To κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος
Ειδικό Δικαστήριο
----------------------------
Αποτελούμενο από τους: Ειρήνη Σαρπ, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, κωλυομένων του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και των αρχαιοτέρων της Αντιπροέδρων, Πρόεδρο, Ευαγγελία Νίκα, Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος, Βιργινία Σκεύη, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Αγγελικής Μαυρουδή, Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Φίλιππο Σπυρόπουλο, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Χαράλαμπου Παμπούκη, Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δήμητρα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού υέλουΓ Αδάυ Πσπσδαμσκη Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νικόλαο Ιντζεσίλογλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου ΠανεπιστημίουΘεσσαλονίκης, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Παρασκευά Αρβανιτάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Δημήτριο Κορφιάτη, Δικηγόρο, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένων του Φωτίου-Δημητρίου Κρεμμύδα, Δικηγόρου, τακτικού μέλους και των αναπληρωματικών μελών Δημητρίου Γιώτσα και Νικολάου Μαυρομάτη, Δικηγόρων, Δημήτριο Μανώλη, Δικηγόρο, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένων των Δικηγόρων Ιωάννη Δρυλλεράκη, τακτικού μέλους και Ιωάννη Παπαδογιαννάκη, αναπληρωματικού μέλους. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 14ης Μαΐου 2013 για να δικάσει την από 16 Ιανουαρίου 2013 προσφυγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου στ!ς 17 Ιανουαρίου 2013 με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 11.
Τ ω ν: 1. Άννας Σουρανάκη, Ειρηνοδίκη, 2. Μαρίας Σπυρίδου, Προέδρου Πρωτοδικών, οι οποίες παρέστησαν με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (AM 2387 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισαν με εξουσιοδότηση, 3. Πασχαλίνας - Καλλιόπης Σταμάτη, Προέδρου Πρωτοδικών, η οποία δεν παρέστη, 4. Ελένης Σταμπουλίδου, 5. Αλεξάνδρας - Ελένης Σταυροπούλου, Πρωτοδικών, 6. Δημητρίου Σταύρου, Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών, 7. Δήμητρας Στεργιούδα, Πρωτοδίκη, 8. Καλής Στεφανίδου, 9. Δημοσθένη Στίγγα, Προέδρων Πρωτοδικών, 10. Παναγιώτας Συριοπούλου, Πρωτοδίκη, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο, που τον διόρισαν με εξουσιοδότηση, 11. Ιωάννη Σφέτκου, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 12. Στυλιανής Σωτηροπούλου, Πρωτοδίκη, 13. Θεοδοσίου Τενεκετζίδη, Προέδρου Πρωτοδικών, οι οποίσι δεν παρέστησαν, 14. Λευκοθέας Τερζητάνου, Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών, 15. Μιχαήλ Τζεμπελίκου, 16. Μηνά Τζωρακάκη, Πρωτοδικών, 17. Δέσποινας Τόλιου, Ειρηνοδίκη, 18. Μαρίας Τομπάζη, 19. Σοφίας Τοπαλίδου, Πρωτοδικών, 20. Ηλία Τουλίγκου, Προέδρου Πρωτοδικών, 21. Χρήστου Τριανταφυλλίδη, Πρωτοδίκη, 22. Θεοδώρας Τσαμαδιά, 23. Ανθίας Τσαφίτσα, Προέδρων Πρωτοδικών, 24. Αικατερίνης Τσέλιου, 25. Ελένης Τσερούλη, 26. Αποστολίας Τσιαλάνη, 27. Σοφίας Τσιβούλη, Πρωτοδικών, 28. Δήμητρας Τσιόλα, Ειρηνοδίκη, 29. Μαρίας Τσιρωνίδου, Προέδρου Πρωτοδικών, 30. Αικατερίνης Τσιτσεκλίδου, 31. Φιλίππου Τσιώτα, Πρωτοδικών, 32. Λάμπρου Τσόγκα, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 33. Άννας Τσόρμπα, Πρωτοδίκη, 34. Γεσθημανής Τσουλφόγλου, Προέδρου Πρωτοδικών, 35. Αλεξάνδρας Υδριώτη, Πρωτοδίκη, 36. Αθηνάς Φονηά, Ειρηνοδίκη, 37. Χριστιανός Φραγκιά, Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αικατερίνης Φράγκου, 39. Παρασκευής Φωστηρίδου, Προέδρων Πρωτοδικών, 40. Απόστολου Φωτόπουλου, Εφέτη, 41. Αρίστης-Ελένης Χαμπεροπούλου, Προέδρου Πρωτοδικών, 42. Σταύρου Χαριτίδη, Παρέδρου, 43. Πρεσβείας Χατζή, Προέδρου Πρωτοδικών, 44. Κυριακούλας Χατζηνώτα, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 45. Βασιλείου Χατζηπανταζή, 46. Απόστολου Χατζηπανταζή, 47. Πολύμνιας Χορόζογλου, Πρωτοδικών, 48. Βήλης Χρηστίδου, Προέδρου Πρωτοδικών, 49. Παύλου Χριστιά, Εφέτη και 50. Χρυσάνθης Χριστοφίδου, Ειρηνοδίκη, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο, που τον διόρισαν με εξουσιοδότηση.
Κατά των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Βασίλειο Καραγεώργο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε τον εισηγητή της υπό κρίση προσφυγής, Δημήτριο Μανώλη κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σ κ έ φ θηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινόμενη προσφυγή έχει καταβληθεί παράβολο (υπ’ αριθ. 1295169/2013 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, από τους προσφεύγοντες οι υπ’ αριθ. 3 (Πασχαλίνα – Καλλιόπη Σταμάτη), 11 (Ιωάννης Σφέτκος), 12 (Στυλιανή Σωτηροπούλου) και 13 (Θεοδόσιος Τενεκετζίδης) δεν εμφανίσθηκαν οι ίδιοι ή εκπρόσωπός τους στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της κρινομένης προσφυγής για να νομιμοποιήσουν με προφορική δήλωση τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο, ενώ, εξ άλλου, δεν προκύπτει ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο περί παροχής πληρεξουσιότητας στον ανωτέρω δικηγόρο. Συνεπώς, η κρινόμενη προσφυγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς τους ανωτέρω προσφεύγοντες, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 και 5 και 30 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος είναι εφαρμοστέος κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το παρατιθέμενο στη σκέψη 4 άρθρο 9 του ν. 3038/2002.
3. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια …». Περαιτέρω, το Σύνταγμα, εξειδικεύοντας, προκειμένου περί της δικαστικής λειτουργίας, τις αρχές που συνάγονται από την ανωτέρω θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26, ορίζει στο μεν άρθρο 87 ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 3. …», στο δε άρθρο 88 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α΄ 87), ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. …».
4. Επειδή, εξ άλλου, ο ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 180), που εκδόθηκε σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 4 ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων», στο άρθρο 5 ότι «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. … 3. … 5. Επιτρέπεται η άσκηση ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου ενδίκου βοηθήματος αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», στο άρθρο 8 ότι «Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου παράγει τα αποτελέσματά της έναντι των διαδίκων της δίκης, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρεμβάντων» και στο άρθρο 9 ότι «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
5. Επειδή, με την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 3038/2002 επετράπη η άσκηση ενώπιον του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου «ενδίκου βοηθήματος αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», προκειμένου, κατά την οικεία εισηγητική έκθεση, η πρόσβαση στο εν λόγω δικαστήριο να είναι ανοικτή σε όλα τα μέρη, δηλαδή και στο Δημόσιο. Από τα αναφερόμενα στην εν λόγω εισηγητική έκθεση και από τις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του ανωτέρω νόμου δεν συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να παρασχεθεί στους δικαστικούς λειτουργούς, επί πλέον των προβλεπομένων στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ενδίκων βοηθημάτων, η δυνατότητα υποβολής ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου ενός, προληπτικού τρόπον τινά χαρακτήρος, ενδίκου βοηθήματος με αντικείμενο την αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας διατάξεων νόμου ή κανονιστικής πράξεως και της υποχρεώσεως των διοικητικών οργάνων να μην εκδώσουν στο μέλλον διοικητικές πράξεις κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων, εν όψει, άλλωστε, του ότι η σκοπιμότητα ενός τέτοιου βοηθήματος θα προϋπέθετε ότι θα εξακολουθούσε να ισχύει και στο μέλλον ο ερμηνευθείς από το Ειδικό Δικαστήριο νόμος ή κανονιστική πράξη, άλλως η σχετική απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου θα είχε τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, χρήσιμης ενδεχομένως μόνον για να καθοδηγήσει τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ως προς μελλοντικές ενέργειές τους. Εξ άλλου, απόφαση επί ενός τέτοιου ενδίκου βοηθήματος δεν θα εξυπηρετούσε την ταχεία δικαστική επίλυση των συναφών προς τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών διαφορών και μάλιστα κατά τρόπο γενικό, διότι, έως την δημοσίευση αποφάσεως του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου επ’ αυτού, θα είχαν, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, εκδοθεί ήδη διοικητικές πράξεις, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων, η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας των οποίων θα επιδιώκετο με το εν λόγω βοήθημα, οι πράξεις δε αυτές, προφανώς, δεν θα έπαυαν να ισχύουν αυτομάτως με την δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ενώ η απόφαση αυτή δεν θα δέσμευε, κατά νόμο, εν όψει του άρθρου 8 του ν. 3038/2002, γενικώς το Δημόσιο, αλλά μόνον έναντι των δικαστικών λειτουργών, που θα είχαν ασκήσει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα. Άλλωστε, οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν, προς επίλυση των αναφυομένων νομικών ζητημάτων ως προς την ισχύ, την ερμηνεία και την εφαρμογή μισθολογικών, συνταξιοδοτικών ή φορολογικών διατάξεων, βάσει του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δικαίωμα προσφυγής κατά των οικείων πράξεων των διοικητικών οργάνων ή, ενδεχομένως, αγωγής και, συνακόλουθα, μέσω των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων, στην περίπτωση που τα τιθέμενα ζητήματα αφορούν ευρύτερο κύκλο δικαστικών λειτουργών, πρόσβαση στο παρόν Ειδικό Δικαστήριο.
6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέο το υποβαλλόμενο με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία χαρακτηρίζεται ως «προσφυγή αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να μην εκδώσει οποιαδήποτε διοικητική πράξη για την εκτέλεση των, κατά τους προσφεύγοντες, δικαστικούς λειτουργούς διαφόρων βαθμών, αντισυνταγματικών διατάξεων των περιπτώσεων 13 και 14 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου μόνου του ν. 4093/2012. Η προσφυγή, όμως, αυτή, εν όψει των προβαλλομένων με αυτήν λόγων, πρέπει να ερμηνευθεί ότι στρέφεται κατά των πράξεων του Τμήματος Μισθοδοσίας της Διευθύνσεως Οικονομικού της Γενικής Διευθύνσεως Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού, οι οποίες είχαν εκδοθεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής και με τις οποίες είχαν υπολογισθεί οι αποδοχές των προσφευγόντων, για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2013, επί τη βάσει των ανωτέρω διατάξεων και των απολύτως συναφών με αυτές διατάξεων της υπ’ αριθ. οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3017).
7. Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών στη τέταρτη σκέψη διατάξεων του ν. 3038/2002, ερμηνευομένων εν όψει του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές, εφ’ όσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων αφορά ειδικά στους δικαστικούς λειτουργούς και μπορεί ταυτόχρονα να επηρεάσει την μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρυτέρου κύκλου των προσώπων αυτών. Μετά δε την επίλυση του εμπίπτοντος στη δικαιοδοσία του νομικού ζητήματος, εφ’ όσον τούτο δεν έχει ήδη επιλυθεί με προηγούμενη απόφασή του, το Ειδικό Δικαστήριο παραπέμπει τη σχετική υπόθεση για την περαιτέρω εκδίκασή της στο αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή είτε σε τακτικό διοικητικό δικαστήριο είτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
8. Επειδή, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινομένης διαφοράς, δεδομένου ότι η επίλυση του τιθεμένου σε αυτήν νομικού ζητήματος, αφορώντος την συμφωνία προς το Σύνταγμα των διατάξεων των περιπτώσεων 13 και 14 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν αναδρομικώς περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική κατάσταση όλων των δικαστικών λειτουργών.
9. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην τρίτη σκέψη συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα εξής : Το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Ειδικώς, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει, ευθέως και ρητώς με το άρθρο 87 παρ. 2 αυτού, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση προς εξασφάλιση της τελευταίας αυτής θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 26 του Συντάγματος, και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία το Σύνταγμα στη συνέχεια καθιερώνει ευθέως και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, επιτάσσοντας την χορήγηση σε αυτούς αποδοχών, οι οποίες πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους, δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας (βλ. και την παρόμοια διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος του 1952). Συνεπώς, οι αποδοχές αυτές πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αλλά και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφ’ ενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή την διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2080/1950), λαμβανομένου υπ’ όψη ότι από το άρθρο 89 παρ. 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόλησή τους με την απονομή του δικαίου (με ορισμένες εξαιρέσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3 του ως άνω άρθρου 89 και αφορούν απασχολήσεις συναφείς με το δικαστικό λειτούργημα), και αφ’ ετέρου την απερίσπαστη εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών άσκηση των καθηκόντων τους (πρβλ. αποφάσεις Σ.τ.Ε. Ολομελείας 3670/1994, 1849/2009, 675-6/2010 και του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου 13, 21/2006, 3/2008, 57/2010, καθώς και απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 26.4.2006, Zubko και λοιποί κατά Ουκρανίας). Και ναι μεν δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα συγκεκριμένο ύψος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, τούτο δε προφανώς καθορίζεται εν όψει των εκάστοτε κρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και των θεσπιζομένων για τα αντίστοιχα με τους δικαστικούς λειτουργούς όργανα των άλλων δύο λειτουργιών αποδοχών, απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών είναι και η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών τους και η αποφυγή, κατά το δυνατόν, της ανατροπής του μισθολογικού τους καθεστώτος με αιφνίδιες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους, διότι μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να εξασφαλισθεί ότι θα είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι. Τούτο δε επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εν όψει του ότι η δικαστική εξουσία, αν και, κατά το Σύνταγμα, είναι ισοδύναμη και ισότιμη με τις άλλες δύο εξουσίες και έχει ως αποστολή να ελέγχει τις πράξεις των οργάνων τους, τελεί, ως προς το ζήτημα του καθορισμού του ύψους των αποδοχών των δικών της οργάνων, σε μειονεκτική θέση έναντι των δύο άλλων εξουσιών, τα αντίστοιχα με τους δικαστικούς λειτουργούς όργανα των οποίων μετέχουν στην λήψη των αποφάσεων για τον καθορισμό των αποδοχών τους, με την κατάρτιση και την ψήφιση του προϋπολογισμού και των σχετικών με τα διάφορα μισθολόγια νόμων [βλ. α) άρθρο 79 του Συντάγματος «1. Η Βουλή … ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους … 2. … 3. Προσχέδιο του προϋπολογισμού κατατίθεται από τον Υπουργό Οικονομικών στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή … Ο Υπουργός Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις της επιτροπής, εισάγει τον προϋπολογισμό στη Βουλή … Ο προϋπολογισμός συζητείται και ψηφίζεται από την Ολομέλεια σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός, ο οποίος και εξασφαλίζει το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους όλες οι πολιτικές μερίδες της Βουλής. 4. … 8. …», β) άρθρο 63 του Συντάγματος «1. Οι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες. Το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. 2. Οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. 3. …», γ) άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος «… Στην Ολομέλεια της Βουλής ψηφίζεται … ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός του Κράτους και της Βουλής», και γ) απόφαση της Βουλής, η οποία ελήφθη κατά την συνεδρία ΚΔ΄ αυτής της 22.12.1964 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος της 17/18.2.1975 (ΦΕΚ Α΄ 23/18.2.1975) και με την οποία ορίσθηκε ότι «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού»]. Αντιθέτως, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται, μέσω της καταρτίσεως και ψηφίσεως του προϋπολογισμού και του νόμου περί του μισθολογίου τους, από όργανα της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή από όργανα, τις πράξεις των οποίων υποχρεούνται, κατά το Σύνταγμα, προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου, να ελέγχουν οι δικαστικοί λειτουργοί. Η αδυναμία δε αυτή των οργάνων της δικαστικής εξουσίας να επέμβουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκ των προτέρων στην ρύθμιση, εκ μέρους των οργάνων των άλλων δύο εξουσιών, του ζητήματος των αποδοχών τους – ζητήματος αρρήκτως, όμως, συνδεομένου, κατά τα προεκτεθέντα, με την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους – δεν εξισορροπείται με την δυνατότητα να προσφύγουν εκ των υστέρων στο παρόν, προβλεφθέν με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος και αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από μη τακτικούς δικαστές, Ειδικό Δικαστήριο και να αναμείνουν κατ’ αρχάς την εκ μέρους του επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων και στη συνέχεια, σε περίπτωση, θετικής υπέρ αυτών αποφάνσεως του εν λόγω Δικαστηρίου, να αναμείνουν την προς την κρίση αυτή συμμόρφωση εκ μέρους των οργάνων και πάλι των άλλων δύο εξουσιών με την έκδοση των σχετικών πράξεων, νομοθετικών ή διοικητικών. Εν όψει των ανωτέρω, μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών με μείωση των αποδοχών τους, ιδιαιτέρως μάλιστα στην περίπτωση που η μείωση αυτή είναι τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως, που να επιφέρει πράγματι ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει αφ’ ενός μεν χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος και αφ’ ετέρου χωρίς να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία ότι η μείωση αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από άλλα μέτρα, ότι αντίστοιχες μειώσεις έχουν γίνει και στις αποδοχές των αντίστοιχων με τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, ώστε οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών να παραμένουν τουλάχιστον ίσες με τις αποδοχές των οργάνων αυτών και μετά τη μείωση, και ότι έχει εκτιμηθεί το όφελος από την εν λόγω μείωση σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην ανεξαρτησία των δικαστών και, κατά συνέπεια, στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, καθώς και στην εκ μέρους των δικαστών άσκηση των καθηκόντων τους με την αναγκαία προσήλωση, λαμβανομένων υπ’ όψη και παραγόντων όπως το κόστος ζωής και οι φορολογικές και λοιπές οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις, τις οποίες οι δικαστές υπέχουν. Για το λόγο δε αυτό και το Σύνταγμα στο άρθρο 88 παρ. 2 επιβάλλει τα σχετικά με την μισθολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών ζητήματα να ρυθμίζονται με ειδικό νόμο (βλ. και την παρόμοια διάταξη του άρθρου 87 παρ. 3 του Συντάγματος του 1952). Η πρόβλεψη αυτή περί ειδικού νόμου έχει την έννοια όχι ότι η ρύθμιση του μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών πρέπει κατ’ ανάγκην να γίνεται με ιδιαίτερο νόμο, με τον οποίο δεν θα ρυθμίζονται άλλα ζητήματα, αλλά ότι πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφισή του, με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, ότι κατά τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη θέση, που το άρθρο 26 του Συντάγματος και οι εξειδικεύουσες τις προκύπτουσες από αυτό αρχές συνταγματικές διατάξεις αποδίδουν, προς πραγμάτωση του κράτους δικαίου, στην δικαστική εξουσία, καθιστώντας αυτήν ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες, και ότι το ύψος αυτών δεν καθορίσθηκε σε συνάρτηση με παράγοντες που αφορούν το μισθολογικό καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία.
10. Επειδή, με τον ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄ 174) θεσπίσθηκε, σε συμμόρφωση προς την περιεχόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, στο Σύνταγμα επιταγή για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, νέο μισθολόγιο για τους δικαστικούς λειτουργούς, ευνοϊκότερο σε σχέση με το προϊσχύον. Στο πλαίσιο του νέου αυτού μισθολογίου προβλέφθηκαν για πρώτη φορά αφ’ ενός μεν επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), και αφ’ ετέρου πάγια αποζημίωση, λόγω των συνθηκών, υπό τις οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές). Οι ανωτέρω παροχές θεσπίσθηκαν, προφανώς, μετά από εκτίμηση α) της φύσεως της εργασίας των δικαστικών λειτουργών, η οποία δεν περιορίζεται μόνον στη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις και στις διασκέψεις και στην λοιπή εργασία τους στο χώρο του δικαστηρίου, αλλά και στην ενασχόλησή τους με τα καθήκοντά τους και κατ’ οίκον και κατά τις ημέρες αργιών και κατά το χρονικό διάστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται, με το άρθρο 11 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α΄ 35) Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, ως «δικαστικές διακοπές»∙ η ενασχόληση δε αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την προετοιμασία και την μελέτη των υποθέσεων και την συγγραφή των αποφάσεων, δοθέντος ότι για τις εργασίες αυτές όχι μόνον δεν επαρκεί ο χρόνος κατά τον οποίο οι δικαστικοί λειτουργοί ευρίσκονται στο χώρο του δικαστηρίου, αλλά είναι και τέτοιας φύσεως που απαιτούν για την διεκπεραίωσή τους συνθήκες, οι οποίες δεν μπορούν να εξασφαλισθούν πολλές φορές στο δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της ελλείψεως σε πολλά δικαστήρια επαρκούς χώρου, και β) της ελλείψεως της απαιτουμένης για την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής και γραμματειακής υποστηρίξεως. Ειδικότερα, με τον ανωτέρω νόμο ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής : Άρθρο 1 : «1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών όλων των βαθμών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.), των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ.), των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.) και της Γενικής Επιτροπείας αυτών, καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, με τους παρακάτω συντελεστές, στρογγυλοποιούμενος στην πλησιέστερη εκατοντάδα. α. Πρόεδρος Σ.τ.Ε., Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (Α.Π.), Πρόεδρος του Ε.Σ., Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ., Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τ.Δ.Δ. 2,00 β. Αντιπρόεδρος του Σ.τ.Ε., του Α.Π. και του Ε.Σ. και Επίτροπος της Επικρατείας των Τ.Δ.Δ. 1,80 γ. Σύμβουλος της Επικρατείας, Αρεοπαγίτης, Αντεισαγγελέας του Α.Π., Σύμβουλος και Αντεπίτροπος του Ε.Σ., Αντεπίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ., Πρόεδρος και Εισαγγελέας Εφετών και Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων 1,60 δ. Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Εφέτης, Αντεισαγγελέας Εφετών, Πάρεδρος του Ε.Σ. και Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων 1,40 ε. Πρόεδρος και Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Α' Τάξης 1,20 στ. Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και του Ε.Σ., Πρωτοδίκης, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Β' Τάξης. 1,00 ζ. Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και του ΕΣ., Πάρεδρος Πρωτοδικείου, Πάρεδρος Εισαγγελίας, Πάρεδρος Πρωτοδικείου των Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Γ΄ Τάξης 0,80 η. Ειρηνοδίκης Δ' Τάξης 0,72. 2. Για τη διαμόρφωση των νέων βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη ορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) δραχμές (αναπροσαρμοσθείς από 1.1.1999 σε 263.000 δρχ. με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2702/1999, ΦΕΚ Α΄ 7). Άρθρο 2 : «1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας … 2. … 3. Επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), [κυμαινόμενο, αναλόγως τον βαθμό του δικαστικού λειτουργού, από 135.000 δραχμές έως 250.000 δραχμές, προκειμένου για τους Αντιπροέδρους και τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και τους αντίστοιχους με αυτούς] … 4. Επίδομα εορτών και άδειας. α. Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός μαζί με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. … β. Το επίδομα εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός … γ. Το επίδομα άδειας ορίζεται ίσο με το ήμισυ του βασικού μισθού και το ήμισυ του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που έχει κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός … 5. … 6. Πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές), οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου 300.000 δρχ. Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ' Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχων 250.000 δρχ.. 7. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 60.000 δρχ. Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι 50.000 δρχ. Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι 25.000 δρχ.. Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς». Στη συνέχεια με το άρθρο 55 παρ. 1 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α΄ 297) καταργήθηκαν τα ανωτέρω άρθρα 1 και 2 του ν. 2521/1997, οι ρυθμίσεις, όμως, των άρθρων αυτών κατά βάση επανελήφθησαν με τα άρθρα 29-31 του νεότερου αυτού νόμου, τα οποία αποτέλεσαν το Κεφάλαιο Α΄ του Μέρους Β΄ του εν λόγω νόμου. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 29 του νεότερου νόμου επανελήφθησαν οι περιεχόμενοι στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2521/1997 συντελεστές, με τους οποίους πολλαπλασιάζεται ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών για τον καθορισμό του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών, και με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 29 αναπροσαρμόσθηκε ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη σε 1.020 ευρώ. Περαιτέρω, με το άρθρο 30 περ. Α του ανωτέρω ν. 3205/2003 α) το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), καθορίσθηκε σε ποσό κυμαινόμενο, αναλόγως του βαθμού του δικαστικού λειτουργού, από 475 ευρώ έως 880 ευρώ, προκειμένου περί των Αντιπροέδρων και των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και των αντιστοίχων προς αυτούς βαθμών (παρ. 3), β) η πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες κα προβληματικές περιοχές) ορίσθηκε για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου σε 880 ευρώ και για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ' Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχων σε 734 ευρώ (παρ. 5) και γ) η αποζημίωση εξόδων παράστασης ορίσθηκε σε 176 ευρώ για τους δικαστικούς λειτουργούς που φέρουν τον βαθμό του Προέδρου του Σ.τ.Ε. και των αντίστοιχων σε 176 ευρώ, του Αντιπροέδρου του Σ.τ.Ε. και των αντίστοιχων σε 147 ευρώ και του Συμβούλου Επικρατείας και των αντίστοιχων σε 73 ευρώ (παρ. 6). Με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166) επήλθαν τροποποιήσεις στα άρθρα 29 και 30 του ν. 3203/2003. Ειδικότερα, ο βασικός μισθός του Πρωτοδίκη, όπως είχε καθορισθεί με το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3203/2003 και είχε εν τω μεταξύ αναπροσαρμοσθεί, ορίσθηκε σε 2.067 ευρώ (παρ. 1 περ. β), το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, ορίσθηκε σε ποσό κυμαινόμενο, αναλόγως του βαθμού του δικαστικού λειτουργού, από 550 ευρώ έως 1.100 ευρώ, προκειμένου περί του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου και των αντιστοίχων προς αυτόν βαθμών (παρ. 2), η πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών, ορίσθηκε σε 950 ευρώ και σε 796 ευρώ (παρ. 3 περ. α΄) και η αποζημίωση εξόδων παράστασης ορίσθηκε σε 300 ευρώ, 200 ευρώ και 150 ευρώ (παρ. 4). Περαιτέρω, με την παρ. 3 περ. β΄ του ανωτέρω άρθρου 57 του ν. 3691/2008 προστέθηκε παράγραφος 7 μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003, με την οποία ορίσθηκε ότι «Τα ποσά των παραγράφων 3 και 5 [δηλαδή το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους οι δικαστικοί λειτουργοί, και η πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών] αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος αυτόματα, με αφετηρία την 1.1.2009, σύμφωνα με το ποσοστό της εκάστοτε εισοδηματικής πολιτικής».
11. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α΄ 40/15.3.2010) ορίσθηκαν τα εξής: «2. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) [δηλαδή προκειμένου περί των δικαστικών λειτουργών η πάγια αποζημίωση και η αποζημίωση εξόδων παράστασης]. Τα επιδόματα των παραγράφων Α3 των άρθρων 30 … του ν. 3205/2003 [δηλαδή το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους] … μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. … 3. (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010, Α΄ 58) Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά : α) οικογενειακής παροχής [άρθρο … 30 … παρ. Α4, …, β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρα 30 … παρ. Α1, …) γ) … ι) μεταπτυχιακών σπουδών […, άρθρο 30 παρ. 2, …] ια) …». Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 άρχισαν να ισχύουν από 1.1.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, ενόψει δε τούτου ορίσθηκε με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου 1 ότι «Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής : …». Εξάλλου, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου καταργήθηκε η προβλεφθείσα με το άρθρο 57 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 3691/2008 αναπροσαρμογή του επιδόματος για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, και της χορηγουμένης σε αυτούς πάγιας αποζημιώσεως λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς των υπηρεσιών, και ορίσθηκε ότι το ύψος αυτών καθορίζεται εφεξής στο διαμορφωμένο κατά την 31.12.2009. Στη συνέχεια με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α΄ 65/6.5.2010) ορίσθηκαν τα εξής : «1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 ... μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3. … 6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, … καθορίζονται ως εξής : α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους. 7. … 8. … 9. …». Ακολούθως, με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (ΦΕΚ Α΄ 152/1.7.2011) ορίσθηκε ότι «Αναστέλλονται από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου : α) Οι διατάξεις … της παραγράφου Α.1 του άρθρου 30, … του ν. 3205/2003 [που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών] … β) Οι διατάξεις που προβλέπουν μισθολογική προαγωγή των αμειβομένων με τις διατάξεις του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 [μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί]. γ) …», οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α΄ 226), στην οποία προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια» με το εδάφιο β΄ της περιπτώσεως 38 της αναφερομένης κατωτέρω στην σκέψη 13 υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Στη συνέχεια, με το άρθρο 55 παρ. 23 περ. ε΄ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄180/22.8.2011) μειώθηκε από 1.7.2008 περαιτέρω κατά ποσοστό 15% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί.
12. Επειδή, με το ν. 4046/2012 [Μνημόνιο ΙΙ] (ΦΕΚ Α΄ 28/14.2.2008) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προαπαιτούμενο για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ’ αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη: α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Εconomic Policy Conditionality) και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding). Στο πρώτο από τα ανωτέρω τρία επί μέρους Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν. 4046/2012 ως Παράρτημα_1 και στο οποίο περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική και οι προοπτικές για την Ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: «… 6. Για να διασφαλίσει την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος, η κυβέρνηση θα αναλάβει τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά των δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη πορεία ανάκαμψης, τα συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση και την ανάγκη να προσαρμόσουμε κάποια από τα προηγούμενα μέτρα, θα απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα πέραν εκείνων που έχουν ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο του ΜΔΣ [εννοείται : το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο] του 2011 και του προϋπολογισμού του 2012. … 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν: … Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012, θα μεταρρυθμίσουμε τα ειδικά μισθολόγια του δημοσίου (που αφορούν το ένα τρίτο της μισθολογικής δαπάνης του δημόσιου τομέα). Σε συμφωνία με τις αρχές της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 2011, θα προσαρμόσουμε τις αποδοχές για τα ειδικά μισθολόγια (συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, των διπλωματών, των μετακλητών, των ιατρών, των καθηγητών, της αστυνομίας και των ένοπλων δυνάμεων), ενώ θα προστατεύσουμε όσους είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες με στόχο την πραγματοποίηση μόνιμων καθαρών εξοικονομήσεων ύψους περίπου 0,2 τοις εκατό του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Θα αναθεωρήσουμε επίσης το νέο σύστημα προαγωγών για να διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν οι κατάλληλοι έλεγχοι κατά της αύξησης του μισθολογικού κόστους μέσω των προαγωγών. … 9. Έχουμε δεσμευθεί να πετύχουμε τον δημοσιονομικό μας στόχο και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε διορθωτικά μέτρα στην περίπτωση υποαπόδοσης. Τα διορθωτικά μέτρα, εάν κριθούν αναγκαία, θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα και στις κοινωνικές δαπάνες, … Παρομοίως, στην περίπτωση μιας διαρκούς υπέρ απόδοσης, η οποία θεωρηθεί μόνιμη, θα θέσουμε αυστηρότερους στόχους για το έλλειμμα, αλλά μπορεί επίσης να εξετάσουμε μια μείωση εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Πρόθεσή μας είναι να διατηρήσουμε το σχετικό φορολογικό βάρος από τους έμμεσους φόρους». Στο δεύτερο από τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_2, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο κεφάλαιο 1 με τίτλο «Δημοσιονομική εξυγίανση» τα εξής : «…Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες: … Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθετικά μία μείωση κατά μέσο όρο 10% στα αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, στα οποία το νέο μισθολόγιο δεν ισχύει. Τούτο θα εφαρμοσθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και εντεύθεν και θα επιφέρει εξοικονομήσεις της τάξεως των 114 εκατομμυρίων Ευρώ τουλάχιστον (με αντίκτυπο μεταφοράς 226 εκατομμυρίων Ευρώ το 2013) (καθαρό ποσόν αφού ληφθεί υπόψη η επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης). … Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι ». Στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το ν. 4046/2012, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Εθνικό χρέος της Κυβέρνησης είναι η διασφάλιση της θέσης της χώρας μέσα στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. ... Μέσα στη δίνη της πιο σοβαρής οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η Χώρα στην πρόσφατη ιστορία της, αποτελεί πρόκληση επιβίωσης να διασφαλιστούν σήμερα οι όροι και οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στο άμεσο μέλλον να ανακτήσει η Χώρα τη δημοσιονομική της ισορροπία, να αποκτήσει πρωτογενή πλεονάσματα και να είναι σε θέση να μετέχει ισότιμα και με ισχυρό λόγο στις σχέσεις με τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους διεθνείς συνομιλητές της. Για να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις της Χώρας, ότι το στοίχημα της υπέρβασης αυτής της κρίσης συνδέεται άρρηκτα με την αυστηρή τήρηση όλων των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει η Χώρα στο πλαίσιο της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και τη συλλογική προσπάθεια για σύνθεση από όλες τις πολιτικές κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις αναπτυξιακού ορίζοντα ο οποίος θα βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Χώρας και τις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού της και ιδιαίτερα τις δυνατότητες και τις δεξιότητες των νέων ανθρώπων, μακριά από αγκυλώσεις, συντεχνιακές νοοτροπίες και εσωστρέφεια. Τα τελευταία τρία χρόνια, η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της Χώρας σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές και να διογκωθεί το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα. … Παρά το γεγονός ότι η Χώρα και οι πολίτες της κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και μείωσης του ελλείμματος προσέκρουσε στην επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία ταλανίζει τη Χώρα, μειώνοντας τα έσοδα σε σχέση με τα εκάστοτε προσδοκώμενα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δισ. ευρώ το 2009, ή 129.3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δισ. ευρώ το 2010, ή 144,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δισ. υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται εμφανώς στις αγοραίες τιμές τίτλων εκδοθέντων ή εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι ιστορικά πρωτόγνωρα χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των επενδυτών ότι η πλήρης εξυπηρέτηση του χρέους στο σύνολό του, από το Ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να καταστεί αδύνατη. Η δυναμική του χρέους, η οποία αναπτύσσεται σε περιβάλλον αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012 και σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ανασφάλειας, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους για να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναδιάταξης θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό, τους πιστωτές και το ευρύτερο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Στην περίπτωση που η Χώρα αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές, οι πιστωτές θα έχαναν σχεδόν το συνολικό μέρος, αν όχι όλη την αξία των επενδύσεών τους, γεγονός που θα απαιτούσε την άμεση στήριξη ορισμένων πιστωτών από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η μετάδοση των συνεπειών θα επιδείνωνε την κρίση χρέους σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης. Οι δυσμενείς συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. …».
13. Επειδή, κατ’ εφαρμογήν του ν. 4046/2012 εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου ορίσθηκε ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, … για λειτουργούς, … καταργούνται από 1.1.2013», με τις περιπτώσεις δε 13 και 14 τροποποιήθηκαν τα άρθρα 29 και 30 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με την μείωση του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων βαθμών, την μείωση των συντελεστών, βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών, και με την μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 5 και 6 του ν. 3205/2003 επιδόματος και αποζημιώσεων. Συγκεκριμένα, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις 13 και 14 ορίζονται τα εξής : «13. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του ν. 3205/2003 (Α' 297) αντικαθίστανται, από 1.8.2012, ως εξής: “1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.), των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ.), των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.) και της Γενικής Επιτροπείας αυτών, καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ: α. Πρόεδρος Σ.τ.Ε., Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (Α.Π.), Πρόεδρος του Ε.Σ., Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ., Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.. 1.70 β. Αντιπρόεδρος του Σ.τ.Ε., του Α.Π. και του Ε.Σ., Επίτροπος της Επικρατείας του Ε.Σ. και Επίτροπος της Επικρατείας των Τ.Δ.Δ.. 1.62 γ. Σύμβουλος της Επικρατείας, Αρεοπαγίτης, Αντεισαγγελέας του Α.Π., Σύμβουλος και Αντεπίτροπος του Ε.Σ., Αντεπίτροπος Επικρατείας των Τ.Δ.Δ., Πρόεδρος και Εισαγγελέας Εφετών και Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων. 1.42 δ. Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Εφέτης, Αντεισαγγελέας Εφετών, Πάρεδρος του Ε.Σ. και Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων. 1.27 ε. Πρόεδρος και Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Α' Τάξης. 1.13 στ. Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και του Ε.Σ., Πρωτοδίκης, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Β' Τάξης. 1,00 ζ. Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και του ΕΣ., Πάρεδρος Πρωτοδικείου, Πάρεδρος Εισαγγελίας, Πάρεδρος Πρωτοδικείου των Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδίκης Γ Τάξης. 0.85 η. Ειρηνοδίκης Δ' Τάξης 0.77. 2. Για τη διαμόρφωση των νέων βασικών μισθών της προηγούμενης παραγράφου ο μηνιαίος βασικός μισθός του Πρωτοδίκη ορίζεται σε χίλια επτακόσια εβδομήντα οκτώ (1.778) ευρώ”. 14. Οι παράγραφοι 3, 5, και 6 του άρθρου 30 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται, από 1.8.2012, ως εξής: “3. Για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής: α. Ειρηνοδίκες Γ' και Δ' Τάξης, Δόκιμος Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι, τριακόσια δέκα έξι ευρώ (316 €). β. Εισηγητής του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι, τετρακόσια είκοσι ευρώ (420 €). γ. Πρόεδρος Πρωτοδικών και αντίστοιχοι, τετρακόσια πενήντα έξι ευρώ (456 €). δ. Πάρεδρος του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι, τετρακόσια εξήντα ευρώ (460 €). ε. Πρόεδρος Εφετών, Σύμβουλος της Επικρατείας και αντίστοιχοι, τετρακόσια εβδομήντα ευρώ (470 €). στ. Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι, τετρακόσια ογδόντα πέντε ευρώ (485 €). ζ. Πρόεδρος και αντίστοιχοι, πεντακόσια ευρώ (500 €).” «5. Πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ' οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές), οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντίστοιχων, μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου πεντακόσια εξήντα ευρώ (560 €). Για δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ' Τάξης μέχρι και το βαθμό του Εισηγητή του Σ.τ.Ε. και αντίστοιχων, τετρακόσια εξήντα ευρώ (460 €). 6. Αποζημίωση εξόδων παράστασης στους δικαστές που φέρουν βαθμό Προέδρου, Αντιπροέδρου και Συμβούλου Επικρατείας ή αντίστοιχους, οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Πρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι, διακόσια σαράντα δύο ευρώ (242 €). Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε. και αντίστοιχοι, εκατόν εξήντα ένα ευρώ (161 €). Σύμβουλος Επικρατείας και αντίστοιχοι, εκατόν είκοσι ένα ευρώ (121 €). Η αποζημίωση αυτή δεν παρέχεται σε δικαστικούς λειτουργούς που δεν φέρουν τους ανωτέρω βαθμούς, ανεξαρτήτως της τυχόν μισθολογικής εξομοίωσης προς αυτούς». Εξάλλου, στην περίπτωση 37 της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ1 ορίσθηκε ότι «Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών …, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (222 Α΄/12-11-2012)» (ΦΕΚ Β΄ 3017/14.11.2012). Με την εν λόγω απόφαση ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση των αποδοχών και συντάξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 13 έως 36 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α΄/12−11−2012) και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μισθοδοσία ή σύνταξη του μηνός Ιανουαρίου 2013, παρακρατούνται από τη μισθοδοσία ή σύνταξη των μηνών Ιανουαρίου έως Δεκεμβρίου 2013, ως εξής: (α) για ποσά μέχρι εκατό ευρώ (€100) εφάπαξ, (β) για ποσά μέχρι διακόσια πενήντα ευρώ (€ 250) σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (γ) για ποσά μέχρι πεντακόσια ευρώ (€ 500) σε τρεις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (δ) για ποσά μέχρι επτακόσια πενήντα ευρώ (€ 750) σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ε) για ποσά μέχρι χίλια ευρώ (€ 1.000) σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (στ) για ποσά μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ (€ 1.500) σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ζ) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ (€ 2.000) σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (η) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€2.500) σε οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (θ) για ποσά μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ (€ 3.000) σε εννιά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ι) για ποσά μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€ 4.000) σε δέκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ια) για ποσά μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) σε έντεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις (ιβ) για ποσά άνω των πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 5.000) σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις καταληκτική ημερομηνία για την παρακράτηση των οφειλόμενων ποσών είναι η 31−12−2013. 2. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ποσά αναφέρονται σε αυτά που προκύπτουν από τις μεικτές αποδοχές … του υπαλλήλου, λειτουργού, στρατιωτικού …, αφαιρουμένων των προβλεπομένων κρατήσεων. Τα οφειλόμενα ποσά που προκύπτουν από την ανωτέρω μείωση θα παρακρατούνται αναλογικά από τους οικείους κωδικούς που εκταμιεύθηκαν. 3. Στην περίπτωση που λειτουργός, υπάλληλος ή στρατιωτικός αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης και έχει εισπράξει αποδοχές, στις οποίες δεν έχει εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου μείωση, τα σχετικά αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά θα παρακρατηθούν συμψηφιστικά από τη σύνταξη του ή σε περίπτωση μεταβίβασης αυτής, από τη σύνταξη των μελών της οικογένειας του. Η παρακράτηση γίνεται με πράξη του αρμόδιου Διευθυντή Συντάξεων, ύστερα από σχετική βεβαίωση του εκκαθαριστή αποδοχών, για το ποσό που καταβλήθηκε. 4. Στην περίπτωση που λειτουργός, υπάλληλος ή στρατιωτικός αποχώρησε από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, πλην της περίπτωσης της συνταξιοδότησης, και έχει εισπράξει αποδοχές, στις οποίες δεν έχει εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του κοινοποιούμενου νόμου μείωση, τα σχετικά αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν εφάπαξ. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω αρνηθούν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, γίνεται σε αυτούς καταλογισμός σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄)». Η αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 αναφέρει, ως προς την υποπαράγραφο Γ.1, τα εξής : «Γ. Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής. Υποπαράγραφος Γ1. Μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου Τομέα. Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα μισθολογικού περιεχομένου, τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα: … Με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 έως 36 προβλέπονται, από 1.8.2012 οι μειώσεις επί των αποδοχών όλων των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια. Με τις διατάξεις της περίπτωσης 37 προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών θα καθορισθεί ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών λόγω της εφαρμογής των διατάξεων που προβλέπουν την περικοπή των αποδοχών των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια. Με τις διατάξεις της περίπτωσης 38 καθορίζονται θέματα που αναφέρονται στη χορήγηση χρονοεπιδόματος σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια». Επ’ ευκαιρία δε της διατάξεως της υποπεριπτώσεως β΄ της περιπτώσεως 38 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 [με την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια» στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011, που αφορούσε την αναστολή της ισχύος των σχετικών με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τις μισθολογικές προαγωγές διατάξεων] ορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 2/85127/0022/22.11.2012 πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 στα αρμόδια για την εφαρμογή τους όργανα, ότι επαναφέρονται μεν σε ισχύ, από 1.8.2012, οι ανασταλείσες με την παρ. 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 διατάξεις για τη χορήγηση επί πλέον ποσοστού στο επίδομα χρόνου υπηρεσίας και για τη χορήγηση ή αύξηση του επιδόματος αυτού στους αμειβομένους με βάση ειδικά μισθολόγια, καθώς και οι διατάξεις που προβλέπουν την χορήγηση μισθολογικών προαγωγών στους αμειβομένους με βάση τα μισθολόγια αυτά, και ότι, κατόπιν τούτου, είναι δυνατή πλέον η αναδρομική χορήγηση επιπλέον ποσοστού στο επίδομα χρόνου υπηρεσίας και η αναδρομική απονομή μισθολογικών προαγωγών με τη συμπλήρωση του απαιτουμένου χρόνου υπηρεσίας από 1.7.2011 και εντεύθεν, αλλά ότι τα οικονομικά αποτελέσματα από την κατά τα ανωτέρω χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και μισθολογικών προαγωγών θα γίνει επί των νέων (μειωμένων) αποδοχών που ισχύουν από 1.8.2012 και εντεύθεν και δεν δύνανται να ανατρέχουν σε ημερομηνία προγενέστερη αυτής. Εξ άλλου, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω νόμου 4093/2012 κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Παράγραφος Γ. Τροποποιούνται οι μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τους φορείς του δημόσιου τομέα ως ακολούθως: - Καταργούνται, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και άδειας υπέρ των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των άλλων ν.π.δ.δ., καθώς και υπέρ των μισθωτών των ν.π.ι.δ. … - Επανακαθορίζονται, αναδρομικά από 1.8.2012, οι μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων και λειτουργών, που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια. Στις κυριότερες από τις κατηγορίες αυτές, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν το 99% του συνόλου των μισθοδοτούμενων, επέρχονται μεταβολές : α) στο βασικό μισθό του βαθμού βάσης, β) στους συντελεστές που προσδιορίζουν το ύψος του βασικού μισθού των λοιπών βαθμών της κατηγορίας και γ) στο ύψος επιμέρους επιδομάτων και παροχών. Έτσι, ανά κατηγορία, οι μεταβολές συνοψίζονται ως ακολούθως : Ι. Μισθολόγιο Δικαστών … α) Βασικός μισθός ● Πρόεδρος ΑΠ και αντίστοιχοι 3.023 € (σήμερα 4.134 €) ● Αντιπρόεδρος και αντίστοιχοι 2.880 € (σήμερα 3.721 €) ● Αρεοπαγίτης και αντίστοιχοι 2.525 € (σήμερα 3.307 €) ● Εφέτης και αντίστοιχοι 2.258 € (σήμερα 2.894 €) ● Πρόεδρος Πρωτοδικών και αντίστοιχοι 2.009 € (σήμερα 2.480 €) ● Πρωτοδίκης και αντίστοιχοι 1.778 € (σήμερα 2.067 €) ● Πάρεδρος Πρωτοδικείου και αντίστοιχοι 1.511 € (σήμερα 1.654 €) ● Ειρηνοδίκης Δ΄ Τάξης 1.369 € (σήμερα 1.488 €) β) Το επίδομα για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης κ.λπ. ορίζεται στα εξής ποσά : ● 316 €, για Ειρηνοδίκες Γ΄ και Δ΄ Τάξης, Παρέδρους Πρωτοδικείου και αντίστοιχους (σήμερα 344,08 €) ● 420 €, για Πρωτοδίκη και αντίστοιχους (σήμερα 487,97 €) ● 456 €, για Πρόεδρο Πρωτοδικών και αντίστοιχους (σήμερα 563,04 €) ● 460 €, για Εφέτη και αντίστοιχους (σήμερα 594,32 €) ● 470 €, για Πρόεδρο Εφετών, Αεροπαγίτη και αντίστοιχους (σήμερα 625 €) ● 485 €, για Αντιπρόεδρο και αντίστοιχους (σήμερα 656,88 €) ● 500 €, για Πρόεδρο και αντίστοιχους (σήμερα 668,16 €) γ) Η πάγια μηνιαία αποζημίωση, λόγω παραμονής στην έδρα κ.λπ., ορίζεται στα εξής ποσά : ● 560 €, για δικαστές από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και αντιστοίχων μέχρι το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου (σήμερα 769,12 €) ● 460 €, για δικαστές από το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ΄ Τάξης μέχρι το βαθμό του Πρωτοδίκη (σήμερα 644,44 €)». Τέλος, στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής του Δεκεμβρίου 2012 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «10.6 Πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για το 2012 και Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική για 2013-2016. Τα δημοσιονομικά μέτρα στη Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική (ΜΔΣ) ως το 2016 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα : 1. Εξορθολογισμός του μισθολογικού κόστους κατά 1.110 εκατομμύρια Ευρώ το 2013 και επιπρόσθετα 259 εκατομμύρια Ευρώ το 2014, μέσω: … εξορθολογισμού της μισθολογικής δαπάνης της κεντρικής κυβέρνησης … ● προοδευτικές μειώσεις στις μηνιαίες αμοιβές των υπαλλήλων των ειδικών μισθολογίων (δικαστές, διπλωμάτες, γιατροί, διδακτικό προσωπικό ΑΕΙ και ΤΕΙ, ένοπλες δυνάμεις και αστυνομία, υπάλληλοι αεροδρομίων, και γενικοί γραμματείς) με εφαρμογή από 1η Αυγούστου 2012, ως ακολούθως : 2 τοις εκατό κάτω από 1000 ευρώ, 10 τοις εκατό για 1000-1500 Ευρώ, 30 τοις εκατό για 2500-4000 Ευρώ και 35 τοις εκατό από 4000 Ευρώ».
14. Επειδή, από τα εκτεθέντα στις δύο προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει «συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση», αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως μέτρο, για την αντιμετώπιση της συνεχιζομένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσεως, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο με βάση ειδικά μισθολόγια – οι πρώτες περικοπές των οποίων είχαν επιβληθεί με τους νόμους 3833 και 3845/2010, κατ’ επίκληση, τότε, του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας - εν όψει, προφανώς, του ότι το μέτρο αυτό, εν αντιθέσει με την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, μπορεί να εφαρμοσθεί αμέσως και έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού με την ψήφιση του προβλέποντος την μείωση νόμου καταβάλλονται αμέσως μειωμένες οι αποδοχές. Αν και καθένα από το μισθολόγια αυτά αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με διαφορετικά καθήκοντα και αποστολή, μεταξύ δε αυτών περιλαμβανόταν και το μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας, των οποίων επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση το Σύνταγμα, ο νομοθέτης αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαμβανόμενο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Εν όψει δε τούτου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του ν. 4093/2012 συνάγεται ότι ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπ’ όψη τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω «ειδικά» μισθολόγια, προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μειώσεως σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγουμένων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανωτέρους και ανωτάτους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. και την αναφορά, στο προσαρτώμενο ως Παράρτημα V_1 στο ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ότι θα προστατευθούν όσοι «είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες»). Με βάση το κριτήριο αυτό, το καθαρώς αριθμητικό, συνάγεται ότι ο νομοθέτης καθόρισε τις μειώσεις που επέφερε και στο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, και ειδικότερα στο ύψος του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, στους συντελεστές, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι μισθοί των λοιπών δικαστικών λειτουργών, καθώς και στο ύψος του επιδόματος για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους οι δικαστικοί λειτουργοί, της πάγιας αποζημιώσεως, λόγω των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, και της αποζημιώσεως για έξοδα παραστάσεως που χορηγείται στους δικαστές που κατέχουν τους ανωτάτους βαθμούς. Εν όψει δε του χρησιμοποιηθέντος κριτηρίου, οι θεσπισθείσες νέες μειώσεις για όλους τους βαθμούς των δικαστικών λειτουργών και ιδιαιτέρως για τους κατέχοντες τους ανωτάτους βαθμούς, ήταν κατά πολύ υψηλότερες του ποσοστού 10%, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με τα περιεχόμενα σε αυτήν συγκριτικά στοιχεία.
15. Επειδή, από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι ο ν. 4093/2012 προέβη στη μείωση, μεταξύ άλλων, των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών προς αντιμετώπιση της συνεχιζομένης, κατά τον νομοθέτη, οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσεως, δηλαδή για σκοπό που αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενο να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου. Σε περίπτωση, όμως, παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπισή της, να κατανέμεται συνεχώς σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, όπως είναι οι μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπληρώσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομελείας 668/2012 σκ. 37). Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στο προσαρτημένο στο ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ένας εκ των λόγων, για τους οποίους είναι αναγκαία η λήψη νέων μέτρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, είναι και το γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξη των φορολογικών εσόδων («συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση»). Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως της συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος δυναμένου, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, για τον προσδιορισμό της ανωτέρω μειώσεως των εν λόγω αποδοχών δεν ελήφθη καθόλου υπ’ όψη το γεγονός ότι η μείωση αυτή αφορά τις αποδοχές όχι εμμέσων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας, των οποίων την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση επιβάλλει το Σύνταγμα, όχι ως ευνοϊκό μέτρο υπέρ αυτών, αλλά ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες, τις πράξεις των οποίων έχει, κατά το Σύνταγμα, ως αποστολή να ελέγχει. [Στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αναφέρεται, άλλωστε, και το προαναφερθέν, προσαρτηθέν στο ν. 4046/2012, Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής στο κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης» παρ. 4.5.] Εξ άλλου, εν όψει του κριτηρίου, που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του ύψους της νέας μειώσεως των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, δεν συνάγεται ότι ο νομοθέτης εξήτασε αφ’ ενός μεν αν οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών εξακολουθούν, και μετά τη θέσπιση της εν λόγω μειώσεως, να είναι τουλάχιστον ίσες με τις αποδοχές των αντιστοίχων προς αυτούς οργάνων των άλλων δύο εξουσιών (δηλαδή της νομοθετικής και της εκτελεστικής) και αφ’ ετέρου τις επιπτώσεις από την μείωση αυτή στη λειτουργία της δικαιοσύνης και αν οι επιπτώσεις αυτές είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος, που θα προκύψει, ούτε αν θα μπορούσε να λάβει άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για την λειτουργία του κράτους δικαίου. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης εξήτασε τις επιπτώσεις που η νέα μείωση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών μπορούσε να έχει στην λειτουργία της δικαιοσύνης, εν όψει του σημαντικού ύψους της και του γεγονότος ότι είχαν ήδη προηγηθεί, εντός χρονικού διαστήματος δύο ετών και οκτώ μηνών, τρεις μειώσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας για πολλούς από τους δικαστικούς λειτουργούς ήδη πριν από τον ν. 4093/2012 και οι οποίες, συνολικώς λαμβανόμενες υπ’ όψη, ανέρχονταν σε σημαντικό επίσης ύψος. Και τούτο διότι η νέα αυτή μείωση, συνδυαζομένη προς την αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 1.8.2012, της χορηγήσεως και της αυξήσεως του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και της χορηγήσεως μισθολογικής προαγωγής, [η μετά την δημοσίευση του ν. 4093/2012 αναδρομική χορήγηση των οποίων, μάλιστα, είχε περιορισμένα αναδρομικά οικονομικά αποτελέσματα, ανατρέχοντα στην 1.8.2012], και τις διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις (με την αύξηση φορολογικών συντελεστών, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, μείωση αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος, κ.λπ.), οι οποίες επιβλήθηκαν στους φορολογουμένους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί, θα μπορούσε να δημιουργήσει σε αυτούς ανασφάλεια ως προς την δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις φορολογικές και πάσης φύσεως οικονομικές υποχρεώσεις, ανειλημμένες πριν από την έναρξη της περικοπής των αποδοχών τους ή γεννηθείσες μεταγενεστέρως, και ανησυχία ως προς τις συνέπειες που τυχόν αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν στο κύρος αυτών ως δικαστών και κατ’ επέκταση στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι, λόγω ακριβώς του λειτουργήματος που ασκούν, μη συνεπής εκ μέρους τους εκπλήρωση φορολογικών ή άλλης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεων, εκτός από ποινικής, διοικητικής ή αστικής φύσεως συνέπειες, που μπορεί, κατά νόμο, να έχει, ενέχει και ηθική απαξία, μεγαλύτερη δε από ό,τι έχει η μη εκπλήρωση τέτοιας φύσεως υποχρεώσεων από τους άλλους πολίτες, στους οποίους, άλλωστε, τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους δικαστικών λειτουργών μπορεί να εμπνεύσει ανησυχία ως προς την ικανότητά τους να ασκήσουν με ανεξαρτησία και αμεροληψία τα καθήκοντά τους. Η ανασφάλεια δε και η ανησυχία αυτή, που προφανώς δεν συντελεί ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να είναι σε θέση να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος επηρεασμού της ευθυκρισίας τους, επιτάθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι η μείωση των αποδοχών τους θεσπίσθηκε με τον προαναφερθέντα ν. 4093/2012 αναδρομικώς. Η αναδρομική δε αυτή μείωση είχε ως συνέπεια ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν στερήθηκαν απλώς την αξίωση να αποκτήσουν στο μέλλον τις προβλεπόμενες στο ισχύον, έως την δημοσίευση του ανωτέρω ν. 4093/2012, μισθολόγιο αποδοχές [η στέρηση της οποίας, μη αποτελούσα «στέρηση περιουσίας», κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 δεύτερη πρόταση του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), αλλά επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος στον σεβασμό της περιουσίας υπό την έννοια της πρώτης προτάσεως της πρώτης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου, κατ’ αρχήν δεν αντίκειται στο εν λόγω άρθρο ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος, όπως κρίθηκε με την υπ’ αριθ. 668/2012 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, βλ. και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αριθ. προσφυγών 57665/12 και 57657/12, Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος]∙ αλλά στερήθηκαν αποδοχές, τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει νομίμως με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο της καταβολής τους και τις οποίες ο νεότερος νόμος, μεταβάλλοντας αναδρομικώς το καθεστώς, χαρακτήρισε εκ των υστέρων ως «αχρεωστήτως» καταβληθείσες. Η αναδρομική δε αυτή μείωση και η απορρέουσα από αυτήν υποχρέωση να επιστρέψουν αποδοχές, τις οποίες είχαν νομίμως εισπράξει και οι οποίες, επομένως, είχαν ήδη ενταχθεί στην περιουσία τους, επαναλαμβάνουσα παρόμοια ρύθμιση περιεχόμενη στο άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 3833/2010 και συνιστώσα στέρηση κτηθείσης περιουσίας, επέτεινε την δημιουργηθείσα στους δικαστικούς λειτουργούς ανασφάλεια, διότι όχι μόνον δεν μπορούν να έχουν κατ’ αρχήν εμπιστοσύνη ότι οι αποδοχές τους δεν θα υποστούν στο μέλλον νέα, μικρή ή μεγάλη, μείωση [βλ., άλλωστε, τις περιεχόμενες στο εγκριθέν με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής προειδοποιήσεις ότι, εάν κριθεί αναγκαία η λήψη διορθωτικών μέτρων, «θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα» και ότι «Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι»], αλλά δημιουργείται σ’ αυτούς η εντύπωση ότι δεν είναι βέβαιο ούτε ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για την κάλυψη των οικονομικών τους αναγκών τις αποδοχές, που έχουν ήδη εισπράξει, εφόσον ο νομοθέτης είναι δυνατόν να ζητήσει την επιστροφή τους στο μέλλον, μειώνοντας αυτές αναδρομικώς και χαρακτηρίζοντας αυτές ως «μη νομίμως» ή «αχρεωστήτως» καταβληθείσες, προβλέποντας δε την παρακράτησή τους από τις χορηγούμενες στους δικαστικούς λειτουργούς αποδοχές ή συντάξεις, ώστε για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παρακράτηση αυτή οι αποδοχές τους να εμφανίζονται ακόμη περισσότερο μειωμένες. [Βλ. μάλιστα την πρόβλεψη στην παρ. 4 της υπ’ αριθ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 υπουργικής αποφάσεως ότι, σε περίπτωση που λειτουργός αποχώρησε από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, πλην συνταξιοδοτήσεως, και έχει εισπράξει αποδοχές, στις οποίες δεν έχει εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τον ν. 4093/2012 μείωση, «τα σχετικώς αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν εφάπαξ» και, σε περίπτωση που αρνηθεί την επιστροφή, γίνεται σε αυτόν καταλογισμός σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 2362/1995, ΦΕΚ Α΄ 247, το οποίο αφορά τον καταλογισμό για «μη νόμιμες δαπάνες».] Περαιτέρω, εν όψει του κριτηρίου, με βάση το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, συνάγεται ότι προσδιορίσθηκαν οι επιβλητέες στα επί μέρους κονδύλια, που συγκροτούν τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, μειώσεις, δεν προκύπτει ότι η περαιτέρω μείωση, σε σημαντικό ποσοστό, με τις διατάξεις του νόμου αυτού α) του έχοντος χαρακτήρα αποζημιώσεως για την κάλυψη πραγματικών δαπανών (βλ. Σ.τ.Ε. 3150/1999 επταμελούς συνθέσεως) επιδόματος για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους οι δικαστές, β) της πάγιας αποζημιώσεως, η οποία καταβάλλεται σε αυτούς, λόγω των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, και γ) της αποζημιώσεως για έξοδα παράστασης, που καταβάλλεται στους κατέχοντες τους ανωτάτους βαθμούς δικαστικούς λειτουργούς, δικαιολογείται λόγω μεταβολής και βελτιώσεως των συνθηκών, υπό τις οποίες οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους, ή λόγω μειώσεως των κόστους ζωής ανάλογης της θεσπιζομένης με τις ανωτέρω διατάξεις μειώσεως των ανωτέρω επιδόματος και αποζημιώσεων. Τέλος, με τις διατάξεις της περιπτώσεως 13 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 μειώθηκαν οι συντελεστές, βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών, πλην του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, δικαστικών λειτουργών, με συνέπεια να προκύπτει και εξ αυτού του λόγου σημαντική μείωση στις αποδοχές, κυρίως, των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών [π.χ. μείωση του προβλεπομένου για τον καθορισμό του βασικού μισθού των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων συντελεστή από 2.00 σε 1.70]. Από τις προπαρασκευαστικές, όμως, εργασίες για την ψήφιση του ανωτέρω νόμου δεν συνάγεται ότι συντρέχει για την ανωτέρω μείωση άλλος λόγος από το γεγονός ότι οι μισθοί των δικαστικών λειτουργών, και ιδιαιτέρως, των ανωτάτων βαθμών, ήταν μαθηματικώς οι υψηλότεροι και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να μειωθούν, αναλογικώς, κατά μεγαλύτερο ποσοστό, ώστε να προστατευθούν όσοι «είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες», όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής. Εν όψει, όμως, του κύρους και της αποστολής των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά το Σύνταγμα, και ιδιαιτέρως εκείνων που κατέχουν τους ανωτάτους βαθμούς - λαμβανομένου, μάλιστα, υπ’ όψη ότι κατά το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος στον Πρόεδρο ενός εκ των Ανωτάτων Δικαστηρίων μπορεί να ανατεθεί, υπό τις οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως για να διενεργήσει εκλογές – δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κριτήριο όπως το ανωτέρω είναι πρόσφορο για τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών τους.
16. Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, οι διατάξεις των περιπτώσεων 13 και 14 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και της απολύτως συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37, κατά το μέρος που αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, αντίκεινται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτό, ως προς την δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών με την χορήγηση σε αυτούς αποδοχών αναλόγων προς το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματός τους. Συνεπώς, οι πράξεις, με τις οποίες προσδιορίσθηκαν οι αποδοχές, που πρέπει να καταβληθούν στους προσφεύγοντες δικαστικούς λειτουργούς κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2013, μη νομίμως έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και της κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως της περιπτώσεως 37 εκδοθείσης υπ’ αριθ. οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 υπουργικής αποφάσεως. Το γεγονός δε ότι, εφ’ όσον οι ανωτέρω διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ως ανίσχυρες, για τον προσδιορισμό των αποδοχών των προσφευγόντων είναι εφαρμοστέες οι προϊσχύουσες διατάξεις δεν συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου εκ μέρους του δικαστή, κατά παράβαση του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό το Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο». Τούτο δε διότι η εφαρμογή των διατάξεων που ίσχυαν έως την ψήφιση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 4093/2012 για τον υπολογισμό του ύψους των αποδοχών των προσφευγόντων δεν αποτελεί θέσπιση νέων κανόνων δικαίου εκ μέρους του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά άσκηση έργου ανατεθειμένου κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος στα δικαστήρια και συνισταμένου στην μη εφαρμογή κανόνος δικαίου, που αντίκειται στο Σύνταγμα, και στην επίλυση της διαφοράς με την εφαρμογή, εάν υπάρχει, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, προγενεστέρου νόμου.
17. Επειδή, ως προς το τιθέμενο στην κρινόμενη υπόθεση νομικό ζήτημα μειοψήφησε το μέλος του Δικαστηρίου Φίλιππος Σπυρόπουλος, ο οποίος διετύπωσε την εξής γνώμη: Η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος επιφυλάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση στους δικαστές. Οι αποδοχές τους δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να υπολείπονται των αποδοχών των λοιπών, υπό όμοιες συνθήκες τελούντων, λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών. Διατάραξη της μισθολογικής ισορροπίας εις βάρος των δικαστών είναι αντισυνταγματική. Αντίκειται τόσο στη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος όσο και στην αρχή της ισότητας. Η αντισυνταγματικότητα όμως αυτή δεν μπορεί να αρθεί με δικαστική απόφαση που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των νόμω καθορισμένων αποδοχών των δικαστών. Τούτο διότι βάσει της διατάξεως του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους (ο οποίος δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο) ούτε παρέχεται χωρίς νόμο. Επομένως η σχετική αρμοδιότητα (καθορισμού παντός μισθού, συντάξεως κ.λπ.) ανήκει αποκλειστικώς και μόνο στο νομοθέτη. Δεν ανήκει στον δικαστή. Ο νομοθέτης πρέπει πάντως να σέβεται τον ανωτέρω συνταγματικό κανόνα της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών, καθώς και τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αν τους παραβιάσει υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ο οποίος όμως οφείλει να αρκείται στη διαπίστωση της παραβιάσεως. Δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε επέκταση ευμενέστερων μισθολογικών ρυθμίσεων άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων του Κράτους στους δικαστές ούτε να αναβιώνει ευμενέστερες για τους δικαστές μισθολογικές ρυθμίσεις προγενεστέρων νόμων. Τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος είναι ειδικότερη από τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, βάσει της οποίας, αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, δεν εφαρμόζεται και αντ’ αυτού εφαρμόζεται είτε το Σύνταγμα απ’ ευθείς, δηλαδή η αρχή της ισότητας επακτατικώς, είτε ο προγενέστερος νόμος, ο οποίος αναβιώνει. Ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος υπερισχύει της γενικότερης διατάξεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Συνέπεια της δικαστικής διαπιστώσεως ότι η ρύθμιση των μισθών των δικαστών αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι το ύψος τους υπολείπεται του δέοντος, είναι, κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ότι η Διοίκηση υπέχει υποχρέωση συμμορφώσεως σε αυτή. Οφείλει, επομένως, να μην εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο, δηλαδή οφείλει να περικόπτει τις προνομιακές και άνισες αποδοχές των άλλων οργάνων των άλλων δύο εξουσιών, αποκαθιστώντας τόσο τον συνταγματικό κανόνα της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών όσο και τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Επειδή περαιτέρω οι συνταγματικοί κανόνες και οι συνταγματικές αρχές δεσμεύουν και τον νομοθέτη, οι δε αρχές του κράτους δικαίου και της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρα 25 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος) επιβάλλουν στον νομοθέτη τον σεβασμό των αμετακλήτως κρινομένων από τα δικαστήρια, υποχρέωση αποκαταστάσεως της τρωθείσης ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών και της τρωθείσης μισθολογικής ισότητας έχει και ο νομοθέτης και μάλιστα σε ευρύτατη κλίμακα, αναδιαρρυθμίζοντας κατ’ ίσον τρόπο, ενδεχομένως και εξ υπαρχής, τις αποδοχές κ.λπ. όλων των οργάνων των άλλων δύο εξουσιών. Εν προκειμένω : Οι αποδοχές των δικαστών υπέστησαν σημαντικές αλληλοδιάδοχες μειώσεις, όπως άλλωστε σημαντικές αλληλοδιάδοχες μειώσεις υπέστησαν και οι μισθοί όλων των λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, με εξαίρεση τους βουλευτές και τους μισθοδοτούμενους βάσει του μισθού των βουλευτών. Οι μειώσεις αυτές δεν αντίκεινται καθ’ εαυτές στο Σύνταγμα, το οποίο δεν διασφαλίζει συγκεκριμένο ύψος αποδοχών (βλ. Σ.τ.Ε. 668/2012, σκ. 34). Το ύψος των αποδοχών αναπροσαρμόζεται εκάστοτε από τον νόμο, αυξάνεται ή μειώνεται, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Ο νόμος είναι ελεύθερος να το καθορίζει, σεβόμενος τις αρχές της ισότητας και της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών. Με εξαίρεση τις αποδοχές των βουλευτών και των βάσει αυτών υπολογιζομένων αποδοχών άλλων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, τις αρχές αυτές δεν παρέβη. Τις παρέβη μόνο σε σχέση με τις αποδοχές των βουλευτών. Οφείλει επομένως ο εκκαθαριστής των αποδοχών των βουλευτών αλλά και η Βουλή με απόφασή της, κατ’ άρθρο 63 του Συντάγματος, να αναπροσαρμόσει τις αποδοχές των βουλευτών σε ύψος τέτοιο που να μη διαταράσσει την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών και την αρχή της ισότητας. Το αυτό οφείλει και ο εκκαθαριστής των αποδοχών των εξομοιουμένων με τους βουλευτές καθώς και ο νομοθέτης ως προς αυτούς.
18. Επειδή, μειοψήφησε επίσης το μέλος του Δικαστηρίου Δήμητρα Παπαδοπούλου, η οποία διετύπωσε την εξής γνώμη : Ναι μεν ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ότι: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» πλην όμως η διάταξη αυτή έχει την έννοια, ότι οι αποδοχές τους πρέπει να είναι ανώτερες ή ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις αποδοχές οποιουδήποτε άλλου κρατικού λειτουργού που τελεί σε ίδιες ή έστω όμοιες κατά τα βασικά τους χαρακτηριστικά πάντως με αυτούς συνθήκες από πλευράς υπηρεσιακής σταδιοδρομίας, συνθηκών εξελίξεως, ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και εγγυήσεως ισοβιότητας ή έστω μονιμότητας. Νομικά, κοινωνικά και ηθικά είναι απαράδεκτο να αμείβονται οι επικεφαλής ή και τα στελέχη κάποιων οργανισμών ή Αρχών ή Τραπεζών του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα με αμοιβές πολλαπλάσια υψηλότερες των αμοιβών των Προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων. Διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι η προσφορά λ.χ. του Προέδρου της ΕΕΕΤ ή οποιουδήποτε άλλου αντιστοίχου αξιωματούχου – π.χ. Διοικητού ΔΕΗ, Διοικητού Τραπέζης Ελλάδος ή οποιασδήποτε Τράπεζας που χρηματοδοτείται με οποιοδήποτε τρόπο από την Πολιτεία, ή στελέχους της τέως ΕΡΤ – είναι ποιοτικά ή ποσοτικά ανώτερη από την προσφορά των λειτουργών της Δικαστικής Λειτουργίας καθώς και άλλων Λειτουργών. Τέτοιες διαφοροποιήσεις δυναμιτίζουν άλλωστε και την κοινωνική συνοχή ενός κράτους Δικαίου. Βέβαια, αν και αυτά τα φαινόμενα μισθολογικών διαφοροποιήσεων είναι απαράδεκτα, οι αντίστοιχες θέσεις δεν συνιστούν όμως συγκρίσιμες περιπτώσεις προς τους δικαστικούς λειτουργούς, δεδομένου ότι οι θέσεις των Διοικητών των ΔΕΚΟ και των άλλων αντιστοίχων κρατικών Αρχών (ΔΕΗ, ΤΑΙΠΕΔ, Τράπεζες κλπ) όχι μόνο δεν είναι ισόβιες ή μόνιμες αλλά είναι μόνο επί θητεία. Η σύγκριση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών κάθε βαθμίδας δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται από πλευράς της ως άνω συνταγματικής ρυθμίσεως προς τις αμοιβές των πιο πάνω μετακλητών και μη μόνιμων κρατικών λειτουργών αλλά μόνον προς τις αποδοχές κρατικών λειτουργών αντίστοιχης βαθμίδας που τελούν σε παρόμοια και ανάλογη προς αυτούς θέση μέσα στην κρατική Ιεραρχία. Από αυτούς όλους ο δικαστικός λειτουργός πρέπει κατά τις συνταγματικές διατάξεις για την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας να αμείβεται αισθητά περισσότερο. Δεν είναι δηλαδή συνταγματικά επιβεβλημένο και ερμηνευτικά επιτρεπτό να γίνεται σύγκριση προς υπαλλήλους ή λειτουργούς που είναι π.χ. μετακλητοί ή δεν είναι ενταγμένοι στην κρατική ιεραρχία, μη απολαμβάνοντας τα προνόμια τα οποία συνεπάγεται η μονιμότητα (π.χ. δικαίωμα συντάξεως, εφάπαξ, χρονοεπιδόματα κλπ.) και πολλώ μάλλον η ισοβιότητα την οποία και - δικαίως - μόνο οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν. Ειδικά όσον αφορά τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά συμμόρφωση προς τις συνταγματικές επιταγές δεν θα πρέπει να υπολείπονται ως προς το ύψος των αμοιβών τους από τους επικεφαλής των δύο άλλων λειτουργιών, άρα αυτών οι αποδοχές πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσες των αντιστοίχων επικεφαλής των άλλων λειτουργιών. Αν λοιπόν επρόκειτο να κριθούν οι περικοπές στους μισθούς των επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας θα έπρεπε να συγκριθούν με τους μισθούς του Πρωθυπουργού, του Προέδρου της Βουλής, ή έστω, των βουλευτών χωρίς όμως επιρροή στις αμοιβές των υπολοίπων δικαστικών λειτουργών. Η ενδεχόμενη αύξηση των αμοιβών των επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας εξαιτίας της συγκρίσεώς τους προς τους βουλευτές κ.λπ. δεν θα πρέπει να συνεπάγεται από πλευράς της ως άνω συνταγματικής ρυθμίσεως αναγκαίως την αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών των λοιπών δικαστικών λειτουργών. Άλλωστε, ο ειδικός νόμος – που σε κάθε περίπτωση είναι ένα κοινής τυπικής ισχύος νόμος – καθορίζει τους μισθούς των δικαστικών λειτουργών με βάση το βαθμό του Πρωτοδίκη και αναλογικά πολλαπλασιάζοντας με συντελεστή προς τους ανώτερους βαθμούς δηλαδή εκ των κάτω προς τα άνω και όχι αντίστροφα το μισθό του πρωτοδίκη ως υποπολλαπλάσιο του μισθού του Προέδρου του Ανώτατου δικαστηρίου δηλαδή εκ των άνω προς τα κάτω (που άλλωστε δεν θεμελιούται σε κάποια διάταξη του Συντάγματος). Οι περικοπές επομένως που έγιναν στις αμοιβές των δικαστών, είτε ποσοστιαίες είτε με απόλυτα ποσοτικά αριθμητικά κριτήρια θα ήταν αντισυνταγματικές μόνον εάν η εξ αυτού του λόγου μείωση είχε ως αποτέλεσμα ο συνολικά καταβαλλόμενος μισθός των δικαστικών λειτουργών να είναι ίσος ή κατώτερος του μισθού των άλλων κρατικών λειτουργών υπό την ανωτέρω έννοια. Στο βαθμό όμως που ο καταβαλλόμενος μισθός και μετά τις μειώσεις αυτές (ποσοστιαίες ή ποσοτικές) εξακολουθεί να είναι ποσοτικά υψηλότερος, δεν παραβιάζονται οι σχετικές διατάξεις του Σ. Βασίμως, όμως, προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή ότι είναι αντισυνταγματική η αναδρομική αφαίρεση ποσών που είχαν καταβληθεί νομίμως ως μέρος του μισθού, διότι τα ποσά αυτά είχαν ενταχθεί μετά τη νόμιμη καταβολή τους στην περιουσία των αντιστοίχων δικαστικών λειτουργών και τελούν έτσι υπό την εγγύηση του άρθρου 17 του Σ. που προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Ακολούθως δε είναι μη νόμιμη, ως αντισυνταγματική (άρθρο 17 Σ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (κύρωση με ν.δ. 53/74) και η απόφαση που ορίζει τη μέθοδο αφαίρεσης των ποσών αυτών από την περιουσία των δικαστικών λειτουργών (με την μορφή της παρακράτησης από τους μισθούς του έτους 2013). Και τούτο αυτοτελώς όσον αφορά την αφαίρεση καταβληθέντων ποσών, ανεξάρτητα από την συνταγματικότητα ή μη της περικοπής των αποδοχών. Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση, ότι οι περικοπές στις αμοιβές των δικαστικών λειτουργών έπρεπε να γίνουν με ειδικό νόμο, κατά τη γνώμη του ανωτέρω μέλους, η έννοια της συνταγματικής διατάξεως είναι ότι δεν μπορούν οι αμοιβές των δικαστικών λειτουργών να υπάγονται στην γενική ρύθμιση περί μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά πρέπει να καθορίζονται ειδικά, ακόμη και αν η ειδική αυτή ρύθμιση περιλαμβάνεται σε ευρύτερο νομοθέτημα (το οποίο ρυθμίζει και άλλα θέματα), όπως, δηλαδή συμβαίνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στα πλαίσια εξάλλου άλλων νομοθετημάτων έγινε στο παρελθόν ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων δικαστών (αύξηση ειδικού μισθολογίου ν. 3691/2008 αρ. 57), χωρίς οι αντίστοιχες ρυθμίσεις να προσβληθούν ως αντισυνταγματικές λόγω του ότι αποτελούσαν τμήμα ευρύτερου νομοθετήματος.
19. Επειδή, τέλος, μειοψήφησε το μέλος του Δικαστηρίου Παναγιώτης Βασιλακόπουλος, ο οποίος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη : Το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους», εισάγει μια αρχή αναλογικότητος, που δεν σχετίζεται με την αρχή αναλογικότητος του άρθρου 25 του Συντάγματος, η οποία αφορά μόνον στην προσβολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, της υποχρεώσεως του κράτους, όπως αμείβει τους δικαστές, και του αντιστοίχου δικαιώματος αυτών, όπως αμείβονται κατά τρόπον ανάλογο προς το λειτούργημα που επιτελούν, μη εντασσομένων προφανώς μεταξύ των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των Ελλήνων πολιτών, στα οποία αφορά το δεύτερο μέρος του ισχύοντος Συντάγματος, υπό τον τίτλον ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (άρθρο 4 έως άρθρο 25). Τούτου δοθέντος, δικαστικός λειτουργός, προβάλλων ότι δια νομοθετικής μεταβολής επήλθε μείωσις των απολαβών του τέτοια ώστε να είναι αναντίστοιχη προς το λειτούργημα που επιτελεί, θα πρέπει στο δικόγραφο της προσφυγής του, να εξειδικεύει τα στοιχεία εκείνα επί τη βάσει των οποίων μπορεί να χωρήσει συγκεκριμένως η εν λόγω στάθμιση, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Αλλά και εάν ακόμη η αρχή της αναλογικότητος, που καθιερώνεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος, ήθελε θεωρηθεί όχι ως κανονιστική, αλλά ως ερμηνευτική γενική συνταγματική αρχή του συνόλου των διατάξεων του τεθειμένου δικαίου, και πάλιν θα έπρεπε να παρατίθενται στοιχεία, που να εξειδικεύουν το μη αναγκαίον της επικαλουμένης μειώσεως των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή στοιχεία τα οποία να καταδεικνύουν το μέγεθος του δημοσιονομικού οφέλους που επετεύχθη δια της προσβαλλομένης μειώσεως των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, ώστε να μπορεί να κριθεί κατά πόσον αυτή υπήρξε αναγκαία και ικανή να υπηρετήσει τους σκοπούς για τους οποίους ετέθη. Και επειδή η υπό του παρόντος Δικαστηρίου τηρουμένη διαδικασία διεξάγεται κατά το ανακριτικόν σύστημα και, συνεπώς, είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη αναζήτηση των προμνησθέντων ελλειπόντων στοιχείων, άνευ των οποίων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται η έκδοσις προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να ζητηθεί από αμφοτέρους τους διαδίκους η προσκόμιση στοιχείων σχετικά με : (α) το εν γένει δημοσιονομικό όφελος που επετεύχθη δια της προσβαλλομένης μειώσεως των απολαβών των δικαστικών λειτουργών, εν σχέσει προς το σύνολον της επιτευχθείσης κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο μειώσεως των κρατικών δαπανών ένεκα μειώσεως μισθών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, και (β) η μεσοσταθμική μείωση των απολαβών των δικαστικών λειτουργών σε σχέση με την μεσοσταθμική μείωση (από του Μαΐου του έτους 2010 και εξής) όλων των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων και κρατικών λειτουργών (εξυπακουομένου βεβαίως ότι ο δικαστικός λειτουργός κατά συνταγματική επιταγή κατέχει διακριτή θέση και, επομένως, ότι οι απολαβές του πρέπει κατά μείζονα λόγο να τυγχάνουν ιδιαιτέρας μεσοσταθμικής θεωρήσεως).
20. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι, μετά την επίλυση του ανωτέρω νομικού ζητήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλη να επιλύσει οριστικώς τη διαφορά. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι, ενόψει της ερμηνείας που το ίδιο έδωσε στο δικόγραφο ως προς την προσβαλλόμενη πράξη, το ανωτέρω Διοικητικό Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να κρίνει αν στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να καταβληθεί, κατά το άρθρο 277 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ένα ή περισσότερα παράβολα, και, σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτείται η καταβολή τόσων παραβόλων όσοι είναι οι προσφεύγοντες, να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139Α του ίδιου Κώδικα.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή ως προς τους προσφεύγοντες υπ’ αριθ. 3 (Πασχαλίνα – Καλλιόπη Σταμάτη), 11 (Ιωάννη Σφέτκο), 12 (Στυλιανή Σωτηροπούλου) και 13 (Θεοδόσιο Τενεκετζίδη).
Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή ως προς τους λοιπούς προσφεύγοντες, κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να μην εκδώσει οποιαδήποτε διοικητική πράξη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 13 και 14 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου μόνου του ν. 4093/2012.
Εξετάζει περαιτέρω την προσφυγή ως προς τους λοιπούς προσφεύγοντες.
Επιλύει το αναφυόμενο στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής νομικό ζήτημα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την κρινόμενη προσφυγή προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου, 5, 18 και 30 Δεκεμβρίου 2013.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Μαριάνθη Παπασαράντη
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Δεκεμβρίου 2013
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Μαριάνθη Παπασαράντη
Αριθμός 89/2013
To κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος
Ειδικό Δικαστήριο
-----------------------------
Αποτελούμενο από τους: Ειρήνη Σαρπ, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, κωλυομένων του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και των αρχαιοτέρων της Αντιπροέδρων, Πρόεδρο, Διονύσιο ΐνίαρινάκη, Σύμβουλο της Επικρατείας, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Ευαγγελίας Νίκα, Συμβούλου Επικρατείας, Αγγελική ΐνίαυρουδή, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικό μέλος, Φίλιππο Σπυρόπουλο, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Χαράλαμπου Παμπούκη, Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δήμητρα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Αδάμ Παπαδαμάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νικόλαο Ιντζεσίλογλου, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Παρασκευά Αρβανιτάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Φώτιο-Δημήτριο Κρεμμύδα και Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, Δικηγόρους, τακτικά μέλη, Ιωάννη Δρυλλεράκη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 1ης Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου στις 11 Φεβρουαρίου 2013 με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 69.
Τ η ς Παναγιώτας Βατικάλου, Πρωτοδίκη, κατοίκου Χανίων Κρήτης, οδός Αγοραστάκη 24.
Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Προϊστάμενο ΑΟΥ (Α'-Β' Χανίων) - Κισσάμου, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Ψυχογιό, Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε τον εισηγητή της υπό κρίση προσφυγής, Διονύσιο Μαρινάκη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσφεύγουσα δικαστική λειτουργός, Πρωτοδίκης Πολιτικών Δικαστηρίων, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 108904/31.12.2012 αίτησή της προς την Δ.Ο.Υ. (Α΄ - Β’ Χανίων) – Κισσάμου προέβη σε ανάκληση των δηλώσεών της φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2008-2012 (διαχειριστικές περίοδοι 2007-2011), για το λόγο ότι δεν εφαρμόσθηκαν επί των αποδοχών της ως δικαστικής λειτουργού οι φορολογικές απαλλαγές που ισχύουν επί της βουλευτικής αποζημιώσεως, αφ’ ενός βάσει του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002 και αφ’ ετέρου βάσει της υπ’ αριθ. 1072374/1223/Α0012/23.7.2001 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών. Ειδικότερα, ζήτησε να αφαιρεθεί από το εκάστοτε συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της αφ’ ενός ποσό ίσο με το 25% του αντίστοιχου ετήσιου συνολικού ακαθαρίστου ποσού αυτών και αφ’ ετέρου ποσό 10.560 ευρώ, άλλως ποσό ίσο με το εκάστοτε πράγματι καταβληθέν ετησίως σε αυτήν ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος, να γίνει νέα εκκαθάριση του οφειλομένου φόρου εισοδήματος και να της επιστραφεί ο αχρεωστήτως, κατ’ αυτήν, καταβληθείς φόρος εισοδήματος. Επιπλέον, ειδικώς όσον αφορά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2012 (χρήση 1.1-31.12.2011), η προσφεύγουσα ζήτησε να της επιστραφεί το ποσό της επιβληθείσης με το άρθρο 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011 ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με την οποία είχαν επιβαρυνθεί οι αποδοχές της, επικουρικώς δε να υπολογισθεί η εν λόγω εισφορά όχι επί των ακαθαρίστων προ φόρου ετησίων αποδοχών της, αλλά επί των αντίστοιχων καθαρών, και να της επιστραφεί η διαφορά. Τέλος, η προσφεύγουσα ζήτησε και για τα επόμενα οικονομικά έτη 2013 και εφεξής να αφαιρούνται από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβαλλομένων σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της τα προαναφερθέντα ποσά (25% του ετησίου ακαθαρίστου ποσού των αποδοχών της και ποσό 10.560 ευρώ ή ποσό ίσο με το ετησίως καταβαλλόμενο σε αυτήν αντισταθμιστικό επίδομα), καθώς και να μην παρακρατείται από τις αποδοχές της η ανωτέρω εισφορά ή, επικουρικώς, να υπολογίζεται μόνον επί των καθαρών αποδοχών της. Η ανωτέρω αίτηση της προσφεύγουσας απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 216/4.1.2013 πράξη της Προϊσταμένης της προαναφερθείσης Δ.Ο.Υ., με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις που εισάγουν φορολογικές απαλλαγές ή εξαιρέσεις είναι στενώς ερμηνευτέες και δεν επιδέχονται διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή και ότι, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, και ιδίως το άρθρο 45 παρ. 1 αυτού, κάθε περιοδικώς χορηγούμενη παροχή αποτελεί φορολογητέο εισόδημα, οι δε παροχές που δεν υπόκεινται σε φόρο αναφέρονται περιοριστικώς στην παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου 45 και στο άρθρο 6 παρ. 5 του ίδιου ως άνω Κώδικα. Περαιτέρω, στην ανωτέρω πράξη αναφέρεται, προφανώς ενόψει του ότι η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση αφορούσε και την ανάκληση των δηλώσεων φόρου εισοδήματος και των οικονομικών ετών 2008 και 2009 (χρήσεων 2007 και 2008), ότι η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τριετία από την ημερομηνία της εμπρόθεσμης υποβολής της φορολογικής δηλώσεως. Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο χαρακτηρίζει «προσφυγή – φορολογικό αίτημα αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», η προσφεύγουσα ζητεί α) να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 216/4.1.2013 πράξη της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. (Α΄- Β΄ Χανίων) - Κισσάμου, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η από 31.12.2012 αίτησή της περί ανακλήσεως των δηλώσεών της φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2010, 2011 και 2012 (χρήσεων 2009, 2010 και 2011), β) να γίνει δεκτή η αίτηση ανακλήσεως των εν λόγω δηλώσεων, γ) να χωρήσει, με τροποποίηση των οικείων εκκαθαριστικών σημειωμάτων, επανεκκαθάριση του οφειλομένου για τα ανωτέρω έτη φόρου εισοδήματος, αφού αφαιρεθεί από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο αποδοχών της ποσό ίσο με το 25% αυτών, καθώς και ποσό 10.560 ευρώ ή, επικουρικά, ποσό ίσο με το εκάστοτε πράγματι καταβληθέν σε αυτήν ετησίως ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος, και δ) να επιστραφεί σ’ αυτήν, νομιμοτόκως από την κατάθεση της αιτήσεως ανακλήσεως, άλλως από της επιδόσεως της προσφυγής, ο αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβληθείς για τα ανωτέρω έτη φόρος εισοδήματος. Περαιτέρω, όσον αφορά στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2012, η προσφεύγουσα ζητεί επιπλέον την επιστροφή, νομιμοτόκως από την κατάθεση της αιτήσεως ανακλήσεως, άλλως από της επιδόσεως της προσφυγής, του ποσού της επιβληθείσης στις οικείες ετήσιες αποδοχές της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της ανεργίας του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011, για το λόγο ότι αφ’ ενός μεν, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, επιβλήθηκε μόνον σε βάρος των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα και όχι και στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και αφ’ ετέρου, κατά παράβαση των άρθρων 43 παρ. 2 εδ. β΄ και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβλήθηκε στους δικαστικούς λειτουργούς κατ’ εφαρμογήν της υπ’ αριθ. 2/57654/0022/22.8.2011 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών∙ επικουρικώς δε η προσφεύγουσα ζητεί, εφ’ όσον ήθελε κριθεί νόμιμη κατ’ αρχήν η επιβολή της ανωτέρω εισφοράς επί των αποδοχών της από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, να της επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν το ποσό της εκ της ως άνω εισφοράς επιβαρύνσεως, που προέκυψε λόγω του υπολογισμού αυτής επί των ακαθαρίστων προ φόρου ετησίων αποδοχών της και όχι επί των καθαρών. Τέλος, η προσφεύγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) και τα επόμενα οικονομικά έτη α) ότι από το εκάστοτε ετήσιο συνολικό ποσό των υποβαλλομένων σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της δεν οφείλεται φόρος αφ’ ενός για ποσό 10.560 ευρώ ή, επικουρικά, για ποσό ίσο με το εκάστοτε πράγματι καταβαλλόμενο σε αυτήν ετησίως ποσό αντισταθμιστικού επιδόματος, και αφ’ ετέρου για ποσό ίσο με το 25% των ανωτέρω αποδοχών της και β) ότι δεν οφείλεται και, ως εκ τούτου, να παύσει να παρακρατείται από τις αποδοχές της η προβλεπομένη από το άρθρο 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011 ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
2. Επειδή, για το κρινόμενο ένδικο βοήθημα έχει καταβληθεί παράβολο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 3 και 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ήδη ισχύουν, ο οποίος είναι εν προκειμένω εφαρμοστέος κατά το άρθρο 9 του διέποντος το παρόν Δικαστήριο ν. 3038/2002 (υπ’ αριθ. 1555478/12.2.2013 και 4997885/27.9.2013 διπλότυπα εισπράξεως Δ.Ο.Υ. Χανίων).
3. Επειδή, το άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια …». Περαιτέρω, το Σύνταγμα, εξειδικεύοντας, προκειμένου περί της δικαστικής λειτουργίας, τις αρχές που συνάγονται από την ανωτέρω θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26, ορίζει στο μεν άρθρο 87 ότι «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 3. …», στο δε άρθρο 88 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α΄ 87), ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. …».
4. Επειδή, εξ άλλου, ο ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 180), που εκδόθηκε σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 4 ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων» και στο άρθρο 5 ότι «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές, εφ’ όσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων αφορά ειδικά στους δικαστικούς λειτουργούς και μπορεί ταυτόχρονα να επηρεάσει την μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρυτέρου κύκλου των προσώπων αυτών. Αντιθέτως, δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διαφορές δικαστικών λειτουργών, στις οποίες ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν και άλλες κατηγορίες υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου. Και τούτο διότι, όταν το αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο εκδικάζει όμοια με τα εγειρόμενα ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου νομικά ζητήματα που αφορούν και σε άλλους υπαλλήλους ή συνταξιούχους του Δημοσίου, πλην των δικαστικών λειτουργών, ενδέχεται να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις για το ίδιο νομικό ζήτημα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άρσεως της σχετικής αμφισβητήσεως (βλ. ιδία τις υπ’ αριθ. 8/2013, 109/2012, 61, 62/2011, 11/2010 και 165/2008 αποφάσεις του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, επίσης τις υπ’ αριθ. 5/2012, 121, 110, 781/2007 κ.ά. αποφάσεις του αυτού Δικαστηρίου).
5. Επειδή, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς, κατά το μέρος που αφορά το νομικό ζήτημα της εφαρμογής και επί των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών φορολογικών απαλλαγών που ισχύουν για την βουλευτική αποζημίωση, διότι η επίλυση του νομικού αυτού ζητήματος μπορεί να επηρεάσει την φορολογική κατάσταση του συνόλου των δικαστικών λειτουργών. Περαιτέρω το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς και κατά το μέρος που εξ αυτής αναφύεται το νομικό ζήτημα, εάν οι δικαστικοί λειτουργοί, «οι οποίοι», κατά το δικόγραφο της προσφυγής (βλ. σελ. 11), «είναι άμεσα όργανα του κράτους με ευθεία συνταγματική κατοχύρωση και φορείς συντεταγμένης εξουσίας, σε αντίθεση με τους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι έμμεσα όργανα κρατικά όργανα», περιλαμβάνονται, κατά την έννοια του άρθρου 38 παρ.2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011, στους μισθοδοτουμένους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ κλπ., στις αποδοχές των οποίων επιβλήθηκε με το ανωτέρω άρθρο ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Αντιθέτως, τα λοιπά ζητήματα που τίθενται με την υπό κρίση προσφυγή αναφορικά με την έκταση της φορολογικής βάσεως της επίμαχης εισφοράς αλληλεγγύης (εάν δηλαδή επιβάλλεται επί των καθαρών ή των ακαθαρίστων αποδοχών), καθώς και την συμφωνία ή μη της διατάξεως του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3986/2011 προς το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως εκ της μη επιβολής της επίδικης εισφοράς και στις αποδοχές των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα, δεν σχετίζονται με τις ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τη συνακόλουθη ιδιαίτερη μισθολογική και συνταξιοδοτική μεταχείριση που επιφυλάσσει γι’ αυτούς το Σύνταγμα. Συνεπώς, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της παρούσης υποθέσεως ως προς τα ζητήματα αυτά, αρμόδια δε είναι τα διοικητικά δικαστήρια.
6. Επειδή, με την παρ. 5 του άρθρου 5 του προαναφερθέντος ν. 3038/2002 επετράπη η άσκηση ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος «ενδίκου βοηθήματος αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα», προκειμένου, κατά την οικεία εισηγητική έκθεση, η πρόσβαση στο εν λόγω δικαστήριο να είναι ανοικτή σε όλα τα μέρη, δηλαδή και στο Δημόσιο. Από τα αναφερόμενα στην εν λόγω εισηγητική έκθεση και από τις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του ανωτέρω νόμου δεν συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να παρασχεθεί στους δικαστικούς λειτουργούς, επί πλέον των προβλεπομένων στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ενδίκων βοηθημάτων, η δυνατότητα υποβολής ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου φορολογικών αιτημάτων αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ενός, προληπτικού τρόπον τινά χαρακτήρος, ενδίκου βοηθήματος με αντικείμενο την αναγνώριση υποχρεώσεως των φορολογικών αρχών να υπολογίζουν τον φόρο και στο μέλλον όπως κρίθηκε στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσης συγκεκριμένο οικονομικό έτος, εν όψει, άλλωστε, του ότι η σκοπιμότητα ενός τέτοιου βοηθήματος θα προϋπέθετε ότι θα εξακολουθούσε να ισχύει και στο μέλλον ο ερμηνευθείς από το Ειδικό Δικαστήριο νόμος, άλλως η σχετική απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου θα είχε τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως, χρήσιμης ενδεχομένως μόνον για να καθοδηγήσει τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ως προς μελλοντικές ενέργειές τους. Οι δικαστικοί λειτουργοί, φορολογούμενοι, έχουν, προς επίλυση των αναφυομένων νομικών ζητημάτων ως προς την ισχύ, την ερμηνεία και την εφαρμογή φορολογικών διατάξεων, βάσει του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δικαίωμα προσφυγής κατά των οικείων πράξεων των φορολογικών αρχών και, συνακόλουθα, μέσω της εν λόγω προσφυγής, στην περίπτωση που τα τιθέμενα ζητήματα αφορούν ευρύτερο κύκλο δικαστικών λειτουργών, πρόσβαση στο παρόν Ειδικό Δικαστήριο.
7. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος που με αυτό υποβάλλεται “φορολογικό αίτημα αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα” με αντικείμενο την αναγνώριση της υποχρεώσεως της οικείας φορολογικής αρχής να προσδιορίζει καθ’ ορισμένο τρόπο το φόρο εισοδήματος που θα οφείλει η προσφεύγουσα για τις αποδοχές της από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος κατά τα επόμενα της ασκήσεως της προσφυγής οικονομικά έτη με τις απαλλαγές που προβάλλει ότι δικαιούται η προσφεύγουσα ως δικαστική λειτουργός και χωρίς την προαναφερθείσα εισφορά.
8. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην τρίτη σκέψη συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα εξής : Το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Ειδικώς, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει, ευθέως και ρητώς με το άρθρο 87 παρ. 2 αυτού, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση προς εξασφάλιση της τελευταίας αυτής θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 26 του Συντάγματος, και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία το Σύνταγμα στη συνέχεια καθιερώνει ευθέως και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, επιτάσσοντας την χορήγηση σε αυτούς αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους, δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατωτέρων των αποδοχών των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών. Από τα ανωτέρω έπεται ότι χορήγηση σε όργανα των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) αποδοχών, που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στα αντίστοιχα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δηλαδή στους δικαστικούς λειτουργούς), παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος. Η παραβίαση των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων με την χορήγηση αποδοχών σε όργανα των άλλων δύο λειτουργιών του Κράτους μεγαλύτερων από τις χορηγούμενες στους δικαστικούς λειτουργούς αποδοχές έχει ως συνέπεια την κατ’ ευθείαν εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 26, σε συνδυασμό με τις εξειδικεύουσες το εν λόγω άρθρο διατάξεις των άρθρων 88 παρ. 2 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, με την χορήγηση και σε αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών καθαρών αποδοχών με τις αποδοχές των ως άνω οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών. Ως αποδοχές δε νοούνται οι καθαρές αποδοχές που χορηγούνται σε όργανα των άλλων δύο λειτουργιών του Κράτους με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της θεσπίσεως ιδιαίτερης φορολογικής μεταχειρίσεώς των, όπως π.χ. με την χορήγηση φορολογικών απαλλαγών στη φορολογία εισοδήματος (πρβλ. 3670/1994 Σ.τ.Ε. Ολομελείας και 13, 21/2006, 1/2005 του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου).
9. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 63 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παρ. 1 ότι "Οι βουλευτές για την άσκηση του λειτουργήματός τους δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες. Το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής", στην παρ. δε 2 ότι "οι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής". Με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής (συνεδρίαση ΚΔ΄ της 22.12.1964), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 του Συντάγματος του έτους 1952, αντίστοιχου προς το ως άνω άρθρο 63 του ισχύοντος Συντάγματος, ορίσθηκε ότι «η μηνιαία βουλευτική αποζημίωσις είναι ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου δικαστικού λειτουργού», η απόφαση δε αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄ 23), το οποίο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 111 του ισχύοντος Συντάγματος, εξακολούθησε να ισχύει και κατά τις αντιτιθέμενες στο Σύνταγμα διατάξεις του, επιτρεπομένης της τροποποιήσεως ή καταργήσεώς του δια νόμου. Με την παρ. 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Ψηφίσματος ορίσθηκε ότι «η βουλευτική αποζημίωσις καθορίζεται εις το εν τη προηγουμένη παραγράφω ποσόν, εν όψει των σημερινών περιστάσεων, προς κάλυψιν των δαπανών δια την άσκησιν του λειτουργήματος του Βουλευτού κατά το ήμισυ και δια την κάλυψιν των δαπανών διαβιώσεως αυτού κατά το έτερον ήμισυ», με τα άρθρα δε 2 και 3 του ίδιου Ψηφίσματος χορηγήθηκαν στους βουλευτές διάφορες απαλλαγές και ατέλειες άσχετες με τις αποδοχές τους για την άσκηση του λειτουργήματός τους (απαλλαγή από τα ταχυδρομικά τέλη, ατέλεια τηλεφωνικής και τηλεγραφικής επικοινωνίας, ατέλεια ελεύθερης μετακινήσεως δια σιδηροδρόμων, λεωφορείων, πλοίων και αεροπλάνων, οδοιπορικά έξοδα και αποζημίωση για μετακινήσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό, επίδομα για την οργάνωση και λειτουργία γραφείου κ.λπ.). Οι απαλλαγές και ατέλειες αυτές αναπροσαρμόσθηκαν ή διευρύνθηκαν με νεώτερα νομοθετήματα. Εξ άλλου, η παρ. 1 του άρθρου 5 του ανωτέρω Ψηφίσματος όριζε ότι «Εκ της βουλευτικής αποζημιώσεως, μετά την αφαίρεσιν των κατά το άρθρον 1 κρατήσεων [υπέρ του κόμματος, στο οποίο ανήκει ο βουλευτής, και υπέρ του Δημοσίου για υγειονομική περίθαλψη], το ήμισυ αυτής, θεωρούμενον ως εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών, υπόκειται εις φόρον αυτοτελώς επί τη βάσει της φορολογικής κλίμακος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος», του ετέρου ημίσεος θεωρουμένου ως καλύπτοντος τας δαπάνας παραστάσεως, κινήσεως και επικοινωνίας του βουλευτού. …». Με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 3670/1994 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν τα εξής : «… η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, … με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως δια της απαλλαγής από το φόρο του ημίσεος αυτής, που θεωρήθηκε ότι καλύπτει δαπάνες παραστάσεως, κινήσεως και επικοινωνίας των βουλευτών, οι οποίες όμως καλύπτονται δια των παροχών (απαλλαγών και ατελειών) των χορηγουμένων σ’ αυτούς κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 2 και 3 του Ψηφίσματος που ρυθμίζουν το θέμα των δαπανών των βουλευτών, ερμηνευόμενη ενόψει των οριζομένων στα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος και των αρχών που προκύπτουν από τα άρθρα αυτά, ήτοι των αρχών της διακρίσεως των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, και ενόψει της εξισώσεως, δια της ως άνω από 22.12.1964 αποφάσεως της Βουλής, της βουλευτικής αποζημιώσεως προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών τούτων, προς διαφύλαξη των ανωτέρω συνταγματικών αρχών, η εφαρμογή δε αυτή των αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων του ανωτέρω Ψηφίσματος και στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, μη αποκλειόμενη από τις διατάξεις αυτές, δεν συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου, κατά παράβαση του άρθρου 80 του Συντάγματος, διότι αποτελεί εφαρμογή κανόνων δικαίου, ήτοι των ως άνω διατάξεων του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος και του Συντάγματος και όχι ανεπίτρεπτη θέσπιση νέων». Με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ Α΄ 17) αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του προαναφερθέντος Ψηφίσματος και καταργήθηκε η προβλεπόμενη στην παρ. 1 αυτού απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος του ημίσεος της βουλευτικής αποζημιώσεως, προβλέφθηκε δε η αυτοτελής φορολόγηση αυτής. Ειδικότερα, με τη νεότερη αυτή διάταξη ορίσθηκε ότι «Το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση από τη βουλευτική αποζημίωση, … των ποσών των κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, … θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και φορολογείται αυτοτελώς με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης για το εισόδημα αυτό. …». Η κατάργηση δε αυτή της φορολογικής απαλλαγής του ημίσεος της βουλευτικής αποζημιώσεως είχε ως συνέπεια την κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής του ημίσεος των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών. Στη συνέχεια με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α΄ 110) στην ανωτέρω παράγραφο 1 του άρθρου 5 του προαναφερθέντος Ψηφίσματος προστέθηκε εδάφιο, με το οποίο ορίσθηκαν τα εξής : «Κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, από το ποσό του πρώτου εδαφίου αφαιρείται ποσό ίσο με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ακαθάριστου ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματος. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών». Με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 21/2006 απόφαση του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2459/1997, εφαρμόζονται και στους δικαστικούς λειτουργούς, με συνέπεια να υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στους δικαστικούς λειτουργούς αποδοχές, που προέρχονται από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, οι οποίες πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους, προς το σκοπό της εξασφαλίσεως της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Με το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58) καταργήθηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου 5 του προαναφερθέντος Ψηφίσματος, εκτός των δύο τελευταίων εδαφίων, δηλαδή καταργήθηκαν οι διατάξεις που προέβλεπαν την αυτοτελή φορολόγηση της βουλευτικής αποζημιώσεως, αλλά παρέμειναν σε ισχύ οι διατάξεις που προέβλεπαν την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% του ακαθαρίστου ποσού της εν λόγω αποζημιώσεως. Η κατάργηση αυτή είχε ως συνέπεια ότι έπαυσε να ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς η αυτοτελής φορολόγηση των καταβαλλομένων σε αυτούς για την άσκηση του λειτουργήματός τους αποδοχών.
10. Επειδή, εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. 1072374/1223/Α0012/23.7.2001 πράξη του Υφυπουργού Οικονομικών και την υπ’ αριθ. 96/2002 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), εν όψει του ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής η μηνιαία βουλευτική αποζημίωση είναι ίση προς το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών (συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων) του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, χορηγήθηκε στους βουλευτές αφορολόγητο ποσό ίσο προς το προβλεφθέν από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2521/1997 για τους δικαστικούς λειτουργούς επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, και ειδικότερα για την δημιουργία και την ενημέρωση βιβλιοθήκης και την οργάνωση γραφείου. Επίσης, με την υπ’ αριθ. 57217/4313/2002 απόφαση του Προέδρου της Βουλής (ΦΕΚ Β΄ 1143) θεσπίσθηκε Ειδικός Κανονισμός Λειτουργίας Υπηρεσίας Γραφείων Βουλευτών, με τον οποίο ορίσθηκε ότι σκοπός της εν λόγω υπηρεσίας «είναι η στέγαση και λειτουργία γραφείων Βουλευτών που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη προς τούτο» (άρθρο 1 παρ. 2), «για την άσκηση του ατομικού κοινοβουλευτικού έργου» τους (άρθρο 5 παρ. 4), ότι «τα γραφεία είναι πλήρως εξοπλισμένα για τη λειτουργία τους» (άρθρο 3 παρ. 1) και ότι «1. Οι δαπάνες λειτουργίας και συντηρήσεως των γραφείων, του εξοπλισμού τους και των εγκαταστάσεων των κτηρίων βαρύνουν τον Προϋπολογισμό της Βουλής. 2. Σε κάθε γραφείο υπάρχουν δύο αστικές τηλεφωνικές συνδέσεις που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής» (άρθρο 4).
11. Επειδή, η διάταξη του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος, η οποία, προστεθείσα με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002, παρέμεινε σε ισχύ με το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενη ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 26 του Συντάγματος και των αρχών που προκύπτουν από το άρθρο αυτό, δηλαδή των αρχών της διακρίσεως των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, και εξειδικεύονται περαιτέρω, ως προς την δικαστική λειτουργία, στα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, προς διαφύλαξη των ανωτέρω συνταγματικών αρχών. Και τούτο διότι με την ανωτέρω διάταξη αυξήθηκε πράγματι το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως με την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% αυτής, δοθέντος ότι ναι μεν η απαλλαγή αυτή αποβλέπει, κατά το γράμμα της, στην κάλυψη δαπανών μίσθωσης πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματος του βουλευτού, οι δαπάνες, όμως, αυτές, όπως συνάγεται από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες δύο σκέψεις, καλύπτονται πράγματι όχι μόνον με τις παροχές που χορηγούνται στους βουλευτές κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 2 (το οποίο προβλέπει, στην παρ. 4, και επίδομα προς μερική αντιμετώπιση των δαπανών οργανώσεως και λειτουργίας γραφείου) και 3 του ανωτέρω Ψηφίσματος, αλλά και με την παραχώρηση σε αυτούς πλήρως εξοπλισμένου γραφείου και την παροχή σ’ αυτούς, ως τμήματος των αποδοχών τους, λόγω της εξισώσεως αυτών με τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, του προβλεπομένου για τους τελευταίους αντισταθμιστικού επιδόματος για την δημιουργία και την ενημέρωση βιβλιοθήκης και την οργάνωση γραφείου. Η εφαρμογή δε της ανωτέρω διατάξεως και στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν αποτελεί επέκταση ευνοϊκής φορολογικής διατάξεως κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, ούτε συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου εκ μέρους του δικαστή, κατά παράβαση του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο». Τούτο δε διότι η εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση του λειτουργήματός τους δεν αποτελεί θέσπιση νέων κανόνων δικαίου εκ μέρους του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά άσκηση έργου ανατεθειμένου κατά το Σύνταγμα στα δικαστήρια και συνισταμένου στην ερμηνεία και εφαρμογή ισχυόντων κανόνων δικαίου, και συγκεκριμένα των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3016/2002 και το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 3842/2010, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος. Άλλωστε, οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, όπως ίσχυαν αρχικώς, προβλέπουσες παρόμοια φορολογική απαλλαγή με την ήδη ισχύουσα (απλώς σε μεγαλύτερο ποσοστό από το ήδη ισχύον και για την κάλυψη των «δαπανών παραστάσεως, κινήσεως και επικοινωνίας» των βουλευτών), καθώς και μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2459/1997, με το οποίο προβλέφθηκε αυτοτελής φορολόγηση της βουλευτικής αποζημιώσεως, είχαν κριθεί, κατά τα προαναφερθέντα, με τις αποφάσεις, αντιστοίχως, 3670/1994 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και 21/2006 του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, ως εφαρμοστέες και επί των δικαστικών λειτουργών, προς διαφύλαξη των προαναφερθεισών συνταγματικών αρχών της διακρίσεως των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας.
12. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, μη νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. (Α΄- Β΄ Χανίων) – Κισσάμου απορρίφθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας να αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο αποδοχών της ποσό ίσο με το 25% του ετησίου συνολικού ακαθαρίστου ποσού αυτών.
13. Επειδή, ως προς το ανωτέρω ζήτημα της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 του Ζ/1975 Ψηφίσματος, όπως ήδη ισχύει, κατά τον υπολογισμό των υποκειμένων σε φόρο εισοδήματος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες : Α) Τα μέλη του Δικαστηρίου Διονύσιος Μαρινάκης και Δήμητρα Παπαδοπούλου διατύπωσαν την εξής γνώμη : Με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 3016/2002, με την οποία προστέθηκε εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος, προβλέπεται, βεβαίως, ότι κατά την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία αφαιρείται από το ακαθάριστο ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως ποσό ίσο με το 25% της αποζημιώσεως αυτής ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των δαπανών μίσθωσης πολιτικών γραφείων και λοιπών δαπανών άσκησης του λειτουργήματος του Βουλευτού. Η πρόβλεψη, όμως, αυτή δεν αναφέρεται γενικώς μόνο στην κάλυψη δαπανών ασκήσεως του βουλευτικού λειτουργήματος, αλλά προεχόντως στην κάλυψη της δαπάνης μισθώσεως πολιτικών γραφείων (βλ. και την εισηγητική έκθεση του νόμου για την διάταξη αυτή), είναι δε κοινώς γνωστό ότι τουλάχιστον οι βουλευτές οι εκτός των εκλογικών περιφερειών Α΄ και Β΄ Αθηνών και Α΄ και Β΄ Πειραιώς χρειάζονται προς μίσθωση πολιτικά γραφεία περισσότερα του ενός. Η δαπάνη δε αυτή είναι ειδική και διαφοροποιείται επαρκώς από τις γενικές δαπάνες οργανώσεως γραφείου, όπως είναι η προμήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών, βιβλίων, περιοδικών και γραφικής ύλης, ως και από τις δαπάνες παραστάσεως, κινήσεως και επικοινωνίας των βουλευτών, για τις οποίες, κατά τη σχετική νομοθεσία, λαμβάνουν αντίστοιχα επιδόματα, και, με τα δεδομένα αυτά, η νομοθετική αυτή πρόβλεψη, δεν προσκρούει στις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 2 και 3, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών του Κράτους (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες, κατά τα ήδη κριθέντα με την υπ’ αριθ. 3670/1994 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Σύνταγμα θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, μόνο δε δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Και δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα υπό την προεκτεθείσα έννοια η εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη, διότι ο δικαστής, ο οποίος λαμβάνει ειδικό επίδομα για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και αντιστάθμισης δαπανών (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), το οποίο, ως φέρον αντισταθμιστικό χαρακτήρα, είναι αφορολόγητο (βλ. Σ.τ.Ε. 3150/1999 επταμελούς συνθέσεως), δεν έχει ανάγκη μισθώσεως γραφείου ενός ή και πλειόνων, όπως συμβαίνει με τους βουλευτές, σύμφωνα με τα εκτεθέντα. Με τα δεδομένα αυτά η ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη της αφαιρέσεως, δηλαδή, ποσού μέχρι το 25% από το ακαθάριστο ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως ως τεκμαρτό ποσό για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών και ιδίως της δαπάνης μισθώσεως γραφείων δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και ο σχετικός λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί. Β) Το μέλος του Δικαστηρίου Φίλιππος Σπυρόπουλος διατύπωσε την εξής γνώμη : Η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος επιφυλάσσει ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση στους δικαστές. Οι αποδοχές τους δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να υπολείπονται των αποδοχών των λοιπών, υπό όμοιες συνθήκες τελούντων, λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών. Ως αποδοχές νοούνται οι πράγματι καταβαλλόμενες και απομένουσες μετ’ αφαίρεση του αναλογούντος φόρου, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους ως βασικού μισθού, επιδόματος κλπ. και ανεξαρτήτως φορολογικών πλεονεκτημάτων ή πλεονεκτημάτων εξ άλλων ατελειών υπέρ των λοιπών, υπό όμοιες συνθήκες τελούντων, λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών. Υπό την έννοια αυτή οι πράγματι καταβαλλόμενες και απομένουσες μετ’ αφαίρεση του φόρου αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του συνόλου των πράγματι καταβαλλομένων αποζημιώσεων κλπ. στους βουλευτές. Διατάραξη της μισθολογικής ισορροπίας, υπό την ανωτέρω έννοια, εις βάρος των δικαστών είναι αντισυνταγματική. Αντίκειται τόσο στη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος όσο και στην αρχή της ισότητας. Η αντισυνταγματικότητα όμως αυτή δεν μπορεί να αρθεί με δικαστική απόφαση που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των νόμω καθορισμένων αποδοχών των δικαστών, είτε ευθέως είτε δια της επεκτάσεως σε αυτούς φορολογικών απαλλαγών, ατελειών κλπ. των βουλευτών. Τούτο διότι αφ’ ενός μεν βάσει της διατάξεως του άρθρου 80 παρ. 1 του Συντάγματος μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους (ο οποίος δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο) ούτε παρέχεται χωρίς νόμο, αφ’ ετέρου δε βάσει της διατάξεως του άρθρου 78 παρ. 1 σε συνδυασμό με την παρ. 4 του Συντάγματος οι φορολογικές απαλλαγές ή εξαιρέσεις καθορίζονται με τυπικό νόμο, ο οποίος ως εισάγων εξαιρετικό δίκαιο (αδιακρίτως αν αυτό ανταποκρίνεται ή μη στην αρχή της ισότητας) δεν επιδέχεται διασταλτική ερμηνεία ούτε ανάλογη εφαρμογή. Επομένως η σχετική αρμοδιότητα καθορισμού παντός μισθού, συντάξεως κλπ. και φορολογικών απαλλαγών ή εξαιρέσεων ανήκει αποκλειστικώς και μόνο στον νομοθέτη. Δεν ανήκει στον δικαστή. Ο νομοθέτης πρέπει πάντως να σέβεται τον ανωτέρω συνταγματικό κανόνα της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών καθώς και τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αν τους παραβιάσει υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ο οποίος όμως οφείλει να αρκείται στη διαπίστωση της παραβιάσεως. Δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε επέκταση ευμενέστερων μισθολογικών ή φοροαπαλλακτικών ρυθμίσεων άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων του Κράτους στους δικαστές ούτε να αναβιώνει ευμενέστερες για τους δικαστές μισθολογικές ή φοροαπαλλακτικές ρυθμίσεις προγενεστέρων νόμων. Τούτο διότι οι διατάξεις των άρθρων 80 παρ. 1 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος είναι ειδικότερες σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, βάσει της οποίας, αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, δεν εφαρμόζεται και αντ’ αυτού εφαρμόζεται είτε το Σύνταγμα απ’ ευθείας, δηλαδή η αρχή της ισότητας επεκτατικώς, είτε ο προγενέστερος νόμος, ο οποίος αναβιώνει. Ως ειδικότερες, οι διατάξεις των άρθρων 80 παρ. 1 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος κατισχύουν της γενικότερης διατάξεως του άρθρου 93 παρ. 4. Συνέπεια της δικαστικής διαπιστώσεως ότι η ρύθμιση των μισθών των δικαστών και η μη παροχή φοροαπαλλαγών που παρέχονται σε άλλους, υπό όμοιες συνθήκες τελούντες, υπαλλήλους ή λειτουργούς των άλλων δύο εξουσιών του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών, αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι το ύψος των πράγματι καταβαλλομένων αποδοχών τους υπολείπεται του δέοντος, είναι, κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ότι η διοίκηση υπέχει υποχρέωση συμμορφώσεως στη δικαστική αυτή διαπίστωση. Οφείλει επομένως να μην εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο, δηλαδή οφείλει να περικόπτει τις προνομιακές και άνισες αποδοχές των άλλων οργάνων των άλλων δύο εξουσιών και να μην εφαρμόζει επ’ αυτών τις φοροαπαλλακτικές διατάξεις που τους ευνοούν άνισα σε σχέση με τους δικαστές, αποκαθιστώντας τόσο τον συνταγματικό κανόνα της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών όσο και τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Επειδή περαιτέρω οι συνταγματικοί κανόνες και οι συνταγματικές αρχές δεσμεύουν και τον νομοθέτη, οι δε αρχές του κράτους δικαίου και της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρα 25 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος) επιβάλλουν στον νομοθέτη τον σεβασμό των αμετακλήτως κρινομένων από τα δικαστήρια, υποχρέωση αποκαταστάσεως της τρωθείσης ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών και της τρωθείσης μισθολογικής ισότητας έχει και ο νομοθέτης και μάλιστα σε ευρύτατη κλίμακα, αναδιαρρυθμίζοντας κατ’ ίσον τρόπο, ενδεχομένως και εξ υπαρχής, τις αποδοχές κλπ. όλων των οργάνων των άλλων δύο εξουσιών και καταργώντας τις άνισες φοροαπαλλακτικές διατάξεις υπέρ ορισμένων εξ αυτών. Εν προκειμένω: Οι αποδοχές των δικαστών, μικτές και πράγματι καταβαλλόμενες, υπέστησαν αφ’ ενός μεν σημαντικές αλληλοδιάδοχες μειώσεις, όπως άλλωστε σημαντικές αλληλοδιάδοχες μειώσεις υπέστησαν και οι μισθοί όλων των λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, με εξαίρεση τους βουλευτές και τους μισθοδοτούμενους βάσει του μισθού των βουλευτών, αφ’ ετέρου δε διάφορες φοροαπαλλαγές που οι δικαστές απολάμβαναν στο παρελθόν καταργήθηκαν. Οι μειώσεις αυτές των πράγματι καταβαλλομένων αποδοχών των δικαστών δεν αντίκεινται καθ’ εαυτές στο Σύνταγμα, το οποίο δεν διασφαλίζει συγκεκριμένο ύψος πραγματικών αποδοχών (ΣτΕ 668/2012, σκ. 34). Το ύψος των αποδοχών, μικτών και πραγματικών, αναπροσαρμόζεται εκάστοτε από τον νόμο, αυξάνεται ή μειώνεται, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Ο νόμος είναι ελεύθερος να το καθορίζει, σεβόμενος τις αρχές της ισότητας και της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών. Με εξαίρεση τις αποδοχές των βουλευτών και των βάσει αυτών υπολογιζομένων αποδοχών άλλων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, τις αρχές αυτές δεν παρέβη. Τις παρέβη μόνο σε σχέση με τις αποδοχές των βουλευτών. Οφείλει επομένως ο εκκαθαριστής των αποδοχών των βουλευτών και η φορολογική διοίκηση αλλά και η Βουλή με απόφασή της, κατ’ άρθρο 63 του Συντάγματος, να αναπροσαρμόσει τις πράγματι καταβαλλόμενες αποδοχές των βουλευτών σε ύψος τέτοιο που να μη διαταράσσει την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των δικαστών και την αρχή της ισότητας.
14. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι, λόγω της συνδέσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών (συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως χορηγουμένων σε αυτούς επιδομάτων) και του γεγονότος ότι με την υπ’ αριθ. 3150/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι το καταβαλλόμενο στους δικαστικούς λειτουργούς επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται για την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και οργάνωση γραφείου), δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, διότι αντιστοιχεί σε πραγματικές δαπάνες, εκδόθηκε η μνημονευθείσα ανωτέρω στη σκέψη 10 υπ’ αριθ. 1072374/1223/Α0012/23.7.2001 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία από το φορολογητέο ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως αφαιρείται ποσό 880,00 ευρώ μηνιαίως και 10.560 ευρώ ετησίως, ίσο με το ανωτέρω επίδομα που χορηγείται στον Ανώτατο Δικαστικό Λειτουργό, παρά το γεγονός ότι για την οργάνωση και λειτουργία του γραφείου των βουλευτών προβλέπεται η καταβολή σε αυτούς σχετικού επιδόματος και ότι το ανωτέρω καταβαλλόμενο στον Ανώτατο Δικαστικό Λειτουργό επίδομα έχει υποστεί αλλεπάλληλες περικοπές. Ενόψει τούτου η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό έχει ουσιαστικά απλώς αυξηθεί το ποσό της βουλευτικής αποζημιώσεως «χωρίς πραγματική σύνδεση με το ύψος του εκάστοτε καταβαλλόμενου στον Ανώτατο Δικαστικό Λειτουργό αντισταθμιστικού επιδόματος» και ζητεί να αφαιρεθεί από το ετήσιο συνολικό ποσό των υποβληθεισών σε φόρο εισοδήματος αποδοχών της το ποσό των 10.560 ευρώ ή, τουλάχιστον – ενόψει του ότι το ποσό αυτό αφορούσε το επίδομα που καταβαλλόταν σε δικαστικούς λειτουργούς με τον βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου – ποσό ίσο με το πράγματι καταβληθέν σε αυτήν κατά τα τρία κρίσιμα έτη αντισταθμιστικό επίδομα. Το ανωτέρω αίτημα, όμως, είναι απορριπτέο. Και τούτο διότι – ανεξαρτήτως του ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της υπ’ αριθ. 1072374/1223/Α0012/23.7.2001 πράξεως του Υφυπουργού Οικονομικών το επίμαχο επίδομα ανερχόταν, σύμφωνα με το τότε ισχύον άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄ 174), σε 250.000 δραχμές για τον Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανήλθε δε σε 880 ευρώ με το άρθρο 30 περ. Α παρ. 3 του μεταγενεστέρου ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α΄ 297) – εφ’ όσον δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο επίδομα, καταβαλλόμενο στους δικαστικούς λειτουργούς, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, από το γεγονός ότι δεν φορολογείται και όταν καταβάλλεται στους βουλευτές, ενόψει της εξισώσεως, με την προαναφερθείσα από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής, της βουλευτικής αποζημιώσεως προς τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, δεν δημιουργείται υποχρέωση από καμία συνταγματική διάταξη να αφαιρεθεί από τις υποκείμενες σε φόρο εισοδήματος αποδοχές των δικαστικών λειτουργών και άλλο ποσό ίσο με το χορηγούμενο σε αυτούς για την ανωτέρω αιτία επίδομα. Το γεγονός δε ότι ενδεχομένως δεν συντρέχει, και ως προς τους βουλευτές, ο λόγος που δικαιολογεί την μη φορολόγηση του εν λόγω επιδόματος όταν χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη υπόθεση, διότι, ενόψει των δεδομένων της, εκφεύγει των ορίων της παρούσης διαφοράς.
15. Επειδή, στο άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (ΦΕΚ Α΄ 152), το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο Ε΄ του νόμου με τίτλο «Δημοσιονομικά μέτρα για την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής», όπως η περίπτωση α΄ της ως άνω παραγράφου συμπληρώθηκε από τότε που ίσχυσε με την παρ. 11 του άρθρου 24 του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α΄180), ορίζονται τα εξής: «α) Καθιερώνεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., καθώς και των υπαλλήλων όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών ... β) Καθιερώνεται ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Πρόνοιας των Δημοσίων Υπαλλήλων ... Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού, είσπραξης και απόδοσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. γ) …3...». Περαιτέρω, με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως υπ’ αριθ. οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β΄ 1853) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 2 α του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 … ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλου του μισθοδοτούμενου προσωπικού του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., καθώς και του προσωπικού όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών. … 2. Το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού … 3. Το εν λόγω ποσό παρακρατείται κατά την πληρωμή της τακτικής μισθοδοσίας και των λοιπών πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων του μισθοδοτούμενου προσωπικού της παρ. 1 της παρούσας. Η απόδοση αυτού στον οικείο ΚΑΕ του κρατικού προϋπολογισμού γίνεται κάθε μήνα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για την απόδοση και των λοιπών κρατήσεων. … 4. … εισφορές των επόμενων μηνών του έτους 2011».
16. Επειδή, αν και κατά την γραμματική της διατύπωση η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011 φαίνεται να αναφέρεται μόνον σε «υπαλλήλους», μεταξύ άλλων, του Δημοσίου, όμως, κατά την αληθή έννοιά της, εν όψει και του σκοπού της, που είναι, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, η καταπολέμηση της ανεργίας εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η ανωτέρω διάταξη καταλαμβάνει και τους δικαστικούς λειτουργούς, φορείς της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας, εφ’ όσον μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Ως εκ τούτου η χρήση του όρου “μισθοδοτούμενο προσωπικό” του Δημοσίου στην προαναφερθείσα υπ’ αριθ. οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 κοινή υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διεύρυνση της εξουσιοδοτικής διατάξεως και θέσπιση, το πρώτον, δια κανονιστικής πράξεως (αντί τυπικού νόμου) των υποκειμένων της ανωτέρω εισφοράς. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη προσφυγή λόγος ότι η ανωτέρω διάταξη, αναφερομένη σε υπαλλήλους του Δημοσίου, δηλαδή σε έμμεσα κρατικά όργανα, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και επί των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι είναι άμεσα όργανα του κράτους με ευθεία συνταγματική κατοχύρωση, και ότι, ως εκ τούτου, η εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση αυτής υπουργική απόφαση, αναφερομένη γενικώς σε μισθοδοτούμενο προσωπικό και όχι μόνο σε μισθοδοτούμενους υπαλλήλους, είναι ανίσχυρη αφ’ ενός ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της χορηγηθείσης εξουσιοδοτήσεως και αφ’ ετέρου ως αντικειμένη στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι καθορίζει το πρώτον ως υποκείμενο του επιβαλλομένου δι’ αυτής φόρου κάθε πρόσωπο μισθοδοτούμενο από το Δημόσιο.
17. Επειδή, μετά την επίλυση, κατά τα προεκτεθέντα, των νομικών ζητημάτων που αναφύονται στην προκειμένη υπόθεση και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του παρόντος Ειδικού Δικαστηρίου, ως αφορώντα όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και μόνον, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, που είναι αρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλη να επιλύσει οριστικώς την διαφορά, υπολογίζοντας τον οφειλόμενο από την προσφεύγουσα φόρο εισοδήματος για τις αποδοχές της από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος μετά την αφαίρεση ποσοστού 25% από τις ακαθάριστες αποδοχές της και αντιμετωπίζοντας τα λοιπά ζητήματα, που γεννώνται ως προς την εισφορά του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011 (αν δηλαδή αντίκειται στο Σύνταγμα η μη επιβολή της εν λόγω εισφοράς και στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, και, σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν αντίκειται, αν η εισφορά αυτή πρέπει να υπολογισθεί επί των ακαθαρίστων ή των καθαρών αποδοχών των υποκειμένων σε αυτήν).
Δ ι α τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή, κατά το μέρος που αφορά το «φορολογικό αίτημα αρνητικού αναγνωριστικού χαρακτήρα» και την αφαίρεση από τις υποκείμενες σε φόρο εισοδήματος αποδοχές της προσφεύγουσας ποσού 10.560 ευρώ ή ίσου με το καταβληθέν σε αυτήν ετησίως αντισταθμιστικό επίδομα.
Εξετάζει κατά τα λοιπά την κρινόμενη προσφυγή.
Επιλύει τα αναφυόμενα στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής νομικά ζητήματα, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την κρινόμενη προσφυγή προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Μαριάνθη Παπασαράντη
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Δεκεμβρίου 2013
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ειρήνη Σάρπ Μαριάνθη Παπασαράντη
Ερωτήματα1) η απόφαση του ΣτΕ επί της προσφυγής της ΕΔΕ ( πιλοτική δική 5.4. 2013) εκδόθηκε; 2) υπάρχει κάποια ενημέρωση για την εφαρμογή της απόφασης; (Για το σύνολο των συναδέλφων ήμόνο υπέρ των παραπάνω, χρόνος και τρόπος εφαρμογής κλπ)
ΑπάντησηΔιαγραφή