• Μπορεί με τις δημοσιονομικές διορθώσεις να αποκλείονται οι παράτυπες δαπάνες από τη χρηματοδότηση της ΕΕ, το σχετικό νομικό πλαίσιο όμως είναι πολύπλοκο
  • Τα κράτη μέλη πραγματοποίησαν δημοσιονομικές διορθώσεις, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε μία μόνο τέτοια απόφαση σε διάστημα μιας δεκαετίας για την περίοδο 2014-2020
  • Το ΕΕΣ σημειώνει ότι το προσδοκώμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα δεν αποδεικνύεται
 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις, ενώ θα έπρεπε, για να προστατεύει τον προϋπολογισμό της ΕΕ από παράτυπες δαπάνες στον τομέα της συνοχής. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα ειδικής έκθεσης που δημοσίευσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). H Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρειάστηκε πάνω από μία δεκαετία για να λάβει τελικά, τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, την πρώτη της απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης για την περίοδο 2014-2020. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο διαπιστωνόταν σημαντικός αριθμός σφαλμάτων στις δαπάνες συνοχής. Το ΕΕΣ επισημαίνει αδυναμίες στο νομικό πλαίσιο και ανεπάρκειες στον τρόπο εφαρμογής του.

Ο προϋπολογισμός του τομέα της συνοχής για την περίοδο 2014-2020, συμπεριλαμβανομένης της Συνδρομής στην Ανάκαμψη για τη Συνοχή και τις Περιοχές της Ευρώπης (REACT-EU), ανήλθε συνολικά σε 404,8 δισ. ευρώ. Την πρωταρχική ευθύνη για την ανάκτηση ενωσιακών κονδυλίων που εκταμιεύονται κατά λάθος φέρουν τα κράτη μέλη. Εάν δεν πραγματοποιήσουν τα ίδια τις εν λόγω αναγκαίες διορθώσεις, δράση πρέπει να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η παρέμβασή της μπορεί να οδηγήσει σε οριστική μείωση της ενωσιακής χρηματοδότησης που διατίθεται σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, Αυτό συμβαίνει όταν το τελευταίο δεν έχει εντοπίσει ή διορθώσει παρατυπία ενδεικτική σοβαρής ανεπάρκειας στην αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης και δικλίδων που εφαρμόζει. Αυτού του είδους οι διορθώσεις από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρονται ως «υποχρεωτικές καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις».

«Κάθε δαπάνη που παραβιάζει το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να αποκλείεται από τη χρηματοδότηση της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η προστασία του προϋπολογισμού της», δήλωσε ο François-Roger Cazala, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Επισημαίνουμε, όμως, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εφαρμόζει πάντα δημοσιονομικές διορθώσεις όταν και όπου είναι αναγκαίο.»

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι, από την έναρξη της περιόδου 2014-2020, οι έλεγχοί της οδήγησαν τα κράτη μέλη σε δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους άνω του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ. Τα ποσά των διορθώσεων αυτών μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν από τα κράτη μέλη. Δημοσιονομικές προσαρμογές έγιναν επίσης σε συνέχεια ελεγκτικών ευρημάτων του ΕΕΣ, με τις χώρες της ΕΕ να επιβάλλουν διορθώσεις ύψους σχεδόν 200 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι αρκετές από τις διορθώσεις που είχαν προταθεί στη συνέχεια μειώθηκαν ή και αποσύρθηκαν, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

Το 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε δηλώσει ότι οι υποχρεωτικές καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις θα γίνονταν ο κανόνας σε περίπτωση σοβαρών ανεπαρκειών. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, έχει εκδώσει μία μόνο τέτοια απόφαση στον τομέα της συνοχής για την περίοδο 2014-2020, και αυτή μόλις τον Σεπτέμβριο του 2025. Σκοπός του μηχανισμού ήταν η προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ και η ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη χάνουν οριστικά μέρος της χρηματοδότησής τους. Το ΕΕΣ αναφέρει ότι, μια δεκαετία και πλέον αργότερα, είναι πια καιρός να αναγνωριστεί ότι τα συστηματικά υψηλά ποσοστά σφάλματος στις δαπάνες της συνοχής υποδηλώνουν πως το όποιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα δεν είναι αρκετό.

Το ελεγκτικό όργανο θεωρεί επίσης πολύπλοκο και δυσεφάρμοστο το νομικό πλαίσιο που διέπει τον μηχανισμό των οριστικών διορθώσεων. Λόγου χάριν, προβλέπεται ότι οι παρατυπίες μπορούν να οφείλονται μόνο σε πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα. Με άλλα λόγια, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα προγράμματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των υποχρεωτικών καθαρών δημοσιονομικών διορθώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και όμως ακριβώς οι αρχές αυτές είναι πιθανότερο να υποπέσουν στα σοβαρότερα σφάλματα. Επιπλέον, οι οδηγίες που έχουν δοθεί και τα κριτήρια που ισχύουν για την αξιολόγηση των σοβαρών ανεπαρκειών δεν είναι αρκετά σαφή και ούτε εφαρμόζονται με συνέπεια. Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι σε 16 από τις περιπτώσεις που εξέτασε, και οι οποίες πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κινήσει διαδικασία ανάκτησης μόνο δύο φορές και ότι δεν είχε ακόμη προβεί σε καμία υποχρεωτική καθαρή δημοσιονομική διόρθωση.

Τονίζει ακόμη την απουσία σαφώς καθορισμένου χρονικού πλαισίου για τη διαδικασία. Από ανάλυση των ελέγχων της Επιτροπής σε σχέση με 10 χώρες της ΕΕ διαπίστωσε ότι μέχρι την κίνηση της διαδικασίας μεσολαβούσαν κατά μέσο όρο 588 ημέρες (εν μέρει λόγω των προσπαθειών επίτευξης συμφωνίας σχετικά με τη διόρθωση που έπρεπε να εφαρμοστεί). Η διαδικασία, όταν τελικά κινηθεί, διαρκεί πάνω από δύο χρόνια. Το ΕΕΣ υποστηρίζει ότι η τόσο μεγάλη διάρκεια της όλης διαδικασίας (τρία με τέσσερα χρόνια συνολικά) δεν διασφαλίζει τον έγκαιρο χαρακτήρα της διόρθωσης, ούτε τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Δυστυχώς, το νομικό πλαίσιο της περιόδου 2021-2027 δεν βελτιώνει σημαντικά την κατάσταση.

Γενικές πληροφορίες

Η πολιτική συνοχής της ΕΕ εφαρμόζεται στο πλαίσιο επιμερισμένης διαχείρισης, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν από κοινού την ευθύνη για την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι δαπάνες που δηλώνουν για απόδοση από τον προϋπολογισμό της ΕΕ δεν περιέχουν σημαντικά σφάλματα. Τόσο τα κράτη μέλη όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεούνται να προβαίνουν σε δημοσιονομικές διορθώσεις όταν είναι αναγκαίο, ώστε οι παράτυπες δαπάνες να αποκλείονται από τη χρηματοδότηση της ΕΕ.