Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΕΙΝΑΙ Η ΥΦ΄ ΟΡΟΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΗΣΣΟΝΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΊΩΝ;





Ως γνωστόν κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή προς ψήφιση διάταξη κατά την οποία παραγράφεται το αξιόποινο των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και  30.4.2020, για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Παραγράφονται επίσης κύριες ποινές α) φυλακίσεως μέχρι έξι μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, εφόσον οι αποφάσεις, που τις επέβαλαν, δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες.

Η διάταξη αυτή κινείται στη λογική των προϊσχυσάντων Νόμων 4411/2016, 4198/2013, 4403/2012, 3346/2005 (με τον Ν. 4411/2016 παραγράφονταν και αδικήματα που απειλούσαν ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη) και μοιάζει αναγκαία κίνηση προς αποσυμφόρηση των πινακίων, τα οποία η πρόσφατη, σχεδόν καθολική, αναστολή της δραστηριότητας των δικαστηρίων επιβάρυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το φαινόμενο της παραγραφής των αδικημάτων δια νόμου δεν είναι καινούργιο (συχνά μάλιστα εξαρτάτο από τις πολιτικές συγκυρίες της εποχής, ιδίως κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο),  αλλά από το 2005 και μετά συνιστά φαινόμενο επαναλαμβανόμενο, σχεδόν προβλέψιμο πλέον, σε σημείο ώστε πολλές φορές να εξαντλούνται τα ένδικα μέσα, όχι για λόγους αμφισβητήσεως της ουσιαστικής ή νομικής κρίσεως των αποφάσεων, αλλά καθαρά για λόγους σκοπιμότητας.
Αν κρίνουμε όμως από τα αποτελέσματα των προηγουμένων παρεμφερών νομοθετικών παρεμβάσεων, αυτές οδήγησαν μεν σε ικανή αριθμητική ελάφρυνση των πινακίων, όχι όμως και σε αντίστοιχη ουσιαστική μείωση του χρόνου εκδικάσεως των πλημμελημάτων, αφού τα υπό παραγραφή πλημμελήματα αφορούσαν, ως επί το πλείστον,  υποθέσεις χωρίς αντιδικία και με μικρή  χρονική διάρκεια εκδικάσεως. Τα οφέλη, που σίγουρα δεν πρέπει να υποτιμώνται, επήλθαν κυρίως σε επίπεδο γραμματειακής υποστήριξης και επιμελητείας (κλήσεις, επιδόσεις κλπ) και μάλλον λιγότερο σε επίπεδο ποινικού ακροατηρίου.
Όσοι θητεύουμε στα ακροατήρια των πλημμελημάτων είτε στο Πρωτοδικείο είτε στο Εφετείο, καλώς γνωρίζουμε ότι οι πλέον χρονοβόρες υποθέσεις, οι οποίες επιβαρύνουν ουσιαστικά τα ακροατήρια, είναι τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδούς καταθέσεως και -παρακολουθηματικά- της συκοφαντικής δυσφημίσεως (όταν η τελευταία συρρέει με τα παραπάνω δύο αδικήματα). Συχνότατα αρκεί έστω και μια μόνο τέτοια υπόθεση για να καλυφθεί πλήρως ο χρόνος του ωραρίου του γραμματέως. Επειδή μάλιστα, λόγω χρόνου τελέσεως, είναι συνήθως από τις πρώτες του πινακίου, το συχνότερο αποτέλεσμα είναι οι υπόλοιπες υποθέσεις να οδηγούνται στην αναβολή λόγω ωραρίου ή στην καλύτερη περίπτωση σε διακοπή. Πολλές μάλιστα απ΄ αυτές διαρκούν περισσότερες από μία συνεδριάσεις, συνηθέστατα όχι λόγω της σπουδαιότητας της υποθέσεως, αλλά της σφοδρής αντιδικίας των διαδίκων.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς της Πολιτείας κατά τη θέσπιση των σχετικών ποινικών διατάξεων (ιδίως των 224, 229 ΠΚ), ούτε το φαινόμενο της ψευδομαρτυρίας περιορίσθηκε στα ελληνικά δικαστήρια ούτε το αντίστοιχο των ψευδών ή προσχηματικών μηνύσεων. Ετσι, η υποβολή των σχετικών μηνύσεων για τα παραπάνω τρία αδικήματα συχνότατα αποσκοπεί στη ατέρμονη διαιώνιση μιας αντιδικίας (με την ελπίδα να ανατραπεί το δεδικασμένο επί του αρχικώς αμφισβητουμένου ζητήματος), είτε στον εκφοβισμό των πραγματικώς αδικηθέντων και των καλοπίστων μαρτύρων από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων και καθηκόντων τους, είτε, ακόμη χειρότερα, στην ικανοποίηση του θυμικού δικομανών και ψυχικώς ασταθών προσώπων. Φαινόμενο που επιτείνεται από την παγία πρακτική της μη επιβολής των δικαστικών εξόδων εις βάρος του μηνυτού από τα δικαστήρια. Ως έχει εξάλλου η διάταξη του άρθρου 585 ΚΠοινΔ (σε συνδ. με την αντίστοιχη του άρθ. 468 ΚΠοινΔ), τυχόν επιβολή των δικαστικών εξόδων, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε περαιτέρω διαιώνιση αυτών των υποθέσεων και όχι σε πραγματική αποθάρρυνση του επίδοξου μηνυτή.
Η αίσθηση της ματαιοπονίας μάλλον επιβεβαιώνεται και από τον πολύ μικρό στατιστικώς αριθμό των καταδικαζομένων για τα σχετικά αδικήματα, αφού για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεώς τους απαιτείται κατά βάση άμεσος δόλος (παλαιότερες στατιστικές, που έχω υπ΄ όψιν μου, περιόριζαν τον αριθμό των αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων σε μόλις 4 - 5% του συνόλου). Με απλά λόγια «πολύ κακό για το (σχεδόν) τίποτα».
Με το παρόν διατυπώνονται κάποιες σκέψεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ουσιαστικό περιορισμό των σχετικών υποθέσεων. Εκ των προτέρων προϊδεάζω ότι οι σχετικές προτάσεις ίσως ξενίζουν και σίγουρα είναι δεκτικές ευπρόσωπου αντιλόγου:
1) να νομοθετηθεί μια αντίστοιχη διάταξη περί υφ΄ όρον παύσεως της ποινικής διώξεως και παραγραφής των μη αμετακλήτων ποινών για τα ήδη εκκρεμή σχετικά αδικήματα, ώστε να υπάρξει η αναγκαία "επανεκκίνηση" από μηδενικής βάσεως. Βεβαίως η παραγραφή εκκρεμών αδικημάτων δεν είναι κάτι ευχάριστο, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι με τους παραπάνω Νόμους έπαυσε η ποινική δίωξη για σοβαρότερα κατά τη γνώμη μας αδικήματα (π.χ. πρωτόδικες καταδίκες έως 6 μηνών για ατιμωτικά αδικήματα, όπως κλοπές κλπ). Στην παραγραφή εξάλλου οδηγήθηκαν πολλά σοβαρότερα αδικήματα με τον νέο Π.Κ. με τη μετατροπή τους από κακουργήματα σε πλημμελήματα.
2) Το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως να τιμωρείται κατ΄ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως όπως σήμερα. Η πρόταση αυτή ίσως σήμερα φαντάζει να ακροβατεί νομικά, αφού η ψευδής καταμήνυση θεωρείται αδίκημα κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Ποινικού Νόμου το σχετικό έγκλημα συμπεριλαμβανόταν στα αδικήματα κατά της τιμής και τιμωρείτο μόνο κατ΄ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως([1]). Η αυτεπάγγελτη δίωξη επελέγη σε μια προσπάθεια της Πολιτείας να περιορίσει τις αβάσιμες μηνύσεις, κάτι όμως που στην πράξη οδήγησε σε αντίθετα αποτελέσματα. Εξάλλου στην πράξη σπανιότατη είναι η αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής διώξεως. Το αυτονόητο πλεονέκτημα αυτής της ρυθμίσεως είναι ότι θα περιορισθεί ο χρόνος για την υποβολή της εγκλήσεως/μηνύσεως από 5 έτη  σε 3 μήνες.
3) Για το αδίκημα της ψευδούς καταθέσεως, ως σχετιζόμενο με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον, να μην επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής (κάτι βέβαια που προϋποθέτει νομοθετική αλλαγή). Αυτό θα οδηγήσει στην κατά πολύ ταχύτερη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, στις οποίες οι έντονες αντεγκλήσεις και προσωπικές αντιδικίες των διαδίκων είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Βεβαίως η ύπαρξη αντιλόγου από τον άμεσα ενδιαφερόμενο σίγουρα βοηθά στην πληρέστερη διαλεύκανση της υποθέσεως, αντίστοιχη όμως έλλειψη αντιλόγου υπάρχει και σε άλλα αδικήματα δημοσίου συμφέροντος, μεγαλύτερης μάλιστα απαξίας (π.χ. δωροδοκία υπαλλήλου). Μια άλλη, πιο προβληματική ίσως δογματικά, λύση, θα ήταν και στην περίπτωση αυτή η ποινική δίωξη να ασκείται κατ΄ έγκληση (όπως εξάλλου στην πράξη συμβαίνει στο 99,9% των περιπτώσεων), με την επιπλέον πρόβλεψη ότι η δίωξη μπορεί να ζητηθεί και από τον χειριζόμενο την υπόθεση δικαστικό - εισαγγελικό λειτουργό, ώστε να μην αφεθούν ατιμώρητες ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις, όταν για τον οποιοδήποτε λόγο δεν υποβάλλεται σχετική έγκληση.
4) Οι σχετικές υποθέσεις ψεύδους καταμηνύσεως και καταθέσεως, μετά από την κατ΄ άρθρον 59 παρ. 2 ΚΠΔ αναστολή της ποινικής διώξεως και την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως επί της κυρίας αποφάσεως, να εισάγονται στο ακροατήριο μόνον κατόπιν βουλεύματος και όχι με απ΄ ευθείας κλήση όπως σήμερα. Δυστυχώς η εμπειρία των ελαχίστων απαλλακτικών διατάξεων και η αβασάνιστη παραπομπή με κατηγορητήρια, όπου συχνά παρατίθεται αυτούσια η κατάθεση του μάρτυρος ή το περιεχόμενο της αρχικής μηνύσεως και στη συνέχεια απλά αναφέρεται ότι "όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή", επιβάλλει δραστικότερες λύσεις από την απλή αναστολή της ποινικής διώξεως. Βέβαια η λύση αυτή θα οδηγήσει σε πρώτο στάδιο σε επιβάρυνση των δικαστικών συμβουλίων και των εισαγγελέων, είναι δεδομένο ωστόσο ότι θα απαλλαγούν τα ακροατήρια από μεγάλο αριθμό προφανώς αβασίμων υποθέσεων ή έστω με πολύ περιορισμένο αντικείμενο σε σχέση με αυτό που διαγράφεται σήμερα με ένα απλό κατηγορητήριο. Επομένως μεσοπρόθεσμα το κέρδος (χρόνου και δαπανών) θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το βραχυπρόθεσμο κόστος.
5) Στο άρθρο 363 Π.Κ. (συκοφαντική δυσφήμιση) να προβλεφθεί ρητώς ότι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς, επιμελητές κλπ,) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο τρίτοι. Η λύση αυτή ανταποκρίνεται κατά τη γνώμη μου στα σημερινά πραγματικά κοινωνικά δεδομένα. Δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί η δογματική διάσταση του ζητήματος, για το οποίο εξάλλου έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου (ενδεικτικώς ΑΠ 490/2019, ΑΠ 841/2019) και το θέμα έχει οδηγηθεί στην Ολομέλεια. Είναι μάλλον δύσκολο όμως το Ακυρωτικό Δικαστήριο να αποστεί, χωρίς νομοθετική μεταβολή, της έως τώρα παγίας νομολογίας και της ασφάλειας δικαίου που αυτή συνεπάγεται.
Οι παραπάνω λύσεις είτε εν συνόλω είτε μεμονωμένως εφαρμοζόμενες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πραγματική και όχι μόνο αριθμητική αποσυμφόρηση των πινακίων των Πλημμελειοδικείων. Εξυπακούεται ότι για κάθε μία απ΄ αυτές υπάρχει και ευπρόσωπος αντίλογος και ότι πιθανή υιοθέτησή τους θα προκαλούσε σίγουρα αντιδράσεις μερίδας του νομικού κόσμου, ίσως και του δικαστικού σώματος (ιδίως η υπ΄ αρ. 4), κάτι όμως που ούτως ή άλλως συνέβη  πρόσφατα και με  τις διατάξεις των νέων Κωδίκων. Ο νομικός κόσμος στην πλειοψηφία του έχει αποδειχθεί μάλλον φοβικός σε οποιουδήποτε είδους αλλαγές (οι παλαιότεροι θα θυμούνται ίσως τις έντονες αντιδράσεις που προκαλούσαν οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό της αλήστου μνήμης «προδικαστικής» στα πολιτικά δικαστήρια). Είναι αναμφισβήτητο ότι τέτοιες λύσεις συνεπάγονται και μείωση της δικηγορικής ύλης, πολύ μικρότερης όμως από ό,τι οι συλλήβδην παραγραφές αδικημάτων και ποινών, οι οποίες επιτείνουν το αίσθημα της ατιμωρησίας και εξαρτούν το αποτέλεσμα τους από τη χρονική και μόνο συγκυρία της εκδόσεως των νόμων και όχι από τη γενικότερη βούληση της πολιτείας για αποποινικοποίηση των συγκεκριμένων αδικημάτων.
Καλώς ή κακώς άλλες λύσεις που επί χρόνια συζητώνται για την αποσυμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων (επιμήκυνση ωραρίου, αύξηση οργανικών θέσεων, αναδιάταξη δικαστηριακού χάρτη κλπ) δεν προκρίνονται για λόγους πολιτικού ή οικονομικού κόστους και δυστυχώς μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν ούτε στη Δικαιοσύνη. Οι συνεχείς καταδίκες της χώρας μας από το Ε.Δ.Α.Δ. για παραβίαση του ευλόγου χρόνου διαρκείας της δίκης, αλλά και ο στοιχειώδης σεβασμός στον πολίτη, επιβάλλουν δραστικότερες αποφάσεις για τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, οι οποίες προφανώς δεν εξαντλούνται στις παρούσες προτάσεις.

Γεώργιος Μικρούδης
Εφέτης, Δ.Ν.


[1] άρθρα 334 και 343 του Π.Ν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ