Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

ΑΠ 662/2020: κήρυξη αλλοδαπής απόφασης εκτελεστής - έννοια διατροφής - επιδίκαση ποσού με χαρακτήρα αναδιανεμητικό-επανορθωτικό

Κανονισμός 44/2001 - κήρυξη αλλοδαπής απόφασης εκτελεστής - έννοια διατροφής - δεν αποτελεί διατροφή η επιδίκαση  εφ' άπαξ ποσού με χαρακτήρα αναδιανεμητικό-επανορθωτικό

 

 

 Απόφαση 662 / 2020    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 662/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2' Πολιτικό Τμήμα



ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Δ. του Π., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δημουλά. Της αναιρεσίβλητης: Π. Λ. του Π., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Διακουμάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-4-2015 προσφυγή του ήδη αναιρεσείοντος και τις δύο από 31-3-2015 προσφυγές προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Εφετείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκε η απόφαση 4789/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-12-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αναιρεσίβλητη με την από 18-11-2009 αίτηση της ζήτησε να αναννωρισθούν και να κηρυχθούν εκτελεστές στην Ελλάδα οι από 9-10-2009 δύο (2) διαταγές που εξέδωσε το οικογενειακό τμήμα του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου σε βάρος του αναιρεσείοντος, α) επιδικάζοντας υπέρ της αναιρεσιβλήτου πρώην συζύγου του το ποσό των 600.000 λιρών Αγγλίας ως κεφαλαιοποιημένο ποσό συντήρησης και β) διατάσσοντας ως μέτρο για την εξασφάλιση της εκτελέσεως της πρώτης διαταγής, την απαγόρευση της καθ' οιονδήποτε τρόπο διάθεσης, διαπραγμάτευσης, μείωσης της αξίας των περιγραφομένων στην εν λόγω διαταγή ακινήτων ιδιοκτησίας του άνω υποχρέου . Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 420/2015 απόφασή του συνεκδίκασε την ως άνω αίτηση με τις κύριες παρεμβάσεις των :Ε. Κ., Π., Α. και Α. Δ. τις οποίες απέρριψε ως απαράδεκτες, ενώ δέχθηκε την αίτηση κατ' ουσίαν. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκαν προσφυγές από τον αναιρεσείοντα και τους κυρίως παρεμβαίνοντες οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το Εφετείο Αθηνών και απορρίφθηκαν με την 4789/2018 απόφασή του κατ' ουσίαν η πρώτη και ως απαράδεκτες οι λοιπές. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται ο ηττηθείς προσφεύγων με την από 5-12-2018 αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια οι διατυπούμενοι δι' αυτής λόγοι. Ζήτημα απαραδέκτου της συζητήσεως λόγω μη κλητεύσεως των προσφευγόντων-κυρίως παρεμβαινόντων δεν ανακύπτει, ενόψει του ότι οι παρεμβάσεις αυτών απορρίφθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση ως απαράδεκτες και ως εκ τούτου οι τελευταίοι δεν καλούνται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις(ΑΠ434/2019).
Από το άρθρο 905 παρ. 3 σε συνδυασμό προς το άρθρο 323 παρ. 5 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, πλην άλλων, και να μην είναι αντίθετη προς τη "δημόσια τάξη". Η δημόσια τάξη νοείται στις διατάξεις αυτές υπό την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν, εξαιτίας του περιεχομένου της, η εκτέλεσή της θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα. Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ' αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 2273/2009, ΑΠ 1066/2007).
Σύμφωνα εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις( Βρυξέλλες I) - που έχει αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος (ΑΠ1027/2011), εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού από 1-3-2002, αντικαθιστώντας την από 27-9-1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών (πριν αντικατασταθεί, "αναδιατυπωθεί" από τον νέο Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου - "Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, δυνάμει των άρθρων 43 ή 44, δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας, μόνο εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35" ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 34 σημ. 1 του ίδιου Κανονισμού "απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως". Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα άρθρα 36 και 45, παρ. 2, του κανονισμού 44/2001, αποκλείοντας την αναθεώρηση επί της ουσίας της αλλοδαπής αποφάσεως, απαγορεύουν στο δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής για το λόγο και μόνον ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ του κανόνα δικαίου που εφάρμοσε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως και του κανόνα που θα είχε εφαρμόσει το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως εάν είχε επιληφθεί της διαφοράς. Ομοίως, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν δύναται να ελέγξει την ορθότητα της εκτιμήσεως των νομικών ή πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως (ΔΕΚ αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98, …, σκέψη 36, και της 11ης Μαΐου 2000, C-38/98,…, σκέψη 29). Επίσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 44/2001, το προβλεπόμενο από αυτόν καθεστώς αναγνωρίσεως και εκτελέσεως στηρίζεται ακριβώς στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, όσον αφορά στην απονομή δικαιοσύνης εντός της Ενώσεως. Η εμπιστοσύνη αυτή απαιτεί, μεταξύ άλλων, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος να αναγνωρίζονται αυτοδικαίως σε άλλο κράτος μέλος (ΔΕΕ απόφαση flyLAL-…, C 302/13, σκέψη 45). Στο σύστημα αυτό, το άρθρο 34 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο παραθέτει τους λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεως, πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, επειδή συνιστά εμπόδιο για την επίτευξη ενός από τους βασικούς σκοπούς του εν λόγω Κανονισμού. Ειδικότερα, όσον αφορά στη ρήτρα δημοσίας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, η ρήτρα αυτή πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΔΕΕ, Α., C - 420/07, σκέψη 55). Καίτοι τα κράτη μέλη, κατ" αρχάς, είναι ελεύθερα να καθορίζουν, βάσει της επιφυλάξεως του άρθρου 34, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001, συμφώνως προς τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις επιταγές της ιδικής τους δημοσίας τάξεως, παρά ταύτα τα όρια της έννοιας αυτής αποτελούν ζήτημα ερμηνείας του εν λόγω Κανονισμού. Από την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Εφαρμογή της ρήτρας διεθνούς δημοσίας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 34, σημείο 1, του Κανονισμού 44/2001, είναι νοητή μόνο στην περίπτωση που η αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε με απαράδεκτο τρόπο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, επειδή θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση τής επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, η παραβίαση θα πρέπει να συνίσταται σε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος θεωρείται ουσιώδης στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή σε πρόδηλη προσβολή δικαιώματος το οποίο αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή την έννομη τάξη. Ο δικαστής του κράτους αναγνωρίσεως δεν δύναται να ελέγξει την ορθότητα των νομικών ή πραγματικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη ο δικαστής του κράτους προελεύσεως (ΔΕΕ (D. B.) C-681/13, σκέψη 44, (...), C 302/13, σκέψεις 48, 49). Η διεθνής δημόσια τάξη της αναγνωρίσεως - η οποία ελέγχει εάν είναι ανεκτή η εισδοχή στην ημεδαπή αλλοδαπών εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί και υφίστανται σε άλλη έννομη τάξη, είτε με τη μορφή των αποφάσεων είτε με τη μορφή των εννόμων καταστάσεων - νοείται υπό την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ, επομένως η αναγνώριση και η κήρυξη αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε, για την έκδοση της αλλοδαπής αποφάσεως, προσκρούει σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα, τα οποία, πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες, εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, όταν η παράβαση των δικονομικών αυτών αρχών δεν ήταν δυνατό να προβληθεί, με ένδικα μέσα, κατά της αποφάσεως ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας, αλλά και όταν η ανάπτυξη στην ημεδαπή των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως, το κύρος της οποίας αλυσιτελώς προσεβλήθη στο δικαστήριο της αλλοδαπής πολιτείας, αντιτίθεται ευθέως στην έννοια της ημεδαπής δημόσιας τάξεως, δηλαδή προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα που αποτρέπει διαταραχή του ως άνω ρυθμού με την εκτέλεση στην ημεδαπή της αλλοδαπής αποφάσεως ή και, δια μέσου αυτής, στην εφαρμογή στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου που δύνανται να προξενήσουν την ίδια διαταραχή (ΟλΑΠ 11/2009). Το αρνητικό αποτέλεσμα της διεθνούς δημοσίας τάξεως δεν εξοβελίζει καθ' ολοκληρίαν το κανονικώς εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, παρά μόνο θίγει την εφαρμογή διατάξεώς του, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα. Το περιεχόμενο της δεν δύναται να πληρούται με πνεύμα εθνικό, αλλά με εκείνο του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, που πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και να σχετικοποιεί τα εθνικά συμφέροντα και αξίες. Επομένως, το κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως δικαστηρίου κράτους μέλους δεν δύναται να υπερβεί ορισμένα όρια και να αρνηθεί την αναγνώριση ή εκτέλεση βάσει αντιλήψεων, που δεν αφομοιώνουν και δεν προωθούν την ευρωπαϊκή προοπτική. Η δημόσια τάξη παραβιάζεται, τελικώς, όχι μόνον όταν οι επιπτώσεις της αλλοδαπής αποφάσεως προσβάλλουν κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές και αξίες (ιδίως συνταγματικώς κατοχυρωμένες εγγυήσεις και δικαιώματα), αλλά και της Ενωσιακής (ιδίως θεμελιώδη δικαιώματα και βασικές ελευθερίες) έννομης τάξεως. Επίσης, η επιφύλαξη δημοσίας τάξεως δρα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο, όταν όχι η (αλλοδαπή) απόφαση ως τοιαύτη, αλλά οι συνέπειές της, οι επιπτώσεις της, αντιστρατεύονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και μάλιστα προδήλως, τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξεως του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως. Εξ άλλου, η βαρύτητα της παραβάσεως θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να υποχωρεί η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων. Το κώλυμα της δημοσίας τάξεως επεμβαίνει, όταν η αναγνώριση ή εκτέλεση της (αλλοδαπής) αποφάσεως αντίκειται σε κάποια θεμελιώδη αρχή του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως και η αντίθεση αυτή είναι ανυπόφορη, αβάσταχτη για την έννομη τάξη του τελευταίου. Το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως δεν δύναται να ελέγξει, αν το δικαστήριο προελεύσεως της αποφάσεως αξιολόγησε ορθώς το νομικό και πραγματικό υλικό, ως επίσης και αν η αλλοδαπή απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένως το εθνικό ή κοινοτικό δίκαιο (ΑΠ630/2019).Το δικαστήριο της εκτελέσεως δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις και δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει ισχυρισμούς, που έπρεπε να προβληθούν στο δικαστήριο της χώρας προελεύσεως της αποφάσεως. Η διεθνής δημόσια τάξη αποβλέπει στην προστασία έννομων συμφερόντων, που αποτυπώνονται σε κανόνα δικαίου και όχι στην προστασία αμιγώς οικονομικών συμφερόντων. Δεν συνιστά, επομένως, προσβολή της δημόσιας τάξεως η απλή επίκληση σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων εις βάρος των εναγομένων. Στην περιοχή του ενοχικού δικαίου και των διεθνών συναλλαγών η διεθνής δημόσια τάξη επιδρά κυρίως όταν παραβιάζεται το μέτρο και η αρχή της αναλογικότητας. Η αναλογικότητα εκφράζεται με τη στάθμιση ως προς την ένταση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της αντιδράσεως της διεθνούς δημοσίας τάξεως. Η δημόσια τάξη αποτελεί το τελικό μέτρο έναντι αλλοδαπής αποφάσεως και όχι κανόνα. Ο αλλοδαπός κανόνας καθ" εαυτόν δεν κρίνεται. Το τελικό μέτρο είναι η συγκεκριμένη λύση που στηρίζεται σε αλλοδαπές νομικές αξίες και η εισαγωγή της στην ημεδαπή δημόσια τάξη. (ΑΠ579/2019). Υπό τα ως άνω δεδομένα, η αρχή της αναλογικότητας ως δοκιμασία της διεθνούς δημόσιας τάξεως δεν εφαρμόζεται ως προς το μέτρο (το ύψος) της επιδικασθείσας από το αλλοδαπό δικαστήριο απαιτήσεως. Και τούτο διότι θα προσέκρουε στον κανόνα της απαγορεύσεως της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αποφάσεως κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ειδικότερα, εφ' όσον η αλλοδαπή απόφαση επιδικάζει συγκεκριμένη απαίτηση, την βασιμότητα της οποίας το εκδόσαν αυτή (αλλοδαπό Δικαστήριο) ήλεγξε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, χωρίς να επιδικάζεται πέραν αυτής οποιαδήποτε χρηματική υπέρ του δικαιούχου της απαιτήσεως ποινή, η εν λόγω απόφαση τυγχάνει αναγνωριστέα και δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί υπό το πρίσμα αυτό της δημοσίας τάξεως ως προς το ύψος της υπό την επίκληση του δυσαναλόγου ή υπερβολικού αυτού, διότι άλλως θα συνιστά απαγορευμένη απολύτως αναδίκαση σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.
Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α' του Κανονισμού 44/2001, εξαιρούνται από την εφαρμογή του, η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και οι κληρονομικές σχέσεις. Στα θέματα που αφορούν στην προσωπική κατάσταση κατατάσσονται πρωτίστως τα ζητήματα του κύρους καιτης λύσεως του γάμου από οποιαδήποτε αιτία, ενώ στα θέματα που αφορούν στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, στεγάζονται όλες εκείνες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν κατά τη διάρκεια του γάμου ή μετά τη λύση αυτού και αφορούν σε δικαιώματα διαχειρίσεως και διαθέσεως των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ανήκουν κατά το νόμο ή κατά το γαμικό σύμφωνο και στους δύο συζύγους, έχουν δε ως αφετηρία τον συζυγικό δεσμό ή τη λύση του δεσμού αυτού (ΔΕΚ 27.3.1979, De Cavel, C-143/78, ΣυλλΝομολ 1979.1055 επ., ΔΕΚ 31-3-1982, C.H.W., C- 25/81, ΣυλλΝομολ 1982.189 επ.). Δεν υπάγονται, επομένως, στις ρυθμίσεις του Κανονισμού οι διαφορές που αφορούν στο κύρος ή στην ερμηνεία του γαμικού συμφώνου ή στο νομικό σύστημα καθορισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στη διαχείριση και εκκαθάριση της περιουσίας μετά τη λύση του γάμου κ.ο.κ., ώστε οι σχετικές αποφάσεις δεν κηρύσσονται εκτελεστές με βάση τον παραπάνω Κανονισμό (44/2001), αλλά με βάση τις διατάξεις των άρθρων 905 και 323 ΚΠολΔ ή των σχετικών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Αντίθετα προς τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων από το γάμο, στην έννοια των αστικών υποθέσεων, που εμπίπτουν στην ύλη του Κανονισμού 44/2001, συγκαταλέγονται οι υποχρεώσεις διατροφής. Τούτο προκύπτει ευθέως και από τη διάταξη του άρθρου 5 στοιχ. 2 του Κανονισμού, που εισάγει ειδική δικαιοδοτική βάση για τις υποθέσεις διατροφής, με αποτέλεσμα να θεωρείται δεδομένη η εφαρμογή του Κανονισμού στις συγκεκριμένες υποθέσεις (ΔΕΚ 6.3.1980, de …11,C-120/77,ΣυλλΝομολ 1980.731 επ.). Η διάκριση, δε, μεταξύ των εννοιών της διατροφής που εμπίπτει και των περιουσιακών σχέσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001 εξαρτάται από τον σκοπό της απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, όπως συνάγεται από το σκεπτικό της. Έτσι, εάν προκύπτει ότι η επιδικασθείσα, με την αλλοδαπή απόφαση, παροχή προορίζεται να εξασφαλίσει τη συντήρηση του ευρισκομένου σε ανάγκη συζύγου ή αν οι ανάγκες και οι πόροι εκάστου των συζύγων λαμβάνονται υπ' όψιν για να προσδιορισθεί το ύψος της παροχής, η απόφαση έχει σχέση με υποχρέωση διατροφής. Αντιθέτως, όταν η παροχή αφορά μόνον στη διανομή αγαθών μεταξύ των συζύγων, η απόφαση αφορά στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και, συνεπώς, δεν μπορεί να εκτελεστεί κατ'εφαρμογήν των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001. Άνευ σημασίας τυγχάνει το γεγονός ότι η εκτέλεση της υποχρεώσεως διατροφής προβλέπεται υπό τη μορφή της εφάπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού. Και αυτός ο τρόπος καταβολής μπορεί κάλλιστα να έχει τον χαρακτήρα διατροφής, καθότι το ύφος του κεφαλαίου καθορίζεται κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να εξασφαλίζεται ένα προκαθορισμένο επίπεδο εισοδήματος (ΔΕΚ 27.2.1997, …,C- 200/95,ΣυλλΝομολ 1997,1-01147 επ., σκέψεις 22 και 23). Εξάλλου, στο αγγλικό δίκαιο δεν υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ διατροφής και ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, όπως αυτή απαντάται στο ελληνικό δίκαιο και στα λοιπά δίκαια της ηπειρωτικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 (1) (a)-(c) του Νόμου περί Γαμικών Διαφορών του 1973 (M.C.A. 1973), σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως διαζυγίου, αποφάσεως περί ακυρότητας του γάμου, ή αποφάσεως δικαστικού χωρισμού, καθώς επίσης και σε οποιονδήποτε χρόνο μετά την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, πλην άλλων, και την καταβολή από τον ένα σύζυγο στον άλλο περιοδικών παροχών (periodicalpayments) ή εφάπαξ χρηματικού ποσού (lumpsum), όπως τούτο θα εξειδικεύεται στη σχετική απόφαση. Εφόσον οι εν λόγω παροχές αποσκοπούν στην εξασφάλιση συντηρήσεως του συζύγου, έχουν τον χαρακτήρα διατροφής (maintenance), όπως αυτή αναγνωρίζεται και προβλέπεται και από το ελληνικό δίκαιο. Ο δε όρος "κεφαλαιοποιημένο ποσό συντηρήσεως" ή ορθότερα "κεφαλαιοποιημένο ποσό διατροφής" (capitalisedmaintenancefund) δεν απαντάται στο κείμενο του αγγλικού νόμου, αλλά χρησιμοποιείται από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων. Το "κεφαλαιοποιημένο ποσό διατροφής" προκύπτει από τη μετατροπή των οφειλόμενων περιοδικών παροχών διατροφής σε εφάπαξ ποσό μέσω συγκεκριμένης μεθοδολογίας υπολογισμού .
Η εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχεται αναιρετικώς, κατ" αρχάς, διά μέσου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Υπό την έννοια αυτή, κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν και οι διατάξεις των Κανονισμών της EE (πρώην ΕΚ), οι οποίοι, από τότε που τίθενται σε ισχύ, είναι άμεσης εφαρμογής -συμφώνως προς το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (πρώην άρθρο 249 Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και παλαιότερα Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας) - και αποτελούν εσωτερικό ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 93 /2017, ΑΠ7/2009). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.ΙΚΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως (ΟλΑΠ
ΙΙ/2017). Εσφαλμένη εφαρμογή σημαίνει εσφαλμένη υπαγωγή, η οποία υπάρχει, όταν απεδόθη μεν στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ορθώς η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια όμως δεν εφαρμόσθηκε ο ίδιος στη δικαζόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως ο δικαστής της ουσίας, υπάγονταν στον κανόνα αυτόν ή, αντιστρόφως, εφαρμόσθηκε ο κανόνας αυτός, καίτοι τα περιστατικά δεν υπάγονταν σ' αυτόν. Προς εξεύρεση της παραβάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση και που συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό). Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η ψευδής ερμηνεία κάθε αόριστης νομικής έννοιας, δηλαδή η ορθή ή όχι εξειδίκευση αυτής, έστω και αν η εξειδίκευση βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ατομικής περιπτώσεως, καθώς και η κακή εφαρμογή της σχετικής αόριστης νομικής έννοιας, πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση της εσφαλμένης υπαγωγής (ΑΠ 1066/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος: "...Ο προσφεύγων...και η καθής..., ελληνικής ιθαγένειας αμφότεροι, υπήρξαν κατά το παρελθόν σύζυγοι και κατά τη διάρκεια του γάμου τους διέμεναν στο Λονδίνο. Ο γάμος τους λύθηκε δια διαζυγίου με την με αριθμό ...05076 απόφαση του Οικογενειακού τμήματος του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου, η οποία εκδόθηκε στις 21- 8-2007 μετά από αίτηση της συζύγου. Στα πλαίσια της διαδικασίας του διαζυγίου η σύζυγος με αίτησή της ζήτησε όλα τα είδη επικουρικής παροχής προστασίας και συγκεκριμένα ζήτησε να παραμείνει στην κυριότητά της η πρώην συζυγική οικία στο Λονδίνο, να της επιδικαστούν κεφαλαιοποιημένες περιοδικές πληρωμές ύψους 42.000 λιρών κατ' έτος για εξασφάλιση του εισοδήματος της, το οποίο ποσό στη συνέχεια μετέβαλε σε 600.000 λίρες, αφού προηγουμένως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της πατρικής της οικίας στο ..., η οποία είχε περιέλθει ως "προίκα" στο σύζυγο της. Ζήτησε δε, να της επιδικαστεί το ποσό αυτό ως κεφαλαιοποιημένο ποσό συντήρησης "προκειμένου να εκφραστεί η ως άνω αξίωσή της, σε ένα κατ' αποκοπήν ποσό, ανερχόμενο σε ποσοστό υπερβαίνον το 50% των υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων", βάσει του καταλόγου που είχε προσκομίσει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της K.T. Το ανωτέρω Δικαστήριο με την με αριθμό ...05076 Διαταγή (Order), που εξέδωσε στις 9-10-2009, διέταξε τον καθού η αίτηση να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των 600.000 λιρών Αγγλίας ως κεφαλαιοποιημένο ποσό συντήρησης έως τις 20-11-200, η ίδια να λάβει το 100% των τόκων που ο καθού δικαιούτο να λάβει από το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα Merchant Investors και αποφάνθηκε ότι η αιτούσα θα διατηρήσει την κυριότητα της στην πρώην συζυγική κατοικία στο Λονδίνο και ο καθού θα διατηρήσει την κυριότητά του στα οκτώ ακίνητα ιδιοκτησίας του που βρίσκονται στην Ελλάδα, όπως αναλυτικά προσδιορίζονται στη Διαταγή. Παράλληλα εξέδωσε τη με αριθμό ...05076 Διαταγή Απαγόρευσης (Order) με την οποία απαγόρευε στον καθού να διαθέσει καθ' οιονδήποτε τρόπο, να ασχοληθεί ή να μειώσει την αξία των παραπάνω ακινήτων του μέχρις ότου αποπληρωθεί πλήρως, μετά τόκων, η επιδικασθείσα αξίωση των 600.000 λιρών στην αιτούσα, εκτός αν αυτή του παρείχε εγγράφως τη συναίνεσή της. Προκειμένου να καταλήξει στο ύψος του επιδικασθέντος κατ' αποκοπήν κεφαλαιοποιημένου ποσού συντήρησης, ο Άγγλος Δικαστής έλαβε υπόψη ότι η αιτούσα είχε ετήσιο εισόδημα 25.000 ευρώ, το οποίο θα συνέχιζε να έχει έως τη συνταξιοδότησή της, βαίνουσα τότε το 54ο έτος της ηλικίας της, ότι εξακολουθούσε να διαμένει στην πρώην συζυγική οικία ικανοποιώντας τις στεγαστικές ανάγκες αυτής και της κόρης τους, η οποία διέμενε μαζί της και βρισκόταν στο τρίτο έτος των σπουδών της, ότι αυτή έφερε μόνη της την ευθύνη για όλα τα έξοδα της πρώην συζυγικής οικίας από το δικό της περιορισμένο εισόδημα και ότι δεν εργαζόταν για κάποιο χρονικό διάστημα. Λαμβάνοντας δε υπόψιν ότι, υπό τις συνθήκες αυτές και σε σχέση με τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της υπόθεσης στα οποία και η ακίνητη περιουσία των συζύγων, δεν ήταν παράλογος ο υπολογισμός των εξόδων αυτής σε 3.500 λίρες μηνιαίως. Μετά ταύτα έκρινε ότι "οι ανάγκες της συζύγου για περιοδικές καταβολές για να ενισχύσει το εισόδημά της θα μπορούσαν να επιτευχθούν από μια ίση κατανομή των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία διαλαμβάνονται στον κατάλογο του K.T. και επομένως προτίθεμαι να εκδώσω διαταγή κεφαλαιοποιημένης συντήρησης υπό τη μορφή ενός κατ' αποκοπήν ποσού ύψους 600.000 λιρών Αγγλίας πληρωτέου στη σύζυγο". Ενόψει τούτων είναι σαφές ότι με την παροχή αυτή ο Αγγλος Δικαστής απέβλεπε στην κάλυψη των αναγκών διατροφής της συζύγου, εξ'ου και αναφορά στη Διαταγή των φράσεων "υπολογισμός των εξόδων αυτής", να ενισχύσει το εισόδημα της "να εκδώσω διαταγή...συντήρησης". Αλλωστε και το Ελληνικό Ινστιτούτο Αλλοδαπού και Διεθνούς Δικαίου, καλούμενο με την με αριθμό 2598/2012 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να γνωμοδοτήσει περί της ακριβούς ερμηνείας του όρου "capitalized maintenance fund" που αναφέρεται στην ανωτέρω Διαταγή, αποφάνθηκε ότι δε σημαίνει κεφαλαιοποιημένο ποσό συντήρησης" αλλά ορθότερα "κεφαλαιοποιημένο ποσό διατροφής". Εξάλλου η περιοδικότητα της επίδικης παροχής, έστω και αν κεφαλαιοποιήθηκε για την εφάπαξ καταβολή, συνάδει σε διατροφή και όχι σε αποζημίωση λόγω διευθέτησης περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συζύγων... Επομένως για την εκτελεστότητα των παραπάνω Διαταγών (orders) εφαρμοστέος τυγχάνει ο Κανονισμός της ΕΕ44/2001. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 34 και 35 αυτού, οι εν λόγω Διαταγές, οι οποίες... εξομοιώνονται με δικαστικές αποφάσεις, έστω και αν φέρουν το χαρακτήρα ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει για την εκτελεστότητα, εκτός των άλλων, να μην έρχονται σε προφανή αντίθεση με τη δημόσια τάξη της χώρας αναγνώρισης. Στο δε ελληνικό δίκαιϊκό σύστημα η δημόσια τάξη που εδράζεται στις διατάξεις των άρθρων 905 παρ.3 και 323 παρ.5 του ΚΠολΔ, νοείται με την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν εξ αιτίας του περιεχομένου της, η εκτέλεσή της θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας. Δεν επιτρέπεται δηλαδή να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ' αυτήν προς προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα...Μόνο το γεγονός ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας από "αυτόν που εφαρμόσθηκε με την εκτελεστέα αλλοδαπή απόφαση, δε σημαίνει ότι αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Εξ άλλου ο δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό. Εν όψειτούτωντο γεγονός ότι το αγγλικό Δικαστήριο εφάρμοσε διαφορετικούς δικαιϊκούς κανόνες , οι οποίοι όμως δεν αποκλίνουν ουσιωδώς από τους αντίστοιχους εγχώριους, ως προς την επιδίκαση του ποσού των 600.000 λιρών για διατροφή, δεν καθιστά την εκτελεστέα απόφαση αντίθετη προς την εγχώρια δημόσια τάξη. Άλλωστε, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που θα λάμβανε και το ημεδαπό Δικαστήριο για την επιδίκαση διατροφής σε σύζυγο μετά τη λύση του γάμου συνεκτιμώντας τα εισοδήματα εκάστου των συζύγων και τις ανάγκες και συνθήκες διαβίωσής τους πριν και μετά το χωρισμό. Εξ άλλου με την εκτέλεση της άνω Διαταγής στην Ελλάδα δεν τίθενται σε κίνδυνο οι παραπάνω θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής έννομης τάξης. Ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της προσφυγής κατά το σκέλος τούτο κρίνεται απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος... ότι το Αγγλικό Δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό του ύψους της παροχής των 600.000 ευρώ έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τρία ακίνητα ιδιοκτησίας του, όπως τα προσδιορίζει, τα δύο από τα οποία απόκτησε πριν από το γάμο του με την αιτούσα και το τρίτο δεν ανήκε στην ιδιοκτησία του με αποτέλεσμα να υπερεκτιμήσει την αξία και την απόδοση της περιουσίας του και να προσδιορίσει δυσανάλογα υψηλά την ως άνω παροχή σε σχέση με την αξία της πραγματικής του περιουσίας , κάμπτοντας την αρχή της αναλογικότητας είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον όπως προεκτέθηκε και προκύπτει από τον Κανονισμό ΕΕ44/2001(αρ.36 και 45 παρ.2) η εκτελεστέα απόφαση Διαταγή δεν ερευνάται ως προς τις ουσιαστικές της παραδοχές. Άλλωστε ο εν λόγω προσφεύγων άσκησε τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα που δικαιούνταν κατά των παραπάνω Διαταγών α) με έφεση η οποία απορρίφθηκε με την από 58-2010 Διαταγή του Οικογενειακού Τμήματος του ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου και β) με αίτηση, η οποία απορρίφθηκε από το ίδιο Δικαστήριο, με την οποία ζητούσε να του χορηγηθεί άδεια απόπειρας επανεξέτασης της παρεπόμενης επικουρικής διαδικασίας στην οποία εντάσσονται οι ένδικες διαταγές. Κατ' ακολουθίαν ο πρώτος λόγος της πρώτης προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ως προς όλες του τις εκφάνσεις. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 του ως άνω Κανονισμού οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος-μέλος δεν αναγνωρίζονται στα άλλα κράτη-μέλη σε περίπτωση που έχουν παραβιαστεί οι διατάξεις του Τμήματος 6 του Κεφαλαίου II του Κανονισμού, στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή του άρθρου 22 παρ.1 αυτού περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας την οποίαν έχουν τα δικαστήρια του κράτους-μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων. Για δε την ερμηνεία της παρ.1 του παραπάνω άρθρου 22, το ΔΕΚ με την C-386/2012 απόφαση της 3-10-2013, αποφάνθηκε ότι στην ως άνω αποκλειστική δικαιοδοσία δεν περιλαμβάνονται όλες οι αγωγές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, αλλά μόνον εκείνες με τις οποίες επιδιώκεται, αφενός ο καθορισμός της έκτασης, της σύστασης, της κυριότητας και της νομής των ακινήτων, ή της ύπαρξης άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτών και αφετέρου η εξασφάλιση στους δικαιούχους της προστασίας των προνομίων που συνδέονται με τον τίτλο τους. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όσον αφορά τη δεύτερη Διαταγή του Οικογενειακού Τμήματος του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση των βρισκομένων στην Ελλάδα οκτώ ακινήτων του προσφεύγοντος μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εκ μέρους του αποπληρωμή της επιδικασθείσας με την πρώτη διαταγή εφάπαξ καταβολή της διατροφής των 600.000 λιρών Αγγλίας στην καθής, αφού ούτε στις παραπάνω εμπράγματες αγωγές εμπίπτει, ούτε σε προνόμια που προβλέπονται στους τίτλους ιδιοκτησίας των ακινήτων αυτών. Επομένως το παραπάνω αλλοδαπό Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία για την έκδοση της παραπάνω Διαταγής και τα αντίθετα υποστηριζόμενα στο δεύτερο λόγο της προσφυγής περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των εγχώριων δικαστηρίων για την έκδοσή της, απορριπτέα κρίνονται ως κατ' ουσίαν αβάσιμα". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 420/2015 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε δεχθεί κατ' ουσίαν την από 16-11-2009 αίτηση της αναιρεσίβλητης.
Από την παραδεκτή ωστόσο επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) του περιεχομένου της ενδίκου αιτήσεως προκύπτουν επί λέξει τα ακόλουθα: "...είμαι Άγγλος υπήκοος, μόνιμος κάτοικος Λονδίνου...με τον καθού... ήμασταν παντρεμένοι με γάμο ...στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Λονδίνο, στις 17-9- 1987...στις 21-8-2007...εκδόθηκε το διαζύγιο μας...με αίτηση του πρώην συζύγου μου, ως προς την οικονομική διευθέτηση της περιουσίας μας εκδόθηκαν δύο δικαστικές αποφάσεις : 1) υπ'αριθμ.υπόθεση ...05076/9-10-2009 του Ανωτέρου Δικαστηρίου/Οικογενειακού Τμήματος του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ των διαδίκων Π. Λ..,.ως ενάγουσα και Τ. Π. Δ. ως εναγόμενο. Το ως άνω Ανώτερο Δικαστήριο εκδίδει διαταγή για χρηματική αποζημίωση το συνολικό ποσό των 600.000 λιρών Αγγλίας υπέρ της ενάγουσας... 2) υπ' αριθμ.υπόθεση ...05076/9-10-2009 ..."( του ίδιου ως άνω αλλοδαπού Δικαστηρίου με τους αυτούς ως άνω διαδίκους), "... το ως άνω Ανώτερο Δικαστήριο εκδίδει εντολή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου..." (παρατίθενται τα ακίνητα που δεσμεύονται). Στην τελευταία παράγραφο της αιτήσεώς της και πριν το αίτημα να αναγνωρισθούν και κηρυχθούν εκτελεστές οι εν λόγω αποφάσεις στην Ελλάδα, αναφέρει επί λέξει τα εξής: "...το Αγγλικό δικαστήριο κρίνοντας επί της ουσίας τη δική μου περιουσιακή κατάσταση, τη συνεισφορά μου ως συζύγου καθ' όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου με τον ενάγοντα αλλά και τη δική του μεγάλη ακίνητη περιουσία επιδίκασε χρηματική αποζημίωση 600.000 στερλινών Αγγλίας ικανοποιώντας με in natura ως αν επρόκειτο περί δικαιωμάτων επί ακινήτου περιουσίας (lex res sitae)..." Από δε την επισκόπηση του περιεχομένου (σκεπτικού) της αποφάσεως του αλλοδαπού δικαστηρίου (σε μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα) προκύπτουν τα εξής : "... παράγραφος F32 σελ.5: η σύζυγος ισχυρίζεται ότι αρμόζουσα διαταγή θα ήταν να παραμείνει αποκλειστικώς στο όνομά της η πρώην συζυγική οικία και ότι βάσει του καταλόγου περιουσιακών στοιχείων που συνέταξε ο K.T. (πληρεξούσιος δικηγόρος της αντιδίκου) σ 'αυτήν θα έπρεπε να επιδικασθούν κεφαλαιοποιημένες περιοδικές πληρωμές για να εξασφαλίσει εισόδημα ύφους 42.000 λιρών ετησίως. Ζητεί δε...ένα κατ' αποκοπήν ποσό ανερχόμενο σε ποσοστό υπερβαίνον το 50% των διαθεσίμων περιουσιακών στοιχείων...η σύζυγος θα ζητούσε τη μεταβίβαση του σπιτιού στο ... ως μέρος της διαταγής του κατ' αποκοπή ποσού...αφού συμβουλεύθηκε έλληνα δικηγόρο, τώρα ζητεί ένα κατ' αποκοπή ποσό και όχι μεταβίβαση ...της περιουσίας, καθόσον της μεταφέρθηκε ότι η κεφαλαιοποιημένη συντήρηση είναι η μόνη διαταγή που θα είχε...πιθανότητα να γίνει εκτελεστή ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων... Παράγραφος F45, σελ.7: "Κρίνω ότι η ανάγκη της συζύγου ...θα μπορούσε να επιτευχθεί με μία ισομερή διανομή των περιουσιακών στοιχείων που διαλαμβάνονται στον κατάλογο του K.T. και επομένως προτίθεμαι να εκδώσω διαταγή κεφαλαιοποιημένης συντήρησης υπό τη μορφή ενός κατ' αποκοπή ποσού ύφους 600.000 λιρών Αγγλίας πληρωτέου στη σύζυγο...Παράγραφος Β49, σελ.8: Είμαι ικανοποιημένη ότι η διαταγή που εκδίδω επιτυγχάνει το σκοπό της δίκαιης διανομής των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των μερών". Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση του εν λόγω εφ' άπαξ ποσού δεν έχει σκοπό υποστηρικτικό, δεν κατατείνει στην ικανοποίηση βασικών αναγκών της αιτούσας ώστε να θεωρείται απαίτηση διατροφής, αλλά έχει σκοπό αναδιανεμητικό-επανορθωτικό και οδηγεί στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των συζύγων, όπως ρητά διαλαμβάνεται κατά τα ανωτέρω και στο σκεπτικό της επίμαχης αλλοδαπής αποφάσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, έτσι που έκρινε το Εφετείο, δηλαδή με την παραδοχή ότι το αντικείμενο της επιδίκου διαφοράς υπάγεται στην έννοια της διατροφής σε σύζυγο μετά τη λύση του γάμου και ότι ως τέτοια εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001 της Ε.Ε , εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις (αρθ.1παρ.2 περ.α', 5 παρ.2, 34 παρ.1,35, 36, 43,44, 45) του άνω Κανονισμού, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες και εκείνες των άρθρων 905 παρ.3, 323 παρ.5 του ΚΠολΔ τις οποίες δεν εφήρμοσε.
Συνεπώς ο πρώτος αναιρετικός λόγος με τον οποίον προσάπτεται στην πληττομένη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (όχι του αρ.14, αφού οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου συνιστούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ΟλΑΠ10/2000, ΑΠ 1427/2005), λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προμνημονευομένων διατάξεων, είναι ουσιαστικά βάσιμος.
Κατόπιν αυτών πρέπει κατά παραδοχή του προαναφερόμενου συναφούς αναιρετικού λόγου, που καθιστά ματαία την εξέταση των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση στο σύνολο της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη, αφού είναι δυνατή η σύνθεση από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα κατά το νόμιμο αίτημά του σε βάρος της αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας της (άρθρ.176,183,191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αρ.4789/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών .
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή εκτός από εκείνο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα. Και, Επιβάλλειτα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος σε βάρος της αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ