Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΑΠ ποιν. 1252/2024: Εκπρόθεσμη έφεση – Ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία

 Εκπρόθεσμη έφεση – Ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία λόγω μη παραμονή της δικογραφίας στο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες

 

 

 

 Απόφαση 1252 / 2024    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1252/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού, Ευαγγελία Γιακουμάτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.



Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Μητρουλιά (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Στέλιο Παναγιωτάκη και Μαρία Βραχά, για αναίρεση της απόφασης 725/2024 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2646/8.4.2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 433/24.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 2646 και από 08.04.2024 αίτηση του Κ. Δ. του Γ. και της Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμ. 725/2024 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την επίδοση του δικογράφου της, στις 08.04.2024, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ.2Α ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 22.03.2024, σύμφωνα με τα άρθρα 462 , 464, 473 παρ.2 και 3, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει ως λόγους αναίρεσης, την από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ.α' και δ' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο, την από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης και την από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Θ' ΚΠΔ αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Ι. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Περαιτέρω από τη γενική αρχή του δικαίου (ΑΚ 255), κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως αυτού αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Ανωτέρα βία είναι κάθε απρόβλεπτο γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας συνέσεως και επιμελείας, ενώ ανυπέρβλητο κώλυμα είναι το γεγονός εκείνο το οποίο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 956/2021, ΑΠ 837/2020). Στην περίπτωση αυτή, για να υποχρεούται το εφετείο να ερευνήσει τη βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου και να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση του, ώστε η απόφασή του να μην υπόκειται σε αναίρεση για το λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Π.Δ., ο εκκαλών οφείλει να προβάλλει ότι η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας ή σε άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα, τα οποία του ήταν γνωστά όταν άσκησε την έφεση και κατά το άρθρο 474 παρ. 4 Κ.Π.Δ. στη δήλωση ασκήσεώς της να διαλάβει, με τρόπο σαφή και ορισμένο, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον προβαλλόμενο λόγο και δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, καθώς και τα μέσα αποδείξεως των περιστατικών αυτών. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτα (ΑΠ 956/2021). II .Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 321 παρ.6 ΚΠοινΔ σύμφωνα με το οποίο οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο και των άρθρων 6 παρ. 1 ως και 6 παρ.3 περ. β της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ως και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει στην διάθεση του τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπίσεως του, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία και λήψης αντιγράφων, με δαπάνες του, καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Για την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι αναγκαία αλλά και αρκεί να χορηγείται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να το ασκήσει (ΑΠ210/2019). Η δυνατότητα αυτή και η εξ αυτής ικανοποίηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου δεν εξαντλείται με την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, αλλά διατηρείται και μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να έχει πρόσβαση ο κατηγορούμενος, που καταδικάστηκε είτε ήταν παρών στο πρωτόδικο δικαστήριο, είτε ήταν απών, να ασκήσει αποτελεσματικά το τυχόν δικαίωμα ενδίκου μέσου κατ'αυτής. Είναι δε, αδιάφορο το γεγονός ότι η έφεση κατ'άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους, αφού δεν μπορεί να αποκλεισθεί στον εκκαλούντα που εκκαλεί την απόφαση στο σύνολό της, προβάλλοντας λόγο περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, να αναλύσει το αποδεικτικό υλικό με ειδική αναφορά στα στοιχεία που θεμελιώνουν τον ως άνω λόγο, αν κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό υποστηρίζει αποτελεσματικότερα την έφεσή του.

ΙΙΙ. Έτσι, εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός ανωτέρας βίας που δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από τον εκκαλούντα και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, συνιστά και η μη παραμονή της δικογραφίας στο οικείο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες, ώστε να έχει πρόσβαση σε αυτήν ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, ως εκκαλών, προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικά το τυχόν δικαίωμα ενδίκου μέσου (εφέσεως) κατά της καταδικαστικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης 725/2024 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Δ. Κ. κατά της ερήμην αυτού εκδοθείσας 3467/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για λαθρεμπορία κατ'εξακολούθηση, με ενέργεια που τελέστηκε εντός του χρονικού διαστήματος από 19.03.2016 έως και 09.10.2019 και αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση από των υπ'αυτού εισπραχθέντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα εμπορεύματα (υγραέριο κίνησης), ποσού 21.024,89 ευρώ, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ότι δηλαδή η έφεσή του ήταν εμπρόθεσμη, επειδή από γεγονός ανωτέρας βίας, συνιστάμενο στην αδυναμία πρόσβασής του στη δικογραφία, λόγω μη παραμονή της τελευταίας στο οικείο δικαστικό γραφείο, εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, αναφέροντας και τα αποδεικτικά του γεγονότος ανωτέρας βίας έγγραφα, απέρριψε, στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, με την εξής αιτιολογία: "...Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο εκκαλών-κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 26 εδ.α, 27 παρ.1, 51, 53, 57, 79 και 98ΠΚ και 155 παρ.1β και παρ.2 περ.ζ, 157 παρ.Ι" του ν.2960/2001. Στις 12- 6-2023 επιδόθηκε στον ίδιο το με αριθμό ... κλητήριο θέσπισμα, με κλήση να εμφανιστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας στη δικάσιμο της 25ης-10-2023 και του γνωστοποιήθηκε ότι αν δεν εμφανιστεί ή εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο, θα δικαστεί ερήμην, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 19-6-2023 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ. Ν. Φ.. Κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο, όμως, ο εκκαλών- κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ούτε εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και δικάσθηκε ερήμην, καταδικάσθηκε δε με την με αριθμό 3467/25- 10-2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στις 19-1-2024 επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 19-1-2024 αποδεικτικό επίδοσης ερήμην απόφασης του Αρχ.Ν. Φ., απόσπασμα της προαναφερόμενης με αριθμό 3467/25-10-2023 καταδικαστικής αποφάσεως, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός της απόφασης, η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και οι διατάξεις που παραβιάσθηκαν, καθώς και η ποινή, στην οποία καταδικάσθηκε. Κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε την με αριθμό 35/2024 έφεση στις 31-1- 2024, δηλαδή αφότου παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση σ' αυτόν του σχετικού αποσπάσματος της εκκαλουμένης...Όσον αφορά δε το παραδεκτό της άσκησης της εφέσεως και ειδικότερα, την εμπρόθεσμη άσκηση αυτής ισχυρίσθηκε αυτολεξεί τα ακόλουθα: "Περαιτέρω, η εμφανισθείσα δήλωσε ότι ασκεί την υπό κρίση έφεση για λογαριασμό του εντολέως της εμπροθέσμως και όχι ως θα ισχυρίζετο εκ πρώτης όψεως ο κριτής της παρούσης, εκπροθέσμως, σύμφωνα με την ανάπτυξη που ακολουθεί. Στον εκκαλούντα κατηγορούμενο επεδόθη απόσπασμα της εκκαλουμένης αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας στις 19.01.2024 οπότε και ο επιδόσας αστυνομικός υπάλληλος ενημέρωσε τον εκκαλούντα κατηγορούμενο για την ερήμην καταδίκη του από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Ο εκκαλών κατηγορούμενος επικοινώνησε με το συνήγορο υπερασπίσεως του Ν. Ε., δικηγόρο και κάτοικο Βόλου, ο οποίος με τη σειρά τού ανέθεσε στην συνεργάτιδα, του δικηγόρο Λάρισας Β. Π. να χειριστεί την προπαρασκευή της συντάξεως της εφέσεως, ανάθεση που έλαβε χώρα την Δευτέρα 22.01.2024. Την ιδία ημέρα ο εκκαλών κατηγορούμενος επεσκέφθη την κ. Π. στο γραφείο της στη Λάρισα και της ενεχείρισε το απόσπασμα της ως άνω αποφάσεως μαζί με εξουσιοδότηση για την άσκηση τον ενδίκου μέσου της εφέσεως. Στις 23.01.2024, η κ. Π. μετέβη στη γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας και ζήτησε κατ' αρχήν μεν να επισκοπήσει, εν συνεχεία δε και να λάβει αντίγραφο της συγκροτηθείσης δημοσίας ποινικής δικογραφίας, επί της οποίας ο εκκαλών κατηγορούμενος εκηρύχθη ένοχος. Επί του αιτήματος αυτού η κ. γραμματεύς τον Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας (κ. Ε. Α.) ενημέρωσε ότι η δικογραφία βρίσκεται στα χέρια της δικαστικής λειτουργού που συγκρότησε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας κατά τη δικάσιμο της 25.10.2023 Πρωτοδίκη Λάρισας κ. Α. Α., και μάλιστα στην κατοικία της τελευταίας, και ότι μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η κ. γραμματεύς μαζί της, η κ. Πρωτοδίκης απήντησε αρνητικώς και απέκλεισε τη λήψη αντιγράφων και επισκόπηση της δικογραφίας. Κατόπιν αυτού η κ. Π. προσέφυγε την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 24.01.2024, υποβάλλοντας γραπτή αίτηση για τη λήψη αντιγράφων της δικογραφίας στον Πρόεδρο Υπηρεσίας. Η αίτηση αυτή συνετάγη στις 24.01.2024, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 145/24.01.2024 και έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας Πρωτοδίκη Λάρισας Λ. Π. στις 24.01.2024. Με το έγγραφο αυτό η κ. Π. επανήλθε στο Ποινικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Λάρισας, η κ. Πρωτόδικης ενημέρωσε τηλεφωνικώς την κ. γραμματέα ότι θα προβεί στην κατεπείγουσα διεκπεραίωση της ως άνω αιτήσεως, η οποία όμως έλαβε χώρα μόλις το μεσημέρι της 30'κ.01.2024 και μάλιστα κατ' επιλογήν της κ. Πρωτόδικη Λάρισας Α. Α. χωρίς να επιτραπεί στην κ. Π. να λάβει φωτοαντίγραφα της ως άνω δημοσίας ποινικής δικογραφίας, παρά ορισμένων μόνο εγγράφων της δικογραφίας διά της συσκευής του κινητού της τηλεφώνου (αναφέρεται ο τηλεφωνικός αριθμός). Έτσι ο εκκαλών κατηγορούμενος και ο συνήγορος υπερασπίσεώς του Ν. Ε. έλαβαν γνώση ελάχιστων εγγράφων της δικογραφίας μόλις το μεσημέρι της 30ης.01.2024. Ελάχιστα χρειάζεται να τονιστεί ότι η προθεσμία της εφέσεως για την άσκηση της ένδικης εφέσεως δεν άρχισε με την επίδοση αποσπάσματος της εκκαλουμένης αποφάσεως αλλά, κατ' άκρα επιείκεια με την στοιχειώδη γνώση της προαναφερθείσας δημοσίας ποινικής δικογραφίας σύμφωνα με τη διάταξη τον άρθρου 171 ν.ΚΠοινΔ που προβλέπει την απόλυτη ακυρότητα σε κάθε περίπτωση παραβάσεως των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο. Υπενθυμίζεται ότι η ως άνω διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα:....Μετά ταύτα η εμφανισθείσα εδήλωσε ότι διορίζει ως αντίκλητο του εκκαλούντος κατηγορουμένου στη Λάρισα τον εαυτό της και ως συνήγορο υπερασπίσεως του το Ν. Ε. του Ε., Δ.Ν. - δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω και κάτοικο Βόλου, οδός ... και ότι η παρούσα διαμονή και κατοικία του βρίσκεται στα ... της Λάρισας......". Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί εμπροθέσμου ασκήσεως της ένδικης εφέσεως κρίνεται απορριπτέος για τους ακόλουθους λόγους...Στην προκειμένη περίπτωση, στις 19-1-2024 επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο το απόσπασμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, στο οποίο, όπως προεκτέθηκε, αναγράφεται ο αριθμός της απόφασης, η διάταξη που παραβιάστηκε και η ποινή που επιβλήθηκε, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 19-1-2024 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχ/κα Ν. Φ.. Επομένως, η επίδοση του αποσπάσματος αυτού αποτέλεσε την αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν άσκησε έφεση εντός της δεκαήμερης προθεσμίας, που εκκινούσε από την 20η-1-2024 και έληγε στις 29-1-2024, αλλά κατέθεσε αυτήν μόλις στις 31-1-2024, επικαλούμενος ότι η προθεσμία της εφέσεως για την άσκησης αυτής δεν άρχισε με την επίδοση αποσπάσματος της εκκαλουμένης, αλλά "κατ' άκρα επιείκεια με την στοιχειώδη γνώση της προαναφερθείσας δημόσιας ποινικής δικογραφίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171ΚΠοινΔ που προβλέπει την απόλυτη ακυρότητα σε κάθε περίπτωση παραβάσεως των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο". Πράγματι, στις 24-1-2024 η δικηγόρος Λάρισας Β. Π. υπέβαλε την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο με αριθμό πρωτ. ...-2024 αίτηση προς τον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Λάρισας προκειμένου να της χορηγηθούν αντίγραφα όλων των εγγράφων της δικογραφίας που αφορά την με αριθμό 3467/25-10-2023 ερήμην καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας σε βάρος του εντολέως της και νυν εκκαλούντος, συμπεριλαμβανομένων και της εκθέσεως επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος/κλήσης και της έκθεσης επίδοσης του αποσπάσματος της ως άνω απόφασης. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή, πλην όμως, η δικογραφία επεστράφη στο οικείο δικαστικό γραφείο μετά την σύνταξη και υπογραφή της σχετικής απόφασης και των πρακτικών αυτής από τον προεδρεύοντα δικαστή στις 30-1-2024. Από τις 19-1-2024 και έως και τις 29-1-2024, οπότε έληξε η προθεσμία των δέκα ημερών για να ασκήσει ο κατηγορούμενος εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο της εφέσεως, δεν είχε συνταχθεί και υπογραφεί η εκκαλουμένη καταδικαστική απόφαση, η επίδοση όμως, αποσπάσματος αυτής, περιέχοντος τα προαναφερόμενα στοιχεία, αρκούσε για να θέσει εγκύρως σε κίνηση την προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ενώ η μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση ολόκληρης της δικογραφίας δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας (βλ. ΑΘ.Κονταξή ΚΠοινΔ, τόμος II, σελ2754 με παραπομπή σε ΑΠ 767/1978). Ούτε όμως, στις 30-1-2024, οπότε είχε επιστραφεί η δικογραφία στον γραμματέα, ασκήθηκε η υπό κρίση έφεση, αν και ο κατηγορούμενος μπορούσε να λάβει και, κατά τους ισχυρισμούς του, πράγματι έλαβε αντίγραφα της εκκαλουμένης και της δικογραφίας, αλλά η έφεση κατατέθηκε την επομένη ημέρα, στις 31-1-2024, χωρίς να γίνεται επίκληση άλλου λόγου ανωτέρας βίας. Σημειωτέον ότι ο χρόνος σύνταξης και υπογραφής της δημοσίως απαγγελθείσας απόφασης και δη τυχόν μη εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής δεν τελεί σε συνάρτηση ούτε δικαιολογεί την τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου (πρβλ. ΑΠ 59/2007, ιστοσελ.ΑΠ). Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 321παρ.6 ΚΠοινΔ και σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3 περ.β' της ΕΣΔΑ, υπάρχει υποχρέωση για την παραμονή της δικογραφίας στο οικείο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες, από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σ' αυτήν για μελέτη και λήψη αντιγράφων (βλ. ΑΠ 210/2019, ιστοσελ.ΑΠ). Η παράβαση της διάταξης αυτής συνεπάγεται μόνο πειθαρχικές ευθύνες για τον παραβάτη. Υποστηρίζεται όμως, ότι εάν προκύπτει ότι υπάρχει αδυναμία του κατηγορουμένου να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, η παραβίαση της διάταξης επάγεται ακυρότητα (άρθρο 171 παρ.1 περ.δ ΚΠοινΔ (βλ. Χ.Σεβαστίδη, ΚΠοινΔ, ερμηνεία κατ' άρθρο, τόμος IV, άρθρο 321ΚΠοινΔ). Αυτό όμως, δεν συνέβη στην κρινόμενη υπόθεση, διότι αφ' ενός μεν ο κατηγορούμενος παρέλαβε ο ίδιος το κλητήριο θέσπισμα στις 12-6-2023 και από τότε έως την εκδίκαση της υπόθεσης στις 25-10-2023 μεσολάβησε ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η δικογραφία παρέμεινε στο οικείο γραφείο του δικαστηρίου και συνακόλουθα, ο ίδιος ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μπορούσε να λάβει γνώση και αντίγραφα αυτής, ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αφ' ετέρου δε, ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε τη δυνατότητα ασκήσεως της εφέσεως, επειδή από τις 19-1-2024, οπότε παρέλαβε το απόσπασμα της σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής απόφασης, έως τις 29-1-2024, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου, δεν είχε λάβει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας, διότι με βάση το επιδοθέν απόσπασμα περιήλθαν σε γνώση του όλα τα στοιχεία εκείνα, τα οποία θα γνώριζε αν ήταν παρών κατά την πρωτοβάθμια δίκη και βάσει των οποίων θα ασκούσε έφεση. Άλλωστε, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠοινΔ, η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους. Αν η έφεση ασκείται με μόνο παράπονο γενικά την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το μεταβιβαστικό της αποτέλεσμα είναι καθολικό και το Εφετείο υποχρεούται σε εξ ολοκλήρου κρίση της πρωτόδικής αποφάσεως. Για το ορισμένο δε του λόγου περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, δεν απαιτείται να γίνει ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και ειδική αναφορά στα στοιχεία που τον θεμελιώνουν. Ειδικότερα στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της με αριθμό 35/2024 έκθεσης εφέσεως, ο εκκαλών βάλλει κατά του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυριζόμενος ότι αυτό με το οποίο παραπέμφθηκε δι' απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας για την δικάσιμο της 25ης. 10.2023 δεν του επιδόθηκε, αφού το επιδοθέν σ' αυτόν κλητήριο θέσπισμα έφερε αριθμό βιβλίου κλητηρίων θεσπισμάτων ..., ενώ το εναντίον του συνταγέν κλητήριο θέσπισμα, που εισήχθη στην προαναφερομένη ποινική δίκη, είχε αριθμό βιβλίου κλητηρίων θεσπισμάτων ..., δηλαδή καταδήλως διάφορο του επιδοθέντος σ' αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, όπως συνάγεται με ευχέρεια από το με ημερομηνία 12.06.2023 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος που συνέταξε στα ... Λάρισας στις 12.06.2023 ο Αρχ. Ν. Φ., η ιδιότητα του οποίου ως επιμελητή δικαστηρίων ή αστυνομικού υπαλλήλου δεν έχει διευκρινιστεί στην έκθεση επίδοσης. Ωστόσο, το ως άνω κλητήριο θέσπισμα παρέλαβε ο ίδιος και συνακόλουθα, γνώριζε εξ αρχής τα στοιχεία του και τυχόν πλημμέλειες αυτού μπορούσαν να διαγνωσθούν ήδη από την επίδοσή του. Εξάλλου, η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος αποδεικνύεται από το σώμα αυτού που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος το παρέλαβε και δεν αρνείται τούτο ή από το υπάρχον στην δικογραφία αντίτυπο του και σε έλλειψή του, από το αποδεικτικό επίδοσης (αρ.321 παρ.5 ΚΠοινΔ).
Συνεπώς, εφόσον ουδείς επικαλείται την απώλεια του επιδοθέντος κλητηρίου θεσπίσματος, δεν συντρέχει περίπτωση αποδείξεως της ακυρότητας αυτού από το υπάρχον στη δικογραφία αντίγραφο του ή το αποδεικτικό επίδοσής του, ώστε να απαιτείται ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση και αντίγραφα των εγγράφων αυτών. Σημειωτέον ότι από τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα φέρει ABM ... και ΑΒΩ ..., ενώ από το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης προκύπτει η ιδιότητα του οργάνου επίδοσης ως αρχιφύλακα. Περαιτέρω, οι λοιποί λόγοι της έφεσης περί απαραδέκτου της συζήτησης, παραγραφής των μερικότερων πράξεων του φερόμενου ως κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος, ουσιαστικής αβασιμότητας της σε βάρος του κατηγορίας και επιβολής δυσανάλογης ποινής, συναρτώνται με τα στοιχεία της απόφασης που ήταν γνωστά στο κατηγορούμενο ήδη από την επίδοση σ' αυτόν του αποσπάσματος της εκκαλουμένης, ήτοι τον χρόνο τέλεσης της πράξης, σε συνδυασμό με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση και το ύψος της επιβληθείσας ποινής και συνακόλουθα, ουδείς λόγος συνέτρεχε να αναμείνει ο κατηγορούμενος την καθαρογραφή της εκκαλουμένης και να λάβει αντίγραφα από την δικογραφία με κίνδυνο να απολέσει την προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, κίνδυνος ο οποίος πραγματοποιήθηκε. Τέλος, από τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία προκύπτει ότι δυνάμει του με αριθμό ...-2018 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Θ. Ζ. ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του την Ε. Κ., λογίστρια, προκειμένου να τον εκπροσωπεί ενώπιον οποιασδήποτε Δ.Ο.Υ. και να παρίσταται και να τον εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων, ενώπιον του ΕΦΚΑ, του Τελωνείου και των Δικαστηρίων (Πρωτοδικείο, Ειρηνοδικείο, έκδοση ποινικού μητρώου, καθώς και κάθε άλλου εγγράφου). Η ανωτέρω πληρεξούσια Ε. Κ. παρέστη κατά τον έλεγχο που διενήργησαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Τελωνείου Λάρισας στις 8-10-2019, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος υπέγραψε το πρακτικό ελέγχου πρατηρίων υγραερίου που συντάχθηκε αυθημερόν (8-10-2019). Επίσης, η ως άνω πληρεξούσια υπέγραψε την απόδειξη παραλαβής των βιβλίων και στοιχείων στις 14-5-2020. Ακολούθως, στις 10-6-2020 ο κατηγορούμενος κλήθηκε να προσκομίσει τα περιγραφόμενα στη με αρ.εντολή 6345/2019 της Προϊσταμένης του Τελωνείου Λάρισας δελτία αποστολής-τιμολόγια αγοράς υγραερίου εντός πέντε ημερών από την επίδοση αυτής της εντολής και στις 16- 6-2020 η προαναφερόμενη πληρεξούσια υπέγραψε την σχετική απόδειξη παραλαβής βιβλίων και στοιχείων, ενώ στις 10-8-2020 υπέγραψε την απόδειξη παραλαβής δέσμευσης βιβλίων και στοιχείων. Ακολούθως, στις 12-4-2022 ο κατηγορούμενος κλήθηκε να παρουσιασθεί στο γραφείο δικαστικής διαδικασίας του Τελωνείου Λάρισας για να απολογηθεί ή να στείλει την έγγραφη απολογία του, παρέλαβε δε ο ίδιος την σχετική κλήση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 12-4-2022 αποδεικτικό επίδοσης της τελωνειακής υπαλλήλου με βαθμό Α' του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών που υπηρετεί στο Τελωνείο Λάρισας Α. Μ.. Στην οικεία κλήση της υπηρεσίας περιγράφονται τα περιστατικά για τα οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε να απολογηθεί και συγκεκριμένα, ότι κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε την 8η-10-2019 από αρμόδιους υπαλλήλους της Υπηρεσίας στο πρατήριο υγρών καυσίμων, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου που λειτουργούσε στην οδό ... στη Λάρισα, στο πλαίσιο ελέγχου για την νόμιμη χρησιμοποίηση υγραερίου κινητήρων, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 29/3/2016 έως και 8/10/2019 (ημέρα ελέγχου) ο κατηγορούμενος προμηθεύτηκε και πώλησε ποσότητα πενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο (52.832) λίτρων υγραερίου κίνησης χωρίς φορολογικά στοιχεία νόμιμης προέλευσης της (τιμολόγια αγορών) και χωρίς να έχουν καταβληθεί για την εν λόγω ποσότητα οι αναλογούσες δασμολογικές επιβαρύνσεις, και ότι η ενέργειά του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαφύγουν της καταβολής οι αναλογούσες στην ως άνω ποσότητα υγραερίου κίνησης επιβαρύνσεις (ύψους 21.024,89€), τις οποίες παρανόμως ιδιοποιήθηκε και οι οποίες οφείλονται. Ο κατηγορούμενος όμως, δεν εμφανίσθηκε για να απολογηθεί ούτε κατέθεσε εγγράφως την απολογία του και η υπηρεσία εξέδωσε την πρώτη μερική καταλογιστική πράξη για την τελωνειακή παράβαση του αρ.5παρ.1 και του άρθ.4παρ.4 της ΔΕΦΚΦ 1096142 ΕΞ 2016. Με βάση όσα προεκτέθηκαν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε εξ αρχής και παρακολουθούσε την εξέλιξη της σε βάρος του διεξαχθείσας διαδικασίας ελέγχου και κυρώσεων για την αποδιδόμενη σ' αυτόν παράβαση, έχοντας διορίσει και πληρεξούσιο του αντιπρόσωπο και αντίκλητο λογίστρια, η οποία παρέλαβε και σχετικά έγγραφα της αρμόδιας αρχής, και δεν επέλεξε να απολογηθεί ενώπιον της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής, ούτε εμφανίστηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του.
Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση δεν υπάρχει αδυναμία του κατηγορουμένου να ετοιμάσει την υπεράσπισή του λόγω μη λήψης αντιγράφων της ποινικής δικογραφίας εντός της δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκηση της ένδικης έφεσης, αδυναμία που θα επαγόταν απόλυτη ακυρότητα κατά το εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή του άρ.6 της ΕΣΔΑ. Ο τρόπος άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, που έχει και ουσιαστικό περιεχόμενο, ο οποίος καθορίζεται από τις δικονομικές προϋποθέσεις, πρέπει να εξυπηρετεί την εισαγωγή της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για να επανεξεταστεί η υπόθεση επί της ουσίας από εμπειρότερο και ανώτερο δικαστήριο. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, πρέπει να αποφεύγεται τόσο η υπερβολική τυπολατρία, η οποία επηρεάζει και αλλοιώνει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, όσο και η υπερβολική ελαστικότητα που ακυρώνει τις διαδικαστικές νόμιμες προϋποθέσεις. Το ΕΔΔΑ μάλιστα, επαυξάνει και μεγεθύνει την προστατευτική εμβέλεια του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο με βάση το ποσοτικό κριτήριο της παρεμπόδισης του δικαιώματος, δηλαδή προσθέτει ένα ποσοτικό χαρακτηριστικό για την ποιοτική αναβάθμισή του, ήτοι το μέγεθος των συνεπειών της εφαρμογής του δικονομικού κανόνα στην περίπτωση παρεμπόδισης της πρόσβασης στο δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε και στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη. Επομένως, στην προκείμενη υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας ούτε ανυπέρβλητου κωλύματος, που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου, καθώς ως ανωτέρα βία ορίζεται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, που η αποτροπή του στον κρίσιμο χρόνο δεν είναι δυνατή ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, ενώ ως ανυπέρβλητο κώλυμα εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου διαδίκου και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη. Ενόψει τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπροσθέσμου ασκήσεως και να καταδικαστεί ο εκκαλών-κατηγορούμενος στα νόμιμα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ.Ι ΚΠΔ)".
Πλην όμως, από τις παραδοχές αυτές του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι συνέτρεχε πράγματι λόγος ανωτέρας βίας που εμπόδιζε τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεσή του κατά της 3467/2003 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε ερήμην του και τον λόγο αυτόν ανωτέρας βίας επικαλέστηκε στην έφεσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησής της. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και του δικογράφου της παραπάνω από 31.01.2024 και με αριθμό 35/2024 έκθεσης έφεσης του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, την οποία άσκησε για λογαριασμό του η δικηγόρος Λάρισας Β. Π., που είχε εξουσιοδοτηθεί ειδικώς προς τούτο με την προσαρτημένη στην ως άνω έφεση και από 22.01.2024 εξουσιοδότηση κατά της ως άνω καταδικαστικής απόφασης, που του επιδόθηκε εγκύρως σε απόσπασμα στις 19.01.2024, ο ήδη αναιρεσείων και τότε εκκαλών, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης της εν λόγω έφεσής του, επικαλέστηκε ότι η κατά το χρόνο εκείνο εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, άσχετο προς το πρόσωπό του. Εξέθεσε δηλαδή με τρόπο σαφή και ορισμένο τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (αδυναμία πρόσβασης στη σχετική δικογραφία, λόγω μη παραμονής της στο οικείο δικαστικό γραφείο) εκ των οποίων εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, την προσπάθειά του με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, διά της δικηγόρου του Β. Π., να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ασκήσει αποτελεσματικώς και εμπροθέσμως την έφεσή του, αρχικώς μεν στις 23.01.2024, με τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματέως, κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του, με τη δικαστή της έδρας, ακολούθως δε με την υποβολή της 145/24.01.2024 αίτησης στον Πρόεδρο Υπηρεσίας για χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, ο οποίος πράγματι αυθημερόν, χορήγησε σημείωμα για τη λήψη αντιγράφων εκ της δικογραφίας, το οποίο ωστόσο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, αφού η δικογραφία δεν είχε επιστραφεί από την δικαστή της έδρας στο οικείο δικαστικό γραφείο, στο οποίο επεστράφη μόλις στις 30.01.2024, οπότε ο εκκαλών, χωρίς υπαιτιότητά του, έλαβε γνώση της δικογραφίας μία ημέρα μετά τη λήξη, στις 29.01.2024, της προθεσμίας έφεσης και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε αμέσως την επομένη, ήτοι στις 31.01.2024. Μνημονεύει δε περαιτέρω και τα αποδεικτικά μέσα, που αποδεικνύουν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ενώ εξετάστηκε σχετικώς στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και η μάρτυρας δικηγόρος του Β. Π.. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα προαναφερόμενα, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας η αδυναμία του εκκαλούντος να λάβει αντίγραφα από τη δικογραφία και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, επειδή για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, αρκούσε η επίδοση στις 19.01.2024 αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, που περιείχε τον αριθμό της, την πράξη για την οποία καταδικάστηκε και τη διάταξη που την προβλέπει, καθώς και την ποινή που του επιβλήθηκε. Έτσι, όμως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ (παράνομη απόρριψη της έφεσης, ως εκπρόθεσμης), ενώ συγχρόνως υπερέβη αρνητικά την εξουσία του 510 παρ.1 στοιχ. Θ, αρνούμενο να θεωρήσει εμπρόθεσμη την έφεση και να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αφού τα ως άνω περιστατικά που επικαλέστηκε ο εκκαλών (αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του), συνιστούσαν πράγματι γεγονός ανωτέρας βίας, με την παραπάνω έννοια, ανεξαρτήτως αν η έφεση έχει πράγματι καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων της έφεσής του και για την άσκησή της απαιτείται να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να παραμένει στο οικείο δικαστικό γραφείο.
Κατ'ακολουθίαν, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' και Θ' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται ότι το Εφετείο απέρριψε παράνομα την έφεση ως απαράδεκτη και ότι, με το να απορρίψει την έφεση του ως απαράδεκτη, ενώ ήταν εμπρόθεσμη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και πρέπει, χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων, η οποία παρέλκει, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την με αριθμ. 725/2024 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Οκτωβρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

https://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=268QJLPJS8T6ZDIBD4R3HNSETC04LA&apof=1252_2024&info=%D0%CF%C9%CD%C9%CA%C5%D3%20-%20%20%C5

https://daily.nb.org/featured/areios-pagos-prasino-fos-se-ekprothesmi-efesi-o-katigoroumenos-den-eiche-prosvasi-sti-dikografia-ap-1252-2024/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ