Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ»

 

Των μελών του Δ.Σ.  της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Στενιώτη Μαργαρίτας, Εφέτη

Βουλγαρίδη Κωνσταντίνου, Εφέτη

Κώνστα Ελευθερίας, Εφέτη

Φούκα Δημητρίου, Προέδρου  Πρωτοδικών

Μαυρίδη Χαράλαμπου, Εφέτη

Βελία Νικήτα, Ειρηνοδίκη

Φωτάκη Εμμανουήλ, Ειρηνοδίκη

 

                                                                                Αθήνα, 14-3-2022            

 

 

 

                       

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1)               Η μη διατήρηση της αρίθμησης των άρθρων του ισχύοντος  Κώδικα (η οποία ήταν νομοτεχνικά εφικτή) θα δημιουργήσει προβλήματα, διότι καθίσταται δυσχερής η πρόσβαση στον πλούτο της νομολογίας.

2)             Πολλές διατάξεις, οι οποίες θα αναφερθούν παρακάτω,  προσβάλλουν τη κατοχυρωμένη αρχή της Δικαστικής Ανεξαρτησίας, το θεσμό της Αυτοδιοίκησης των Δικαστηρίων και τις χαρακτηρίζει η αμφισβήτηση του έργου του Δικαστή.

3)           Πολλές από τις τροποποιήσεις του Κώδικα διαπνέονται από τιμωρητικό πνεύμα προς τους Δικαστικούς Λειτουργούς και δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιθεώρησης, που επιχειρεί να περιορίσει το ελεύθερο φρόνημα των Δικαστών ενώ παράλληλα επιφέρει πλήγματα στην αρχή της δίκαιης δίκης          

4)               Η ατολμία του νομοθέτη ν’ αναγνωρίσει αυτονομία των Ειρηνοδικείων, καθότι μεγάλο μέρος των καθηκόντων τους εξακολουθούν να ορίζονται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών.

5)                 Ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης περιορίζεται σε διατάξεις επουσιώδεις.

                  ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

  (Ακολουθούν παρατηρήσεις μόνο στα άρθρα, στα οποία διαφωνούμε με το περιεχόμενό της για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω και αιτούμεθα να τροποποιηθούν ή να απαλειφθούν)        

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΙΔΡΥΣΗ, ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΔΡΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 5

Αναπλήρωση δικαστών

Η παράγραφος 1, στοιχείο Α περ. δ προτείνουμε να διαμορφωθεί:    «Αναπλήρωση Πρωτοδίκη στη σύνθεση Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη γίνεται με απόφαση του Προέδρου Εφετών, η οποία θα εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών, στο οποίο θα πρέπει να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ζητείται η αναπλήρωση και αφού προηγουμένως ακουστεί η άποψη του Διευθύνοντος το Ειρηνοδικείο - ή του νόμιμου αναπληρωτή του - από το οποίο ζητείται η αναπλήρωση».

Άρθρο 7

Σύμμετρη κατανομή πολιτικών υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικών της περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου.

Το άρθρο 6Α του ισχύοντος Κώδικα αριθμείται ως 7 και συνεπώς μεταβάλλεται και η αρίθμηση των επόμενων άρθρων.

Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 7 θα πρέπει να τροποποιηθεί και πλέον η ρύθμιση της υπηρεσίας όλων των ειρηνοδικών της περιφέρειας του Πρωτοδικείου να γίνεται με πράξη του Ειρηνοδίκη, που διευθύνει  το Ειρηνοδικείο της έδρας του Πρωτοδικείου.

Άρθρο 6

Αδυναμία συγκρότησης

Προτείνεται η προσθήκη διάταξης που να ορίζει τη διεξαγωγή της υπηρεσίας κατ’ οίκον ερευνών, που θα εκδίδεται ανά μήνα από την Εισαγγελία και ειδικότερα ότι «οι κατ’ οίκον έρευνες θα διεξάγονται κατά προτεραιότητα: α) από Εισαγγελείς και β) από Πταισματοδίκες, σε περίπτωση που στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου λειτουργεί αυτοτελώς Πταισματοδικείο. Η διεξαγωγή κατ’ οίκον έρευνας από Ειρηνοδίκη θα γίνεται μόνο ύστερα από άδεια του Προέδρου Εφετών, που θα αποφαίνεται κατόπιν αιτήματος της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών, στο οποίο θα πρέπει να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ζητείται η αναπλήρωση και αφού προηγουμένως διατυπώσει  άποψη ο διευθύνων το Ειρηνοδικείο, στο οποίο υπηρετεί ο Ειρηνοδίκης». Η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε αρμονία και με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ, κατά το οποίο «Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση διενεργούνται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του από τους πταισματοδίκες και όπου δεν υφίσταται ειδικό πταισματοδικείο από τους ειρηνοδίκες».

Άρθρο 12

Δικαστικό έτος - Δικαστικές διακοπές

Προτείνουμε, λόγω της παρερμηνείας του όρου «Δικαστικές Διακοπές», διότι ο νομοθέτης εννοούσε διακοπή λειτουργίας των Δικαστηρίων με τους κανόνες που λειτουργούν κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους και όχι θερινές διακοπές αναψυχής και ξεκούρασης, να αντικατασταθεί με τον όρο «Θερινά Τμήματα» και το άρθρο να λάβει τον ακόλουθο τίτλο και περιεχόμενο:

 Δικαστικό έτος – Θερινά τμήματα

 

1. Το δικαστικό έτος αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου και λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.

2. Η λειτουργία των θερινών τμημάτων αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου.

3. Κατά την άνω  περίοδο συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Προκειμένου περί ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων, τα θερινά τμήματα συγκροτούνται για όλη την περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου από τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες που υπηρετούν σ’ αυτά και οι οποίοι αναπληρώνονται αμοιβαίως. Η κατάρτιση των θερινών τμημάτων των ειρηνοδικών και πταισματοδικών γίνεται στα μεν ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας των Πρωτοδικών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από τις ολομέλειες των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων της έδρας, στα δε λοιπά από κοινή ολομέλεια των οικείων πρωτοδικείων και ειρηνοδικείων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ

Άρθρο 15

Ολομέλεια

Η παρ. 6γ πρέπει να διατυπωθεί:  η κατάρτιση των θερινών τμημάτων

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

Άρθρο 17

Διεύθυνση δικαστηρίων.

Συμφωνούμε με τις τροποποιήσεις  πλην:  α) της παραγράφου 5 και όσον αφορά τον περιορισμό που τίθεται για την επανεκλογή στα Ειρηνοδικεία. Ειδικότερα, σε αντίθεση με έναν Πρωτοδίκη που μπορεί να εκλεγεί ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης και μετά την προαγωγή του σε Πρόεδρο Πρωτοδικών μπορεί να επανεκλεγεί  ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, καθότι προβλέπεται ότι: « Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας επιτρέπεται μία φορά μόνο». Αντίθετα, στα Ειρηνοδικεία προβλέπεται ο περιορισμός της επανεκλογής σε ειρηνοδίκες που άσκησαν τα ίδια καθήκοντα στο συμβούλιο (προέδρου ή μέλους), ανεξάρτητα από την τάξη στην οποία υπηρετούσαν. Η άνιση μεταχείριση είναι καταφανής. Η διάταξη θα πρέπει να διατυπωθεί ως ακολούθως:

Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι, σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες ειρηνοδίκες Α΄ τάξης, ενώ υποψήφιοι για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου είναι οι, μετά την αφαίρεση των υποψηφίων για τη θέση του Προέδρου, αρχαιότεροι υπηρετούντες ειρηνοδίκες,  σε αριθμό ίσο με το 1/2, ανεξαρτήτως βαθμού. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως Προέδρου ή ως τακτικού μέλους Συμβουλίου επιτρέπεται μια φορά μόνο. Η εκλογή ενός προσώπου ως Προέδρου δεν εμποδίζεται από την προηγούμενη άσκηση καθηκόντων του ίδιου ως μέλους Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, β)  της αύξησης του χρόνου υπηρεσίας του Δικαστή στο ίδιο τμήμα, το οποίο πρέπει να παραμείνει στα 4 έτη (παρ. 7) και γ) το περιορισμό άσκησης  καθηκόντων διεύθυνσης από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό για περισσότερα από τέσσερα (4) συνεχόμενα έτη, στα δικαστήρια, στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις, στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία,  και τούτο διότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική, διότι ανατρέπει την ιεραρχική θέση των Δικαστών, την αρχαιότητα και καταλύει την επετηρίδα, καθότι εμφανίζεται το φαινόμενο ο νεότερος κατά βαθμό ή και μόνο κατά την αρχαιότητα, να διοικεί διοικητικώς τους αρχαιότερους του κατά βαθμό ή κατά την αρχαιότητα και να εκδίδει τις σχετικές εντολές για την υπηρεσία τους. Επιπλέον, η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις ολόκληρου του άρθρου που καταστρώνει τη διεύθυνση των Δικαστηρίων με βάση πάντοτε την αρχαιότητα. Σε κάθε δε περίπτωση είναι ελλιπής, καθότι δεν υπάρχει  πρόβλεψη για το ποιος θα ασκήσει καθήκοντα διεύθυνσης όταν θα συμπληρώσει την 4ετη θητεία ο αρχαιότερος δικαστής.

Επίσης, στις παραγράφους 5  και 6 ορίζεται ότι: «ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου διεύθυνσης των δικαστηρίων εκπίπτουν από τη θέση τους ή δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης». Οι διατάξεις αυτές, προκειμένου να συνάδουν με το τεκμήριο αθωότητας, πρέπει να ορίζουν ότι οι ανωτέρω συνέπειες επέρχονται με την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως.

Τέλος, πρέπει να διευκρινισθεί εάν τα κωλύματα εκλογιμότητας των άρθρων 17   και  18 παρ. 4 (για τους εισαγγελείς) ισχύουν και όταν έχουν παραγραφεί οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί. Θεωρούμε, ότι σε περίπτωση παραγραφής της πειθαρχικής ποινής δεν πρέπει να υφίσταται κώλυμα υποψηφιότητας.  

Η παρ. 10 του άρθρου 17 που αναφέρει ότι «Στα δικαστήρια, στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα υπό στοιχεία α΄, β΄, και γ΄ κωλύματα της παραγράφου 6 του παρόντος. Στα δικαστήρια αυτά, καθώς και στα ειρηνοδικεία ή πταισματοδικεία, στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες οποιασδήποτε τάξης, δεν μπορεί να ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης ο ίδιος δικαστικός λειτουργός για περισσότερα από τέσσερα (4) συνεχόμενα έτη. Στην τετραετία αυτή συνυπολογίζεται και ο προγενέστερος της έναρξης ισχύος του Κώδικα χρόνος διεύθυνσης στο ίδιο δικαστήριο», πρέπει να απαλειφθεί. Διότι Από τα άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 3, 88 παρ. 2 εδ. β` και 90 του Συντάγματος, που θεσπίζουν τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική και τη νομοθετική και προβλέπουν περί βαθμολογικής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών και προαγωγής τους μόνο ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, καθώς και περί επιθεώρησης των κατωτέρων δικαστών από ανωτέρους, προκύπτει, ότι δεν επιτρέπεται στο νομοθέτη να ανατρέπει, αμέσως ή εμμέσως, την ιεραρχική θέση των δικαστών, ορίζοντας ότι οι κατά βαθμό κατώτεροι ή οι νεότεροι κατά αρχαιότητα δικαστές θα ασκούν οποιασδήποτε μορφής εξουσία στους ανωτέρους ή αρχαιότερους τους.

Με το άρθρο όμως 17 παρ. 10 του σχεδίου προβλέπεται, εμμέσως πλην σαφώς,  η ανάληψη καθηκόντων διοίκησης  δικαστή νεότερου κατ` αρχαιότητα από άλλους που υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο. Συγχρόνως παρέχονται στο δικαστή αυτόν αρμοδιότητες, που ενέχουν άσκηση εξουσίας επί όλων των λοιπών δικαστών του δικαστηρίου, συνεπώς και επί των αρχαιοτέρων του. Τέτοιες εξουσίες είναι π.χ. η εντολή προς δικαστή να αναπληρώσει άλλον κωλυόμενο συνάδελφο του, η διεύθυνση των εργασιών της Ολομέλειας, που αναγκαίως ενέχει την εξουσία αφαίρεσης του λόγου ή και επιτίμησης και ανάκλησης στην τάξη εξερχόμενων του θέματος ή μη προσηκόντως συμπεριφερόμενων μελών κ.λπ.

 

 

Άρθρο 19

Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας

Δεν συμφωνούμε:

α) με την παρ. 5 στοιχείο β κατά την οποία «ο δικαστικός λειτουργός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων τις κατατάσσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (την λιγότερο απαιτητική) έως το πέντε (την πιο απαιτητική) μετά την περαίωση της υπόθεσης», διότι η κατάταξη και η βαθμολόγηση  μίας δικογραφίας εκτός του γεγονότος ότι είναι μία διαδικασία προσβλητική για τον Δικαστή και χρονοβόρα, ενέχει έντονα το υποκειμενικό στοιχείο. Δεν τίθενται κριτήρια για τους όρους «σοβαρότητα» και «δυσχέρεια», ενώ η ρύθμιση παραγνωρίζει ότι τη δυσκολία μίας υπόθεσης, ο μόνος ο οποίος τελικά μπορεί να την κρίνει είναι ο Δικαστής που θα κληθεί να την χειρισθεί και να εκδώσει απόφαση επ’ αυτής, δηλαδή η δυσκολία διαπιστώνεται  εκ των υστέρων κατά την επεξεργασία της υπόθεσης και τη συναξιολόγηση   των προτάσεων των εναγομένων και των υποβαλλόμενων μ’ αυτές ισχυρισμών τους,          

 β) με την παρ. 7 κατά την οποία «Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο» και τούτο διότι κάθε Δικαστήριο πρέπει να έχει την εξουσία της εσωτερικής διοικητικής του οργάνωσης, ιδίως δε επί θεμάτων που ασκούν άμεση και ευθεία επιρροή στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου εκ μέρους των Δικαστών. Οι ρυθμίσεις της άνω διάταξης δεν εναρμονίζεται με την κατοχυρωμένη στο άρθρο 87 παρ. 1 Συντάγματος αρχή της λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστηρίων και την απορρέουσα  απ’ αυτήν αρχή του αυτοδιοίκητου.  

Άρθρο 20

Κλήρωση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων

Η παράγραφος 8 κατά την οποία « Όταν για οποιοδήποτε λόγο αναβάλλεται ή ματαιώνεται η ουσιαστική εκδίκαση ποινικής υπόθεσης από το τριμελές πλημμελειοδικείο ή από το ποινικό εφετείο ή το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή το Μικτό Ορκωτό Εφετείο αυτή προσδιορίζεται σε δικάσιμο κατά την οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής κλπ.  πρέπει ν’  απαλειφθεί, διότι η εφαρμογή της στο παρελθόν απέτυχε, με συνέπεια την κατάργησή της σε μικρό χρονικό διάστημα.     

 

Άρθρο 22

Δικαστικό κατάστημα, λειτουργία και συνεδριάσεις των δικαστηρίων

Η ακόλουθη προσθήκη στην πρώτη παράγραφο: « Τα δικαστικά καταστήματα στεγάζονται σε κτίρια, τα οποία διασφαλίζουν ευπρεπείς συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας των δικαστηρίων και εισαγγελιών, παρέχοντας εύκολη και ασφαλή πρόσβαση στους πολίτες με μέριμνα για τα άτομα που έχουν προβλήματα κινητικότητας, ειδικούς χώρους υποδοχής για τους δικηγόρους και τους διαδίκους, λειτουργικές αίθουσες συνεδριάσεων και επαρκείς χώρους για τα γραφεία των δικαστικών λειτουργών και των υπαλλήλων» θα έπρεπε να εμπεριέχει δέσμευση της πολιτείας για εξασφάλιση δικαστικών καταστημάτων που θα  διασφαλίζουν ευπρεπείς συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης .

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

 

Άρθρο 30

Ανακριτές και δικαστές ανηλίκων

Κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου «Ανακριτές στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια διετία ένας πρόεδρος Πρωτοδικών ή  πρωτοδίκες με προεδρικό διάταγμα…». Πρέπει ν’ απαλειφθεί ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο οποίος πρέπει να παραμείνει ως ανακριτής για τις πράξεις του ν. 4022/2011. Επίσης, η παράγραφος 6 πρέπει να τροποποιηθεί και η ανανέωση της θητείας του ανακριτή, δικαστή ανηλίκων και του εισαγγελέα ανηλίκων να ορίζεται  σε δύο έτη. 

 

Άρθρο 31

Εκδίκαση υποθέσεων κατά τις δικαστικές διακοπές από τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια.

Να τροποποιηθεί κατά την άνω πρόταση περί αντικατάστασης του όρου «δικαστικές διακοπές» από τον όρο «θερινά τμήματα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ, ΚΩΛΥΜΑΤΑ

Άρθρο 47

Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού

Κατά την παράγραφο  3: «Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό της. Η Αθήνα και ο Πειραιάς με τα προάστιά τους θεωρούνται από την άποψη αυτή ως μια πόλη». Η διάταξη είναι αναχρονιστική και ίσχυε υπό την ανωτέρω μορφή της μέχρι το 2017, οπότε τροποποιήθηκε και προστέθηκε  παρ. 4 στο άρθρο 40 του ισχύοντος Κώδικα (που επιτρέπει, με κάποιες εξαιρέσεις, την απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του). Προτείνεται να τεθεί ως εξής:

«3. Ο δικαστικός λειτουργός δύναται να μην  διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό, εφόσον τούτο δεν εμποδίζει την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η Αθήνα και ο Πειραιάς με τα προάστιά τους θεωρούνται από την άποψη αυτή ως μια πόλη» είτε, επικουρικά  η πλήρης κατάργηση της διάταξης της παρ. 3 είτε, τέλος, να παραμείνει ως έχει, δηλαδή με την προσθήκη παραγράφου με ίδιο περιεχόμενο με την  παρ. 4 του ισχύοντος άρθρου 40.

 

Άρθρο 48

Ασυμβίβαστα

Να προβλεφθεί ρητά η συμμετοχή εκπροσώπων των Δικαστικών Ενώσεων στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, που συγκροτούνται για θέματα που άπτονται της υπηρεσιακής κατάστασης των Δικαστικών Λειτουργών, της οργάνωσης των Δικαστηρίων, της τροποποίησης των Κωδίκων  κλπ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

 

Άρθρο 50

Μισθός – Ημερήσια αποζημίωση – Οδοιπορικά έξοδα

 

Στην παράγραφο 3 πρέπει ν’ απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο « Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο, κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως» και τούτο διότι οι αποδοχές των Δικαστών δεν επιτρέπεται να συνδέονται με την ποσότητα του παραγόμενου από αυτούς έργου και τούτο διότι αποτελούν ελάχιστη εγγύηση για τη νηφάλια άσκηση του λειτουργήματος τους [βλ. σχετικώς την παρ. 55 της Σύστασης CM/Rec(2010) 12 της Επιτροπής των Υπουργών : «Πρέπει να αποφεύγονται εθνικά συστήματα υπολογισμού της δικαστικής αποζημίωσης, κατά τα οποία οι αποδοχές των δικαστών εξαρτώνται από την απόδοσή τους». Εξάλλου, η κύρωση, μολονότι έχει αμιγώς πειθαρχικό χαρακτήρα, βρίσκεται σε κεφάλαιο που αφορά την αξίωση επί του μισθού, συντρέχει παράλληλα με την καταρχήν πειθαρχική διαδικασία και επιβάλλεται  από τον Προϊστάμενο του δικαστηρίου, ο οποίος ανάγεται έτσι σε πρωτοβάθμιο πειθαρχικό όργανο κατά το δημοσιοϋπαλληλικό πρότυπο. Είναι, δε, εξουθενωτική, λαμβανομένων ότι οι αποδοχές των Δικαστών είναι οι χαμηλότερες στην Ε.Ε. και ήδη δεν επαρκούν για την αξιοπρεπή άσκηση του λειτουργήματός τους.

  Στην παράγραφο 8 πρέπει να προβλεφθεί ότι στους μετακινούμενους εκτός έδρας για εκτέλεση υπηρεσίας δικαστικούς λειτουργούς τα οδοιπορικά έξοδα και η ημερήσια αποζημίωση προκαταβάλλονται.

 Άρθρο 52

Κανονική άδεια

Στην παράγραφο 5 ο όρος δικαστικές διακοπές να αντικατασταθεί  κατά το χρόνο λειτουργίας των θερινών τμημάτων.

Να απαλειφθούν οι παράγραφοι:

 12. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση δικαστικών διακοπών ή κανονικής αδείας, εφόσον, κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου, υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις, εκτός αν συντρέχουν λίαν σοβαροί λόγοι υγείας.

13. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να ζητήσει από τον αρμόδιο προϊστάμενο την ανάκληση της κανονικής άδειας δικαστικού λειτουργού λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.

14. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης  είναι δυνατό να απαγορεύσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τη χορήγηση κανονικών αδειών δικαστικών λειτουργών για ορισμένο χρονικό διάστημα  και τούτο διότι όσον αφορά τη με στοιχείο 12 παράγραφο  είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του θέρους οι Δικαστές διεκπεραιώνουν μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων από το σύνηθες, καθώς εργάζονται κανονικά, απερίσπαστοι από τις πολλαπλές υπηρεσιακές τους υποχρεώσεις. Επομένως, δεν υφίσταται πρακτικά περιθώριο περαιτέρω περικοπής των λεγόμενων «δικαστικών διακοπών». Η ρύθμιση αυτή δε αν και  έχει, κατ’ ουσία, πειθαρχικό χαρακτήρα, επιβάλλεται όχι από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αλλά από τον προϊστάμενο του οικείου δικαστηρίου που μεταβάλλεται σε τιμωρητικό όργανο. Τέλος, η ρύθμιση αυτή, στερώντας τον Δικαστή από στοιχειώδες εργασιακό δικαίωμά του, προσβάλλει την κατοχυρωμένη στα άρθρα 2 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στοιχειώδη ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματα, που δεν επιτρέπεται να θίγονται στον πυρήνα τους. Και τούτο λαμβανομένου υπόψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Δικαστικών Λειτουργών πάντα με υψηλό αίσθημα καθήκοντος και αυτοελέγχου, έχουν πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας και του επείγοντος των υποθέσεων που χειρίζονται και δεν χρειάζονται φόβητρα, για την επιτέλεση του καθήκοντος τους, που μόνο υποτιμητικά λειτουργούν. Όσον αφορά τις άλλες παραγράφους η παρέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσβάλλει το Αυτοδιοίκητο των Δικαστηρίων, καθότι ο προϊστάμενος του Δικαστηρίου είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει  αν συντρέχουν λόγοι εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, ώστε να ανακαλέσει την κανονική άδεια Δικαστικού Λειτουργού ή να απαγορεύσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τη χορήγηση κανονικών αδειών Δικαστικών Λειτουργών για ορισμένο χρονικό διάστημα και όχι ο εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας. 

 

Άρθρο 53

Άδειες κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου

Στην πρώτη παράγραφο κατά την οποία: «Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» πρέπει ν’ απαλειφθεί και τα θέματα στα οποία παραπέμπει προς ρύθμιση από τον άνω Κώδικα να ρυθμισθούν από τον παρόντα με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τη Δικαστή που δικαιούται τέτοια άδεια.  

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΜΗΤΡΩΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

Άρθρο 59

Τοποθετήσεις – προαγωγές

Η παράγραφος 5 του νομοσχεδίου αναφέρει επί λέξει: «Η προαγωγή στους βαθμούς του συμβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Επιτρόπου και αντεπιτρόπου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, του Επιτρόπου και αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του προέδρου και εισαγγελέα εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και του προέδρου εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών ουσιαστικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα. Ως ουσιαστικά προσόντα αξιολογούνται ιδίως, το ήθος, το σθένος, η κρίση και αντίληψη, η ποσοτική και ποιοτική απόδοση, η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, η επιστημονική κατάρτιση και η κοινωνική παράσταση.»

Συνεπώς, τίθεται ως κριτήριο αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών επί προαγωγής τους η «ταχύτητα στην απονομή Δικαιοσύνης» που αποτελεί παράγοντα κατεξοχήν αστάθμητο. Η ταχύτητα δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο επιλογής Δικαστικού Λειτουργού σε οποιοδήποτε στάδιο προαγωγής στον επόμενο βαθμό, διότι μετακυλίεται σ’ αυτόν το βάρος μίας παθογένειας της Δικαιοσύνης και δη της καθυστέρησης στην απονομή της, που οφείλεται σε παράγοντες εκτός του πεδίου ευθύνης του, όπως είναι η  έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, τα οργανικά κενά, η έλλειψη υποστηρικτικών του έργου του υποδομών κλπ.  Στις εν λόγω ρυθμίσεις του νομοσχεδίου εκ προοιμίου θεωρείται ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης είναι αποτέλεσμα των ράθυμων Δικαστών.  Αντί να ληφθούν μέτρα στο γενικότερο πλαίσιο για μια πιο αποδοτική δικαιοσύνη ως προς τους χρόνους απονομής της, όπως ρύθμιση για συνοπτικές αιτιολογίες, έκδοση διατάξεων του Δικαστή για υποθέσεις ήσσονος σημασίας, φιλτράρισμα ως προς την εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστήριο και ως προς την άσκηση ένδικων μέσων, εξωδικαστικοί τρόποι επίλυσης διαφορών κλπ, επιλέγεται από την πολιτεία να ενοχοποιείται ο Δικαστής ως η αιτία του χρόνιου προβλήματος της καθυστέρησης εκδίκασης των υποθέσεων.  Τέλος, η ταχύτητα περιλαμβάνεται ήδη στην ποσοτική απόδοση, η οποία έχει νόημα όταν διαπιστώνεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Στην  παρ. 9 εδ. β΄ του ιδίου άρθρου αναφέρεται επί λέξει: «Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε ένα (1) μήνα, γ) προκειμένου για θεωρήσεις, όταν αυτές γίνονται πέρα από δεκαπέντε (15) ημέρες, δ) προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς, όταν η επεξεργασία και η επιστροφή των δικογραφιών καθυστερεί πέρα από τέσσερις μήνες.»

πό των συνδυασμό των διατάξεων που αναφέρονται στην έκδοση αποφάσεων εντός εξαμήνου (59 παρ. 9 και 109) και τη σύνδεση αυτής της υποχρέωσης με συνέπειες που άπτονται της υπηρεσιακής κατάστασης του Δικαστικού Λειτουργού (περικοπή μισθού, κριτήριο επιθεώρησης κλπ.), εμφαίνεται, με βεβαιότητα, ότι προκρίνεται το ποσοτικό έναντι του ποιοτικού κριτηρίου σε σχέση με την απονομή της Δικαιοσύνης. Η επιλογή αυτού του κριτηρίου πλην του γεγονότος ότι έρχεται σε αντίθεση με όλα τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα που ομιλούν περί εύλογου χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης, δίχως να θέτουν ασφυκτικές προθεσμίες, οι οποίες πρέπει, σε κάθε περίπτωση να είναι ενδεικτικές, έρχεται σε αντίθεση και με τη βασική αρχή της δίκαιης δίκης.      

Άρθρο 60

Μεταθέσεις

 

Στο άρθρο 60 παρ. 3 αναφέρεται επί λέξει: «Μετάθεση δικαστικού λειτουργού μπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση». Να προστεθεί η φράση «εξαιρετικά σοβαρή», ώστε να διαφυλάσσεται η υπηρεσιακή και προσωπική κατάσταση του Δικαστικού Λειτουργού, η οποία θα διαταράσσεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Στο ίδιο άρθρο παρ. 4β αναφέρεται επί λέξει: «Η μετάθεση είναι υποχρεωτική αν ο δικαστικός λειτουργός:… β) εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του».

Επειδή δεν υφίσταται  δικαιολογητικός λόγος σύνδεσης της υποχρεωτικής μετάθεσης του Δικαστή με την αδικαιολόγητη εκτέλεση των καθηκόντων του πρέπει η άνω διάταξη ν΄ απαλειφθεί.

Στο ίδιο άρθρο παρ. 5 αναφέρεται επί λέξει: «Δικαστικός λειτουργός σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης μ' αυτόν μετατίθεται ύστερα από αίτηση του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο άλλος σύζυγος ή το άλλο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης».

Η υποχρεωτικότητα της άνω παραγράφου καταργεί την αρχαιότητα και την επετηρίδα βασικό αξίωμα στην υπηρεσιακή μεταχείριση του δικαστικού λειτουργού (άρθρο 65 με τίτλο «Αρχαιότητα» του σχεδίου νόμου).  Συνεπώς, πρέπει να αναμορφωθεί ως εξής «5. Δικαστικός λειτουργός, σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης μ' αυτόν μετατίθεται ύστερα από αίτησή του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο άλλος σύζυγος ή το άλλο μέρος του συμφώνου συμβίωσης, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης και δεν παραβιάζεται η αρχαιότητα.

Εν συνεχεία δε η παράγραφος πρέπει να διαμορφωθεί ως ακολούθως: Δημόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπάλληλος ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού και υπηρετών στις ένοπλες δυνάμεις, σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσής με αυτόν μετατίθεται, ύστερα από αίτησή του, στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης  σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ, ή στρατιωτική υπηρεσία αντίστοιχα. Αν δεν καθίσταται δυνατή η μετάθεση, ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ, αποσπάται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, κατά προτεραιότητα και με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες, σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ στην περιφέρεια, όπου υπηρετεί ο σύζυγός του δικαστικός λειτουργός ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης μ' αυτόν δικαστικός λειτουργός και για όσο χρόνο υπηρετεί στην περιφέρεια αυτή.

Η προσθήκη αυτή είναι αναγκαία προς προστασία της οικογενειακής ζωής των Δικαστικών Λειτουργών. Η ευρύτερη δε διατύπωση έρχεται να επιλύσει χρονίζοντα τους     συνδεόμενους με σύμφωνο συμβίωσης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ, ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΒΑΘΜΟΙ, ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΡΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’

ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------                                  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ’

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

 

Άρθρο 89

Προαγωγές λοιπών δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης

Το άρθρο 89 παρ. 7 αναφέρει επί λέξει: «Οι προαγωγές των παρ. 1 - 6 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021.»

Πρόκειται για μία σαφώς αντισυνταγματική διάταξη, διότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί κρίνονται ως προς την επάρκειά τους κατά την εισαγωγή τους στο Δικαστικό Σώμα και στη συνέχεια κάθε έτος από τα αρμόδια όργανα επιθεώρησης. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να καταργηθεί και να οριστεί ότι η παρακολούθηση είναι προαιρετική.

Το άρθρο 89 παρ. 8 αναφέρει επί λέξει: «Σε αρεοπαγίτη προάγεται πρόεδρος εφετών ή εφέτης, με επτά τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη και συνολική πραγματική δικαστική υπηρεσία είκοσι έξι τουλάχιστον ετών, ύστερα από αίτηση του.»

Η εν λόγω ρύθμιση είναι εξόχως προβληματική καθώς επί της ουσίας καταργείται η αρχαιότητα βασικό στοιχείο της υπηρεσιακής κατάστασης του δικαστικού λειτουργού καθώς ήδη στο άρθρο 65 προβλέπεται με εξαντλητικό τρόπο η διαμόρφωση της αρχαιότητας γνωστής ως  «επετηρίδας». Το κριτήριο της αρχαιότητας είναι το μόνο ασφαλές εχέγγυο. Η εν λόγω διάταξη πρέπει να απαλειφθεί και να διατηρηθεί η ισχύουσα ήτοι «Σε αρεοπαγίτη προάγεται πρόεδρος εφετών ύστερα από αίτησή του.»

Να διατηρηθεί η διάταξη του ισχύοντος νόμου «Πρόεδρος εφετών, ο οποίος έχει συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του και του οποίου δεν καθίσταται δυνατή η προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη αποκλειστικά και μόνο λόγω ανυπαρξίας κενής οργανικής θέσης, μπορεί, τρεις μήνες πριν από την αποχώρησή του από το δικαστικό σώμα λόγω ορίου ηλικίας, να υποβάλει αίτηση προαγωγής του σε προσωποπαγή θέση αρεοπαγίτη. Επί της αιτήσεώς του αποφαίνεται το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και σε περίπτωση προαγωγής του αυτός παραμένει στη θέση του μέχρι την αποχώρησή του, χωρίς η προαγωγή του στην προσωποπαγή αυτή θέση να θεμελιώνει οποιοδήποτε μισθολογικής, συνταξιοδοτικής ή άλλης φύσεως δικαίωμα αυτού».

Διότι αποτελεί τον ελάχιστο φόρο τιμής στους Δικαστικούς Λειτουργούς για την πολυετή προφορά τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ’

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ’

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ’

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

Άρθρο 93

Συμβούλιο και όργανα επιθεώρησης

Το άρθρο 93 παρ. 9 αναφέρει επί λέξει: « 9. Κάθε επιθεωρητής κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του επικουρείται από πρωτοδίκη, τον οποίο ορίζει με απόφαση της η Ολομέλεια, και δύναται να έχει μειωμένη χρέωση.»

Η εν λόγω διάταξη πρέπει να καταργηθεί, διότι είναι νομοτεχνικά λανθασμένη, καθότι προβλέπει οι Επιθεωρητές οι οποίοι είναι αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου να επικουρούνται από Πρωτοδίκη και στην περίπτωση π.χ. του Εφετείου ο Πρωτοδίκης να επικουρεί τον Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη κατά την επιθεώρηση των Εφετών.      Αν απαιτείται υποστήριξη του έργου του Επιθεωρητή, αυτή πρέπει να προβλεφθεί να προσφέρεται από Πρόεδρο Εφετών.

Το άρθρο 93 παρ.12 αναφέρει επί λέξει: «12. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του προέδρου εφετών ή του εισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών  επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης.» Προτείνεται η παραμονή στο ισχύον καθεστώς, όπου η επιθεώρηση ισχύει μέχρι το βαθμό του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ’

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ’

ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

 

Άρθρο 99

Επιμόρφωση

Το άρθρο 99 αναφέρει επί λέξει: «Πριν την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα μέλη των Συμβουλίων Επιθεώρησης και οι Επιθεωρητές παρακολουθούν υποχρεωτικά έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης που διοργανώνονται από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔΙ). Τα προγράμματα του προηγούμενου εδαφίου διενεργούνται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή της ΕΣΔΙ και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7 περ. δ, 12 παρ.1, περ. θ και 44-46 του ν. 4871/2021 (Α΄ 246).»

Η υποχρεωτικότητα  παρακολούθησης σεμιναρίων  από τους επιθεωρητές είναι προσβλητική και αντιστρατεύεται το νόημα της επιλογής τους μετά από πολυετή υπηρεσία για την εν λόγω θέση.

Άρθρο 100

Αρμοδιότητες επιθεωρητών

Το άρθρο 100 αναφέρει επί λέξει: «1. Οι επιθεωρητές:  α) επιθεωρούν όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των δικαστηρίων της περιφέρειάς τους και οι αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου και τους δικαστικούς λειτουργούς των αντιστοίχων εισαγγελιών.»

Η άνω διάταξη πρέπει να αναδιατυπωθεί, διότι προκαλεί σύγχυση.

 Η παρ. 7 του ιδίου άρθρου αναφέρει επί λέξει: «7. Οι επιθεωρητές εξετάζουν, με τη βοήθεια των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων, το σύνολο της εργασίας των επιθεωρούμενων δικαστικών λειτουργών με βάση το ενιαίο πλαίσιο οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων του άρθρου 104. Επίσης, προκειμένου να διαμορφώσουν ασφαλή γνώμη ως προς τα αξιολογούμενα, σύμφωνα με τις παρ. 2 - 4 του άρθρου 102, κριτήρια διεξάγουν λεπτομερώς κάθε χρήσιμη έρευνα, χωρίς να αρκούνται στα υποδεικνυόμενα από τους επιθεωρούμενους δικαστικούς λειτουργούς αποφάσεις και στοιχεία. Περαιτέρω, μελετούν τα σχετικά με την εργασία των επιθεωρούμενων  στατιστικά στοιχεία, ζητούν την γνώμη του διευθύνοντος του δικαστηρίου ή την εισαγγελία για αυτούς, λαμβάνουν υπόψη τους γραπτές εκθέσεις τις οποίες συντάσσουν υποχρεωτικά οι πρόεδροι ή οι προεδρεύοντες των τμημάτων που υπηρετούν οι επιθεωρούμενοι για όλα τα αξιολογούμενα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 102 κριτήρια, παρακολουθούν συνεδριάσεις στις οποίες μετέχουν αυτοί και διαπιστώνουν τη συμμετοχή τους στα υποχρεωτικά επιμορφωτικά σεμινάρια της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Οι επιθεωρητές αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου μπορούν να ελέγχουν την ποινική εργασία των δικαστών της περιφέρειας τους, χωρίς να συντάσσουν σχετική έκθεση. Υποχρεούνται, όμως, να διαβιβάζουν τα προκύπτοντα από τον έλεγχο αυτόν αξιόλογα στοιχεία, στον αρμόδιο αρεοπαγίτη επιθεωρητή, προκειμένου να συνεκτιμηθούν κατά τη σύνταξη από αυτόν της σχετικής έκθεσης του. Οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους.»

Σύμφωνα με την διάταξη, οι επιθεωρητές, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ελέγχουν υποχρεωτικά τις αποφάσεις περί αναβολών, που χορήγησαν τα δικαστήρια στα οποία μετείχαν οι επιθεωρούμενοι δικαστικοί λειτουργοί και κρίνουν περαιτέρω αν συντρέχει εξ αυτού του λόγου περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τους. Η αξιολόγηση των δικαστών από τον αριθμό των αναβολών παραβλέπει το γεγονός ότι οι αναβολές αποτελούν πολυπαραγοντικό πρόβλημα (ωράριο, κωλύματα δικηγόρων, αποχές, κ.λπ.), αιτίες που είναι δυσχερείς  να εξακριβωθούν και συνεπώς δεν μπορούν αποτελούν κριτήριο αξιολόγησης  των δικαστών.  Αυτό προϋποθέτει την κατάργηση διατάξεων που προβλέπουν τις αναβολές μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ, διότι διαφορετικά ο έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τα αιτήματα αναβολής αποβλέπει στο να ελέγχεται η κρίση του Δικαστικού Λειτουργού. Οι αναβολές ανέκαθεν αποτελούσε αντικείμενο ελέγχου του επιθεωρητή αλλά δεν ετίθεντο ως ξεχωριστή παράμετρος αξιολόγησης του επιθεωρούμενου. Αποτελεί μορφή πίεσης στον Δικαστικό Λειτουργό ενώ στην ουσία μεταθέτει το βάρος ευθύνης για τις αναβολές μόνο στον Δικαστικό Λειτουργό απομονώνοντας τους λοιπούς παράγοντες της δίκης.

Επίσης προβληματική είναι και η πρόβλεψη σύνταξης γραπτής έκθεσης για τους επιθεωρούμενους δικαστές από τους προεδρεύοντες στο τμήμα που αυτοί υπηρετούν, διότι   δημιουργείται ένα ασφυκτικό σύστημα επιθεώρησης, το οποίο εμποδίζει τον Δικαστικό Λειτουργό στην άσκηση του υψηλού του καθήκοντος, καθότι αυτός βρίσκεται σε διαρκή έλεγχο. Εξάλλου, στη σύνταξη της γραπτής έκθεσης είναι δυνατόν να εισχωρήσουν και υποκειμενικά κριτήρια, π.χ. φιλίας, έχθρας κλπ.,  τα οποία δεν είναι ασφαλή  και τα οποία,  δεν  εισχωρούν κατά την επιθεώρηση από τον Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα του Α.Π.   

Άρθρο 101

Εκθέσεις επιθεώρησης

 

Σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 1β: «Οι επιθεωρητές συντάσσουν τις ακόλουθες ιδιαίτερες, λεπτομερείς και ειδικά αιτιολογημένες εκθέσεις:… β. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται οι διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες σε σχέση με τη διεξαγωγή της υπηρεσίας αυτών, υπό την κατά το άρθρο 17 παρ. 7 διεύθυνσή τους».

Η διάταξη πρέπει ν’ απαλειφθεί, διότι εισάγεται εκ του πλαγίου επιθεώρηση των διευθυνόντων τα Εφετεία και τις Εισαγγελίες Εφετών. 

Άρθρο 102

Κριτήρια επιθεώρησης

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 περίπτωση στ) προβλέπεται: «η παρακολούθηση της συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών και υπάλληλων της γραμματείας σε επιμορφωτικά σεμινάρια»

Η παρακολούθηση των σεμιναρίων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών προάγει τη δια βίου εκπαίδευση όλων των δικαστικών λειτουργών. Άλλο ζήτημα η συμμετοχής των δικαστικών λειτουργών σε σεμινάρια και άλλο να αξιολογείται ο δικαστικός λειτουργός από το εάν παρακολουθεί ή όχι τα επιμορφωτικά σεμινάρια και να αποτελεί κριτήριο για την προαγωγή του.

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου: « Προς το σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης όλων των δικαστικών λειτουργών της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται: …γ) η προσαρμοστικότητα σε νέα καθήκοντα και αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών…»

Προβληματισμό προκαλεί ο όρος «νέα καθήκοντα» καθώς τα «καθήκοντα» δεν μπορούν να οριοθετούν ως προς τον δικαστικό τους χαρακτήρα, ενώ η χρήση «νέων τεχνολογιών» δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για ένα δικαστή καθώς δεν είναι βασικό στοιχείο της εργασίας του

Ακολούθως  στην περίπτωση ε) της ιδίας παραγράφου του εν λόγω άρθρου προβλέπεται: «η υπηρεσιακή απόδοση ήτοι: εα) η ποιότητα του έργου τους (επεξεργασία του νομικού και πραγματικού μέρους κάθε υποθέσεως), εβ) η διατύπωση της αποφάσεως και προκειμένου για τους εισαγγελικούς λειτουργούς η απόδοση τόσο στην προδικασία όσο και στη διαδικασία του ακροατηρίου, καθώς και η ικανότητα στη διατύπωση των προτάσεων, των διατάξεων που εκδίδουν και στο χειρισμό του προφορικού λόγου και εγ) η παραγωγικότητα και η ταχύτητα διεκπεραίωσης των υποθέσεων σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19» .

 Ισχύουν όσα  προαναφέρθηκαν στο άρθρο 59 του νομοσχεδίου.

Σύμφωνα με περίπτωση ζ) της ιδίας παραγράφου όπου προβλέπεται:  «ζ) η αναίρεση ή εξαφάνιση των αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου»

 Το εν λόγω κριτήριο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό διότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα νομικά ζητήματα ερίζουν και διαμορφώνονται διαφορετικές απόψεις έως ότου αποφανθεί το ακυρωτικό δικαστήριο για παράδειγμα μπορεί το αναιρετικό να δικαιώσει το πρωτοδικείο και όχι το εφετείο που εξαφάνισε την πρωτόδική απόφαση. Υποκρύπτεται μία αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τη δικαιοδοτική του εκτίμηση και κρίση, αφού η απόφασή του μπορεί να είναι αιτιολογημένη και επιστημονικά θεμελιωμένη αλλά να πέφτει στον επόμενο βαθμό, διότι επιλέγεται μία άλλη ερμηνευτική εκδοχή. Πολλώ δε μάλλον όταν αξιολογούνται τα ίδια πραγματικά περιστατικά από διαφορετική οπτική ματιά. Ο κάθε βαθμός συμβάλει στην διαμόρφωση των επιχειρημάτων  ώστε να ελεχθεί σε τελικό στάδιο η υπόθεση από το ανώτερο δικαστήριο.  Η επιθεώρηση απομακρύνεται από τον έλεγχο του δικαστικού έργου αποκτά τεχνοκρατικό χαρακτήρα καθώς προκρίνονται κριτήρια όπως η ταχύτητα, η βαθμολόγηση των υποθέσεων, επιμόρφωση των δικαστών, στατιστικά στοιχεία επί των επεξεργασθέντων υποθέσεων κλπ

 

Άρθρο 126

Δυνατότητα άσκησης διοικητικής φύσεως δημόσια υπηρεσία

Καταργείται χωρίς δικαιολογητική βάση η δυνατότητα διορισμού στο δημόσιο σε περιπτώσεις ανυπαίτιας ανεπάρκειας. Η εν λόγω δυνατότητα πρέπει να επανέλθει.

 

-------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ