Ευθύνη Κρατών στο τοπίο του ΕΕΣ και του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
Επιμέλεια:
Λάμπρος Σ. Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Βασική θέση του ΔΕΕ σε ο,τι αφορά την εμπλοκή κανόνων του εθνικού δικαίου των κρατών στο θεσμικό τοπίο του ΕΕΣ είναι ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της απόφασης πλαίσιο 2002/584, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, που επιδιώκεται με αυτήν. Η εν λόγω υποχρέωση της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι ακόλουθη με τη ΣΛΕΕ, καθόσον, βάσει αυτής, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης κάθε φορά που αποφαίνονται επί των διαφορών, των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 8 Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C‑554/14, EU:C:2016:835, σκέψη 59).
===Ως προς το ζήτημα αυτό αξίζει να αναφερθεί η αστοχία του έλληνα νομοθέτη στο εδάφιο ζ’ του άρθρου 11 Ν.3251/2004, στο οποίο προβλεπόταν ως υποχρεωτικός λόγος απαγόρευσης της εκτέλεσης του ΕΕΣ αν τούτο είχε εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία με βάση τον ελληνικό ποινικό νόμο τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο ελληνικό έδαφος. Αυτή η πρόβλεψη καταργήθηκε με το άρθρο 30 Ν.4947/2022. Ωστόσο στην απόφαση πλαίσιο 2002/584 δεν προβλέπεται τέτοιος λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, παρά μόνο δυνητικής σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.7 εδ.α της ανωτέρω απόφασης-πλαίσιο.
===Με βάση την εν λόγω γενική θέση είναι χρήσιμο να γίνει προσέγγιση αποφάσεων του ΔΕΕ, το οποίο απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα εθνικών δικαστηρίων σε ό,τι αφορά κρίσιμα - πρακτικά ζητήματα.
Η πρώτη απόφαση του ΔΕΕ αφορά την υπόθεση C-804/21. Το ΔΕΕ με την απόφασή του στην πιο πάνω υπόθεση ασχολήθηκε με την ερμηνεία του άρθρου 23 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:
1. Ο καταζητούμενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε ημερομηνία, που συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών.
2. Παραδίδεται το αργότερο δέκα ημέρες αφότου εκδόθηκε η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
3. Εάν η παράδοση του καταζητουμένου, εντός της προθεσμίας, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αποδεικνύεται αδύνατη λόγω ανωτέρας βίας σε ένα από τα κράτη μέλη, η δικαστική αρχή εκτέλεσης και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος επικοινωνούν αμέσως μεταξύ τους και συμφωνούν νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.
4. Η παράδοση μπορεί κατ' εξαίρεση να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον λ.χ. ευλόγως πιστεύεται ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του καταζητουμένου. Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης γίνεται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών μετά τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία. Η αναγκαία αποσαφήνιση στο σημείο αυτό είναι ότι όταν γίνεται λόγος για παράδοση του καταζητούμενου, τούτο προϋποθέτει ότι το κράτος εκτέλεσης αποφάνθηκε ήδη για την εκτέλεση του ΕΕΣ, που εκδόθηκε από το κράτος έκδοσης.
Έτσι το ΔΕΕ αποφάνθηκε:
Το άρθρο 23, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ έχει την έννοια ότι ο όρος «ανωτέρα βία» δεν καλύπτει τα νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, τα οποία απορρέουν από την κίνηση νομικών διαδικασιών εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τα οποία οφείλονται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, όταν η τελική απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο. Περαιτέρω η παράγραφος 3 του άρθρου 23 έχει την έννοια ότι η απαίτηση παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτέλεσης αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία, αφενός, να εξακριβώσει κατά πόσον συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας καθώς και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου, εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και, αφετέρου, να καθορίσει, κατά περίπτωση, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ακόμη και εάν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των προαναφερθέντων στοιχείων. Επιπλέον το ΔΕΕ τόνισε ότι το άρθρο 23, παράγραφος 5, της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι οι προθεσμίες, που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 23, πρέπει να θεωρηθούν λήξασες, με συνέπεια ο εκζητούμενος να πρέπει να απολυθεί, όταν δεν έχει τηρηθεί η απαίτηση παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 3, της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο.
===Άλλη απόφαση του ΔΕΕ που ενδιαφέρει είναι αυτή στην υπόθεση C-105/21.
Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), το άρθρο 47 του εν λόγω Χάρτη (που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου), καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που διαπνέουν το θεσμό του ΕΕΣ, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, δεν έχει καμία υποχρέωση να διαβιβάσει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ένταλμα σύλληψης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής όσο χρόνο το εν λόγω πρόσωπο βρίσκεται στο κράτος εκτέλεσης του επίμαχου εντάλματος και δεν έχει ακόμη παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσής του. Τούτο απορρέει από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιβάλλει στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να προβαίνει, στο μέτρο του δυνατού, σε σύμφωνη με την εν λόγω αρχή ερμηνεία του εθνικού της δικαίου και επομένως να διασφαλίσει έτσι αποτέλεσμα σύμφωνο με τον σκοπό, που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Κατά συνέπεια δεν υποχρεούται η εν λόγω δικαστική αρχή, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να διαβιβάζει στο πρόσωπο, το οποίο αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πριν από την παράδοσή του στις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης, την εθνική απόφαση σχετικά με τη σύλληψή του και τις πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.
===Περαιτέρω ενδιαφέρον έχει η απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑562/21 και C‑563/21 και αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1 και 8 της απόφασης πλαίσιο 2002/584. Το άρθρο 1 έχει ως εξής:
1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου, που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας. 2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο. 3. H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΔΕΕ λοιπόν αποφάσισε ότι το άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης‑πλαίσιο, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης, που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση που έχει στη διάθεσή της στοιχεία, τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εν λόγω προσώπου μόνον όμως εφόσον:
– στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από το πρόσωπο αυτό στοιχείων που αφορούν τη σύνθεση του δικάσαντος την ποινική υπόθεση δικαστικού σχηματισμού ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω σχηματισμού, έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα αυτού του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και
– στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων όσον αφορά την προσωπική κατάστασή του, τη φύση της αξιόποινης πράξης, για την οποία διώκεται, το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να δικάσει την υπόθεσή του, το πρόσωπο αυτό διατρέχει, σε περίπτωση παράδοσης, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.
===Το ΔΕΕ ακόμη ασχολήθηκε με τις απαιτήσεις της δικαστικής προστασίας όταν το ΕΕΣ εκδίδεται στο πλαίσιο ποινικής δίωξης από αρχή, που δεν είναι δικαστήριο. Ειδικότερα έλαβε τη θέση οτι αυτές οι απαιτήσεις πληρούνται, εφόσον οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Υπογράμμισε όμως ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαστικού ελέγχου δε συνιστά προϋπόθεση, προκειμένου η αρχή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστική αρχή έκδοσης. Περαιτέρω το ΔΕΕ τόνισε ότι σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί από την εισαγγελική αρχή, όχι στο πλαίσιο ποινικής δίωξης, αλλά για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής απαγγελθείσας με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση, οι απαιτήσεις, που απορρέουν από την αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν επιβάλλουν την πρόβλεψη αυτοτελούς ενδίκου μέσου κατά της απόφασης της εισαγγελικής αρχής (βλ. σχετ. το ανακοινωθέν τύπου 156/19 του ΔΕΕ με τις εκει αναφερόμενες αποφάσεις του για τα πιο πάνω ζητήματα).
===Ακολούθως σημαντικό είναι το ζήτημα, που επιλύθηκε με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑314/18. Ειδικότερα το άρθρο 5 της απόφασης - πλαίσιο 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις, που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις», ορίζει τα εξής:
«Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:......
1) όταν το πρόσωπο, κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.» Ωστόσο προκύπτει ζήτημα στην εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου σε συνδυασμό με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου, αναγνωρίζει καταδικαστική απόφαση και εκτελεί την ποινή άλλου κράτους σε αυτό. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω απόφασης πλαίσιο αναφέρεται ότι τούτη εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο ή και δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων χρηματικών ποινών ή αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις νομοθετικές πράξεις, που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών και ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών [(ΕΕ 2005, L 76, σ. 16)] και την απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε αποφάσεις δήμευσης [(ΕΕ 2006, L 328, σ. 59)]. Το ΔΕΕ στην πιο πάνω υπόθεση (C‑314/18) αποφάσισε ότι το άρθρο 5 εδ. 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 3, το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 25 της απόφασης-πλαισίου 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση, κατά την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης εξαρτά την παράδοση υπηκόου ή κατοίκου, κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης από την προϋπόθεση της διαμεταγωγής του προσώπου αυτού, κατόπιν ακροάσεώς του, στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, που θα του επιβληθεί στο κράτος έκδοσης, το τελευταίο αυτό κράτος υποχρεούται να προβεί στη διαμεταγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, εκτός αν συγκεκριμένοι λόγοι απτόμενοι του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του καταδικασθέντος ή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης καθιστούν απαραίτητη την παρουσία του προσώπου αυτού στο εν λόγω κράτος έως την οριστική περάτωση άλλων διαδικασιών, που εντάσσονται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σχετικά με την αξιόποινη πράξη λόγω της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
===Πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν στο κεφάλαιο της αναβολής παράδοσης του εκζητούμενου και προς τούτο αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-492/22. Εφαρμοστέα διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο 24, παράγραφος 1 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, σύμφωνα με την οποία η δικαστική αρχή εκτέλεσης δύναται, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να αναβάλει την παράδοση του καταζητουμένου ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή, εάν έχει ήδη καταδικασθεί, να μπορέσει να εκτίσει στο έδαφος του κράτους αυτού καταγνωσθείσα ποινή για πράξη διαφορετική από εκείνη, που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το ΔΕΕ για την πιο πάνω διάταξη αποφάνθηκε ότι τούτη έχει την έννοια ότι η απόφαση αναβολής της παράδοσης, συνιστά απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης. Όταν μια τέτοια απόφαση δεν λαμβάνεται από την αρχή αυτή και παρήλθαν οι προθεσμίες του άρθρου 23, παράγραφοι 2 έως 4, της απόφασης-πλαίσιο (δηλαδή η προθεσμία των 10 ημερών από την απόφαση για την έκδοση ή η τυχόν προθεσμία αναστολής για ανθρωπιστικούς λόγους), το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να απολυθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 5, της ίδιας απόφασης-πλαισιο. Επίσης δεν αντιβαίνει στην ανωτέρω διάταξη το γεγονός ότι πρόσωπο, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η παράδοση του οποίου στις αρχές του κράτους μέλους έκδοσης αναβλήθηκε ούτως ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης, συνεχίζει να κρατείται, βάσει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κατά τη διάρκεια της επίμαχης ποινικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα δεν είναι αντίθετο στην αναβολή της παράδοσης προσώπου, κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ώστε να μπορέσει να διωχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης, μόνο το ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει παραιτηθεί από το δικαίωμά του να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον των επιληφθέντων για τις διώξεις δικαστηρίων .
===Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του Κανονισμού 604/2013 σημαντική είναι η θέση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-323/21, C-324/21 και C-325/21. Σε αυτή υπογράμμισε ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 19 του κανονισμού, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας διαδοχικώς σε τρία κράτη μέλη, πρέπει να έχει στη διάθεσή του, στο τρίτο από τα κράτη μέλη αυτά, αποτελεσματικό και ταχύ ένδικο βοήθημα, που να του παρέχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί το γεγονός ότι η ευθύνη για την εξέταση της αίτησής του μεταβιβάστηκε, λόγω της παρέλευσης της προθεσμίας μεταφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 29 του κανονισμού, στο δεύτερο από τα εν λόγω κράτη μέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ