Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Περί της συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων για την επονομαζόμενη “ειδική παραγραφή” ή “παραγραφή υφ’ όρον”

 


 

         Αντωνίου Βόμβα, Πρωτοδίκη

 

Τις τελευταίες δεκαετίες κατ’ επανάληψη έχουν θεσπισθεί στη χώρα μας νομοθετικές διατάξεις[1] που προβλέπουν την αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου (με τη χρήση των όρων “εξάλειψη του αξιοποίνου” ή “παραγραφή”) συγκεκριμένων κατηγοριών[2] ποινικών αδικημάτων, τα οποία έχουν τελεσθεί μέχρι το καθοριζόμενο από τις διατάξεις αυτές χρονικό σημείο, χωρίς να καταργείται εν γένει το αξιόποινο των αδικημάτων αυτών για το μέλλον. Κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική γίνεται, συνήθως, χρήση του όρου “παραγραφή υφ’ όρον”, έχει δε αυτή ως αποτέλεσμα τη θέση των δικογραφιών που αφορούν στις αντίστοιχες πράξεις στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα ή την παύση της ποινικής δίωξης για αυτές από το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον εισάγονται ενώπιόν του προς εκδίκαση. Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν, κατά κανόνα, και τον όρο ότι η παυθείσα ποινική δίωξη συνεχίζεται, εφόσον ο κατηγορούμενος υποπέσει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα (ενός ή δύο ετών) από τη δημοσίευσή τους σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή (στερητική της ελευθερίας ή χρηματική) μεγαλύτερη από το οριζόμενο από κάθε διάταξη όριο[3].

Τη νομολογία[4] και τη θεωρία[5] απασχόλησε ευθύς εξαρχής, ήδη από το χρόνο θέσπισης της πρώτης χρονικά, υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος, διάταξης του άρθρου 1 ν. 1240/1982, το ζήτημα της συνταγματικότητας των εν λόγω νομοθετικών διατάξεων, ενόψει της προβλεπόμενης στο άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος απαγόρευσης της παροχής αμνηστίας με νόμο για κοινά εγκλήματα[6]. Σύμφωνα με την επικρατήσασα γνώμη, η οποία υιοθετήθηκε το 1982 και το 2001 από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[7] και ακολουθείται παγίως από τις νεότερες σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8], οι υπό κρίση ρυθμίσεις θεσπίζουν “ειδική παραγραφή του αξιοποίνου”, η οποία είναι θεσμός του ποινικού δικαίου ουσιωδώς διαφορετικός από αυτόν της αμνηστίας, με συνέπεια να μην αντίκεινται στην ως άνω συνταγματική απαγόρευση. Η θέση αυτή επικαλείται τα εξής επιχειρήματα: α) Ότι η αμνηστία αίρει αναδρομικά το αξιόποινο του εγκλήματος και καταργεί όλες τις συνέπειές του, ενώ η παραγραφή επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου, χωρίς να εξαφανίζει αναδρομικά αυτό (το αξιόποινο). β) Ότι στην αμνηστία η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, ενώ στην παραγραφή αυτή (η εξάλειψη του αξιοποίνου) είναι πρωτογενής. γ) Ότι η αμνηστία δεν δύναται να χορηγηθεί προσωρινά ούτε να ανακληθεί, ενώ η πλειοψηφία των διατάξεων περί “ειδικής παραγραφής” περιέχουν διαλυτικό όρο, σύμφωνα με τον οποίο, εάν ο ευεργετούμενος τελέσει νέο αδίκημα εντός του οριζομένου χρόνου, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη. δ) Ότι η αμνηστία και η “ειδική παραγραφή” αποτελούν μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, η επιλογή των οποίων εναπόκειται στην αποκλειστική κρίση του νομοθέτη, μη υπαγόμενη σε δικαστικό έλεγχο, ο δε δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν δύναται να επεκτείνεται στον έλεγχο των σκέψεων και των προθέσεων του νομοθέτη ούτε να αμφισβητεί την ειλικρίνειά του, όταν χρησιμοποιεί τον όρο “παραγραφή”.

Προκύπτει σαφώς από τα παραπάνω ότι κρίσιμη για το υπό κρίση ζήτημα είναι η διασαφήνιση της έννοιας της αμνηστίας και του περιεχομένου της απαγόρευσης που περιέχεται στο άρθρο 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδική νομοθετική ρύθμιση για το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής αμνηστίας δεν υφίσταται[9] ούτε γίνεται άλλη αναφορά στην αμνηστία στο κείμενο του Συντάγματος. Από το γράμμα της διάταξης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 47 του ισχύοντος Συντάγματος, από τις αντίστοιχες διατάξεις των προγενέστερων Συνταγμάτων του 1911[10], 1925[11], 1927[12] και 1952[13] και από τις σχετικές ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[14] συνάγεται ότι ως “αμνηστία” νοείται η πράξη του οργάνου της εκτελεστικής[15] ή της νομοθετικής[16] εξουσίας, με την οποία είτε εξαλείφεται το αξιόποινο τελεσθέντων και μη εισέτι δικασθέντων εγκλημάτων[17] είτε εξαλείφονται οι επιβληθείσες από τα ποινικά δικαστήρια ποινές, χωρίς να καταργείται το αξιόποινο των εν λόγω εγκλημάτων για το μέλλον, αναφέρεται δε η αμνηστία όχι σε πρόσωπα, όπως η χάρη, αλλά σε αξιόποινες πράξεις και καταλαμβάνει αόριστο αριθμό προσώπων[18]. Η αμνηστία συνιστά απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και συνιστά οργανωτική βάση του πολιτεύματος[19], καθ’ ότι με αυτήν η εκτελεστική/νομοθετική εξουσία επεμβαίνει σε ζήτημα που υπάγεται στη δικαστική εξουσία, ήτοι στην τιμωρία τελεσθέντων εγκλημάτων, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος[20]. Η απόκλιση αυτή δικαιολογείται, κατά το συνταγματικό νομοθέτη, κατ’ εξαίρεση και μόνο στην περίπτωση των πολιτικών εγκλημάτων, ενώ αποκλείεται για τα κοινά εγκλήματα. Από τη γραμματική, τελολογική, ιστορική και συστηματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος προκύπτει ότι αντικείμενο της υφιστάμενης συνταγματικής απαγόρευσης είναι η εκ των υστέρων εξάλειψη από την νομοθετική εξουσία του αξιοποίνου τελεσθέντων εγκλημάτων από αόριστο αριθμό προσώπων χωρίς να καταργείται το αξιόποινο αυτό για τις ίδιες  πράξεις που τελούνται μετά το χρόνο έναρξης ισχύος της αμνηστίας. Αυτό είναι το μοναδικό κριτήριο που θέτει ο συνταγματικός νομοθέτης, για να διαγνωσθεί, εάν συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση εισάγει ή μη αμνηστία, χωρίς να θέτει επιπλέον όρους ή προϋποθέσεις. Συνακόλουθα, κάθε παρέμβαση του νομοθέτη που πληροί αυτό το κριτήριο  αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος και τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Τυχόν διαφορετικός χαρακτηρισμός από το νομοθέτη της εισαγόμενης ρύθμισης (“εξάλειψη του αξιοποίνου”, “παραγραφή”, “παραγραφή υφ’ όρον”) δεν ασκεί επιρροή, αφού κρίσιμο είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ρύθμισης, σε αυτό δε το περιεχόμενο αναφέρεται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, χωρίς να υπεισέρχεται σε αξιολόγηση των προθέσεων ή της ειλικρίνειας του νομοθέτη[21].

Τα πρόσθετα χαρακτηριστικά του θεσμού της αμνηστίας, τα οποία διαπιστώνει, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, η κρατούσα γνώμη (πλήρης εξάλειψη όλων των συνεπειών της πράξης/εκμηδένιση αυτής, ανεπίτρεπτο παροχής αμνηστίας υπό όρο ή ανάκλησης αυτής) και φέρονται να διαφοροποιούν αυτήν από τις ρυθμίσεις περί “ειδικής παραγραφής” δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ανεπίτρεπτη (από το Σύνταγμα) επέμβαση του νομοθέτη σε ζητήματα που άπτονται της δικαστικής εξουσίας και δη τη τιμωρία (ή μη) των εγκλημάτων που προβλέπονται από τους ποινικούς νόμους.  Διαφορετικά, θα καθίστατο ευχερής η καταστρατήγηση της συνταγματικής απαγόρευσης[22] με την προσθήκη από το νομοθέτη σε κάθε σχετική ρύθμιση ενός εκ των χαρακτηριστικών αυτών που υποτίθεται ότι αποκλείουν την αμνηστία, ιδίως του διαλυτικού όρου σχετικά με την τέλεση και αμετάκλητη εκδίκαση νέων αδικημάτων από τον ευεργετούμενο εντός ορισμένης προθεσμίας. Τούτο, όμως, αντίκειται σαφώς στο άρθρο 47 παρ. 4 του Συντάγματος, αφού κατ’ ουσίαν επιτρέπει στο νομοθέτη την εκ των υστέρων απαλλαγή των δραστών εγκληματικών πράξεων από την προβλεπόμενη στον νόμο ποινή χωρίς να καταργείται το αξιόποινο για τις ίδιες πράξεις που θα τελεσθούν μετά το χρόνο έναρξης ισχύος της ρύθμισης.  Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα της ύπαρξης των χαρακτηριστικών αυτών, για να διαπιστωθεί η παροχή αμνηστίας, αφενός μεν δεν επιβεβαιώνεται ούτε προκύπτει ευθέως από κάποια συνταγματική ή νομοθετική διάταξη[23], αφετέρου, δε, αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης στη θεωρία[24].  Ειδικότερα, το περιεχόμενο, οι συνέπειες, η διαδικασία και οι όροι παροχής της αμνηστίας αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης από τη διάταξη νόμου που τη θεσπίζει. Συνακόλουθα: α) Δεν είναι ακριβές ότι η αμνηστία εκμηδενίζει πλήρως την πράξη[25]. Η πλήρης εξάλειψη των συνεπειών της πράξης λόγω της αμνηστίας, πέραν της εξάλειψης του αξιοποίνου[26], εξαρτάται από το περιεχόμενο αυτής. Για παράδειγμα, η αμνηστία δεν απαλλάσσει τον αμνηστευθέντα από την αστική ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης στους ζημιωθέντες από την πράξη του[27], ή από την πειθαρχική του ευθύνη[28], εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, ενώ η πράξη, για την οποία χορηγήθηκε αμνηστία έπρεπε να καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο του αμνηστευθέντος, σύμφωνα με την αρχική μορφή του 575 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ και μέχρι την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 ν. 1805/1988[29]. β) Εφόσον προβλέπεται στη σχετική διάταξη νόμου, η αμνηστία μπορεί να παρέχεται υπό όρο[30] ή να υπόκειται σε ανάκληση[31], αφού το ουσιώδες και μοναδικό κριτήριο, για να διαγνωσθεί η παροχή αμνηστίας, είναι, ενόψει του συνταγματικού σκοπού της κατοχύρωσης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, εάν η νομοθετική παρέμβαση επιφέρει την εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου συγκεκριμένων τελεσθέντων κοινών εγκλημάτων χωρίς να καταργεί αυτό για το μέλλον. Μοναδικός περιορισμός στο Σύνταγμα που τίθεται για την παροχή αμνηστίας είναι να αφορά πολιτικά εγκλήματα και να παρέχεται με νόμο, ψηφιζόμενο από την Oλομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών[32]. Το επιχείρημα της αντίθετης άποψης ότι η ανάκληση της αμνηστίας θα συνεπαγόταν την αναδρομική επιβολή ποινής κατά παράβαση του κανόνα nullum crimen nulla poena sine lege[33] δεν κρίνεται πειστικό, αφού κατά το χρόνο τέλεσης του αμνηστευόμενου αδικήματος προδήλως υφίσταται διάταξη νόμου που προβλέπει αντίστοιχη ποινική κύρωση, καθ’ ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε λόγος παροχής της αμνηστίας.

Περαιτέρω, για τη διαφοροποίηση των περιπτώσεων της “ειδικής παραγραφής” έναντι της συνταγματικώς απαγορευμένης αμνηστίας προτάθηκαν από τη θεωρία[34] και άλλα επιχειρήματα. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η αμνηστία ωφελεί και τους συμμετόχους της πράξης, σε αντίθεση με την “ειδική παραγραφή” που κρίνεται αυτοτελώς για κάθε συμμέτοχο, ότι με την αμνηστία εξαλείφονται και οι παρεπόμενες ποινές, ενώ με την “ειδική παραγραφή” δεν θίγονται οι παρεπόμενες ποινές, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση, και ότι η αμνηστία δεν λαμβάνεται υπόψη για την υποτροπή και για την αναστολή από το Δικαστήριο της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής (άρθρα 88 επ. και 99 του προϊσχύσαντος ΠΚ αντιστοίχως), ενώ η “ειδική παραγραφή” λαμβάνεται. Όπως κατέστη σαφές από την προηγηθείσα ανάπτυξη, η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν εφαρμόζει για τη διάγνωση της παροχής αμνηστίας το μοναδικό κριτήριο που προβλέπεται από το συνταγματικό νομοθέτη, ήτοι εάν η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση επιφέρει την εκ των υστέρων εξάλειψη του αξιοποίνου συγκεκριμένων τελεσθέντων κοινών εγκλημάτων χωρίς να καταργεί αυτό για το μέλλον, ενόψει του σκοπού της κατοχύρωσης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, σε κάθε περίπτωση, δε, ελέγχεται η ακρίβεια των επιμέρους επιχειρημάτων. Ειδικότερα, η παραγραφή είναι προσωπική περίσταση απαλλαγής από την ποινή και, πράγματι, δεν επεκτείνεται στους συμμετόχους[35], δεν προκύπτει, ωστόσο, ότι η αμνηστία ωφελεί πάντα και χωρίς διάκριση όλους τους συμμετόχους[36], αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό αποτελεί αντικείμενο της εκάστοτε νομοθετικής ρύθμισης που παρέχει αυτήν. Περαιτέρω, ούτε τα υπόλοιπα ως άνω επιχειρήματα κρίνονται πειστικά, αφού: α) Η παραγραφή των εγκλημάτων έχει ως αποτέλεσμα τη διά της παρόδου ορισμένου χρόνου, προβλεπόμενου στο νόμο, εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας για ορισμένο έγκλημα[37], με συνέπεια να εξαλείφονται και οι παρεπόμενες ποινές μετά την παραγραφή του αδικήματος. β) Η υποτροπή (άρθρα 88 επ.) και ο αποκλεισμός της δυνατότητας αναστολής από το Δικαστήριο της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής[38] (άρθρο 99) υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ προϋπέθετε, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση των σχετικών διατάξεων, την προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου, μη αρκούσας της παύσης της ποινικής δίωξης κατ’ αυτού λόγω παραγραφής[39].

 

Κρίσιμο μέγεθος για τη διάγνωση της συνταγματικότητας των υπό κρίση νομοθετικών ρυθμίσεων είναι η φύση της επέμβασης του νομοθέτη σε ζητήματα τιμωρίας ποινικών αδικημάτων, ήτοι εάν αυτή επιχειρείται να καταλάβει συγκεκριμένους παραβάτες, με χρονικό περιορισμό, οπότε πρόκειται για απαγορευμένη αμνηστία επί κοινών αδικημάτων, ή εάν προβλέπεται εν γένει η κατάργηση του αξιόποινου χαρακτήρα ορισμένων αδικημάτων ή η τροποποίηση του χρόνου παραγραφής τους. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα άσκηση της νομοθετικής εξουσίας για την αποποινικοποίηση συμπεριφορών που προηγουμένως είχαν χαρακτηρισθεί ως αξιόποινες ή για τη μεταβολή του χρόνου παραγραφής τους, δεδομένου ότι και η θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση των διατάξεων περί παραγραφής των ποινικών αδικημάτων που περιέχονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους αποτελεί συνταγματική αρμοδιότητα του νομοθέτη, ο οποίος δύναται να θεσπίζει μεγαλύτερο ή μικρότερο χρόνο παραγραφής για ορισμένα αδικήματα ή κατηγορίες αδικημάτων, με τον περιορισμό, όμως, ότι, σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος που ρυθμίζει την παραγραφή ενός ποινικού αδικήματος, εφαρμόζεται η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη κατ’ άρθρο 2 ΠΚ[40], δεδομένου ότι η παραγραφή αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Από την έννοια της παραγραφής των εγκλημάτων που προαναφέρθηκε (εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας για συγκεκριμένο έγκλημα λόγω παρόδου ορισμένου χρόνου, προβλεπόμενου στο νόμο, από την τέλεσή του) προκύπτει ότι κάθε νομοθετική διάταξη που προβλέπει την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω “παραγραφής” μόνο των εγκληματικών πράξεων που έχουν τελεσθεί μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου ή άλλο χρονικό σημείο που ορίζεται σε αυτόν, χωρίς να μεταβάλλεται ο χρόνος παραγραφής που ισχύει εν γένει για τις ίδιες πράξεις, δεν θεσπίζει παραγραφή, αφού δεν προβλέπεται ορισμένος χρόνος από την τέλεση του αδικήματος, ο οποίος πρέπει να συμπληρωθεί, για να παραγραφούν αυτές[41].

Από όσα παραπάνω εκτέθηκαν προκύπτει σαφώς ότι με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν την “ειδική παραγραφή” ή την “υφ’ όρον παραγραφή” ποινικών αδικημάτων εισάγεται αμνηστία για κοινά εγκλήματα, η οποία αντίκειται στο άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος, με συνέπεια να υποχρεούνται τα δικαστήρια να μην τις εφαρμόσουν, κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Δεν αποτελεί αντικείμενο της μελέτης αυτής η αντίθεση ή μη των διατάξεων περί “ειδικής παραγραφής” ή “υφ΄ όρον παραγραφής” αφενός μεν με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος)[42], δεδομένου ότι με τις ρυθμίσεις αυτές επιφυλάσσεται διαφορετική ποινική μεταχείριση στους δράστες ομοειδών εγκλημάτων ανάλογα με το χρόνο τέλεσης των πράξεών τους, χωρίς να συντρέχει περίπτωση παραγραφής ούτε να υφίσταται κάποια αξιολογική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο περιπτώσεων, αφετέρου δε με τη θετική υποχρέωση (άρθρο 1) των συμβαλλομένων Κρατών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974) να διασφαλίζουν με αποτελεσματικότητα την προστασία των δικαιωμάτων των υπαγομένων στη δικαιοδοσία τους προσώπων, τα οποία κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση και τα κυρωθέντα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, ακόμη και στην περίπτωση που η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών προέρχεται από ιδιώτες[43], δεδομένου ότι οι πράξεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων είναι δυνατόν να θίγουν κάποιο από τα δικαιώματα αυτά, όπως το δικαίωμα μη υποβολής σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3 ΕΣΔΑ), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 4 ΕΣΔΑ), το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ[44]) ή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).

Είναι επιτακτική ανάγκη να επιδιωχθεί με διαφορετικούς τρόπους και στο πλαίσιο μίας μακροπρόθεσμης στρατηγικής η επίτευξη των σκοπών που, συνήθως, προβάλλονται ως αιτία θέσπισης των υπό κρίση νομοθετικών διατάξεων, ήτοι της ελάφρυνσης των εκθεμάτων των ποινικών δικαστηρίων, της επιτάχυνσης της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και της αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης. Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι επίτευξης των ως άνω σκοπών είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν την αποποινικοποίηση συμπεριφορών, για τις οποίες αμφισβητείται εάν ενέχουν ιδιαίτερη ηθικοκοινωνική απαξία ή αν η προστασία των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών καθιστά αναγκαία την απειλή ποινικών κυρώσεων, την επαύξηση του αριθμού των εκδικαζομένων στην ουσία πλημμεληματικών υποθέσεων από τα Μονομελή και Τριμελή Πλημμελειοδικεία με την, κατά κανόνα, διακοπή των συνεδριάσεων μέχρι την εξάντληση του εκθέματος κάθε δικασίμου ή/και την αύξηση του αριθμού των Πλημμελειοδικείων (Μονομελών και Τριμελών) που συγκροτούνται σε κάθε Πρωτοδικείο, καθώς και την κατασκευή νέων ή/και τον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων καταστημάτων κράτησης, ούτως ώστε να μη συνεχίζεται το φαινόμενο των επανειλημμένων καταδικών της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις συνθήκες κράτησης των κρατουμένων[45]. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα απαιτεί την εντατικοποίηση και το συντονισμό των προσπαθειών όλων των εμπλεκομένων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργών και των εν γένει απασχολούμενων στο θεσμό της ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και την ανάληψη του αναπόφευκτου οικονομικού και πολιτικού κόστους από τα όργανα της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας.



[1]Υπό το καθεστώς του ισχύοντος από το 1975 Συντάγματος: Άρθρο 1 ν. 1240/1982, άρθρο 45 ν. 2172/1993, άρθρο 2 ν. 2510/1997, άρθρο 25 ν. 2721/1999, άρθρο 5 ν. 3036/2002, άρθρο 31 ν. 3346/2005, άρθρο 4 ν. 4043/2012, άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4198/2013, άρθρο όγδοο ν. 4411/2016, άρθρο 63 ν. 4689/2020. Αντίστοιχες ρυθμίσεις, υπό το καθεστώς όμως του Συντάγματος του 1952, περιλαμβάνονταν στα άρθρα 1 ν. 1623/1951, 26 ν. 2058/1952 και 1 ν.δ. 4367/1964.

[2]Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για πράξεις που τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας μικρής διάρκειας, όπως πταίσματα (μέχρι την κατάργηση του αξιοποίνου χαρακτήρα τους με τον νέο Ποινικό Κώδικα - ν. 4619/2019) και πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ένα ή δύο έτη ή χρηματική ποινή ή σωρευτικά και οι δύο εν λόγω ποινές, πλην συγκεκριμένων αδικημάτων που τιμωρούνται με τις ως άνω ποινές και εξαιρούνται ρητά από την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων.

[3]Άρθρο 1 ν. 1240/1982, άρθρο 31 ν. 3346/2005, άρθρο 4 ν. 4043/2012, άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4198/2013,  άρθρο όγδοο ν. 4411/2016, άρθρο 63 ν. 4689/2020. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, εάν έχει εφαρμοσθεί ποτέ στην πράξη ο όρος αυτός με τη συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου που υπέπεσε σε νέο αδίκημα και καταδικάσθηκε αμετάκλητα για αυτό εντός της οριζόμενης προθεσμίας, αφού δεν προβλέπονται μηχανισμοί παρακολούθησης της τήρησης του όρου αυτού και η απόφαση περί παύσης της δίωξης κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων δεν καταχωρείται στο ποινικό μητρώο, ενώ η αμετάκλητη εκδίκαση ενός ποινικού αδικήματος σε τόσο σύντομο διάστημα, ενός ή δύο ετών, από την τέλεσή του δεν είναι σύνηθες φαινόμενο στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική.

[4]ΟλΑΠ 672/1982, ΠΧ ΛΒ, σελ. 308 επ., ΟλΑΠ 11/2001, ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 12, 13/2001, αδημοσίευτες, ΑΠ 144/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 249/1982, ΠΧ ΛΒ, σελ. 314 επ.

[5]Μάνεσης – Μανωλεδάκης, Η υπό όρους παραγραφή εγκλημάτων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, στην εφημερίδα “Το Βήμα”, φύλλο της 4.4.1982, σελ. 5, αναδημοσίευση σε Μελέτες για εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (Μανωλεδάκη), 4η έκδοση, σελ. 299 επ., Ανδρουλάκης, Αμνηστία, κρυπτοαμνηστία, “ειδική παραγραφή” και “αντεγκληματική πολιτική”, ΠΧ, ΛΒ’, σελ. 37 επ., Παπαναστασίου, Αμνηστία και ειδική παραγραφή, ΠΧ ΛΓ’, σελ. 28 επ., Ορνεράκης, Η “ειδική παραγραφή” του άρθρου 31 ν. 3346/2005- Επιτάχυνση ή διαιώνιση του προβλήματος;, ΠοινΔικ 2005, σελ. 1206 επ. , Συμεωνίδου – Καστανίδου, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 203/2001, ΠοινΔικ 2001, σελ. 478 επ., Λ. Μαργαρίτης, Ποινολογία (Μαργαρίτη – Παρασκευόπουλου), 7η έκδοση, σελ. 289 επ., Τσιρίδης, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), σελ. 190 επ. Σεβαστίδης, Ο «θεσμός» της ειδικής παραγραφής και η (αντι)συνταγματικότητα του άρθρου 31 Ν. 3346/2005, αναρτημένο σε http://sevastidis.blogspot.com.

[6]Ειδικότερα η παρ. 3 του άρθρου 47 του Συντάγματος, όπως αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της 6.3.1986, και η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου ορίζουν τα εξής: “3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Oλομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο”. Η αρχική μορφή της παραγράφου 3 του άρθρου 47 του Συντάγματος (ΦΕΚ Α/111/1975) προέβλεπε ότι αμνηστία παρέχεται μόνο επί πολιτικών εγκλημάτων διά προεδρικού διατάγματος εκδιδομένου με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

[7]Βλ. τις αναφερόμενες παραπάνω ΟλΑΠ 672/1982, 11, 12, 13/2001, οι τρεις τελευταίες εκ των οποίων με ισχυρή μειοψηφία 19 μελών του Δικαστηρίου.

[8]    ΑΠ 852/2020, 868/2020, 1684/2019, 1663/2019, 1701/2016, 190/2015, 1329/2015, ΝΟΜΟΣ.

[9]Αντίθετα με την απονομή χάρης που ρυθμίζεται από το ν.δ. 68/1968, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος.

[10]Άρθρο 39: Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να … χορηγεί αμνηστία μόνο επί πολιτικών εγκλημάτων με την ευθύνη του Υπουργείου.

[11]Άρθρο 81: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα …  να χορηγεί αμνηστία μόνο επί πολιτικών εγκλημάτων με την ευθύνη της Κυβερνήσεως.

[12]Άρθρο 84: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας … δύναται να χορηγεί αμνηστία μόνο επί πολιτικών εγκλημάτων με την ευθύνη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αμνηστία επί κοινών εγκλημάτων ουδέ διά νόμου απονέμεται.

[13]Άρθρο 39: Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα … να  χορηγεί αμνηστία μόνο επί πολιτικών εγκλημάτων με την ευθύνη του Υπουργείου.

[14]Άρθρο 368: Η ποινική δίκη τελειώνει … β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν … έχει αμνηστευθεί η πράξη … Άρθρο 565: Η ποινή που επιβλήθηκε εξαλείφεται: … β) με την αμνηστία. Άρθρο 566: Αρμόδιο για κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση σχετικά με την αμνηστία ή τη χάρη που δόθηκε είναι το κατά το άρθρο 562 δικαστήριο … Σημειωτέον ότι στην αρχική μορφή του άρθρου 575 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (ΦΕΚ Α/182/1950), όπως ίσχυε μέχρι την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 ν. 1805/1988, οριζόταν ότι στο ποινικό μητρώο εγγράφεται, μεταξύ άλλων, η χορηγηθείσα αμνηστία.

[15]Μέχρι την αντικατάσταση του άρθρου 47 παρ. 3 του Συντάγματος το 1986.

[16]Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986.

[17]Στην περίπτωση αυτή η αμνηστία αναφέρεται και με τον όρο abolitio (Γεωργόπουλος, Χάρις και αμνηστία, σελ. 76).

[18]Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 474, Ράικος, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, Β’, 3η έκδοση, σελ. 870.

[19]Μαυριάς, ό.π., σελ. 323 επ., Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 381 επ.

[20]ΟλΑΠ 3/2016, ΝΟΜΟΣ, ομοίως και η γνώμη της μειοψηφίας στις ΟλΑΠ 11, 12, 13/2001, ό.π.

[21]Για το λόγο αυτόν το γεγονός ότι με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα επιδιώκεται ο κατευνασμός των πολιτικών παθών, η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και η εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης στη χώρα (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 301, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 284) δεν είναι δυνατό να καταστήσει συνταγματικώς επιτρεπτή την παροχή αμνηστίας για κοινά εγκλήματα, όταν οι σκοποί του νομοθέτη είναι διαφορετικοί, όπως, για παράδειγμα, όταν επιδιώκεται η ελάφρυνση των εκθεμάτων των ποινικών δικαστηρίων και η επιτάχυνση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ή η αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

[22]Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 591.

[23]Έτσι ο Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 588 επ.

[24] Βλ. Γεωργόπουλο, ό.π., Τούση, Ο θεσμός της αμνηστίας, ΕΕΝ, 1975, σελ. 737 επ., Γαρδίκα, Η χάρις και η αμνηστία, ΠΧ, 1954, σελ. 1 επ., Σαρίπολος, Σύστημα του συνταγματικού δικαίου της Ελλάδος εν συγκρίσει προς τα των ξένων κρατών, Β’, 4η έκδοση, σελ. 532 επ.

[25]Σύμφωνα με τον Γεωργόπουλο (ό.π., σελ. 80), η αμνηστία εξαλείφει τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης, όχι όμως και αυτή καθεαυτή την πράξη.

[26]Ακόμη και για την υποχρέωση καταβολής τυχόν επιβληθείσας χρηματικής ποινής ο Γεωργόπουλος (ό.π., σελ. 79, 80) δέχεται ότι η πράξη της αμνηστίας μπορεί να ορίσει ότι δεν απαλλάσσεται από αυτήν ο αμνηστευθείς.

[27]Γαρδίκας, ό.π., σελ. 11, Σαρίπολος, ό.π., σελ. 556, Τούση, ό.π., σελ. 750, Γεωργόπουλος, ό.π., σελ. 82.

[28]Γαρδίκας, ό.π., σελ. 11.

[29]Το επισημαίνει και ο Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 588. Βλ. και τις αναφερόμενες από τον ίδιο (ό.π., σελ. 588) περιπτώσεις κωλυμάτων διορισμού στο Ελληνικό Δημόσιο αμνηστευθέντων προσώπων που προβλέπονταν στα άρθρα 18 παρ. 3 και 178 ν. 1811/1951, ήτοι του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα.

[30]ΕΑ 249/1982, ό.π., Τούση, ό.π., σελ. 738, Γαρδίκας, ό.π., σελ. 8, Παπαναστασίου, ό.π., σελ. 442 επ., Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 588, 589, αντίθετα Γεωργόπουλος, ό.π., σελ. 8.

[31]Υπό την έννοια της αυτοδίκαιης ανάκλησής της σε περίπτωση μη τήρησης ορισμένου διαλυτικού όρου που προβλέπεται στη διάταξη που τη θεσπίζει (Παπαναστασίου, ό.π., σελ. 443).

[32]Παπαναστασίου, ό.π., σελ. 443.

[33]Γεωργόπουλος, ό.π., σελ. 9, 99, Σαρίπολος, ό.π., σελ. 559.

[34]Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 302.

[35]Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία - Εφαρμογή, 2η έκδοση, σελ. 318.

[36]Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 588.

[37]Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, Ι, 9η έκδοση, σελ. 430, 431.

[38]   Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είχε καταδικασθεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε συνολική ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του ενός έτους.

[39]Βλ. (για την υποτροπή) Μ. Μαργαρίτη, σελ. 252.

[40]ΑΠ 1004/2006, ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 317.

[41]Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 579.

[42]Η τυχόν διαπίστωση της παράβασης της οποίας, όπως επισημαίνει ο Ανδρουλάκης (ό.π., σελ. 584, υποσημ. 19), δεν είναι σαφές εάν θα καθιστούσε ανεφάρμοστες τις σχετικές διατάξεις

[43]Βλ. ΕΔΔΑ El Masri κατά FYROM, σκ. 198, Ζ και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 73. Οι θετικές υποχρεώσεις του συμβαλλόμενου Κράτους μπορεί να αφορούν και στην επιβολή ποινικών κυρώσεων (συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής έκτισης της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής) σε βάρος του ιδιώτη που προσέβαλε ένα προστατευόμενο από τη Σύμβαση δικαίωμα (βλ. ΕΔΔΑ E.G. κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αριθμός αίτησης 37882/2013).

[44]Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ (El Masri κατά FYROM, σκ. 248), η έννοια της «ιδιωτικής ζωής» στο άρθρο 8 είναι ευρεία και είναι δυνατόν, ανάλογα με τις περιστάσεις, να καλύπτει την ηθική και σωματική ακεραιότητα του ατόμου.

[45]Bλ. την ομάδα αποφάσεων “Νησιώτης κατά Ελλάδος” για τις συνθήκες κράτησης των κρατουμένων στην Ελλάδα, την εφαρμογή των οποίων παρακολουθεί, υπό καθεστώς “ενισχυμένης εποπτείας”, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (https://www.coe.int/en/web/execution/country-factsheets).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ