Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΜονΠλημΣαμ 634/2012: ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

"Η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται και κατά του κατηγορουμένου τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΑΜΟΥ 
Αριθ. Αποφ.: 634/2012 

             ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΣΑΜΟΥ
                Εκτακτη Συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2012

Σύνθεση: Λάμπρος Μελίσσαργος, Πλημμελειοδίκης
     Μαρία Τσιριγώτη, Αντεισαγγελέας


[...]

                              ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α 
του Ν 2472/1997 έχει εκδώσει τις με αριθμούς 1122/2000 και 1/2011 οδηγίες για το θέμα των 
κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες η λήψη και επεξεργασία 
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόραση, που λειτουργεί μονίμως, 
συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα 
και την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Κατ’ εξαίρεση, τέτοιου είδους λήψη (μόνιμη, συνεχής ή κατά 
τακτά χρονικά   διαστήματα) και επεξεργασία είναι νόμιμη, χωρίς τη συγκατάθεση του 
υποκειμένου, υπό τις προϋποθέσεις του Ν 2472/1997, εφόσον ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η 
προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας. Κριτήριο για τη νομιμότητα της 
επεξεργασίας είναι: α) η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η επεξεργασία επιτρέπεται 
εφόσον ο σκοπός της δεν μπορεί να επιτευχθεί με εξ ίσου αποτελεσματικά αλλά λιγότερο επαχθή 
για το άτομο μέσα (όπως π.χ. ανιχνευτές στην είσοδο και την έξοδο κλειστών χώρων), και β) η 
αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου 
επεξεργασίας πρέπει να υπερέχει καταφανώς, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, των   δικαιωμάτων 
και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν βλάπτονται οι 
προσωπικές τους ελευθερίες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. Ε΄ της οδηγίας αυτής, όπως ισχύει 
μετά την αντικατάσταση του προηγούμενου   αντίστοιχου εδαφίου σύμφωνα με την 
2162/10.6.2005 τροποποίηση της ως άνω   οδηγίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού 
χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόραση εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από 
φυσικό πρόσωπο για την   άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών 
εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν 2472/1997. 
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την υπ’ 
αριθ. 84/2002 Απόφαση της έκρινε ότι με την Οδηγία της υπ’ αριθμ. 1122 της 26.9.2000 έχει γίνει 
δεκτό ότι η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα 
τηλεόρασης δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του 
ατόμου, ότι κατ’ εξαίρεση η λήψη και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με 
κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης είναι νόμιμη χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, υπό τις 
προϋποθέσεις του Ν 2472/1997,εφόσον ο   σκοπός της επεξεργασίας είναι η προστασία προσώπων 
ή αγαθών και ότι, ως  προελέχθη, κριτήρια για τη νομιμότητα της επεξεργασίας αποτελούν οι αρχές 
της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι πρέπει να εξετάζεται αν το 
μέσο είναι το απολύτως αναγκαίο για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί 
με λιγότερο επαχθή για το πρόσωπο μέσα που έχουν κριθεί ή αποδεικνύονται ανεπαρκή στη 
συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ το συμφέρον του υπευθύνου της επεξεργασίας είναι υπέρτερο των 
δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν 
θίγονται οι θεμελιώδες  ελευθερίες τους. Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, αποφάσισε ότι η 
εγκατάσταση του κλειστού συστήματος τηλεόρασης και βιντεοπαρακολούθησης σε χώρους 
εισόδου και άλλους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων είναι το αναγκαίο μέσο για την προστασία 
των πελατών, εφόσον δεν είναι δυνατός ο έλεγχος με τη φυσική παρουσία των υπαλλήλων καθ’ 
όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, η δε λήψη εικόνας από την είσοδο ή άλλους κοινόχρηστους 
χώρους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει υπέρμετρα την ιδιωτικότητα των ατόμων, δεδομένου ότι 
η επεξεργασία καταγράφει δραστηριότητες προσώπων που λαμβάνουν χώρα σε δημόσια θέα. Είναι 
γνωστό ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται τόσο από το διεθνές και κοινοτικό 
δίκαιο, όσο και από το εθνικό δίκαιο. Εκ μέρους μάλιστα του τελευταίου όχι μόνο σε επίπεδο 
τυπικών νόμων, αλλά και από συνταγματικές διατάξεις. Η ιδιωτική ζωή  προστατεύεται πρωτίστως 
από την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, αλλά και από την αυθαίρετη επέμβαση σ’ αυτήν 
ιδιωτών. Στο δε άρθρο 19 της με αριθμό 1/2011 οδηγίας της Αρχής ορίζεται ότι στα καφενεία, 
εστιατόρια και λοιπούς χώρους εστίασης, όσο και σε σημεία εισόδου και εξόδου των 
καταστημάτων, στα ταμεία, αποθήκες κτλ, επιτρέπεται η εγκατάσταση συστημάτων - 
βιντεοεπιτήρησης για την ασφάλεια των χώρων και των αγαθών, που διακινούνται.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η λειτουργία καμερών σε χώρους εστίασης
και αναψυχής(ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).
 

      Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται υπό των 
διατάξεων των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντ. Υπάρχουν όμως και από πλευράς ποινικού 
δικαίου διατάξεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 370-370Γ ΠΚ 
και από πλευράς Ποινικής Δικονομίας η διάταξη του άρθρου 177 §2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά τη 
διάταξη του άρθρου 370Α §4 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε, η πράξη της §3, ήτοι η χρήση παρανόμου 
αποκτηθεισών πληροφοριών, μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων, δεν είναι άδικη εάν η χρήση 
έγινε ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη 
δικαιολογημένου συμφέροντος το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εξάλλου κατά 
τη διάταξη της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί 
με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την 
επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που 
απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη 
απόφαση του δικαστηρίου. Τα ανωτέρω ισχύοντα μεταβλήθηκαν με το Ν 3674/10.7.2008. 
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 10 §1 του νόμου αυτού τροποποιήθηκε το άρθρο 370Α ΠΚ, επήλθε 
διεύρυνση των υπαγομένων σν αυτό περιπτώσεων, θεσπίστηκε η σε βαθμό κακουργήματος 
τιμωρία των υπαιτίων και καταργήθηκε η ανωτέρω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου αυτού, που 
προέβλεπε την άρση του αδίκου της χρήσεως των παρανόμως αποκτηθεισών πληροφοριών, 
μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων. Εξάλλου με την §2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε 
και η §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ ως εξής: αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες 
πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Αλλά και μετά την 
επελθούσα αποσπασματική αυτή νομοθετική μεταβολή, η δικονομική αξιοποίηση τέτοιων μέσων 
θα κριθεί και πάλι σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του 
συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου, Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών 
των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική 
μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Αρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της 
Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων 
ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με 
την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, 
συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο 
χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη 
ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού 
νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το 
κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού».

      Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη 
απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη 
συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. 
Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ. 
προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών 
μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές 
περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου. Η χρήση των αποδεικτικών 
μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο 
αναζητήσεως της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος 
δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμου κτηθέντων, όπως λ.χ. 
με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είχε υπέρ είχε κατά του κατηγορουμένου, 
εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία 
σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων 
αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ` αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 
1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του 
κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της υπό της διατάξεως του άρθρου 25 §1 εδ. δ΄ του Συντ. 
θεσπιζόμενης αρχής της αναλογικότητας, παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη 
συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο 
κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της 
αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του 
κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό 
ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 
611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 
150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α.   Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 
ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).

   Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή 
υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων 
αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan 
κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 
12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η 
Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094). Ετσι 
κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων 
αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης 
δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετία όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια 
υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε όχι παρά το δεδομένο του παρανόμου του 
χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο 
κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινία και 
να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην 
περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, 
το ΕΔΔΑ έχει κρίνει όχι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο 
κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον 
τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan 
κατά Ηνωμένου Βασιλείου όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη 
μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε 
παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην 
κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε 
ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις 
περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan v United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38].

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά γίνονται δεκτά και από τη θεωρία στη χώρα μας (Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, «Το άρθρο 370Α ΠΚ και οι πρόσφατες εξαγγελίες για τη τροποποίηση του» ΠοινΔικ 
2008,462, κατά την οποία, στην πραγματικότητα, κανένα ατομικό δικαίωμα -ακόμη και αν ανήκει 
στα απολύτως ανεπιφύλακτα- δεν προστατεύεται τελικώς με απόλυτο τρόπο, όσο συνυπάρχει και 
συγκρούεται με άλλα επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένα, δικαιώματα, όπως π.χ. με τη διάταξη 
του άρθρου 5 παρ. 2 Συντ.). Ετσι και μετά την επελθούσα με τις προαναφερθείσες διατάξεις 
νομοθετική μεταβολή, ήτοι με την κατάργηση της §4 του άρθρου 370Α ΠΚ και την αντικατάσταση 
της §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, με τις οποίες καθιερώνεται η απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής 
αξιοποίησης των παρανόμως αποκτηθέντων υπό των ιδιωτών αποδεικτικών μέσων, πρέπει να 
λεχθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να κατισχύσουν των προαναφερθεισών συνταγματικών 
διατάξεων (βλ. Ζύγουρα, ό.π.Χ Διαφορετικά οδηγούμαστε σε απαράδεκτες καταστάσεις και τραγικά 
αδιέξοδα, που τορπιλίζουν κάθε έννοια δικαίου, δυναμιτίζουν την κοινωνία και παρωθούν 
ενδεχομένως τους κοινωνούς σε έκνομη συμπεριφορά. Μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης 
των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην 
καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών (ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 
2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά). Επομένως, γίνεται δεκτό ότι η χρησιμοποίηση 
παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και 
κατά του κατηγορουμένου τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω 
απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και 
προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο 
πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα 
αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου 
παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. 
Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).

      Στην προκείμενη περίπτωση με τη σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος ζητεί να μη ληφθούν 
υπόψη κατ` άρθρο 177 §2 ΚΠΔ από το Δικαστήριο σειρά φωτογραφιών (με αριθμό αναγνωστέου 
5), οι οποίες προέρχονται από κλειστό κύκλωμα καταγραφής βίντεο, το οποίο λειτουργεί εντός του 
καταστήματος (ψησταριά) της παθούσας, για το λόγο ότι είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, αφού 
το συγκεκριμένο σύστημα λειτουργούσε χωρίς άδεια από την ΑΠΔΠΧ και κατέγραφε κοινόχρηστο 
χώρο (μέρος της πλατείας στην είσοδο του καταστήματος). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη 
μείζονα σκέψη πρέπει η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί, καθώς στην υπό κρίση υπόθεση οι 
συγκεκριμένες φωτογραφίες, που προέρχονται από το βίντεο του κλειστού κυκλώματος 
τηλεόρασης, αν και αποτελούν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο (αφού η εγκατάσταση δεν είχε τη 
σχετική άδεια), ωστόσο αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα 
δύναται να στηρίξει την καταγγελία του, καθώς λόγω της ώρας τέλεσης του αδικήματος δεν 
υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Επικουρικά δε πρέπει να τονιστεί ότι, αν και η συγκεκριμένη κάμερα 
λειτουργούσε εντός χώρου εστίασης, που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 19 §4 της οδηγίας 
1/2011 της ΑΠΔΠΧ, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση χρήζουν εφαρμογής οι παράγραφοι 1 και 
2 του πιο πάνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη νόμιμη λειτουργία συστημάτων 
βιντεοεπιτήρησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και αυτό διότι η συγκεκριμένη κάμερα, ήταν 
τοποθετημένη έτσι ώστε να καταγράφει κινήσεις στο σημείο εισόδου και εξόδου του 
καταστήματος και στο ταμείο αυτού για την προστασία των αγαθών της επιχείρησης, αφού η 
λειτουργία της αφορούσε μόνο τις νυχτερινές ώρες, που το κατάστημα δε λειτουργούσε, και, 
συνεπώς, δεν καταγράφονταν κινήσεις πελατών ή υπαλλήλων. Επομένως, κρίνεται ορθότερη η 
εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του ως άνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη χρήση του 
συγκεκριμένου υλικού. Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει η σχετική ένσταση του 
κατηγορουμένου να απορριφθεί και να  χαρακτηρισθεί ως νόμιμη η δικονομική αξιοποίησή των 
συγκεκριμένων φωτογραφιών, του μοναδικού αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει η 
άδικη πράξη, πρωτίστως διότι στην προκειμένη περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό 
δικαίωμα του κατηγορουμένου στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρο 9Α Συντ.) δεν άπτεται άμεσα 
του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας (δεδομένου ότι οι κάμερες κλειστού 
κυκλώματος κατέγραφαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του), ενώ 
επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας καθώς σε αντίθετη περίπτωση η εν 
λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση 
και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), αφού δε θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού 
αποδεικτικού μέσου στο οποίο βασίζεται η καταγγελία του, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και 
η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, ήτοι αγαθών 
υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας. Σ` αυτήν την περίπτωση η συμπεριφορά 
του δράστη, όπως αποτυπώθηκε στην κάμερα κλειστού κυκλώματος, δεν αποτελεί ελεύθερη 
ανάπτυξη της προσωπικότητας του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσής της, που άρχισε με το 
έγκλημα και γι` αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης. 

[...]

 Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ένορκη 
κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των εγγράφων και την 
απολογία του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη 
για την οποία κατηγορείται γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ο ισχυρισμός του 
κατηγορουμένου ότι εκ παραδρομής θεώρησε ότι η τσάντα ήταν σκουπίδια και για το λόγο αυτό 
την πέταξε μαζί με τα λοιπά απορρίμματα δεν κρίνεται πειστικός από το Δικαστήριο, καθώς  τόσο 
από τις ως άνω φωτογραφίες όσο και από την κατάθεση της μάρτυρα προκύπτει ότι η κατάσταση 
της τσάντας ήταν καλή, γεγονός, που δε θα επέτρεπε στον κατηγορούμενο ή στον μέσο άνθρωπο 
να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο ιδιοκτήτης της την είχε απορρίψει προς καταστροφή. Προς 
επίρρωση του  συγκεκριμένου συλλογισμού είναι και το γεγονός ότι η τσάντα βρέθηκε από το 
δράστη όχι πεταμένη στο δρόμο ή σε κάποιο κάδο αλλά πάνω σε τραπεζάκι στην Πλατεία 
Πυθαγόρα. Για τους λόγους αυτούς η κατάθεση του κατηγορουμένου δεν κρίνεται πειστική, ενώ 
όπως αποδεικνύεται τόσο από τις φωτογραφίες όσο και από την απολογία του βρήκε και πήρε τη 
συγκεκριμένη τσάντα, την οποία αφού δεν επέστρεψε στην ιδιοκτήτριά της, την παρακράτησε και 
την ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται για 
το ότι στο Βαθύ Σάμου στις 29-10-2012 και περί ώρα 04:20, ιδιοποιήθηκε ξένο κινητό πράγμα που 
περιήλθε στην κατοχή του. Ειδικότερα στο χώρο της πλατείας Πυθαγόρα από καρέκλα του 
καταστήματος - Ψητοπωλείου ιδιοκτησίας ............ ενώ καθάριζε την πλατεία ιδιοποιήθηκε μια 
γυναικεία τσάντα ιδιοκτησίας της συζύγου του ......., τοποθετώντας την σε ένα χαρτόκουτο και 
απομακρύνοντας την προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τσάντα περιείχε το χρηματικό ποσό των 1.500
€, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου μάρκας Rey Ban, διάφορα καλλυντικά και ένα πορτοφόλι που περιείχε 
ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, μια άδεια ικανότητας οδήγησης και τρεις τραπεζικές κάρτες.


                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζοντας με παρόντα τον κατηγορούμενο ......... του .......... κάτοικο Βαθέος Σάμου.

 Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι στο Βαθύ Σάμου στις 29-10-2012 και περί ώρα 04:20, ιδιοποιήθηκε 
ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του. Ειδικότερα στο χώρο της πλατείας Πυθαγόρα 
από καρέκλα του καταστήματος - Ψητοπωλείου ιδιοκτησίας ........., ενώ καθάριζε την πλατεία 
ιδιοποιήθηκε μια γυναικεία τσάντα ιδιοκτησίας της συζύγου του ........., τοποθετώντας την σε ένα 
χαρτόκουτο και απομακρύνοντας την προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τσάντα περιείχε το χρηματικό 
ποσό των 1.500€, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου μάρκας Rey Ban, διάφορα καλλυντικά και ένα 
πορτοφόλι που περιείχε ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, μια άδεια ικανότητας οδήγησης και 
τρεις τραπεζικές κάρτες.

 Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

            Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012.


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Η πράξη για την οποία κηρύχτηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τα 
άρθρα 1, 12, 14, 18β, 26 § 1, 51, 53, 57, 59-65, 79 ΠΚ και αρθρ. 375 § 1α ΠΚ.

 Επειδή το Δικαστήριο για την επιμέτρηση των ποινών που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το 
διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, λαμβάνει υπόψη αφενός τη 
βαρύτητα των εγκλημάτων που τελέσθηκαν και αφετέρου την προσωπικότητα του 
καταδικασθέντος. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει α) 
στη βλάβη που επήλθε από το έγκλημα και στον κίνδυνο που προκλήθηκε από αυτό β)στη φύση, 
το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, 
μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή και την τέλεση του και γ) στην ένταση του 
δόλου του υπαιτίου. Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του καταδικασθέντος, το Δικαστήριο 
αποβλέπει, ενδεικτικά στο βαθμό της εγκληματικής διάθεσης του ενόχου που εκδηλώθηκε κατά 
την πράξη του και για την ακριβή διάγνωση αυτής α) στα αίτια από χα οποία ωθήθηκε προς τέλεση 
του εγκλήματος, στην αφορμή που δόθηκε και το σκοπό τον οποίο επεδίωξε β) στο χαρακτήρα 
του και στο βαθμό της ανάπτυξής του γ) στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον 
προηγούμενο βίο του και δ) στην κατά και μετά την πράξη διαγωγή του, ενδεικτικά δε, στη 
μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία για ανόρθωση των συνεπειών της πράξης του. Για τους 
λόγους αυτούς, κρίνει όχι πρέπει να επιβληθεί στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο ποινή 
φυλάκισης έξι (6) μηνών. Από τα στοιχεία της πράξης και από τον χαρακτήρα του 
κατηγορουμένου, ωστόσο, δεν προέκυψαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 ΠΚ, ήτοι δεν 
απεδείχθη ότι το έγκλημα πήγασε από ασυγκράτητη ροπή του καταδικασθέντος προς απόκτηση 
ασυνήθους, νοσηρού και ανήθικου κέρδους και επομένως δεν πρέπει να του επιβληθεί και 
χρηματική ποινή, την οποία ο νόμος δεν προβλέπει για το έγκλημα που τελέστηκε.

 Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 582 ΚΠΔ, κάθε κατηγορούμενος, ο οποίος 
καταδικάζεται σε ποινή, καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της 
ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Ν. 663/1977 και την υπ` αριθμ. 58553/19-6-
2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, τα δικαστικά 
έξοδα επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, έχουν καθορισθεί στο ποσό των ογδόντα 
(80) ευρώ. Πρέπει, επομένως, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 373 ΚΠΔ, να επιβληθούν τα 
δικαστικά έξοδα, ποσού ογδόντα (80) ευρώ, σε βάρος του καταδικασθέντος.


                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Καταδικάζει τον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, καθώς 
και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε ογδόντα (80) ευρώ.

 Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

            Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012.


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Κατά το άρθρο 99 §1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010 «αν κάποιος 
που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της 
ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα (1) έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι 
ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν 
υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της 
ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία 
έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της 
ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση 
νέων αξιοποίνων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια 
της ποινής».

 Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει στη δικογραφία δελτίο ποινικού μητρώου του 
κατηγορουμένου. Συνεπώς, εφόσον ο καταδικασθείς, δηλώνει όχι δεν έχει προηγούμενη καταδίκη 
σε οποιαδήποτε άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή και από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται 
το αντίθετο, πρέπει να θεωρηθεί όχι δεν έχει προηγούμενη καταδίκη (ΑΠ 345/2000, Ποιν. Χρον. 
2000 σελ. 899, ΑΠ 347/2000, ΤριμΕφΘεσ 1180/2001 Αρμ. 2001 σελ. 1109). Το ότι επίσης δεν είναι 
αναγκαία η εκτέλεση της ποινής (μόνο με μετατροπή) είναι σαφές, εφόσον δεν υπάρχει κανένα 
αντίθετο στοιχείο (ΑΠ 289/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ. 886, ΑΠ 345/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ. 
899, ΑΠ 347/2000, Τριμ. Εφ.Θεσ. 1180/2001 Αρμ. 2001 σελ. 1109). Συνεπώς, πληρούνται οι 
προϋποθέσεις του άρθρου 99 § 1 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3904/2010 
και πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω ποινής φυλάκισης για τρία (3) έτη.


                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναστέλλει την παραπάνω ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών, που επιβλήθηκε στον 
κατηγορούμενο, για τρία (3) έτη.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

                  Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012


 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


[...]

 Από τη διάταξη του άρθρου 373 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο με την τελειωτική απόφαση 
του διατάσσει, μεταξύ άλλων, να αποδοθούν στον ιδιοκτήτη τα πράγματα που αφαιρέθηκαν και τα 
πειστήρια, όσα κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν έγινε άρση της 
κατάσχεσης τους σύμφωνα με το άρθρο 268. Εν όψει τούτων, στην προκείμενη περίπτωση νόμιμη 
συντρέχει περίπτωση όπως, επικυρωμένης της από από 29-10-2012 έκθεση κατασχέσεως του 
Ανθ/μου ............. της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Σάμου, διαταχθεί η απόδοση μιας εξωτερικής 
μονάδα αποθήκευσης δεδομένων (USB) μάρκας Α-DATA MY Flash στον ιδιοκτήτη του ............

                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Επικυρώνει την από 29-10-2012 έκθεση κατασχέσεως του Ανθ/μου .............. της Υποδιεύθυνσης 
Ασφάλειας Σάμου.

 Διατάσσει την απόδοση του κατασχεθέντος στον ιδιοκτήτη του, .................

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο.

                  Στη Σάμο, την 31η Οκτωβρίου 2012



 Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

2 σχόλια:

  1. Εύγε συνάδελφε! Πολύ δυνατή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα εύσημα κι από μένα! Πολύ χρήσιμη απόφαση η οποία μάλιστα αφορά πλημμεληματική πράξη. Άλλες αποφάσεις σχετικές με χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων: ΑΠ 1622/2005 και ΑΠ 1351/1997.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ