Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΠΠρΑθ 1675/2017 (PSI) Θεμελίωση αστικής ευθύνης Τραπεζιτικού Ιδρύματος


Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1675 /2017
Αναδιάρθρωση ελληνικού χρέους (PSI). Θεμελίωση αστικής ευθύνης Τραπεζιτικού Ιδρύματος προς αποκατάσταση της ζημίας των δικαιούχων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από το ΄΄κούρεμα΄΄αυτών. Δεκτή εν μέρει η αγωγή.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Αθανασόπουλο, Πρωτοδίκη, Θεόδωρο Βουδικλάρη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή…….
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του......
Των εναγόντων: 1)…, 2)…, 3)….,……47)………
Της εναγομένης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία…..

…………………………………………………. 
Περίληψη αποφάσεως: Αστική Ευθύνη Τραπεζιτικού Ιδρύματος έναντι δικαιούχων ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου. Αντικατάσταση των ομολόγων με νέους τίτλους. Παραβίαση των αρχών της καλής πίστης με την παράλειψη ενημέρωσης των εναγόντων από την Τράπεζα περί του βαθμού επικινδυνότητας της επένδυσης σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο τα δεδομένα των αγορών και της Ελληνικής οικονομίας, ερμηνευόμενα σύμφωνα με τα πορίσματα της Οικονομικής Επιστήμης, καθιστούσαν την, υπό κανονικές συνθήκες (ήτοι διαφορετικές από τις επίδικες), σε υψηλό βαθμό ασφαλή επένδυση της αγοράς κρατικών ομολόγων, μια επένδυση υψηλού ρίσκου. Υπαιτιότητα της Τράπεζας η οποία, εξ αντικειμένου, ενώ γνώριζε τα ανωτέρω διαθέτουσα ειδικές γνώσεις της Οικονομικής Επιστήμης, παρέλειψε την υποχρέωση της προς ενημέρωση των υποψήφιων αγοραστών ελληνικών ομολόγων περί της επικινδυνότητας της επένδυσης. Συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου. Ζημία των δικαιούχων των ομολόγων και θεμελίωση αξίωσης των τελευταίων κατά της Τράπεζας προς αποκατάσταση της ζημίας τους. Συνυπαιτιότητα (σε ένα ποσοστό) των δικαιούχων, οι οποίοι στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι διέθεταν ενημέρωση από τον τύπο, που, χωρίς να οδηγεί στην επίγνωση του βαθμού επικινδυνότητας της επένδυσης σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον επίδικο χρόνο, παρείχε μια γενική εικόνα για τη δυσμενή πορεία της Ελληνικής οικονομίας και την εμφανή αποδυνάμωση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Κράτους ως προς τις εν γένει υποχρεώσεις του, ικανή να τους καταστήσει επιφυλακτικούς στην αγορά των εν λόγω ομολόγων.  Δεκτή εν μέρει η αγωγή. Περαιτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της Τράπεζας, η οποία παρείχε τη συναίνεση της στην πρόταση του Ελληνικού Δημοσίου για το «κούρεμα» των επιδίκων ομολόγων, χωρίς να έχει λάβει τη συγκατάθεση προς τούτο από τους δικαιούχους των εν λόγω ομολόγων. Έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου.


Παρατίθενται νομικές σκέψεις της αποφάσεως

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διατύπωση της διάταξης 914 ΑΚ, "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει". Συνεπώς, οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) παράνομη και υπαίτια πράξη, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, που μπορεί να είναι και ο ζημιωθείς, στην περίπτωση που συνετέλεσε και ο ίδιος την πρόκληση ή την επαύξηση της ζημιάς, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς. Αυτός πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και αφετέρου η υπαιτιότητα του τελευταίου (ΑΠ 9/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 100/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. β`), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α`), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α)η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος" (παρ. 4 εδ. β`) και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν` ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται, όπως προεκτέθηκε, παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 535/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2010.919, ΑΠ 589/2001, ΔΕΕ 2001.1117, ΕΑ 1403/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2126/2012 ΑΡΜ 2013.1850). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιονδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 196/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 2126/2012 ΑΡΜ 2013/1850).
ΙV. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 122/1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β' 340/24.4.1997) δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως από το άρθρο 7 του ν. 2396/1997, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης των στη αγωγή αναφερόμενων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι καταρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τον ορίζοντα αντιλήψεως, τη μόρφωση και τις γνώσεις του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Γίνεται δεκτό ότι η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για νομικά φορολογικά ζητήματα. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (βλ. Γεωργίου Γεωργιάδη, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ Η/2008. 865 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω, οι επενδυτικές υπηρεσίες έχουν ως αντικείμενο την παροχή δυνατότητας στο επενδυτικό κοινό να τοποθετήσει τα κεφάλαιά του όχι σε χρήματα, αλλά σε επενδυσιακούς τίτλους. Οι τοποθετήσεις αυτές παρουσιάζουν ευκαιρίες μεγάλων αποδόσεων, χωρίς όμως να υπάρχει εγγύηση ούτε ως προς τα επενδυόμενα κεφάλαια, ούτε ως προς τις αποδόσεις, όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Επενδυτικές υπηρεσίες προσφέρουν ειδικές επιχειρήσεις αποκλειστικού σκοπού, οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), μέλη του Χ.Α.Α. και πιστωτικά ιδρύματα. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι τράπεζες-όπως άλλωστε και οι άλλες Ε.Π.Ε.Υ.-είναι κατά βάση διαμεσολαβητικές, συνίστανται δε στην αγορά και πώληση επενδυσιακών τίτλων, πελάτες δε των τραπεζών είναι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές (εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικές εταιρίες, ασφαλιστικά ταμεία). Οι πελάτες δίνουν εντολή στην τράπεζα να αγοράσει ή να πωλήσει για λογαριασμό τους μετοχές, ομολογίες ή άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, η δε σχέση που τους συνδέει με την τράπεζα είναι σύμβαση παραγγελίας, ως προς την οποία εφαρμόζονται οι, συμβατές προς τον αμοιβόμενο χαρακτήρα της, διατάξεις για την εντολή και συμπληρωματικά για τη σύμβαση έργου (βλ. ΠΠρΑθ 9123/2000 ΔΕΕ 2001, 884). Οι τράπεζες μπορούν να παρέχουν όλο το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών μέσω του δικτύου των υποκαταστημάτων τους, των θυγατρικών εταιριών τους ή του private banking και έχουν εξελιχθεί σε σοβαρούς ανταγωνιστές των υπολοίπων Ε.Π.Ε.Υ. Ο όρος ιδιωτική τραπεζική ή εχέμυθη τραπεζική δραστηριότητα (private banking) αναφέρεται σε τραπεζικές επενδυτικές και άλλες χρηματοοιοκονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις τράπεζες σε ιδιώτες που επενδύουν πολύ μεγάλης τάξης μεγέθους και αξίας περιουσιακά στοιχεία......... Μέσω των υπηρεσιών του private banking ο πελάτης μπορεί να διαλέξει οποιοδήποτε συνδυασμό επιθυμεί για μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου του, έτσι ώστε να αξιοποιήσει την εξειδίκευση που του παρέχει η κάθε υπηρεσία. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι: α) η «εν λευκώ διαχείριση» (Discretionary), κατά την οποία η τράπεζα αναλαμβάνει τη διαχείριση των κεφαλαίων των πελατών, β) οι συμβουλευτικές υπηρεσίες (Advisory), όπου η τράπεζα παρέχει συμβουλές ενεργούς διαχείρισης σε πελάτες, οι οποίοι λαμβάνουν οι ίδιοι τις τελικές αποφάσεις και γ) η εκτέλεση εντολών (Execution only), κατά την οποία η τράπεζα εκτελεί εντολές πελατών, οι οποίοι επιθυμούν να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται οι ίδιοι το χαρτοφυλάκιό τους. Στην πρώτη περίπτωση («discretionary» portfolio management) πρόκειται για σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, με την οποία ο επενδυτής εξουσιοδοτεί την ΕΠΕΥ ή την τράπεζα να προβαίνει η ίδια κατά την ελεύθερη κρίση της, στο πλαίσιο των γενικών κατευθυντήριων οδηγιών που της παρέχει κατά τη σύναψη της σύμβασης, στη διοίκηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου του (π.χ αγορά ή πώληση τίτλων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό) στο όνομα και για λογαριασμό του, χωρίς να ζητά τη γνώμη του πριν από τη διενέργεια των σχετικών επιμέρους συναλλαγών (βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, τόμος II, εκδ. 2007, σελ. 130, Στ. Γεωργιάδη «Η ευθύνη της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την παροχή επενδυτικών συμβουλών», 2003, σελ. 27) και συνεπώς πρόκειται για μία σχέση άκρας εμπιστοσύνης. Στην επενδυτική συμβουλή η τελική επενδυτική απόφαση ανήκει στον ίδιο τον επενδυτή, η συμβουλή δε αυτή αποσκοπεί πάντα στη λήψη συγκεκριμένων επιμέρους επενδυτικών αποφάσεων, σε αντίθεση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, όπου ο διαχειριστής είναι εκείνος που λαμβάνει τις επενδυτικές αποφάσεις και έχει την υποχρέωση διαρκούς επιμέλειας της περιουσίας του επενδυτή (βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 28). Ειδικότερη σημασία έχουν οι γνώσεις του συγκεκριμένου πελάτη σχετικά με την σκοπούμενη επένδυση και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Αν πρόκειται για άπειρο ή περιορισμένης οικονομικής επιφάνειας πελάτη, οι τράπεζες υπέχουν αυξημένες υποχρεώσεις σχετικά με τις διδόμενες συμβουλές και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο (Ν. Ρόκας, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, 2002, σελ. 141, 142). Έτσι, στην δεύτερη περίπτωση, όπου η τράπεζα αναλαμβάνει όχι μόνο να παρέχει συμβουλές στον επενδυτή για την επωφελή τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αλλά και να του παρέχει ειδικές συμβουλές ενεργούς διαχείρισης του κεφαλαίου του, ήτοι να τον καθοδηγεί ως προς τον τρόπο συμμετοχής του στις συναλλαγές χρηματοοικονομικών προϊόντων, η ευθύνη αυτής είναι αυξημένη. Αντίθετα, στην περίπτωση όπου η τράπεζα και η Ε.Π.Ε.Υ. εκτελούν τις εντολές του πελάτη τους (execution only) προς τρίτους η ευθύνη τους εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά είναι περιορισμένης έκτασης, καθώς η παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών περιορίζεται στην ορθή ενημέρωση σχετικά με το είδος και τη φύση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, την ενημέρωση των επενδυτικών επιλογών που έχει ο πελάτης, τον κίνδυνο των επιλογών αυτών και την πληροφόρηση για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής-διαχειριστής του χαρτοφυλακίου του παρακολουθεί τις εξελίξεις και με βάση την άνοδο ή υποχώρηση των τιμών εκτιμά την κατάσταση και καταλήγει στην προσήκουσα επενδυτική κίνηση (διατήρηση με την ελπίδα ανάκαμψης ή άμεση εκποίηση των αποκτηθέντων τίτλων). Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την αρχή βέλτιστης εκτέλεσης (best execution principle), η οποία ήδη προβλεπόταν από το άρθρο 9.1. του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ και καθιερώνεται με το άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 3606/2007, οι ΕΠΕΥ όταν εκτελούν εντολές των πελατών τους, οφείλουν να λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο, ώστε να επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη λαμβάνοντας υπ’ όψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιονδήποτε άλλο παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής καθώς και τη βαρύτητα που αποδίδει κάθε επενδυτής σε αυτούς τους παράγοντες (βλ. Ασπ. Παναγιωτοπούλου, «Οι πρωτογενείς υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης και αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου με αφορμή το Ν. 3606/2007 μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ», ΕΤρΑξΧρΔ 57). Η υποχρέωση της ΕΠΕΥ συνίσταται στην υιοθέτηση κατάλληλων διαδικασιών και στην εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής βέλτιστης εκτέλεσης, ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα. Εντούτοις, η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης δεν εκτείνεται στην εγγύηση της ΕΠΕΥ της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου της ΕΠΕΥ (βλ. σχετ. Α. Κουλορίδα, «Η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης των εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με το Ν. 3606/2007», ΔΕΕ 2009, 414 επ., 417, 418). Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, όπου ο επενδυτής καθορίζει ο ίδιος τον τρόπο διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, δεν παύει να στηρίζει τις επιλογές του στις συμβουλές που έχει λάβει πριν την διαβίβαση των εντολών του προς την τράπεζα. Συνεπώς, και στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό, ότι έχει συναφθεί σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί γι’ αυτήν κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη (βλ. σχετ. Στ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 70, Τριανταφυλλάκη, «η ευθύνη των ΕΠΕΥ έναντι των επενδυτών για παράλειψη πληροφόρησης ή παροχής εσφαλμένων συμβουλών», ΧρΙΔ 2001, 23). Περαιτέρω, η ενημέρωση του επενδυτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με την μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το πρόσωπο του επενδυτή και την παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία. Συγκεκριμένα, οι Ε.Π.Ε.Υ. κατά τη διάρκεια της παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να προβαίνουν σε έλεγχο καταλληλότητας της συγκεκριμένης κατηγορίας του χρηματοπιστωτικού μέσου (suitability requirement) που πρόκειται να προτείνουν στον δυνητικό πελάτη, αφού λάβουν υπόψη τους, τον ορίζοντα αντίληψης και την μόρφωσή του, την επενδυτική του εμπειρία και το επίπεδο αυτής, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση, τον επενδυτικό στόχο και τη προθυμία διακινδυνεύσεως (βλ. ΠΠρΑθ 7169/2010 ΝοΒ 2011, 351). Παράγοντες που συναπαρτίζουν τον επενδυτικό στόχο είναι κυρίως: α) η σχέση απόδοσης-κινδύνου, ήτοι η συγκεκριμένη επενδυτική στρατηγική που επιθυμεί να ακολουθήσει ο επενδυτής, με βάση την αρχή ότι τα προσδοκώμενα οφέλη είναι ανάλογα με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, β) η διάρκεια της επένδυσης, γ) το κίνητρο που ωθεί στην επένδυση και δ) η προθυμία διακινδύνευσης (βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 137-140). Περαιτέρω, στα πλαίσια της ανωτέρω έρευνας των ως άνω εταιριών σχετικά με το «προφίλ» του υποψηφίου επενδυτή, εντάσσεται και η λήψη πληροφοριών εκ μέρους τους σχετικά με την πείρα και τη γνώση του επενδυτή σε σχέση με το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό προϊόν ώστε να μπορέσουν να κρίνουν αν αυτό είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο πελάτη, ασκώντας δηλαδή έλεγχο συμβατότητας. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις των Α.Ε.Π.Ε.Υ. ήδη έχουν συγκεκριμενοποιηθεί και καθιερώνονται σαφώς ως επαγγελματικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς δυνάμει του άρθρου 25 παρ. 1-5 του Ν. 3606/2007, ο οποίος όμως δεν υποχρεώνει τις ανωτέρω εταιρίες που έχουν αντικείμενο αποκλειστικά την εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών να προβαίνουν και σε έλεγχο συμβατότητας υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου. Περαιτέρω, η διασφάλιση των συμφερόντων του υποψήφιου επενδυτή προϋποθέτει όχι μόνο ότι παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα οποία προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του, αλλά και ότι προηγείται και σαφής ενημέρωση σχετικά με το αντικείμενο της συγκεκριμένης επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για την ύπαρξη ή μη ασφαλιστικής κάλυψης του προτεινόμενου τίτλου. Μεγάλη σημασία για την εκτίμηση της φερεγγυότητας του εκδότη αποτελεί το rating, αντικείμενο του οποίου είναι η εκτίμηση-πρόγνωση αν ο εκδότης του τίτλου είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς πληρωμή τόκων και επιστροφή του κεφαλαίου, που τον βαρύνουν έναντι των επενδυτών. Για να διατυπώσουν την κρίση αυτή, οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι συνεκτιμούν τα ατομικά δεδομένα της εκδότριας επιχείρησης, τις συνθήκες στον κλάδο αυτό όπου αυτή δραστηριοποιείται, αλλά και την κατάσταση της οικονομίας στη χώρα του εκδότη. Η εκτίμηση της φερεγγυότητας εκφράζεται με σύμβολα (πχ. A, ΒΒ, CCC), δημοσιεύεται ανάλογα με το πρακτορείο που την εκδίδει, με αποστολή καταλόγων στους συνδρομητές του, με ηλεκτρονικά μέσα ή και με καταχωρήσεις στον τύπο και αποτελεί μια αντικειμενική, ακριβή και επίκαιρη εικόνα της πορείας του εκδότη, την οποία οφείλει να παρουσιάζει η τράπεζα κι η ΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών στο επενδυτή (βλ. BGH Entscheidung 6/7/1993-ΧΙ ZR 12/93 και Α. Γκούσκου «η έκταση της υποχρέωσης τράπεζας προς παροχή επενδυτικών συμβουλών», ΕΕμπΔ 1995, 137 επ.). Εξάλλου, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ. ΠΠρΑθ 7169/2010 ό.π., Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της LEHMAN BROTHERS και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010. 136). Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Έτσι, ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων (βλ. Γ. Γεωργιάδη, «Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008, 865 επ.). Η ενημέρωση του πελάτη από την εταιρία πρέπει να είναι επαρκής και μπορεί να γίνει τόσο με προφορικό όσο και με έγγραφο μέσο (άρθρο 4.2 ε' ΚΔΕΠΕΥ). Αν η ΕΠΕΥ διαθέτει μακροχρόνιες συναλλακτικές σχέσεις με το συγκεκριμένο πελάτη ορισμένα ή όλα τα στοιχεία για το επενδυτικό του προφίλ θα είναι γνωστά σε αυτή απ’ τις σχέσεις αυτές και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση ερωτηματολογίου (βλ. Στ. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 144-145). Περαιτέρω, η απόκτηση επαφής του επενδυτή με την τράπεζα, με αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και συμβουλών, προκειμένου αυτός να συνάψει την αγορά κάποιων τίτλων, σημαίνει έναρξη διαπραγματεύσεων για σύναψη σύμβασης και δημιουργεί μία σχέση παρόμοια της συμβατικής. Ωστόσο, οι διατάξεις των άρθρων 197-198 δεν μπορούν να καλύψουν τη ζημία του επενδυτή από την παροχή εσφαλμένης, μη πλήρους, ακατάλληλης ή ασαφούς συμβουλής, διότι από τη στιγμή που ο επενδυτής, μετά τις σχετικές διαπραγματεύσεις, αποφασίσει να εμπιστευθεί τη συγκεκριμένη ΕΠΕΥ και ξεκινήσει η επενδυτική συζήτηση, έχει ήδη συναφθεί η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Οι παραβιάσεις ωστόσο των ανωτέρω υποχρεώσεων της τράπεζας και των Ε.Π.Ε.Υ. στοιχειοθετούν παράνομη συμπεριφορά, εφόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 281, 288 του ΑΚ ή του ΚΔΕΠΕΥ, ο οποίος πριν την εισαγωγή του Ν. 3606/2007 είχε ισχύ νόμου, καθώς επέβαλε στις ΕΠΕΥ την παροχή ορθής, πλήρους, σαφούς και κατάλληλης συμβουλής και πληροφόρησης. Συνεπώς, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά είναι υπαίτια και επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα και ΕΠΕΥ σε αποζημίωση κατ’ άρθρο 914 ΑΚ (βλ. ΠΠρΑΘ 7169/2010 ό.π., ΠΠρΣπάρτης 24/2006 ΔΕΕ 2006, 404 επ., 407 Σπύρου Δ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010. 863 επ), καθώς αυτές ευθύνονται για κάθε πταίσμα των παρεχόντων επενδυτικές συμβουλές υπαλλήλων ή οργάνων τους (βλ. άρθρα 914, 330 σε συνδ. με άρθρο 922 ΑΚ). Ειδικότερα η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο εκδ. 2004, σ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος εκδ. 1999, σ. 599-600). Τέτοια μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού (βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο I εκδ. 2001 σ. 93-94, 210-211). Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτή αδικοπραξίας είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, η οποία από πρόθεση επιχειρήθηκε ή και από παράλειψη αυτού, η δε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στα πλαίσια της αντίθεσης αυτής περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά που επιδεικνύει ο συμβαλλόμενος, αποκρύπτοντας από τον αντισυμβαλλόμενό του περιστατικά τα οποία, αν γνώριζε ο τελευταίος, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή του να προβεί στην κατάρτιση της σύμβασης. Επομένως, στην ανωτέρω παράνομη συμπεριφορά εντάσσεται και η παράλειψη όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως ν’ αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος ν’ αποφασίσει αν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα (ΠΠρΘεσσ 19932/2009 ΕΕμπΔ 2010, 529). Για την εφαρμογή της ΑΚ 919 απαιτείται δόλια πρόκληση ζημίας, δηλαδή αρκεί η ΕΠΕΥ να προέβλεπε ότι από τη συμπεριφορά της ήταν δυνατό να προκληθεί ζημία στην περιουσία του επενδυτή, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο αυτό. Επομένως, ευθύνη της ΕΠΕΥ μπορεί να προκύψει όταν αυτή παρέχει στον πελάτη της ανακριβείς πληροφορίες εν γνώσει της ανακρίβειάς τους ή όταν έχει θετική γνώση στοιχείων που θέτουν σε αμφισβήτηση την ασφάλεια της επένδυσης (πχ. ενός Down-Rating), τα οποία αποσιωπά, συστήνοντας στον επενδυτή να επενδύσει. Αν όμως η ΕΠΕΥ δεν έχει θετική γνώση του εσφαλμένου ή ελλιπούς της συμβουλής της, είναι δυσχερές να διαγνωστεί δόλος αυτής, έστω και ενδεχόμενος, και εξίσου δύσκολο να θεμελιωθεί αντίθεση της συμπεριφοράς της στα χρηστά ήθη (βλ. σχετικά Στ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 231-234). Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 του ν. 2251/ 1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 § 3 του ίδιου νόμου, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του (βλ. ΠΠρΘ 19932/2009 Αρμ 2010. 529, Ψυχομάνη, ό.π. σ. 15-16, Καράκωστα, Οι γενικοί όροι των τραπεζικών υπηρεσιών και ο καταναλωτής ΧρΙδΔ 2003. 97 επ., Βασιλόπουλο σε Δίκαιο προστασίας καταναλωτών I εκδ. 2008 σ. 39 επ., Χριστιανού, Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή στο κοινοτικό δίκαιο ΕλλΔνη 43. 1558 επ., Αυγητίδη, Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕμπΔικ 2001. 286). Ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» - και στις τράπεζες - την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ -9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως - με τελολογική ερμηνεία τους - αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ν. 2251/ 1994). Τούτο είναι σύμφωνο, εξάλλου, και με το άρθρο 8 § 1 του ιδίου νόμου κατά το οποίο: «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. ΠΠρΑθ 7169/2010 ό.π., Σπύρου Δ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010. 863 επ.). Η διάταξη αυτή περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος, εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελιώσεως αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους αποδείξεως. Σύμφωνα με το άρθρο 8 § 4 του ν. 2251/ 1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 § 3 του ν. 3587/2007, η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελιώσεως της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της χρήσεως της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 1227/2007δημ. Νόμος, Απ. Γεωργιάδη ό.π. Γενικό Μέρος σ. 656-657, Καράκωστα σημ. σε ΕφΑθ 4495/2002 ΔΕΕ 2004. 206-207, Φουντεδάκη, Αστική Ιατρική Ευθύνη, σ. 98 επ., 335 επ.). Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημιώσεως θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσεως ή μειώσεως της ευθύνης του (βλ. ΑΠ 535/2012 δημ. Νόμος, Καράκωστα, Προστασία του καταναλωτή εκδ. 1997 σ. 137 επ., Κάτσα, σε Δίκαιο προστασίας καταναλωτών II εκδ. 2008 σ. 1358 επ. Φουντεδάκη, ό.π. σ. 103 επ.). Ειδικά δε για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως εξής: πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία της απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του με το εξής σκεπτικό: όταν μια τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωσή της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί λοιπόν από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν πολύ πιθανό ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωσή της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της LEHMAN BROTHERS και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010. 137). Ωστόσο, η στοιχειοθέτηση πταίσματος είναι δυσχερής στην περίπτωση όπου από το επιλεγέν είδος επένδυσης προκληθεί ζημία στον επενδυτή, ο οποίος αναλαμβάνει μετά την παροχή των συμβουλών τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του, δεδομένου, ότι για να υπάρχει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας, θα πρέπει η ζημία να ήταν προβλέψιμη από έναν έμπειρο επενδυτικό σύμβουλο, στοιχείο όμως εξαιρετικά ρευστό, εκτός αν αυτός εγγυήθηκε ορισμένη απόδοση. Επίσης σημαντικό ρόλο για την εκτίμηση της υπαιτιότητας της τράπεζας παίζει η στάση του επενδυτή, όπως το αν γνώριζε ή αποδέχθηκε τους κινδύνους, καθώς και η έκταση επέμβασής του στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου (βλ. σχετ. Ν. Ρόκα, ό.π., σελ. 140). Σύμφωνα με την παρ. 4 εδ. β' περ. ε' του ανωτέρω άρθρου για την έλλειψη της υπαιτιότητας λαμβάνεται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και οι ειδικές κατά περίπτωση συνθήκες, όπως είναι η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, η οποία στην περίπτωση της προαναφερόμενης τρίτης μορφής του private banking είναι ευρεία, διότι, πέραν του ανωτέρω περιεχομένου αυτής, στο πεδίο των επενδυτικών συμβουλών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επερχόμενη ζημία είναι έμμεση, αφού δεν προκύπτει ευθέως από την παροχή εσφαλμένης συμβουλής, αλλά προκαλείται από την κατοπινή συμπεριφορά του ζημιωθέντος που αποφασίσθηκε επί τη βάσει των δοθεισών πληροφοριών (βλ. Στ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 256).Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στοιχ. Α' του ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ, αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλόμενου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνο όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους, συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη (48) 2007. 305). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμά του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΘ 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819, ΠΠρΑθ 7169/2010 ό.π.). Παράλληλα, ευθύνη από αδικοπραξία μπορεί να δημιουργήσει και η χρήση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και των Ε.Π.Ε.Υ. αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από την εμπορική συναλλαγή (βλ. άρθρα 9 γ - 9ε του Ν. 2251/1994). Με τον όρο «εμπορική πρακτική» νοείται μεταξύ άλλων κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του marketing ενός εμπορεύματος, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές (βλ. ΔΕΚ, απόφαση από 23.4.2009, συνεκδ. Υποθ. C-261/2007 και C-299/2007, ΔΕΕ 2009, 934 επ.). Για το χαρακτηρισμό μίας εμπορικής πρακτικής ως αθέμιτης πρέπει να ερευνηθεί στην περίπτωση της προώθησης χρηματοοικονομικών προϊόντων από τις τράπεζες και τις Ε.Π.Ε.Υ. αν οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτών ενημέρωσαν τον υποψήφιο επενδυτή περί το είδος και τη φύση των προϊόντων που αγοράζει και τους κινδύνους που περικλείει η αγορά αυτή, ή του παρέστησαν ψευδή χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προϊόντος, καθώς και αν παρέλειψαν να δώσουν ουσιώδεις πληροφορίες ως προς την επένδυση στον πελάτη τους, με αποτέλεσμα ο επενδυτής να σχηματίσει μη τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, που τον οδήγησε σε συγκεκριμένη συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε και συνεπώς δεν θα ζημιωνόταν (βλ. και ΠΠρ Θεσσ 17588/2013 δημ ΝοΒ 61. 2013). Τέλος, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 εδ.α` ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη τρίτη περιουσία, υπό την έννοια ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτίσαντος, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου (ΑΠ 1238/2005 δημ Νόμος).
V. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του ν. 2198/1994 (Α΄ 43), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 15 παρ. 8 του ν. 2469/1997 Α΄67), ισχύουν τα εξής : «Άρθρο 5. Έκδοση  Άυλων Τίτλων.1.Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να δανείζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και άνευ εκδόσεως αξιογράφων (ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ.) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κατά το νόμο την ευχέρεια να ασκούν ανάλογες εργασίες. 2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνεια της παραγράφου 1. Τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα), που συνιστάται με το παρόν άρθρο και του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος … 3. Οι όροι των δανείων αυτών καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.  Άρθρο 6. Συμμετοχή στο Σύστημα. 1. Στο Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος . Με όμοιες πράξεις καθορίζεται η διαδικασία επιλογής των φορέων και ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και οι απαιτούμενες υπέρ των επενδυτών ασφάλειες κατά κατηγορίες φορέων. 2. Οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται σε τρίτους (επενδυτές). Η μεταβίβαση ενεργεί μεταξύ των μερών και δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αποκτά τίτλους από τους φορείς και να τους διαθέτει εκ νέου προ της λήξεώς τους. 4. Η μεταβίβαση του τίτλου ολοκληρώνεται με μεταφορά (πίστωση) του αντίστοιχου ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου … 5. Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς. 6. Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά. 7. Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφ’ ενός μεν για τους τίτλους ιδίου χαρτοφυλακίου, αφ’ ετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα. 8 … 9 …  Άρθρο 7.  Κατοχύρωση δικαιωμάτων επενδυτών. 1. Απαγορεύεται στο φορέα η άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου επενδυτή διάθεση του τίτλου. Η έλλειψη συναινέσεως δεν αντιτάσσεται κατά των καλής πίστεως τρίτων. 2 … Άρθρο 8.  Αξιώσεις επενδυτών. 1. Οι φορείς που αναλαμβάνουν να επενδύσουν κεφάλαια σε τίτλους του Δημοσίου, για λογαριασμό πελατών τους, υποχρεούνται να επενδύουν αμέσως τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους της επιλογής των επενδυτών. 2. Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. 3 … 4 … 5 …  6. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. 7 … Άρθρο 9.  Αρμοδιότητες Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος 1. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται οι λεπτομέρειες της οργάνωσης του Συστήματος … Με πράξεις ως άνω ρυθμίζονται και τα της ανάκλησης αδειών συμμετοχής στο Σύστημα, καθώς και η τύχη του χαρτοφυλακίου φορέα, του οποίου ανακαλείται η άδεια.  Άρθρο 10. Μετατροπή τίτλων. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επιτρέπεται η μετατροπή των κατά την έναρξη λειτουργίας του συστήματος υφιστάμενων ή και των μεταγενέστερα από την έναρξη λειτουργίας του Συστήματος εκδιδόμενων σε φυσική μορφή έντοκων γραμματίων, ομολόγων ή τίτλων ομολογιακών δανείων, σε τίτλους με  λογιστική μορφή. Η μετατροπή αυτή δεν δύναται να παραβλάπτει τα δικαιώματα των επενδυτών … Άρθρο 12. … 1. Οι διατάξεις του ν.δ. 3745/1957 … , ως και των άρθρων 62 του ν. 1642/1986 …  και 31 και 32 του ν. 1914/1990 … εφαρμόζονται αναλόγως και επί των τίτλων του Δημοσίου με λογιστική μορφή, καθ’ ο μέρος δεν αντίκεινται στον παρόντα νόμο … ». Ο ως άνω  ν. 1914/1990 (Α΄178) ορίζει στο άρθρο 31 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2166/1993, Α΄ 137) τα εξής : «Μακροπρόθεσμα δάνεια και εγγυήσεις του Δημοσίου. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια … για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου, την εξυγίανση και σταθεροποίηση της οικονομίας … Επίσης επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα. Οι όροι, το επιτόκιο, σταθερό ή κυμαινόμενο, η τιμή διάθεσης , ο τρόπος και ο ειδικότερος σκοπός έκδοσης, η διάρκεια, η ενδεχόμενη περίοδος χάριτος, ο τρόπος καταβολής των τόκων και εξοφλήσεως του κεφαλαίου και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την έκδοση ομολογιακών δανείων ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών … Οι τίτλοι των ομολογιακών δανείων γίνονται δεκτοί στην ονομαστική τους αξία για σύσταση εγγυοδοσιών, συμμετοχή σε διαγωνισμούς έργων ή προμηθειών του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου … ». Στο δε άρθρο 32 του ν. 1914/1990 ορίζονται τα εξής : «Εξόφληση υποχρεώσεων του Δημοσίου με τίτλους. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να χρησιμοποιεί τα έντοκα γραμμάτια, τα ομόλογα και κάθε άλλο τίτλο δανεισμού που εκάστοτε εκδίδει, για την εξόφληση παντός είδους υποχρεώσεων του σε δραχμές προς φορείς του δημόσιου τομέα, τράπεζες και πιστωτικά εν γένει ιδρύματα. Τους τίτλους αυτούς δύναται επίσης να χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την καταβολή του συνόλου ή μέρους της επιδοτήσεως σε οργανισμούς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Οι τίτλοι δανεισμού του δημοσίου δύναται να διατίθενται και με δημοπρασία, της οποίας η σχετική διαδικασία και οι όροι ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών». Εξ άλλου, γενικοί όροι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου θεσπίζονται και με τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών 2/4627/0023/25.1.2001 (Β΄ 370) και 2/20187/0023 Α/20.4.2004 (Β΄ 670) που αφορούν την έκδοση ομολόγων σε ευρώ (σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου αντιστοίχως) και ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι τα ομόλογα (ως υποδιαιρέσεις του δανείου κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2198/1994) εκδίδονται κατά κανόνα με λογιστική μορφή, ήτοι ως άυλοι τίτλοι, οι οποίοι είναι ανώνυμοι, έχουν ονομαστική αξία χιλίων (1.000) ευρώ, καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων που λειτουργεί στην Τράπεζα της Ελλάδος διατίθενται με δημοπρασία, κοινοπραξία Τραπεζών ή άλλη μέθοδο και είναι διαπραγματεύσιμοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), στη Δευτερογενή Ηλεκτρονική Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος και στη διατραπεζική αγορά (OTC). Σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 2515/1997 (Α΄ 154), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2733/1999 (Α΄ 155), στην πρωτογενή και στη δευτερογενή (μέσω ΗΔΑΤ) αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου συμμετέχουν χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που καλούνται «Βασικοί Διαπραγματευτές Αγοράς» (Primary Dealers), τα οποία επιλέγονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και διέπονται από ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας. Τέλος, η νομοθεσία περί εκδόσεως ομολόγων ως άυλων τίτλων εφαρμόσθηκε  και για την εξόφληση χρεών προς ορισμένους ιδιώτες (προμηθευτές νοσοκομείων – υπαλλήλους Ολυμπιακής Αεροπορίας) σύμφωνα με ειδικές διατάξεις [βλ. άρθρο 27 ν. 3867/2010 (Α΄ 128) και άρθρο 49 ν. 3871/2010 (Α΄ 141) ΟλΣτΕ1116/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
VI. Ειδικότερα, τα ομόλογα τυγχάνουν τίτλοι δανείων, μέσο - μακροπρόθεσμα διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα, που συνάπτονται μεταξύ του εκδότη του ομολόγου και του επενδυτή που αγοράζει τον τίτλο. Οι εκδότες γενικά μπορεί να είναι κρατικοί φορείς, δημόσιες επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ή/και εταιρίες του ιδιωτικού τομέα. Εμπεριέχουν τη συμβατική υποχρέωση απ’ το δανειζόμενο να αποπληρώσει στον επενδυτή το αρχικό κεφάλαιο και να του αποδώσει και κάποιο τόκο, το είδος του οποίου καθορίζεται στους όρους έκδοσής του. Οι τόκοι πληρώνονται συνήθως με κουπόνι (τοκομερίδιο) σε τακτές περιόδους (π.χ. ετησίως ή δύο φορές το χρόνο) ή προεξοφλούνται κατά την αγορά τους. Τα Έντοκα Γραμμάτια Δημοσίου (ΕΓΕΔ) αποτελούν ομόλογα τελικής απόδοσης, όπου ο τόκος προεξοφλείται κατά την αγορά τους και απευθύνονται κυρίως σε μικροεπενδυτές (Δούρος, 2007, σ. 30-32, 37). Τα κρατικά ομόλογα εκδίδονται από τις κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών, για τις ανάγκες χρηματοδότησης των προϋπολογισμών τους. Η ονομαστική αξία του ομολόγου αναγράφεται σε αυτό και επιστρέφεται στον κάτοχο κατά τη λήξη του. Μπορεί αυτή να συμπίπτει με το αρχικό κεφάλαιο που ο επενδυτής καταβάλλει για την αγορά του ομολόγου ή να αποτελέσει προϊόν διαπραγμάτευσης. Η τιμή διαπραγμάτευσής των ομολόγων ορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, οπότε το ποσό που καταβάλλεται για την αγορά τους μπορεί να διαφέρει από την ονομαστική του αξία. Στην πρωτογενή αγορά έκδοσης ομολόγων οι αιτήσεις των επενδυτών (ζήτηση) συγκρίνονται με τη διαθέσιμη προσφορά του - δηλαδή το μέγεθος της νέας έκδοσης - κι έτσι προκύπτει η τιμή προσφοράς, την οποία τελικά πληρώνουν οι επενδυτές και η οποία μπορεί να μην συμβαδίζει με την ονομαστική του αξία. Όταν η τιμή αυτή υπολείπεται της ονομαστικής του αξίας, το ομόλογο αγοράζεται με περιθώριο έκπτωσης (discount), ενώ όταν η τιμή ξεπερνά την ονομαστική αξία, αυτό διατίθεται με περιθώριο υπερτίμηση (premium). Στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, αυτά είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα και διενεργούνται συναλλαγές αγοραπωλησίας με βάση την προσφορά και τη ζήτησή τους. Στη διατραπεζική αυτή αγορά μπορούν να συμμετάσχουν όλες οι τράπεζες, θεσμικοί επενδυτές και μεγάλοι χρηματιστηριακοί οίκοι, που μπορούν να ενεργούν αυτοβούλως ή ως μεσάζοντες μεταφέροντας εντολές των πελατών τους. Επίσης συμμετέχουν και ιδιώτες επενδυτές που κατέχουν σημαντικά χαρτοφυλάκια. Το κουπόνι του ομολόγου είναι ο τόκος που λαμβάνει ο επενδυτής ως ποσοστό επί της ονομαστικής του αξίας. Το τοκομερίδιο μπορεί να είναι είτε σταθερό είτε κυμαινόμενο, με την τιμή του να αναπροσαρμόζεται κατά συχνά διαστήματα και η οποία συνδέεται με τη διακύμανση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων ή με κάποιο χρηματιστηριακό δείκτη, μία συναλλαγματική ισοτιμία κλπ. Όταν τα ομόλογα είναι σε ξένο νόμισμα συνδέονται ανάλογα με τα επιτόκια του ξένου νομίσματος. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το τοκομερίδιο είναι μηδενικό (μη αποδίδοντας τόκο), οπότε, σε αυτήν την περίπτωση, το ομόλογο αγοράζεται σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική του αξία, ενώ κατά τη λήξη του επιστρέφεται ολόκληρη η ονομαστική αξία στον επενδυτή, οπότε η διαφορά αυτή (προεξόφληση τόκων) είναι η απόδοση που είχε προϋπολογισθεί κατά την αγορά του. Τα ομόλογα μπορεί αν είναι βραχυπρόθεσμης διάρκειας, μέχρι και 2 ετών, μεσοπρόθεσμης διάρκειας, από 2-10 έτη και μακροπρόθεσμης διάρκειας, από 10-30 έτη. Η διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη συνοδεύει τις μεγάλες εκδόσεις ομολόγων και συμβαδίζει με το βαθμό φερεγγυότητάς του. Χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη συνεπάγεται μεγαλύτερες επιτοκιακές αποδόσεις, ώστε να είναι ελκυστικά στους επενδυτές τα ομόλογα που αυτός εκδίδει, λόγω ανάληψης μεγαλύτερου κινδύνου αποπληρωμής τους, όπως στην περίπτωση πτώχευσης του (του εκδότη). Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα θεωρούνται γενικά περισσότερο ασφαλής, σε σύγκριση με άλλα επενδυτικά προϊόντα, ωστόσο πάντα ενέχεται η αβεβαιότητα σχετικά με τη συνολική απόδοση που προσδοκάται, τόσο από την τιμή που εισπράττεται κατά την εξαργύρωσή ενός ομολόγου (αν αυτό διακρατηθεί έως τη λήξη του), όσο και από το επιτοκιακό του εισόδημα. Οι τιμές των ομολόγων συνήθως κυμαίνονται αντίθετα από τα επιτόκια της αγοράς. Για παράδειγμα, όταν τα επιτόκια της αγοράς αυξάνονται, η τιμή των παλαιότερων ομολόγων χαμηλού επιτοκίου μειώνεται, ενώ οι νέες εκδόσεις ομολόγων διαθέτουν πιο ελκυστικό επιτόκιο και οι επενδυτές στρέφονται σε αυτά, ρευστοποιώντας τα παλαιότερα......
VII. ο ν. 4050/2012 ορίζει στο άρθρο πρώτο παρ. 1 – 11, τα ακόλουθα : «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η έννοια των ακόλουθων όρων έχει ως εξής : α) Ως “τίτλος” νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου : αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσής του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2011. β) Ως “επιλέξιμος τίτλος” νοείται κάθε τίτλος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2. γ) Ως “ανεξόφλητο κεφάλαιο” νοείται το κεφάλαιο επιλέξιμου τίτλου που δεν έχει εξοφληθεί προσδιοριζόμενο σύμφωνα με τους όρους του επιλέξιμου τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση και ως “συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο” νοείται το άθροισμα των ανεξόφλητων κεφαλαίων όλων των επιλέξιμων τίτλων, που ορίζονται στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ανεξάρτητα από τη σειρά, διάρκεια, το επιτόκιο ή άλλα επί μέρους χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων επιλέξιμων τίτλων. δ) Ως “τροποποίηση” τίτλων νοείται η αλλαγή ή η προσθήκη όρων σε έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους ή η ανταλλαγή ενός ή περισσότερων επιλέξιμων τίτλων με έναν ή περισσότερους νέους τίτλους. ε) Ως “νέος τίτλος” νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο, άλλος τίτλος δανεισμού ή εγγύηση, ή χρηματοοικονομικό μέσο, σε φυσική ή άυλη μορφή, ή άλλο ισοδύναμο των ανωτέρω για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών, ο οποίος ανταλλάσσεται με έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους που τροποποιούνται. Αν ο νέος τίτλος είναι χρηματοοικονομικό μέσο, επιτρέπεται η απόδοσή του να συνδέεται με το ΑΕΠ. στ) Ως “Ομολογιούχος” νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το “Σύστημα”) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2198/1994 (Α` 43), στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2. Για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ως “Ομολογιούχος” νοείται : αα) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ανώνυμες ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο κομιστής του τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ββ) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ονομαστικές ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο δικαιούχος που αναγράφεται στον τίτλο και γγ) για το ομολογιακό δάνειο με άυλες ομολογίες, αυτός υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί ονομαστική βεβαίωση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση. ζ) Ως “Διαχειριστής της Διαδικασίας” νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος η) Ως “επενδυτής” νοείται : αα) για τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο επενδυτής που έχει αξίωση επί ή εκ του τίτλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994 και ββ) για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο Ομολογιούχος. θ) Ως “συμμετοχή” στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 4 νοείται, αποκλειστικά, η θετική ή η αρνητική ψήφος Ομολογιούχου κατά τη διαδικασία αυτή με συγκεκριμένο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει. Με την πρόσκληση της παραγράφου 2 προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και ο τρόπος συμμετοχής, που μπορεί να γίνεται και με αντιπροσώπευση. 2. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση μεταξύ άλλων, ορίζονται : α) οι επιλέξιμοι τίτλοι, β) οι όροι των οποίων προτείνεται η τροποποίηση, γ) το νέο περιεχόμενο των όρων, δ) τυχόν νέοι όροι, ε) επί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, οι όροι των νέων τίτλων, όπως ορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επί πλέον όροι τους, όπως οι υποδιαιρέσεις του τίτλου, η περίοδος χάριτος, το νόμισμα, οι όροι και τρόποι πληρωμής, αποπληρωμής και επαναγοράς, οι λόγοι καταγγελίας, οι αρνητικές υποχρεώσεις του εκδότη (negative pledges), ο ορισμός, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τυχόν εμπιστευματοδόχου των Ομολογιούχων (trustee), οι ρήτρες συλλογικής δράσης των νέων τίτλων κ.λπ., στ) η προθεσμία μέσα στην οποία καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων να αποφασίσουν, ζ) οι ειδικότεροι όροι και ο τρόπος συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως. 3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στον Διαχειριστή της Διαδικασίας και δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Η προθεσμία που ορίζεται για τη λήψη αποφάσεως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της πρόσκλησης. 4. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση (“συμμετέχον κεφάλαιο”) και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου. 5. Το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή, προκειμένου για επιλέξιμους τίτλους με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι ο εκδότης ή ο εγγυητής του τίτλου, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ούτε για τον υπολογισμό της απαρτίας ή της ενισχυμένης πλειοψηφίας που ορίζονται στην παράγραφο 4.  6. Επιλέξιμοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση.  7. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως του παρόντος άρθρου θεωρείται, όσον αφορά τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, τον ΟΔΔΗΧ, τους εντολοδόχους τους, ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Οι ανωτέρω δεν ευθύνονται έναντι του επενδυτή, του Ομολογιούχου και οποιουδήποτε τρίτου αν Ομολογιούχος συμμετείχε στη διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή ή κατά παράβαση των οδηγιών του.  8. Η απόφαση των Ομολογιούχων βεβαιώνεται με Πράξη του Διαχειριστή της Διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται όπως η πρόσκληση και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.  9. Από τη δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται. 10. Η έκδοση των νέων τίτλων διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο τεχνικό θέμα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου».
VIII. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 361, 822, 823 και 830 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης χρεογράφων, όπως είναι και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη τα χρεόγραφα για να τα φυλάει, μη έχοντας την εξουσία να τα διαθέτει, αν αυτή δεν του δόθηκε εγγράφως και ρητά, και υποχρεούμενος να τα αποδώσει σ` αυτόν όταν του ζητηθούν από αυτόν. Αν εκείνος, για λόγους γενικούς ή τέτοιους που τον αφορούν, βρίσκεται σε αδυναμία να προβεί σε τέτοια αυτούσια απόδοση, έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του παρακαταθέτη που επέρχεται από την αδυναμία, παρέχοντάς του ιδίως χρηματικό ποσό ίσο προς την ονομαστική αξία των χρεογράφων (ΑΠ 1268/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ