Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΔΔ Μονάχου:η Ελλάδα παραβιάζει την Οδηγία για τις Διαδικασίες θεωρώντας την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα για τους πολίτες Συρίας.


Βαυαρικό Διοικητικό Δικαστήριο του Μονάχου

Στοιχεία υπόθεσης:

- Αιτών -

Πληρεξουσία δικηγόρος: Gisa Tangermann-Ahring

Κατά

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Εκπροσωπούμενη από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες

Κατ’ εφαρμογήν του Νόμου για το Άσυλο

Εν προκειμένω, επί αιτήσεων αναστολής κατ’ άρθρο 80 παρ.5 ΚΔΔ/μίας

Το 11ο Τμήμα του Δικαστηρίου, μονομελής σύνθεση, δικαστής Oswald, χωρίς προφορική διαδικασία, εξέδωσε την 17.7.2019 την ακόλουθη απόφαση:


Διατακτικό:
Ι.  Οι υποθέσεις (αίτηση αναστολής κατά της απόφασης μεταφοράς της Υπηρεσίας για τους Πρόσφυγες και αίτηση αναστολής κατά της απόφασης άρνησης εισόδου της Αστυνομίας) συνεκδικάζονται
ΙΙ.  Διατάσσεται να έχει αναστέλλουσα δύναμη η προσφυγή του Αιτούντος κατά της απόφασης μεταφοράς της Υπηρεσίας για τους Πρόσφυγες (εκδοθείσα την 25.6.2019)
ΙΙΙ. Διατάσσεται να έχει αναστέλλουσα δύναμη η προσφυγή του Αιτούντος κατά της από 27.6.2019 απόφασης της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας.
IV. Η καθ’ ης οφείλει να καταβάλει τα έξοδα της δίκης


Σκεπτικό:

Ι.  Ο αιτών είναι πολίτης Συρίας, γεννηθείς το έτος 1997.

Την 13η Ιουνίου 2019, ώρα 1.50 πμ, και στην τοποθεσία Ρότταλ-Όστ, η Ομοσπονδιακή Αστυνομία υπέβαλε σε συνοριακό αστυνομικό έλεγχο ένα ταξιδιωτικό λεωφορείο, προερχόμενο από την Αυστρία. Στο λεωφορείο επέβαινε ο Αιτών, ο οποίος επέδειξε αρχικά βουλγαρικό έγγραφο ταυτοπροσωπίας, το οποίο κατόπιν ελέγχου απεδείχθη ότι είχε κλαπεί ή απωλεσθεί από τον νόμιμο κάτοχό του. Ενόψει τούτου ο Αιτών παραδέχθηκε ότι είναι υπήκοος Συρίας και ότι δεν φέρει διαβατήριο. Προσήχθη στο ομοσπονδιακό αστυνομικό κατάστημα του Πασσάου.

Την 13η Ιουνίου 2019, ώρα 8.00 πμ, ο Αιτών ανακρίθηκε ως ύποπτος για τα αδικήματα της μη εξουσιοδοτημένης εισόδου και της κατάχρησης εγγράφων ταυτοπροσωπίας. Οι ισχυρισμοί του Αιτούντος ήσαν συνοπτικά οι εξής: Κατάγεται από την Δαμασκό και προ 5 ετών μετοίκησε στον Λίβανο όπου και εργάστηκε. Το έτος 2018 μετέβη αεροπορικώς στην Τουρκία. Ξεκινώντας από εκεί αποβιβάστηκε εν συνεχεία δια θαλάσσης στο νησί της Κω. Εκεί παρέμεινε επί 9 μήνες στην φυλακή. Με βουλγαρικό έγγραφο ταυτοπροσωπίας μετέβη αεροπορικώς στην Μπρατισλάβα. Από την Μπρατισλάβα μετέβη σιδηροδρομικώς στην Βιέννη. Εκεί προμηθεύτηκε εισιτήριο με προορισμό την Νυρεμβέργη, το οποίο του έκλεισε από τον ίντερνετ ο αδερφός του, ο οποίος ζει στην Νυρεμβέργη. Στην Ελλάδα ο Αιτών είχε καταγραφεί και το αίτημα ασύλου που υπέβαλε είχε απορριφθεί. Μετά την απελευθέρωσή του από την φυλακή ήταν αναγκασμένος να κοιμάται στον δρόμο. Στην Νυρεμβέργη ζουν οι γονείς του και οι δύο άρρενες αδελφοί του. Ήθελε να πάει κοντά στην οικογένειά του. Στην Συρία δεν έχουν πια σπίτι και ο Αιτών γενικώς δεν έχει κανέναν πια στη Συρία. Στην Συρία θα έπρεπε να πάει στο στρατό και να πολεμήσει, πράγμα που δεν ήταν σε θέση να κάνει.

Με την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019 – αναγραφόμενη ώρα 13.40 μμ – η Ομοσπονδιακή Αστυνομία του Πασσάου αρνήθηκε την είσοδο στον Αιτούντα. Ο Αιτών επέδειξε πλαστό έγγραφο ταυτοπροσωπίας κατά τον έλεγχο εισόδου στην τοποθεσία ελέγχου Ρότταλ-Οστ. Ως Σύριος υπήκοος απαιτείτο για την νόμιμη είσοδο διαβατήριο εν ισχύι και θεώρηση εισόδου εν ισχύι ή τίτλος νομίμου διαμονής. Ο Αιτών δεν πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις εισόδου. Επομένως επιχείρησε μη εξουσιοδοτημένη είσοδο.

Την 13η Ιουνίου 2019, ώρα 20.00, ο Αιτών μετήχθη σε κέντρο κράτησης, και συγκεκριμένα σ’ εκείνο του Αεροδρομίου του Μονάχου, όπου ευρίσκεται και σήμερα. Ως λόγος κράτησης αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο “Κανονισμός Δουβλίνο-Μεταφορά”.

Με τηλεομοιοτυπία από 17 Ιουνίου 2019 η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος υπέβαλε για λογαριασμό του αίτημα ασύλου στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασύλου και Μετανάστευσης. Η προγραμματισμένη απέλαση (βάσει αρνήσεως εισόδου) του Αιτούντος όφειλε εντεύθεν να μην λάβει χώρα και η Ομοσπονδιακή Αστυνομία να λάβει την σχετική εντολή να απόσχει από την απέλαση.

Με περαιτέρω τηλεομοιοτυπία η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος υπέβαλε αντιρρήσεις κατά της από 13ης Ιουνίου 2019 απόφασης της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας του Πασάου, επί των οποίων σύμφωνα με τον αρχειακό έλεγχο δεν έχει εκδοθεί απόφαση.

Την 18η Ιουνίου 2019 ο Αιτών υπέβαλε επισήμως αίτημα ασύλου με την επίσημη φόρμα καταγραφής αιτήματος.

Επίσης την 18η Ιουνίου 2019 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απηύθυνε στην ελληνική Υπηρεσία Δουβλίνου αίτημα εκ νέου αναλήψεως.

Την 21η Ιουνίου 2019 διαβιβάστηκε στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία μία EURODAC-Σύμπτωση Κατηγορίας 1 για την Ελλάδα, σύμφωνα με την οποία ο Αιτών είχε καταθέσει αίτηση ασύλου στην Κω στις 30.08.2018.

Την 21η Ιουνίου 2019 επίσης η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διεξήγαγε προφορική συνέντευξη με τον Αιτούντα για να καθορίσει το κράτος-μέλος που είναι αρμόδιο (για την εξέταση του αιτήματος ασύλου) και για την αποσαφήνιση του παραδεκτού του αιτήματος. Ο Αιτών ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι ο πατέρας του και ο αδερφός του ζούσαν κοντά στην Νυρεμβέργη, ενώ η μητέρα του και ο μικρότερος αδερφός του σε ένα Κατάλυμα Προσφύγων στη Νυρεμβέργη. Πέραν τούτου οι δύο θείοι του ήταν στη Γερμανία. Ο αιτών περιέγραψε το ταξίδι του σε γενικές γραμμές όπως το είχε περιγράψει και στην ανάκριση από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία. Στην Ελλάδα είχε υποβάλει αίτημα ασύλου.

Στον Αιτούντα δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει στοιχεία και γεγονότα, για να αντικρούσει την μεταφορά του στην Ελλάδα. Ο Αιτών ισχυρίστηκε συνοπτικά τα εξής: Η επαφή με τους ανθρώπους στην Ελλάδα δεν είναι καλή. Η ζωή εκεί ήταν απάνθρωπη, μάλιστα ο Αιτών ξυλοκοπήθηκε από την ελληνική αστυνομία. Παρέμεινε 9 μήνες στην φυλακή επειδή θεωρήθηκε ότι είναι διακινητής παρανόμων μεταναστών. Ωστόσο αθωώθηκε στο ακροατήριο. Ο αιτών και ο πατέρας του εξαπατήθηκαν εκεί από έναν διερμηνέα κι έναν δικηγόρο, οι οποίοι τους απέσπασαν 6000 ευρώ, υποσχόμενοι ότι με αυτό το ποσό είναι δυνατόν να τερματιστεί η ποινική διαδικασία. Απέκρυψαν ωστόσο ότι κάτι τέτοιο ήταν εντελώς ανώφελο. Στον Αιτούντα δεν επιτράπηκε καν να παραμείνει σε κατάλυμα για πρόσφυγες. Ο αιτών πάσχει από πλατυποδία, έλκος στομάχου και τα πόδια του είναι ελαφρώς στραβά. Ο αιτών επιθυμεί να παραμείνει κοντά στην οικογένειά του στη Γερμανία. Οι γονείς του και αμφότεροι οι αδερφοί του πρόκειται να ζήσουν εδώ.

Δι’ επιστολής της 24ης Ιουνίου 2019 η ελληνική Μονάδα Δουβλίνου ενέκρινε το αίτημα εκ νέου αναλήψεως που απέστειλε η Ομοσπονδιακής Υπηρεσία επί τη βάσει του άρθρου 18 παρ.1 του Κανονισμού Δουβλίνο III. O Αιτών είχε πράγματι καταγραφεί την 30η Αυγούστου 2018 στην Κω και είχε υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας. Η αίτηση εκκρεμεί ακόμα.

Με την από 25.6.2019 απόφαση η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απέρριψε το αίτημα ασύλου ως απαράδεκτο, αρνήθηκε ότι στοιχειοθετούνται οι απαγορεύσεις απέλασεις εκ του άρθρου 60 παρ.5 και 7 περ.1 του Νόμου περί Παραμονής Αλλοδαπών, διέταξε την απομάκρυνση του Αιτούντος στην Ελλάδα και καθόρισε χρονικά την απαγόρευση εισόδου και παραμονής, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 του Νόμου, στους 15 μήνες από την ημέρα της απέλασης. Προς θεμελίωση του διατακτικού η Υπηρεσία προέβαλε ως επιχειρήματα, αφενός ότι η Ελλάδα, λόγω της εκεί υποβληθείσας αιτήσεως ασύλου, είναι το υπεύθυνο κράτος-μέλος για την εξέταση της αιτήσεως. Αφετέρου, η Υπηρεσία επιχειρηματολόγησε περαιτέρω ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω και σε σχέση με την Ελλάδα λόγοι που να απαγορεύουν την απέλαση σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.5 και 7 εδ.1 του Νόμου περί Παραμονής Αλλοδαπών. Κατά τα λοιπά η απόφαση διέλαβε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτήν.

Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διαβίβασε επίσης στην Ομοσπονδιακή Αστυνομία του Πασσάου αντίγραφο της απόφασης την 25η Ιουνίου 2019.

Με την από 27 Ιουνίου 2019 απόφαση η Ομοσπονδιακή Αστυνομία του Πασσάου αρνήθηκε στον Αιτούντα εκ νέου την είσοδο. Αυτός όφειλε πλέον να μεταφερθεί στην Ελλάδα. Ως αιτιολογία παρατίθεται ότι ο Αιτών κατά την διάρκεια της κράτησής του υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας. Το αίτημα εισόδου όμως είναι απορριπτέο διότι υπάρχουν ενδείξεις κατά τις οποίες πιθανολογείται ότι η Ελλάδα είναι αρμόδια να αναλάβει, άλλως να αναλάβει εκ νέου, τον Αιτούντα, σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Εντεύθεν έχει κινηθεί η σχετική διαδικασία το πρώτον, άλλως εκ νέου, αναδοχής (αρ.18 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για το Άσυλο).

Την 28 Ιουνίου 2019 η από 25.6.2019 απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας κοινοποιήθηκε στον Αιτούντα.

Την 5η Ιουλίου 2019 η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της από 25.6.2019 απόφασης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας. Επικουρικά αιτήθηκε όπως η καθ’ ης να υποχρεωθεί να διαπιστώσει ότι στοιχειοθετούνται οι εκ του άρθρου 60 παρ.5 και 7 εδ.1 του Νόμου περί Νομίμου Διαμονής απαγορεύσεις απέλασης ως προς την Ελλάδα.

Ταυτόχρονα ζητήθηκε η προσφυγή να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Η προσφυγή περιλαμβάνει ως λόγους, όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτήν.

Με το από 14 Ιουλίου 2019 υπόμνημα, η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος θεμελίωσε την προσφυγή και την αίτηση αναστολής περαιτέρω με την προβολή διαφόρων διεξοδικών ισχυρισμών:

Η από 30.8.2018 υποβληθείσα από τον Αιτούντα αίτηση ασύλου στην Ελλάδα απορρίφθηκε στις 12.11.2018ως απαράδεκτη μετά από τη διεξαγωγή σύντομης συνέντευξης την 22.10.2018, με την αιτιολογία ότι η Ελλάδα αξιολογεί την Τουρκία ως “πρώτη χώρα ασύλου” άλλως ως “ασφαλή τρίτη χώρα”, χωρίς να εξεταστεί το αίτημα ασύλου του Αιτούντος ως προς την ουσία του. Η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος προσκόμισε την από 12.11.2018 απόφαση (με συνημμένη μετάφραση) και το από 22.10.2018 πρακτικό συνέντευξης. Προέβαλε ότι ο Αιτών κατά την διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα δεν είχε νομική εκπροσώπηση, όπως δικαιούτο κατά τον νόμο. Η απόφαση δεν είναι ακόμα εκτελεστή διότι έχει ασκηθεί κατ’ αυτής προσφυγή. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση βέβαιο ότι ο δεύτερος βαθμός θα επικυρώσει την απόφαση και επομένως υφίσταται επικείμενος κίνδυνος απελάσεως στην Τουρκία. Κατά την σύλληψη του Αιτούντος από τις Γερμανικές αρχές ο διερμηνέας δεν μετέφρασε την εκφρασθείσα βούληση ασύλου του Αιτούντος.
Το ιδιωτικό έννομο συμφέρον αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης αποβαίνει σπουδαιότερο έναντι του δημοσίου συμφέροντος εκτέλεσης της προσβαλλόμενης. Στην Ελλάδα υφίστανται συστημικές ελλείψεις της διαδικασίας ασύλου. Ενδεχόμενη μεταφορά στην Ελλάδα δεν είναι συμβατή με πλείονες διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, λόγω της απειλούμενης απέλασης του Αιτούντος στην Τουρκία και της εκεί περαιτέρω απειλούμενης επαναπροώθησης στην Συρία. Ο κίνδυνος είναι επιπλέον συγκεκριμένος ενόψει των ήδη σωρεία εκδοθεισών αποφάσεων περί απαραδέκτου. Η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος προβάλλει επίσης συγκεκριμένα ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα φέρει την ευθύνη για ενδεχόμενη αλυσιδωτή επαναπροώθηση. Δεσμεύεται επίσης από την ΕΣΔΑ και οφείλει ως εκ τούτου να αποκλείσει την πραγμάτωση κάθε εν τοις πράγμασι κινδύνου ή σοβαρής πιθανότητας παραβίασης των σχετικών διατάξεων. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οφείλει να εξετάσει με επιμέλεια, αυστηρότητα και ακρίβεια αν υφίσταται απειλή τέτοιας αλυσιδωτής επαναπροώθησης. Κατά συνέπεια η πληρεξουσία δικηγόρος επισημαίνει ότι ο Αιτών κινδυνεύει με αλυσιδωτή επαναπροώθηση στην Τουρκία. Περιγράφει συγκεκριμένα πώς διαμορφώνεται η διαδικαστική διαδρομή του αιτήματος ασύλου στην Ελλάδα, ότι δηλαδή εκεί ο Αιτών στερείται εκ των προτέρων ενός αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, ότι δεν προβλέπεται αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα για την δικαστική προσφυγή, ότι ο Αιτών θα εκτεθεί σε μια υπερβολικής διάρκειας διαδικασία και στην έλλειψη προνοιακών/κοινωνικών παροχών και ότι μια απορριπτική απόφαση είναι σχεδόν βέβαιη. Μέσω μίας αλυσιδωτής επαναπροώθησης στην Τουρκία ο Αιτών θα έρθει αντιμέτωπος με απειλή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.
Η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος παραθέτει σχετικά αναλύσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και για την, κατά την άποψή της, ανεπάρκεια πληροφοριών. Οι πολίτες Συρίας απολαύουν στην Τουρκία ανεπαρκούς προστασίας. Γι’ αυτούς δεν προβλέπεται στην Τουρκία καθεστώς προστασίας συμβατό με την Σύμβαση της Γενεύης. Η Τουρκία έχει διατηρήσει γεωγραφικό περιορισμό στην κύρωση της Σύμβασης. Η διαπίστωση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν αποτελεί προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης. Υπάρχει κίνδυνος επαναπροώθησης. Τα δικαιώματα του αναγνωρισμένου πρόσφυγα, όπως προβλέπονται από την Σύμβαση της Γενεύης, δεν τηρούνται. Ο Αιτών κινδυνεύει επίσης από αλυσιδωτή επαναπροώθηση στην Συρία. Από τις συνθήκες κράτησης και διαβίωσης στην Τουρκία συνάγεται παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Η μεταφορά στην Ελλάδα απαγορεύεται διότι εκεί σχετικά με τους Σύρους αιτούντες άσυλο, των οποίων η αίτηση απορρίπτεται κατ’ εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας ως προς την Τουρκία ως απαράδεκτη, παρατηρούνται συστημικές ελλείψεις.  Σε κάθε περίπτωση η ΟΔΓ είναι υποχρεωμένη να αναλάβει την εξέταση του αιτήματος ασύλου κατ’ εφαρμογή της ρήτρας διακριτικής ευχέρειας. Το δικαίωμα διακράτησης αρμοδιότητας εξέτασης αιτήματος ασύλου έχει τριτενέργεια (σ.τ.μ. στοιχειοθετεί αξίωση του αιτούντος άσυλο) και η καθ’ ης φέρει υποχρέωση στάθμισης και αιτιολόγησης σύμφωνα με τον Κανονισμό. Στην προκειμένη περίπτωση η διακριτική ευχέρεια καθίσταται μάλιστα δέσμια αρμοδιότητα λόγω του συγκεκριμένου κινδύνου παραβίασης του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, άρθρου 4 Θεμελιώδους Χάρτη, άρθρου 13 σε συνδυασμό με άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, άρθρου 47 του Θεμελιώδους Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 4 αυτού, άρθρου 18 του Θεμελιώδους Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 78 με την Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καθ’ ης δεν έχει επ’ ουδενί περιθώριο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας  εκ του άρθρου 17 παρ.1 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αναλάβει το αίτημα και σε κάθε περίπτωση δεν αιτιολόγησε την μη άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν επίσης συστημικές ελλείψεις σχετικά με την εφαρμογή της αναδοχής αρμοδιότητας εξέτασης αιτήματος ασύλου. Ο Αιτών θα κρατηθεί προληπτικά και δεν θα έχει πρόσβαση σε κοινωνικές/προνοιακές υπηρεσίες. Δεν θα διασφαλιστεί γι’ αυτόν κατάλυμα σε ατομική βάση. Η ελληνική Μονάδα Δουβλίνου παρέσχε ρητώς μόνο γενική διαβεβαίωση ότι ο Αιτών θα έχει κατάλυμα όπως προβλέπεται για όλες τις περιπτώσεις της κατηγορίας του. Η πληρεξουσία του Αιτούντος αναφέρει εν συνεχεία συγκεκριμένα  ποιες διατάξεις του ευρωπαϊκού και συνταγματικού δικαίου περιγράφουν το πλαίσιο για τις ελάχιστες αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας και ποιο είναι το πραγματικά ισχύον πλαίσιο προστασίας των προσώπων αυτών στην Ελλάδα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Αιτών κινδυνεύει στην Ελλάδα σε περίπτωση αναγνώρισής του ως πρόσφυγα με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση υπό την έννοια των άρθρων 4 Θεμελιώδους Χάρτη και του άρθρου 3 ΕΣΔΑ. O Αιτών, ο οποίος από 13.6.2019 ευρίσκεται σε κράτηση επί σκοπώ απομακρύνσεως (σ.τ.μ. λόγω μεταφοράς), απολαύει όλως ανεπαρκούς προστασίας του δικαιώματός στην αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.4 του Συντάγματος, εξαιτίας των συνθηκών κράτησης και της όλης συμπεριφοράς των εμπλεκομένων Αρχών.

Με το από 11.7.2019 υπόμνημά της η πληρεξουσία δικηγόρος του Αιτούντος προσέβαλε την από 27.6.2019 απόφαση της Διεύθυνσης της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας του Πασσάου, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (σ.τ.μ. λόγω έλλειψη νομίμου ερείσματος) και την υποχρέωση της καθ’ ης να εξουσιοδοτήσει την είσοδο του Αιτούντος στην Γερμανία, επικουρικώς δε να διαπιστώσει ότι έχει ήδη λάβει χώρα νόμιμα είσοδος του Αιτούντος στην Γερμανία, όλως δε επικουρικώς να κηρυχθεί η από 27.6.2019 απόφαση παράνομη.

Ταυτοχρόνως ζητήθηκε η προσφυγή (ως προς το με το υπόμνημα προβληθέν αίτημα) να έχει αναστέλλουσα δύναμη, επικουρικώς δε να επιτραπεί προσωρινά η είσοδος του Αιτούντος στην Γερμανία.

Προς θεμελίωση του αιτήματος προβλήθηκαν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί κατά τα ουσιώδη αυτών μέρη. Η προσβαλλόμενη εξεδόθη την 27 Ιουνίου 2019 πριν καταστεί εκτελεστή η από 25 Ιουνίου 2019 απόφαση (σ.τ.μ. περί μεταφοράς στην Ελλάδα), η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτούντα την 28 Ιουνίου 2019. Η μεταφορά του Αιτούντος ήταν ήδη προαποφασισμένη, πριν γίνει ενδελεχής εξέταση. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 18 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για το Άσυλο. Η από 27 Ιουνίου 2019 απόφαση στερείται νομίμου ερείσματος και ως εκ τούτου είναι παράνομη. Κατά τα δεδομένα όμως και παρά τις παρατυπίες υπεβλήθη αίτημα ασύλου. Η αρμοδιότητα του κράτους-μέλους εξετάζεται κατά προτεραιότητα έναντι πάσης άλλης διαδικασίας (σ.τ.μ. της αρνήσεως εισόδου) και σύμφωνα με τη διαδικασία Δουβλίνου. Επιπλέον, ο Αιτών είχε ήδη εισέλθει στην χώρα κατά τον χρόνο έκδοσης της από 27.6.2019 απόφασης. Επειδή η κρίση της καθ’ ης  ότι, δυνάμει της προηγηθείσας από 13.6.2019 απόφασης περί αρνήσεως εισόδου, είχε την εξουσία να ενεργήσει με πραγματικό έρεισμα την κατάσταση της (λεγόμενης) “πλασματικής μη εισόδου”, είναι εσφαλμένη, αποδεικνύεται περαιτέρω ότι δεν υπήρχε έδαφος εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπει η Οδηγία της Επιστροφής προκειμένου περί ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα (της Ένωσης). Η κατά πλάσμα δικαίου αντιμετώπιση ενός ατόμου που έχει εισέλθει σωματικά στην χώρα, ως εάν η είσοδός του δεν επάγεται τις σχετικές έννομες συνέπειες, δεν έχει έδαφος εφαρμογής στους ελέγχους των εσωτερικών συνόρων της Ένωσης.

Με το από 16 Ιουλίου 2019 υπόμνημα η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ζήτησε για λογαριασμό της καθ’ ης την απόρριψη της αίτησης αναστολής επί της προσφυγής κατά της από 25.6.2019 απόφασης.

Η Υπηρεσία αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση και συμπληρωματικώς προβάλλει ότι συναφώς προς την αποδοχή εκ μέρους των ελληνικών αρχών δόθηκαν απ’ αυτές και διαβεβαιώσεις εφαρμογής των εγγυήσεων κατά την αναδοχή ατομικά για τον Αιτούντα. Οι ελλείψεις, στις οποίες ο Αιτών ισχυρίζεται ότι εκτέθηκε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, είναι προδήλως ηπιότερες (σ.τ.μ. σε σχέση με όσες προβάλει με την προσφυγή και την αίτηση αναστολής), αν ληφθεί υπ’ όψη το περιεχόμενο των ισχυρισμών του κατά την προφορική συνέντευξη. Δεν κατονόμασε κάποιον συγκεκριμένο κίνδυνο που να απειλεί αυτόν ατομικά. Η καθ’ ης επίσης αποφάσισε να μην ασκήσει το δικαίωμα πρωτόβουλης αναδοχής της αρμοδιότητας εξέτασης του αιτήματος, διότι δεν προέκυψε η συνδρομή εξαιρετικών ανθρωπιστικών λόγων κατά την έννοια του άρ.17 του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Αν ο Αιτών θεωρεί ότι συνέπεια της εκτέλεσης της προσβαλλομένης θα είναι η αλυσιδωτή επαναπροώθησή του στην Τουρκία, για τούτο η καθ’ ης δεν φέρει καμία ευθύνη. Η επανεισδοχή στην Τουρκία αποτελεί ενδεχόμενη έκβαση εκ της αποφάσεως των ελληνικών αρχών. Ωστόσο, από δε την αποδοχή του εξερχομένου αιτήματος από τις αρχές της Ελλάδας οφείλει να συναχθεί ότι τοιαύτη απόφαση δεν έχει εκδοθεί, διότι η διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

Με το από 16.7.2019 υπόμνημα της η Διεύθυνση της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας του Μονάχου ζήτησε εκ μέρους της καθ’ ης την απόρριψη της προσφυγής κατά το μέρος που στρέφεται κατά της από 27 Ιουνίου 2019 απόφασης, καθώς και των επικουρικών αιτημάτων.

Ο Αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις νόμιμης εισόδου σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συμφωνίας Σέγνκεν ελλείψει ταξιδιωτικού εγγράφου και νόμιμου τίτλου διαμονής. Είναι επομένως ύποπτος απόπειρας παράνομης εισόδου στην ομοσπονδιακή επικράτεια. H δήλωση του Αιτούντος κατά την εξέτασή του ως υπόπτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτημα διεθνούς προστασίας. Κατά συνέπεια, εξεδόθη εις βάρος του Αιτούντος πράξη άρνησης εισόδου σύμφωνα με το άρθρο 15 του Νόμου περί Παραμονής σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Συμφωνίας Σένγκεν. Κατά  περαιτέρω αυτόθροη συνέπεια, εξεδόθη απόφαση κράτησης επί σκοπώ απομακρύνσεως (σ.τ.μ. λόγω μεταφοράς). Κατά την κράτηση επί σκοπώ απομακρύνσεως, υποβλήθηκε το πρώτον αίτημα ασύλου, λόγω του οποίου η άρνηση εισόδου στηρίζεται πλέον στην διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για το Άσυλο και στους σχετικούς ευρωπαϊκούς κανόνες, και παραμένει εντεύθεν νόμιμη. Όσα εκ των αιτήματων θεωρηθούν παραδεκτά είναι πάντως αβάσιμα. Η αποδοχή των κύριων και επικουρικών αιτημάτων προϋποθέτει κρίση επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (των λόγων ακυρώσεως), πράγμα που το Δικαστήριο, όταν δικάζει κατά την κατεπείγουσα διαδικασία της αναστολής/ασφαλιστικών μέτρων, δεν έχει την εξουσία να κάνει. Επίσης δεν προβάλλει, άλλως δεν προβάλλει βάσιμα, κανένα λόγο κατεπείγοντος (σ.τ.μ. δεν αποδεικνύει ότι η ακύρωση της πράξης με το κύριο ένδικο βοήθημα δεν επαρκεί για την δικαστική του προστασία). Επιπλέον ο Αιτών δεν προβάλλει δικό του δικαίωμα που, παραβιαζόμενο, επιτάσσει την λήψη προσωρινών μέτρων. Από καμία διάταξη δεν προβλέπεται υποχρέωση της καθ’ ης να εξουσιοδοτήσει την είσοδο του Αιτούντος (σ.τ.μ. εννοείται ότι η διακριτική ευχέρεια της Γερμανίας να διακρατήσει το αίτημα ασύλου είναι ευχέρεια του κράτους και δεν θεμελιώνει αξίωση του Αιτούντος). Πρωτευόντως οφείλει να μην του επιτραπεί η είσοδος δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για το Άσυλο, διότι υπάρχουν ενδείξεις ή αποδείξεις περί του ότι βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων ένα άλλο κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση του αιτήματος ασύλου του Αιτούντος. Ήδη λοιπόν προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι Αιτών δεν εισήλθε οριστικά στην Γερμανία. Τούτο αιτιολογήθηκε επαρκώς από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία. Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόστηκε ορθά και νόμιμα, πέραν πάσης αμφιβολίας, η διαδικασία περί εισόδου, όπως ρυθμίζεται σε περίπτωση διαδικασίας  μεταφοράς κατά τον Κανονισμό Δουβλίνο. Λαμβανομένων υπ’ όψη των ανωτέρω δεν επικαλείται ο Αιτών ποια δικαιώματα ή διαδικαστικές εγγυήσεις από τον Κανομισμό Δουβλίνο και την Οδηγία της Επιστροφής παραβιάστηκαν. Όλως επικουρικώς και εκ περισσού οφείλει να σημειωθεί ότι μόνον αν ο Αιτών θεωρηθεί ότι εισήλθε στην Γερμανία οριστικά, μόνον τότε μπορεί να θεωρηθεί η εκτέλεση της μεταφοράς του όχι ως άρνηση εισόδου αλλά ως απέλαση. Ο Αιτών δεν πληροί με την αίτησή του τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 παρ.5 ΚΔΔ/μίας ούτε προβάλλει βάσιμα λόγους αναστολής ούτε λόγους που επιτάσσουν τη μη εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 123 του ΚΔΔ/μίας.

(Παρατίθενται τα στοιχεία προσφυγής και αναστολής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας και προσφυγής και αναστολής κατά της απόφασης της Αστυνομίας)

Ως προς τα περαιτέρω στοιχεία της υπόθεσης ελήφθησαν υπ’ όψη τα διαδικαστικά έγγραφα που κατέθεσαν η μεν Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ηλεκτρονικά, η δε Ομοσπονδιακή Αστυνομία εγγράφως.

ΙΙ.  Η συνεκδίκαση των υποθέσεων βασίζεται στο άρθρο 93 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

Η αίτηση αναστολής κατά της από 25.6.2019 απόφασης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας είναι νόμω βάσιμη κατ’ άρθρο 80 παρ.5 ΚΔΔ/μίας.

Α) Καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η αίτηση σκοπεί στο να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην προσφυγή κατά της περιεχομένης στην προσβαλλόμενη διαταγή απέλασης.
Β) Το ιδιωτικό έννομο συμφέρον του Αιτούντος στην χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή υπερακοντίζει το δημόσιο συμφέρον άμεσης εκτέλεσης της διαταγής απέλασης κατ’ εφαρμογήν του νόμου, διότι ανακύπτει σοβαρή αμφιβολία ως προς την νομιμότητα της διαταγής εκτέλεσης.
Γ) Σύμφωνα με το άρθρο 34α παρ.1 εδ.1 του νόμου για το Άσυλο, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διατάσσει την απέλαση ενός αλλοδαπού σε μια ασφαλή τρίτη χώρα ή σε ένα κράτος αρμόδιο για την εξέταση του αιτήματος ασύλου (πρβλ. άρθρο 29 παρ.1 αρ.1 Νόμου για το Άσυλο), εφόσον διαπιστώνεται ότι η απέλαση μπορεί πράγματι να εκτελεστεί επιτρεπτώς.
Αα) Υπέρ του ότι η διαταγή απομάκρυνσης είναι παράνομη και ακυρωτέα, συνηγορούν συγκεκριμένες διαπιστώσεις, προεχόντως δε ότι κατά την συστηματική ερμηνεία του γερμανικού δικαίου ασύλου και αλλοδαπών η «απέλαση» εννοιολογικώς προϋποθέτει ότι ο αλλοδαπός έχει εισέλθει στην χώρα, με την νομική έννοια του όρου, πράγμα όμως που όμως εν προκειμένω δεν συντρέχει.
Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία λαμβάνει την θέση ότι ο Αιτών κατά την έννοια του νόμου δεν έχει εισέλθει στην Γερμανία. To Δικαστήριο, κατόπιν πιθανολόγησης, κάνει δεκτή αυτήν την θέση.
Το ζήτημα του πότε ένας αλλοδαπός θεωρείται ότι έχει εισέλθει στην χώρα ρυθμίζεται στο άρθρο 13 του Νόμου για την Παραμονή Αλλοδαπών. Ο Νόμος για το Άσυλο δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη, η οποία θα ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω ως ειδικότερη της προμνησθείσας. Δεδομένου ότι ο Αιτών υποβλήθηκε σε έλεγχο εντός ζώνης διέλευσης, βρίσκει εφαρμογή η § 13 παρ.2 εδ.1 Νόμου περί Παραμονής Αλλοδαπών, σύμφωνα με την οποία, θεωρείται ότι στην περίπτωση μιας ζώνης διέλευσης, ο αλλοδαπός έχει εισέλθει στη χώρα, εφόσον έχει διαβεί τα σύνορα και περάσει πέρα από τη ζώνη ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση η Αστυνομία Συνόρων άφησε τρόπον τινά τον Αιτούντα να «περάσει ελάχιστα» τα σύνορα πριν την απόφαση περί αρνήσεως εισόδου, άλλως κατά την διάρκεια της προετοιμασίας, της συλλογής στοιχείων και της λήψης αυτού του μέτρου, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο τακτικός έλεγχος της νομιμότητας της παραμονής του Αιτούντος από την Αστυνομία. Επ’ αυτής της κατηγορίας περιπτώσεων εισόδου διαλαμβάνει το άρθρο 13 παρ.2 εδ.2 του Νόμου περί Παραμονής Αλλοδαπών, ορίζον ότι κατά πλάσμα δικαίου ο αλλοδαπός (που βρίσκεται σε ζώνη διέλευσης και διεξάγεται γι’ αυτόν έλεγχος νομιμότητας της παραμονής) συνεχίζει να μην έχει εισέλθει στην χώρα («πλασματική μη είσοδος»).
Στον Νόμο περί Παραμονής Αλλοδαπών οι διάφορες μορφές απέλασης προβλέπονται ως μέσα για την εφαρμογή της υποχρέωσης απομάκρυνσης και για τον τερματισμό της παραμονής στην Γερμανία (πρβλ. τίτλο του κεφαλαίου 5 του Νόμου περί Παραμονής Αλλοδαπών και του υποτίτλου του δευτέρου μέρους του ίδιου κεφαλαίου). Για την περίπτωση κατά την οποία ένας αλλοδαπός δεν έχει – οριστικά – εισέλθει στην επικράτεια, ο Νόμος περί Παραμονής Αλλοδαπών προβλέπει το εργαλείο της άρνησης εισόδου (αρ.15 του Νόμου). Ο Νόμος για το Άσυλο προβλέπει αντιστοίχως την διαταγή απέλασης ως διοικητική πράξη και την διαταγή απομάκρυνσης ως πράξη που ενσωματώνεται στην πρώτη και αποτελεί πράξη έναρξης της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης απέλασης· το νομικό έρεισμα αυτών των πράξεων (άρθρα 34, 34α και 35 του Νόμου για το Άσυλο) βρίσκονται στην υποενότητα 2 («Τερματισμός της διαμονής») της ενότητας 4 του Νόμου για το Άσυλο. Στην υποενότητα 2 περιλαμβάνονται κανόνες που ρυθμίζουν την άρνηση εισόδου και την απέλαση (άρθρο 18 του Νόμου). Το ότι ο Νόμος για το Άσυλο προβλέπει την απέλαση ως μέσο για τον τερματισμό της διαμονής ενός ήδη εισελθόντος στην επικράτεια αλλοδαπού, συνάγεται εξ αντιδιαστολής από την διάταξη που ρυθμίζει την διαδικασία σε αερολιμένα (άρθρο 18α του Νόμου). Εκεί ρητώς προβλέπεται ότι σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος ασύλου ως προδήλως αβάσιμου δεν εκδίδεται διαταγή απέλασης, αλλ’ απλώς εκδίδεται άρνηση εισόδου στον αλλοδαπό (αρ.18α παρ.3 εδ.1 του Νόμου). Επιπλέον, κατά την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου, εκδίδεται πράξη απέλασης μόνον προληπτικά «για την περίπτωση της (παρά ταύτα) εισόδου» (αρ.18α παρ.2 Νόμου για το Άσυλο). Από αμφότερες τις προαναφερθείσες διατάξεις καθίσταται άνευ ετέρου σαφές ότι ο νομοθέτης με την εισαγωγή της «διαδικασίας σε αερολιμένα» ήθελε να διαφοροποιήσει μεταξύ αφενός του εργαλείου της απέλασης, που σκοπεί στην εκτέλεση της υποχρέωσης απομάκρυνσης, αφετέρου του εργαλείου της άρνησης εισόδου, το οποίο υπηρετεί την παρεμπόδιση μη εξουσιοδοτημένης εισόδου.
Στην προκειμένη περίπτωση επίσης η Αστυνομία προβάλλει με την αντίκρουσή της (σελίδα 8) την θέση ότι η πράξη απέλασης αποσκοπεί στον τερματισμό της διαμονής ενός ήδη εισελθόντος αλλοδαπού («Εάν η κατά πλάσμα δικαίου κατάσταση «μη εισόδου» δεν τηρηθεί εν προκειμένω και θεωρηθεί ότι ο Αιτών έχει οριστικά εισέλθει στην Γερμανία, τότε η μεταφορά του στην Ελλάδα βάσει της διαδικασίας Δουβλίνου, θα έπρεπε να εκτελεστεί ως απέλαση και όχι ως άρνηση εισόδου»).
Κάθε πράξη απέλασης δυνάμει του άρθρου 34α του Νόμου για το Άσυλο σε περίπτωση όπως η παρούσα, εκδιδόμενη δηλαδή εις βάρος ενός αλλοδαπού που δεν έχει ακόμα εισέλθει στην χώρα, θα ήταν σύννομη, μόνον εάν η υποχρεωτική μεταφορά ενός μη εισελθόντος στην επικράτεια αιτούντος άσυλο ισοδυναμεί με «απέλαση» κατά την έννοια του νόμου· τούτο όμως αντιστοιχεί στο περιεχόμενο της νομικής έννοιας, τόσο γλωσσικά όσο και όπως αυτή προβλέπεται στο δίκαιο αλλοδαπών και ασύλου.
Ωστόσο διαφορετικό ερώτημα αποτελεί αν ο Αιτών προβάλλει λυσιτελώς την εν λόγω πλημμέλεια. Κατά την πιθανολόγηση του Δικαστηρίου, η απάντηση στο ζήτημα είναι αρνητική. Το έννομο συμφέρον του Αιτούντος κατατείνει εν τέλει στο να επιτραπεί η συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος ασύλου από την ενδοχώρα. Αν τελικώς η απόφαση μεταφοράς ακυρωθεί για τον τυπικό λόγο ότι δεν υπήρχε είσοδος στην χώρα, τότε ο Αιτών, αμέσως αφού του επιτραπεί η είσοδος βάσει της θετικής γι’ αυτόν απόφασης, δεν θα μπορούσε να προβάλει την μη είσοδό του στην χώρα ως πλημμέλεια (έλλειψη νομίμου ερείσματος) της πράξης μεταφοράς, διότι στην δικονομία των διαφορών σχετικά με την αναγνώριση πρόσφυγα η κρίση του Δικαστηρίου βασίζεται πάντοτε στην παρούσα κατά την διεξαγωγή της δίκης πραγματική και νομική κατάσταση (αρ.77 παρ.1 εδ.1). Η καθ’ ης θα μπορούσε αμέσως μετά την είσοδο του Αιτούντος – «ένα δευτερόλεπτο» μετά την άφεσή του από την κράτηση – να καταθέσει αίτημα κατ’ άρθρο 80 παρ.7 του ΚΔΔ/μίας (σ.τ.μ. αίτηση ανάκλησης/μεταρρύθμισης ασφαλιστικού μέτρου, με τον οποίο τρόπο η πράξη μεταφοράς θα καθίστατο πλέον νόμιμη ως εκδοθείσα εις βάρος οριστικά εισελθόντος στην χώρα). Σε μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων δεν θα μπορούσε να προβληθεί βασίμως από τον Αιτούντα, ότι η εν λόγω κατάσταση είναι παράνομη, ακόμα και αν εννοιολογικώς για την έκδοση πράξης απέλασης απαιτείται οριστική είσοδος κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης.
Ββ) Υπέρ του παρανόμου της πράξης μεταφοράς συνηγορούν όμως, κατόπιν συνοπτικής εξέτασης, και έτερες σημαντικές διαπιστώσεις, οι οποίες τελικώς κατατείνουν στην παραδοχή της αίτησης αναστολής.
Πρωτίστως είναι εξεταστέο αν η καθ’ ης πράγματι δεν είναι υπεύθυνη σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο για την εξέταση του αιτήματος ασύλου του Αιτούντος.
Σύμφωνα με τις πηγές πληροφόρησης που είναι διαθέσιμες στο Δικαστήριο προκύπτουν σημαντικά στοιχεία που συνηγορούν στο ότι η Ελλάδα θα απελάσει τον Αιτούντα στην Τουρκία. Ο Αιτών κατέθεσε σε μετάφραση την από 12.11.2018 απόφαση της ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία το εκεί κατατεθέν αίτημα ασύλου απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, με την αιτιολογία ότι η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει ασφαλή χώρα γι’ αυτόν. Μια τέτοια διαδικασία είναι μεν σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αφού η Οδηγία 2013/32 (στο εξής: Οδηγία για την Διαδικασία), η οποία είναι εφαρμοστέα παράλληλα προς τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (ιδ. προοίμιο αρ.12 του Κανονισμού), προβλέπει ρητώς την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας. Ωστόσο, οι σχετικές διατάξεις θέτουν προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έννοιας αυτής, οι οποίες όμως είναι τουλάχιστον αμφίβολο, αν τηρούνται από την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 38 παρ.1 της Οδηγίας προβλέπει μεταξύ άλλων ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους οφείλουν να έχουν πεισθεί περί του ότι ένα πρόσωπο, το οποίο αιτείται διεθνούς προστασίας, θα τύχει αντιμετώπισης από την εν λόγω Τρίτη χώρα, η οποία θα συμμορφώνεται με την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης (άρθρο. 38 1γ), καθώς και ότι αυτό το πρόσωπο εκεί θα έχει την δυνατότητα να υποβάλει αίτημα αναγνώρισης της προσφυγικής ιδιότητας σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης (άρθρο 38 1ε).
Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν η Ελλάδα τηρεί αυτές τις προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του τρέχοντος δελτίου του Υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με την κατάσταση των αιτούντων άσυλο και επιστρεφομένων στην Τουρκία (14.9.2019), η αρχή της μη επαναπροώθησης φέρεται να τηρείται στην Τουρκία, συνεπώς το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό του Αιτούντος ότι κινδυνεύει με αλυσιδωτή επαναπροώθηση στην Τουρκία. Όμως οι αναλύσεις για την κατάσταση στην Τουρκία δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολιών περί του ότι η Τουρκία εφαρμόζει την Σύμβαση της Γενεύης μόνον προκειμένου περί αιτούντων άσυλο προερχομένων από την Ευρώπη, ενώ για τους μη Ευρωπαίους ισχύει μόνον η αρχή της μη επαναπροώθησης. Πρόσφυγες από άλλα κράτη λαμβάνουν μόνον ένα προσωρινό καθεστώς όσο διαρκεί η διαδικασία ασύλου. Οι πολίτες Συρίας απολαύουν ενός είδους «προσωρινής» προστασίας, σε κάθε περίπτωση δηλαδή όχι πραγματικό, ανταποκρινόμενο στην Σύμβαση της Γενεύης, καθεστώς προστασίας (Δελτίο Πληροφοριών, σ.24). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτο σημαίνει σε μεγάλο βαθμό ότι η προϋπόθεση του άρθρου 38 παρ.1 ε δεν πληρούται επαρκώς. 
Το Δικαστήριο επιπλέον κρίνει προσωρινώς ότι πράγματι, είναι κατ’ αρχήν ευθύνη του εκάστοτε αιτούντος άσυλο και στην εκάστοτε διαδικασία καθορισμού του υπευθύνου κράτους-μέλους, να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες μέχρι και στην προσφυγή σε δικαστήριο, ώστε να επιτύχει στο κράτος-μέλος μια μεταχείριση σύμφωνη με την Οδηγία για την Διαδικασία. Ωστόσο στην προκειμένη προκύπτει ότι οι αιτήσεις ασύλου Σύρων πολιτών, οι οποίοι κατά τους εσωτερικούς κανόνες της Ελλάδας έχουν σύνδεσμο με το υποψήφιο τρίτο κράτος (πρβλ αρ.38 παρ.2 α της Οδηγίας), τυγχάνουν μεταχείρισης με τρόπο που δεν εναρμονίζεται με το άρθρο 38 παρ.1 ε της Οδηγίας. Σύμφωνα με το τρέχον, από 29 Μαρτίου 2019, δελτίο για την Ελλάδα του AIDA (Asylum Information Database), σελ. 104 – συγκεντρωτικά στοιχεία - , από τους 509 συνολικά αιτούντες άσυλο από την Συρία, των οποίων τα αιτήματα εξετάστηκαν στο παραδεκτό βάσει της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, περισσότεροι από τα ¾ (77,3%) απορρίφθηκαν στον πρώτο βαθμό. Ο Αιτών πλήττεται συγκεκριμένα από αυτήν την πρακτική, διότι είναι υπήκοος Συρίας και οι ελληνικές αρχές ασύλου την 12.11.2018 εφήρμοσαν στην αίτησή του την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας και απέρριψαν αυτή ως απαράδεκτη.
Συγκεφαλαιωτικώς επομένως, κατόπιν σταθμίσεως των συμφερόντων των μερών, οφείλει να δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην προσφυγή ως προς την εκτέλεση της πράξης μεταφοράς της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας. Η κρίση σχετικά με το αν στοιχειοθετείται αρμοδιότητα της καθ’ ης ως κράτους-μέλους σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο οφείλει να διακρατηθεί για την κύρια διαδικασία επί της προσφυγής.

3.  Η αίτηση αναστολής της 27 Ιουνίου 2019 οφείλει να γίνει επίσης δεκτή και να χορηγηθεί στην προσφυγή ανασταλτικό αποτέλεσμα.
α) Η αίτηση κατ’ άρθρο 80 παρ.5 ΚΔΔ/μίας είναι παραδεκτή προεχόντως διότι η άρνηση εισόδου είναι μία δυσμενής διοικητική πράξη.
β) Περαιτέρω η αίτηση είναι βάσιμη, διότι το έννομο συμφέρον του Αιτούντος στην αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής υπερακοντίζει το δημόσιο συμφέρον στην άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης.
Τούτο διότι αναφύονται σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης ήδη εκ του ότι δεν είναι επαρκώς βέβαιο, αν η Γερμανία πράγματι δεν είναι αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος ασύλου του Αιτούντος (ιδ. 2).
Τις αμφιβολίες δε αυτές ουδόλως αμβλύνει το ότι σύμφωνα με το αρ.18 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για το Άσυλο, για την έκδοση αρνήσεως εισόδου επαρκεί να προκύπτουν “ενδείξεις” περί του ότι ένα άλλο κράτος είναι αρμόδιο για το αίτημα ασύλου βάσει  του ευρωπαϊκού ή του διεθνούς δικαίου. Κατ’ αυστηρή γραμματική ερμηνεία αυτό σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να είναι σαφές και βέβαιο ποιο κράτος-μέλος είναι αρμόδιο (αρκούν “ενδείξεις”) και επιπλέον ότι στην διαδικασία το πρώτον ή εκ νέου ανάληψης δεν απαιτείται η αποσαφήνιση της αρμοδιότητας – με ρητή διοικητική πράξη ή λόγω παρέλευσης προθεσμίας – ως προϋπόθεση της αναδοχής του αιτούντος άσυλο από ένα κράτος. Το Δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον μια τέτοια διαδικασία είναι συμβατή με τον Κανονισμό Δουβλίνο.
Διότι πρωτίστως, κατά την προσωρινή κρίση του Δικαστηρίου, ούτε ο Κανονισμός Δουβλίνο ούτε η Οδηγία για την Διαδικασία απαγορεύουν μία διαδικασία συνόρων κατά την οποία οι αρχές αρνούνται προσωρινώς την είσοδο στον αιτούντα άσυλο, μέχρι να διευκρινιστεί το ζήτημα αν αυτός πρέπει να μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος. Η Οδηγία για την Διαδικασία προβλέπει ρητώς στο άρθρο 43 παρ.1 β ότι τα κράτη-μέλη, τηρώντας ορισμένες αρχές και εγγυήσεις, μπορούν να αποφαίνονται στα συνόρα ή ζώνες διέλευσης για το παραδεκτό των αιτημάτων ασύλου. Το Δουβλίνο ΙΙΙ διαλαμβάνει στο άρθρο 21 παρ.2 τον απερίφραστο κανόνα ότι το κράτος-μέλος που υποβάλει το αίτημα μπορεί, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που ο αιτών άσυλο έχει γίνει αποδέκτης αρνήσεως εισόδου, να απαιτήσει την κατεπείγουσα απάντηση στο αίτημα αναδοχής. Ως εκ τούτου προκύπτει κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν απαγορεύει την διαδικασία συνόρων.
Τούτο όμως δεν αλλάζει το γεγονός, κατά την προσωρινή κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο Κανονισμός Δουβλίνο επιτάσσει να γίνεται η μεταφορά αιτούντος άσυλο κατόπιν μιας δομημένης διαδικασίας (καθορισμός αρμοδιότητας, αποστολή αιτήματος το πρώτον ή εκ νέου αναδοχής, αναμονή απαντήσεως του ερωτώμενου κράτους-μέλους, έκδοση απόφασης μεταφοράς, εκτέλεση μεταφοράς). Το ότι ο Κανονισμός διαλαμβάνει πρόβλεψη για την εφαρμογή του σε διαδικασία συνόρων ουδόλως συνεπάγεται την ύπαρξη διαφορετικών κανόνων βάσει των οποίων η διαδικασία αναδοχής μεταφοράς στα σύνορα μπορεί να διεξαχθεί κατ’ απόκλιση από την γενικώς προβλεπόμενη διαδικασία.
Σε αντίθεση με τους κανόνες σχετικά με την διαδικασία σε αερολιμένες (αρ.18 Νόμου για το Άσυλο), υπάρχουν επίσης αμφιβολίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπηρεσίας Ασύλου και Αστυνομίας όταν εφαρμόζεται το άρθρο 18 του Νόμου για το Άσυλο σε περίπτωση “πλασματικής μη εισόδου” κατ’ άρθρο 13 παρ.2 αρ.2 του Νόμου για την Παραμονή Αλλοδαπών.

Επομένως οφείλει να ανασταλεί η εκτέλεση και της απόφασης της Αστυνομίας, διότι ανακύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον πράγματι η Γερμανία δεν είναι αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος ασύλου.

(Διάταξη για τα έξοδα της δίκης)

(Διάταξη περί ανεκκλήτου της προκείμενης απόφασης)


Σ.τ.Μ.
1.  Οι έννοιες Abschiebung και Zurückschiebung μεταφράζονται ως απέλαση αδιαφοροποίητα, πλην της περίπτωσης της έννοιας Abschiebungsanordnung als vollstreckungsrechtliche Annexentscheidung, όπου εμφανώς γίνεται λόγος για την απομάκρυνση ως πράξη εκτέλεσης της απέλασης. Οι έννοιες Einreiseverweigerung και Zurückweisung μεταφράζονται ως άρνηση εισόδου ενιαία, μολονότι η δεύτερη αφορά την διοικητική πράξη βάσει της οποίας ο αλλοδαπός απομακρύνεται από την ζώνη διέλευσης. Στην περίπτωση που η έννοια Zurückweisung αναφέρεται σε συνάφεια με το άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης μεταφράζεται ως επαναπροώθηση. Στην μεταφορά του Κανονισμού Δουβλίνο και την επιστροφή της σχετικής Οδηγίας αντιστοιχούν οι όροι Überstellung και Rückführung.
2.  Οι έννοιες Anordnungsanspruch και Anordnungsgrund μεταφράζονται ως προσβαλλόμενο δικαίωμα που επιτάσσει την αναστολή εκτέλεσης και λόγος κατεπείγοντος αντιστοίχως. Αντιστοιχούν στο ελληνικό δίκαιο στις έννοιες της βλάβης και του άλλως ανεπανόρθωτου ή δυσχερώς επανορθώσιμου. Η έννοια της πρόδηλης βασιμότητας των λόγων ακύρωσης ως λόγος αναστολής δεν απαντάται στην απόφαση, αφού το Δικαστήριο διατυπώνει προσωρινές κρίσεις για την βασιμότητα των αιτιάσεων ή όπου κρίνει επιφυλάσσεται να τις κρίνει οριστικά στην απόφαση επί του ενδίκου βοηθήματος που κατατείνει στην οριστική προστασία.
3.  Η πολυσυζητημένη στην Γερμανία έννοια Fiktion der Nichteinreise μεταφράζεται ως «πλασματική μη είσοδος». Εναλλακτική απόδοση μπορεί να είναι η «μη οριστική είσοδος κατά την έννοια του νόμου» κατ’ αντιδιαστολή προς την σωματική ή φυσική είσοδο στην επικράτεια.

Μετάφραση Κωνσταντίνος Φαρμακίδης-Μάρκου, δικηγόρος – Ορέστης Παπαντωνίου, νομικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ