: 1) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ» (PSI LM Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 30.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί μέρος της ανταλλαγής ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας, 2) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Συγχρηματοδότησης» (Co - Financing Agreement), σύμφωνα με το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία και η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΕΤΧΣ και η Wilmington Trust (London) Limited συμβάλλονται με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής αξίας νέων, υπό έκδοση, τίτλων, 3) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Πιστωτικής Ενίσχυσης ΕΚΤ» (ECB Credit Enhancement Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 35.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί ενδεχόμενη προσφορά επαναγοράς ομολόγων από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες του Συστήματος του Ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και 4) Σχέδιο με τίτλο «Διευκόλυνση Αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων» ("Bond Interest Facility"), το οποίο αφορά διευκόλυνση προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 5.700.000.000 ευρώ, για να διενεργηθούν πληρωμές για δεδουλευμένους τόκους ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου προ της ανταλλαγής αυτών με νέους, υπό έκδοση, τίτλους. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4046/2012 αναφέρονται και τα εξής : «... Παρά το γεγονός ότι η Χώρα και οι πολίτες της κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών και μείωσης του ελλείμματος προσέκρουσε στην επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία ταλανίζει τη Χώρα, μειώνοντας τα έσοδα σε σχέση με τα εκάστοτέ προσδοκώμενα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 ή 129,3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010 ή 144,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δισεκατομμύρια και υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται εμφανώς στις αγοραίες τιμές τίτλων εκδοθέντων ή εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι ιστορικά πρωτόγνωρα χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των επενδυτών ότι η πλήρης εξυπηρέτηση του χρέους στο σύνολό του, από το Ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να καταστεί αδύνατη. Η δυναμική του χρέους, η οποία αναπτύσσεται σε περιβάλλον αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012 και σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ανασφάλειας, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημοσίου χρέους για να καταστεί... βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναδιάταξης θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό, τους πιστωτές και το ευρύτερο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Στην περίπτωση που η Χώρα αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές, οι πιστωτές θα έχαναν σχεδόν το συνολικό μέρος, αν όχι όλη την αξία των επενδύσεων τους, γεγονός που θα απαιτούσε την άμεση στήριξη ορισμένων πιστωτών από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η μετάδοση των συνεπειών θα επιδείνωνε την κρίση χρέους σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης. Οι δυσμενείς συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Σε δυο συνεχόμενες Συνόδους Κορυφής, στις 11 και στις 25 Μαρτίου 2011, και στη συνέχεια με ad hoc απόφαση για την Ελλάδα, στις Συνόδους Κορυφής της 21ης Ιουλίου και της 26ης Οκτωβρίου 2011, η Ευρωζώνη κάλεσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν και αυτοί στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας, εκ παραλλήλου με τους φορολογούμενους της Χώρας, οι οποίοι θα καλούνταν να αναδεχθούν το μεγαλύτερο κόστος μέσω της εντεινόμενης προσπάθειας προσαρμογής της Χώρας τους, και με συνεισφορά των δημοσιονομικά υγιών κρατών της Ευρωζώνης. Επί της αρχής αυτής της τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ενός κράτους - μέλους της Ευρωζώνης, το οποίο αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο, υιοθετήθηκε η προσέγγιση για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, σε συνέχεια της δήλωσης της 21ης Ιουλίου 2011 από τους επικεφαλής των κρατών - μελών της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας συστάθηκε στις 7 Ιουνίου 2011 το «Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» (ΕΤΧΣ) “European Financial Stability Facility” (EFSF) με σκοπό την εξασφάλιση σταθερότητας στα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης ... Η διαθεσιμότητα των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης συναρτάται με την εφαρμογή από την Ελλάδα των μέτρων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτές ... Η Χώρα μας πρέπει να συμμορφωθεί προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε., της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και των Εταίρων της, που την στηρίζουν για να υλοποιήσει το πρόγραμμα της δημοσιονομικής της προσαρμογής ... Στο πλαίσιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους και αντικατάστασης των Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, εκτός από τις χρηματοδοτικές διευκολύνσεις, που απαιτείται να παρασχεθούν από το ΕΤΧΣ, είναι ανάγκη να διαμορφωθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου το σχετικό εγχείρημα να ολοκληρωθεί με ασφάλεια και επιτυχία ...» (ΟλΣτΕ 4749/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν συνεχεία ο ν. 4050/2012 όρισε στο άρθρο πρώτο παρ. 1 - 11 τα ακόλουθα : «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η έννοια των ακόλουθων όρων έχει ως εξής: α) Ως «τίτλος» νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου : αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσής του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31 ης Δεκεμβρίου 2011. β) Ως «επιλέξιμος τίτλος» νοείται κάθε τίτλος, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2. γ) Ως «ανεξόφλητο κεφάλαιο» νοείται το κεφάλαιο επιλέξιμου τίτλου, που δεν έχει εξοφληθεί προσδιοριζόμενο σύμφωνα με τους όρους του επιλέξιμου τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση και ως «συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο» νοείται το άθροισμα των ανεξόφλητων κεφαλαίων όλων των επιλέξιμων τίτλων, που ορίζονται στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ανεξάρτητα από τη σειρά, διάρκεια, το επιτόκιο ή άλλα επί μέρους χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων επιλέξιμων τίτλων, δ) Ως «τροποποίηση» τίτλων νοείται η αλλαγή ή η προσθήκη όρων σε έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους ή η ανταλλαγή ενός ή περισσότερων επιλέξιμων τίτλων με έναν ή περισσότερους νέους τίτλους, ε) Ως «νέος τίτλος» νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο, άλλος τίτλος δανεισμού ή εγγύηση, ή χρηματοοικονομικό μέσο, σε φυσική ή άυλη μορφή, ή άλλο ισοδύναμο των ανωτέρω για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών, ο οποίος ανταλλάσσεται με έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους που τροποποιούνται. Αν ο νέος τίτλος είναι χρηματοοικονομικό μέσο, επιτρέπεται η απόδοσή του να συνδέεται με το ΑΕΠ. στ) Ως «Ομολογιούχος» νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το «Σύστημα») της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2198/1994 (Α1 43), στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2. Για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ως «Ομολογιούχος» νοείται: αα) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ανώνυμες ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο κομιστής του τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ββ) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ονομαστικές ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο δικαιούχος που αναγράφεται στον τίτλο και γγ) για το ομολογιακό δάνειο με άυλες ομολογίες, αυτός υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί ονομαστική βεβαίωση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ζ) Ως «Διαχειριστής της Διαδικασίας» νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος, η) Ως «επενδυτής» νοείται : αα) για τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο επενδυτής που έχει αξίωση επί ή εκ του τίτλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994 και ββ) για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο Ομολογιούχος, θ) Ως «συμμετοχή» στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 4 νοείται, αποκλειστικά, η θετική ή η αρνητική ψήφος Ομολογιούχου κατά τη διαδικασία αυτή με συγκεκριμένο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει. Με την πρόσκληση της παραγράφου 2 προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και ο τρόπος συμμετοχής, που μπορεί να γίνεται και με αντιπροσώπευση. 2. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των  επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση μεταξύ άλλων, ορίζονται: α) οι επιλέξιμοι τίτλοι, β) οι όροι των οποίων προτείνεται η τροποποίηση, γ) το νέο περιεχόμενο των όρων, δ) τυχόν νέοι όροι, ε) επί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, οι όροι των νέων τίτλων, όπως ορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επί πλέον όροι τους, όπως οι υποδιαιρέσεις του τίτλου, η περίοδος χάριτος, το νόμισμα, οι όροι και τρόποι πληρωμής, αποπληρωμής και επαναγοράς, οι λόγοι καταγγελίας, οι αρνητικές υποχρεώσεις του εκδότη (negative pledges), ο ορισμός, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τυχόν εμπιστευματοδόχου των Ομολογιούχων (trustee), οι ρήτρες συλλογικής δράσης των νέων τίτλων κ.λπ., στ) η προθεσμία μέσα στην οποία καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων να αποφασίσουν, ζ) οι ειδικότεροι όροι και ο τρόπος συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως. 3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στον Διαχειριστή της Διαδικασίας και δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Η προθεσμία που ορίζεται για τη λήψη αποφάσεως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της πρόσκλησης. 4. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση («συμμετέχον κεφάλαιο») και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου. 5. Το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή, προκειμένου για επιλέξιμους τίτλους με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων, του οποίου επενδυτής είναι ο εκδότης ή ο εγγυητής του τίτλου, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ούτε για τον υπολογισμό της απαρτίας ή της ενισχυμένης πλειοψηφίας που ορίζονται στην παράγραφο 4. 6. Επιλέξιμοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση. 7. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως του παρόντος άρθρου θεωρείται, όσον αφορά τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, τον ΟΔΔΗΧ, τους εντολοδόχους τους, ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Οι ανωτέρω δεν ευθύνονται έναντι του επενδυτή, του Ομολογιούχου και οποιουδήποτε τρίτου αν Ομολογιούχος συμμετείχε στη διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή ή κατά παράβαση των οδηγιών του. 8. Η απόφαση των Ομολογιούχων βεβαιώνεται με Πράξη του Διαχειριστή της Διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται όπως η πρόσκληση και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 9. Από τη Δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιοσδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων, που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται. 10. Η έκδοση των νέων τίτλων διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο τεχνικό θέμα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιοσδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ν. 3156/2003 ...και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. 1-11 του ν. 4050/2012, εκδόθηκε η Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, η οποία όρισε, στο άρθρο 1, τα εξής : «1. Ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4050/2012, ορίζεται η 24η Φεβρουάριου 2012.          2. Οι επιλέξιμοι τίτλοι που θα προταθούν προς τροποποίηση, είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. 3. Η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων θα γίνει με ανταλλαγή τους με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου και με νέους τίτλους (ή ισοδύναμά τους για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών) έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Οι νέοι τίτλοι που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο, θα αποτελούνται σωρευτικά από: α) νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και β) τίτλους, των οποίων η απόδοση θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (τίτλοι ΑΕΠ). 4. Τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου : α) θα έχουν ετήσιο επιτόκιο ως ακολούθως : αα) 2% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, ββ) 3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020, γγ) 3,65% για την πληρωμή τοκομεριδίου το έτος 2021, δδ) 4,3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042, β) θα λήγουν από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, γ) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Όσον αφορά το κεφάλαιο των νέων ομολόγων, για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων που θα ανταλλαγούν, θα δοθούν νέα ομόλογα ονομαστικού κεφαλαίου 315 ευρώ (31,5% του ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων). 5. Οι τίτλοι ΑΕΠ, οι οποίοι θα χορηγούνται σωρευτικά με τα νέα ομόλογα της προηγούμενης παραγράφου : α) δεν θα έχουν κεφάλαιο, β) θα έχουν απόδοση υπολογιζόμενη επί ονομαστικού ποσού ίσου με το ονομαστικό κεφάλαιο των νέων ομολόγων της προηγούμενης παραγράφου. Το ονομαστικό ποσό θα μειώνεται ετησίως από το έτος 2024 έως τη λήξη των τίτλων, γ) η απόδοση των τίτλων ΑΕΠ θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από : αα) την εκάστοτε ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, πέραν των προκαθορισμένων προβλέψεων και ορίων και ββ) το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ. Η απόδοση θα έχει ανώτατο όριο 1 %, δ) θα λήξουν το έτος 2042, ε) θα διέπονται αττό το αγγλικό δίκαιο. 6. Οι ειδικότεροι όροι των νέων τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου καθορίζονται με την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις της επόμενης παραγράφου και την απόφαση έκδοσης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 7. Εξουσιοδοτείται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Ομολογιούχους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 8 .... ». Στο Παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.02.2012 περιλαμβάνονται οι χαρακτηρισθέντες ως επιλέξιμοι τίτλοι με τα συναφή στοιχεία εκάστου (ISIN που αρχίζει από GR, διότι πρόκειται περί τίτλων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ημερομηνία λήξεως, τοκομερίδιο και ύψος ανεξόφλητου κεφαλαίου). Στη συνέχεια, εκδόθηκε από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα wwvv.greekbonds.gr η από 24.02.2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους ομολογιούχους για να προσέλθουν στη διαδικασία της Π.Υ.Σ. 5/24.02.2012 και να συναινέσουν στην προταθείσα, με την ίδια Π.Υ.Σ., τροποποίηση τίτλων. Στην πρόσκληση αυτή διευκρινίζεται η πρόταση της Π.Υ.Σ. ως προς το ανεξόφλητο κεφάλαιο ως εξής : Για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου προτείνεται να χορηγηθούν α) ομόλογα εκδόσεως του Δημοσίου ονομαστικής αξίας 315 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως το έτος 2042, β) τίτλοι ΑΕΠ εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς κεφάλαιο (με λογιζόμενο ποσόν 315 ευρώ για απόδοση συνδεόμενη με το Α.ΕΠ) και λήξεως το έτος 2042, γ) τίτλοι εκδόσεως του ΕΤΧΣ ονομαστικής αξίας 150 ευρώ και λήξεως από το έτος 2013 έως το έτος 2014. Ακολούθησε η έκδοση της από 09.03.2012 πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Διαχειριστή της Διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 1 ζ του ν. 4050/2012, με την οποία βεβαιώθηκε ότι οι ομολογιούχοι συναίνεσαν στις προταθείσες τροποποιήσεις, δεδομένου ότι α) το συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο των επιλέξιμων τίτλων ανήλθε σε 177.218.697.615,45 ευρώ, β) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 απαρτία, με τη συμμετοχή στη διαδικασία ομολογιούχων με ανεξόφλητο κεφάλαιο 161.350.946.065,54 ευρώ (ήτοι ποσοστό 91,05% του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου) και γ) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 πλειοψηφία, με την αποδοχή των προταθεισών τροποποιήσεων από ομολογιούχους με ανεξόφλητο κεφάλαιο 152.042.932.772,40 ευρώ (ήτοι ποσοστό 94,23% του συμμετάσχοντος στη διαδικασία ανεξόφλητου κεφαλαίου). Στην πραγματικότητα, όμως, το σύνολο ανεξόφλητου κεφαλαίου ομολογιούχων που είτε ρητά αρνήθηκαν να συναινέσουν (9.308.013.293,14 ευρώ) είτε δε συμμετείχαν στη διαδικασία (15.867.751.549,91 ευρώ) και άρα αρνήθηκαν σιωπηρώς την ανταλλαγή, ανήλθε σε 25.175.764.843,05 ευρώ ή ποσοστό 14,2%. Ωστόσο, προϋπόθεση για την εκταμίευση του ανώτατου ποσού χρηματοδότησης βάσει της Σύμβασης ήταν η αποδοχή των ομολογιούχων να είναι καθολική, οπότε και ενεργοποιήθηκαν οι ρήτρες συλλογικής δράσης, οι οποίες εφαρμόσθηκαν για τους μη συμμετέχοντες ή ρητώς μη συναινέσαντες ομολογιούχους που εξέφραζαν ποσοστό 14,2% του συνολικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα το ποσοστό της «φαινομενικής» αποδοχής να είναι 100% (ΟλΣτΕ 1116/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και αναλ. Καλαμπούκα - Γιαννοπούλου, Η προστασία του επενδυτή - καταναλωτή από την εφαρμογή του PSI, ΔΕΕ 2012, 1006). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας, το οποίο βεβαιώθηκε με την ως άνω πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρίθηκε με την Π.Υ.Σ. 10/09.03.2012 σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 8 του ν. 4050/2012. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 10 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε η πράξη 2/20964/0023 Α/09.03.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β1 682/09.03.2012), με την οποία εκδόθηκαν οι νέοι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου (20 σειρές ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 55.834.421.425 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, καθώς και μία σειρά τίτλων ΑΕΠ συνολικού λογιζόμενου ποσού 55.834.421.400 ευρώ και λήξεως το έτος 2042), που μαζί με τους τίτλους εκδόσεως του ΕΤΧΣ χορηγήθηκαν για την αντικατάσταση των χαρακτηρισθέντων ως επιλέξιμων τίτλων. Η σύμβαση του PSI εφαρμόστηκε σε όλους τους κατόχους επιλέξιμων τίτλων και δη σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που ήταν κατά την κρίσιμη περίοδο κάτοχοι ομολογιακών τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν με νέους τίτλους εκδόσεως του ίδιου του Δημοσίου και του ΕΤΧΣ, σημαντικά μειωμένης (κατά 53,5%) ονομαστικής αξίας. Όπως προκύπτει από το άρθρο 3 παρ. 8 του ν. 4046/2012, στο οποίο ορίζεται ότι «Η απόφαση συμμετοχής ή μη του Κ.Κ.Ν.Π.Δ.Δ. και Α.Φ. σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστή του Κ.Κ, η οποία, καθώς και τα στελέχη της, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, δεν υπέχουν καμία ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη», η Τράπεζα της Ελλάδος είχε επενδύσει μέρος του Κοινού Κεφαλαίου, σε άυλους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, οι δε τίτλοι αυτοί συμπεριελήφθησαν στην ΠΥΣ 5/24.02.2012 και, ακολούθως, στη διαδικασία της ψηφοφορίας για την αντικατάσταση τίτλων μετέσχε και ψήφισε ως διαχειριστής του Κοινού Κεφαλαίου η Τράπεζα της Ελλάδος. Εκ της συμμετοχής αυτής και της άσκησης του δικαιώματος ψήφου από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως διαχειρίστρια του Κοινού Κεφαλαίου, όπως κρίθηκε σχετικά και με την υπ’ αριθ. ΟλΣτΕ 3724/2014 δεν εθίγησαν διαδικαστικά δικαιώματα των μεριδούχων του Κοινού Κεφαλαίου, απορρέοντα από την κτήση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου και από τη συμμετοχή τους στο Κοινό Κεφάλαιο, διότι, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, κατά τη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των ομολόγων και των λοιπών τίτλων, όταν αυτή διέπεται από Ρήτρες Συλλογικής Δράσης (ΡΣΔ) [Collective Action Clauses (CACs)], καλείται προς συμμετοχή σε ψηφοφορία ο ομολογιούχος (holder in relation to a Bond), προκειμένου δε περί ομολόγων, που δεν είναι τίτλοι ονομαστικοί ή τίτλοι στον κομιστή, αλλά τίτλοι ανώνυμοι και άυλοι, παρακολουθούμενοι νομίμως με σύστημα καταχωρίσεων στα στοιχεία του εκδότη, ως ομολογιούχος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο επ' ονόματι του οποίου - είτε ως έχοντος ίδιο δικαίωμα επί του τίτλου είτε ως θεματοφύλακος (custodian) - ο εκδότης τηρεί σχετικό λογαριασμό. Οι σχέσεις θεματοφυλακής τεκμαίρεται ότι είναι ομαλές και ο εκδότης των τίτλων δεν υποχρεούται να ζητεί σχετικές αποδείξεις. Στην περίπτωση του Ελληνικού Δημοσίου, ως εκδότη ανώνυμων και άυλων τίτλων, σύστημα καταχωρίσεων υπό την ως άνω έννοια αποτελεί το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών, που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 2198/1994. Εξάλλου, η θετική έκβαση της διαδικασίας της επαναδιαπραγμάτευσης εξαρτάται από την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του εκδότη των τίτλων και της πλειοψηφίας του κεφαλαίου, διότι κάθε ομολογιούχος μετέχει στην ψηφοφορία με ψήφους, που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία των τίτλων που κατέχει. Το δε αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι δεσμευτικό (binding Effect) για όλα τα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα επί ή εκ των τίτλων. Συνεπώς, η επαναδιαπραγμάτευση είναι, κατά τη διεθνή πρακτική, μια έννομη σχέση διαδικαστικώς οριοθετημένη μεταξύ του εκδότη των άυλων τίτλων και των ομολογιούχων, οι οποίοι ενεργούν είτε ως έχοντες ίδια δικαιώματα επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου είτε ως θεματοφύλακες. Εξάλλου, οι άυλοι τίτλοι εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι αγοράσθηκαν ως επένδυση του Κοινού Κεφαλαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου παρ. 1 του ν. 2216/1994 και του άρθρου 15 παρ. 11   του ν. 2469/1997, παρακολουθούντο στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198/1994 σε λογαριασμό Χαρτοφυλακίου Κοινού Κεφαλαίου τηρούμενο επ’ ονόματι της Τράπεζας της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, η Τράπεζα της Ελλάδος νομίμως μετέσχε στη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης και ψήφισε με την ιδιότητα του ομολογιούχου, βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου ν. 4050/2012 (ΟλΣτΕ 4749/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης από αδικοπραξία προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση πρέπει να υπάρχει α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να έχει υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, εκ της οποίας μπορούσε να προελθεί ζημία, του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια ττρος αποτροπή της ζημίας (ΑΠ 906/2001 Δνη 2003. 122, ΑΠ 1514/2001 ΕλλΔνη 44 (2003). 1556, ΑΠ 1454/2001 ΕλλΔνη 43 (2002). 1614). Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1028/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε όντως αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Τέλος, δια του ν. 3424/1927 συστάθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος» διεπόμενη από το εγκριθέν με τον ανωτέρω νόμο καταστατικό. Δια του άρθρου 2 του ν.3424/1997, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίσθηκε ότι «Οι κύριες αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής : α) χαράσσει και ασκεί τη νομισματική πολιτική. Στην έννοια της νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνεται και η πιστωτική πολιτική, β) Ασκεί την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι των άλλων νομισμάτων, σύμφωνα με το πλαίσιο της συναλλαγματικής πολιτικής που προκρίνει η Κυβέρνηση, ύστερα από διαβουλεύσεις με την Τράπεζα της Ελλάδος, γ) Κατέχει και διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας, στα οποία περιλαμβάνονται τα σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Δημοσίου και ενεργεί πράξεις σε συνάλλαγμα, δ) Ασκεί την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, καθώς και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του παρόντος, ε) Προωθεί και επιβλέπει την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, καθώς και συστημάτων διαπραγμάτευσης, διακανονισμού και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 55 αριθμός 5 του παρόντος, στ) Έχει το αποκλειστικό προνόμιο της εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα σε όλη την επικράτεια, ζ) Ενεργεί ως ταμίας και εντολοδόχος του Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 45 επ. του παρόντος... Η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών από της ιδρύσεώς του. Από της υιοθετήσεως του ευρώ ως του εθνικού νομίσματος της χώρας και κατά την άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από τις αρμοδιότητες του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά το άρθρο 105 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα άρθρα 3 και 14 παράγραφος 3 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει σε διεθνείς νομισματικούς και οικονομικούς οργανισμούς». Με το άρθρο 56 του ίδιου καταστατικού ορίζεται ότι «Η Τράπεζα δεν δικαιούται: 1 .... 2. Να ασκή εμπορίαν ή άλλως να μετέχη αμέσως εις οιανδήποτε εμπορικήν, βιομηχανικήν ή άλλην επιχείρησιν». Τέλος, στο άρθρο 72 προβλέπεται ότι «Αι διατάξεις των περί ανωνύμων εταιρειών και τραπεζών νόμων δεν έχουσιν εφαρμογήν επί της Τραπέζης της Ελλάδος, εφόσον αντιβαίνουσι προς το παρόν καταστατικόν». Από τις διατάξεις δε των άρθρων 9 παρ. 1 του Ν. 1232/1982, 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 και 51 του Ν. 1892/1990 συνάγεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν περιλαμβάνεται στον δημόσιο τομέα, αφού δεν ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, στο σύνολό της ή κατά πλειοψηφία, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και συνιστά από τη φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δίκαιου, στο οποίο το Δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, δεν μπορούσαν να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσό που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, σύμφωνα με τα άρθρο 1 παρ. 1 και 8 παρ. 4 του καταστατικού της, που κυρώθηκε με τον Ν. 3427/1927 και έχει ισχύ νόμου (το παραπάνω ποσοστό αυξήθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρο 34 του Ν. 2778/1999 στο 35% του ονομαστικού κεφαλαίου της). Ενόψει, όμως, και των αναφερομένων στα άρθρ. 2 παρ. 1 εδ. α' έως ζ και 4 παρ. 1 του καταστατικού της αρμοδιοτήτων, που της  έχουν ανατεθεί και των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί από τη σύστασή της και μεταγενεστέρους, και ιδιαίτερα του εκδοτικού προνομίου της και της διαχείρισης του εξωτερικού συναλλάγματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι ούτε νομικό πρόσωπο καθαρά ιδιωτικού δικαίου, αλλά έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, νομικού προσώπου, ιδιωτικού μεν δικαίου ως προς την άσκηση από μέρους της των τραπεζικών εργασιών και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου ως προς τη διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος ή την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία (ΑΠ 19/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ