Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Τα «κακώς κείμενα» της προανάκρισης και η συμβολή τους στη βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης, υπό την οπτική γωνιά ενός ανακριτικού υπαλλήλου.

 


 

Στο έγκριτο ιστολόγιο www.dikastis.blogspot.com έχει αναρτηθεί ένα εξαιρετικό άρθρο δικαστικών λειτουργών, επιγραφόμενο ως «ΤΟΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΡΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ ΤΗΣΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ», σχετικά με το χρονίζον ζήτημα του βραδύτατου ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης. Σ’ αυτό, πολύ εύστοχα τίθεται μεταξύ άλλων και το θέμα της περαιτέρω εξειδίκευσης των δικαστών, με προτεινόμενη λύση αυτήν της τριχοτόμησης της ποινικής - πολιτικής δικαιοσύνης. Άποψη και πρόταση των συντακτών αποτελεί η κατάτμηση του κλάδου σε υποδιαιρέσεις ποινικού δικαίου - αστικού δικαίου - ανακριτικής, με πειστικότατη επιχειρηματολογία. Στο παρόν σύντομο άρθρο, θα επιχειρηθεί μια περαιτέρω συνεισφορά στις ανωτέρω σκέψεις και προτάσεις, ειδικά όσον αφορά το χώρο του ποινικού δικαίου και του ταυτόσημου κατά αντικείμενο ενασχόλησης κλάδου της ανακριτικής.

Καταρχάς, εφόσον τίθεται προς συζήτηση ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που ανάγεται κατά χρονικό προσδιορισμό στο στάδιο που ήδη έχει παραληφθεί παρά των δικαστών η «πρώτη ύλη», δηλαδή το υλικό της ποινικής δικογραφίας, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο είναι εφικτό να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα όταν η «πρώτη ύλη» είναι κακής ποιότητας ή ελλιποβαρής. Επιγενόμενη και ετεροχρονισμένη ψιμυθίωση δικονομικών ρωγματώσεων σαφώς και δεν δύναται να υποκαταστήσει μια εξ υπαρχής πλημμελώς συνταχθείσα δικογραφία.  

Συνεκδοχικά, εάν θέλουμε να προσεγγίσουμε ολιστικά το ζήτημα της ταχείας αλλά και ορθής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να ανατρέξουμε καταρχήν στο χρόνο που αρχίζει η συλλογή της «πρώτης ύλης», που κατά το μάλλον ή ήττον είναι αυτός της λεγόμενης «αυτεπάγγελτης» προανάκρισης και της προκαταρκτικής εξέτασης, χρόνος κατά τον οποίο ακόμη αξιολογείται η τέλεση ή μη αξιόποινης πράξης, αναζητούνται κρίσιμα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος και της ταυτοποίησης των δραστών, ώστε ακολούθως δια των θεσμοθετημένων δικονομικών σταδίων της ποινικής δίκης να καταλήξουμε στην εκφορά της προσήκουσας δικαιοδοτικής κρίσης.

Τα διδάγματα της κοινής πείρας καταφάσκουν αναντίρρητα υπέρ της αναγωγής των ανωτέρω δικονομικών διαδικασιών σε κομβικής σημασίας, καίτοι κατά το χρόνο διεξαγωγής τους ούτε καν ποινική δίωξη εν τη στενή εννοία έχει ασκηθεί. Συνεπώς, η «συγκομιδή» του υλικού αυτού προσαπαιτεί την ύπαρξη και διάθεση ανάλογης κατάρτισης και εμπειρίας «διαλογέων - θεριστών», που δεν είναι άλλοι από τους «ανακριτικούς υπαλλήλους», γενικούς και ειδικούς.

Και εδώ ακριβώς έγκειται ο προβληματισμός, κατά πόσο δύναται να ανταπεξέλθει επαρκώς στα προανακριτικά του καθήκοντα π.χ. ένας αστυνομικός υπάλληλος, ο οποίος την πρώτη μέρα της εβδομάδος εκτελεί καθήκοντα περιπολίας, τη δεύτερη μέτρα σε ποινικό δικαστήριο, την τρίτη μέτρα σε ποδοσφαιρικό αγώνα, έτερη ομοία μεταγωγή κρατουμένου και εμβόλιμα καθήκοντα Αξιωματικού Υπηρεσίας, κατά το σύνηθες μόνος κατά την οκτάωρη αλλαγή του, οπότε θα κληθεί να διαχειριστεί δικονομικά οποιαδήποτε περιστατικό χρήζει σύνταξης ποινικής δικογραφίας. Επεκτείνοντας το συλλογισμό και την προβληματική, τη δικογραφία αυτή θα πρέπει να την περαιώσει το ταχύτερο δυνατόν και εντός ευλόγου χρόνου, επί μη αυτοφώρου δε, αφού διέλθει εντωμεταξύ για χρονικό διάστημα εβδομάδων επί εβδομάδων μέσα από εναλλασσόμενες ετερόκλητες βάρδιες στο πολυσχιδές αστυνομικό αντικείμενο.   

Στο καθ’ εαυτό πεδίο της ποινικής διαδικασίας, ο ανακριτικός υπάλληλος που τυγχάνει επιφορτισμένος με τη σύνταξη της ποινικής δικογραφίας μετέρχεται σε μεγάλο βαθμό των καθηκόντων του Ανακριτή, όντας εκ του νόμου υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά μέσα και να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία για την πληρέστερη σύνταξη της δικογραφίας. Το κατά πόσο όμως, ένας «μέσος» ανακριτικός υπάλληλος είναι εξοικειωμένος με ειδικές ανακριτικές διαδικασίες ή είναι σε θέση να προλαμβάνει δικονομικές ακυρότητες, πολλές εκ των οποίων πραιτορικά θεμελιώνονται δια της νομολογίας, την οποία προφανώς δεν είναι σε θέση να επισκοπεί, ή ακόμη χειρότερα δεν διαθέτει καν εις χείρας του κωδικοποιημένη / επικαιροποιημένη την ίδια τη νομοθεσία που καλείται να εφαρμόσει, αποτελεί ζήτημα - ταμπού. Δέον όπως επιτονισθεί ότι, εν έτει 2023 ουδείς αστυνομικός ανακριτικός υπάλληλος διαθέτει πρόσβαση σε Τράπεζες Νομικών Πληροφοριών μέσω της υπηρεσίας του, παρά μόνο εμβαλωματικά με συμβάσεις που καταρτίζονται από ορισμένες συνδικαλιστικές ενώσεις και φυσικά όχι ως «πλήρη πακέτα» λόγω κόστους.   

 Ως προς την αναγκαία «δεξιοτεχνία» που δέον όπως χαρακτηρίζει τους προανακριτικούς υπαλλήλους, ο καλύτερος προανακριτικός «βιρτουόζος» της δικονομίας και προανάκρισης είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι ικανός να προβεί στην άρτια σύνταξη μίας ποινικής δικογραφίας αυτόφωρης διαδικασίας κατά τα κελεύσματα του νομοθέτη, όταν εντός 24 ωρών θα πρέπει ο συλληφθείς κατηγορούμενος να προσαχθεί ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα, με τη «σύλληψη» να μην αποτελεί κατ’ ανάγκην την τελευταία ανακριτική πράξη της αυτής δικογραφίας. Λαμβάνοντας υπόψη των χιλιομετρικών αποστάσεων που μεσολαβούν ιδίως στην επαρχία μεταξύ απομακρυσμένων αστυνομικών υπηρεσιών - εισαγγελίας αλλά και της υποβολής του κρατουμένου σε διαδικασία σήμανσης (εξίσου χρονοβόρα όσον αφορά αντίστοιχα τις μεγάλες πόλεις), το 24ωρο παραμένει «κενό γράμμα», αφού για μία σύλληψη - ανεξαρτήτως ποινικής βαρύτητας και αναγκαιουσών ανακριτικών πράξεων κατά περίπτωση - που λαμβάνει χώρα π.χ. 22:00 το βράδυ, την επομένη το αργότερο έως τις 09:00 θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη η δικογραφία, να επισκοπηθεί από το Διοικητή της υπηρεσίας και η λεγόμενη «συνοδεία» να αναχωρήσει από το κατάστημα.

Τουτέστιν, ο χρόνος «ανταπόκρισης» του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου, που μάλιστα στο ενδιάμεσο μπορεί να αντικατασταθεί από τον συνάδελφό του της επόμενης οκτάωρης αλλαγής, είναι μερικές ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την ποιότητα του παραγόμενου έργου. Άλλως ειπείν, η όλη διαδικασία εξικνείται στο τρίπτυχο «μαρτυρική κατάθεση - έκθεση σύλληψης - απολογία» (η τελευταία του τύπου «ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο») συν λιτό και απέριττο διαβιβαστικό, και έτοιμη η δικογραφία….(;;;).

Αναγκαία και λογική ακολουθία των όσων πλημμελειών έχουν εμφιλοχωρήσει στην προδικασία, είναι η επαναδιαβίβαση του ανακριτικού υλικού για συμπλήρωση και / ή θεραπεία ακυροτήτων που μπορούν να θεραπευτούν. Αφού λοιπόν μεσολαβήσει ικανός χρόνος, μιας και, κατ’ άγραφο εθιμικό δίκαιο τυγχάνει αποδεκτό από πλευράς ανακριτικών υπαλλήλων το ότι, εισαγγελική παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης = περαίωση «στο» εξάμηνο συν κάτι ακόμη «υπέρ του μαθητή» και όχι «εντός» εξαμήνου, τότε άρχεται ενεργά η «προδικασία» με αποκλειστική εμπλοκή των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Όχι λιγότερο σημαντικό ζήτημα τυγχάνει και το ότι, η ενάσκηση των ανακριτικών καθηκόντων συμπλέκεται με την αντίστοιχη άλλων πεδίων της νομικής επιστήμης, προεχόντως αυτού του «διοικητικού» δικαίου, στο οποίο διαρκώς εντάσσονται νέες περιπτώσεις συμπεριφορών που αποδοκιμάζονται από το ισχύον δίκαιο, αφού η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων παρίσταται ταχεία, συνοπτική και χωρίς να εμφιλοχωρήσει απαραίτητα ένδικη διαδικασία (ως γνωστόν, ένεκα του κόστους αλλά και του χρόνου έκδοσης αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, μικρή μερίδα ιδιωτών προστρέχει σ’ αυτά όταν βρεθεί αντιμέτωπη με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων). Οι νομοθετικές στοχεύσεις επ’ αυτού κατέστησαν εύλαλα αντιληπτές το έτος 2019, όπου κατά το στάδιο ψήφισης των νέων Ποινικών Κωδικών, μετ’ επιτάσεως και ύφος διακηρυκτικό εξήρθη η αιτιολογική βάση κατάργησης των πταισμάτων ως κατηγορίας ποινικών εγκλημάτων, καθόσον τούτα τιμωρούνται ως «διοικητικές παραβάσεις», καίτοι ο ρυθμός μετάπτωσης από το ποινικό στο διοικητικό κυρωτικό πεδίο συντελείται με βραδύτατους ρυθμούς (εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, το έργο της αρμόδιας Επιτροπής στην οποία ανετέθη αυτό, δεν έχει εισέτι ολοκληρωθεί). Άλλωστε, σύνηθες τυγχάνει η εκδήλωση της αυτής παραβατικής συμπεριφοράς να επισύρει ταυτόχρονα τόσο ποινικές, όσο και διοικητικές κυρώσεις, η δε επιβολή των τελευταίων ανατίθεται εξ ανάγκης στον ασθμαίνοντα ανακριτικό υπάλληλο τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. 

Λύσεις που έχουν δρομολογηθεί κυρίως μέσω της ίδρυσης και λειτουργίας της «δικαστικής αστυνομίας» μόνο ως εμβαλωματικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Και τούτο διότι, αφενός μεν ο όγκος της προανακριτικής ύλης συγκρινόμενος προς τον αριθμό των ατόμων που θα στελεχώσουν την νεοϊδρυθείσα υπηρεσία αναπόδραστα αφήνει το μεγαλύτερο μέρος αυτής να περαιώνεται από τους ανακριτικούς υπαλλήλους γενικών καθηκόντων, αφετέρου δε, οι εξειδικευμένες γνώσεις που θα διαθέτουν τα στελέχη της υπηρεσίας αυτής αφορούν συγκεκριμένο κατά περίπτωση γνωστικό αντικείμενο, ενώ πλέον, και ειδικά ενόψει της διαρκώς αυξανόμενης χρήσης των νέων τεχνολογιών, απαιτείται το σύνολο των ανακριτικών υπαλλήλων που εμπλέκονται ενεργά στην προανακριτική διαδικασία να διαθέτει άριστη κατάρτιση στη χρήση μεθοδολογικών εργαλείων υπό την περιβολή των «ανακριτικών διαδικασιών» (κυρίως των επονομαζόμενων «ειδικών ανακριτικών πράξεων») για την πληρέστερη διερεύνηση των υποθέσεων. 

Τούτων δοθέντων, φρονούμε ότι είναι καιρός να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του «ποιος πρέπει να ενεργεί προανάκριση, υπό ποιές προϋποθέσεις και βάσει ποιάς εξειδίκευσης», στη δε αξιολόγηση των ανωτέρω υπαλλήλων αλλά και εν γένει υποβολή προτάσεων δέον όπως έχει ενεργό λόγο ο εισαγγελικός και δικαστικός κλάδος, αφού οι κακοδαιμονίες που ταλανίζουν το στάδιο της προανάκρισης αναπόφευκτα αντανακλούν σε επόμενα δικονομικά όμοια, συμβάλλοντας καταλυτικά στην επιβράδυνση της απονομής της δικαιοσύνης.

Άποψη και πρόταση του συντάκτη του παρόντος αποτελεί, η θεσμοθέτηση καταρχήν μίας μορφής «αξιολόγησης» (ευσεβής πόθος σε όλους τους κλάδους, αλλά έννοια παρεξηγημένη υπό τη μορφή που προτείνεται ενίοτε) των ανακριτικών υπαλλήλων, γενικών και ειδικών, αποκλειστικά από εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, αφού η προανάκριση περαιώνεται υπό τη διεύθυνση του αρμόδιου εισαγγελέα, ενώ ουκ ολίγες οι υπόψη ανακριτικοί υπάλληλοι λειτουργούν συνεργατικά - υποστηρικτικά προς το έργο των ανακριτών, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 249§2 Κ.Π.Δ. Η ανάδειξη σε πρώτο στάδιο των «αδύνατων σημείων» της προανακριτικής διαδικασίας αυτομάτως οριοθετεί το πρώτο βήμα προς τη θεραπεία των «κακώς κειμένων», δια της ανατροφοδότησης και υποβολής θεσμικά βελτιωτικών προτάσεων από πλευράς του κλάδου της Δικαιοσύνης προς τα αρμόδια υπουργεία, με γνώμονα πάντοτε την επίτευξη της ποθητής επιτάχυνσης αυτής. 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΤΗΣ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ