Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

«Η δικαστική ανεξαρτησία, ως εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος» - αποτελέσματα από το ερωτηματολογίου

 

 

«Η δικαστική ανεξαρτησία,
ως εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος
»[1]

Σκέψεις από τον επίτιμο αρεοπαγίτη, Χριστόφορο Κοσμίδη

            Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση· είναι τιμή προς ένα συνταξιούχο δικαστή, το να θέλουν οι ενεργοί πολίτες να ακούσουν την εμπειρία του, αρκετά χρόνια μετά την αφυπηρέτησή του!

Εισαγωγικές Σκέψεις

·         Στον βαθμό που το δημοκρατικό πολίτευμα προϋποθέτει διάκριση των τριών λειτουργιών αυτού[2], η διαπίστωση ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί [αληθώς] ανεξάρτητα μέσα σε ένα κράτος δικαίου, υποδηλώνει ότι και το πολίτευμα είναι [πραγματικά, όχι κατ’ επίφαση] δημοκρατικό[3].

·         Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «διάκριση λειτουργιών» σημαίνει αυτοτέλεια μιας εκάστης εξουσίας και ελαχιστοποίηση της επιρροής, την οποία επιτρέπεται να έχουν επ’ αυτής οι άλλες δύο.

·         Οφείλουμε, όμως, να ομολογήσουμε ότι η αυτοτέλεια των λειτουργιών δεν μπορεί παρά να είναι σχετική.

·         Αυτό λέγεται με την έννοια ότι, σε μια δημοκρατική πολιτεία, η διάκριση των λειτουργιών ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αποκλείει τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση!

·         Και λέγεται, διότι όλες οι εξουσίες οφείλουν να συνεργάζονται και να αποβλέπουν στην επίτευξη του ίδιου, κεντρικού πολιτικού[4] στόχου:
- στην καλή λειτουργία του [ενιαίου] κράτους δικαίου και
- στην ευημερία [όλων] των πολιτών, υπέρ των οποίων αυτό υφίσταται.

·         Αποδεχόμενοι, λοιπόν, τη σχετικότητα της αυτοτέλειας, δεν μπορούμε να βλέπουμε [ή να θέλουμε] τη Δικαιοσύνη ή τους δικαστικούς λειτουργούς ξεκομμένους από το πολιτικό γίγνεσθαι[5] σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

·         Η αλληλεπίδραση, για να μην καταλύει τη διάκριση των λειτουργιών, πρέπει να γίνεται, επίσης, με διάκριση[6], εντός των υφιστάμενων συνταγματικών ορίων και της νομιμότητας.

·         Όταν, αντί του μέτρου, επικρατεί η ιδιοτέλεια, ατομική ή συλλογική, τότε η αλληλεπίδραση, σε αναφορά προς τη Δικαιοσύνη:
-
προκαλεί έλλειμμα στη δικαστική ανεξαρτησία,
- ματαιώνει την πραγματική διάκριση των λειτουργιών και, με τον τρόπο αυτό,
- θέτει σε αμφιβολία τη «δημοκρατικότητα» του πολιτεύματος.

·         Έτσι δικαιολογείται ο τίτλος της συζήτησής μας.

 

Ορολογικές Διευκρινίσεις

·         Στο Σύνταγμα αναφέρεται ότι οι τακτικοί δικαστικοί λειτουργοί «απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» (Σ: 87 παρ.1).

·         Σύμφωνα με τα λεξικά, το ουσιαστικό «ανεξαρτησία» αποδίδει την ιδιότητα του επιθέτου «ανεξάρτητος». Και, περαιτέρω, ανεξάρτητος είναι ο απαλλαγμένος από κάθε μορφής εξάρτηση∙ ο μη επηρεαζόμενος από συμφέροντα ή οποιαδήποτε άλλη επίδραση∙ ο όντως ελεύθερος.

·         Επομένως, αληθώς ζητούμενο είναι το να μάθει κάποιος να παραμένει ανεπηρέαστος, άσχετα προς το αν υφίσταται ή όχι απόπειρες επηρεασμού, είτε από το περιβάλλον του είτε από τον ίδιο τον εαυτό του[7].

·         Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών δεν είναι «απόλαυση» (πρβλ. Σ: 87 παρ.1) είναι ευθύνη βαριά! Ο δικαστής οφείλει:
- αφ’ ενός να πείθει, με την αιτιολόγηση των αποφάσεών του (Σ: 93 παρ.3), ως προς την ορθότητα του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται την ανεξάρτητη εξουσία του και
- αφ’ ετέρου να αυτοελέγχεται διαρκώς, ώστε να παραμένει πάντοτε μέσα στα όρια που καθορίζονται από τη συνείδησή του και τη νομιμότητα.

·         Παράλληλα προς τον αναγκαίο αυτοέλεγχο, ο δικαστής υπόκειται [και] σε θεσμικό έλεγχο. Στο Σύνταγμα προβλέπεται ότι όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί επιθεωρούνται (Σ: 87 παρ.3) και λογοδοτούν[8] ενώπιον των αρμοδίων πειθαρχικών συμβουλίων (Σ: 91).

·         Επομένως, θα ήταν λάθος για κάποιο δικαστή να υποθέσει ότι η ανεξαρτησία αφήνει σ’ αυτόν περιθώρια για αυθαιρεσία[9]! Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε συνταγματική εκτροπή, εξ ίσου σημαντική με τον αθέμιτο περιορισμό της ανεξαρτησίας του.

 

Εξωτερική Ανεξαρτησία

·         Η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν «εξωτερική» ανεξαρτησία. Εξωτερική, με την έννοια ότι ασφαλίζει τους δικαστές απέναντι σε κινδύνους που θα μπορούσαν να επέλθουν από παράγοντες ευρισκόμενους έξω από την προσωπικότητα του καθενός.

·         Ως περιεχόμενο της «λειτουργικής ανεξαρτησίας» νοούνται δύο πράγματα:

·         (α) Με θετική διατύπωση, νοείται το ότι όλοι οι δικαστές, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, υπόκεινται «μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους» (Σ: 87 παρ.2, πρώτη περίοδος) πράγμα που, εξ αντιδιαστολής, σημαίνει ότι δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κατευθυντήρια οδηγία ή υπόδειξη, κατά τη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής κρίσης[10], από οποιονδήποτε κι αν προέρχεται.

·         (β) Με αρνητική διατύπωση, νοείται το ότι όλοι οι δικαστές, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, «σε καμιά περίπτωση δεν [πρέπει να] συμμορφώνονται σε διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» (Σ: 87 παρ.2, δεύτερη περίοδος) πράγμα που σημαίνει ότι ούτε ο κοινός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη δικαιοδοτική λειτουργία, στο μέτρο που ο επιδιωκόμενος επηρεασμός βρίσκεται σε αντίθεση προς την εκφρασμένη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη.

·         Ως περιεχόμενο της «προσωπικής ανεξαρτησίας» νοούνται όλες οι συνταγματικές εγγυήσεις και οι σύμφωνες προς αυτές κανονιστικές ρυθμίσεις, οι οποίες αναφέρονται στη διαδικασία επιλογής, κατάρτισης, διορισμού, τοποθέτησης, μετάθεσης, επιθεώρησης, προαγωγής, πειθαρχικού ελέγχου και οριστικής παύσης απάντων των δικαστικών λειτουργών (Σ: 88 παρ.1 και 90). Επίσης, νοούνται και οι προβλέψεις για ισοβιότητα (Σ: 88 παρ.1) και για αναλογία των αποδοχών των δικαστών προς το λειτούργημα που ασκούν (Σ: 88 παρ.2).

Εσωτερική Ανεξαρτησία

·         Από την ως άνω, εξωτερική ανεξαρτησία αντιδιαστέλλεται η αποκαλούμενη «εσωτερική» ανεξαρτησία×

·         εκείνη, δηλαδή, η οποία είναι ανάλογη προς την ποιότητα και
την αξιοποίηση των ψυχικών δυνάμεων ενός εκάστου δικαστικού λειτουργού[11].

·         Αυτή, η εσωτερική ανεξαρτησία, δεν υπόκειται σε νομοθετικές ρυθμίσεις× αποτελεί ζήτημα προσωπικού, δικαστικού ήθους!

·         Πράγματι, έχει γραφεί ότι το ζήτημα της δικαστικής ανεξαρτησίας «είναι, προεχόντως, ζήτημα δικαστικού ήθους× προσωπικό χρέος και ηθικό πρόβλημα του κάθε δικαστή»[12].

·         Εάν αυτή η διαπίστωση γίνει αποδεκτή, αναδύονται κάποια νέα ερωτήματα:

·         (α) Ποιος και πώς προσδιορίζει το προσήκον δικαστικό ήθος;

·         (β) Πώς είναι εφικτό να διαπιστωθεί το δικαστικό ήθος στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής των υποψήφιων προς εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών;

·         (γ) Σε ποια έκταση είναι δυνατό να διαμορφωθεί, περαιτέρω[13], το δικαστικό ήθος στο πλαίσιο της κατάρτισης ή της επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών, μετά την επιλογή ή τον διορισμό τους;

·         (δ) Με ποιον μηχανισμό, με ποιες εγγυήσεις αντικειμενικότητας και με ποιες συνέπειες θα μπορούσε να διαπιστωθεί, κατά τη διάρκεια της δικαστικής υπηρεσίας, το τυχόν έλλειμμα ως προς το προσήκον δικαστικό ήθος;

·         Είναι γνωστό ότι η αξιολόγηση, στις εκθέσεις επιθεωρήσεως απάντων των δικαστικών λειτουργών, αρχίζει με την απάντηση στο ερώτημα εάν το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας του επιθεωρούμενου είναι «τα προσήκοντα».

·         Η απάντηση, που δίνεται, είναι [σχεδόν] πάντοτε καταφατική!

·         Παρά ταύτα, υπάρχουν αιτιάσεις που εστιάζουν σε παραδείγματα, τα οποία δείχνουν το αντίθετο[14].

·         Τι γίνεται ή τι θα μπορούσε να γίνει;

Κίνδυνοι για τη Δικαστική Ανεξαρτησία

·         Έχει γραφεί[15] ότι η εξωτερική δικαστική ανεξαρτησία «απειλείται» [κάποτε άμεσα, αλλά κατά κανόνα έμμεσα] από:

·         (α) Τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων
[παλαιότερα, με το ζήτημα επιλογής της ηγεσίας συνδεόταν και η επιλογή
- των προϊσταμένων των μεγάλων δικαστικών υπηρεσιών,
- του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Επιθεώρησης και
- των προέδρων των Πειθαρχικών Συμβουλίων,
που, εδώ και κάποια χρόνια, γίνεται είτε με εκλογή είτε με κλήρωση].

·         (β) Την κακή πρακτική του πρόσκαιρου διορισμού δικαστικών λειτουργών σε διοικητικές θέσεις
[στο σημείο αυτό θα μπορούσε να προστεθεί και η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας, χωρίς διαφάνεια ή αντικειμενικά κριτήρια,
- χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών ή
- ανάθεση της εκπροσώπησης του Κράτους σε διεθνείς φορείς ή οργανισμούς,
με τρόπο που δημιουργεί ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις στους ευνοούμενους δικαστικούς λειτουργούς].

·         (γ) Τη δυνατότητα της εκτελεστικής λειτουργίας να παρέχει ή να αφαιρεί,
με απλούς νόμους, εξουσίες, οι οποίες
- ανάγονται στην οργάνωση και διεύθυνση των δικαστικών υπηρεσιών και
- θα έπρεπε να ασκούνται αδιατάρακτα από τη φυσική ηγεσία
εκάστου δικαιοδοτικού κλάδου
.

·         (δ) Την [ενίοτε] σκόπιμη αναβλητικότητα εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων.

·         (ε) Τη μη αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης και την κακής πίστεως κριτική για ζητήματα που αναφέρονται στην απονομή της Δικαιοσύνης ή στους λειτουργούς της.

·         (στ) Τη μη πρόβλεψη οικονομικών πόρων, τους οποίους οι διοικούντες τα δικαστήρια θα μπορούσαν να διαχειρίζονται ευέλικτα, με δική τους ευθύνη, για την αντιμετώπιση επειγουσών, λειτουργικών αναγκών.

·         Κάποια από τα παραπάνω αναφέρονται ως πιθανές αιτίες διαπλοκής δικαστικών λειτουργών με την εκτελεστική εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ελλείμματος ανεξαρτησίας σε «ευαίσθητες» υποθέσεις[16].

·         Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος:
εάν υπήρχε τρόπος να εξαλειφθούν [ας πούμε, «μαγικά»] όλες οι παραπάνω «απειλές», θα είχαμε εξασφαλίσει, πραγματικά, μια Δικαιοσύνη περισσότερο ανεξάρτητη;

·         Σας παρακαλώ, προσέξτε ότι στο κείμενο υπάρχουν εισαγωγικά τις λέξεις «απειλείται» και «απειλές», που χρησιμοποιούνται στην ενότητα αυτή·
-
ο γράφων δεν είναι σίγουρος για το αν πρόκειται για πραγματικές απειλές ή, απλά, για «εν δυνάμει» απειλές[17]×
- και, αντίστοιχα, για το αν όλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις, θα μπορούσαν να θεωρηθούν [και πάλι «εν δυνάμει»] σαν «ευλογία»[18]!

·         Διότι, το «καλό» ή το «κακό» προκύπτει από τη χρήση ή την κατάχρηση των ευκαιριών, εκ μέρους των ανθρώπων.

 

Για την Προετοιμασία της Συζήτησης

Ενόψει της παρούσας συζήτησης, συντάχθηκε και κυκλοφόρησε μεταξύ συναδέλφων ένα σύντομο ερωτηματολόγιο, με στόχο να φανεί η εμπειρία και η προοπτική των δικαστικών λειτουργών της ουσίας σε αναφορά προς τη δικαστική ανεξαρτησία[19]. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν, επισημαίνονται τρία θέματα.

 

Θέμα πρώτο: Αθέμιτες Παρεμβάσεις

·         Οι συνάδελφοι ρωτήθηκαν εάν έχει συμβεί να δικαιοδοτήσουν κάτω από συνθήκες, οι οποίες συνιστούσαν απόπειρα αθέμιτου[20] επηρεασμού της κρίσης τους.

·         Οι απαντήσεις ήταν σε ποσοστό 45,6% «ουδέποτε»· 53,2% «σπανίως»· και 1,2% συχνά.

·         Από τις απαντήσεις αυτές, ως πρώτο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί το ότι οι αθέμιτες παρεμβάσεις δεν αποτελούν τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση, η οποία δεν μπορεί να θέσει, βάσιμα, σε αμφισβήτηση τη δικαστική ανεξαρτησία.

·         Παρά ταύτα, ίσως πρέπει να μας ανησυχήσει η επισήμανση ότι αναφέρονται παρεμβάσεις προερχόμενες [πέραν των άλλων και] από την πολιτική ηγεσία (σε ποσοστό 11,3%) ή τη φυσική ηγεσία (σε ποσοστό 13,2%) της Δικαιοσύνης, από την Υπηρεσία Επιθεώρησης των δικαστηρίων (σε ποσοστό 1,9%) και από τον προϊστάμενο του οικείου δικαστικού σχηματισμού (σε ποσοστό 22,6%)[21].

·         Ως περισσότερο συχνή ενόχληση κατά την εκφορά δικαστικής κρίσης αναφέρεται η παρέμβαση τρίτου προσώπου, είτε εκ του κοινωνικού περιβάλλοντος[22] (σε ποσοστό 43,4%) είτε εκ του συναδελφικού περιβάλλοντος[23] (επίσης, σε ποσοστό 43,4%). Τα επί μέρους ποσοστά δίνουν συνολικό ποσοστό 86,8%.

·         Διευκρινίζεται ότι στο ερώτημα ως προς την προέλευση των ενοχλήσεων επιτρεπόταν να αναφερθούν περισσότερες από μία πηγές παρεμβάσεων.

·         Η ορθή στάση απέναντι στο ενδεχόμενο τέτοιων ενοχλήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας καλής πρακτικής και να αναχθεί σε κανόνα δικαστικής δεοντολογίας.

·         Ο ορθός τρόπος διαχείρισης των ενοχλήσεων αυτών, όταν εκδηλώνονται, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης× όπως αναφέρθηκε, το ζητούμενο είναι να παραμένει κάποιος ανεπηρέαστος, αποφεύγοντας, κατά κανόνα, τις ανοικτές συγκρούσεις, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη δυναμική.

·         Όλα αυτά είναι εφικτό και σκόπιμο να αποτελέσουν αντικείμενο καταγραφής και διδασκαλίας.

 

Θέμα δεύτερο: Βελτιώσεις του Θεσμικού Πλαισίου

·         Οι περισσότεροι από αυτούς, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με το ζήτημα της δικαστικής ανεξαρτησίας, συμφωνούν ως προς το ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο κατοχύρωσης της εξωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών είναι [σχεδόν] επαρκές.

·         Η διαπίστωση αυτή, με την οποία ο γράφων συμφωνεί, αναφέρεται με επίγνωση της σχετικότητας οποιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης:
- όλες οι ρυθμίσεις μπορούν να γίνουν καλές, στο μέτρο που οι άνθρωποι, οι οποίοι καλούνται να ενταχθούν σ’ αυτές και να τις εφαρμόσουν, ενδιαφέρονται, πράγματι, για νόμιμα και αγαθά αποτελέσματα.
Κι αντίστροφα:
- ακόμη κι η αρτιότερη, η σοφότερη ρύθμιση
ενδέχεται να λειτουργήσει στρεβλά και να ματαιωθεί,
εφόσον οι ενδιαφερόμενοι κινούνται από ναρκισσισμό ή ιδιοτέλεια.

·         Περιμένοντας, λοιπόν, να επιβεβαιωθεί η εκτίμηση ότι προέχει η καλλιέργεια του δικαστικού ήθους και, μάλλον, έπεται η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου, μπήκε στο ερωτηματολόγιο το ακόλουθο ερώτημα:

·         «Εκτιμάτε ότι ένα διαφορετικό, σε σχέση προς το ήδη υφιστάμενο, θεσμικό πλαίσιο κατοχύρωσης της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, θα μπορούσε να αποτρέψει τις τυχόν αθέμιτες παρεμβάσεις κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων»;

·         Τα απόλυτα «όχι» πήραν ποσοστό 24,1%! Αντίθετα, τα «ναι» ανήλθαν σε ποσοστό 27,8%, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενισχύεται από την απάντηση «ενδεχομένως», που πήρε ποσοστό 48,1%.

·         Δεν ζητήθηκε γνώμη για το ποια θα μπορούσε να είναι η βελτίωση στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

·         Ποιες θεσμικές βελτιώσεις θα μπορούσαν να γίνουν;

·         Είναι προτιμότερο να συμφωνήσουμε στο πού πρέπει να αποβλέπουν οι βελτιώσεις.

·         Κάποιοι, ως βελτίωση, βλέπουν
- την αύξηση της ενδοστρέφειας,
- τη μείωση του φόρτου εργασίας,
- την αύξηση των αποδοχών,
- τον πολλαπλασιασμό των οργανικών θέσεων,
- την ταχύτερη, υπηρεσιακή εξέλιξη, με μοναδικό κριτήριο την αρχαιότητα.

·         Θα μπορούσε να αναρωτηθεί ένας άλλος:
- με όλα αυτά, οικοδομείται η εμπιστοσύνη προς τη Δικαιοσύνη; και
- χωρίς την εμπιστοσύνη του Λαού, υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία;

·         Ο γράφων πιστεύει ότι, με στόχους σαν τους παραπάνω, η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη αποδομείται!

·         Περαιτέρω, ερωτάται:

·         Είναι εφικτό να συμφωνήσουμε ότι χρειάζεται:
- να αυξηθεί το κύρος της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της,
- να πεισθούν οι αποδέκτες του έργου της Δικαιοσύνης ως προς την αμερόληπτη, ορθή και ταχεία απονομή της,
- να δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη συνιστά τον μόνο αποτελεσματικό και νόμιμο δρόμο για την επίλυση των συγκρούσεων, την κοινωνική ειρήνη και την οικονομική πρόοδο;

·         Εάν συμφωνήσουμε, τότε οι βελτιώσεις του θεσμικού πλαισίου πρέπει να συγκλίνουν σ’ αυτά, τα παραπάνω!

·         Και, ακόμη, ερωτάται:

·         Είναι εφικτό να συμφωνήσουμε ότι χρειάζεται να καλλιεργηθεί η συνείδηση
- στους ίδιους τους δικαστές και
- στο λαό που τους εμπιστεύεται
περί του ότι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη βρίσκει τη δημοκρατική νομιμοποίησή της μέσα από την εκπλήρωση της υποχρέωσης για διαρκή λογοδοσία εντός του κράτους δικαίου[24];

·         Εάν συμφωνήσουμε, τότε οι βελτιώσεις του θεσμικού πλαισίου πρέπει να προβλέψουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής.

·         Η εκπλήρωση της υποχρέωσης για λογοδοσία εκδηλώνεται με:

·         (α) Την πλήρη, εμπεριστατωμένη και επιμελημένη[25] αιτιολόγηση των δικαιοδοτικών κρίσεων.

·         (β) Την τακτική ή έκτακτη υποβολή σε αντικειμενική και ουσιαστική αξιολόγηση πάντων των δικαστικών λειτουργών× παράλληλα, χρήσιμη θα ήταν και η συγκριτική[26] αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας όλων των δικαστικών υπηρεσιών·

·         η αξιολόγηση επιχειρείται ήδη μέσα από την Επιθεώρηση, αλλά ο θεσμός, για να λειτουργεί αποτελεσματικά και να διασφαλίζει την αξιοκρατική υπηρεσιακή εξέλιξη, χρειάζεται διοικητική αναμόρφωση[27] και σύγχρονη μεθοδολογία[28].

·         (γ) Τη διαμόρφωση συγκεκριμένων και σαφών κανόνων δεοντολογίας[29], που θα προσδιορίζουν τα όρια της ανεκτής συμπεριφοράς των δικαστικών προσώπων εντός και εκτός υπηρεσίας και το πλαίσιο του διαλόγου με τα ΜΜΕ, της εκφοράς δημόσιου λόγου, της ανάληψης μη δικαστικών έργων, του κοινωνικού ακτιβισμού κλπ,·εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών[30].

·         (δ) Την αναμόρφωση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων του πειθαρχικού δικαίου των δικαστικών λειτουργών·

·         η πειθαρχική διαδικασία λειτουργεί, αλλά δεν πείθει ως προς την αντικειμενικότητα και την αποτελεσματικότητά της[31].

 

Θέμα τρίτο: Δυνατότητες της Δικαστικής Εκπαίδευσης

·         Είναι γνωστό ότι οι υποψήφιοι δικαστικοί λειτουργοί εισάγονται στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών μετά τη συμπλήρωση του 28ου έτους. Σ’ αυτή την ηλικία, σε κάθε άνθρωπο, η διαμόρφωση του ήθους και του χαρακτήρα έχει ολοκληρωθεί.

·         Εύλογα αναρωτιέται κάποιος: πώς θα ήταν εφικτό, η δικαστική εκπαίδευση να έχει συμβολή ως προς την καλλιέργεια ανεξάρτητου φρονήματος στους υποψήφιους δικαστές;

·         Έχουν πει ότι «το ήθος, στον άνθρωπο, δεν διδάσκεται: είτε το έχει κάποιος είτε δεν το έχει»!

·         Θα μπορούσε να απαντήσει ένας άλλος ότι,
ακόμη κι αν η άποψη αυτή είναι σωστή,
- αυτός που έχει το καλό ήθος, γίνεται καλύτερος, ενώ
- εκείνος που δεν το έχει, γίνεται χειρότερος,
ανάλογα προς τον δάσκαλο, δίπλα στον οποίο θα καθίσει!

·         Επομένως, βλέποντας το ζήτημα από την αισιόδοξη πλευρά, θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι η σωστή εκπαίδευση και το καλό παράδειγμα θα παραμένουν πάντοτε σημαντικές συνιστώσες για την καλλιέργεια του προσήκοντος ήθους, του σθένους και του χαρακτήρα των υποψήφιων δικαστικών λειτουργών[32].

·         Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η δικαστική εκπαίδευση[33] θα μπορούσε να έχει συμβολή ως προς:

·         - τον προσδιορισμό και την εμπέδωση του αληθούς νοήματος της δικαστικής ανεξαρτησίας× ανεξάρτητος δικαστής δεν είναι αυτός που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά εκείνος που αποφασίζει ακούγοντας μόνο τη συνείδησή του και πειθαρχώντας στη νομιμότητα.

·         - την αυτοσυγκράτηση απέναντι στις προσωπικές τάσεις για προβολή ή ιδιορρυθμία, οι οποίες κατ’ αποτέλεσμα οδηγούν στη δικαστική αυθαιρεσία.

·         - την κατανόηση της υποχρέωσης λογοδοσίας [μεταξύ άλλων και] των δικαστικών λειτουργών, ως φορέων εξουσίας κατά τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

·         Είναι χαρακτηριστικό το ότι από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο συνάγεται εμπιστοσύνη στη δικαστική εκπαίδευση ως προς την καλλιέργεια του προσήκοντος δικαστικού ήθους, χάρη στο οποίο θα μπορούσε να ενισχυθεί η δικαστική ανεξαρτησία[34].

·         Μακάρι, να αναδεικνύονται καλοί δάσκαλοι και φωτεινά παραδείγματα!

 

Επιλογικές Σκέψεις

·         Απειλείται, λοιπόν, στις μέρες μας η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης; Ναι ή όχι;

·         Το ερώτημα επιδέχεται εξ ίσου θετική και αρνητική απάντηση!

·         Όταν κάποιοι δικαστές θα βάζουν ως μοναδικό στόχο ζωής:
- το να περνούν καλά και να ακούν επαίνους,
- το να γίνονται ευχάριστοι και
- το να προσβλέπουν σε ανταπόδοση,
τότε, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης θα κινδυνεύει
×

·         διότι πάντοτε θα βρίσκονται εκείνοι, που θα θέλουν να επωφεληθούν!

·         Είχε πει κάποιος παλαιότερος, σε αντίστοιχη εκδήλωση[35]:
«Αν δεν κρεμάσεις κόκκινο φανάρι, δεν σου κτυπούν την πόρτα, τη νύκτα»!

·         Σαν «κόκκινο φανάρι» λειτουργούν:
- οι απροσεξίες μας στην καθημερινότητα και
- η ματαιοδοξία στη ζωή μας.

·         Όταν κάποιοι άλλοι Δικαστές θα αντιστέκονται,
- θα κάνουν τη δουλειά τους με αυταπάρνηση και ανιδιοτέλεια,
- θα αναζητούν την αλήθεια και
- θα υπακούν μόνο στο νόμο και τη συνείδησή τους,
τότε, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν θα κινδυνεύει
×

·         διότι κανείς δεν θα προσπαθεί να τους ενοχλήσει!

·         Ή, αν τυχόν το επιχειρήσει, θα παίρνει, ευγενικά και σταθερά, τη σωστή απάντηση!

·         Αυτοί, οι άλλοι Δικαστές,
- θα γίνονται δυσάρεστοι, αλλά δεν θα σκύβουν το κεφάλι
×
- θα υφίστανται συνέπειες, αλλά θα αρκούνται στην εσωτερική ανάπαυση,
την οποία εξασφαλίζει η επιτέλεση του καθήκοντος, με ανεξαρτησία και αυταπάρνηση!

·         Τέτοιους δικαστές θέλει η Δημοκρατία!

·         Διαθέτει τέτοιους δικαστές η Δικαιοσύνη.

·         Δεν είναι εύκολο, όμως, να αναδεικνύονται πολλοί, τέτοιοι δικαστές,
- από μια κοινωνία που επιχειρεί να στηρίζεται στην «επιστήμη»,
αλλά όχι στην «αρετή»,
- από κάποιες πολιτικές που προβάλλουν τα λάθος «παραδείγματα».



[1] Το κείμενο προήλθε από την προετοιμασία του γράφοντος προς συμμετοχή στη στρογγυλή τράπεζα, με την οποία έκλεισε το Συνέδριο του ΕΚΠΑ για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η εκδήλωση, που αρχικά είχε προγραμματισθεί για την 27-01-2022, αλλά αναβλήθηκε λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας εκείνων των ημερών, έγινε τελικά την Τρίτη 5 Απριλίου 2022, στην Αθήνα, στο αμφιθέατρο «Άλκης Αργυριάδης» του κεντρικού κτιρίου του «Εθνικού, Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών». Το γενικό θέμα ήταν: «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ». Τη συζήτηση συντόνισε ο Μιχάλης Πικραμένος, αντιπρόεδρος του ΣτΕ και καθηγητής στο ΑΠΘ· συμμετείχαν ο Κώστας Μενουδάκος, επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ και ο γράφων, ο οποίος προσεγγίζει τα θιγόμενα ζητήματα ως διατελέσας λειτουργός της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.

[2] Της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας ή λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 26 του Συντάγματος· στη συνέχεια του κειμένου, κατά τις παραπομπές στο Σύνταγμα χρησιμοποιείται η συντομογραφία «Σ:», μετά την οποία ακολουθεί ο αριθμός του άρθρου).

[3] Βλ. σχετικώς την Έκθεση 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου, στον σύνδεσμο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52021DC0700&from=EN, όπου διατυπώνεται η κρίση ότι «Η προώθηση και η προάσπιση του κράτους δικαίου απαιτεί επαγρύπνηση και συνεχή βελτίωση, επειδή υπάρχει πάντα κίνδυνος οπισθοδρόμησης»× επίσης, Ε. Κρουσταλάκης, Η Δικαιοσύνη σε σχέση με τις άλλες λειτουργίες της Πολιτείας/ ο μύθος για το «κράτος των δικαστών», ΕλλΔνη 36[1995].1218 = Δικαιοσύνη και Κοινωνία σε διάλογο [1998], εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, σελ.69 επ., όπου και πρόταση για ένα νέο σύστημα επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.

[4] Η λέξη «πολιτικού» χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια του όρου. Ο στόχος, δηλαδή, δεν πρέπει να νοηθεί ως κομματικός, αλλά ως δραστηριότητα της οργανωμένης κοινωνίας, που αποβλέπει στην επίτευξη του «κοινού καλού» και στην επίλυση των συγκρούσεων ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες.

[5] Την «ενιαία κρατική βούληση», σύμφωνα με έκφραση του Ι. Μανωλεδάκη, 7 Θέσεις για το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη [1992], 6: Η πολιτική εξάρτηση του δικαστή, σελ. 89 επ.

[6] Με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, δηλαδή με μέτρο και διακριτικότητα.

[7] Όχι μόνο από τις πάσης φύσεως πεποιθήσεις του, οι οποίες δεν πρέπει να υπεισέρχονται στην κρίση του, αλλά και από την προσωπική του ματαιοδοξία ή ιδιοτέλεια, οι οποίες τον καθιστούν ευεπίφορο σε παρεμβάσεις ή ενοχλήσεις.

[8] Για το ότι η «λογοδοσία» συνιστά μια πολύ ευρύτερη υποχρέωση όλων όσων διαχειρίζονται δημόσια εξουσία στο κράτος δικαίου, επομένως και των δικαστών, βλ. Μ. Πικραμένος, Η Λογοδοσία των Δικαστών στη Δημοκρατία/ Η δημόσια εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη [2022], εκδόσεις Ευρασία.

[9] Ο «αυθαίρετος» κάνει αυτό που νομίζει σαν σωστό [αιρούμαι, αίρεση]· ο «ανεξάρτητος» κάνει αυτό που πρέπει, ως συνάδον προς τη συνείδησή του και τη νομιμότητα, χωρίς επηρεασμό ή εξάρτηση από εκείνο που νομίζει κάποιος άλλος.

[10] Είναι προφανές και δεν χρειάζεται σχολιασμό το ότι δεν συνιστούν απειλή κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας οι οδηγίες ή οι υποδείξεις των ιεραρχικώς προϊσταμένων, που αναφέρονται σε ζητήματα σύνταξης ή διάρθρωσης των δικαιοδοτικών κειμένων ή ολοκλήρωσης των συναφών έργων μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια ή τις εύλογες υπερβάσεις αυτών.

[11] Σύμφωνα με άλλη εννοιολογική προσέγγιση, ως «εσωτερική» νοείται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών έναντι των ιεραρχικώς προϊσταμένων, ατομικών ή συλλογικών οργάνων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

[12] Π. Δημόπουλος, Η επιθεώρηση των Δικαστικών Λειτουργών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ΕλλΔνη 32[1991].718 επ. και 725.

[13] Δηλαδή, να βελτιωθεί ή να διαφθαρεί.

[14] Κατά τα εννέα χρόνια που ο γράφων υπηρέτησε ως αρεοπαγίτης, είχε κληρωθεί δυο φορές για να ασκήσει ενιαύσιο έργο επιθεωρητή. Συνέταξε περίπου 500 εκθέσεις επιθεωρήσεως. Μόνο σε μία από αυτές αισθάνθηκε ότι δεν μπορεί να αποφύγει την αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Έγραψε, λοιπόν, ύστερα από προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση που διενεργήθηκε από τον οικείο πρόεδρο εφετών και επιβεβαίωσε τις καταγγελίες που είχε δεχθεί ο επιθεωρητής, ότι το ήθος κλπ. συγκεκριμένου δικαστή είναι «μη προσήκοντα»! Κατόπιν, παρέλειψε, ως περιττή, την αξιολόγηση στα υπόλοιπα κριτήρια: ο δικαστής που δεν έχει ήθος, αποπέμπεται! Παρά ταύτα, ο συγκεκριμένος εξακολουθεί να υπηρετεί στο σώμα· πήρε μια ανώδυνη πειθαρχική ποινή, παραλείφθηκε μια – δυο φορές κατά τη διαδικασία προαγωγής στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και, πρόσφατα, προήχθη ύστερα από προσφυγή του στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με 33 θετικές ψήφους έναντι 32 αρνητικών. Το γεγονός σχολιάζεται δυσμενώς σε ηλεκτρονικό δημοσίευμα, που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Άφεση αμαρτιών από τον Άρειο Πάγο σε… ζωηρό δικαστή, που τελικά προήχθη»!

[15] Σ. Ματθίας, Ακηδεμόνευτη Δικαιοσύνη, ΕλλΔνη 39[1998].741 επ.

[16] Σε υποθέσεις, των οποίων η δικαστική έκβαση ενδιαφέρει ζωηρά εκείνους, που συμβαίνει να ασκούν την εκτελεστική εξουσία σε δεδομένη χρονική στιγμή.

[17] Δηλαδή, για κανονιστικές ρυθμίσεις ή διοικητικές πρακτικές οι οποίες, καθ’ εαυτές, δεν είναι κακές, αλλά ενέχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν με τρόπο βλαπτικό για τη δικαστική ανεξαρτησία.

[18] Με την έννοια ότι κάποιες από τις παραπάνω επισημάνσεις, που αναφέρονται ως «κίνδυνοι» για τη δικαστική ανεξαρτησία, συνιστούν στην πραγματικότητα εκδηλώσεις της αλληλεπίδρασης των λειτουργιών του πολιτεύματος και, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορούν είτε να αμβλύνουν αστοχίες των διευθυνόντων τις δικαστικές υπηρεσίες (π.χ. η καθυστέρηση στην εκτέλεση μιας διευθυντικής απόφασης, που θεωρείται εσφαλμένη, παρέχει χρονικά περιθώρια για τον επανέλεγχό της) είτε να προφυλάξουν τους δικαστικούς λειτουργούς από την εμπλοκή σε ζητήματα που δεν συνδέονται με τα κύρια καθήκοντά τους (π.χ. η ευέλικτη διαχείριση οικονομικών πόρων εμπεριέχει τον κίνδυνο δυσμενών σχολίων ως προς τη διαφάνεια ή την αναγκαιότητα των σχετικών δαπανών).

[19] Το ερωτηματολόγιο, με τη χρήση σχετικής εφαρμογής τής Google και με ηλεκτρονική διανομή, έφθασε σε περισσότερους από 250 παραλήπτες. Δυστυχώς, πήρε μόνο 79 απαντήσεις· η ανταπόκριση, δηλαδή, ήταν περίπου 30%. Προφανώς, κάποιοι δυσκολεύτηκαν από το γεγονός ότι, για να απαντηθεί το ερωτηματολόγιο, χρειαζόταν το e-mail με το οποίο ένας χρήστης είναι πιστοποιημένος στη Google ή, για όποιον δεν είχε πιστοποιηθεί ή έχει ξεχάσει το password, η δημιουργία νέου e-mail, ως username, με το αντίστοιχο password. Ίσως, όμως, η μικρή συμμετοχή υποδηλώνει και το ότι το ζήτημα ή ο τρόπος της έρευνας δεν κίνησε το ενδιαφέρον των περισσότερων παραληπτών.

[20] Θεμιτός επηρεασμός πρέπει να θεωρηθεί αυτός που γίνεται με επιχειρηματολογία, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, προκειμένου είτε να βρεθεί η σωστή νομική και ουσιαστική λύση σε συγκεκριμένη υπόθεση είτε να καμφθούν οι επιφυλάξεις κάποιου μέλους της σύνθεσης, το οποίο δεν είναι, προσκαίρως, ώριμο για να ψηφίσει.

[21] Αν ληφθεί υπόψη ότι εδώ και αρκετά χρόνια οι προϊστάμενοι των μεγάλων δικαστικών σχηματισμών είναι αιρετοί, το ως άνω σημαντικό ποσοστό παρεμβάσεων από την εν λόγω πηγή πρέπει, ίσως, να οδηγήσει σε προβληματισμό για το κατά πόσο η εκάστοτε εκλογική διαδικασία ευνοεί τη λειτουργία σχέσεων που τις διευκολύνουν.

[22] Συγγενικού, φιλικού ή και ευρύτερου, αλλά όχι πολιτικού ή υπηρεσιακού.

[23] Συνήθως, με τη μορφή της άμεσης ή έμμεσης εκδήλωσης ενδιαφέροντος υπέρ συγκεκριμένου διαδίκου ή με τη γνωστή προτροπή «να προσεχθεί» κάποια υπόθεση, χωρίς, όμως, να συντρέχουν χαρακτηριστικά υπηρεσιακής υπεροχής του παρεμβαίνοντος. Αυτό το τελευταίο διαφαίνεται από το ότι οι παρεμβάσεις αυτές, κατά κανόνα, δεν φέρονται συνδεδεμένες με κάποια επίπτωση ή απειλή επίπτωσης στην υπηρεσιακή κατάσταση αυτού που δέχεται την ενόχληση. Το σχετικό ερώτημα είχε διατυπωθεί ως εξής: «Η τυχόν γενομένη απόπειρα επηρεασμού ήταν ή θα μπορούσε να υπονοηθεί συνδυασμένη με κάποια δυσμενή εξέλιξη της προσωπικής σας κατάστασης ως δικαστικού λειτουργού»; Οι απαντήσεις κυμάνθηκαν: σε ποσοστό 63,3% «ουδόλως»· 27,8% «ενδεχομένως»· και 8,9% «οπωσδήποτε».

[24] Βλ. Μ. Πικραμένο, συνέντευξη στην Ιωάννα Μάνδρου, Η Καθημερινή της 23/01/2022, σελ.14, με τίτλο «Οι δικαστές λογοδοτούν σε πολιτεία και κοινωνία» και υπότιτλο «Ο λαϊκισμός οδηγεί σε υπαλληλοποίηση του δικαστικού σώματος».

[25] Αρκετά συχνά, σε όλα τα επίπεδα δικαιοδοσίας, η αιτιολόγηση είναι άστοχη! Είτε περιέχει περιττές νομικές αναλύσεις είτε περιορίζεται σε ελλειπτικές [αν και φλύαρες] ουσιαστικές παραδοχές.

[26] Ώστε να εμφανίζονται οι μη φυσιολογικές αποκλίσεις και να αναζητούνται αίτια και ευθύνες.

[27] Επικουρία του επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου από πρόεδρο εφετών και εισαγγελέα εφετών [για την αξιολόγηση των λειτουργών του δευτέρου βαθμού] ή από εφέτη και αντεισαγγελέα εφετών [για την αξιολόγηση των λειτουργών του πρώτου βαθμού], επί θητεία συμμετοχή εκπροσώπων του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου στον κύκλο των προσώπων που παρέχουν γνώμη και πληροφορίες για τους επιθεωρούμενους, λειτουργία αυτοτελούς γραφείου σε κάθε περιφέρεια Επιθεώρησης προς παροχή οργανωμένης γραμματειακής υποστήριξης.

[28] Πλήρης μηχανοργάνωση ως προς τη συλλογή και επεξεργασία του προς επιθεώρηση πραγματικού υλικού και χρήση ειδικών προγραμμάτων για τη συγκριτική απεικόνιση της παραγωγικότητας ενός εκάστου. Τέλος, θα πρέπει να απαιτείται η σύνταξη ετήσιας έκθεσης λογοδοσίας όσων πλαισιώνουν την Υπηρεσία Επιθεώρησης.

[29] Βλ. τη σχετική επισήμανση στην Έκθεση 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου, στον σύνδεσμο:
https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52021DC0700&from=EN

[30] Προς το παρόν, δεν υπάρχει κώδικας δεοντολογίας για την πολιτική και ποινική Δικαιοσύνη.

[31] Σήμερα, η πειθαρχική δίκη είναι μονόλογος του εγκαλούμενου, που έχει την προηγούμενη δυνατότητα να επηρεάσει τους κριτές του, περιερχόμενος τα γραφεία τους. Ο καταγγέλλων δεν ακούγεται, όχι μόνο όταν είναι εξωδικαστικό πρόσωπο, αλλά ακόμη και όταν υπήρξε ο αρμόδιος προϊστάμενος ή επιθεωρητής. Επιπλέον, ίσως άξιζε να διερευνηθεί η συμμετοχή θεσμικών εκπροσώπων στα πειθαρχικά συμβούλια. Τέλος, θα πρέπει να προβλεφθεί η σύνταξη ετήσιας έκθεσης λογοδοσίας των μελών των πειθαρχικών συμβουλίων.

[32] Ε. Κρουσταλάκης, Η δικαστική εξουσία, η ανεξαρτησία της και η κοινή γνώμη, ΕλλΔνη 27[1986].36 επ.

[33] Η [προεισαγωγική] κατάρτιση και η [διαρκής] επιμόρφωση που παρέχονται στο πλαίσιο της ΕΣΔι.

[34] Το σχετικό ερώτημα ήταν διατυπωμένο ως εξής: «Στο μέτρο που η δικαστική ανεξαρτησία συνιστά ζήτημα προσωπικού ήθους και κύρους του δικαστικού λειτουργού, εκτιμάτε ότι η κατάρτιση και επιμόρφωση, που παρέχεται στο πλαίσιο της ΕΣΔι, δύναται να έχει συμβολή στην ενίσχυσή της»; Οι απαντήσεις κυμάνθηκαν σε ποσοστό 6,3% ουδεμία· 26,6% ελάχιστη· 45,6% σημαντική· και 21,5% σπουδαία. Ένα συνολικό ποσοστό 67,1%, δηλαδή, εμπιστεύεται τη δικαστική εκπαίδευση.

[35] Ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Θεόδωρος Λαφαζάνος, το 2006, στη Λάρισα, σε ομιλία που είχε διοργανώσει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ